"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Τα Καλάβρυτα συντρίβουν (Το αήττητο του Ιμπραήμ)

Η ΟΜΙΛΙΑ
«Η επισφράγιση του Απελευθερωτικού αγώνα στη μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου -24 Ιουνίου 1827Δημήτριος Ι Βαρβιτσιώτης – Γενικός Γραμματέας Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως।
"Η ομιλία μου σήμερα δεν θα έχει παράπονα σε αναφορές σε προσπάθειες που έχουν στόχο να μειώσουν την συμμετοχή και σημασία του τόπου μας στην ιστορία। Αυτής της ιερής Καλαβρυτινής Γής που πατάμε και για το γέρεμά της έχει ανακατευτεί το καθάριο ορεινό χώμα με το αίμα χιλιάδων αγωνιστών της λευτεριάς, μαρτύρων των παναθρώπινων αξιών, υπερασπιστών των ιδανικών, εκφρα στών της αδούλωτης ελληνικής ψυχής, που όλα μαζί με καμάρι και ίσως λίγο εγωϊστικά, εμείς εδώ, τα ονομάζουμε Αθάνατη Καλαβρυτινή Ψυχή। Αυτή την Ψυχή που εκτός από το αγωνιστικό φρόνημα διακατέχει και η ανθρώπινη αλληλεγγύη। Σ΄ αυτήν την πλευρά της κοινωνικής διάστασης της προσφοράς του Μεγάλου Σπηλαίου επιτρέψτε μου να επικεντρωθώ επιθυμώντας να δώσω μιαν άλλη πτυχή της διαχρονικής του αξίας.Θα ανατρέξω ενημερωτικά για την ιδιαιτερότητα της σημερινής επετείου στην οποία η Παγκαλαβρυτινή Ενωσις και η Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου αποτίουν κάθε χρόνο φόρο τιμής και μνήμης.
Το 1824 η ελληνική επανάσταση είχε ήδη εξαπλωθεί τόσο, ώστε ο σουλτάνος Μαχμούτ αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Αυτός εμπιστεύθηκε το δύσκολο έργο της καταστολής των εξεγερμένων Ελλήνων στο γιο του Ιμπραήμ.
Ο τελευταίος, έχοντας από το 1824 ως ορμητήριο τη Σούδα της Κρήτης, εξεστράτευσε εναντίον της Πελοποννήσου το 1825. Το Μέγα Σπήλαιο εκείνη την εποχή είχε γίνει πραγματικό καταφύγιο του λαού. Πολλοί πρόκριτοι είχαν καταλύσει στο μοναστήρι παίρνοντας μαζί τους και τις οικογένειές τους. Το ίδιο είχε γίνει και στην έκρηξη της Επανάστασης, όταν, κατά τη μαρτυρία του Φωτάκου, η οικογένεια του Κανέλλου Δεληγιάννη βρήκε εδώ στο Μέγα Σπήλαιο καταφύγιο. Το 1824, ο Λόντος με το συγγενή του Ανδρέα έστειλε την οικογένειά του στο Μέγα Σπήλαιο για ασφάλεια. Το γεγονός ότι το μοναστήρι λειτουργούσε ως καταφύγιο τα δύσκολα χρόνια του αγώνα, οφειλόταν κυρίως στη φυσική οχύρωση που του παρέχει η ορεινή πελοποννησιακή γη και ανέκαθεν το μοναστήρι αυτό θεωρούνταν απόρθητο. Άλλος λόγος ήταν η ακμαία οικονομική κατάστασή του. Πράγματι, πέρα από το σωματικό μόχθο που συνεπαγόταν η φροντίδα τόσων ανθρώπων, οι μοναχοί έπρεπε να διαθέτουν μεγάλους οικονομικούς πόρους και μόνο για τη διατροφή των εκατοντάδων φιλοξενουμένων. Είναι αλήθεια πως οι πατέρες αγόγγυστα παρείχαν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στο λαό που κατέφευγε στο μοναστήρι. Τέλος, δεν πρέπει να παραθεωρηθεί η σημαντική ψυχολογική στήριξη που αντλούσε ο λαός από την παρουσία της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου. Ο λαός ακουμπούσε τις ελπίδες και τους φόβους του υπό την σκέπη της Παναγίας, ως «Υπερμάχου Στρατηγού» και ακατανίκητης εγγυήτριας της ασφάλειάς του. Η «Θαυματουργή Εικόνα» ήταν η έκφραση της πίστης και η επα κόλουθη διατήρηση και ισχυροποίηση του αγωνιστικού φρονήματος του λαού. Στην εκστρατεία του ο Ιμπραήμ το 1825, εκτός από τους συμπατριώτες στρατηγούς του, διέθετε ένα επιτελείο ειδικών Γάλ λων και Ιταλών αξιωματικών, οι οποίοι διαχειρίζονταν τα τεχνικά σώματα του στρατού, δηλαδή το πυροβολικό και το μηχανικό.
Οι Έλληνες, απορροφημένοι στις εσωτερικές διενέξεις, αντιμετώπισαν επιπόλαια τον νέο κίνδυνο αδράνησαν, όταν θα μπορούσαν να καταφέρουν ένα καθοριστικό χτύπημα στον εχθρό, δηλαδή τη στιγμή της απόβασης, και έτσι έδωσαν τη δυνατότητα στους αντιπάλους να συνταχθούν και να αρχίσουν το εφιαλτικό έργο τους, που για χρόνια έσπειρε τον τρόμο και το θάνατο σ' ολόκληρη την Πελοπόννησο. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες των Ελλήνων τη στιγμή της άφιξης των Αιγυπτίων ήταν φυλακισμένοι, ενώ ο λαός στο άκουσμα της είδησης για τον ερχομό των Ιμπραήμ αντιδρούσε ψυχρά. Την υποτίμηση αυτή των αντιπάλων οι Έλληνες, δυστυχώς, έμελλε να πληρώσουν ακριβά. Ο ικανότατος αιγύπτιος στρατηλάτης όργωσε σχεδόν ανενόχλητος την Πελοπόννησο επιδιδόμενος συχνά σε φρικαλεότητες και βανδαλισμούς.Το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου ήταν ήδη γνωστό στον αντίπαλο στρατόπεδο ως ένα ισχυρό ορμητήριο των ελληνικών δυνάμεων και τόπος ιδιαίτερης στρατιωτικής σημασίας για τους επαναστατημένους. Κι όχι μόνον αυτό το μοναστήρι παρείχε στέγη σε πολλές οικογένειες των προυχόντων της περιοχής που, από το φόβο του επιδρομέα, αναζήτησαν κατα φύγιο στους κόλπους του. Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Οικονόμος, «κατά δε το Μέγα Σπήλαιον πανταχόθεν ήσαν κατα φυγόντες χιλιάδες πολλαί, μεθ' ων συνηριθμούντο και πεντακόσιαι ολόκληραι οικογένειαι.
Το μοναστήρι προσέφερε μεγάλη υλική βοήθεια για τις ανάγκες του αγώνα, σε σημείο, πάντα κατά τη μαρτυρία του Οικονόμου, να εκποιήσει και αυτά τα αργυρά ιερά σκεύη. Οι μοναχοί, εξάλλου, δεν δίστασαν να λιώσουν οποιοδήποτε χάλκινο αντικείμενο του μοναστηριού, ακόμη και αυτά τα πόμολα των θυρών, για να γίνουν πυρομαχικά.
Ο Ιμπραήμ, γνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία της μονής, που οφειλόταν κυρίως στη φυσική τοπογραφία της, επιχείρησε τρεις φορές να την κατακτήσει. Ωστόσο, η κατάληψη του Μεγάλου Σπηλαίου δεν ήταν εύκολη, κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας της οχυρής θέσης του. Οι πατέρες του Μ. Σπηλαίου, άλλωστε, αντιμετώπισαν με μεγάλη αίσθηση ευθύνης και ρεαλισμό τις υποχρεώσεις που τους επέβαλε η κρίσιμη εμπόλεμη κατάσταση. Μία σειρά επιστολών από το 1825 και μετέπειτα, μας περιγράφουν τις πυρετώδεις ετοιμασίες της αμυντικής οργάνωσης του μοναστηριού, στη συνει δητοποίηση του μεγάλου κινδύνου που σήμαινε η παρουσία του αιγυπτιακού στρατού στην επα ναστατημένη Ελλάδα. Την πρώτη απόπειρα κατάληψης του Μεγάλου Σπηλαίου επιχείρησε ο Ιμπραήμ το Δεκέμβριο του 1825. Την είδηση για την επίθεση που μηχανευόταν ο αιγύπτιος στρατηλάτης γνω στοποίησε στο μοναστήρι ένας έλληνας αιχμάλωτος που κατάφερε να δραπετεύσει από το αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης με τη βοήθεια των αδελφών του Δημητρίου και Νικολάου στρατολόγησε πάνω από 1.500 άνδρες και έσπευσε στο απειλούμενο μοναστήρι. Έφτασε εκεί στις 3 Δεκεμβρίου 1825. Στο Μέγα Σπήλαιο βρίσκονταν ήδη οι Λόντος, Ζαΐμης, Σ. Χαραλάμπης και Σ. Φωτήλας «και τινες καπετανίσκοι των Πατρών» όπως γράφει ο Φωτάκος. Συνολικά οι ελληνικές δυνάμεις υπερέβαιναν τους 2.000 άνδρες. Αμέσως όλοι επιδόθηκαν στην οχύρωση και αμυντική οργάνωση για την επικείμενη επίθεση του εχθρού, προσέχοντας κυρίως τις πιο ευαίσθητες αμυντικά πλευρές της Μονής. Οργανώθηκαν δύο σκοπιές και ένα «επικουρικό σώμα» με επικεφαλής τους Νικόλαο Φραγκάκη και Γιαννάκη Καραλή. Ο Ιμπραήμ, αφού έσπειρε την καταστροφή στον Κορινθιακό κόλπο, έστειλε από τη Βοστίτσα ένα στρατιωτικό σώμα, για να βολιδοσκοπήσει τις δυνάμεις αντίστασης της Μονής. Το σώμα αυτό αποτελούσαν 3.000 πεζοί και 500 ιππείς. Τελικά, μια εμπροσθοφυλακή από 500 πεζούς και 150 ιππείς του εχθρικού σώματος εστάλη στο μοναστήρι με σκοπό να το προσεγγίσει αθόρυβα και να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Έγινε όμως αντιληπτή από τις φρουρές των αμυνομένων και ακολούθησε συμπλοκή στην ΝΑ πλευρά. Εκεί προσέτρεξαν και άλλοι άνδρες από το μοναστήρι, με αποτέλεσμα οι εχθροί να τραπούν σε φυγή. Στη μάχη αυτή ο εχθρός είχε απώλεια 47 ανδρες, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν από τους συμπολεμιστές τους στο πεδίο της μάχης, και εκατό τραυματίες. Ο Ιμπραήμ, βλέποντας τη μεγάλη δύναμη που προστάτευε το απόρθητο μοναστήρι, ματαίωσε την επίθεση για να «επανέλθει συστηματικότερα μετ’ ολίγων μηνών».
Η δεύτερη απόπειρα του Ιμπραήμ πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1826. Ο αιγύπτιος στρατηλάτης επέστρεφε στην Πελοπόννησο από το πολύπαθο Μεσολόγγι νικητής μεν, αλλά με αποδεκατισμένες τις δυνάμεις του. Σκοπός του ήταν να κατεβεί στην Τριπολιτσά.
Μπήκε ανενόχλητος στα Καλάβρυτα και στις 4 Μαΐου έκαψε τη Μονή της Αγίας Λαύρας, που είχε εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς στο έλεος του βάρβαρου επιδρομέα. Οι θησαυροί και τα κειμήλια της μονής είχαν μεταφερθεί σε ασφαλή μερη. Ένα μέρος των κειμηλίων μεταφέρθηκε στο Μέγα Σπή λαιο. Ο Ιμπραήμ έκαψε και τα μετόχια της μονής, καθώς και τα άδεια χωριά της περιοχής τα οποία οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει. Μία μικρή αλλά σθεναρή αντίσταση συνάντησε στη θέση Καστράκι, όπου του επιτέθηκαν οι καπετάνιοι Νικ. Σολιώτης και Γκολφίνος Πετμεζάς. Η αντίσταση αυτή όμως λόγω της τεράστιας διαφοράς δυνάμεων έληξε σελίγες ώρες.Την επόμενη μέρα (5 Μαΐου) ετοιμάστηκε να επιτεθεί και εναντίον του Μ. Σπηλαίου. Για το σκοπό αυτό έστειλε στο μοναστήρι μια μικρή ανιχνευτική δύναμη. Εκτός από τη γνωστή φυσική οχύρωση, η μονή διέθετε ένα αξιόλογο στρατιωτικό σώμα για την υπεράσπισή της. Έτσι, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να αναβάλει την προσπάθεια, να συνεχίσει για την Τριπολιτσά και να σχεδιάσει μια πιο οργανωμένη επιδρομή.Αυτή η τρίτη επίθεση πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος 1827. Ο Ιμπραήμ είχε στρατοπεδεύσει από τις αρχές Ιουνίου στη θέση Σάλμενα κάτω από το χωριό Σκεπαστό, βολιδοσκοπώντας το μοναστήρι.Οι μοναχοί βλέποντας τις ετοιμασίες ζήτησαν βοήθεια από τον Κολοκοτρώνη. Πράγματι, ο Γενικός Αρχηγός έστειλε στο μοναστήρι στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τους Φωτάκο, Ν. Καραχάλιο, Κ. Μέλλιο και Θεοδόσιο Παπαγιαννακόπουλο, καθώς και ένα τμήμα της σωματοφυλακής του. Με την τρομοκρατία των «προσκυνοχαρτιών» του Ιμπραήμ, οι ανυπόταχτοι Έλληνες είχαν καταφύγει στο Μέγα Σπήλαιο. Την δραματική έκκληση του Νικολάου Πετμεζά διασώζει ο Κολοκοτρώνης με όσα διηγείται ο ίδιος και περιγράφεται σε μια φράση του Ν. Πετιμεζά: «Τρέξε να πάμε εις το Μέγα Σπήλαιο, γιατί τότε παραδίδεται το Σπήλαιον και χάνεται όλη η επαρχία». Ο Αρχηγός τότε στέλνει επιστολή προς τον Ν. Πετμεζά και γράφει μεταξύ άλλων:«Προς τον Στρ. Ν. Πετιμεζάν. Επειδή ο εχθρός συγκεντρωθείς ήδη εις την Μητρόπολιν των Καλαβρύτων επαπειλεί εξαιρέτως το Μέγα Σπήλαιον, και επειδή δια να οχυρωθή αυτή η θέσις, ήτις αποτελεί όχι κατωτέραν δύναμιν ενός φρουρίου, δια τε το οχυρόν αυτής και δια το πλήθος των εν αυτή καταφυγουσών φαμηλιών, έχει ανάγκην ικανής στρατιωτικής δυνά μεως, ήτις αντιπαρατάττεται εις κάθε εχθρικήν προσβολήν, και να φυλάττη πάντοτε την απαιτουμένην εις τε το Μοναστήριον και τους εν αυτώ καταφυγόντας πολίτας ευτα ξίαν, δια τούτο θέλων να προκαταληφθώσιν αυτά σε διατάττω ως εφεξής:
Α'. Να λάβης υπό την οδηγίαν σου εξακοσίους στρατιώτας καλούς, πραγματικούς, των οποίων θέλεις είσαι επί κεφαλής, και θέλεις καταλάβεις και οχυρώσεις με αυτούς όλας τας περί το Σπήλαιον αναγκαίας θέσεις, δια ν' αντιπαραταχθής, χρείας τυχούσης, εις κάθε εχθρικόν κίνημα.
Β'. Θέλεις έχει κατά τούτο, την δυνατήν σύμπραξιν των Πατέρων του ιερού Μοναστηριού καθώς ειδο ποιούνται του το.ΣΤ'. Θέλει με ειδοποιήσεις την κατάστασιν και τας χρείας αυτού του ιερού Μοναστηριού δια να τας αναφέρω όπου ανήκει, και δια να ληφθώσιν εγκαίρως μέτρα περί προμη θείας των αναγκαίων των δι' αυτό. Εύελπις, ότι θέλεις ευαρεστήσει εις τον διορισμόν τούτον, κατά την οποίαν χαίρεις αγαθήν υπόληψιν, μένω.
24 Ιουνίου 1827, ο Γεν. Αρχηγός, Θ. Κολοκοτρώνης»
Εκείνη την εποχή στην ηπειρωτική Πελοπόννησο τρεις ήταν κυρίως οι πυρήνες αντιστάσεως των επαναστατημένων: η Μάνη, το Παλαμήδι και το Μέγα Σπήλαιο. Η οχύρωση της Μονής είχε αρχίσει ήδη από το προηγούμενο έτος (1826), κατά τη δεύτερη απόπειρα του Ιμπραήμ εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου. Αρχικά κατασκευάστηκε ένας πύργος προς τη βορεινή πλευρά του μοναστηριού. Το μοναστήρι υπερασπίζονταν περίπου 600 εμπειροπόλεμοι αγωνιστές υπό το γενικό πρόσταγμα του Ν. Πετμεζά. Μαζί τους συντάχθηκαν και πολλοί μοναχοί με επικεφαλής τον γενναίο μοναχό Γεράσιμο Τορολό. Μάλιστα όταν στο άκουσμα των πολλών χιλιάδων πολεμιστών του Ιμπραήμ το αγωνιστικό φρόνημα κάποιων άρχισε να κάμπτεται, με πρωτοστάτη τον μοναχό Τορολό και άλλοι μοναχοί έβγαλαν τα ράσα, φόρεσαν φουστανέλες και μπήκαν στην πρώτη γραμμή εμψυχώνοντας όλους τους αγωνιστές – υπερασπιστές του μοναστηριού, όπως μας μεταφέρει η παράδοση.
Ο Ιμπραήμ πριν επιτεθεί εναντίον της Μονής, και γνωρίζοντας πόσο δύσκολο θα ήταν να την καταλάβει με πόλεμο παρά τη μεγάλη υπεροχή του σε στρατό, επιχείρησε να δελεάσει τους μοναχούς, προτείνοντάς τους να υποταχθούν οικειοθελώς, ώστε να αποφευχθεί η επίθεση. Για το σκοπό αυτό έστειλε στις 19 Ιουνίου 1827στο μοναστήρι τον αρχιγραμματέα του Σάμη του Σιέχ Νεντσίπ με γράμμα να προσκυνήσουν.Η απάντηση των μοναχών αποτελεί μνημείο αποτύπωσης της Ελληνικής Ψυχής:
«Ὑψηλότατε ἀρχηγὲ τῶν Ὀθωμανικῶν ἁρμάτων, χαῖρε. Ἐλάβαμεν τὸ γράμμα σου καὶ εἴδομεν τὰ ὅσα γράφεις, ἠξεύρομεν πὼς εἶσαι εἰς τὸν κάμπον τῶν Καλαβρύτων πολλὰς ἡμέρας καὶ ὅτι ἔχεις ὅλα τὰ μέσα τοῦ πολέμου. Ἡμεῖς διὰ νὰ προσκυνήσωμεν εἶναι ἀδύνατον, διότι εἴμεθα ὁρκισμένοι εἰς τὴν πίστιν μας, ἢ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἢ νὰ ἀποθάνωμεν πολεμοῦντες καὶ κατὰ τὸ χαΐνι μας δὲν γίνεται νὰ χαλάση ὁ ἱερὸς ὅρκος τῆς πατρίδος μας. Σὲ συμβουλεύουμε ὅμως νὰ ὑπάγης νὰ πολεμήσῃς σὲ ἄλλα μέρη, διότι, ἂν ἔλθης ἐδῶ νὰ μᾶς πολεμήσῃς καὶ μᾶς νικήσῃς, δὲν εἶναι μεγάλον κακόν, διότι θὰ νικήσης παπάδες, ἂν ὅμως νικηθῆς, τὸ ὁποῖον ἐλπίζομεν ἄφευκτα, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχομεν καὶ θέσιν δυνατὴν καὶ θὰ εἶναι ἐντροπή σας καὶ τότε οἱ Ἕλληνες θὰ ἐγκαρδιωθοῦν καὶ θὰ σὲ κυνηγοῦν πανταχοῦ. Ταῦτα σὲ συμβουλεύομεν καὶ ἡμεῖς, κᾶμε ὡς γνωστικὸς τὸ συμφέρον σου, ἔχομεν καὶ γράμματα ἀπὸ τὴν βουλὴν καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ὅτι εἰς πάσαν περίπτωσιν πολλὴν βοήθειαν θὰ μᾶς στείλη, παλληκάρια καὶ τροφὰς καὶ ὅτι ἢ θὰ ἐλευθερωθῶμεν τάχιστα ἢ θὰ ἀποθάνω μεν κατὰ τὸν ἱερὸν ὅρκον τῆς Πατρίδος μας.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ὁ Ἡγούμενος καὶ σὺν ἐμοὶ παπάδες καὶ καλόγεροι τῇ 22ᾳ Ἰουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον».
Μετά απ' αυτή την αποφασιστική απάντηση των πατέρων όλα ήταν έτοιμα για την κρίσιμη αναμέτρηση. Ο Ιμπραήμ είχε 15.000 άνδρες και με το στρατό του Δελή Αχμέτ ο αριθμός των επιτιθεμένων έφθανε τους 20.000 μαχητές. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλευρό του Ιμπραήμ πολεμούσαν περίπου δυό χιλιάδες ένοπλοι προσκυνημένοι Έλληνες με επικεφαλής τον Νενέκο. Η βοήθειά τους στο τουρκικό στρατόπεδο ήταν καθοριστική, γιατί γνώριζαν καλά την τοπογραφία και τα ευπαθή σημεία της περιοχής. Την παραμονή της επίθεσης ο Ιμπραήμ εμφανίστηκε πάνω από το χωριό Ζαχλωρού, συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους και πεζούς. Από κει πάνω από το βράχο που υπάρχει και σήμερα απέναντί μας, ο φοβερός στρατάρχης ατένιζε σχεδόν όλη την ημέρα το μοναστηρι. Ζήτησε από τους ειδικούς τεχνικούς του, Ιταλούς και Γάλλους, να σχεδιάσουν την τοπογραφία του στόχου. Όσοι ήταν στο μοναστήρι βγήκαν έξω και αγνάντευαν τον εχθρό να μηχανεύεται την επικείμενη πολιορκία όπως υπολόγιζαν. Ο Φωτάκος μάλιστα, χρησιμοποιώντας τηλεσκόπιο, κατάφερε να διακρίνει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ιμπραήμ.Οι πολυπληθείς τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις ξεκίνησαν εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου τα ξημερώματα της 24ης Ιουνίου. Τότε αρχίζει η μάχη και ο Ιμπραήμ επιτίθεται από παντού με όλες του τις δυνάμεις, για να αιφνιδιάσει τους αμυνομένους. Σκοπός του ήταν να προκαλέσει σύγχυση στο αντίπαλο στρατόπεδο και να εφορμήσει από τη νοτιοανατολική πλευρά της Μονής, με έδρα επίθεσης τη θέση Ψηλό Σταυρό που κατέλαβε στην αρχή της επίθεσης του, έχοντας εξασφαλίσει τον αποκλεισμό της Μονής από ενδεχόμενη έλευση συμμαχικών δυνάμεων. Τοποθετώντας στο Μεγάλο Σταυρό προς της περιοχή της Βρόσθενας το αρχηγείο του συνεχίζει να επιτίθεται λυσσαλέα από την Κισσωτή, το Τρύπιο Λιθάρι και την Πανηγυρίτσα. Σφοδρή μάχη μαίνεται στο Τρύπιο Λιθάρι πάνω από τη Μονή. Οι Έλληνες επωφελούμενοι από το πυκνό δάσος καθηλώνουν τους αντιπάλους, εμποδίζοντάς τους να προσεγγίσουν τα δύο φρούρια. Η απο τυχία τους οφείλεται τόσο στο κανόνι της Μονής, όσο και στη σθεναρή αντίσταση των οχυρωμένων Ελλήνων που υπεράσπιζαν το μοναστήρι. Όταν ο Πετμεζάς συνειδητοποιεί την υπερίσχυση των ελληνικών δυνάμεων στο Τρύπιο Λιθάρι, αποφασίζει αντεπίθεση εναντίον του εχθρού με σκοπό την κατάληψη του Ψηλού Σταυρού. Το δύσκολο εγχείρημα απο τολμά με τους Φωτάκο, Μέλλιο και Σαρδελιανό. Στη σφοδρή αντίσταση που συναντούν λαβώνεται θανάσιμα ο Σαρδελιανός. Η απώλεια του Ανδρέα Σαρδελιανού δεν κάμπτει τους Έλληνες αντιθέτως, η λυσσαλέα επέλασή τους δεν είναι δυνατόν να αναχαιτισθεί. Οι απώλειες των αντιπάλων είναι μεγάλες, πράγμα που «….ηνάγκασεν τον αιγύπτιον Σατράπην αργά της απογευματινής να αναλάβει την αποτυχίαν του και να διατάξει υποχώρησιν» όπως περιγράφει ο Σπηλιάδης. Η μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου διήρκεσε από τα χαράματα ως το βράδυ της 24ης Ιουνίου. Οι Έλληνες ενωμένοι, με πάθος και στρατηγική επέτυχαν αυτό που έμοιαζε ακατόρθωτο. Οι απώλειες του Τούρκων ήταν μεγάλες. Κατά τον Σπηλιάδη, «από τους εχθρούς εφονεύθησαν και επληγώθη σαν πλέον ή τριακόσιοι». Αντίθετα, από το στρατόπεδο των Ελλήνων μοναδικό θύμα ήταν ο Ανδρέας Σαρδελιανός (όπως τον αναφέρει ο Δ. Παναγόπουλος -Σαρδελιάνος όπως γνωρίζουμε το επώνυμο των απογόνων του σήμερα) από την Κερπινή, καθώς και κάποιοι ελαφρά πληγωμένοι. Ταλαιπωρημένος από τη μάχη ασθένησε και εξέπνευσε στο Μέγα Σπήλαιο μετά από λίγες ημέρες και ο στρατηγός Κ. Μέλλιος από την Τρυφυλλία. Για τις ανδραγαθίες των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου μας διηγείται ο Φωτάκος: «Οι καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς. Εκείνην την ημέραν οι Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πόλεμον». Οι έλληνες πολεμιστές, γύρισαν θριαμβευτές στη Μονή, έγιναν δεκτοί με κωδωνοκρουσίες και εψάλη ευχαριστήριος δοξολογία προς τιμήν της Θεοτόκου. Κατά την παράδοση, ο στρατηγός Νικόλαος Πετμεζάς παρακολούθησε γονυκλινής τη δοξολογία ενώπιον της εικόνας της Παναγίας, στον ιερό χώρο που είμαστε σήμερα και όταν τελείωσε η δοξολογία, ανεφώνησε: «Παναγιά μου, εφ' όσον έχουμε εσένα, δεν χρειάζονται τ' άρματα».
Η νίκη των ελληνικών δυνάμεων του Μεγάλου Σπηλαίου, με επιφανείς τους Ν Πετμεζά, Φωτάκο, Φραγκάκη, Μέλλιο, Σαρδελιανό (Σαρδελιάνο) και τον μοναχό Γεράσιμο Τορολό, επί του φοβερού στρατεύματος του Ιμπραήμ είχε σαν αποτέλεσμα την αναπτέρωση του αγωνιστικού φρονήματος όλων των μαχομένων Ελλήνων।
Το 1827 η Επανάσταση βρίσκεται σε οριακό σημείο, καθώς ο στρατός του Ιμπραήμ θριαμβεύει σε ξηρά και θάλασσα. Μια σειρά πολεμικών αποτυχιών οδήγησαν στην παράδοση της Ακρό πολης στον Κιουταχή στις 27 Μαΐου και στο θάνατο του Καραϊσκάκη. Σ’ αυτή την δύσκολη στιγμή, οι υπερασπιστές του Μεγάλου Σπηλαίου απέκρουσαν τους στρατιώτες του Ιμπραήμ και τους υποχρέωσαν να υποχωρήσουν καταρρίπτοντας το μύθο του αήττητου. Η Μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου απετέλεσε ορόσημο αφού κατέδειξε ότι το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων όχι μόνο δεν είχε καμφθεί αλλά έπαιρνε επικές διαστάσεις και δείχνει τον πολιτικό μονόδρομο της δημιουρ γίας ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους. Το ηθικό των Ελλήννων απ’ άκρου σε άκρο της Επαναστατημένης Ελλάδας αναπτερώνεται. Οι ξένοι αποφασίζουν να παρέμβουν καθοριστικά «για το κλείσιμο του ελληνικού ζητήματος επιτέλους» και μετά από συνεννοήσεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων υπογράφεται το πρωτόκολλο του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827), το οποίο αναγνωρίζει την αυτονομία της Ελλάδας, ενώ οι μοίρες του συμμαχικού στόλου καταπλέουν στις ελληνικές θάλασσες. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 8 Οκτωβρίου έκρινε οριστικά την τύχη του Αγώνα, καθώς ο τουρκο αιγυπτιακός στόλος υφίσταται πανωλεθρία από τον στόλο των Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέυδεν.
Το 1829 ο νέος Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, συνοδευόμενος από τον ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γιόρτασε το Πάσχα στο Μέγα Σπήλαιο, το μεγάλο μοναστικό προπύργιο του Αγώνα και επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα για να τιμήσει τη μεγίστη συνεισφορά τους στον αγώνα.
Τούτος ο Καλαβρυτινός τόπος του Αγώνα έδωσε στην Επανάσταση του 1821 δυό καθοριστικές στιγμές. Και τις δυο από τα μοναστήρια του. Το πρώτο και το τελευταίο ελληνικό τουφέκι.
Τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να υψώνει το Λάβαρο στην Αγία Λαύρα και τους Αγωνιστές και Μοναχούς με τον Ηγούμενο Δαμασκηνό στο Μέγα Σπήλαιο να ξαναφωνάζουν «μολών λαβέ» στον Ιμπραήμ και να επισφραγίζουν τη νικητήρια έκβαση της Επανάσταση.

ΠΗΓΕΣ
Στοχάζομαι ... και γράφω