"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

AΣΗΜΑΚΗΣ ΦΩΤΗΛΑΣ.


Φωτήλας Ασημάκης
Φωτήλας Ασημάκης (Καλάβρυτα, 1761-1835) Πρόκριτος των Καλαβρύτων, φιλικός και από τους εξέχοντες Πελοποννήσιους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Υποστηρικτής της άμεσης κήρυξης του Αγώνα επισήμανε στις συσκέψεις των αρχιερέων και προκρίτων τους κινδύνους από την οποιαδήποτε αναβολή. Πήρε μέρος στην πρώτη σοβαρή πολεμική επιχείρηση του Αγώνα στα Καλάβρυτα τα οποία ύστερα από πενθήμερη πολιορκία παραδόθηκαν. Ο Ασημάκης Φωτήλας πήρε ενεργό μέρος και στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Πληρεξούσιος στην Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου διετέλεσε αντιπρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και μέλος του Εκτελεστικού Σώματος. Στην περίοδο της εμφύλιας διαμάχης επέδειξε μετριοπάθεια, αρνούμενος να συμπράξει στη δίωξη αντικυβερνητικών και προτιμώντας να παραιτηθεί. Το 1825 έπαψε να μετέχει στα πολιτικά πράγματα, συνέχισε όμως να ενισχύει ηθικά και υλικά τον Αγώνα και να εκλέγεται πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις .
Προσωπογραφίες::asxetos.gr

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ.



• Χατζηπέτρου (ή Χατζηπέτρος) Χριστόδουλος
Χατζηπέτρου (ή Χατζηπέτρος) Χριστόδουλος (Βετερνίκο Τρικάλων, 1799 -Αθήνα, 1869) Φιλικός, οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης και στρατιωτικός της Οθωνικής περιόδου. Στη Βιέννη ασχολήθηκε με το εμπόριο και το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1821 πρωτοστάτησε στην εξέγερση στην Καλαμπάκα και στον Ασπροπόταμο. Έδρασε στη Θεσσαλία και τη Στερεά και το 1825 πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Μεσολόγγι ως την ηρωική έξοδο. Στη συνέχεια πολέμησε στην κεντρική Στερεά Ελλάδα και την Αττική. Το 1854 κατά την εξέγερση των αλυτρώτων τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών της Θεσσαλίας. Μετά την έξωση του Όθωνα πρωταγωνίστησε σε συνωμοτική κίνηση που απέβλεπε στην εκλογή του Λουδοβίκου ως βασιλιά της Ελλάδας. Αποκαλύφθηκε και φυλακίστηκε. Αργότερα έγινε υπασπιστής του Γεωργίου του Α΄. Προσωπογραφίες::asxetos.gr

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΖΙΑΚΑ.

Ζιάκας (Οικογένεια)
Από το 1821 και μετά στη Γρεβενιώτικη Πίνδο και στη Δυτική Μακεδονία κυριάρχησαν οι Ζιακαίοι, απροσκύνητοι και ολομόναχοι έδωσαν ομηρικές μάχες, με πρώτον τον Γιαννούλα Ζιάκα, που έλαβε μέρος και στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου, όπου και σκοτώθηκαν τρία μέλη της οικογενείας, ενώ παράλληλα οργάνωσε και το λημέρι του στη Βάλια-Κάλντα, αποκόπτοντας περί τους 40 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, από την ελεύθερη Ελλάδα και οχύρωσε το Σπήλαιο Γρεβενών, το οποίο αποτέλεσε το προπύργιο των επαναστατών. Μετά τη δολοφονία του Γιαννούλα Ζιάκα, στην πόλη των Γρεβενών το 1826, αρχηγός της επανάστασης των αρματολών της Πίνδου αναλαμβάνει ο θρυλικός Θόδωρος Ζιάκας, η δράση του οποίου, επεκτάθηκε και στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου στρατολογούσε νέους πολεμιστές, ενώ κατά διαστήματα, επέστρεφε στα Γρεβενά, όπου είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Το Φεβρουάριο του 1854, με δύναμη 300 ανδρών ξεκίνησε από τη Λαμία, όπου βρισκόταν για να έρθει στα αγαπημένα του Γρεβενά, ώστε να μεταφέρει και πάλι στους σκλαβωμένους Έλληνες τον παλμό της επανάστασης. Σε μια μάχη στις 10 Μαΐου του 1854 στη "Φιλουριά" (περιοχή ανάμεσα στο Καρπερό και τη Δήμητρα) Γρεβενών, αποδεκατίζει τους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι προηγουμένως είχαν επιτεθεί σε ένα καραβάνι νομάδων από τα ορεινά χωριά των Γρεβενών, ενώ έπιασε τα κύρια περάσματα, που βρίσκονταν μεταξύ Κηπουριού, Κρανιάς και Μηλιάς Μετσόβου. Με την κατάληψη όμως του Μετσόβου από τους Τούρκους και τη φυγή των Γριβαίων απ" αυτό, ουσιαστικά ο Ζιάκας με τους άνδρες του παραμένει αποκομμένος από τις άλλες επαναστατικές ομάδες και έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στο ιστορικό Σπήλαιο Γρεβενών, το οποίο ήταν το τελευταίο οχυρό των αρματολών. Στο Σπήλαιο Γρεβενών, που αποτελούσε από μόνο του ένα φυσικό φρούριο, οι 300 πολεμιστές του Ζιάκα, αλλά και αρκετός άμαχος πληθυσμός, ήρθαν αντιμέτωποι με 12 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Αβδή πασάς των Ιωαννίνων. Ο Θόδωρος Ζιάκας, που πίστευε πως αν κρατήσει το Σπήλαιο ελεύθερο το Σπήλαιο, θα πετύχαινε η επανάσταση στην περιοχή, δε δέχτηκε τη διαμεσολάβηση ξένων διπλωματών για να φύγει απ" αυτό και έτσι για πέντε ημέρες, από τις 28 Μαΐου του 1854 μέχρι και τη 1 Ιουνίου, έρχεται αντιμέτωπος με τον εχθρό, παρά την ανωτερότητα, σε αριθμό πολεμιστών. Η αντίσταση των Ελλήνων, που χρησιμοποίησαν ακόμη και βαρέλια γεμάτα με πέτρες για την αντιμετώπιση των Τουρκαλβανών, κράτησε πολλές ημέρες, παρά το γεγονός ότι καθημερινά η δύναμη του εχθρού αυξάνονταν καθημερινά. Μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν τελικά οι ζωές του άμαχου πληθυσμού ο Θόδωρος Ζιάκας, δέχτηκε τη διαμεσολάβηση των ξένων προξένων και μετέφερε με ασφάλεια, αφού φυσικά είχε δώσει ένα ακόμη μάθημα στους Τουρκαλβανούς, τα γυναικόπαιδα στην ελεύθερη Ελλάδα. "Προσωπογραφιες::asxetos.gr

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ Ν. Κ. ΚΑΣΟΜΟΥΛΗ.


ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ
Ύστερα από την έρευνα που διεξήγαγε ο Γ. Βλαχογιάννης και οι συνεργάτες του κατάληξαν σε ένα συμπέρασμα που σας εκθέτω παρακάτω:
«Ο μακαρίτης Κασομούλης κατήγετο εκ της Σιατίστης της Μακεδονίας κατήλθεν εις τον αγώνα μετ’ άλλων συμπολιτών του και του πλουσίου τότε Τοσίτσα. Διετέλεσεν Φρούραρχος Λαμίας, Ναυπλίου και Αθηνών και υπασπιστής του Όθωνος. Απεστρατεύθη ως Συνταγματάρχης και απεβίωσεν το 1871 εις ηλικίαν 80 ετών. Είχεν ένα μόνον υιόν καταταγέντα εις το Σχολείον των Ευελπίδων και αποθανόντα ως μαθητήν του Σχολείου. Είχε τιμηθή δια του παρασήμου του αγώνος και του Σταυρού του Σωτήρος. Κατά τους πολέμους ετραυματίσθη δις. Αυτά γνωρίζουν οι συγγενείς του».
ΠΗΓΗ: ΓΑΚ ΑΘΗΝΩΝ.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ Ν. Κ. ΚΑΣΟΜΟΥΛΗ.


Επιστολή του Κωνσταντίνου Αντωνίου Ανδρέου (Στυλίδα)
«Στυλίς 27η 6. –30
Αξιότιμε κ. Τράκα!
Τη παρακλήσει του κ. Αθαν. Μπαρούτη πέμψαντός μοι την επιστολή σας, έρχομαι δια της παρούσης να σας δόσω πληροφορίας και λεπτομερείας τινάς περί της βιογραφίας του αειμνήστου θείου μου Ν. Κασομούλη καίτοι ήμουν πολύ μικρός την ηλικίαν κατ’ εκείνην την εποχήν που έζει, αλλ’ εκ της παραδόσεως εκ της θείας μου Κασομούλη και του πατρός μου, τον μήνα Απρίλιον ε.ε. έδοσα λεπτομερείας περί της Βιογραφίας του θείου και τας οποίας δια του ανεψιού μου Ευαγγέλου Παν. Ανδρέου διαμένοντος εν Θεσσαλονίκη μετά της μητρός του ελθούσης εις δεύτερον γάμον μετά του Φιλίππου Βώκου Συνταγματάρχου του Πεζικού, και του Αρχηγού πεζικού ΧΙ. Μεραρχίας, διεβίβασα ως μοι έγραψαν εις τον ιστοριοδίφην κ. Ι. Βλαχογιάννην Διευθυντήν των γενικών Αρχείων του Κράτους, και επαναλαμβάνω, ήλθεν εκ Μακεδονίας και εκ της ιδιαιτέρας του πατρίδος Σιατίστης εις τον ιερόν αγώνα το 1821, όπου και ηγωνίσθη, κατόπιν εν τω Στρατώ ως αξιωματικός εχρημάτισεν των επιτελών με τον βαθμόν του λοχαγού ως ανώτερος δε αξιωματικός εχρημάτισε διοικητής Τάγματος Φρούραρχος Ναυπλίου, Αθηνών, Λαμίας ίσως και άλλης πρωτευούσης, και Τμηματάρχης του Υπουργείου των Στρατιωτικών, και απεστρατεύθη με τον Βαθμόν του Συνταγματάρχου του πεζικού και απήλαυε μεγάλης υπολήψεως και εκτιμήσεως παρ’ όλων των τότε επισήμων ανδρών του Κράτους, των Στρατιωτικών, Πολιτικών, και Αγωνιστών, και δια στενής φιλίας μεθ’ όλων συνδεόμενος και παρ’ αυτών των Βασιλέων Όθωνος και Αμαλίας έχαιρε εκτίμησιν.
Απεκατεστάθη, εγκατεστάθη και απέθανεν εν Στυλίδι, έλαβε σύζυγον την αδελφήν του πατρός μου Αντ. Ανδρέου Μαρίαν, λοχαγός-ταγματάρχης του πεζικού ων των επιτελών τότε, απέκτησεν ένα και μόνον υιόν ονόματι Κωνσταντίνον, όστις απεβίωσεν προσβληθείς υπό αιματουρικού πυρετού εις ηλικίαν 25 ετών, υπαξιωματικός με τον βαθμόν του επιλοχίου του Πεζικού, φοιτήσας και δύο έτη εις την σχολήν των Ευελπίδων, και ο θάνατος του υιού του εβύθισεν τον οίκον του και την ημετέραν οικογένειαν εις μεγάλην θλίψιν και βαθύτατον πένθος, επέζησεν 6 έτη και απεβίωσεν το 1871, εις ηλικίαν 80 ετών.- ήτο μετρίου αναστήματος ευτραφής, ευμόρφου και σοφαράς φυσιογνωμίας, εφόρει την Ελληνικήν Στολήν και μεθ’ ης ετάφη, έφερε δύο παράσημα του Αγώνος και του Σωτήρος, φωτογραφία του δεν υπάρχει, αλλ’ ευρίσκονται αι εικόνες, ελαιογραφία του θείου και της θείας, και εκ της εικόνος εκείνης να ζητήσει ο κ. Βλαχογιάννης παρά του κ. Φ. βώκου να λάβωσι φωτογραφίαν, διότι εις την οικίαν του κυρίου Βώκου υπάρχουσι. Οικία και άλλη περιουσία του θείου δεν υπάρχουσι, επωλήσαν από δεινάς περιστάσεις υπάρχει ο τάφος εν τω νεκροταφείω Στυλίδος εν ω ευρίσκονται τα οστά του, της θείας και του υιού του Κωνσταντίνου, ως και τα οστά της ημετέρας οικογενείας, επί του μαρμάρου δε είναι χαραγμένα τα εξής γράμματα.
Ενθάδε κείται Ο Συνταγματάρχης του Πεζικού Νικόλαος Κασομούλης εκ Μακεδονίας
αποβιώσας το 1871 μετά του υιού του Κωνσταντίνου αποβιώσαντος 1865.
Έχετε τας απείρους ευχαριστίας μου, με πολλήν τιμήν
Κ. Ανδρέου».
Ο Κώστας Ανδρέου, ανεψιός της Μαριγώς Ν. Κασομούλη, συζύγου του Συνταγματάρχη Ν.Κ.Κ. –ο πατέρας του ήταν αδελφός της– στέλνει την απαντητική επιστολή του,9 στον κ. Τράκα στα (Γ.Α.Κ.). Είχε προηγηθεί παραλαβή επιστολής σχετικής, που ζητούσε από τον Κώστα Ανδρέου, από τη Στυλίδα, βιογραφικά στοιχεία του θείου του, Ν. Κ. Κασομούλη.
Με την επιστολή, που στέλνει τότε, απαντά ότι θέλει να δώσει πληροφορίες και μερικές λεπτομέρειες βιογραφικές για τον αείμνηστο θείο του, Ν. Κ. Κασομούλη, αν και κατά την εποχή εκείνη που ζούσε, ήταν πολύ μικρός. Αλλά μπορεί να το κάνει, να δώσει πληροφορίες, απ’ αυτά που παραδόθηκαν σ’ αυτόν από τον πατέρα του (Αντώνιο Ανδρέα Ανδρέου) και από τη θεία του Μαριγώ Ν. Κασομούλη. Αναφέρει επίσης ότι το μήνα Απρίλιο του ίδιου έτους έστειλε πληροφορίες για το θείο του Ν. Κ., μερικές λεπτομέρειες δηλ. για τη ζωή του, στον ανεψιό του Ευάγγελο Παν. Ανδρέου, που διαμένει με τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα του Βαγγέλη Ανδρέου, ήλθε σε 2ο γάμο με το Φίλιππο Βώκο, Συντ/ρχη Πεζικού, αρχηγό πεζικού της ΧΙ Μεραρχίας. Με γράμμα τους τον ενημέρωσαν ότι διαβίβασαν τις πληροφορίες του στον ιστοριοδίφη Γ.Βλαχ., Δ/ντή των Γ.Α.Κράτους και επαναλαμβάνει, ήλθεν εκ Μακεδονίας, «και εκ της ιδιαιτέρας του πατρίδος Σιατίστης εις τον ιερόν αγώνα του 1821», όπου και αγωνίσθηκε.
Ύστερα στο Στρατό, ως αξιωματικός πλέον, χρημάτισε ένας από τους επιτελείς αξιωματικούς με το βαθμό του λοχαγού, ως ανώτερος δε αξιωματικός ανέλαβε διοίκηση τάγματος, χρημάτισε Φρούραρχος Ναυπλίου, Αθηνών, Λαμίας ίσως και άλλης πρωτεύουσας.Στο Υπουργείο Στρατιωτικών υπηρέτησε ως τμηματάρχης. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Συντ/ρχη Πεζικού. Τύχαινε μεγάλης υπόληψης και εκτίμησης, από όλους τους τότε επίσημους άνδρες του Κράτους, πολιτικούς, στρατιωτικούς, αγωνιστές. Με όλους συνδεόταν με στενή φιλία. Τον εκτιμούσαν πάρα πολύ και οι ίδιοι οι Βασιλείς της Ελλάδας, Όθων και Αμαλία.
Ο Ν.Κ.Κ. αποκαταστάθηκε, εγκαταστάθηκε και πέθανε στη Στυλίδα. Πήρε σύζυγό του την αδελφή του πατέρα του Αντωνίου Ανδρέα Ανδρέου, Μαρία, (λοχαγός-ταγματάρχης) του πεζικού και ήταν τότε ένας από τους επιτελείς αξιωματικούς.Απόχτησε ένα και μόνο γιο που ονομαζόταν Κωνσταντίνος. Προσβλήθηκε όμως από αιματουρικό πυρετό και πέθανε σε ηλικία 25 ετών. Ήταν υπαξιωματικός κι έφερε το βαθμό του επιλοχία του πεζικού. Φοίτησε 2 χρόνια στη σχολή Ευελπίδων. Ο θάνατος του γιου του Κων. βύθισε το σπίτι του και τη δική μας οικογένεια σε μεγάλη θλίψη και βαθύ πένθος. Έζησε έξι χρόνια μετά το θάνατο του γιου του και πέθανε το 1871 σε ηλικία 80 ετών.
Ανάστημα είχε μέτριο. Ήταν ευτραφής και πολύ όμορφος. Είχε φυσιογνωμία σοβαρή. Πάντοτε φορούσε την ελληνική στολή με την οποία και τάφηκε. Παρασημοφορήθηκε δυο φορές. Με τα παράσημα του Αγώνα και του Σωτήρα. Φωτογραφία του δεν υπάρχει, αλλά υπάρχουν εικόνες του θείου και της θείας (πίνακες ζωγραφικής-ελαιογραφία). Αυτές βρίσκονται στην οικία του κ. Φίλιππου Βώκου. Από εκεί μπορεί να ζητήσει ο κ. Βλαχογ. και να λάβει φωτογραφίες. Κατοικία και άλλη περιουσία ο Ν.Κ.Κ. δεν έχει. Ο Κ. Ανδρέου γράφει χαρακτηριστικά: «Οικία κι άλλη περιουσία του θείου (Ν.Κ.Κ) δεν υπάρχουσι, επωλήσαν από δεινάς περιστάσεις, υπάρχει ο τάφος εν τω νεκροταφείω Στυλίδος». Σ’ αυτόν βρίσκονται τα οστά του, της θείας (Μαριγώς) και του γιου του Κωνσταντίνου. Στον ίδιο τάφο υπάρχουν και τα οστά της δικής μου οικογένειας. Πάνω στο μάρμαρο είναι χαραγμένα τα εξής γράμματα: «Ενθάδε κείται ο Συνταγματάρχης του πεζικού Νικόλαος Κασομούλης εκ Μακεδονίας, αποβιώσας το 1871 μετά του υιού του Κων/νου αποβιώσαντος 1865.
Έχετε τις άπειρες ευχαριστίες μου, με πολλή τιμή Κ. Ανδρέου.
ΠΗΓΗ: ΓΑΚ ΑΘΗΝΩΝ.

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Η προσφορά των Μανιατών στον Ιερό αγώνα του ΄21. (Β)

"Η καταστροφή του Δράμαλη ετρόμαξε τον Σουλτάνο και αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο Πασάς της Αιγύπτου προ πάσης συμφωνίας εξήτασε την κατάσταση που επικρατούσε στην Πελοπόννησο. Επληροφορήθη ότι οι υπό του Κωλέτη Στερεοελλαδίτες διεξάγουν σκληρό αγώνα κατά των Πελοποννησίων και επομένως οι αλληλοσπαρασσόμενοι Έλληνες δεν θα ήταν επικίνδυνοι για το εκστρατευτικό σώμα που θα έστελνε στην Πελοπόννησο.

Με το στράτευμα αυτό των Τουρκοαιγυπτίων, το οποίο έφτασε στην Πελοπόννησο διοικούμενο από τον γιό του Μεχμέτ Αλή τον Ιμπραήμ, οι υπό τον Κολοκοτρώνη Πελοποννήσιοι συγκρούσθησαν, από τις συγκρούσεις δε αυτές ο Κολοκοτρώνης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι αδύνατον να νικήσουν τον Ιμπραήμ. Συνέστησε να ζητηθεί βοήθεια από τους Άγγλους γιατί μόνο με τη βοήθεια των Άγγλων είναι δυνατόν να ελευθερωθεί η Ελλάδα.

Οι υπό τον Κολοκοτρώνη Έλληνες στην Τραμπάλα, στο Παρθένι, στα Τρίκορφα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το στρατό του Ιμπραήμ. Και τις τρεις φορές υπεχώρησαν προ του αντιπάλου. Υπό την πίεση της ανάγκης ο Κολοκοτρώνης απευθύνεται στους Μανιάτες και προσπαθεί με εγκώμια να τους πείσει να επιτεθούν κατά του Ιμπραήμ.

Στην επιστολή που έστειλε τονίζει:

"Η Μάνη, εν ω δια τας αρχαίας ανδραγαθίας και ηρωικά της κατορθώματα φημίζεται το άνθος της Ελλάδος, αδιαφορούσα δε ήδη εις τον κλονισμόν της Πελοποννήσου αμαυρώνει όλην της την υπόληψιν… μεγάλη ασπλαχνία μέγα κακόν θεωρείται την σήμερον από το μέρος της Μάνης! Αύτη βλέπει την πατρίδα κλονιζομένην και δεν την βοηθεί".

Τα εγκώμια του Κολοκοτρώνη τους αφήνουν αδιάφορους τους Μανιάτες, γιατί γνωρίζουν ότι όσο διαρκεί ο κίνδυνος θα είναι "ο πρωτότοκος υιός μου Ισραήλ" αλλά μετά την πάροδο του κινδύνου θα γίνουν "λαός δυσεβής και παράνομος". Δεν ξεχνούν ότι από το "ωσαννά" μέχρι το "σταύρωσον" μεσολαβούν μόνο εφτά ημέρες. Οι Μανιάτες οργανώνουν τις δυνάμεις τους και αγωνίζονται να εξασφαλίσουν πολεμικό υλικό, γιατί αντιλαμβάνονται ότι στα σύνορα της Μάνης θα κριθεί ο αγώνας κατά του Ιμπραήμ.

Ακολούθησαν οι τρεις γνωστές συγκρούσεις του Ιμπραήμ με τους Μανιάτες στο Αλμυρό, στο Διρό και στον Πολυάραβο. Και στις τρεις συγκρούσεις ο θριαμβεύσας στην Τραμπάλα, στα Τρίκορφα, στο Παρθένι Ιμπραήμ έφυγε κατησχυμένος από το Αλμυρό, το Διρό και τον Πολυάραβο. Με τη νίκη στο Βαλτέτσι ρόδισε η αυγή της Ελευθερίας των Ελλήνων.

Ο θρίαμβος των Μανιατών στον Πολυάραβο χαιρετίσθηκε από τους λαούς της Ευρώπης ως επάνοδος της Ελευθερίας στη γενέθλια γη.

Τη χώρα αυτή, τη Μάνη, επιτροπή συγκροτηθείσα υπό της Βουλής των Ελλήνων για να συντάξει χρονολόγιο των σημαντικοτέρων γεγονότων της Επαναστάσεως του 1821 απέφυγε επιμελώς να την αναφέρει μεταξύ των αγωνισθέντων κατά την Επανάσταση του 1821.

Ο αναγνώστης, αφού διαβάσει τις δεκάδες των σελίδων του χρονολογίου της Βουλής διερωτάται γιατί άραγε δεν αναφέρθηκαν οι λέξεις Μάνη και Μανιάτες ούτε μία φορά κατά την αναγραφή των σημαντικών γεγονότων της Εθνεγερσίας;

Υπενθυμίζουμε μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα από τον αγώνα της Εθνεγερσίας και ο αναγνώστης ας κρίνει τους συντάχτες του χρονολογίου της Βουλής.

Η πείρα έλεγε ότι ο λαός της Πελοποννήσου δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσει στα πεδία των μαχών τον πάνοπλο δυνάστη.

Τα Ορλωφικά είχαν δείξει ότι πολεμική σύγκρουση των Πελοποννήσιων με τους Τούρκους θα ήταν αλόγιστη ενέργεια. Ο Μ. Σακελλαρίου, στην περισπούδαστη εργασία του για τα γεγονότα της εποχής εκείνης, αναφερόμενος στην αντίσταση 400 Μανιατών εναντίον 3 χιλιάδων Τούρκων στο Νησί της Καλαμάτας, γράφει:

«Το συμβάν τούτο δεν έχει μόνον την απόλυτον αξίαν ενός άφθαστου ηρωισμού, ανταξίου προς τα μάλλον αξιομνημόνευτα παραδείγματα, αλλ' ενέχει και την σημασίαν του μοναδικού δείγματος ηρωικής αντιστάσεως, προβάλλοντος εν μέσω της ανεπιτηδειότητος των Ρώσων και της ανικανότητας ενός ολοκλήρου λαού να πολεμήση μετ' αποφασιστικότητος και μέχρι τέλους. Μέχρι τούδε είδομεν και μας μένει ακόμη να συναντήσωμεν τους Έλληνας ουδεμίαν δυναμένους να αντιτάξουν αντίστασιν, άνευ ψυχικού σθένους, ευκόλως υποκειμένους εις πανικόν. Δια τούτο αποκτά ιδιάζουσαν σημασίαν το συμβάν τούτο. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίον ότι την εξαίρεσιν απετέλεσαν οι Μανιάται».

Για την πορεία του αγώνος μετά την κατάληψη της Καλαμάτας διατυπώθηκαν δύο προτάσεις. Οι Μεσσήνιοι λέγανε ότι πρέπει οι επαναστάτες να στραφούν προς τα κάστρα της Μεσσηνίας, για να προλάβουν τις σφαγές, στις οποίες ασφαλώς θα προβαίνανε οι Τούρκοι.

Ο Κολοκοτρώνης επέμενε πως πρέπει να στραφούν προς την Τρίπολη, γιατί με την κατάληψή της θα εδραιωνότανε ο αγώνας.

Δόθηκε συμβιβαστική λύση. Το μεγαλύτερο μέρος εστράφη προς τα κάστρα της Μεσσηνίας και 300 Μανιάτες υπό το Δουράκη και το Βοϊδή το Μαυρομιχάλη εκινήθησαν προς την Αρκαδία.

Μαζί τους, βέβαια, ο Κολοκοτρώνης.

Οι τριακόσιοι αυτοί στον Άγιο Αθανάσιο, κοντά στην Καρύταινα, πολεμήσανε εναντίον 1.700 Τούρκων. Τη μάχη αυτή ο Τρικούπης τη χαρακτηρίζει πρώτη εκ παρατάξεως μάχη μεταξύ Τούρκων και επαναστατών Ελλήνων και την περιγράφει έτσι:

«Την δε επαύριον ο Κολοκοτρώνης, αφήσας ολίγους συντρόφους του εν τη κώμη μετέβη τα χαράματα εις το προς το άγιον Αθανάσιον στενόν, παραφυλάττων τους αναμενόμενους εχθρούς. Οι εχθροί εφάνησαν μετ' ολίγον ερχόμενοι και αποτελούντες μακράν γραμμήν εξ αιτίας του πλήθους των φορτωμάτων και της στενοτοπίας.

Ιδόντες δε μακρόθεν ότι οι Έλληνες προκατέλαβαν την δίοδον, ήλθαν έμπροσθεν όλοι οι ένοπλοι, και πλησιάσαντες εμάχοντο εξ ώρας. Αυτή ήτον η πρώτη εν τάξει μάχη της πελοποννησιακής επαναστάσεως μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, και συνεκροτήθη κατά τύχην υπό τον πολέμαρχον της Πελοποννήσου, Κολοκοτρώνην. Οι Τούρκοι επολέμησαν γενναίως εις σωτηρίαν των γυναικών και τέκνων, και εις διαφύλαξιν της περιουσίας των. Οι Μανιάται διέπρεψαν επίσης πολεμούντες ολίγοι προς πολλούς. μέχρι δε της μεσημβρίας εσκοτώθησαν 15 Τούρκοι και 6 Μανιάται·επληγώθησαν και εκ των αρχηγών αυτών ο Βοϊδής και ο Δουράκης. Οι Μανιάται καταναλώσαντες περί την μεσημβρίαν τα φυσέκια των, αφήκαν ην έως τότε κατείχαν θέσιν και απεσύρθησαν εις τι παρακείμενον πετρώδες ύψωμα παρά την γέφυραν του ποταμού τινές δε αυτών ανεχώρησαν συνοδεύοντες τους πληγωθέντας εις τα ίδια».

Τον ενθουσιασμό του από τη μάχη αυτή ο Κολοκοτρώνης τον εξέφρασε με αυτά τα λόγια:

«Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμο, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: Τριακόσιοι ήτον οι πρώτοι, χίλιοι εφτακόσιοι οι Τούρκοι. Από τες έξι ώρες έσωσαν τα φουσέκια τους, ελαβώθηκε ο Βοϊδής, ο Δουράκης, εσκοτώθηκαν πέντε-έξι. Εις το μεσημέρι έσωσαν τα φουσέκια. Μου λένε το στράτευμα, να τους ανοίξομε όμως τα Κολιόπουλα ήτον έξι ώρες μακρυά εις το ποτάμι του Ρουφιά, εις χωριό Τζούκα, εφύλαγαν δια τους Λαλαίους. Ακούοντας το τουφέκι, εκίνησαν, πλην δεν έφθασαν (είχαν τετρακόσιους) εις την ώραν, αλλ' έπειτα από μισή ώρα. Οι Τούρκοι σκοτώθηκαν δεκαπέντε, επολεμούσαν με καρδιά, διότι είχαν το βιό τους και ταις γυναίκες τους».

Αναλυτικότερη περιγραφή της μάχης αυτής βρίσκομε στην Ιστορία του Φραντζή:

«Αφ' ου δε ο Θ. Κολοκοτρώνης κατέλαβε την θέσιν του ρηθέντος λόφου, οι δε Φαναρίται ώδευον, είχον ακολουθήσει κατόπιν αυτών και περίπου 300 Φαναρίται Έλληνες χωρίς να τους βλάπτουν, προσέχοντες μόνον την εις τα όπισθεν επιστροφήν των εν ω δε η πρώτη σειρά των Φαναριτών Οθωμανών έφθασεν εις τους πρόποδας τους λόφου του Αγίου Αθανασίου, ο Θ. Κολοκοτρώνης μετά των μετ’ αυτού Μανιατών αντέκρουσαν αυτούς γενναίως, και η μεταξύ των μάχη διήρκεσε επέκεινα των 5 ωρών.

Εν δε μέρος των Μανιατών μη έχοντες πλέον πολεμοφόδια, ως παραναλώσαντες πάντα όσα είχαν εις την μάχην, ζητήσαντες δε από τον Θ. Κολοκοτρώνην και αποτυχόντες, ως μη έχοντος και αυτού εις την στιγμήν, έκτηπων τους Οθωμανούς με τας πέτρας όντες εφ 'υψηλής θέσεως οι Μανιάται. οι δε Οθωμανοί τυχόντες της ευκαιρίας αυτής, και διαβάντες άπαντες τον λόφον του Αγίου Αθανασίου, συνήχθησαν εις την θέσιν την καλουμένην Κομμένον Τζαμί. εν ω δε ητοιμάζοντο να διαβώσιν από την γέφυραν της Καρυταίνης ο Κολοκοτρώνης μετά των Μανιατών καταλαβόντες το έμπροσθεν μέρος της οδού κατά το μέρος της γέφυρας, ήρχισαν να τους χτυπούν εκ νέου κατά μέτωπον, οικονομηθέντες και από ολίγα πολεμοφόδια. οι Οθωμανοί θεωρήσαντες ότι δυσκόλως εδύναντο να διέλθωσι δια της γεφύρας ήρχισαν την οπισθοδρόμησίν των πάλιν δια της θέσεως του Κομμένου Τζαμίου επί σκοπώ του να διαβώσιν από του Χαλούλ Αγά δια μέσου ενός μέρους του ποταμού, το οποίον δεν είχε γέφυραν.

Κατά δε την στιγμήν καθ' ην ούτοι διέβαινον δια μέσου του ποταμού, έφθασεν αυτόθι και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης δρομαίως με 300 Μανιάτας, και συνενωθέντες οι μετά του Θ. Κολοκοτρώνη, όλοι ομού αντέκρουαν αυτούς γενναίως».

Στο Φραντζή φαίνεται πως έκανε κάποια εντύπωση το γεγονός ότι οι Μανιάτες, όταν σώσανε τα μπαρουτόβολα δεν παρατήσανε τη μάχη, αλλά συνέχισαν να πολεμούν με πέτρες. Για τους Μανιάτες όμως δεν ήταν πρωτόφαντη ενέργεια. Στους διάφορους πολέμους δεν είχανε πάντοτε άφθονα τα μπαρουτόβολα και, όταν τα τελειώνανε, περνούσανε τα όπλα «διάπλατα», δηλαδή περνούσαν το λουρί από το κεφάλι στον ώμο και με ελεύθερα τα χέρια συνέχιζαν τον πόλεμο με πέτρες. Άλλωστε οι πετροπόλεμοι δεν ήσαν άγνωστοι. Αναφέροντας τραυματίες πολέμου ο Παπαδάκης στο Ημερολόγιο του γράφει «πετριά στο κεφάλι».

Οι Μανιάτες, που εστράφησαν προς τα φρούρια της Μεσσηνίας, άρχισαν σε λίγο την πολιορκία του κάστρου της Κορώνης. Χτυπούσαν τους Τούρκους και συγχρόνως διδάσκανε στους Μεσσηνίους τη χρήση των όπλων και την τέχνη του πολέμου. Γι' αυτά μας πληροφορεί ο Φραντζής:

«Κατ' αρχάς όμως οι Έλληνες εταράττοντο πολύ από τα κανόνια και τας βόμβας, έως ότου εσυνήθισαν, και ακολούθως άμα έβλεπον την αστραπήν του κανονιού ή της βόμβας, έπιπτον ευθύς πρηνείς επί πρόσωπον και εγειρόμενοι πάλιν εξύβριζαν τους Οθωμανούς λέγοντες «δοτέ μας τα κανόνια σας και τας βόμβας και τότε να καταλάβετε πώς θέλομεν σας διώξει από το κάστρον σας δια 24 ώρας», είναι, δε αληθές ότι οι Μανιάται εδίδασκον κατ' αρχάς τους Έλληνας της Κορώνης πώς να προφυλάττωνται εις τας μάχας, και πώς να μεταχειρίζωνται τα όπλα, έως ου ιδόντες τους τρόπους αυτούς οι 'Ελληνες, και εξασκηθέντες δι' ολίγας ημέρας, έφθασαν να γίνουν εμπειρότεροι και ικανώτεροι».

Και ο Φιλήμων γράφει πως οι Μανιάτες εδίδασκαν τη χρήση των όπλων στους άλλους Έλληνες :

«Οι Κορωναίοι ταχέως εγυμνάσθησαν την χρήσιν του όπλου από τους Λάκωνας τούτο δε έφερεν εις απορίαν τους Τούρκους γνωρίζοντας, οπόσω υπήρχον πρότεροι άπειροι ούτοι».

Οι προσηλιακοί, δηλαδή οι κάτοικοι της Ανατολικής Μάνης, εστράφησαν προς τη Μονεμβάσια.

Αυθεντικά κείμενα με μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες μιλούν για την πολεμική δράση των Προσηλιακών στη Μονεμβάσια.

Σε αναφορά που υποβάλανε κυβερνήτες Σπετσιώτικων καραβιών προς τους προκρίτους του νησιού διαβάζαμε:

«αυτοί είναι παλληκάρια και τωόντι δι' αυτήν την τέχνην (του πολέμου)… Πριν έλθωμεν ημείς εδώ πενήντα Μανιάται απ' έξω από το γεφύρι, εδώ όπου στεκόμεθα, επολεμούσαν με τριακόσιους πενήντα Μπαρδουνιώτας και Μονεμβασιώτας και αν δεν έμβαινα εις το γεφύρι εις την Μονεμβάσιαν, όλους τους έτρωγαν".

Την πρώτη εκ παρατάξεως μάχη μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων στον Άγιο Αθανάσιο και το θρίαμβο των αγωνισθέντων Μανιατών οι συντάχτες του Χρονολογίου της Βουλής έκριναν το γεγονός ανάξιο διαμνημονεύσεως. Αλλά και τις μάχες στο Αλμυρό, στο Διρό και τον Πολυάραβο, όπου ο Ιμπραήμ "κατησχύνθη" προ των Μανιατών, γιατί άραγε οι συντάχτες του Χρονολογίου απέφυγαν να τις αναφέρουν; μήπως δια λόγους αβρότητος προς την προσωπικότητα του επιδρομέως Ιμπραήμ;"
Πηγή: "ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΗ"του ΑΝΑΡΓΥΡΟΥ Γ. ΚΟΥΤΣΙΛΙΕΡΗ.




--------------------------------------------------------------------------------

Η προσφορά των Μανιατών στον Ιερό αγώνα του ΄21.(Α)

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΗ
του Ανάργυρου Γ. Κουτσιλιέρη

"Ο αγώνας των Ελλήνων για την απελευθέρωση της χώρας διήρκησε εφτά χρόνια, σαφώς δε διακρίνονται οι τρεις φάσεις του αγώνα αυτού.

Η πρώτη φάση αρχίζει με την πρώτη εκ παρατάξεως μάχη Τούρκων και Ελλήνων στον Άγιο Αθανάσιο παρά την Καρύταινα. Τριακόσιοι Μανιάτες υπό τον Βοϊδή Μαυρομιχάλη και τον Τρουπάκη, συγκρούονται με χίλιους εφτακόσιους Τούρκους. Ο συναγωνιζόμενος με τους Μανιάτες Κολοκοτρώνης, ενθουσιασμένος από τη μαχητικότητα των Μανιατών, γράφει ότι οι 300 Μανιάτες του θύμισαν τους 300 του Λεωνίδα των Θερμοπυλών.

Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, οι Μανιάτες στρέφονται κατά της Τριπόλεως. Στο Βαλτέτσι έγινε αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων των Μανιατών και του Κεχαγιάμπεη, σταλμένου από τον Χουρσίτ Πασσά, που αγωνιζόταν κατά του Αλή των Ιωαννίνων.

Οι οχυρωμένοι σε πέντε ταμπούρια Μανιάτες, βοηθούμενοι και από αριθμό επίλεκτων Πελοποννησίων, κατάφεραν να αποκρούσουν τις λυσσαλέες επιθέσεις των επιλέκτων του Κεχαγιάμπεη και μετά διήμερον πεισματώδη αγώνα οι Τούρκοι ζήτησαν σωτηρία στα τείχη της Τριπόλεως, η οποία και κατελήφθη μετά τρίμηνη πολιορκία. Με την άλωση της Τριπόλεως τελειώνει η πρώτη φάση του αγώνα της Εθνεγερσίας.

Η άλωση της Τριπόλεως ήταν αποτέλεσμα της νίκης στο Βαλτέτσι.

Ότι η νίκη στο Βαλτέτσι κατά μεγάλο ποσοστό οφείλεται στους Μανιάτες κανείς έντιμος άνθρωπος δεν διενοήθη να το αμφισβητήσει. Οι άνδρες του Κολοκοτρώνη, όταν δέχθηκαν χτύπημα από τον Κεχαγιάμπεη υποχώρησαν και αυτό ήταν επόμενο αφού ήταν ανάσκητοι στη χρήση των όπλων.

Δεύτερη φάση αποτελεί η κάθοδος του Δράμαλη και η σύγκρουση των μυριάδων του στρατού που οδηγούσε με τους οχυρωμένους στο κάστρο του Άργους Έλληνες.

Στις 10 Ιουλίου φτάνει στην Αργολίδα ο στρατός του Δράμαλη. Το κάστρο του Άργους έχει καταλάβει ο Μανιάτης Καρίγιαννης με μικρή ομάδα συμπολεμιστών. Η ομάδα αυτή ενισχύεται σε λίγο από τον Τσαλαφατίνο, επιστρέψαντα από την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Δεν εβράδυναν να φτάσουν και άλλοι Μανιάτες και να ενισχύσουν τους κατέχοντας το κάστρο, ο δε Βοϊδής Μαυρομιχάλης με τους συμπολεμιστές του κατέλαβε τη Μονή της Κεκρυμμένης.

Τη σημασία της κατοχής του Κάστρου από τους Έλληνες αντελήφθη ο Υψηλάντης και με αριθμό συμπολεμιστών μπήκε στο Κάστρο.

Πολλούς νεκρούς είχαν οι Μανιάτες στην προσπάθειά τους να κάψουν τα πάντα και να αφήσουν το στρατό του Δράμαλη χωρίς τροφές.

Έτσι υποχρέωσαν το στρατό αυτόν να τρέφεται επί 2 εβδομάδες με αγουρίδες πεπονιών και σταφυλιών με τις οποίες αγουρίδες προσπαθούσε να δαμάσει και τη δίψα του, γιατί δεν υπήρχε νερό. Αγωνιζόμενοι επί δύο εβδομάδες να εξουδετερώσουν την αντίσταση των Ελλήνων και να καταλάβουν το κάστρο του Άργους όταν έφτασαν στα στενά των Δερβενακίων ήταν ανίκανοι να σηκώσουν το όπλο.

Κατά τον φίλο του Κολοκοτρώνη, Φραντζή "εις τας δύο συγκροτηθείσας αυτάς μάχας της 26ης και 27ης Ιουλίου μεταξύ των εχθρών και των Ελλήνων εις τα Δερβενάκια, είναι παράδοξον, κανείς Έλλην δεν εφονεύθη εκτός μόνον τριών ή τεσσάρων πληγωθέντων ελαφρά και ιαθέντων ακολούθως".

Στις 26 Ιουλίου οι Τούρκοι είχαν περίπου 4.000 νεκρούς. Το πώς συνέβη το έγραψε στρατιωτικός που μελέτησε το θέμα. Ο συνταγματάρχης Ζαμάνος, ο οποίος μελέτησε τα συμβάντα στα στενά των Δερβενακίων τονίζει "ούτε οι Έλληνες ούτε οι Τούρκοι επολέμησαν εις τα πολυθρύλητα εκείνα στενά. Οι πρώτοι έσφαζαν τους δεύτερους". Δηλαδή οι αγουρίδες κάνανε το θαύμα τους. Οι Τούρκοι κρατούσαν τις κοιλιές τους και οι Έλληνες τους κόβαν τα κεφάλια.

Οι Τούρκοι φτάσανε στο σημείο αυτό, γιατί υποχρεώθηκαν να μείνουν στην Αργολίδα από την αντίσταση που προβάλανε οι Έλληνες που κατέλαβαν το Κάστρο του Άργους.

Για τον καταλαβόντα το Κάστρο Καρίγιαννη ο Τρικούπης γράφει:

"Μόνος ο Θανάσης Καρίγιαννης, Μανιάτης, ευρεθείς εν Άργει ταις ημέραις εκείναις της φυγής, της αρπαγής, της καταπιέσεως και του τρόμου, και ευρών δέκα ομόφρονάς του ανέβη αυθόρμητος και άφοβος εις το φρούριον του Άργους και ύψωσε την σημαίαν".

Για την πράξη αυτή του Καρίγιαννη ο Πρόκες-Ώστεν γράφει ότι η κατάληψη του φρουρίου του 'Αργους "ανήκει τις τας γενναιοτέρας και αποτελεσματικοτέρας εκδουλεύσεις του αγώνος εκείνου". Και ο Φίνλεϋ προσθέτει για τους λίγους αυτούς που κατέλαβαν το Κάστρο του Άργους ότι: "Θα έπρεπε το όνομα του καθενός να παραδοθεί στην ευγνωμοσύνη της Ελλάδος".

Στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου υπολογίζεται ότι είχαν συγκεντρωθεί περί τις δέκα χιλιάδες Έλληνες και αυτοί σκοτώσανε τις τέσσερις χιλιάδες των Τούρκων.

Χαρακτηριστικά της συγκρούσεως στα Δερβενάκια, κατά τον μελετήσαντα το θέμα Ζαμάνον, είναι τα εξής: "Η απερίγραπτος λαφυραγωγία κατά πρώτον λόγον, αι απιστεύτως μηδαμιναί απώλειαι των επαναστατών και η μετά την πρώτην νίκην μεγάλη λιποταξία προς μεταφοράν και απόκρυψιν της λείας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των μαχών των Δερβενακίων".

Πολλοί από το στρατό του Δράμαλη προήρχοντο από τους αγωνισθέντας κατά του Αλή των Ιωαννίνων και είχαν σημαντικά λάφυρα και από τα λάφυρα αυτά επλούτισαν πολλοί των Ελλήνων που έσφαξαν τους Τούρκους, στα Δερβενάκια.

Και οι μεν ήρωες των Δερβενακίων απεκόμισαν λάφυρα που τους έκαναν πλούσιους. Πόσα άραγε πλούτη απεκόμισαν οι καταλαβόντες το Κάστρο του Άργους Καρίγιαννης και Τσαλαφατίνος και απεργασθέντες με τον αγώνα τους την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη; Για τα πλούτη των δύο φίλων και συμπολεμιστών Καρίγιαννη και Τσαλαφατίνου έχουμε πληροφορίες από τον άσπονδο φίλο τους τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκο, στο έργο του οποίου διαβάζουμε:

"Ο δε Η.Τσαλαφατίνος έτρεχε πάντοτε, όπου η περίστασις της πατρίδος τον εκαλούσε αλλά ποτέ του δεν είχε ιδικό του σώμα, διότι οι Μανιάτες ήσαν πτωχοί και ήθελαν δια να εκστρατεύσουν χρήματα, αχώριστος αυτού ήτο ο Αθανάσιος Καρίγαννης. Και τους δύο αυτούς άνδρας επαινούμεν δια τον ζήλον των και μάλιστα τον γέροντα Η.Τσαλαφατίνον και δεν αμαρτάνομεν να τους ονομάσωμεν Αγίους Αναργύρους".

Ο άσπονδος φίλος τους Φωτάκος τους αποκαλεί Αγίους Αναργύρους γιατί, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να τους βοηθήσει ο πάμπτωχος γέρων Η.Τσαλαφατίνος απήντησε "Το κράτος είναι φτωχότερο και από μένα γι αυτό δεν δέχομαι καμιά βοήθεια".

Και μόνο η συμπεριφορά του Καρίγιαννη και του Τσαλαφατίνου θα πρέπει να προκαλεί κάποιες αναστολές στους ιστορικούς οι οποίοι τα μόνα κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιούν για τους Μανιάτες είναι άρπαγες, ληστές, φονιάδες. Η φράση του Τσαλαφατίνου -δεν δέχομαι βοήθεια γιατί το κράτος είναι πιο φτωχό από μένα- εσχολιάσθη ασφαλώς και αυτό υποχρέωσε τον Φωτάκο να εκφρασθεί καθώς εξεφράσθη για τον Τσαλαφατίνο και τον Καρίγιαννη."

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

O ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΡΕΑΣ-ΖΩΓΡΑΦΟΣ- (ΧΩΡΙΟ ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΜΑΝΗ)- ΓΡΑΦΕΙ:

"ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Προς τον
ΖΑΧΑΡΙΑΝ ΜΠΑΡΜΠΙΤΣΙΩΤΗΝ ΑΡΜΑΤΟΛΟΝ (1759 – 1805)
Τον σημαντικότερον λαϊκόν προεπαναστατικόν ήρωα στην Πελοπόννησο, γέννημα και προστάτη της μικρολογίας.
Πρόγονε θαυμαστέ, αϊτέ του Μοριά, πανούργε Έλληνα, πατριώτη ανεξάρτητε, γέννημα των αρχαίων Σπαρτιατών, ικανότατε οπλαρχηγέ, αντάρτη, οραματιστή, κεραυνέ της Ρωμιοσύνης, σου γράφω από το ισόγειο με την στέρνα και τις πολεμότρουπες, του πύργου του Κουκέα στα Τσέρια της Μάνης, εκεί που άφησες την τελευταία σου πνοή από βόλι προδοτικό.
Ο τόπος του μαρτυρίου σου έχει διατηρηθεί σαν μικρή προσφορά στα όσα για μας έκανες και στα όσα με τον τρόπο σου μας δίδαξες. Κάθε φορά που μπαίνω στον πύργο που ξεψύχησες «παίρνω αμπάριζα» της φυλής βαφτίζομαι στο αίμα σου, «μεγαλώνω» περισσότερο και κάθε φορά που φεύγω, σκέφτομαι την προδοσία, το μίσος, την διχόνοια και την κατάντια αυτής της χώρας.
Μάθαμε από μικροί τα κατορθώματά σου από διηγήσεις των πατεράδων μας και από παλιά γραψίματα για την αντρειοσύνη σου, τον πατριωτισμό σου και την μεγάλη σου προσφορά στον ξεσηκωμό του γένους. Ξέρουμε πια περισσότερα απ’ όσα ήξεραν οι σύγχρονοί σου για σένα και θα σου τα γράψω για να δεις όταν σε θυμούνται, δεν πεθαίνεις. Θα σου τα γράψω για να ξαναβαφτιστούν Ελληνικά αυτοί που γνωρίζουν για σένα και να μάθουν κάτι τα σύγχρονα θύματα, τα καθισμένα στα χαζοκούτια της τεχνολογίας.
Γεννιέσαι στην Μπαρμπίτσα στις 22 Οκτώβρη του 1759 από την οικογένεια Παντελάκου. Τον πατέρα σου τον λέγανε Θοδωρή. Το 1775, οι Τούρκοι έσφαξαν τον αδελφό σου Παντελή και αυτό σ’ έκανε να βγεις στο βουνό σαν κλέφτης για να εκδικηθείς τον άδικο θάνατό του. Είχες μέτριο ανάστημα, γιγάντια ψυχή, μέση λιανή, χέρια δυνατά, φαρδείς ώμους και ακούραστα πόδια. Πρόσωπο στρογγυλό και όμορφο. Σγουρά μαλλιά, βλέμμα φλογερό, μουστάκι περήφανο, βροντερή φωνή και καρδιά ατρόμητη.
Το 1780 παντρεύτηκες την αδελφή του Αντώνη Νικολόπουλου, με την οικογένεια του οποίου αργότερα έγινες άσπονδος εχθρός. Είχες δύο κόρες, την Αγγελίνα που παντρεύτηκε ο Νικηταράς και την Κωνσταντίνα, καθώς και δύο γιους, τον Ανδρέα και τον Σωτήρη. Άφησες πολύκλαδο οικογένεια που διατηρείται μέχρι σήμερα και η φήμη σου έχει φθάσει μακρύτερα από τότε, μέχρι το Μόντρεαλ και το Τορόντο του Καναδά, όπου υπάρχει και σύλλογος με τ’ όνομά σου. Γρήγορα διαδόθηκε η φήμη σου για την δύναμή σου, τα κατορθώματά σου και την γρηγοράδα σου.
«Όρκο είχες το σπαθί σου και σταυρό το χαϊμαλί σου
Τούρκο να 'βρεις να σκοτώσεις και Ρωμιό να ξεσκλαβώσεις».
Μάθαμε λοιπόν, κι’ είναι αλήθεια, τους συγχρόνους σου και συνεργάτες στον εθνικό αγώνα: Ανδρέα Ανδρούτσο και Λάμπρο Κατσώνη, που για μια γενιά όλοι σας είσαστε φρουροί της Ελλάδας από τον Όλυμπο μέχρι το Ταίναρο και από την Τένεδο μέχρι την Κύπρο. Δεκαέξι ετών μόλις, πήγες και κατατάχτηκες αρματολός στο σώμα του οπλαρχηγού Μάντζαρη, στην Λογγάστρα, που σε μίσησε αργότερα για την ανδρεία που έδειξες στη μάχη του μοναστηριού της Ροκίτσας, όπου σκότωσες 27 Τούρκους και πήρες διάφορα λάφυρα.
Χωρίζεσαι από το σώμα του Μάντζαρη μαζί με 60 παλικάρια και κάνεις δικό σου σώμα με δική σου σημαία με χρώματα, κόκκινο, λευκό και μαύρο, με σταυρό στην μέση και την φράση γραμμένη με αίμα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Είχες δική σου σφραγίδα και δακτυλίδι με τα οποία υπέγραφες σαν αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, ύστερα από φιρμάνι της Πύλης που σε ανεγνώρισε επίσημα, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς. Ήσουν σταθερός στους φίλους σου και επιεικής προς τους προσερχόμενους εχθρούς σου. Δεν επολεμούσες μόνον τους εχθρούς της πατρίδας, αλλά και δίκαζες τους προσφεύγοντες και τους έχοντες σχέσεις μ’ αυτούς, κρατώντας την εξάβιβλο του Αρμενόπουλου.
Αργότερα μεγαλώνεις το σώμα σου σε 100 άνδρες και με τον αριθμό αυτό κατορθώνεις να επιτίθεσαι στους πολυαριθμότερους Τούρκους, πάντα νικηφόρα με το προσφιλές σου γιουρούσι και την αετίσια ορμή σου. Θυμόμαστε μερικά από τα παλικάρια σου:
Τους Πετμεζάδες από τα Καλάβρυτα,
Τον Μάντζαρη από την Τριπολιτσά,
Τους Κολοκοτρωναίους από την Καρύταινα,
Τους Μέλιους από την Αρκαδία,
Τον Γιώργο από τον Αετό Αρκαδίας,
Τον Σαμπαζιώτη από την Μεγαλόπολη,
Τον Τουρκολέκα από το Λεοντάρι,
Τον Κεφάλα από το Λεοντάρι,
Τον Καράμπελα από τον Άγιο Πέτρο,
Τον Μαντά από την Κυνουρία,
Τον Καλιαντζή από τον Άγιο Πέτρο,
Τους Κουνουπιώτηδες από την Τζακώνα και την Λακεδαίμονα,
Τον Μακρυγιάννη από το Λάλα,
Τον Νικολόπουλο από την Λογγάστρα,
Τον Μουρτζίλιο Μπαρμπιτσιώτη από την Λακεδαίμονα,
Τους Καπετανιάνους από το Πετροβούνι της Μάνης,
Τους Παναγιωταραίους από την Καστάνια,
Τον Οσμάν Μπουλούμπαση από το Αργυρόκαστρο,
Τον Πετροπέτροβα από την Αρκαδία,
Τον Μουσά Μπεράτι,
Τον Κουλοσπύρο από την Καρύταινα,
Τον Ατέση από την Ύδρα,
Τον Μιχαλιό από τα Σφακιά,
Τον Γρηγοράκη από την Μάνη,
Τον Κιτρινιάρη από την Σκαρδαμούλα,
Τον Καπετάν Παναγιωτάκη από το Πετροβούνι Μάνης,
Τον Γιώργο Σχίζα από το Άργος,
Τον Τσιαπάρα από το Χέλι Καρύταινας,
Τον Μητρομάρα από το ίδιο χωριό,
Τον Ντεληγεώργη από την Γαστούνη,
Τον Τζελογιάννη από το Καστρί Ερμιόνης και άλλους.
Και τους συμπολεμιστές σου:
Τον Παναγιώταρο, που σκοτώθηκε στην Μεγάλη Καστάνια, τον Αντωνάκη Αγιοπετρίτη, τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, τον Μάντζαρη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Παλαιό Μαντά από τα Βρούστια, τον Κουλομεντζίνιο Βαρβιτζιώτη, τον Γιαννιό Πατρέος, τον Αθανάσιο Πετμεζά, τον Κόλλια Πλαπούτα και τον ανεψιό του Θανάση, καθώς και τον Δημήτριο Καλιοντζή Σιτενιώτη.
Μόλις έγινες γνωστός σε όλη την Ελλάδα, οι Τούρκοι ανησύχησαν και άρχισαν με κάθε τρόπο να θέλουν να σε εξοντώσουν, είτε κυνηγώντας σε με πεζούς και ιππείς, είτε προσφέροντάς σου ύποπτες αναγνωρίσεις. Στο χωριό Σάλεσι, στο Λεοντάρι, κατατροπώνεις το ασκέρι του Γιουσούφ Αγά Ζαντέ και κατατεμαχίζεις σε μονομαχία τον Ντίσκο Μπουλούμπαση, σκοτώνοντας 70 Τούρκους και παίρνοντας πολλά λάφυρα.
Καταδιώκεις, συλλαμβάνεις και αποκεφαλίζεις τον τύραννο Λουμάνη, που τουρκεύει με το στανιό παιδιά και τσούπρες. Παίρνεις λουφέδες από τους ύποπτους κοτζαμπάσηδες και τους μοιράζεις στην μικρολογιά, καθώς ονόμαζες τους φτωχούς και κατατρεγμένους γραικούς.
Ενώνεις τους Χριστιανούς και τονώνεις το Εθνικό τους φρόνημα, αυτά δηλαδή που με κάθε μέσο, άλλοτε και τώρα, αλλοιώνουν, οι τότε και τώρα κοτζαμπάσηδες και προσκυνητές της εξουσίας με κάθε τρόπο. Τιμωρέ των αλλοεθνών συμφερόντων και υπέρμαχε της μοραΐτικης γης. Είσαι ένας Έλληνας Ρομπέν των Δασών. Κυματίζεις το μπαϊράκι σου και ξεσηκώνεις τις συνειδήσεις των αριστοκρατών του Μυστρά και της Τριπολιτσάς, ο πρώτος μετά την άλωση της Πόλης.
Οι κοτζαμπάσηδες Νικολαίοι, Κοπανίτσας, Κρεββατάδες και άλλοι, μη θέλοντας να χάσουν την ηρεμία τους, αναγκάζονται να σου καταβάλουν λουφέδες και να σε συντηρούν. Έτσι, οι άρχοντες εξαγοράζουν την ησυχία τους και οι ραγιάδες βρίσκουν τον προστάτη τους Άγιο!!
Γρήγορα σε αναγνωρίζουν όλοι οι αρματολοί και κλέφτες του Μοριά και από τότε συλλαμβάνεις το μεγαλουργό σχέδιο της ολοκληρωτικής εθνεγερσίας. Οι Τούρκοι Αγάδες, λυσσασμένοι, σε καταδιώκουν και συ τους ξεφεύγεις ή τους αποδεκατίζεις. Δημιούργησες συνείδηση ότι είσαι η φυσική συνέχεια της φρουράς των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και οργάνωσες σχολή ανταρτών και ομοσπονδία αρματολών και κλεφτών, στην οποία μαθήτευσε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Θαυμάζουμε την διορατικότητά σου και το θάρρος που έδειξες όταν πάνω στο γλέντι στο μοναστήρι της Θεοτόκου στην Αράχοβα, με λίγα παλικάρια, έτρεψες σε φυγή τους επίλεκτους Τούρκους που επετέθησαν εναντίον σου με προδοσία. Σε φανταζόμαστε στην φοβερή μάχη με τον Μπουλούμπαση που είχε ορκιστεί να σε χαλάσει και σε βλέπουμε να ορμάς σαν κεραυνός από τους πύργους σου και τα μετερίζια σου εναντίον των εχθρών του γένους, όπως σου τραγούδησαν αργότερα.
Στα φημισμένα σου γιουρούσια, έχεις φτερά στα πόδια και αστραπή στο χέρι. Είναι αυτές οι ίδιες στιγμές που το οξύ πνεύμα της φυλής και το πλημμυρισμένο συναίσθημα μεγαλουργεί στον Έλληνα σε όλα τα πεδία των μαχών. Είναι η εκτόνωση του ηφαιστείου της ράτσας από τον φοβερό διαχρονικό αναβρασμό των χιλιετηρίδων της φυλής που εκτινάσσεται σαν λάβα στα ύψη του μέλλοντος και εξυψώνει και καταυγάζει και δικαιώνει και σκεπάζει τα ελαττώματα, τις μικρότητες και όλα τα άλλα μειονεκτήματά μας.
Όποιος αποφασίζει να αναστήσει αυτόν τον τόπο, έχει να κάνει με δύο εχθρούς. Μ’ αυτόν που είναι έξω από τα σύνορά του και με αυτόν που συμπράττει με τον πρώτο και είναι μέσα στη χώρα. Έτσι, το πρόβλημά σου ήταν διπλό. Το πρώτο ήταν να πολεμάς τον εχθρό που κατείχε την πατρίδα σου, το άλλο ήταν να αποφεύγεις τους κοτζαμπάσηδες που με τρόπο προδοτικό προσπαθούσαν να σε αφανίσουν για να μην χαλάσουν τις καλές τους σχέσεις με τον κατακτητή. Τα κατάφερες και τα δύο!!
Αφιλοκερδής και φιλόδωρος στο μοίρασμα των λαφύρων, ακτήμων και υπερήφανος, παράδειγμα για τους κρατούντες, κρέμαγες τα λάφυρα στα στήθη των ανδρειότερων παλικαριών σου, σαν παράσημα ανδρείας. Η φήμη σου και η μεγαλοδωρία σου, μάζεψαν τριγύρω σου όλους τους άλλους καπεταναίους, που σου αναγνώρισαν θέση ηγεμονική. Πόσα έχασε από σένα ο αγώνας του ’21!!! Μετέφερες την ιδέα τότε της εθνεγερσίας προς όλους τους οπλαρχηγούς με την εντολή να εξολοθρεύουν τους Τούρκους, όπου τους βρίσκουν, μέχρι το σύνθημα της γενικής εξέγερσης.
Γελάμε με το πάθημα των Τούρκων στην θέση Κόκλα – Λόγγος, που δώσανε όλο τον θησαυρό τους στον Αρβανίτη σύντροφό σου Οσμάν, που τους εμφανίστηκε ως Τούρκος Μπουλούκ Πασάς και τους ξεγέλασε.
«Η Πόρτα όμως είναι όλο θυμό μαζί σου και θέλει να σε χαλάσει». 24 καπετανάτα διευθύνεις επιτυχώς και διεξάγεις αγώνες ηρωικούς και θαυμαστούς. Κατατροπώνεις τους Τούρκους και μακελεύεις τους αντιστεκόμενους, έχοντας πάντα κατά νου το γδικιωμό και τον άδικο θάνατο του αδελφού σου. Στην εμφάνισή σου, παίρνει ο διάβολος την Τουρκιά και τους Τουρκογέροντες καθώς λες, ακόμη κι’ ένα τουρκόφιλο Πρωτόπαπα.
Τι ήταν αυτό που πάθανε οι Τούρκοι στο μοναστήρι του Μαλεβή, όταν μετά από τρεις μέρες μάχης μαζί με τον Καπετάν Καράμπελα τους διέλυσες;
Πλιάτσικα πολλά έκανε του Ζαχαριά τ’ ασκέρι
Επήραν άτια διαλεχτά, άρματα ασημένια
Πήραν και ένα μπεόπουλο, που 'τανε καβαλάρης!!
Ο Κιαμήλ Μπέης της Κορίνθου σε θαύμαζε κρυφά και σ’ αυτό οφείλεται το ότι γλίτωσες τον Καπετάνιο Μητρομάρα από την οργή του και πήρες κι από πάνω λουφέδες για να κρατάς ήσυχο το Βιλαέτι του. Ήταν τέτοιος ο κρυφός θαυμασμός που πολλοί Τούρκοι Αγάδες έκρυβαν για σένα, ώστε σε βοήθησαν πολλές φορές κρυφά και χωρίς να το ξέρεις ακόμη για ν’ αποφύγεις τις κακοτοπιές και ν’ αντιμετωπίζεις νικηφόρα τους επιτιθέμενους.
Στην Μπαρμπίτσα που γύρισες αργότερα, δεν ενέδωσες στις προτάσεις των Τούρκων για κατευνασμό, αλλά τους πετσόκοψες, έκαψες τους πύργους τους και αυτοί σου στήσανε ενέδρα στο βαθύ φαράγγι στο χωριό Βησαρά. Με την οξυδέρκειά σου κατάλαβες αμέσως την «χωσιά» που σου κάνανε οι Μουρτάτες και βάζοντάς τους στην μέση τους ξεκλήρισες.
«Είδ’ ο Θεός και έκρινε τον σκοτωμό των Τούρκων και το κακό όπου έπαθαν. Χαμπέρια επήγαν στον Μυστρά, οι Τούρκοι σκοτωθήκαν, Κλαίν’ οι μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες, Κλαίνε και οι χανούμισσες ….».
Ξαφνικά εμφανίζεσαι σ’ ένα Καφενέ του Μυστρά πού ’ναι μαζεμένοι οι Τούρκοι αξιωματούχοι και τους τρομοκρατείς. Έχεις πια καταντήσει το φάντασμά τους και έχουν χάσει τον ύπνο τους. Παρά την οργή του χιλίαρχου Μπίμπαση του Μυστρά για να σε χαλάσουν, ενωμένοι όλοι οι πρόκριτοι μαζί, τελικά επικρατεί η γνώμη να φιλήσουν το χέρι που δεν μπορούν να δαγκώσουν και να σου στείλουν αρκετούς λουφέδες για να κρατάς τον τόπο ήσυχο. Εσύ δεν συμβιβάζεσαι μ’ αυτά και ζητάς διπλάσια, καίγοντας και 7 χωριά τους.
Τελικά στα δώσανε και με τα λεφτά αυτά αγόρασες τεράστια έκταση στα σύνορα της Μάνης με τα Βαρδούσια και έκτισες δύο μεγάλους πύργους και ένα παρεκκλήσι για σένα και το ασκέρι σου, γιατί δεν ξεχώριζες ποτέ την θρησκεία από την πατρίδα και ταύτιζες την ύπαρξη και την τύχη τους.
Την εποχή αυτή, αρχίζουν και οι στενές σου σχέσεις με τα πρώτα ντουφέκια της Μάνης που αισθανόντουσαν καύχημά τους ότι σε φιλοξενούσαν στην ελεύθερη γη τους. Φτάνει πια η πλήρης αναγνώρισή σου και ο Πασάς της Τρίπολης σε διορίζει Μέγα Δερβέναγα όλης της Πελοποννήσου και να ελέγχεις 24 καπηλίκια με 2.000 άνδρες. Είναι τέτοια η αναγνώρισή σου, που σου αναθέτει η Πύλη να εξοντώσεις τον λησταντάρτη Μεράκο.
Του επιτίθεσαι σ’ ένα πύργο μαζί με τον Μουσάγα από την Μάνη, αλλά τελικά αναλαμβάνεις μόνος σου την επιχείρηση εναντίον του Μεράκου, τον οποίο εξολοθρεύεις. Τριάντα τέσσερα κεφάλια Τούρκων στέλνεις στον Βεζίρη της Τριπολιτσάς, μαζί και του Μεράκου. Επίσης, συνέλαβες και 12 Χριστιανούς. Ο Βεζίρης όμως χολώθηκε, γιατί δεν είδε και τα κεφάλια των Χριστιανών. Τότε, του απαντάς: «Οι Τούρκοι είναι δικοί σου, οι Χριστιανοί δικοί μου και θα τους δικάσω εγώ».
Εξοργισμένος ο Πασάς, συνεργάζεται με τους οπλαρχηγούς και συγγενείς σου Νικολαίους, τάζοντάς τους πολλά οφίκια και λουφέδες αν κατορθώσουν να σε σκοτώσουν. Τα δίχτυα της δολοφονίας σου τα αποφεύγεις πάλι από την συμπάθεια που σου έτρεφε ο Κιαμήλ Μπέης που σου λέει την προδοσία των Νικολαίων.
Όταν σε καλούν οι Νικολαίοι στην ενέδρα που σου είχαν στήσει με τους Τούρκους, επιτίθεσαι ακάθεκτα βροντοφωνάζοντας για την προδοσία των Νικολαίων, οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα, ενώ καταστρέφεις ολόκληρο το Τουρκικό σώμα. Μόνο 12 πληγωμένοι γλίτωσαν κι’ έκανες όλα τα χαρέμια να κλαίνε, όπως λέει και το τραγούδι.
Εξοργισμένος για την συμπεριφορά των Νικολαίων, στέλνεις στην θέση Κρεββατά – χάνι και πιάνεις αιχμάλωτη την γυναίκα επίσημου Οθωμανού, αποκεφαλίζεις την φρουρά της και τις δύο ωραιότατες κόρες του, τις παντρεύεις με παλικάρια σου. Οι Τούρκοι σε εκλιπαρούν με δώρα για να σε κατευνάσουν και να αφήσεις ελεύθερες τις κοπέλες. Εκείνες όμως, εν τω μεταξύ, έχουν γίνει Χριστιανές και αρνούνται. Οι Τούρκοι ανακαλούν τον χιλίαρχο του Μυστρά και βάζουν στην θέση του νέο, επιτήδειο, τον Μπίμπαση με πολλά τάματα προς εσε, αξιώματα και λουφέδες.
Πεπεισμένος πια για την συνεχή προδοσία των Τούρκων εναντίον σου, περιφρονείς όλες τις δελεαστικές προτάσεις και υψώνεις την σημαία του ανοικτού πολέμου με μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Βεζίρη της Τριπολιτσάς. Ο Βεζίρης συσπειρώνεται, καλεί όλους τους Τούρκους της Πελοποννήσου και αποφασίζουν για άλλη μια φορά να σε καταστρέψουν, κοινοποιώντας τις αποφάσεις τους και στον Σουλτάνο.
Σου στέλνουν 2 Τούρκους που σου μεταφέρουν τάχα 25.000 γρόσια από τον Πασά της Τρίπολης, αλλά με αποστολή να σε σκοτώσουν. Σε σώζει η έγκαιρη πληροφορία του Μαραμπούτη από την Αρκαδία. Δέχεσαι τους απεσταλμένους, αλλά συγχρόνως ειδοποιείς όλους τους καπεταναίους να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Πασά της Τρίπολης. Μαζεύεις γύρω σου και όλους τους Αρβανίτες που κυνηγάει ο Σουλτάνος. Ξεσηκώνεις όλους τους αποσκιαδερούς Μανιάτες από τις Γαϊτσές μέχρι το Οίτυλο και συνολικά μαζεύεις έναν στρατό από 1.300 Αρβανίτες, 600 Μανιάτες και 400 δικούς σου.
Ναυλώνεις και ένα καράβι και το στέλνεις με εφεδρείες στην Τσακωνιά. Αποκεφαλίζεις τους προδότες που σου 'στειλε ο Πασάς και του στέλνεις τα κεφάλια τους, προκαλώντας τον σε ανοικτό πόλεμο. Ο Βεζίρης έγινε θηρίο και εκστρατεύει εναντίον σου. Στην Τσακωνιά που στο μεταξύ έφτασε το καράβι με 100 άνδρες σου και πολεμοφόδια, αρχίζει ο ανοικτός πόλεμος. Βάζεις μπροστά τους Αρβανίτες, οι οποίοι μη έχοντας άλλη επιλογή, ορμούν λυσσαλέα στους Τούρκους. Σε τρεις μέρες σκοτώνουν 200 καβαλάρηδες και πολλούς πεζούς. Οι Μανιάτες φώναζαν σαν θηρία και οι Αρβανίτες χόρευαν και γλεντούσαν.
Ο Βεζίρης συσκέπτεται και αποφασίζει να σου επιτεθεί με γιουρούσι. Πάλι σε σώζει ο πατέρας ενός Χασάν, που σου στέλνει την πληροφορία για το γιουρούσι της Παρασκευής. Έσκαψες μεγάλο χαντάκι όλη νύκτα και με την επίθεση πέσαν όλοι μέσα, καβαλάρηδες και πεζοί που τους βάρεσαν 1.600 ντουφέκια. Ο Βεζίρης τα χάνει, καταλαβαίνει την μεγάλη σου δύναμη και γράφει σε όλους τους Τούρκους ότι είσαι παντοδύναμος και υποστηρίζεσαι από την Φραγκιά. Καταδιώκεις τους Τούρκους στο φευγιό τους και τους αποδεκατίζεις. Ακούγονται οι φωνές τους: «Μανιάτες μας εσκότωσαν, αυτοίνοι είναι Ρωμαίοι».
Νέο τέχνασμα των Τούρκων, όλων των αγάδων της Πελοποννήσου εξελίσσεται με καινούργιους λουφέδες και χρυσό φιρμάνι από την Πύλη για πλήρη αναγνώρισή σου σαν αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, για να επιβάλλεις τάχα την ησυχία. Ενθουσιάζεσαι και γράφεις σε όλους τους Καπεταναίους ότι γλιτώσατε την πατρίδα.
Ο Ανδρέας Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέα, μαθαίνει τα κατορθώματά σου και ενθουσιάζεται τόσο, που έρχεται να σε συναντήσει. Το καράβι του όμως κινδυνεύει με το ασκέρι του και αράζει στην Αίγινα. Εκεί, παρ’ ολίγο να τους σκοτώσουν όλους και φεύγει αμέσως για τον Κότρωνα. Τους υποδέχονται οι Μανιάτες και τους φέρνουν σε σένα, τετρακόσιους άνδρες.
Ο Ανδρούτσος κάθεται 66 μέρες και σου διηγείται τα παθήματά του στην Αίγινα. Υπόσχεσαι να εκδικηθείς την συμπεριφορά τους και να φυγαδεύσεις το ασκέρι του ως τη Βοστίτσα για να περάσει στην Ρούμελη. Ο Ανδρούτσος μαθαίνει τα στρατιωτικά σου τεχνάσματα και πώς κουμαντάρεις τα καπετανάτα σου. Του συνιστάς να ελέγχει την Ρούμελη όπως εσύ τον Μοριά και τους αναπτύσσεις τις σκέψεις σου για σύνδεση με την Φραγκιά για να ελευθερώσετε την Πατρίδα.
Με τον Κατσώνη και τον Ανδρούτσο παίρνεις μέρος το 1792 στην μάχη του Ταινάρου και αντιμετωπίζετε επιτυχώς τον ενωμένο Γαλλοτουρκικό στρατό που αποβιβάζεται για να εξοντώσει τους αρματολούς και να καταπνίξει την επανάσταση πια στην Πελοπόννησο. Την επομένη όμως, 7 Ιουλίου, ο Καπετάν Πασάς, γεμάτος θυμό, σας επιτίθεται με 5.000 Τούρκους. Στον φρικαλέο αυτό αγώνα που κράτησες εσύ με τον Ανδρούτσο και τα παλικάρια σας, ξιφήρεις σαν αϊτοί με 1.500 αρματολούς, σφάξατε 4.000 εχθρούς και κυριέψατε 12 πολεμικά. Οι υπόλοιποι μόλις διεσώθησαν στον Τουρκικό στόλο.
Μετά από αυτό ο Καπετάν Πασάς, γράφει στον Μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, απαιτώντας την καταδίωξη όλων των κλεφτών και απειλώντας την Μάνη με ανοικτό Γαλλοτουρκικό πόλεμο. Ο Γρηγοράκης μεσολαβεί σε σένα, στον Κατσώνη και στον Ανδρούτσο να απομακρυνθείτε για το καλό του τόπου. Ο Κατσώνης φεύγει δια μέσου του Τουρκικού στόλου, ενώ εσύ επιχειρείς την φυγάδευση του Ανδρούτσου στην Ρούμελη, με Ξενοφώντειο κάθοδο, δια μέσου χιλιάδων εχθρών.
Νυχθημερόν πολεμούσατε και όταν κάτσατε να ξαποστάσετε στην Τριπολιτσά, σας επετέθη τεράστιο Τουρκικό ασκέρι. Με 20 δικούς σου και 20 του Ανδρούτσου, επετέθης ακάθεκτα και έτρεψες τους πάντες σε φυγή, πετώντας τα όπλα τους. Όταν η φοβερή μάχη τελείωσε, ο Ανδρούτσος σε φίλησε και είπε: «Τέτοιος άνθρωπος ούτε ήλθε, ούτε θα έλθει ποτέ άλλοτε» και σε αναγνώρισε για ανώτερό του.
Ούτε όμως τότε ησύχασες από το κυνηγητό. Είκοσι χιλιάδες άνδρες τώρα Τούρκοι σε καταδιώκουν, κλείνοντάς σου όλα τα σημεία φυγής. Γίνεται φοβερή μάχη και μόλις κατορθώνετε, εσύ με τον Ανδρούτσο, με δυσκολία να σπάσετε τον κλοιό και να φθάσετε μετά από 40 ημέρες ασταμάτητου πολέμου, στο Αίγιο. Αποχαιρετιόσαστε με δάκρυα σαν κι’ αυτά που τρέχουν από τα μάτια μας, όταν γράφουμε και διαβάζουμε για σας.
Συνεχίζεις επιστρέφοντας με λύσσα τον αγώνα σου εναντίον των κάθε λογής εχθρών και γιγαντώνει μέσα σου η ιδέα της Εθνεγερσίας. Έρχεσαι σε συνεννόηση με τους άρχοντες της Ζακύνθου και ευρύνεις τις προσπάθειές σου μέχρι των προκρίτων της Ρούμελης, όλου του Μοριά και μέχρι αυτού του Ναπολέοντα, ο οποίος τότε μεσουρανεί στην Ευρώπη. Παίρνεις την υπόσχεση από υπουργό του, ότι μόλις ο Ναπολέων τελειώσει με τον πόλεμο της Βιέννης, θα μεταφέρει στρατεύματά του στην Πελοπόννησο για την απελευθέρωσή της.
Το αίμα νερό δεν γίνεται … «Ο έχων τον Ταΰγετο πατέρα» και μάνα από την Κορσική, μανιάτικης καταγωγής, ευαισθητοποιείται αμέσως από τους αγώνες σου και σου στέλνει έμπρακτη προσφορά, ένα πλοίο με πολεμοφόδια. Έρχεται ο καιρός πλέον, που όλοι σε αναγνωρίζουν ανώτερό τους και συνειδητοποιείς την ανάληψη της αρχηγίας για τον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους. Επιτίθεσαι στην Αίγινα με 36 καράβια για να εκδικηθείς την συμπεριφορά τους στον Ανδρούτσο. Τους κατατροπώνεις και φέρνεις στην Μάνη πολλά λάφυρα, χρήματα και καΐκια.
Η λαϊκή Μούσα εξιστορεί με πολλούς στίχους τα κατορθώματά σου, που τα τραγουδάει πλέον όλος ο Μοριάς. Συλλαμβάνεις και εφαρμόζεις την ιδέα να κρατήσει όσο μπορεί η Ρούμελη τους Τούρκους και να εξολοθρεύεις εσύ τους υπολοίπους που είναι μέσα στην χώρα, από την Ρούμελη ως το Ταίναρο, μέχρι που να ’ρθει η βοήθεια που ελπίζεις από την Φραγκιά.
Έρχεται όμως και η εποχή που αλλάζανε τους Μπέηδες στην Μάνη. Εκμεταλλευόμενοι οι Τούρκοι την φιλαρχία των ντόπιων μπέηδων και ύστερα από όσα είχαν εναντίον σου, βγάζουν φιρμάνι ότι όποιος σε συλλάβει ή σε σκοτώσει, αυτός θα είναι του λοιπού ο Μπέης και ο μπέης της Μάνης.
Τον καιρό εκείνο, γυρνούσες και γλεντούσες στα Τσέρια της Μεσσηνιακής Μάνης, χόρευες με τα παλικάρια σου στην ρούγα του Ταξιάρχη, και σύχναζες στον πύργο του κουμπάρου σου Κουκέα, που ήταν πιο κάτω, καλοβλέποντας την συγγενή του Ειρήνη.
Την ευκαιρία αυτή άρπαξε ο Μούρτζινος (Παναγιώτης Τρουπάκης), Μπέης της Καρδαμύλης (όπως άρπαξε από τον προπάππο μου μια μεγάλη παραλιακή λαχίδα) και έβαλε με τον άνθρωπό του Μούκια την ιδέα στον Κουκέα για να σε δολοφονήσουν, πισώπλατα και οι δύο στον πύργο του δεύτερου, που 'χες πάει μόνος με δυο σου παλικάρια για να πάρεις τάχα σημαντική πληροφορία. Στις 20 Ιουλίου του 1805.
Βλέπεις καπετάνιο, πως ευκολότερα πολεμάς τους πολλούς που ’ναι μπροστά σου, παρά τους λίγους που είναι πίσω σου. Έπρεπε να γνωρίζεις ότι τα μεγάλα και οχυρωμένα κάστρα, μόνον από ρουφιάνο πέφτουν και πως οι δυνατοί και υψηλόφρονες κινδυνεύουν καμιά φορά από τα μυρμήγκια!!! Όπως και να ’ναι όμως, σε χάσαμε 46 χρονών, πάνω που σε χρειαζόμαστε στην σημαντικότερη επανάσταση του Γένους!!
Έννοια σου και ο δολοφόνος σου Κουκέας, ύστερα κατατεμαχίστηκε από τον Τούρκο Σερεμέτ Μπέη, όταν έσπευσε να εισπράξει τα οφίκια, προσπαθώντας με τον Μούκια να ξεγελάσουν και τον αιμοσταγή Μούρτζινο, που είχε στήσει όλη την δουλειά για το φόβο του καπετανάτου του. Τώρα, πώς μετά παρουσιάζεται φίλος με τον Κολοκοτρώνη και βοηθάει τάχατες στον αγώνα, αυτό είναι μία άλλη ιστορία που γίνεται και στις μέρες μας.
Ύστερα από σένα Καπετάνιο, ακολούθησαν κι’ άλλοι από τα μέρη μας που συνέχισαν το έργο σου, το 1821 που ήταν το μεγάλο σου όραμα, το 1897, το 1912, 13 το 1940 και μετά. Άλλοι που πιστέψανε σ’ αυτόν τον τόπο και στα πεπρωμένα του, έτσι ή αλλιώς.
Γράψανε για σένα οι: Δ. Καμπούρογλου, Π. Δούκας, Κονδάκης, Παπαρηγόπουλος, Εγκυκλοπαίδειες, Περιοδικά, περιηγητές της εποχής σου, ιστορικοί, βιογράφοι, ιστοριοδίφες και πολλοί άλλοι γράφουν ακόμη και σήμερα εξυμνώντας τα κατορθώματά σου και διηγούμενοι τον θρύλο σου.
Και να είσαι ήσυχος και συ και τα παλικάρια σου, καθώς και όλοι οι καπεταναίοι, πως η κληρονομικότητα είναι το ισχυρότερο πράγμα στην φύση. Μόνο που καμιά φορά σας συλλογιέμαι όλους εσάς και θα ’θελα ν’ αρπάξετε μαύρο γιαταγάνι και να ’ρθετε στην ζωή μας πίσω … το στραβό να κάνετ’ ίσιο …, βάζοντας στην θέση τους ανιστόρητους, τους ριψάσπιδες, τους συνθηκολόγους, τους αχαμνούς, τους αρνητές συνείδησης και τους κρατούντες ασυνείδητους σε αυτόν τον τόπο.
Θα περιμένω πάντα γράμμα σου νοερό από το ένδοξο μωραΐτικο παρελθόν, και θα σου γράφω πάντα καταγγέλλοντας τους απάτριδες."

ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΡΙΖΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ:

ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821 ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΓΑΤΣΟΣ ΑΓΓΕΛΗΣ

"Οπλαρχηγός της Βέροιας (Έδεσσα 1771 – Αταλάντη 1839). Στα τέλη του 18ου αιώνα δρούσε ως αρματολός στον Όλυμπο και το 1821 κήρυξε την Επανάσταση στη Νάουσα, μαζί με τον Τ. Καρατάσο και τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου. Μετά την καταστολή της Επανάστασης στη Μακεδονία και την καταστροφή της Νάουσας (Απρίλιος 1822) κατέφυγε στο Βέρμιο, με τους άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς. Στη συνέχεια πήγε στη δυτική Στερεά, όπου συνεργάστηκε με τον Γ. Καραϊσκάκη. Μετά την ήττα του Πέτα ακολούθησε, επικεφαλής σώματος 100 στρατιωτών, το Γενναίο Κολοκοτρώνη και διακρίθηκε στη μάχη των Δερβενακίων. Το 1823 πολέμησε μαζί με τον Καρατάσο στο Τρίκερι και στις Βόρειες Σποράδες. Για μικρό διάστημα αναμίχθηκε στις εμφύλιες διαμάχες στην Πελοπόννησο, καθώς και στις προσπάθειες για την απόκρουση του Ιμπραήμ πασά. Τον Νοέμβριο του 1826 πήρε μέρος στην αποτυχημένη απόπειρα του Κωλέττη για δημιουργία αντιπερισπασμού στην Αταλάντη, με σκοπό να παρεμποδίσει τις επικοινωνίες του Κιουταχή πασά στην Ανατολική Στερεά, και μόλις διέφυγε την αιχμαλωσία. Μετά το τέλος του Αγώνα τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια, αποστρατεύθηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη της «ενεργού φάλαγγος» και πέθανε πάμπτωχος.

Σωτήρης Φωτιάδης (ΣΤ΄ Τάξη)

ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

(1772-1822). Έλληνας πρόκριτος από τη Νάουσα. Τον κυνήγησε και τον φυλάκισε, στα Γιάννενα, ο Αλή πασάς, αλλά ο Ζαφειράκης δραπέτευσε και πήγε στη Νάουσα. Μόλις κηρύχτηκε η Επανάσταση του 1821, οι Τούρκοι σκότωσαν το εικοσάχρονο παιδί του. Τον επόμενο χρόνο ο Ζαφειράκης μαζί με τον Καρατάσο και το Γάτσο ξεσήκωσε τη Νάουσα σε επανάσταση και διέθεσε όλη την περιουσία του, για να φτιάξει στρατιωτικό σώμα. Μετά την καταστροφή της γενέτειράς του από τον τουρκικό στρατό, έφυγε στα βουνά, όπου και σκοτώθηκε μαζί με πολλούς στρατιώτες του, ενώ η γυναίκα του και πολλοί συγγενής του υποβλήθηκαν σε φριχτά βασανιστήρια από τους Τούρκους.

Ηλιάδου Χριστίνα (ΣΤ΄ Τάξη)



ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ

Περίφημος οπλαρχηγός της δυτικής Μακεδονίας που αγωνίσθηκε εναντίων των Τούρκων και του οποίου τα κατορθώματα εξυμνούν πολλά δημοτικά τραγούδια.

Γεννήθηκε το 1764 στη Δόβρα της Βέροιας. Μετά την καταστροφή του χωριού του εγκαταστάθηκε στο Διχαλεύρι της Νάουσας. Μόλις δεκαοχτώ ετών, εγκατέλειψε το Διχαλεύρι και βγήκε κλέφτης στο Βέρμιο. Γρήγορα έγινε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ρομφαία και σε δύο χρόνια έγινε καπετάνιος και τέλος οπλαρχηγός. Ύστερα από την αναγνώρισή του από την Πύλη, ανέλαβε την υπεράσπιση των Χριστιανών και των φιλήσυχων Τούρκων, που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Κονιάρους. Το 1822 με την έκρηξη της επαναστάσεως στη Μακεδονία, ο Καρατάσος έγινε αρχιστράτηγος, γιατί εκτιμήθηκε ιδιαίτερα, όχι μόνο για τη γενναιότητα του, αλλά και για τη φρόνηση αλλά και στρατηγική του ικανότητα. Μετά την αποτυχία του κινήματος της Μακεδονίας, ο ηρωικός οπλαρχηγός, που στο διάστημα αυτό είχε χάσει το γιο του Ιωάννη στη μάχη και η γυναίκα του με τις δύο θυγατέρες του πιάστηκαν αιχμάλωτες μαζί με τους γιους τους Δημήτριο και Κωνσταντίνο και άλλους Μακεδόνες, κατέβηκε στην μαχόμενη Ελλάδα. Εκεί πολέμησε με μεγάλη ανδρεία και διακρίθηκε στις μάχες του Πέτα, της Αλοννήσου και του Τρίκερι. Στη Σκιάθο, μάλιστα, κατόρθωσε να εμποδίσει τον Χοσρέφ πασά να καταλάβει το νησί. Αγνός πολεμιστής, ο ήρωας αυτός, που έμεινε στην ιστορία γνωστός σαν Γερο – Καρατάσος, δεν μπορούσε να καταλάβει τις διενέξεις ανάμεσα στους Έλληνες. Πιστός στην Κυβέρνηση, πολέμησε στην Πελοπόννησο τους αντικυβερνητικούς. Αλλά η μεγαλύτερη νίκη του, ήταν αυτή κατά την οποία νίκησε τον αήττητο μέχρι τη στιγμή αυτή, Ιμβραήμ πασά. Μετά την απελευθέρωση έγινε διοικητής της 7ης χιλιαρχίας. Πέθανε το 1830 στη Ναύπακτο αφήνοντας το γιο του Δημήτριο να συνεχίσει το έργο του και να εκπληρώσει το μεγάλο ιδανικό του, την απελευθέρωση ολόκληρης της Ελλάδας.

Λευτέρης Χαραλαμπίδης (ΣΤ΄ Τάξη)



ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ

Κωνσταντίνος. Καταγόταν από τη Σιάτιστα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και εργάστηκε για την προπαρασκευή του Αγώνα. Ήταν από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού επαναστατικού κινήματος, μαζί με τους γιους του Γεώργιο, Δημήτριο, Ιωάννη και Νικόλαο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και διακρίθηκε στη μάχη της Γάστρας και της μονής Δόβρας. Στην πολιορκία της Νάουσας πολέμησε με τον Καρατάσο, όπου και πολιορκήθηκε στενά μέσα σ’ ένα μικρό σπίτι και σκοτώθηκε μετά από ηρωική αντίσταση. Η περιουσία του στη Σιάτιστα λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, που συλλάβανε τη σύζυγό του και τις δύο κόρες του και τις πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Οι τρεις γυναίκες απελευθερωθήκαν το 1829 μετά από την εξαγορά τους από συγγενείς τους."

ΝΕΑ ΠΕΛΛΑ -ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

Ιστορία του Δήμου Αταλάντης.
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator
Τρίτη, 27 Μάιος 2008 08:35
Ιστορία του Δήμου Αταλάντης.


Ο Δήμος Αταλάντης συγκροτήθηκε επίσημα σύμφωνα με το Νόμο της 10ης Ιανουαρίου 1834 αναφορικά με τη σύσταση των Δήμων στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Αρχικά, ο Δήμος Αταλάντης περιλάμβανε την Αταλάντη, τη Σκάλα, τη Σκεντέραγα (Μεγαπλάτανος), το Κυπαρίσσι, τη Κολάκα και τον Έξαρχο (ΦΕΚ 80, 1836), ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε με τη προσθήκη των χωριών Ζέλι και Καλαπόδι (ΦΕΚ 17, 1861). Το 1848 με βασιλικό διάταγμα ιδρύθηκε ανεξάρτητος Δήμος από τους Μακεδόνες, που εγκαταστάθηκαν στην Αταλάντη μετά το 1833, με την ονομασία Νέα Πέλλη.


Το 1912 καταργήθηκαν οι Δήμοι Αταλάντης και Νέας Πέλλης και έγιναν Κοινότητες, ενώ το 1925 ενώθηκαν δημιουργώντας τη Κοινότητα Αταλάντης (ΦΕΚ 262, 1925). Το 1946 η Κοινότητα Αταλάντης αναγνωρίζεται σε Δήμο (ΦΕΚ 290, 1946).


Ο Δήμος Αταλάντης με τη σημερινή του μορφή του συστήθηκε σύμφωνα με το Νόμο Καποδίστρια (2539/97), με τον οποίο έγινε συνένωση κοινοτήτων σε μεγαλύτερους δήμους με σκοπό τη βελτιστοποίηση της δημόσιας διοίκησης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Δήμος Αταλάντης προέκυψε από τη συνένωση του Δήμου Αταλάντης με τις Κοινότητες Εξάρχου, Καλαποδίου, Κυπαρισσίου, Κυρτώνης, Μεγαπλατάνου και Τραγάνας. Έδρα του Δήμου είναι η Αταλάντη.


Όμως στην ουσία η σημερινή Αταλάντη χωρίζεται σε δύο τμήματα. Στην Άνω και κάτω Πέλλη. Άνω Πέλλη είναι η πόλη των Μακεδόνων η Νέα Πέλλη. Κάτω Πέλλη η Παλαιά Αταλάντη που βρίσκεται χαμηλότερα.


Το όνομα Αταλάντη υπάρχει μόνο στις πινακίδες και στις σφραγίδες. Ουσιαστικά έχει μετονομαστεί η Αταλάντη σε Κάτω Πέλλη. Η Άνω Πέλλη ονομάζεται από τους κατοίκους εκεί: Μακεδονία, Μακεδονίτικα ή Πέλλα.


Μετά την επανάσταση της 17ης Μαΐου του Πολυγύρου και της Χαλκιδικής, την ηρωική εποποιία των Χαλκιδικιωτών με τον Εμμανουήλ Παπά και τον Καπετάν Χάψα και την καταστροφή και καταστολή της επαναστάσεως από τα στίφη του Εμπου Λομπούτ, πάρα πολλοί Χαλκιδικιώτες έφυγαν με καράβια και πολέμησαν σε διάφορα μέρη της Νότιας Ελλάδος.


Το 1828 απελευθερώθηκε η Αταλάντη, κεφαλοχώρι στη Λοκρίδα. Τότε, μετά από τόσους πολέμους και κακουχίες μετά το αίμα και τόσους γενναίους που χάθηκαν, αφού ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Ελληνικό κράτος στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, οι Χαλκιδικιώτες και άλλοι αγωνιστές από τη Μακεδονία μακρυά από τον τόπο μας, μαζεύτηκαν στην Αταλάντη.


20 χρόνια αργότερα ο Βασιλιάς Όθων με διάταγμα του παραχώρησε αυτόν τον τόπο στη Λοκρίδα για τους Μακεδόνες. Οι ίδιοι οι συμπατριώτες μας είχαν ονομάσει την πόλη που δημιούργησαν, Πέλλα. Αν και ολιγογράμματοι, δώσανε στον νέο τόπο που μένανε το όνομα Πέλλα για να θυμούνται οι επόμενες γενιές ότι κατάγονται από την Μακεδονία.


Η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Χαλκιδικιώτες αν και υπήρχαν εγκατεστημένοι εκεί και άλλοι Μακεδόνες. Από την Πιερία, την Κοζάνη και την Πέλλα.


Στην εκκλησία της κοιμήσεως της θεοτόκου όπου παλαιότερα υπήρχε το νεκροταφείο των Μακεδόνων, έχουν ταφεί σπουδαίοι αγωνιστές του 1821 όπως ο Πολυγυρινός Μαυρουδής Παπαγεωργάκης, που πέθανε με το βαθμό του Συνταγματάρχη το 1847. Ο Αγγελής Γάτσος από τους Σαρακηνούς (Σαρακήνοβο) Αλμωπίας Πέλλης, όπου πέθανε πάμπτωχος το 1839 Και ο Αναστάσιος Χιμευτός, προεστός της Κασσανδρείας στη διάρκεια της επανάστασης του 1821.


Απόσπασμα από το διάταγμα του Όθωνος για την ίδρυση του Δήμου Νέας Πέλλης:


... ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΣΙΝ ΣΚΑΛΑΝ ΤΗΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΔΗΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ "ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΠΕΛΛΗΣ"


ΕΝ ΣΤΕΝΗ ΤΗΝ 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1848


ΟΘΩΝ


Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ Μ. ΡΟΥΦΟΣ






Αξιοθέατα της πόλεως της Αταλάντης:
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης.
Το παλαιό Νεκροταφείο των Μακεδόνων η Κοίμησις της Θεοτόκου.
Η κατακόμβη του Αγ. Αθανασίου ("Χαμάϊ-θανάσης") κρύπτη ρωμαϊκών χρόνων στο κέντρο της πόλης. Στην περιοχή "Βοϊδοβάτα" της Αταλάντης παλιές έξι βρύσες.
Το εκκλησάκι του Οσίου Σεραφείμ, μέσα στο δάσος που βρίσκεται πάνω από την Αταλάντη. Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, κτίσμα του 17ου αιώνα, στον επαρχιακό δρόμο Αταλάντης - Κυρτώνης.
Το εξωκλήσι του Αϊ Γιάννη του Ρόδα, χτισμένο σε κατάφυτη τοποθεσία στην Κορυφή των Ρόδων.


Αξιοθέατα του Καποδιστριακού Δήμου Αταλάντης:
Έξαρχος: Σημαντικός ο αρχαιολογικός χώρος της Υάμπολης και των Αβών.
Καλαπόδι: Ναός του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος Ελαφηβόλου, του οποίου η ιστορία αρχίζει από τη μυκηναϊκή εποχή. Έγιναν αλλεπάλληλες καταστροφές και ανοικοδομήσεις μέχρι τα χρόνια του Θεοδοσίου.
Κυπαρίσσι: Το σπίτι του Οσίου Δαυίδ και γραφικά ξωκκλήσια.
Κυρτώνη: Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τον πύργο της Κολάκας και την πανάρχαια βρύση “Καμίνι”. Η θέα είναι μοναδική. Στην τοποθεσία “Καμινάκι” υπάρχει βράχος με εικονοστάσι που κοντά του αναβλύζει γλυφό παγωμένο νερό με ιαματικές ιδιότητες (για δυσεντερία).
Μεγαπλάτανος: Αρχαιολογικός χώρος νεκροταφείου.
Τραγάνα: Εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής με βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνες. Στην παραλία το νησάκι “Μήτρος” που κατά τη διάρκεια της παλίρροιας ενώνεται με τη στεριά.
Ταλαντονήσι: Μικρό νησί που προσφέρεται για κυνήγι.

MΗΤΡΟΠΕΤΡΟΒΑΣ. ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ.


""Είχεν όμως προηγηθή η περίφημος διακήρυξις – προειδοποίησις της Μεσσηνιακής Γερουσίας προς τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς που τους γνωστοποιούσε την απόφασιν του Έθνους ύστερα από αιώνες ανυπόφορης δουλείας να αποτινάξη τον ζυγόν ζητώντας την συνδρομήν τους. Την προκήρυξιν υπέγραφε ο Πετρόμπεης ως Αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών στρατευμάτων την 23η Μαρτίου 1821. Η δε Μεσσηνιακή Γερουσία συνεστήθη την ίδια ημέρα της απελευθερώσεως της Καλαμάτας. Αυτή είναι η πρώτη επίσημη έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, η τιμή και η δόξα ανήκει στη Μεσσηνία, στους ενδόξους οπλαρχηγούς της, τα παλληκάρια τους και τους ακαταμάχητους Μανιάτες. Η Γαράντζα πρέπει να είναι υπερήφανη για τη συμμετοχή της και την προσφορά της στην ένδοξη αυτή ημέρα. Επίσημα δε, ο Μητροπέτροβας με τους Γαραντζαίους θεωρούνται οι πρώτοι κηρύξαντες την Επανάσταση στην Άνω Μεσσηνία. Τούτο βεβαιώνεται από πιστοποιητικό που χορήγησαν στον Ζήμη Πέτροβα, με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 1843, οι οπλαρχηγοί Δημ. Πλαπούτας, Νικηταράς, Π. Μαυρομιχάλης, Καν. Δεληγιάννης, Ιωάν. Κολοκοτρώνης (Γενναίος) και έχει ως εξής: «Πιστοποιούμεν οι υποφαινόμενοι οπλαρχηγοί ότι των Πετροβαίων η οικογένεια υπήρχεν αρχήθεν στρατιωτική και ως τοιαύτη πρώτη υψώσασα την σημαίαν του Ιερού Αγώνος κατά την Μεσσηνίαν και φονέυσασα τους κατά τους Λάκκους ευρισκόμενους τότε Οθωμανούς ενεψύχωσεν όλους τους Μεσσηνίους, οίτινες εκίνησαν κατά των εχθρών της πατρίδος. Η οικογένεια αύτη (των Πετροβαίων) έχουσα πάντοτε εδικήν της σημαία και αρχηγός της επαρχίας Ανδρούσης είχεν υπό την οδηγίαν της πότε μεν διακοσίους, πότε τριακοσίους και επέκεινα στρατιώτας αρχηγούς, των οποίων υπήρχεν εκ της οικογενείας ταύτης ο Γερο Μητροπέτροβας κατά την ηλικίαν και κατά δεύτερον ο Δημήτριος Ζήμης Πέτροβας» (ΓΑΚ φ. 234 Αριστεία). Ο Αμβρόσιος Φραντζής επίσης γράφει: «Ελθών εις την Σκάλαν κατέλυσεν εις την οικίαν του Πουλόπουλου δια να γευθή και εξακολουθήσει την δια Καλαμάταν οδοιπορίαν του. Αλλ’ εύρε εκεί 600 περίπου Γαραντζαίους, Ισαραίους και Κραμποβίτας οίτινες την παρελθούσαν ημέραν ομού με τους αρχηγούς τους Μητροπέτροβαν, Αθαν. Σιώρην και Αναγν. Οικονομόπουλον. Περιελθόντες διάφορα χωρία της Ανδρούσης εφόνευσαν έως 15 Οθωμανούς, Κεχαγιάδες, σπαχήδες και χαρατζήδες». Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του λέγει: «Κινώντας από την Σκάλα στις 25 έριξα καμιά χιλιάδα τουφέκια. Ακούσαντες οι Γαραντζαίοι τα τουφέκια εσκότωσαν τους Κεχαγιάδες. Αυτοί ήθελαν να φύγουν και έγινε η αρχή του σκοτωμού»… Ο φόνος των Τούρκων βεβαιώνεται και από έτερο πιστοποιητικό που χορήγησαν οι ίδιοι οπλαρχηγοί που αναφέραμεν στον Ζήμη Πέτροβα με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 1843 και έχει ως εξής: «Πιστοποιούμεν οι υποφαινόμενοι οπλαρχηγοί, κατά το έτος 1821 ότι ηχηθείσης του υπέρ της ελευθερίας Ιερού Αγώνος Σάλπιγγος, ο εκ της Κωμοπόλεως Γαράντζας Δημ. Ζήμης Πέτροβας λαβών ανά χείρας τα όπλα έδραμε κατά των εχθρών της πατρίδος με ζήλον, προθυμίαν, γενναιότητα και καρτερίαν αρχηγός πάντοτε και επικεφαλής άλλοτε τριακοσίων, άλλοτε διακοσίων και επέκεινα στρατιωτών με την σημαίαν του παρευρέθη εις διαφόρους κατά των εχθρών γενομένας μάχας, οίον εις την θέσιν Δημάνδραν κατά πρώτον με τους υπό την οδηγίαν του στρατιώτας εφόνευσε τριάκοντα Οθωμανούς, οίτινες συσωματωθέντες εκ των χωρίων έφευγον δια να υπάγουν εις το Φανάρι..». (ΑΧΕΒ φ. 174)."

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Ο ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ ΑΝΑΚΟΠΤΕΙ ΤΟΝ ΙΜΠΡΑΗΜ ΣΤΟ ΣΧΟΙΝΟΛΑΚΑ.




». Στην Ύδρα ο Καρατάσιος παρέμεινε μέχρι το τέλος του 1825, όταν ανακλήθηκε στην Πελοπόννησο, για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.
Καταθέτω απόσπασμα της υπ’ αριθ. 15934/31-12-1825 διαταγής προς τους προκρίτους της Ύδρας. Με αυτήν ανακαλείται ο Καρατάσιος στην Πελοπόννησο.
«…Επειδή μετά την αποτυχία του σχεδίου κατά της Τριπολιτζάς εσκορπίσθησαν όλα τα στρατεύματα των επαρχιών, και επόμενον να δειλιάση ο λαός και τα εκ της δειλίας αποτελέσματα να είναι ολέθρια, η Διοίκησις έκρινεν αναγκαίον να φέρη εις την Πελοπόννησον τον στρατηγόν Καρατάσιον με τους υπό την οδηγίαν του οπλαρχηγούς δια να ευρίσκεται εν καιρώ χρείας έν σώμα αρκετόν και συγκείμενον από ανδρείους και εμπειροπολέμους στρατιώτας και να χρησιμεύση εναντίον του εχθρού…Αλλά και ο αρχιστράτηγος Κολοκοτρώνης βλέπων την διάλυσιν των Πελοποννησίων παρεκάλεσε κατ’ επανάληψιν την Διοίκησιν ν’ ανακαλέση εις Πελοπόννησον τον γενναίον Καρατάσιον, η δε Διοίκησις απαντώσα δια της υπ’ αριθ. 55/25-6-1825 επιστολής της προς τον Κολοκοτρώνην έγραφεν: Όσον λυπηρά και αν είναι η περίστασις, δεν πρέπει να μας απονεκρώση. Η Διοίκησις έγραψεν μετ’ επιμονής εις την Ύδραν δια να μεταφέρη όλα τα εκεί ευρισκόμενα σώματα υπό την οδηγίαν του στρατηγού Καρατάσιου συμποσούμενα εις 3.000 χιλ. περίπου».
Ο Γέρω Καρατάσιος με εντολή της κυβέρνησης αναχώρησε από την Ύδρα και ήλθε στα Βέρβενα της Πελοποννήσου, να συμπράξη με το Χατζημιχάλη. Υπαρχηγό είχε τον οπλαρχηγό της Έδεσσας, Αγγελή Γάτσο. Κατέλαβε την περιφέρεια από Τζιπχιανά έως το Παρθένι, για να αντιμετωπίσει τη φάλαγγα του Ιμπραήμ που προήλαυνε προς την Καρύταιναν. (Σημ. γραφ., του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ και του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ).
».

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΑΓΟΥΔΑΚΟΣ ΕΓΡΑΨΕ ΓΙΑ ΣΧΟΙΝΟΛΑΚΑ- ΚΑΡΑΤΑΣΟ.

Σε πολλές ομιλίες μας στην Επέτειο που γίνεται κάθε χρόνο, στο Εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων τονίζεται ότι η Μάχη της Σχοινόλακας, που οι πρωταγωνιστές ήσαν μόνο Έλληνες, θα ήταν ανώτερη από κάθε άλλη στην περιοχή, εάν δεν είχε γίνει η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, που πολέμησαν ξένοι.
Την εποχή της Επανάστασης του 1821 η περιοχή μας όλη ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Ετσι στα τραγούδια της εποχής λέγανε τούτα τα λόγια: «Θέλω να πάω στο Νιόκαστρο που γίνονται οι πολέμοι»
Την εποχή εκείνη, το χωριό όπως προκύπτει από πολλες πηγές, είχε τέσσερις οικογένειες. Ηταν γνωστό με τό όνομα ΣΧΟΙΝΟΛΑΚΑ. Σε κάποιο φυλλάδιο βρέθηκε ότι το έγραφαν ακόμη και Σκυλόλακα, όπως στο έγγραφο που αναφέρεται για την ίδρυση Δημοτικού Καποδιστριακού Σχολείου στην Ικλαινα.Υπέγραφε ο Ιωάννης Κωσταντάκης από του Σκυνόλακα.
Ο Μιχαήλ Πετρώφ στον χάρτη της Μεσσηνίας που είπαμε πιό πάνω, περιγράφει τρεις μάχες για τη Σχοινόλακα .
Ο Ιμπραήμ,κατέλαβε την Μεθώνη στις 10-12 Φεβρουαρίου του 1825. Έφερε δώδεκα χιλιάδες στρατό για να καταπνίξει την Επανάσταση του 1821 Ξεκαθάρισε τις θέσεις που έφερναν αντίσταση από την Μεθώνη μέχρι και την Κορώνη και το Πεταλίδι. Έτσι ξεκίνησε να προχωρήσει προς την Αρκαδιά [Κυπαρισία].
Στα Κρεμμύδια είχαν συγκεντρωθεί δύο χιλιάδες Έλληνες και ετοιμάζονταν να κάνουν αντίσταση στον Ιμπραήμ.Ο Κουντουριώτης έβαλε αρχηγό των τμημάτων ξηράς τον συγγενή του ναυτικό Σκούρτη. Ο Κολοκοτρώνης και άλλοι σπουδαίοι οπλαρχηγοί ήταν στις φυλακές. Σε ενίσχυση των Ελληνικών δυνάμεων κατέφθασε ορμώμενος από την Περιοσχή Βερμίου Ναούσης ο «Κολοκοτρώνης του Βορρά» υπέρ εξηκοντούτοις Τάσος Καρατάσος. Πληγώθηκε ο εγωϊσμός του όταν έμαθε ότι τον αγνόησαν.
Στην πραγματικότητα ήταν ο πλέον άξιος, να αναλάβει την αρχιστρατηγία γιατί ήταν εμπειροπόλεμος και στη θάλασσα και στην ξηρά. Είχε πολεμίσει στη Σερβία, Νάουσα, Θεσσαλονίκη, Βέρροια, Τρίκερι, Σκιάθο και σε πολλά άλλα μέρη. Πως ήταν δυνατόν να δεχθεί μιά τέτοια προσβολή...
Ο Σκούρτης γνώριζε μόνο ναυτικά παραγγέλματα και «σουταβέντο διέταττε»,γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα στην εκτέλεση διαταγών. Ετσι ο Καρατάσος πήρε τους υπόλοιπους διακοσίους Μακεδόνες και κατευθύνθηκε για το Νιόκαστρο για να συναντήσει τους άλλους πεντακοσίους που είχε στείλει από πρίν.
Φθάνοντας μέσα στο χωριό Σχοινόλακα στρατοπέδευσε στα λίγα σπίτια και τους στάβλους των χωρικών που του προσέφεραν κάθε βοήθεια.
Ο Ιμπραήμ όμως που γνώριζε ποιός ήταν ο Καρατάσος, είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις του και έτσι την άλλη ημέρα 15 Μαρτίου 1825, πήγε με εξι χιλιάδες στρατό, ιππικό και καλογυμνασμένους αξιωματικούς, να αντιμετωπίσει τον Καρατάσο. Ο Καρατάσος που γνώριζε τα σχέδια του Ιμπραήμ, μετέτρεψε τους σταύλους και τα σπίτια σε πρόχειρα οχυρά και ετοιμάστηκε να τον... υποδεχθεί.
Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να αντισταθεί με κάθε θυσία.
Τούτον, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ζήλεψε αργότερα ο καλά οχυρωμένος σε Ταμπούρια Παπαφλέσσας.
Η επέτειος της νικηφόρας μάχης της Σχοινόλακας εορτάζεται κάθε χρόνο την 15ην Μαρτίου, με κάθε επισημότητα. από το 1994 από ενέργειες του Κώστα Μπαλαφούτη, βασισμένες ιστορικά σε πολλές πηγές και μελέτες.
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ.»
Την 15ην Μαρτίου το πρωί, ημέρα Κυριακή, στις εννέα η ώρα,άρχισε η επίθεση.
Ο Καρατάσος τους περίμενε να φτάσουν σε απόσταση βολής. Έδωσε το σύνθημα και ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί Η ημέρα δεν ήταν καλή για τους αραπάδες. Ανοιξε ο ουρανός τους ασκούς του και η βροχή αχρήστεψε τις μπαρούτες τους που δεν έπαιρναν φωτιά. Ντουφεκιά δεν έρριξαν.
Ο Καρατάσος, που δεν έχασε το ηθικό του παρότι δέχτηκε τρείς επιθέσεις, ακόμη και από τον ίδιο τον Ρισβάν Μπέη, που ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Ιμπραήμ, δεν λύγισε.
Είχε ζητήσει βοήθεια και πράγματι ήλθε, αλλά δεν την έλαβε δράση ποτέ γιατί όσοι έσπευσαν έπαθαν πανωλεθρία από το Ιππικό του Ιμπραήμ, πριν φτάσουν στο χωριό. Στις σημερινές θέσεις Μνήματα και Σκοτωμένου, έπεσαν περίπου εκατόν πενήντα Ελληνες και κανένας μέσα στο χωριό.
Συμπερασματικά, μειώθηκαν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ
Έχασε αρκετό οπλισμό, τον οποίον απέκτησαν οι Έλληνες και τον έστειλαν στην Τρίπολη.
Αναπτερώθηκε το ηθικό των Ελλήνων που ήταν καταρρακωμένο.
Καθυστέρησαν οι επιχειρήσεις του Ιμπραήμ για είκοσι-τρείς ημέρες, ώσπου να ετοιμαστεί γιά νέα επίθεση.
Η βοήθεια που ζήτησε ο Καρατάσος ήλθε από το χωριό Κρεμμύδια μέσω Κουκουνάρας. Όταν έφτασε όμως σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών από το χωριό ισχυρή δύναμη του ιππικού του Ιμπραήμ την απέκρουσε με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσει αφήνοντας αρκετούς νεκρούς. Η τοποθεσία ακόμη ονομάζεται ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΥ. Εκεί σήμερα υπάρχουν οι τάφοι που υποθέτουμε ότι είναι των αγωνιστών που θάφτηκαν στην περιοχή. Η ερευνητική μας ομάδα επισκέφθηκε την περιοχή και φωτογράφησε τα οστά που βρέθηκαν σε πέτρινο επιφανειακό περίβλημα.
Κατά το παρελθόν στη διαδικασία διάνοιξης του δρόμου Σχοινόλακας Κουκουνάρας, τα οδοποιητικά μηχανήματα, έφεραν στο φως δείγματα οστών. Σε αναφορά του Κώστα Μπαλαφούτη στο τότε Δήμαρχο Πύλου για το εν λόγω θέμα πήρε την εξής απάντηση.
«Μη μας θέτεις τώρα τέτοια θέματα και μπλέξουμε με Αρχαιολογίες»
Η ευθιξία και το ενδιαφέρον μας γιά την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς μας ανάγκασε σε επιτόπια έρευνα.
Σε επιφανειακό καθαρισμό,αναδείχτηκε ανθρώπινος σκελετός μήκους εκατόν ογδόντα εκατοστών του μέτρου. Λόγω της χρήσης του οδοστρώματος από τη διέλευση μεγάλων και βαρέων οχημάτων παρατηρήθηκε εντονότατη αποσαθρωτική
τάση των οστών. Μετά τη λήψη των σχετικών φωτογραφιών, στεγανοποιήσαμε τον τάφο, χωρίς αλλοίωση των στοιχείων που ευρέθησαν.
Με την παρούσα δημοσίευση παρακαλούμε τους αρμόδιους να επιδείξουν το ανάλογο ενδιαφέρον. Τα οποιαδήποτε στοιχεία είναι στη διάθεσή τους.

Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ ΞΕΚΙΝΑ ΤΟΝ ΕΘΝΕΓΕΡΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ.

"Από το 1815 ως το 1821 ηγεμόνευσε στη Μάνη ο Πέτρος Μαυρομιχάλης. Είναι ο Πετρόμπεης. Ο τελευταίος κι ο πιο σπουδαίος Μπέης της Μάνης. Είναι οι παραμονές πια του Εικοσιένα.
Με τον Πετρόμπεη κλείνει το κεφάλαιο της δουλείας του Γένους. Η Μάνη θα βρεθεί όπως πάντοτε πρώτη στις επάλξεις του αγώνα της εθνεγερσίας.
Ο Πετρόμπεης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο και στην προπαρασκευή και στη διεξαγωγή της επανάστασης του 1821. Η ανάδειξη του στο Μπεηλίκι οφείλεται στο Σουκιούρ Μπέη. Η δραστηριότητα όμως του Πέτρου Μαυρομιχάλη ως καπετάνιου της Μέσα Μάνης ήταν ο πρώτος καπετάνιος της αρχίζει είκοσι χρόνια πιο πριν.
Όταν το 1798 ο Βοναπάρτης υπέταξε τη Δημοκρατία της Βενετίας, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης απευθύνεται στο στρατηγό της Γαλλικής Δημοκρατίας και του ζητάει την συνδρομή για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Το αίτημά του καλύπτεται από το μεγάλο κύρος και τους εθνικούς αγώνες της Γενιάς των Μαυρομιχαλαίων μέσα στη διαδρομή του Δέκατου ογδόου αιώνα.
Ο παππούς του, ο καπετάν Γεωργάκης Μαυρομιχάλης είναι εκείνος που μίλησε αντρίκεια στο Θεόδωρο Ορλόφ όταν κατέρρεε η επανάσταση του 1769-1770:
«Και αν έχεις υπό τας διαταγάς σου όλας τας στρατιάς της Τσαρίνας είσαι δούλος γυναικός. Εγώ όμως είμαι αρχηγός λαού ελεύθερου, και αν είμαι επί τέλους ο τελευταίος της φυλής μου, η ζωή μου αξίζει περισσότερον της ιδικής σου»
Το αίτημα του Πέτρου Μαυρομιχάλη έπεσε στο κενό, γιατί ο Βοναπάρτης ξεκινούσε τότε για την Αίγυπτο.
Το 1814 ως καπετάνιος της Μέσα Μάνης διαβάλλεται στους Τούρκους. Αυτή ακριβώς η καταγγελία στάθηκε αφορμή να γίνει Μπέης της Μάνης, αφού τον επισκέφθηκε ο Σιουκιούρ Μπέης, που ήταν ο εξισλαμισμένος γιος του Ιωάννη Μαυρομιχάλη ή Σκυλογιάννη.
«Οι πάντες δε τότε εθαύμασαν δύο τινά. Πρώτον μεν, ότι ο Σιουκιούρ μπέης εισηλθεν άνευ οδηγού και ως ειδήμων εις άπαντα τα λαβυρινθώδη δωμάτια του πύργου του Μαυρομιχάλη, δεύτερον, ότι μόλις ιδών την μητέρα τούτου ησπάσθη μετά σεβασμού την δεξιάν της και συνεκινείτο ακουσίως οσάκις έβλεπε μέλος της οικογενείας Μαυρομιχάλη».
Ύστερα από λίγο καιρό, ξαναγύρισε στη Μάνη ο Σουκιούρ Μπέης και έφερε τον επίσημο διορισμό του Πέτρου Μαυρομιχάλη ως Μπέη της Μάνης. Στο γυρισμό του στην Πόλη ο Σουκιούρ Μπέης «φιλοδωρησάμενος γενναίως και άπαντα τα μέλη της οικογενείας έλαβε ως ομήρους ανθ’ ενός δύο υιούς του Πέτρου, τον Αναστάσιον και τον Γεώργιον, τούτους έπανακάμψας εις Κωνσταντινούπολιν εξεπαίδευε κατ' οίκον επιμελώς και εν τη Χριστιανική θρησκεία των».
Το Μπεηλίκι του νέου ηγεμόνα άρχισε μέσα στον πυρετό της προπαρασκευής του 1821. Η Μάνη, όπως πάντοτε, ήταν ακριβώς το επίκεντρο αυτής της προπαρασκευής στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Για την επιτυχία της επανάστασης στην Ελλάδα, εδώ στη Μάνη στηρίζουν οι οργανωτές της τις ελπίδες, ακριβώς όπως το 1797 ο Ρήγας Φεραίος όταν πιάστηκε άπ' τους Αυστριακούς στο Τριέστι.
Αμέσως μετά την ίδρυσή της στην Οδησσό της Ρωσίας, η Φιλική Εταιρεία, προσπάθησε να μυήσει στα σχέδια της και στο έργο της το Πετρόμπεη. Και προς τον σκοπό αυτό η «Αρχή» των Φιλικών έστειλε απ’ τη Κωνσταντινούπολη το Μανιάτη Ηλία Χρυσοσπάθη με την εντολή να έρθει σ’ επαφή με το Πετρόμπεη και να ερευνήσει τις προϋποθέσεις για μια αξιοποίηση της Μάνης.
Ο Πετρόμπεης δέχτηκε να γίνει «φιλικός» και στις Κιτριές όπου μυήθηκε το 1818 προσέφερε στο Χρυσοσπάθη, ως συνεισφορά του, 1.000 γρόσια. Παράλληλα σε συνεργασία με τον εξέχοντα φιλικό Χρ. Περραιβό που έφτασε στη Μάνη τον ίδιο χρόνο, καταπιάστηκε με το έργο της συμφιλίωσης των αντιμαχομένων για τα πρωτεία και την ηγεμονία της Μάνης τριών μεγάλων οικογενειών.
Η προσπάθεια υπήρξε επιτυχής και στις 1 Οκτωβρίου 1819 στις Κιτριές της Έξω Μάνης, οι αρχηγοί των τριών επιφανών «γενεών» υπέγραψαν Ιστορικό πρακτικό συμφιλίωσης και συνεργασίας.
Στις 2-2-1819 ο Πετρόμπεης στέλνει γράμμα σους Φιλικούς, όπου εξηγεί τη κατάσταση στη Μάνη και προτείνει σχέδιο οργάνωσης. Αυτό και άλλα έδωσαν αφορμές σε επικρίσεις. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια πως πρώτος ο Πετρόμπεης ύψωσε τη σημαία της επανάστασης στις 17 Μαρτίου 1821 στην εκκλησία των Ταξιαρχών της Αρεόπολης (Τσίμοβας).
Πρώτος στις 23-3-1821 μπήκε με τους ενόπλους Μανιάτες στη Καλαμάτα και την ελευθέρωσε και πρώτος στις 25 Μαρτίου 1821 από το «Σπαρτιατικόν στρατόπεδον» της Καλαμάτας εξέδωσε την «προκήρυξιν προς τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς» ζητώντας την συμπαράσταση και την «συνδρομήν όλων των εξευγενισμένων ευρωπαϊκών γενεών».
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε και την εμπνευσμένη προκήρυξη προς τον Αμερικανικό λαό, που απέστειλε στα τέλη Μαΐου του 1821, μετά τη μάχη του Βαλτετσίου, όταν πλέον είχε κριθεί και η τύχη της Τριπολιτσάς".

Ο ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ.


Ο Κανέλλος Δεληγιάννης κήρυξε στις 23 Μαρτίου 1821 μαζί με τους Πλαπουταίους την Επανάσταση στη Γορτυνία. Κατόπιν πολιόρκησε την Καρύταινα, ενώ έλαβε μέρος και στις πολιορκίες της Τριπολιτσάς και της Πάτρας. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, εξέφραζε κυρίως τις απόψεις των προυχόντων, αλλά παράλληλα διακρίθηκε για την ικανότητά του να προωθεί συμβιβασμούς μεταξύ των διαφόρων μερίδων των επαναστατημένων Ελλήνων. Επίσης διέθεσε τεράστια ποσά για τη συντήρηση των Ελλήνων της περιοχής του, που δοκιμάζονταν από τις κακουχίες του πολέμου. Αποδέχθηκε την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και μάλιστα αρραβώνιασε την κόρη του Μαριώρα με τον Κολίνο Κολοκοτρώνη, γιο του Γέρου του Μωριά. Αργότερα φυλακίσθηκε στην Ύδρα μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ενταγμένος στο «Γαλλικό» Κόμμα μετά την απελευθέρωση ονομάστηκε στρατηγός της Φάλαγγας και αναμίχθηκε στην πολιτική. Εξελέγη πληρεξούσιος στις εκλογές του 1843 και πρόεδρος της Βουλής στις 20 Δεκεμβρίου 1844, αξίωμα αυτό που διατήρησε και το επόμενο έτος 1845. Πέθανε το 1862.
Άρχισε να γράφει απομνημονεύματα σε ηλικία 87 ετών, το 1857. Το κείμενο παρέμεινε αδημοσίευτο και εκδόθηκε μόλις το 1957. Τα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη διακρίνονται για το πάθος του να εξάρει τη συμβολή της οικογένειάς του και των προυχόντων γενικότερα, στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Ωστόσο αποτελούν πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Επανάστασης

ΟΙ ΑΔΟΥΛΩΤΟΙ ΝΤΡΕΔΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ Ν.Δ.ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ.

"Οι Σουλιμοχωρίτες ονομάστηκαν έκτοτε Ντρέδες, λέξη που ήταν συνώνυμη με την ευθύτητα και την παλικαριά. Τόσο κατά την Ορλωφική Επανάσταση του 1769-70, όσο και κατά την εξόντωση των Τουρκαλβανών στα Τρίκορφα – Αρκαδίας το 1779 οι Κουβελαίοι όπως και οι λοιποί Ντρέδες έλαβαν ομαδικά μέρος με επικεφαλής τους τον ηρωικό κλεφταρχηγό Γιαννακη Κόρδα, ο οποίος φονεύθηκε στην Γαστούνη Ηλείας το 1785 σε ενέδρα των Τούρκων. ( Τοπική παράδοση, Ιστορία Αμ. Φρατζή, Αθ. Γρηγοριάδη).

Την ίδια εποχή (1785-88) ο έφηβος Γιαννάκης Μέλιος φόνευσε τον Τούρκο Αγά της περιοχής, που για πρώτη φορά πάτησε τα χώματα του χωριού του (Άνω Κούβελα ) και έγινε κλέφτης. Εντάχθηκε στο κλέφτικο σώμα του διασήμου Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη και εξελίχθηκε σε πρωτοκλασάτο κλεφταρχηγό του Μοριά. Ο Μέλιος ήταν εγγράμματος, έξυπνος, μαχητικός, και απαράμιλλος στον κλεφτοπόλεμο, γι’ αυτό και οι σύγχρονοι του τον αποκαλούσαν “δάσκαλο του κλεφτοπολέμου”. Μετά το θάνατο του Ζαχαριά, διατέλεσε μαζί με το Θ. Κολοκοτρώνη Γενικός αρχηγός των κλεφτών του Μοριά. Κατά το διωγμό των κλεφτών (1804-1806) κατέφυγε στα Επτάνησα μαζί με τους αδελφούς του Κωνσταντή και Δημήτρη, το γαμπρό του Παν. Ντούφα και άλλους Ντρέδες. Εκεί υπηρέτησε αλληλοδιαδόχως υπό τους Ρώσους, Γάλλους, και Άγγλους ως λοχαγός και προήχθη μέχρι το βαθμό του Ταγματάρχη. Πολέμησε κατά των Γάλλων στην Νεάπολη της Ιταλίας και στην Αγία Μαύρα ( Λευκάδα). Μυήθηκε από τους πρώτους στην Φιλική Εταιρεία και στην συνέχεια μύησε τα αδέλφια του, τον Παν. Ντούφα και πολλούς άλλους. Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας έστειλε ειδική πρόσκληση στον Γιαν. Μέλιο και Θεόδ. Κολοκοτρώνη, για να ηγηθούν του απελευθερωτικού αγώνα στην Πελοπόννησο. ( Ιστορία Τ.Κανδηλώρου, Αμ.Φραντζή, Αθ. Γρηγοριάδη Αρχεία Βλαχογιάννη και Σέκερη, Γ. Α. Κράτους)

Ο Γιαν. Μέλιος έφθασε έγκαιρα στην περιοχή μας και προετοίμασε τον ξεσηκωμό των Ντρέδων. Το πρωί της 26ης Μαρτίου 1821, μαζί με τον Παν. Ντούφα και το Γ. Συράκο, μπήκε πρώτος με τους Ντρέδες του στην πόλη της Αρκαδιάς ( Κυπαρισσιά) και τέθηκε σε καταδίωξη των Τούρκων. Αφού ενώθηκε και με του άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής ( Δημ. Παπατσώρη, Αθ. Γρηγοριάδη και λοιπούς ), έδωσε την πρώτη κατά μέτωπο νικηφόρα μάχη του αγώνα στις 29 Μαρτίου 1821 στην Λυγούδιστα ( Χώρα - Τριφυλίας ). Οι Ντρέδες υπό την άξια ηγεσία του εμπειροπόλεμου αρχηγού τους Γιαν. Μέλιου νικούν τους Τούρκους και τους αναγκάζουν να εγκλεισθούν στο Νιοάκαστρο, όπου τους πολιορκούν στενά. Παράλληλα πολιορκούν και το φρούριο της Μεθώνης με τον Παν. Ντούφα, ο οποίος συνέβαλε στην κατατρόπωση των Τούρκων του Νιοκάστρου, όταν τη Δευτέρα του Πάσχα ( 11 Απριλίου 1821 ) επεχείρησαν να διασπάσουν την πολιορκία τους. Τελικά, το Νιόκαστρο έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 7 Αυγούστου 1821. Δυστυχώς, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ο καπετάνιος των Φιλιατρών Άνθιμος Παπαναστάσης εφόνευσε, ύστερα από έριδα, τον αρχηγό των Ντρέδων Γιαν. Μέλιο σε καφενείο της Πύλου και έτσι στερήθηκαν οι μαχητικοί Ντρέδες αλλά και το αγωνιζόμενο Έθνος τις υπηρεσίες ενός έμπειρου και ικανού αγωνιστή και ηγήτορα. Το κακό συμπληρώθηκε με το φόνο και του Ντούφα, που επιχείρησε να συλλάβει τον Παπαναστάση. Τελικά ο τελευταίος συνελήφθη και υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους αδελφούς του Μέλιου. ( Ιστορία Αμ.Φρατζή, Αθ. Γρηγοριάδη, Γ.Α.Κράτους ). Παράλληλα με την πολιορκία των φρουρίων Νεοκάστρου και Μεθώνης, 300 Ντρέδες υπό τον Κωνσταντή Μέλιο συμβάλλουν αποφασιστικά στην εκδίωξη των Τουρκαλβανών του Λάλα ( Ιούνιος 1821 ), ενώ άλλοι 200 υπό το Δημ. Μέλιο συμβάλλουν στην νίκη του Βαλτετσίου.
Ο Δημ. Μέλιος στη συνέχεια εκπροσωπεί τα όπλα της επαρχίας Αρκαδίας στη Συνέλευση των Καλτεντζών, όπου ιδρύεται η Πελοποννησιακή Γερουσία ( Μάιος 1821). Οι Κουβελαίοι αγωνιστές υπό τους εμπειροπόλεμους και άξιους αρχηγούς τους Δημ. και Κώστ. Μέλιο συμμετέχουν σε όλες τις μεγάλες αναμετρήσεις με τον κατακτητή ανά το Μοριά και όχι μόνο. Ιδιαίτερα διαπρέπουν κατά του Δράμαλη στους Μύλους και στα Δερβενάκια καθώς και κατά του Ιμπραήμ. Ο Κωνσταντής Μέλιος με 300 επίλεκτους Ντρέδες υπερασπίστηκε γενναία και διέσωσε την Μονή του Μεγ. Σπηλαίου από την επιδρομή του Ιμπραήμ ( Ιούνιος 1827). Μετά τη μάχη αρρώστησε βαριά και πέθανε στο Μεγ. Σπήλαιο, όπου και ετάφη με μεγάλες τιμές. Ο Δημ. Μέλιος ηγήθηκε των Ντρέδων που έφθασαν στην Αττική, για την αντιμετώπιση του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη των Αθηνών ( Απρίλιος 1827). Πέθανε απόμαχος αγωνιστής στην Κυπαρισσία όπου είχε εγκατασταθεί."

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΙ ΤΟ ΜΠΕΤΣΙ.



Κόλιας Πλαπούτας

Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο Νικόλας - Κόλιας Πλαπούτας. Γεννήθηκε το 1735 στο χωριό Σουλιμά της Τριφυλίας. Το 1750 κατέφυγε στην Παλούμπα γιατί είχε σκοτώσει έναν Τούρκο. Από τότε εγκα ταστάθηκε εκεί. Απόκτησε περιουσία κι επιρροή κι αναδείχτηκε σε αρχηγό των Παλουμπαίων. Έκανε αδιάκοπους και σκληρούς αγώνες εναντίον των Τούρκων και κυρίως εναντίον των Τουρκαλβα νών του Λάλα. Πήρε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821. Ύψωσε τη σημαία του απελευθερωτικού αγώνα, στις 15 Μάρτη 1821, στο χωριό Μπέτσι. Στην πολιορκία της Τρίπολης μεταφέρθηκε, επειδή ήταν άρρωστος, με φορείο στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη, που θαύμαζε και αγαπούσε. Στην επιδρομή του Ιμπραήμ μεταφέρθηκε στη μονή του Πρόδρομου, όπου και πέθανε το 1827.

Ο ΠΑΠΑΤΣΩΡΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΙ ΤΑ ΣΟΥΛΙΜΟΧΩΡΙΑ.

Την επανάσταση στα Σουλιμοχώρια την είχαν καλά οργανώσει οι μυημένοι στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας Δημήτρης Παπατσώρης από το Σουλιμά, Αντώνης Ντάρας από το Ψάρι και Αλέξης από το Σιδηρόκαστρο. Οι Ντρέδες δεν περίμεναν τη μέρα του Ευαγγελισμού παρά ξεσηκώθηκαν από την προηγουμένη. Οι Σουλιμαίοι με αρχηγό τους τον παπα-Δημήτρη Παπατσώρη συγκεντρώθηκαν στη μικρή εκκλησία του Αϊ-Δημήτρη όπου ευλογήθηκαν τα άρματά τους και έδωσαν τον όρκο. Το ίδιο έγινε και στο Κούβελα, στο Ψάρι και το Κλέσουρα. Στις 25 Μαρτίου όλοι οι Ντρέδες είχαν μαζευτεί στο σημερινό Αϊ Γιώργη με μια λευκή σημαία με την εικόνα του Αγ. Δημητρίου και τις λέξεις "Ελευθερία ή Θάνατος", έτοιμοι να βαδίσουν εναντίον της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Εκεί τους βρήκε η επιστολή του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα που τους καλούσε: "... οπλισθήτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος ... Σεις ασφαλίσατε τους Τούρκους και μίαν ώραν αρχύτερα ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να στείλετε εις τα τάρταρα του 'Aδου..." Την ίδια μέρα οι Τούρκοι της Αρκαδιάς τρομοκρατημένοι εγκατέλειπαν την πόλη και φεύγανε για τα κάστρα της Μεθώνης και της Πύλου.
Η κατάληψη της Αρκαδιάς ήταν η πρώτη από μια μακρά σειρά πολεμικών κατορθωμάτων για τους Ντρέδες. Πολέμησαν στα Φιλιατρά, στην Πύλο, στη Μεθώνη, στην Τριπολιτσά, στο Βαλτέτσι, στα Δερβενάκια, αργότερα εναντίον του Ιμπραήμ σ΄ όλη την Πελοπόννησο και στον ίδιο τους τον τόπο, στο Ψάρι, στο Λάπι,στον Αετό, μέχρι το Μάϊο του 1828 που χτυπήθηκαν με τον Ιμπραήμ στη θέση Γουβαλάρια. Είχαν προηγουμένως συμμαχήσει μαζί τους και 4000 Αλβανοί στρατιώτες του Ιμπραήμ, οι οποίοι δυσαρεστημένοι μαζί του αποστάτησαν και ενώθηκαν με τους Ντρέδες. Έτσι κατέφεραν ένα πολύ σημαντικό πλήγμα στον Ιμπραήμ και τον ανάγκασαν να αποχωρήσει άπρακτος από τα Σουλιμοχώρια.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έγραψε:

"Ὁ Pouqueville ποὺ γνώρισε καλὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση γράφει κάτι ποὺ πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε ἰδιαίτερα. Μιλώντας γιὰ τὸ ἔτος 1820 —ἄρα, γιὰ ἕνα ἔτος ποὺ ἦταν ἀκόμα ἔτος προσδοκίας καὶ φόβου μεσ' στὸ σκοτάδι—, γράφει, ὅτι ξαφνικά, ἀπὸ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη, βρέθηκε στὰ χείλη ὅλων ἕνα ὄνομα πού, ὡς τότε, εἶχε πέσει σὲ ἀχρηστία, τὸ ὄνομα: Ἑλλάς.
Ἔτσι σημειώνονται τὰ θαύματα. Πρὶν γίνουν οἱ Γραικοὶ ἄξιοι γιὰ τὸ θαῦμα, ἀπέφευγαν νὰ προφέρουν τ’ ὄνομα πού, χωρὶς ἄλλο, ἐγνώριζαν. Καὶ ξαφνικὰ τὸ ἐπρόφεραν. Τὸ εἶχαν αἰῶνες κρυμμένο μέσα τους. Καὶ κάποια μέρα —μιὰ μέρα ποὺ ἦταν ἀκόμα νύχτα βαθειὰ— ἀπεφάσισαν νὰ ἐκστομίσουν τὰ πέντε αἰώνια γράμματα, ἀπεφάσισαν (ὅπως προσθέτει ὁ Pouqueville) νὰ μιλήσουν γιὰ «πατρίδα», γιὰ «δόξα», γιὰ «βωμοὺς ποὺ πρέπει ν' ἀναστηλωθοῦν».

Τί εἶχε συμβῆ; Στὸ 1820 δὲν εἶχε συμβῆ ἀκόμα τίποτε τὸ φανερό. Εἶχε, ὅμως, κυκλοφορήσει ἕνα μυστικό. Τὸ μέγα μυστικὸ λεγόταν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πρῶτος πυρήνας της ἦταν ὁ ὥριμος Νικόλαος Σκουφᾶς (βαθύ του βίωμα ἡ τραγωδία τοῦ Ρήγα) καὶ ὁ νεαρὸς Ἀθανάσιος Τσακάλωφ. Ἡ ἑταιρεία ἱδρύθηκε στὴν Ὀδησσό, στὸ 1816, μὲ τρίτον εἴτε τὸν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο εἴτε τὸν Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο. Ὅταν ἡ ἕδρα της μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶχε γενναιόδωρο χορηγὸ καί, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Σκουφᾶ, «πραγματικὸν ἀρχηγόν» της, ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Κόκκινος στὸ ἱστορικό του ἔργο γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ποὺ ἀποτελεῖ συγγραφικὸν ἄθλο, τὸν Τριπολιτσιώτη μεγαλέμπορο Παναγιώτη Σέκερη, ἀδελφὸ τοῦ Γεωργίου ποὺ ταξίδεψε μαζὶ μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο καὶ τὸν Raybaud. Πῶς μποροῦσε, ὅμως, νὰ πιάσῃ ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑπόθεση, ἂν γινόταν γνωστό, ὅτι στὴν κορυφὴ τῆς ἑταιρείας —μέλη τῆς «ἀρχῆς» ποὺ διοικοῦσε τὰ πάντα— ἦταν μερικοὶ ἔμποροι κ' ἕνας σπουδαστής; Τὸ μέγα, λοιπόν, μυστικὸ ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἀκόμη μυστικώτερο μ' ἕναν ψίθυρο ποὺ ἔφθασε στ' αὐτιὰ χιλιάδων ὑπόδουλων ἑλλήνων, μὲ τὴ φήμη, ὅτι ἡ ἀρχὴ —«αὐτὴ ἡ δύναμη, ἡ σκοτεινή, ἡ ἀθέατη ποὺ ἀπ' αὐτὴν ἐκπορεύονταν τὰ πάντα», ὅπως ἔγραψε, στὸ 1824, ὁ Alphonse Rabbe— ἦταν ἕνα μεγάλο χριστιανικὸ κράτος ἢ ἔστω ὁ Καποδίστριας ποὺ ἦταν ἀκόμα ὁ πανίσχυρος ὑπουργὸς τοῦ αὐτοκρατορος τῆς Ρωσίας.

Ναί, ποτὲ στὴν παγκόσμια ἱστορία τόσο ἄσημοι ἄνδρες —ἁπλοὶ ἰδιῶτες— δὲν κατάφεραν κάτι τὸ τόσο σημαντικὸ ποὺ ἐγκαινίασε μιὰ νέα ἐποχὴ στὴν Εὐρώπη ὁλόκληρη. Μέσα σ' ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, οἱ «ἀπόστολοι» τῆς μυστικῆς ἑταιρείας καὶ τῆς ἀκόμα πιὸ μυστικῆς «ἀρχῆς» εἶχαν ὀργώσει τὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ τὰ Ἑπτάνησα, σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ὁλόκληρη τὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Χιλιάδες εἶχαν μυηθῆ, ὅταν, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1820, δέχθηκε μ' ἐνθουσιασμὸ ν' ἀναλάβη τὴν ἀρχηγία, μόνος καὶ ἀπόλυτος πιὰ ἀρχηγός, ὁ στρατηγὸς τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ὁ Καποδίστριας ἤξερε καλὰ τὸ μυστικὸ —τὸ ἤξερε καὶ πρὶν τοῦ τὸ ἐμπιστευθῇ ὁ Ὑψηλάντης, γιατί τοῦ εἶχε μιλήσει ὁ Ξάνθος, καθὼς καὶ ὁ ἄγνωστός του δῆθεν συγγενὴς Γαλάτης — καί, ἂν καὶ εἶχε τὶς ἐπιφυλάξεις του, τὄθαψε μέσα του. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς τὰ εἶχε ὅλα μυριστῆ καὶ ἔπαιζε τὸ δικό του παιχνίδι. Μόνον ἡ «Ὑψηλὴ Πύλη» θεωροῦσε ἀστεῖα τὰ ὅσα καταγγέλλονταν, προπάντων ἂν τὰ μηνοῦσε ὁ Ἀλῆ πασᾶς, καί, ὅπως ὁ ἀπατημένος σύζυγος ποὺ ξυπνάει μόνον, ὅταν ξεσπάσῃ τὸ σκάνδαλο, πίστεψε τελευταία στὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ πίστεψε, ὅταν τὴν αἰσθάνθηκε ἐπάνω της νὰ καίη.

Ἔτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι ὅλοι —ἢ μᾶλλον μετέφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο. Τὶς ἴδιες μέρες —στὶς 23 Μαρτίου— στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Ἐλληνικοῦ, στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ὁ ἔξοχος Σερραῖος Ἐμμανουὴλ Παπᾶς ὅπλα καὶ πολεμοφόδια στὸ πλοῖο τοῦ Χατζῆ Βισβίζη καὶ τὰ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν περιλάλητη μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Ἐσφιγμένου. Σοφὰ φρόντισε ἡ παράδοση —ἡ λαϊκὴ καὶ ἡ λογὶα— νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ ξεκινήματα σ' ἕνα συμβολικὸ μέγα ξεκίνημα καὶ νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὴν ἁγία ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἂν στηριχθοῦμε στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐνδόξου Δημητσανίτη, τὰ πράγματα καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τὰ τοιαῦτα, ἔμβασαν εὐθὺς τὰς φαμίλιας των εἰς τὸ Κάστρον• εἴτα τῇ 21ῃ Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς πόλεως καὶ περιεκύκλωσαν πρῶτον τὸ ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ Ἕλληνος) , «ὅπου ὑπώπτευον, ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἅρματα• ἀλλά, μὲ τὸ νὰ εὗρον κεκλεισμένας τὰς θύρας, ἄρχισαν τὸν πόλεμον ἔξωθεν, καὶ τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τὸ παράθυρον ἕνα ἄνθρωπον• ὕστερα ἔβαλον πυρκαϊὰν εἰς τὰ πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δὲ τὴν Μητρόπολιν δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι• ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπὸ τὸ Κάστρον μὲ τὰ κανόνια τόσον τὴν Μητρόπολιν, ὅσον καὶ ἄλλα ὀσπίτια• ἡ δὲ πυρκαϊὰ ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανὰ ὀσπίτια• ὅτε τινὲς τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τοὺς δρόμους, οἱ δὲ Τοῦρκοι εὐθὺς ἐκλείσθησαν εἰς τὸ Κάστρον». Καὶ τότε, δυὸ - τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, «ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας», μὲ πεντακόσους ὁπλισμένους ἄνδρες, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης —τοὺς εἶχε ἀπαλλάξει ἤδη ἀπὸ κάθε δισταγμὸ μέσα τους ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, στὴ σύσκεψη τῆς Ἁγίας Λαύρας ποὺ ἔγινε στὶς 10 Μαρτίου— «καὶ εὐθὺς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τουρκῶν εἰς τὸ φρούριον. Κατὰ δὲ τὰς πρώτας προσβολὰς ἐφονεύθησαν τινὲς τῶν ἐχθρῶν, ὅτε ἠρίστευσεν ὅ τε Παναγιώτης Καραντζᾶς» (ἕνας ἁπλὸς Πατρινὸς βιοτέχνης ποὺ ἀναδείχθηκε στρατιωτικὸς ἡγέτης) «καὶ ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη...». Καὶ οἱ Κεφαλλωνῖτες καὶ Ζακυνθινοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα ἀγωνίσθησαν ἄριστα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φαρμακοποιὸ Νικόλαο Γερακάρη. Στὶς 20 ὡς τὶς 22 Μαρτίου εἶχαν, ἐπίσης, ξεσηκωθῆ κ' ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ὁρισμένα τμήματα τῆς Γορτυνίας οἱ Πλαπουταῖοι καὶ οἱ Δεληγιανναῖοι (οἱ Παπαγιαννόπουλοι ἢ Παπαγιανναῖοι, ὅπως ὀνομάζονταν τότε) . Καὶ τὶς ἴδιες μέρες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν γράφει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἀρχηγοὺς τῆς τῶν Πατρῶν πολιορκίας... νὰ μὴν ἀναβάλουν τὸν καιρόν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Κολοκοτρώνης —ὁ Γενναῖος, ὅπως τὸν μετονόμασε ὁ λαός, ὅταν, στὸ 1821, καπετάνιος σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, ἔπιασε κοντὰ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του ἕναν «διακεκριμένον διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν κακίαν του» ἀράπη — γράφει, ὅτι oἱ πρόκριτοι τῆς Μάνης πῆραν, στὶς 17 Μαρτίου, τὴν ἀπόφαση νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα. Πάντως, στὶς 23 Μαρτίου μπῆκαν στὴν Καλαμάτα οἱ πρῶτοι Μανιάτες καὶ ἀκολουθοῦσε, μὲ δυὸ χιλιάδες ἄνδρες, ὁ Πετρόμπεης, ὄχι πιὰ ὡς ἡγεμών τῆς Μάνης, ἀλλὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων»• καὶ εἶχαν ἑνωθῆ μὲ τοὺς Μανιάτες καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας καὶ πολλοὶ ἄλλοι. «Μαζὶ μὲ αὐτοὺς συνεβάδιζε κρατῶν μακρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον καὶ φέρων τὸ ἐρυθρὸν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσὰν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξὺ τῶν ἐνόπλων», ὅπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ὁ Διονύσιος Κόκκινος. Καὶ ὁ Σπῦρος Μελᾶς —στὸ βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἔργα ποὺ ἀφιέρωσε στοὺς ἥρωες τοῦ 21— γράφει, ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη «ἦταν χτυπητή, μὲ τὸ κράνος, τὴ φλογάτη στολὴ τοῦ ταγματάρχη, στὸ σύνταγμα τοῦ δοῦκα τῆς Ὑόρκης, τὴν ὄμορφη σέλα του, καλὰ σφιγμένη στὸ καμαρωτὸ ἄλογο ποὺ τοὔδωσι ὁ Μούρτζινος» (δηλαδή, ὁ Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης) . Καὶ προσθέτει ὁ Σπῦρος Μελᾶς: «Τὰ ψαρὰ μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους, τὸ μάτι ἔλαμπε χαρούμενο κι ἀνυπόμονο, κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ φρύδι• ἀέρας ἀσφάλειας καὶ ἤρεμης ἐπιβολῆς φυσοῦσε ἀπ' ὅλη τὴ μορφὴ του».

Ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπως γράφει ὁ ὑπασπιστής του Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἢ Φωτάκος στὰ «Ἀπομνημονεύματα περὶ τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως», εἶχε περάσει μὲ «τρεῖς συντρόφους του εἰς τὴν Σκαρδαμούλαν τῆς Μάνης εἰς τὸν φίλον του Παναγιώτην Μούρτσινον», «τὴν 6 Ἰανουαρίου 1821»."