"Ὁ Pouqueville ποὺ γνώρισε καλὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση γράφει κάτι ποὺ πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε ἰδιαίτερα. Μιλώντας γιὰ τὸ ἔτος 1820 —ἄρα, γιὰ ἕνα ἔτος ποὺ ἦταν ἀκόμα ἔτος προσδοκίας καὶ φόβου μεσ' στὸ σκοτάδι—, γράφει, ὅτι ξαφνικά, ἀπὸ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη, βρέθηκε στὰ χείλη ὅλων ἕνα ὄνομα πού, ὡς τότε, εἶχε πέσει σὲ ἀχρηστία, τὸ ὄνομα: Ἑλλάς.
Ἔτσι σημειώνονται τὰ θαύματα. Πρὶν γίνουν οἱ Γραικοὶ ἄξιοι γιὰ τὸ θαῦμα, ἀπέφευγαν νὰ προφέρουν τ’ ὄνομα πού, χωρὶς ἄλλο, ἐγνώριζαν. Καὶ ξαφνικὰ τὸ ἐπρόφεραν. Τὸ εἶχαν αἰῶνες κρυμμένο μέσα τους. Καὶ κάποια μέρα —μιὰ μέρα ποὺ ἦταν ἀκόμα νύχτα βαθειὰ— ἀπεφάσισαν νὰ ἐκστομίσουν τὰ πέντε αἰώνια γράμματα, ἀπεφάσισαν (ὅπως προσθέτει ὁ Pouqueville) νὰ μιλήσουν γιὰ «πατρίδα», γιὰ «δόξα», γιὰ «βωμοὺς ποὺ πρέπει ν' ἀναστηλωθοῦν».
Τί εἶχε συμβῆ; Στὸ 1820 δὲν εἶχε συμβῆ ἀκόμα τίποτε τὸ φανερό. Εἶχε, ὅμως, κυκλοφορήσει ἕνα μυστικό. Τὸ μέγα μυστικὸ λεγόταν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πρῶτος πυρήνας της ἦταν ὁ ὥριμος Νικόλαος Σκουφᾶς (βαθύ του βίωμα ἡ τραγωδία τοῦ Ρήγα) καὶ ὁ νεαρὸς Ἀθανάσιος Τσακάλωφ. Ἡ ἑταιρεία ἱδρύθηκε στὴν Ὀδησσό, στὸ 1816, μὲ τρίτον εἴτε τὸν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο εἴτε τὸν Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο. Ὅταν ἡ ἕδρα της μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶχε γενναιόδωρο χορηγὸ καί, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Σκουφᾶ, «πραγματικὸν ἀρχηγόν» της, ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Κόκκινος στὸ ἱστορικό του ἔργο γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ποὺ ἀποτελεῖ συγγραφικὸν ἄθλο, τὸν Τριπολιτσιώτη μεγαλέμπορο Παναγιώτη Σέκερη, ἀδελφὸ τοῦ Γεωργίου ποὺ ταξίδεψε μαζὶ μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο καὶ τὸν Raybaud. Πῶς μποροῦσε, ὅμως, νὰ πιάσῃ ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑπόθεση, ἂν γινόταν γνωστό, ὅτι στὴν κορυφὴ τῆς ἑταιρείας —μέλη τῆς «ἀρχῆς» ποὺ διοικοῦσε τὰ πάντα— ἦταν μερικοὶ ἔμποροι κ' ἕνας σπουδαστής; Τὸ μέγα, λοιπόν, μυστικὸ ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἀκόμη μυστικώτερο μ' ἕναν ψίθυρο ποὺ ἔφθασε στ' αὐτιὰ χιλιάδων ὑπόδουλων ἑλλήνων, μὲ τὴ φήμη, ὅτι ἡ ἀρχὴ —«αὐτὴ ἡ δύναμη, ἡ σκοτεινή, ἡ ἀθέατη ποὺ ἀπ' αὐτὴν ἐκπορεύονταν τὰ πάντα», ὅπως ἔγραψε, στὸ 1824, ὁ Alphonse Rabbe— ἦταν ἕνα μεγάλο χριστιανικὸ κράτος ἢ ἔστω ὁ Καποδίστριας ποὺ ἦταν ἀκόμα ὁ πανίσχυρος ὑπουργὸς τοῦ αὐτοκρατορος τῆς Ρωσίας.
Ναί, ποτὲ στὴν παγκόσμια ἱστορία τόσο ἄσημοι ἄνδρες —ἁπλοὶ ἰδιῶτες— δὲν κατάφεραν κάτι τὸ τόσο σημαντικὸ ποὺ ἐγκαινίασε μιὰ νέα ἐποχὴ στὴν Εὐρώπη ὁλόκληρη. Μέσα σ' ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, οἱ «ἀπόστολοι» τῆς μυστικῆς ἑταιρείας καὶ τῆς ἀκόμα πιὸ μυστικῆς «ἀρχῆς» εἶχαν ὀργώσει τὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ τὰ Ἑπτάνησα, σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ὁλόκληρη τὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Χιλιάδες εἶχαν μυηθῆ, ὅταν, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1820, δέχθηκε μ' ἐνθουσιασμὸ ν' ἀναλάβη τὴν ἀρχηγία, μόνος καὶ ἀπόλυτος πιὰ ἀρχηγός, ὁ στρατηγὸς τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ὁ Καποδίστριας ἤξερε καλὰ τὸ μυστικὸ —τὸ ἤξερε καὶ πρὶν τοῦ τὸ ἐμπιστευθῇ ὁ Ὑψηλάντης, γιατί τοῦ εἶχε μιλήσει ὁ Ξάνθος, καθὼς καὶ ὁ ἄγνωστός του δῆθεν συγγενὴς Γαλάτης — καί, ἂν καὶ εἶχε τὶς ἐπιφυλάξεις του, τὄθαψε μέσα του. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς τὰ εἶχε ὅλα μυριστῆ καὶ ἔπαιζε τὸ δικό του παιχνίδι. Μόνον ἡ «Ὑψηλὴ Πύλη» θεωροῦσε ἀστεῖα τὰ ὅσα καταγγέλλονταν, προπάντων ἂν τὰ μηνοῦσε ὁ Ἀλῆ πασᾶς, καί, ὅπως ὁ ἀπατημένος σύζυγος ποὺ ξυπνάει μόνον, ὅταν ξεσπάσῃ τὸ σκάνδαλο, πίστεψε τελευταία στὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ πίστεψε, ὅταν τὴν αἰσθάνθηκε ἐπάνω της νὰ καίη.
Ἔτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι ὅλοι —ἢ μᾶλλον μετέφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο. Τὶς ἴδιες μέρες —στὶς 23 Μαρτίου— στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Ἐλληνικοῦ, στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ὁ ἔξοχος Σερραῖος Ἐμμανουὴλ Παπᾶς ὅπλα καὶ πολεμοφόδια στὸ πλοῖο τοῦ Χατζῆ Βισβίζη καὶ τὰ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν περιλάλητη μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Ἐσφιγμένου. Σοφὰ φρόντισε ἡ παράδοση —ἡ λαϊκὴ καὶ ἡ λογὶα— νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ ξεκινήματα σ' ἕνα συμβολικὸ μέγα ξεκίνημα καὶ νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὴν ἁγία ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἂν στηριχθοῦμε στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐνδόξου Δημητσανίτη, τὰ πράγματα καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τὰ τοιαῦτα, ἔμβασαν εὐθὺς τὰς φαμίλιας των εἰς τὸ Κάστρον• εἴτα τῇ 21ῃ Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς πόλεως καὶ περιεκύκλωσαν πρῶτον τὸ ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ Ἕλληνος) , «ὅπου ὑπώπτευον, ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἅρματα• ἀλλά, μὲ τὸ νὰ εὗρον κεκλεισμένας τὰς θύρας, ἄρχισαν τὸν πόλεμον ἔξωθεν, καὶ τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τὸ παράθυρον ἕνα ἄνθρωπον• ὕστερα ἔβαλον πυρκαϊὰν εἰς τὰ πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δὲ τὴν Μητρόπολιν δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι• ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπὸ τὸ Κάστρον μὲ τὰ κανόνια τόσον τὴν Μητρόπολιν, ὅσον καὶ ἄλλα ὀσπίτια• ἡ δὲ πυρκαϊὰ ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανὰ ὀσπίτια• ὅτε τινὲς τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τοὺς δρόμους, οἱ δὲ Τοῦρκοι εὐθὺς ἐκλείσθησαν εἰς τὸ Κάστρον». Καὶ τότε, δυὸ - τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, «ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας», μὲ πεντακόσους ὁπλισμένους ἄνδρες, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης —τοὺς εἶχε ἀπαλλάξει ἤδη ἀπὸ κάθε δισταγμὸ μέσα τους ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, στὴ σύσκεψη τῆς Ἁγίας Λαύρας ποὺ ἔγινε στὶς 10 Μαρτίου— «καὶ εὐθὺς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τουρκῶν εἰς τὸ φρούριον. Κατὰ δὲ τὰς πρώτας προσβολὰς ἐφονεύθησαν τινὲς τῶν ἐχθρῶν, ὅτε ἠρίστευσεν ὅ τε Παναγιώτης Καραντζᾶς» (ἕνας ἁπλὸς Πατρινὸς βιοτέχνης ποὺ ἀναδείχθηκε στρατιωτικὸς ἡγέτης) «καὶ ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη...». Καὶ οἱ Κεφαλλωνῖτες καὶ Ζακυνθινοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα ἀγωνίσθησαν ἄριστα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φαρμακοποιὸ Νικόλαο Γερακάρη. Στὶς 20 ὡς τὶς 22 Μαρτίου εἶχαν, ἐπίσης, ξεσηκωθῆ κ' ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ὁρισμένα τμήματα τῆς Γορτυνίας οἱ Πλαπουταῖοι καὶ οἱ Δεληγιανναῖοι (οἱ Παπαγιαννόπουλοι ἢ Παπαγιανναῖοι, ὅπως ὀνομάζονταν τότε) . Καὶ τὶς ἴδιες μέρες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν γράφει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἀρχηγοὺς τῆς τῶν Πατρῶν πολιορκίας... νὰ μὴν ἀναβάλουν τὸν καιρόν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Κολοκοτρώνης —ὁ Γενναῖος, ὅπως τὸν μετονόμασε ὁ λαός, ὅταν, στὸ 1821, καπετάνιος σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, ἔπιασε κοντὰ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του ἕναν «διακεκριμένον διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν κακίαν του» ἀράπη — γράφει, ὅτι oἱ πρόκριτοι τῆς Μάνης πῆραν, στὶς 17 Μαρτίου, τὴν ἀπόφαση νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα. Πάντως, στὶς 23 Μαρτίου μπῆκαν στὴν Καλαμάτα οἱ πρῶτοι Μανιάτες καὶ ἀκολουθοῦσε, μὲ δυὸ χιλιάδες ἄνδρες, ὁ Πετρόμπεης, ὄχι πιὰ ὡς ἡγεμών τῆς Μάνης, ἀλλὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων»• καὶ εἶχαν ἑνωθῆ μὲ τοὺς Μανιάτες καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας καὶ πολλοὶ ἄλλοι. «Μαζὶ μὲ αὐτοὺς συνεβάδιζε κρατῶν μακρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον καὶ φέρων τὸ ἐρυθρὸν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσὰν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξὺ τῶν ἐνόπλων», ὅπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ὁ Διονύσιος Κόκκινος. Καὶ ὁ Σπῦρος Μελᾶς —στὸ βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἔργα ποὺ ἀφιέρωσε στοὺς ἥρωες τοῦ 21— γράφει, ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη «ἦταν χτυπητή, μὲ τὸ κράνος, τὴ φλογάτη στολὴ τοῦ ταγματάρχη, στὸ σύνταγμα τοῦ δοῦκα τῆς Ὑόρκης, τὴν ὄμορφη σέλα του, καλὰ σφιγμένη στὸ καμαρωτὸ ἄλογο ποὺ τοὔδωσι ὁ Μούρτζινος» (δηλαδή, ὁ Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης) . Καὶ προσθέτει ὁ Σπῦρος Μελᾶς: «Τὰ ψαρὰ μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους, τὸ μάτι ἔλαμπε χαρούμενο κι ἀνυπόμονο, κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ φρύδι• ἀέρας ἀσφάλειας καὶ ἤρεμης ἐπιβολῆς φυσοῦσε ἀπ' ὅλη τὴ μορφὴ του».
Ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπως γράφει ὁ ὑπασπιστής του Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἢ Φωτάκος στὰ «Ἀπομνημονεύματα περὶ τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως», εἶχε περάσει μὲ «τρεῖς συντρόφους του εἰς τὴν Σκαρδαμούλαν τῆς Μάνης εἰς τὸν φίλον του Παναγιώτην Μούρτσινον», «τὴν 6 Ἰανουαρίου 1821»."
Ἔτσι σημειώνονται τὰ θαύματα. Πρὶν γίνουν οἱ Γραικοὶ ἄξιοι γιὰ τὸ θαῦμα, ἀπέφευγαν νὰ προφέρουν τ’ ὄνομα πού, χωρὶς ἄλλο, ἐγνώριζαν. Καὶ ξαφνικὰ τὸ ἐπρόφεραν. Τὸ εἶχαν αἰῶνες κρυμμένο μέσα τους. Καὶ κάποια μέρα —μιὰ μέρα ποὺ ἦταν ἀκόμα νύχτα βαθειὰ— ἀπεφάσισαν νὰ ἐκστομίσουν τὰ πέντε αἰώνια γράμματα, ἀπεφάσισαν (ὅπως προσθέτει ὁ Pouqueville) νὰ μιλήσουν γιὰ «πατρίδα», γιὰ «δόξα», γιὰ «βωμοὺς ποὺ πρέπει ν' ἀναστηλωθοῦν».
Τί εἶχε συμβῆ; Στὸ 1820 δὲν εἶχε συμβῆ ἀκόμα τίποτε τὸ φανερό. Εἶχε, ὅμως, κυκλοφορήσει ἕνα μυστικό. Τὸ μέγα μυστικὸ λεγόταν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πρῶτος πυρήνας της ἦταν ὁ ὥριμος Νικόλαος Σκουφᾶς (βαθύ του βίωμα ἡ τραγωδία τοῦ Ρήγα) καὶ ὁ νεαρὸς Ἀθανάσιος Τσακάλωφ. Ἡ ἑταιρεία ἱδρύθηκε στὴν Ὀδησσό, στὸ 1816, μὲ τρίτον εἴτε τὸν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο εἴτε τὸν Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο. Ὅταν ἡ ἕδρα της μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶχε γενναιόδωρο χορηγὸ καί, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Σκουφᾶ, «πραγματικὸν ἀρχηγόν» της, ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Κόκκινος στὸ ἱστορικό του ἔργο γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ποὺ ἀποτελεῖ συγγραφικὸν ἄθλο, τὸν Τριπολιτσιώτη μεγαλέμπορο Παναγιώτη Σέκερη, ἀδελφὸ τοῦ Γεωργίου ποὺ ταξίδεψε μαζὶ μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο καὶ τὸν Raybaud. Πῶς μποροῦσε, ὅμως, νὰ πιάσῃ ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑπόθεση, ἂν γινόταν γνωστό, ὅτι στὴν κορυφὴ τῆς ἑταιρείας —μέλη τῆς «ἀρχῆς» ποὺ διοικοῦσε τὰ πάντα— ἦταν μερικοὶ ἔμποροι κ' ἕνας σπουδαστής; Τὸ μέγα, λοιπόν, μυστικὸ ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἀκόμη μυστικώτερο μ' ἕναν ψίθυρο ποὺ ἔφθασε στ' αὐτιὰ χιλιάδων ὑπόδουλων ἑλλήνων, μὲ τὴ φήμη, ὅτι ἡ ἀρχὴ —«αὐτὴ ἡ δύναμη, ἡ σκοτεινή, ἡ ἀθέατη ποὺ ἀπ' αὐτὴν ἐκπορεύονταν τὰ πάντα», ὅπως ἔγραψε, στὸ 1824, ὁ Alphonse Rabbe— ἦταν ἕνα μεγάλο χριστιανικὸ κράτος ἢ ἔστω ὁ Καποδίστριας ποὺ ἦταν ἀκόμα ὁ πανίσχυρος ὑπουργὸς τοῦ αὐτοκρατορος τῆς Ρωσίας.
Ναί, ποτὲ στὴν παγκόσμια ἱστορία τόσο ἄσημοι ἄνδρες —ἁπλοὶ ἰδιῶτες— δὲν κατάφεραν κάτι τὸ τόσο σημαντικὸ ποὺ ἐγκαινίασε μιὰ νέα ἐποχὴ στὴν Εὐρώπη ὁλόκληρη. Μέσα σ' ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, οἱ «ἀπόστολοι» τῆς μυστικῆς ἑταιρείας καὶ τῆς ἀκόμα πιὸ μυστικῆς «ἀρχῆς» εἶχαν ὀργώσει τὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ τὰ Ἑπτάνησα, σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ὁλόκληρη τὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Χιλιάδες εἶχαν μυηθῆ, ὅταν, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1820, δέχθηκε μ' ἐνθουσιασμὸ ν' ἀναλάβη τὴν ἀρχηγία, μόνος καὶ ἀπόλυτος πιὰ ἀρχηγός, ὁ στρατηγὸς τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ὁ Καποδίστριας ἤξερε καλὰ τὸ μυστικὸ —τὸ ἤξερε καὶ πρὶν τοῦ τὸ ἐμπιστευθῇ ὁ Ὑψηλάντης, γιατί τοῦ εἶχε μιλήσει ὁ Ξάνθος, καθὼς καὶ ὁ ἄγνωστός του δῆθεν συγγενὴς Γαλάτης — καί, ἂν καὶ εἶχε τὶς ἐπιφυλάξεις του, τὄθαψε μέσα του. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς τὰ εἶχε ὅλα μυριστῆ καὶ ἔπαιζε τὸ δικό του παιχνίδι. Μόνον ἡ «Ὑψηλὴ Πύλη» θεωροῦσε ἀστεῖα τὰ ὅσα καταγγέλλονταν, προπάντων ἂν τὰ μηνοῦσε ὁ Ἀλῆ πασᾶς, καί, ὅπως ὁ ἀπατημένος σύζυγος ποὺ ξυπνάει μόνον, ὅταν ξεσπάσῃ τὸ σκάνδαλο, πίστεψε τελευταία στὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ πίστεψε, ὅταν τὴν αἰσθάνθηκε ἐπάνω της νὰ καίη.
Ἔτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι ὅλοι —ἢ μᾶλλον μετέφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο. Τὶς ἴδιες μέρες —στὶς 23 Μαρτίου— στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Ἐλληνικοῦ, στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ὁ ἔξοχος Σερραῖος Ἐμμανουὴλ Παπᾶς ὅπλα καὶ πολεμοφόδια στὸ πλοῖο τοῦ Χατζῆ Βισβίζη καὶ τὰ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν περιλάλητη μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Ἐσφιγμένου. Σοφὰ φρόντισε ἡ παράδοση —ἡ λαϊκὴ καὶ ἡ λογὶα— νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ ξεκινήματα σ' ἕνα συμβολικὸ μέγα ξεκίνημα καὶ νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὴν ἁγία ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἂν στηριχθοῦμε στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐνδόξου Δημητσανίτη, τὰ πράγματα καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τὰ τοιαῦτα, ἔμβασαν εὐθὺς τὰς φαμίλιας των εἰς τὸ Κάστρον• εἴτα τῇ 21ῃ Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς πόλεως καὶ περιεκύκλωσαν πρῶτον τὸ ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ Ἕλληνος) , «ὅπου ὑπώπτευον, ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἅρματα• ἀλλά, μὲ τὸ νὰ εὗρον κεκλεισμένας τὰς θύρας, ἄρχισαν τὸν πόλεμον ἔξωθεν, καὶ τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τὸ παράθυρον ἕνα ἄνθρωπον• ὕστερα ἔβαλον πυρκαϊὰν εἰς τὰ πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δὲ τὴν Μητρόπολιν δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι• ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπὸ τὸ Κάστρον μὲ τὰ κανόνια τόσον τὴν Μητρόπολιν, ὅσον καὶ ἄλλα ὀσπίτια• ἡ δὲ πυρκαϊὰ ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανὰ ὀσπίτια• ὅτε τινὲς τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τοὺς δρόμους, οἱ δὲ Τοῦρκοι εὐθὺς ἐκλείσθησαν εἰς τὸ Κάστρον». Καὶ τότε, δυὸ - τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, «ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας», μὲ πεντακόσους ὁπλισμένους ἄνδρες, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης —τοὺς εἶχε ἀπαλλάξει ἤδη ἀπὸ κάθε δισταγμὸ μέσα τους ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, στὴ σύσκεψη τῆς Ἁγίας Λαύρας ποὺ ἔγινε στὶς 10 Μαρτίου— «καὶ εὐθὺς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τουρκῶν εἰς τὸ φρούριον. Κατὰ δὲ τὰς πρώτας προσβολὰς ἐφονεύθησαν τινὲς τῶν ἐχθρῶν, ὅτε ἠρίστευσεν ὅ τε Παναγιώτης Καραντζᾶς» (ἕνας ἁπλὸς Πατρινὸς βιοτέχνης ποὺ ἀναδείχθηκε στρατιωτικὸς ἡγέτης) «καὶ ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη...». Καὶ οἱ Κεφαλλωνῖτες καὶ Ζακυνθινοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα ἀγωνίσθησαν ἄριστα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φαρμακοποιὸ Νικόλαο Γερακάρη. Στὶς 20 ὡς τὶς 22 Μαρτίου εἶχαν, ἐπίσης, ξεσηκωθῆ κ' ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ὁρισμένα τμήματα τῆς Γορτυνίας οἱ Πλαπουταῖοι καὶ οἱ Δεληγιανναῖοι (οἱ Παπαγιαννόπουλοι ἢ Παπαγιανναῖοι, ὅπως ὀνομάζονταν τότε) . Καὶ τὶς ἴδιες μέρες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν γράφει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἀρχηγοὺς τῆς τῶν Πατρῶν πολιορκίας... νὰ μὴν ἀναβάλουν τὸν καιρόν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Κολοκοτρώνης —ὁ Γενναῖος, ὅπως τὸν μετονόμασε ὁ λαός, ὅταν, στὸ 1821, καπετάνιος σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, ἔπιασε κοντὰ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του ἕναν «διακεκριμένον διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν κακίαν του» ἀράπη — γράφει, ὅτι oἱ πρόκριτοι τῆς Μάνης πῆραν, στὶς 17 Μαρτίου, τὴν ἀπόφαση νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα. Πάντως, στὶς 23 Μαρτίου μπῆκαν στὴν Καλαμάτα οἱ πρῶτοι Μανιάτες καὶ ἀκολουθοῦσε, μὲ δυὸ χιλιάδες ἄνδρες, ὁ Πετρόμπεης, ὄχι πιὰ ὡς ἡγεμών τῆς Μάνης, ἀλλὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων»• καὶ εἶχαν ἑνωθῆ μὲ τοὺς Μανιάτες καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας καὶ πολλοὶ ἄλλοι. «Μαζὶ μὲ αὐτοὺς συνεβάδιζε κρατῶν μακρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον καὶ φέρων τὸ ἐρυθρὸν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσὰν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξὺ τῶν ἐνόπλων», ὅπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ὁ Διονύσιος Κόκκινος. Καὶ ὁ Σπῦρος Μελᾶς —στὸ βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἔργα ποὺ ἀφιέρωσε στοὺς ἥρωες τοῦ 21— γράφει, ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη «ἦταν χτυπητή, μὲ τὸ κράνος, τὴ φλογάτη στολὴ τοῦ ταγματάρχη, στὸ σύνταγμα τοῦ δοῦκα τῆς Ὑόρκης, τὴν ὄμορφη σέλα του, καλὰ σφιγμένη στὸ καμαρωτὸ ἄλογο ποὺ τοὔδωσι ὁ Μούρτζινος» (δηλαδή, ὁ Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης) . Καὶ προσθέτει ὁ Σπῦρος Μελᾶς: «Τὰ ψαρὰ μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους, τὸ μάτι ἔλαμπε χαρούμενο κι ἀνυπόμονο, κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ φρύδι• ἀέρας ἀσφάλειας καὶ ἤρεμης ἐπιβολῆς φυσοῦσε ἀπ' ὅλη τὴ μορφὴ του».
Ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπως γράφει ὁ ὑπασπιστής του Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἢ Φωτάκος στὰ «Ἀπομνημονεύματα περὶ τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως», εἶχε περάσει μὲ «τρεῖς συντρόφους του εἰς τὴν Σκαρδαμούλαν τῆς Μάνης εἰς τὸν φίλον του Παναγιώτην Μούρτσινον», «τὴν 6 Ἰανουαρίου 1821»."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου