"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Γενικός Αρχηγός-Η Κυβέρνηση Αρνείται την Ισοπέδωση των Τειχών της Τρίπολης-Δεν Διατάσσει όμως την Υπεράσπισή της.

Καθώς εσυνάχθηκε το Εκτελεστικό και Βουλευτικό με επροσκάλεσαν εμέ, και εγώ τους είπα: «Σεβαστή Διοίκησις, ν' ακούσετε την γνώμην μου οπού θέλει σας ειπώ. Στην Πάτρα, στην Κορώνη και στα Μοθωκόρωνα Τούρκος να μην ακούεται πουθενά, μόνον να είναι όλο ελληνικό. Της Τριπολιτσάς το κάστρο πρέπει να το χαλάσομε, διατί δεν συμφέρει μέσα εις την Πελοπόννησο να είναι μία τέτοια μάνδρα, γιατί βγάνει από μέσα όλο εμφυλίους πολέμους και όχι τώρα οπού ο Ιμπράίμης είναι με πενήντα χιλιάδες στράτευμα εις την Πελοπόννησον και κρατεί τα κάστρα της Μεσσηνίας τρία, και κρα­τεί και την Πάτραν και έκαμε και τόσες νίκες εις τους Έλλη­νας, και εσκότωσε και τον Φλέσσαν με τους πεντακόσιους και ο Φλέσσας ημπορεί να εσκότωσε χίλιους και έκαψε και την Καλαμάτα και τα στρατεύματα έφυγαν, και έχει τόσες νί­κες καμωμένες, θα έλθει και στην Τριπολιτσά, και σαν έλθει στην Τριπολιτσά, πιάνει και το κάστρο και τότε χαλάει και όλην την Πελοπόννησον, διατί είναι εις το κέντρον». Με απεκρίθηκαν: «Δεν έχουν έξοδα». Απεκρίθηκα εγώ: «Δότε μου την άδειαν, και με τον λαόν το χαλώ δια πέντε ημέρες, και τό­τε δεν ευρίσκει ο Μπραΐμης να κάμει φωλιά, και τον κτυπώ από όλα τα μέρη. Αν πιάσει την Τριπολιτσά δεν του χρειάζε­ται άλλη φωλιά δια να χαλάσει την Πελοπόννησο. Εάν και χα­λάσομε την Τριπολιτσά, δεν ευρίσκει φωλιά και τον κατατρέ­χω με τα στρατεύματα της Πελοποννήσου. Τότε ενώνονται τα στρατεύματα, αλλέως δεν θα ένώνονται, γιατί θα φοβούνται από όλα τα μέρη». Καθώς και έγινε.

Αυτοί υποπυεύθηκαν ότι έχω μίσος να χαλάσει η Τριπολιτσά τα τείχη, και αποκρίθηκαν: «Να ιδούμεν». Επήγα εις το Άργος. Έκαμα αναφοράν, έκαμαν και από την Τριπολιτσά, και δεν ακούσθηκα. Τότενες έμασα οκτώ χιλιάδες στράτευμα. Ήλθαν τα στρατεύματα εις συνάντησίν μου. Οι Αργίτες εις το Ναύπλιον, οι Τριπολιτσιώτες εις το Αργός' τους έλεγα: «Τρέξατε, αδέλφια μου, να μη μας πάρουν σκλάβους οι Αραπάδες, δεν έχομεν βοήθειαν ειμή από τα άρματά μας». Δοξολογίες εις τον ύψιστον άνδρες και γυναίκες. - Έστειλα διαταγή εις όλας τας επαρχίας και εσυνάχθησαν δια τρεις ημέρες οκτώ χιλιάδες.

Όταν ήμουν ακόμη στην Τριπολιτσά, ήλθεν η είδησις του Φλέσσα. Έκαψε την Καλαμάτα ο εχθρός, δυνατός, εκυρίευσε την Μεσσηνίαν. Εγώ έπιασα τα Δερβένια, επέρασα και από το Λεοντάρι, έφτιασα φούρνους, δια να κουβαλούν τροφάς εις το Δερβένι, έφτιασα ταμπούρι δυνατό δια να τον πολεμήσουν. Αυτός είχε κατασκόπους, και είδε ότι ήθελε να περάσει από τα Δερβένια με χαλασμό. Ένας Τούρκος Λιονταρίτης, σκλά­βος εις την Μπολιανήν, ήτον φευγάτος εις τον Ιμπραΐμη, είπε: «Εγώ ηξεύρω ένα τόπο να πάμε από τες πλάτες, να αναβούμεν εις τον απάνω κάμπο». Έτσι εγώ, μην ηξεύροντας ότι θα περάσει από εκείνο το μονοπάτι, όπου εγώ δεν έλπιζα ποτέ όμως με παρεκίνησε ότι οι Μεσσήνιοι ήταν τραβηγμένοι εις τα βουνά, και εκίνησα να πιάσω εκείνην την θέσιν οπού επέρασε.

Οι Τούρκοι εντόπιοι σκλάβοι έφευγαν και οδηγούσαν τον Μπραΐμην. Έστειλα τα ανιψίδια μου να το πιάσουν, εγώ εκί­νησα εις τα Σαμπάζικα με ογδόντα ανθρώπους να μαζώξω τα χωριά, να πιάσω τας θέσεις. Εξημέρωσα εις ένα χωριό, εις την Άκοβο, ήλθαν και από όλα χωριά να πιάσομε την θέσιν. Δεν έφθασαν τρεις ώρες της ημέρας, και με τους οδηγούς τους Τούρκους έπιασε το βουνό, πριν να πάμε ημείς με στρά­τευμα. Ο κόσμος οπού ήτον εις το χωριό, σαν είδαν και εκαβάλληκε το βουνό, ετσάκισαν και έφευγαν και εγώ ήμουν σε μίαν ράχη κι έφυγαν από μπροστά μου.

Οι Τούρκοι εμβαίνουν εις την Μπολιανή, χωριό από διακό­σιες πενήντα οικογένειες. Οι πεζοί έβαλαν φωτιά εις το χωριό, οι καβαλλαραίοι εκυνηγούσαν τα παιδιά να τα σκλαβώσουν, απο πίσω ήρχετο το στράτευμα. Ρίχνω μια μπαταρία τουφέκια. Οι Τούρκοι εφοβήθηκαν και εγλύτωσεν εκείνος ο λαός, και ήτον το μεσημέρι. Εκείνο το βουνό οπού ήμουν εγώ ήτον δυ­νατό, και της ευθύς έστειλα διαταγήν εις το Δερβένι να γυρίσει όλο το στράτευμα κατ' εμέ, διατί οι Τούρκοι ήλθαν από την Μπολιανήν, και τρέξατε να μην πιάσουν τον κάμπο. Το στράτευμα ήτον ώρες εξ μακράν, ενύκτωσε, και εγώ έμεινα τοποτη­ρητής, να ιδώ οι Τούρκοι που θα κάμουν. Λαβαίνοντας το γράμμα μου εκίνησε ο Γ. Γιατράκος με οχτακόσιους, και τα άλ­λα εκίνησαν από κοντά. Γενναίος, Κολιόπουλος, Κανέλος Δελιγιάννης, Παπατσώνης, Αρκαδιανοί, Γρίτζαλης, οι Τριπολιτσιώ­τες, ο Κολιός (εσκοτώθη). Εγώ οπισο δρόμησα μίαν ώρα κατά τον δρόμο οπού ήρχονταν οι δικοί μας. Με τα χαράγματα έφθασε ο Γιατράκος, έκαμε να πιάσει ένα χωριό, Διράχι, επει­δή υποπτεύθηκε μην περάσουν οι Τούρκοι κατά τον Μιστρά. Ανεχώρησε και επήγε. Εγώ έμεινα εις την ιδίαν τοποθεσίαν. Ο Αντώνης ο Κολοκοτρώνης, που ήξευρε τον τόπον, επέρασεν από ένα μονοπάτι και εβγήκεν μπροστά από τους Τούρκους. Τα στρατεύματα μας ερχόντανε κομματιαστά. Ήλθαν άλλοι χί­λιοι και τους έστειλα και έπιασαν κάτι καταράχια, καρσί των πεντακοσίων (Κανέλος, Γενναίος, Γρίτζαλης, Παπατσώνης)· ο Κολιόπουλος ερχόντουνε από κοντά με τους Αρκαδιανούς και με άλλα στρατεύ ματα. Οι Τούρκοι εβγήκαν πρωί και έκαμαν κατά μας, όχι κατά το Διράχιον. Απαντήθηκαν και τα δικά μας δεν τους βάσταξαν, και έκαμαν ρετιράδα κατ' εμένα.

Ερχάμενοι εις εμένα τους αποφασίζω, στέλνω τρεις χιλιά­δες εις την ράχην, να τους βάστάξομε εδώ. Οι Τούρκοι ήλθαν ίσα με τον Γενναίον, και εστάθηκαν. Δεν τους έδιδε χέρι να περάσουν εμπρός, διότι άφιναν το στράτευμα πίσω. Επιάσθηκαν πόλεμο, με Γενναίον, Κανέλον και λοιπούς. Οι δικοί μας έφτιασαν ταμπούρια οι τρεις χιλιάδες, και τους έβαλε ευθύς το κανόνι, μα δεν τους έκαμε τίποτες. Εγώ επέρασα μισήν ώραν μακριά δια να είμαι αγνάντια του πολέμου, και επρόσταξα τον Κολιόπουλο να πάγει βοήθεια εις το πρόποδο του βουνού, που ήτον ο Γενναίος απάνο), και επήγε και επολέμαε και ο Κολιόπουλος με τους Τούρκους. Ο Γενναίος κα­τεβαίνει και του λέγει: «Μπάρμπα, τραβήξου απ' αυτήν την θέσιν, και πήγαινε στου πατέρα μου, να δυναμώσετε εκεί». Ήλθε ο Κολιόπουλος εις εμέ, ήλθαν και οι Αρκαδιανοί, και εί­μεθα ένα σώμα καλό. Ο Γενναίος με το στράτευμα του πολεμεί όλην την ημέρα. 'Ερριχναν μπόμπες και κανόνια. Πολεμάν όλη την ημέρα, Ο Γιατράκος, οπού ήτον εις το χωριό, σαν ήκουσε τον πόλεμο, ήλθε μεντάτι από ένα μέρος, και οι Τούρκοι ήσαν πολλοί και του έπεσαν επάνω και τον χάλασαν. Δεν μας βόλιε να του δώσομε βοήθεια, διότι ήτον βράχοι στη μέση. Λαβώθηκε ο Γιατράκος, εσκόρπισε εκείνο το στράτευ­μα. Περιμένομε βοήθεια και από τ' άλλα χωριά, πλην δεν ήλ­θαν. Ο Γενναίος με τους άλλους εις το καταράχι επολέμησε και όλη τη νύκτα, μα οι Τούρκοι δεν επήραν τα ομπρός.

Την άλλη μέρα στέλνω τους Αρκαδιανούς να πιάσουν ένα μονοπάτι, διατί είδα τους Τούρκους και έπιασαν όλα τα καταράχια. Βλέποντας ότι έστειλα να πιάσω το μονοπάτι, εκίνησαν οι Τούρκοι εκεί. Οι Αρκαδιανοί, αφού επολέμησαν, δεν τους βά σταξαν και ήλθαν κατ' εμένα. Οι Τούρκοι επήραν τον κάμπο. Η καβαλλαρία η τουρκική ήλθεν έως το Λιοντάρι, καί­οντας τα χωριά. Καμμιά δεκαριά χιλιάδες ετέ ντωσαν από τες πλάτες του Γενναίου στον κάμπο. Βλέποντας εγώ εκείνους, ότι επλεύρωσαν τα στρατεύματα τα εδικά μας, εκατέβηκα με τον Κολιόπουλον ένα κάρτο μακράν από τους Τούρκους, να τους φοβίσω. Δύο μέρες και τρεις νύκτες άπαυτα ο πόλεμος. Σαν είδα ότι δε μπορούσα να τους κάμω βοήθεια, - μια βρυ­σούλα ήτον, δεν εκόταγαν να στείλουν να πάρουν νερό, διατί τους έφευγαν δεν είχαν πολεμοφόδια, τροφάς, και νερό' το' τους έκαμα σινιάλο να φύγουν με φωτιές.
Εις εκείνον τον πόλεμο εσκοτώθηκαν πέντε δικοί μας, Τούρκοι αρκετοί. Έφυγαν οι εδικοί μας και ετράβηξαν κατά του Τουρκολεκα, κι επήραν τα Δερβένια. Ημείς ετραβηχθήκαμε κατά την Καρύταιναν, όπου ήτον τόπος δυνατός. Οι Τούρκοι ετράβηξαν κα­τά την Τριπολιτσά, εμπήκαν εις την Τριπολιτσά. Όταν εφύγαμεν το βράδι, έστειλα να κάψω την Τριπολιτσά, τον Τσόκρην, και δεν επρόφθασε. Αρχίνησε να κάψει την πόλη, έφθασε ο Μπράίμης, και επήρε της Τριπολιτσάς το πράγμα όλο.

Έκατσε ημέρες δέκα δια να αναπαυθούν τα στρατεύματα του. Εκείνες τες δέκα ημέρες εγώ εσύναξα Κολιόπουλον, Κανέλον Δελιγιάννην, Παπατσώνην - την νύκτα οπού έφυγαν εσκοτώθηκε ο Κολιός, όχι από τους εχθρούς - και εγινήκαμεν έως τέσσαρες χιλιάδες πεντακόσιοι. Εζυγώσαμε κοντά δια να πιάσομε τα πόστα, να μην τραβήξει κατά την Καρυταιναν και χαλάσει τες χώρες. Ο Ζαΐμης και το Αρχοντόπουλο ήτον εις το Τορνίκι, ως δύο χιλιάδες. Οι Μιστριώτες και οι Αγιοπετρίτες με το Ζαφειρόπουλο και τον Π. Μπαρμπιτσιώτην. Ο Ιμπραίμης εκίνησε, και πάγει εις το Άργος. Αφίνει στράτευμα εις την Τρι­πολιτσά, πάγει στην Γλυκεία (περιβόλι του Μιαούλη).


Ημείς σαν εμάθαμε ότι ο Μπραΐμης εκατέβηκε στο Άργος, τους έκαμα ένα στρατήγημα να εβγούν έξω από την Τριπολι­τσά, να τους πολεμήσομε και πηδήσομε μέσα. Έστειλα τον Κολιόπουλο με χίλιους να πιάσει την μάννα του νερού κρυφίως, που να μη φαίνεται το στράτευμα του, τον Γενναίον εις το Περιθώρι με δύο χιλιάδες, και τον Κανέλον Δελιγιάννην, Παπατσώνην και λοιπούς εις το κέντρον, ψηλά εις του Αγίου Αθανασίου την πόρτα, κρυμμένοι κι εκείνοι- εγώ στεκουμουν εις το κέντρο. Ο Κανέλος, οπού ήτον εις την μέσην, να βγάλει πενήντα ανθρώπους Οι Τούρκοι βλέποντες τους ολίγους να βγουν. Ο Κολιόπουλος, Γενναίος να εμβούν ανάμεσα Τούρ-κους και Τριπολιτσά, και να εμβούν μέσα από του Λεονταρι-ού την πόρτα. Το στρατήγημα μου έγινε ανωφελές. Οι Τούρ­κοι εβγήκαν ολίγοι και δεν άφισαν το κάστρο. Έγινε καμιά ώρα ακροβολισμός, είδαν οι Έλληνες ότι δεν έβγαιναν και εφανερώθηκαν κι έπιασαν τες τάμπιες οι Τούρκοι.

Την ιδίαν ώρα λαβαίνω ένα γράμμα από την Κυβέρνηση από τ' Ανάπλι. Η Κυβέρνηση μας έγραφε, ότι ο Ιμπράϊμης πά­γει εις την Ακροκόρινθο, και τα στρατεύματα μας να παν κο­ντά. Ημείς ούτε πολεμοφόδια είχαμε, ούτε τροφάς· ετρώγαμε κριάρια και ψάνη, διατί τα χωριά έφυγαν από την τρομάρα τους. Οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς γράφουν εις τον Ιμπραΐμη να φθάσει. Σαν έλαβα και το γράμμα από την κυβέρνηση, διορίζω τον Δημήτριο τον Κολιόπουλο να πάμε εις τους Μύ­λους τους Αφεντικούς, να πάρομε τσοπχανέ και τροφές. Αφήνω τον Κανέλο και τον Παπατσώνη με χίλιους πεντακόσι­ους, να φοβίζουν τους Τούρκους. Εγώ με τριακόσιους εκίνη­σα να κάμω κατά την διαταγήν της Κυβερνήσεως. Εκείνη την ημέρα έρριξε ένα νερό και έγινε ένα πέλαγος. Οι άνθρωποι περνούν από μερικά χωριά, πίνουν κρασί, τους πιάνει και εμέθυσαν, και αργοπόρησαν να βγουν εις το Παρθένι. Έστειλα τον Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλο. να μετρήσει τ' ασκέρι του Κολιόπουλου από κοντά, επήγα και εγώ. Ετράβηξα να ξεμεσημεριάσομε εις τον Αχλαδόκαμπό' Εγώ εκατέβηκα εις το χάνι του Αχλαδόκαμπου, να ξανασάνουν τα στρατεύματα, και εγώ να κινήσω. Έγραψα εις την κυβέρνηση να μου βγάλουν τσοπχανέδες και ψωμί εις τους Μύλους τους Αφεντικούς, να πάγω έπειτα από την Ακροκόρινθο.

Ο Ιμπραΐμης εκίνησε από το Άργος και εκοιμήθηκε εις τα Βρυσάκια. Ο τόπος ήτον σκάπετα. Όταν εστείλαμε τους τα­χυδρόμους αυτοί συναπαντήθηκαν με την μπροστέλα του Ιμπραΐμη, και εγύρισαν φεύγοντας οπίσω, και μας είπαν ότιέφθασαν οι Τούρκοι. Οργάνισα εις τέσσερες κολόνες το στράτευμα' τον Βασίλη τον τουρμπετιέρη τον έστειλα να μας κάμει σημάδι, αν οι Τούρκοι είναι ολίγοι, να βαρέσει την τρουμπέτα, εάν όλο το στράτευμα να ρίξει ένα ντουφέκι. Επήγε κι έρριξε το ντουφέκι. Ο Κολιόπουλος να πάγει εις την Γύρα, ο Γ. Αλωνιστιώτης να πάγει του Μπέγη στην σκάλα, και ο Γενναίος να πιάσει του Παρθενίου τη στράτα, και εγώ εις την άκρα. Βλέπομε και ξαγναντάει όλο το στράτευμα του Ιμπραΐμη έως τρεις χιλιάδες, και έπεσε στον κάμπο του Αχλα­δόκαμπου. Τους έκαμε τέσσερες κολόνες κι εκείνος εμοίρα-σε την πλιότερη καβαλλαρία κατά την Γύρα.

Οι Έλληνες έμου αποσταμένοι, έμου δεν είχαν ταμπού­ρια, επείκασα ότι θα χαλασθούμε. Αν είχαμε την είδηση από την νύκτα, και ήθελε ταμπουρωθούμε και έλθει και ο Ζαΐμης θα επολεμούσαμε καλά. Εστοχάσθηκα, το στράτευμα νηστι­κό και χωρίς τσοπχανέ. Εβάρεσα ριτιράδα να γλυτώσω το στράτευμα. Ο Κολιόπουλος ετράβηξε κατά το μοναστήρι τον Άγιο Νικόλα, όπου ήτον δυνατός ο τόπος. Βαρώ την τρου­μπέτα να σηκωθεί και ο Γενναίος, δεν θέλει να σηκωθεί. Βλέ­ποντας ο Ιμπραΐμης αυτό ότι μένει, έβαλε κολόνες κολόνες εις τον άγριο τόπο, εγώ εκ νέου διέταξα την ριτιράδα. Βγαί­νοντας εις το Παρθένι με καμμιά εικοσαριά καβαλλαραίους, επήγα να πιω νερό εις ένα χωριό στα Μπερτσοβά. Ο Γενναί­ος έπιασε ένα καταράχι αντίκρυ του χωνιού στην κορυφή του βουνού με χίλιους πεντακόσιους. Εκεί που πήγα να πιω νερό, δεν εύρα και ήτον σκάπετα μία βρυσούλα, και επήγα να πιω νερό. Οι Τούρκοι εστάθηκαν στ' αμπέλια τα Μπερτσοβίτικα, έως οπού να βγουν όλοι, και η καβαλλαριά η τούρκικη εσκόρπισε στον κάμπο και μας πλάκωσαν στη βρύση. Τους βάλλομεν στο ντουφέκι, κι έφυγαν. Ετουφεκίσθημεν, στους Αγί­ους... Επήγα και εκάθησα αντίκρυ του Γενναίου. Οι Τούρκοι δεν εκστράτευσαν έμειναν εκεί στ' αμπέλια- τον έβλεπαν τονΓενναίο, και δεν του πήγαν απάνω. Το δειλινό εκάλεσα τον Γενναίο με την τρομπέτα να έλθουν σε μας, και με το εσπέ ρας ανταμωθήκαμε- ανταμώνοντας του λέγω: «Ο Κανέλος είναι εκεί θαρευμένος και ο Παπατσώνης ότι οι Τούρκοι είναι ολίγοι, να πάμε εμπρός να τους σηκώσομε, δια να μην τους κλείσουν οι Τούρκοι». Εφθάσαμε, τον εσηκώσαμε, και επήγαμεν κατά την Αλωνίσταινα όλοι.

Ο Ιμπραΐμης έμεινε στην Τριπολιτσά. Έγραψα εις τες επαρχίες και εσυνάχθηκαν εις τα Δερβένια εφτά χιλιάδες. Ήλθε το Αρχοντόπουλο, ο Ζαΐμης και ο Λόντος, και είχαν το Λεβίδι με δύο χιλιάδες και είχα εγώ πέντε χιλιάδες, τον Κολιόπουλο, τον Κανέλο, τον Παπατσώνη και τα Καρυτινά στρα­τεύματα με τον Γενναίο. Εμάθαμε από ένα Τούρκο, ότι του ήλθε μεντάτι ο γαμβρός του με στρατεύματα εις την Μοθώνη, και θε να κινηθεί δια βοήθειαν του Ιμπραΐμη. Και τότε έστειλα να πιάσουν τα Δερβένια, δια να μη περάσει προς βοήθειαν. Έγραψα ένα γράμμα εις τα Δερβένια, να έλθουν κι εκείνοι εις βοήθειαν, διατί θα πιάσω τα Βέρβενα και να έλθουν εις βοήθειαν, τόσον και του Ζαΐμη να έλθει εις την Πάνω Χρέπα, και τον Κολιόπουλο τον έστειλα με δύο χιλιάδες να πιάσει τα Βαλτέτσια, και τον Γενναίο και τον Παπατσώνη τον έστειλα να πιάσουν τα Τρίκορφα.

Και το βράδι ήλθε ο Ζαΐμης εις την Επάνω Χρέπα και άνα­ψαν φωτιές, τες είδαν οι Τούρκοι από την Τριπολιτσά και υποπτεύθηκαν μήπως πιάσουν τα Τρίκορφα οι Έλληνες, και την αυγή απεφάσισε ο Ιμπραΐμης, και έστειλε ένα δύο χιλιά­δες να πιάσουν τα Τρίκορφα. Ο Γενναίος εκίνησε, δεν επρόφθασε να πιάσει τα ταμπούρια όλα παρά τα μισά και τα μισά έπιασε ο Μπραΐμης. Αρχίνησε τον πόλεμο' εγώ ήμουν εις την Πάνω Χρέπα, όπου ευρίσκοντο τα Καλαβρυτινά και Κορινθιανά στρατεύματα. Ο Κολιόπουλος εκίνησε να έλθει μεντάτι ειςτον Γενναίο. Έστειλε ο Μπραΐμης την καβαλλαρία, οπού εθέρισε στον κάμπο. Επήγε στην Σύλιμνα, οπισθογύρισε τον Κολιόπουλο. Ήτον κάμπος και δεν ημπορούσε να αντισταθεί ο Κολιόπουλος. Τα στρατεύματα ήσαν εις τα Βέρβενα εφτά χι­λιάδες· άκουσαν τον πόλεμο και δεν ήλθαν εις βοήθειαν. Αν αυτοί ήρχοντο εις βοήθειαν, δεν έστελνε ο Μπράί'μης όλο το στράτευμα εναντίον του Γενναίου. Ο Ιμπραΐμης όσο έστελνε από την Τριπολιτσά βοήθεια, τόσον έστελνα κι εγώ από το άλλο εις βοήθειαν των εδικών μας. Ο πόλεμος διήρκεσεν από την αυγή έως δύο μετά το μεσημέρι, εννιά ώρες. Κανόνια έρριχναν εναντίον το ταμπούρι του Γενναίου. Ο Γενναίος εβγήκε δύο φορές από το ταμπούρι δια να τους πάρει κανόνια, αλλ' εύρισκε πολλήν δύναμιν και εγύρισε οπίσω. Τα κανόνια των εχθρών δεν επροξενούσαν βλάβη. Εις το ταμπούρι εσκοτώθη ο Παπατσώνης, και άλλοι δύο - τρεις σημαντικοί.

Τα στρατεύματα του Ιμπραΐμη ήτον έως είκοσι χιλιάδες. Το ταμπούρι όπου ήτον ο Γενναίος δεν είχε φόβο, και αφού είδαν οι Τούρκοι, ότι δεν κάμνουν τίποτε από εκείνο το μέ­ρος, εξαπλώθηκε εις τες πτέρυγες. Ο Παναγιωτάκης Νοτα­ράς, οπού βαστούσε την πλάτη του Γενναίου, ανεχώρησε, και έτσι έφυγε και ο Γιάννης Νοταράς με μεγάλο κίνδυνο. Επήραν τα οπίσθια του Γενναίου και αφού είδαν, έφυγαν από το ταμπούρι και έκαμαν κατά μας. Η καβαλλαρία τους έφθα­σε, κι εκεί εχάθηκαν εκατόν ογδόντα' και πολλοί σημαντικοί αξιωματικοί, καθώς Γεώργιος Αλωνιστιώτης, Κώστας Μπούρας, Ν. Ταμβακόπουλος, Χριοτόδουλος Ναύτης, Χρήστος Παναγούλιας, και όλοι οι λοιποί Έλληνες ήτον διαλεκτοί, εκα­τόν δέκα από την Καρυταιναν και εβδομήντα από τες λοιπές επαρχίες. Έστειλα ένα μπαϊρακτάρη Μιχαλάκη του Ζαΐμη με τριάντα ανθρώπους· εβάσταξε τους Τούρκους και εγλύτωσαν οι εδικοί μας. Το βράδι επήγαμε εις την Αλωνίσταινα.
Ο Ιμπραΐμης, αφού είδεν, ότι ήτον εκεί στρατεύματα ελληνικά, έπιασε την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι μίαν ώραν μακριά το ένα από το άλλο, και εις την μέσην είναι οι μύλοι της Νταβιάς. Αφήκε τον Σουλεϊμάν μπέη με πέντε χιλιάδες, και έφκια­σε δώδεκα ταμπούρια, δια να φυλάγει τους μύλους. Ο Ιμπραΐμης εξαπλώθηκε εις τους κάμπους και εθέρισε τα γεν­νήματα και τα έμβασε εις την Τριπολιτσά, και επήγε και αυ­τός εκεί. Εις την Αλωνίσταινα εβγήκαν εκατό Αράπηδες, τους επήραν οι Έλληνες και τους εσκότωσαν όλους εκτός από τρεις τέσσερους, οπού έφυγαν και έδωσαν την είδηση. Ο Ιμπραΐμης έμαθε ότι ευρισκόμεθα εις Αλωνίσταινα, εκίνησε με όλο του το στράτευμα εις πέντε κολόνες, καβαλλαραίους και πεζούς. Είχαμε σκοπό να υπάγομεν εις την Δημητσάναν, αλλά δεν εκαταφθάσαμε.

Την αυγή εφύγαμε και αφήκαμε τον Κολιόπουλο με χίλι­ους, και εκεί δεν εμπόρεσε να βαστάξει και ήλθε στην Βυτίνα, και από την Βυτίνα εις τα Μαγούλιανα. Ο Ιμπραΐμης έκαψε την Βυτίνα και ήλθε εις τα Μαγούλιανα. Εκεί δεν ημπορέσαμε να τον βασταξομε και το στράτευμα εσκορπίσθη. Οι Καρυτινοί, σαν εμβήκεν ο Ιμπράί'μης εις την επαρχία τους, επήγε ο καθέ­νας να ασφαλίσει την φαμελιά του. Οι Κορινθινοί ανεχώρη-σαν, ο Λόντος ανεχώρησε και αυτός, εμείναμε κατά περί σταση, εγώ, ο Ζαΐμης, Κανέλος Δελιγιάννης, Κολιόπουλος, Ανα­γνώστης Παπαστα θόπουλος και Αποστόλης Κολοκοτρώνης. Επήγαμε εις τα Λαγκάδια. Ήλθε ο Ζαχαριάδης με τα γράμμα­τα, δια να υπογραψομε την αναφορά, και να ζητήσομε την υπεράσπιση από την Αγγλία, επειδή και δεν ημπορούσαμεν εξ αιτίας των περιστάσεων να ενωθούμε όλοι και να υπογραψο­με την αναφορά, υπογράψαμε οι εξ και εβάλαμε και όλων των άλλων τας υπογραφάς. Εις εκείνη την περίσταση είμεθα απελπισμένοι, τα υπογράψαμε, τα εδώσαμε εις τον απεσταλ μένο άνθρωπο, και επήγε στην Ζάκυνθο. Ο Ζαΐμης ανεχώρησε δια τα Καλάβρυτα' ο Γενναίος επήγε δια να εύρει τον υιόν μου Κωνσταντίνο εις του Ψάθαρη με τον Κανέλο και επήγαν, επήραν τες φαμελιές και τες επήγαν εις Ναύπλιον. Ο Κολιό­πουλος επήγε εις το Παλούμπα, επήρε την φαμελιά του και επήγε στην Μονεμβασία, και έτσι διελύθη αυτό το σώμα και έμεινα με τριάντα ανθρώπους, και επέρασα κατά το Φανάρι.
Από εκεί έστειλα διαταγάς, και εις τρεις ημέρας εμαζώχθηκαν δύο χιλιάδες. Εκείνο οπού εχάλαγε το μυαλό του Μπραΐμη ήτον, που μου χάλαγεν ένα στρατόπεδο και εις δύο ημέρες εσύσταινα άλλο. Ο Ιμπραΐμης επήγε στην επαρχία Καρύταινα, επήγεν έως στα Καλάβρυτα, Στρέζοβα, καίοντας και σκλαβώνοντας, ελεηλάτησε έως εκεί και εγύρισε οπίσω στην Τριπολιτσά, από εκεί μονονυχτίς επήγε εις τον Μιστρά, εσκλάβωσε, ελεηλάτησε, και εκεί ήλθε πάλι εις την Τριπολι­τσά, και από εκεί, εκίνησε δια τα Μοθωκόρωνα. Άφηκα τες δύο χιλιάδες εις τες Καρυές, επήγα εγώ εις τα Βέρβενα, δια να εμποδίσω να διαλυθούν οι πέντε χιλιάδες συναγμένοι εκεί. Μόλις είδαν τους Τούρκους ετσάκισαν εις τα Βέρβενα εκλείσθηκαν και μερικοί. Ο Ανδρέας, παιδί του Κοντάκη, επολέμη-σαν, εσκότωσαν δεκαπέντε, και οι Τούρκοι εμβήκαν εις την Τριπολιτσά, επήγαμε εις τον Άγιο Πέτρο, και διελύθη το στράτευμα. Ο Ιμπραΐμης καταβαίνοντας εις τα Μοθωκόρωνα, εκτυπησε το στράτευμα οπού είχα αφήσει εις τες Καρυές, τους εκτυπησε, δεν τους έκαμε τίποτες, και ανεχώρησε δια την Κορώνη. Εσκοτώθηκαν Τούρκοι εβδομήντα.
Θ.ΚΟΛΟΚΤΡΩΝΗ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Εμφυλίου Συμπλοκές. Φιλαρχίας Διχασμός.Εισβολή Ιμπραήμ.(1825 26 Φεβρουαρίου ).

" Όντας είμεθα εις την Τριπολιτσά αποφασίσαμε τον Π. Γιατράκο να πολιορκήσει την Πάτρα με Μιστριώτες και τες άλλες επαρχίες τες είχαμε να έλθουν εις το Δερβένι, και έφθασε εις την Τριπολιτσά με αλάι πασαλίτικο, με δέκα ζυγιές νταβούλια και με άλλα μασκαραλίκια του Γιατράκου. Την ίδια ώρα ήλθαν εις την Τριπολιτσά τετρακόσιοι Αρκαδιανοί με το Γρίτζαλη, Μήτρο Αναστα σόπουλο, Παπατσώρη, να έλθουν εις τα Δερβένια. Εις το παζάρι επιάσθηκαν οι Αρκαδιανοί και οι Μιστριώτες, επάνω εις το κρασί, και σκοτώνονται δεκαπέντε από το ένα μέρος και άλλο. Της ευθύς το Βουλευτικό έστειλε ταχυδρόμο καβαλλάρη και μας το είπαν. Εκράταγαν την μισήν χώρα οι Αρκα διανοί, την άλλην Μιστριώτες και το τουφέ­κι εδούλευε. Ακούοντας ημείς αυτό, με αποφασίζουν να πά­γω στην Τριπολιτσά το γληγορότερο, να παύσω τη φωτιά. Τους είπα: «Δεν Πάγω» - με φορτώθηκαν δια να πάγω, απε­φάσισα. Τους άφησα μη εντελείς.

Εκίνησα με τα ηλιοβασιλεύματα, ολονυκτίς και με βίαν έφθασα εις ένα χωριό, τρεις ώρες μακρά από την Τριπολι­τσά, και έστειλα ένα γράμμα: «Σακίμ, όποιος ρίξει τουφέκι εί­ναι εχθρός μου, κι ας με καρτερεί». Πηγαίνοντας η διαταγή μου, εσκόλασε το τουφέκι. Μετά δύο ημέρες επήγα και εγώ Πηγαινάμενος εκεί, έκραξα τους Αρκάδιους. Την άλλην ημέραν τους έστειλα, πάνε στο Δερβένι. Την άλλην ημέρα πάγει και ο Γιατράκος στην Πάτρα.
Έμεινα εγώ εκεί και έστειλα ταχυδρόμο και έδωσα είδησιν της Κυβερνήσεως τα όσα έκαμα. Μία ημέρα βλέπω και έρχεται ο Μαυροκορδάτος να με χαιρετήσει, όταν έπαυσαν τα δεινά της πόλεως. Του είπα: «Γιατί, κυρ Αρχιγραμματέα, δεν ήλθες κοντά εις την κυβέρνηση;» Μου αποκρίθηκε προ­φάσεις, που δεν είχαν τον τόπο τους, και μου βγάνει ενα γράμμα προσκλητικό, που τον προσκάλεσε δια Πρόεδρο του Βουλευτικού. Μου έβγαλε και μία κόπια της απαντήσεως του, που δεν ήθελε γιατί είναι Αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού. Εγώ του είπα: «Έκαμες ως πατριώτης, και στέκεσαι και εις τον λόγο σου, γιατί αν έμβαινες εις το Βουλευτικό, το Εκτελεστικό εχάλαγε, γιατί η ψυχή του Εκτελεστικού είσαι η ευγενία σου, και αποκρίθηκες πολύ καλά». Εγώ εξέγνοιασα και η δουλειά εδούλευε εις το Βουλευτικό.

Μία των ημερών, το Βουλευτικό έκλεξε τον Άρτης και άλ­λους να μου ομιλήσουν δια να δώκω γράμμα, να τους δεχθεί ο μακαρίτης ο Πάνος, που ήτον εις το Ναύπλιο φρούραρχος, δια να κάτσει το Βουλευτικό εις τ' Ανάπλι. Εγώ επήρα τον Αναγνώστη Δελιγιάννη και τον Παπαφλέσσα δια να ομιλήσομε χωριστά εις μίαν κάμαρα του Βουλευτικού. Σαν επήγαμε, άρ­χισε ο Άρτης την ομιλίαν, να τους δώσω το γράμμα: «Τα ασκέ­ρια τουφεκίζονται κλπ.». Αποκρίθηκα: «Δεν είναι καιρός να πά­τε στ' Ανάπλι, το Εκτελεστικό πάει στα Δερβένια, και να πάει το Βουλευτικό στ' Ανάπλι δεν φθάνει να παρακινεί τες επαρ­χίες. Όταν γυρίσει και το Εκτελεστικό, συναζόμεθα και πάμε στ' Ανάπλι». Ο Άρτης εμίλησε με θυμό και εβάρεσε το χέρι του εις το μηρί του, λέγει: «Έτσι το θέλει το έθνος», με πει­σματώδη ομιλία. Και εγώ σηκώθηκα δια να του αποκριθώ κα­θώς έπρεπε, όμως με εμπόδισεν ο Δελιγιάννης και ο Παπα­φλέσσας, και έτσι ανεχώρησε και έπαυσε αυτούνο το ζήτημα.
Σε δύο ημέρες ακούμε, ότι ο Μαυροκορδάτος κάθεται επί θρόνου πρόεδρος. Ακούοντας ημείς, ότι έκατσε πρόεδρος, μας εφάνη παράξενο, γιατί ούτε τα αρχεία έδωσε, και το Εκτελεστικό θα εχάλαγε. Λέγει ο Δελιγιάννης: «Άσε να τον ρίξομε πολιτικώς». Του είπα: «Καλά...πολιτικώς δεν ρίχνεται, μόνε εγώ, εγώ έχω τον τρόπο' θέλει βία το ρίξιμο του». Κάθε­ται τρεις ημέρες κοντά κοντά πρόεδρος. Επάνω σε τούτες τες τρεις ημέρες η γνώμη του Βουλευτικού ήτον να τον κάμουν πρόεδρο και να τον στείλουν με τον Α. Δεληγιάννη εις την Πορτογαλίαν δια βασιλέα και μας προσκάλεσαν να κάμομε συνέλεψη εις του Πανούτσου Νοταρά το σπίτι. Εκάλεσαν και μένα. Μέρος Βουλευτικού, συνάχθη. Ο Δεσπότης Άρτης, ο Παπαφλέσσας, Δελιγιάννης εμαζώχθησαν έως τριάντα όλοι. Εγώ κάτι εχασομέρησα και επήγα όλο στερνά. Ομιλού­σαν μέσα, επήγα και εγώ σαν με προσκάλεσαν. Μπαίνοντας μέσα, προσηκώθηκαν και μου είπαν να κάτσω στην απάνω μεριά ως Αντιπρόεδρος· τους είπα: «Κάθομαι εδώ», και έτσα στην πόρτα. Παύουν την ομιλία και κάνουν σιωπή έως δέκα λεπτά. Τους είπα: «Αν έχετε καμμία μυστική δουλειά και σας αντίσκοψα, να πάγω να σεργιανήσω εγώ». Μου αποκρίθηκαν:«Όχι, έχομεν ομιλίαν να ειπούμεν, και σαν έντεσες από το Εκτελεστικό Αντιπρόεδρος, να ειπείς την γνώμην σου». Εγώ τους αποκρίθηκα: «Τι ανάγκη η γνώμη μου να τη δώσω; Εις μερικά ερωτάτε το Εκτελεστικό, εις άλλα όχι, τι πάει να ειπεί αυτό;». Επετάχθηκε ο Άρτης: «Σε ποιο δε σ' ερωτήσαμε;» «Δεν μ' ερωτήσατε όταν εβάλετε και Πρόεδρο του Βουλευτι­κού». - Ένα μήνα πρωτύτερα ο Άρτης και ο Μαυροκορδάτος ήτον εις τα μαχαίρια. - «Το Βουλευτικό, λέγει ο Άρτης, ήτο χηρευάμενο». Εγώ είπα: «Εχάθηκαν τόσοι πατριώται να βάλε­τε, μόνε να βάλετε τον Αρχιγραμματέα;» Με αποκρίθηκε: «Δεν είναι κανένας προκομένος σαν τον μαυροκορδάτο». Και εγώ του είπα: «Μου φαίνεται και κουβεντιάσαμε... και μου λε-γες τόσα για τον Μαυροκορδάτο... πώς εις ένα μήνα έγινε καλός;» Αποκρίθηκε: «Ο καλός είναι και κακός». «Σαν τον έκλεξες για καλό, πάρτον εις την Άρτα, όχι εδώ εις Ελλάδα, και μη μου βροντάς το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι». Εις τον θυμό μου λέγω τέτοια. - Ακούοντας ο Δεσπότης σηκώνεται να φύγει. «Σαν δεν μας θέλετε τους ξένους...» και φόρεσε τα πασουμάκια του. -«Προφάσεις είναι αυτές για τους ξένους, αυτά είναι της φαντασίας σου λόγια», και έτσι διαλύθηκε η ομιλία.

Την ίδια ώρα επήγα εις το σπίτι μου και εβγήκε και ο Δελιγιάννης, και ο Δελιγιάννης έβαλε αστυνομία στο σπίτι μου να μη κράξω τον Μαυροκορδάτο. Έστειλα να έλθει ο Μαυρο­κορδάτος, εις το κονάκι μου, ήτον βράδι-βράδι. Μπαίνο­ντας ο Μαυροκορδάτος ήλθε και ο Αναγνώστης. Εκάτσαμε οι τρεις, και εκλείσαμε την πόρτα και αρχίνησα να ειπώ του Μαυροκορδάτου: «Διατί να κάμεις αυτό;» Αυτός αρχίνησε να μου απολογηθεί με τα γέλια τα συνηθισμένα, και μου λέγει ότι: «Είναι συμφερώτερον δια το έθνος το Βουλευτικό παρά το Εκτελεστικό».- «Σου λέγω τούτο, κύριε Μαυροκορδάτε, ότι εσυναναστραφημεν σαράντα ημέρας εις το Εκτελεστικό, και δεν ημπορώ... σου λέγω, μη καθήσεις πρόεδρος, διότι έρχο­μαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με την βελάδα που ήλθες». - Και εβγήκα εις σουλάτσο. Ο κυρ Αναγνώστης, οπού έμεινε οπίσω, του είπε: «Έντεσο εγώ και εγλύτωσες, ειμή θα σε σκότωνε» - και έρριξε το φαρμάκι του και αυτός. Την ίδια νύ­κτα επήρε τα πλυμμένα του ο Μαυροκορδάτος και επέρασε στο Κρανίδι και έπειτα εις την Ύδρα.
Όταν ήτον εις την τάξιν το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, εδόθη η άδεια να πραγματευθεί το δάνειον. Εκάμαμε την πράξη δια το δάνειο, πριν να διαιρεθούμεν το Βουλευτικό με το Εκτελεστικό. Έμεινα μερικές ημέρες εις την Τριπολιτσά και επήγα εις την Μεσσηνίαν, δια να συνάξω τον έρανον οπού είχαμεν ρίξει δια να βαστάξομε τα στρατεύματα εις τα Δερβένια. Εις την Δημητσάνα ήτον συναγμένοι δια τους προ­σόδους και εκεί επιάσθηκαν του Κολιόπουλου οι άνθρωποι με ανθρώπους των Δελιγιανναίων. Εκεί έρριξε ένας στρατιώ­της του Κολιόπουλου και ελάβωσε τον Ανάστο Δελιγιάννη. Ο Κανέλος, οπού ήτον διορισμένος δια τα Δερβένια, εγύρισεν οπίσω εις την Καρύταιναν. Εις την Καλαμάτα αρρώστησα εγώ, αρρώστησε και ο Κανέλος, και εγύρισα εις την Τριπολι­τσά. Από τότε άρχισαν αναφανδόν να εχθρεύονται οι Δελιγιανναίοι με τον Κολιόπουλο. Εγώ δεν ήθελα το κακό ούτε του ενός, ούτε του άλλου» ο ένας ήτον συγγενής μου και ο άλλος συμπέθερός μου.

Το Εκτελεστικό, συνθεμένον από τον Μαυρομιχάλην, Σω­τήρ Χαραλάμπην και Μεταξάν έμεινε τρεις μήνες εις την Σα­λαμίνα, και έπειτα επέστρεψαν εις την Τριπολιτσάν. Εκεί εσμίξαμε' ήμουν ακόμη Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού. Ένα μέρος του Βουλευτικού έφυγεν από την Τριπολιτσά και επήγε εις το Άργος.
Ο Πάνος έλαβε διαταγήν από το Εκτελε­στικό να πάρει τα αρχεία του Βουλευτικού. Ο Θεοδωρής Ζαχαρόπουλος, ο οποίος ήτον φρούραρχος του Βουλευτικού του κόμματός των υπερασπίσθη και δεν τα έδωσε τα αρχεία απ' εκεί το Βουλευτικό ανεχώρησε δια το Κρανίδι. Εκεί έρριξαν το Εκτελεστικό, οπού ήτον εκλεγμένο από την Συνέλευση του Άστρους και εδιόρισαν τον Κουντουριωτην, πρόεδρον του Εκτελεστικού, Ιωάννην Κωλέττην, Π. Μπότασην και Α. Σπηλιωτάκην. Έπειτα εμβήκαν εις τα καράβια, και έστειλαν εις το Ναύπλιον δια να παραδώσει ο Πάνος το φρούριο του Ναυπλίου. Αυτός αποκρίθηκεν ότι: «Η Κυβέρνησις του Έθνους του εμπιστεύθηκε και εις το Έθνος μόνον χρεωστεί να το δώσει». Και έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος.
Αυτοί ήταν ένα μέρος του Βουλευτικού και ενόμιζαν ότι εί­χαν το δικαίωμα να κρημνίσουν το Εκτελεστικό. Το Εκτελεστικόν έλεγεν, ότι αυτοί παρέλαβαν την εξουσίαν από το έθνος, και δεν έχει το δικαίωμα ένα μέρος βουλευτών να κά­μει άλλην κυβέρνησιν, - το άλλο μέρος των βουλευτών ήτον εις την Τριπολιτσά. Το Εκτελεστικό ήτον τότε από τον Μαυρομιχάλην, πρόεδρον, τον Σωτήρ Χαραλάμπην, Ανδρέαν Ζαίμην και Ανδρέαν Μεταξάν. Εγώ, όταν ήμουν εις το Ναύ­πλιον, πριν να αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος, είχα δώσει την παραίτησή μου ως Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, διότι επρόβλεπα αυτά τα πράγματα. Η παραίτησίς μου έλεγεν, ότι εις την θέση του Αντιπροέδρου ας βάλουν άλλους πατριώτας, μόνον τον Κολοκοτρώνη δεν ημπορούν να μη βγάλουν.

Απ' εκεί επήγα εις την Κόρινθον, οπού επολιορκείτο και δευτέραν φοράν από τους Κορινθινούς και Στάϊκο. Οι Τούρ­κοι της Κορίνθου εζητούσαν να έλθει ο Κολοκοτρώνης να πα­ραδοθούν. Έτσι επήγα και έκαμα συνθήκη, ν' αφήσουν όλα τους τα πράγματα και να πάρουν τα άρματά τους και να τους μπαρκάρω να τους στείλω εις την Σαλονίκη. Έτσι εδέχθηκαν. Τους εμπαρκάρησα εις το Καλαμάκι εις δύο Σκλαβούνικα και ένα Κεφαλονίτικο. Οι Κορίνθιοι με εζήτησαν να βάλουν φρού­ραρχο τον Χελιώτη. Τον έβαλαν προσωρινώς, έως ότου να διατάξει η κυβέρνησις. Τα χρήματα, τα οποία ευρήκαμε εις την Κόρινθο τα διεμοίρασα εις όλους τους Κορινθίους. 1823, μήνα Νοέμβριο και Δεκέμβριο.

Από την Κόρινθο επήγα εις την Καρύταινα, να συμβιβάσω τον Κολιόπουλο με τους Δελιγιανναίους, οπού ήτον εις πόλεμον. Ο Δημητράκης Δελιγιάννης εμάζωξε στρατιώτας και επήγε να χαλάσει το χωριό του Παλούμπα, όπου ευρίσκοντο τα σπίτια του Κολιόπουλου. Εσκοτώθηκε ένας γαμβρός του Κολιόπουλου. Όταν επήγα εις την Καρύταινα, έγραψα να έλ­θει ο Μεταξάς δια να ειρηνεύσουν οπού ετρώγοντο. Ήλθεν. Έτσι εύρηκεν αφορμή το Βουλευτικό ότι επήγεν ο Μεταξάς εις την Καρύταινα χωρίς την άδεια του Βουλευτικού, τον έκα­μαν έκπτωτο, και έτσι το Εκτελεστικό δεν ήτον πλήρες, και έκαμαν το άλλο Εκτελεστικό.

Πριν να γίνει αυτό εις την Καρύταινα, ο Ζαΐμης, Λόντος και άλλοι έκαμαν μίαν Αχαϊκήν συμμαχίαν. Ο Σισίνης δεν ήτον με την γνώμην τους και ήτον ενάντιος. Αυτοί εμάζευσαν στρατιώτας και επήγαν εναντίον του Σινίνη, δια να τον χαλά­σουν και να ενώσουν την Γαστούνην με την Αχαϊκή τους συμ­μαχίαν. Έτσι άρχισε ο πόλεμος. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, επή­γα εις βοήθειαν του Σισίνη. Οι Ανδρέηδες άμα με ήκουσαν ότι πηγαίνω εναντίον τους ανεχώρησαν και άφησαν την Γα­στούνην ελεύθερη. Απ' εκεί επήγα εις την Αρκαδία. Εις την Αρκαδία έλαβα γράμματα από το Εκτελεστικό και με έλεγε να προφθάσω, και έτσι επήγα εις την Τριπολιτσά. Εγώ υπε­στήριξα το Εκτελεστικό αυτό ως το μόνον νόμιμον, έτσι το ενόμιζα. Άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Πολιορκούν το Ναύπλιον δια ξηράς και θαλάσσης, στέλνουν και στρατεύματα εις την Τριπολιτσά' μας πολιορκούν. Κάμνομεν ένα μήνα πολιορκημένοι. Ο Λόντος, Νοταράς, Ζαφειρόπουλος, Μπάρμπογλης, Γιατράκος, έκαμναν την πολιορκία. Όταν μας επολιόρκησαν μας επρόβαλαν να τους δώσομε το Εκτελεστικό, -Πετρόμπεη, Σωτήρ Χαραλάμπη και Μεταξά - να τους πάνε κάτω. Ημείς τους αποκριθήκαμεν ότι αυτό δεν γίνεται, πλην, αν θέλετε, να πάρομε και το ένα Εκτελεστικό και το άλλο, και τους κρίνομε, και όποιος έχει άδικο, εκείνος να παιδευθεί. Δεν ήκουσαν, ακολούθησαν διάφοροι ακροβολισμοί. Ο Κολιόπουλος ήλθεν ως μεσίτης και εσυμφωνήσαμε: ο Πετρόμπεης να μείνει απείραγος και να πάγει εις την Μάνη, και την Τριπολιτσά να την αφήσομε εύκαιρη, και να μην έμβουν μέσα ούτε του ενός ούτε του αλλουνού μέρους στρατιώτες. Από την Τριπολιτσά επήγα εις την Καρύταινα, ο Σωτήρ Χαραλάμπης εις τα Καλάβρυτα. Το Ναύπλιο επολιορκείτο ακόμη. Ο Νικήτας ήτον εις του Μπουγιάτι. Ακούσθηκε με τον Κουντου­ριώτη' ο Κουντουριώτης του επρόβαλε να γυρίσει με το μέ­ρος του, αυτός αποκρίθηκε: «Εισακουσθήτε με τον μπάρμπα μου, και αν ενωθεί, ενώνομαι και εγώ». Του έγραψα να υπάγω να ομιλήσομε. Με έγραψε να υπάγω στο Τσιβέρι με μόνο πε­νήντα ανθρώπους και να περάσω από εδικούς του ανθρώ­πους. Εγώ υποπτεύθηκα και δεν επήγα.
Εις την Καρύταινα εσύναξα στρατιώτας και τους εκτύπησα εις διάφορα μέρη. Έπιασα τρακόσιους ζωντανούς, χωρίς να χυθεί αίμα. Εμβήκαν εις την Τριπολιτσά και τους πολιόρ­κησα. Ο Γενναίος, ο Κολιόπουλος και ο Νικήτας, επήγαν εις βοήθειαν του Πάνου εις το Ναύπλιο και επέστρεψαν οπίσω. Τότε ήλθε ο Ανδρέας Ζαΐμης και εσμίξαμε απ' έξω απ' την Τριπολιτσά. Με είπε να γράψω του Πάνου να παραδώσει το κάστρο. Εγώ τους αποκρίθηκα, ότι: «Δεν ημπορώ να παρα­δώσω εις τους τυχοδιώκτας, εις εσάς, αν είσθε ικανοί να το βαστάξομε και αποκρινόμεθα όλα τα έξοδα οπού έχετε κα­μωμένα». Και έτσι έγραψα του Πάνου και το παρέδωσε το φρούριο εις τους Ανδρέηδες, και όχι εις την Κυβέρνηση. Τους προείπα να βάλουν φρουρά εις το Παλαμήδι εδικούς τους και όχι χαϊμένους' και εκεί έβαλαν τον Φωτομάρα, και έπειτα ο Γρίβας, και έγιναν εκείνα τα κακά οπού έγιναν.
Ο Πάνος ήλθε εις την Καρύταιναν, έγινεν αμνηστεία δια τον Πάνο και έτσι έλαβε διαταγήν δια την Πάτρα να την πο­λιορκήσει. Εκεί έσμιξεν ο Πάνος με τον Ζαΐμη και Λόντο. Αυ­τοί ήταν δυσαρεστημένοι με τον Κουντουριώτη, ενώθηκαν με ημάς. Ο Παπαφλέσσας εβγήκε δια να καθυποτάξει τας επαρ­χίας Αρκαδίας, Φανάρι και λοιπάς. Τα δάνεια εδυνάμωσαν την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και η δύναμη την έκαμε νόμι­μη. Έγραψα να έλθει ο Πάνος και ο Γενναίος εις την Καρύ­ταινα δια να αντισταθούν, τον Παπαφλέσσα τον εκυνήγησαν (επολέμησαν εις τους Κωνσταντίνους) αι επαρχίαι και επήγεν εις το Ναύπλιο. Έστειλαν δύναμιν τον Βάσον με οχτακόσι­ους, απαντήθηκαν οι στρατιώται με τον Πάνο και εσκοτώθη.
Ο Ζαΐμης έφθασε δια να εμβούμεν εις την Τριπολιτσάν. Οι Τριπολιτσιώτες εφοβήθηκαν δια τον σκοτωμό του Πάνου και αντιστάθηκαν τους εφοβέρισε και ο Κανέλος Δελιγιάννης. Η Κυβέρνησις του Κουντουριώτη εδυνάμωσεν, έστειλεν εις την Ρούμελην, έφερε τον Γκούρα, και οι άλλοι καπεταναίοι της Ρούμελης εμβήκαν εις την Κόρινθον, εκυνηγησαν τον Νοταράν. Απ' εκεί επήγαν εις την Κερπενή, χωριό των Καλαβρύ­των, έκλεισαν τον Ζαΐμη, ήλθεν και ο Καραϊσκάκης και ο Τζα­βέλας εναντίον του Ζαΐμη, τον εχάλασαν τον Ζαΐμη, και ο Ζαΐμης, Λόντος και Νικήτας κατέφυγαν εις την Δυτικήν Ελλά­δα. Ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας μ' έγραφαν δια να μείνω να ομιλήσομε και με παίρνουν απάνω τους αν πάθω τίποτε. Εγώ όμως δεν ήμουν πλέον εις την Καρύταιναν, διότι ήλθεν ο Κολιόπουλος σταλμένος από την Κυβέρνηση και μου είπε ότι να πάμε εις το Ναύπλιο δια να συμβιβασθούν τα πράγματα. Επήγαμε εις την Τριπολιτσά. Εκεί ήτον μία επιτροπή από τον Σκούρτην, το Γ. Μαυρομάτη και Κ. Ζαφειρόπουλο, και με έκαμαν όρκους, ότι να πάγω κάτω να συμβιβαστούν τα πράγ­ματα και από αυτά. Ενεμπιστεύθηκα εγώ, επήγα εις το Ναύ­πλιο. Εκεί εις ένα - δύο μέρες βλέπω να διώχνουν τους αν­θρώπους μου και να με αφήνουν μοναχό, κατάπληκτο έως ότου να μαζώξουν και τους άλλους. Μας εμβαρκάρησαν εις μίαν γολέταν, Γοργώ, ήτον και ο Σκούρτης, και μας επήγαν εις την Ύδρα. Εκαθήσαυεν δύο ημέρες και μας έστειλαν στον Προφήτην Άγιον Ηλίαν, ένα μοναστήρι. Εκαθίσαμεν τέσσερους μήνας. Είκοσι ημέρες μετά το πιάσιμο μας, ήλθεν ο Μπραΐμης εις την Πελοπόννησο. Εις την Ύδραν άρχισε να γί­νεται από τον λαόν μία εταιρία δια να μας βγάλουν. Ο Κου­ντουριώτης ετοιμάζετο δια την Πάτρα, έπειτα σαν άκουσε ο Μπραίμης ήλθεν εις τα Μοθωκόρωνα, έκαμαν διαταγάς δια να γυρίσουν τα στρατεύματα δια το Νεόκαστρο. Επήγεν ο Κουντουριώτης εις Τριπολιτσάν και έστειλε τον Σκούρτην Αρχιστράτηγον εις όλα τα στρατεύματα. Είχε μαζί ένα ήμισυ μιλλιούνι γρόσια. Τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα εκίνησαν και αυτά, πηγαίνουν εις το Νεόκαστρο. Εκεί βάζουν φρουράρ­χους τον Π. Γιατράκο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη.
Ο Ιμπράίμης επολιόρκησε το Νεόκαστρο, έπειτα εξεμβαρκάρισεν εις το παλιό Ναυαρίνο, εκεί εκλείαβησαν χίλιοι Πελοποννήσιοι, στενοχωρημένοι από ζωο τροφίας επροσκύνησαν και ο Ιμπραΐμης τους άφησεν ελευθέρους. Ήτον εκεί ο Τσόκρης και ο Τζανέτος και άλλοι. Ο Ιμπραΐμης εφέρθηκε με γλυκό τρόπο εις αυτήν την περίστασιν, δια να τραβήξει τους Έλληνας δια να προσκυνήσουν. Ο λαός άρχισε να λέγει, ότι δεν πολεμούμε, αν δεν βγάλετε τους αρχηγούς μας. Τα Ρου­μελιώτικα και Σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ο Καραϊσκά­κης και ο Τζαβέλας επρόβαλαν δια να με βγάλουν. Εκεί έκα­μαν όλα τα στρατεύματα μίαν αναφοράν και ζητούσαν τηνΓίνεται εις το Κρεμύδι πόλεμος και νικώνται οι εδικοί μας. Ο Καρατάσσος έκαμε έναν καλόν πόλεμον. Τότε όλοι οι αρ­χηγοί Ρουμελιώται εσυνάχθησαν και απεφάσισαν ν' αναχω­ρήσουν από την Πελοπόννησο, δια να υπάγουν να βοηθή­σουν την Ρούμελη, και μάλιστα το Μεσολόγγι, οπού άρχισε να πολιορκείται. Τότε επήγαν εις τον Κουντουριώτην, επήραν τους μισθούς των και ανεχώρησαν άλλοι δια την Ανατολικήν Ελλάδα και άλλοι δια την Δυτικήν. Ο Ιμπραΐμης έκαμε ντεσμπάρκο και εις την Σφακτηρίαν, και εσκοτώθη και ο Αναγνω­σταράς, καθώς και ο Τσαμαδός. Επιάσθηκαν εις την Σφακτη­ρίαν μερικοί ζωντανοί, ο Π. Ζαφειρόπουλος επιάσθη σκλάβος εις το Κρεμύδι, πηγαίνει και ο Κ. Ζαφειρόπουλος, πιάνεται και αυτός, και ο Χατζή Χρήστος. Το Νεόκαστρο σαν εστενοχωρήθη πολύ, έκαμε συνθήκας και παρεδόθηκεν. Ο εχθρός τους μεν στρατιώτας, χωρίς τα άρματα τους, τους άφησε ελευθέρους εις τους αξιωματικούς τους τα άφησε, και μόνον εβάσταξεν αιχμαλώτους τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και Πα­ναγιώτη Γιατράκο.

Μανθάνοντας ο Κουντουριώτης, ότι τρατάρει το Νεόκαστρον, εμβαρκαρίσθηκεν εις το Αλμυρό και ήλθε εις την Ύδραν. Εκεί εκατέβημεν και ημείς. Σαν είδαν τον κίνδυνο της Πατρίδος και την επιμονήν, οπού έδειχνε ο λαός δια να μας ελευθερώσουν μας ελευθέρωσαν. Ήλθαμε εις το Ανάπλι. Ερ­χόμενοι εις το Ναύπλιον ορκωθήκαμεν το Βουλευτικόν, το Εκτελεοτικόν και ημείς εις την εκκλησίαν, ότι να αφήσομε τα περασμένα, να τα λησμονήσομε, να ενωθώμεν και να μην έχομεν άλλην ιδέαν, παρά να δουλεύσομε την Πατρίδα μας. Έτσι μ' έκαμαν γενικόν αρχηγόν.
Εσυνάχθηκε τότε το Βουλευτικό και το Εκτελεστικόν εις ένα μέρος, και επήγα και εγώ.Εις την Ύδραν ευρισκόμεθα: ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνώ­στης Δελιγιάννης, Κανέλος Δελιγιάννης, Νικολάκης και Δημη­τράκης Δελιγιάννης, Ιωάννης και Παναγιώτης Νοταράς, Γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης, υιός του, Μήτρος Αναστασό­πουλος, ο Γρίτζαλης, ο Ανάστασης Κατσαρός, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Θεόδωρος Γρίβας. Εις την Σφακτηρίαν ο Αναγνωσταράς ήτον αρχηγός, ο Ανάστασης Τσαμαδός με δέκα κομμάτια καράβια είχε την θάλασσα.Θ. Κολοκοτρώνη-Απομνημονεύματα