"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Κυβέρνηση-Οδυσσέας-Νοταράς-Μάρκος Μπότσαρης-Εχθρικές Δυνάμεις.

Μετά τά ανωτέρω συμβάντα τό μέν Έκτελεστικόν μετέ­βη είς τήν Σαλαμίναν, διά νά δύναται εκείθεν νά διευθύνη ευκολώτερον τά τής εκστρατείας τής Στερεάς Ελλάδος, προσεκάλεσε δέ καί τήν Βουλήν νά άπέλθη εκεί διά νά έχουν περισσοτέρας ευκολίας καί προς τό διοικείν άνεπηρεάστως καί διά τάς τροφάς, αί όποίαι ήτον εύθηνότεραι, καί οί ναυτικαί νήσοι πλησιέστεραι' άλλ' ή Βουλή δέν συνήνεσε μήτε ενέκρινε τήν έκεί μετάθεσίν της, καθότι είχε πολλά διδόμενα νά πιστεύση καί νά γνωρίζη άπό πηγάς διαφόρους, τούς σκοπούς τού αιμοβόρου Όδυσσέως, όστις έκαιροφυλακτούσε νά εύρη άρμοδίαν περίστασιν νά δολοφονήση τούς έγκριτωτέρους τών βουλευτών, ώς γινόμενοι πάντοτε προσκόμματα είς τούς σκοπούς τής συντροφιάς του καί όστις πληροφορηθείς δτι τό Έκτελεστικόν μετέβη εις την Σαλαμίναν και ότι περιέμενε και τους βουλευτάς έκεί ήμέρα τή ημέρα, έτρεξε με τούς δημίους συντρόφους του, νομίσας δτι θά εύρη τα θύ­ματά του δια νά κορέση την άπάνθρωπον ψυχήν του με αίμα άδελφικόν, και μή επιτυχών του σκοπού του, άπήτησεν από την Κυβέρνησιν νά τον διορίση γενικόν Άρχηγόν της Ανα­τολικής Ελλάδος, ώστε δυνάμει τής εξουσίας νά καταστρέψη δλους δσους έναντιουντο εις τούς καταχθόνιους σκο­πούς του. Ή δέ Κυβέρνησις, μή δυναμένη νά έναντιωθή εις τάς αλόγους θελήσεις του, τον έδιόρισεν μεν άκουσα άρχηγόν, άλλά συγχρόνως έδιόρισε καί τον δμοιόν του κατά τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν Ίωάννην Κωλέττην (άλλ' έναντίου κόμματος) διοικητήν δλης τής Ευβοίας. Καί άπήλθεν εις το Ξηροχώρι διά νά έμποδίζη δσον ένεστι τάς κακουργίας του. Άλλ' ό Όδυσσεύς ευρών άρμοδίαν τήν περίστασιν νά έκδικηθή τ' αγενή πάθη του έδολοφόνησεν ένα εκ των έγκριτοτέρων ανδρών του Ταλαντίου, τον 'Αλέξανδρον Μιχάλη έπί προφάσει, δτι δήθεν αυτός ενήργησε καί έλιποτάκτησε ό Μπούσγος καί ό Μήτρος τής Τριανταφυλλίνας καί διέλθη τό στρατόπεδον, καί ούτω υστέρησε τήν Πατρίδα από γνήσιον τέκνον της, καθώς καί τον 'Αλέξιον Νούτσον και Παλάσκαν, διά τούς οποίους τρεις αυτούς έπένθησεν ή πατρίς. Άλλ' ό Θεός είναι δίκαιος, καθότι μετ' ολίγον καιρό είπετο νά άνταμειφθή καί αυτός με τά έπίχειρα τής δολιότητος καί των κακουργημάτων του άπό τον Γκούραν εις την Άκρόπολιν των Αθηνών. Ευρισκόμενοι, ώς είρηται, ό Χατζηχρίστος καί Νικηταράς εις τά Δερβένια καί Κάζαν καί δυνάμενοι νά κινηθώσι διά κανέν μέρος διά τό όλιγάριθο τών στρατιωτών, μήτε οί Τούρκοι έπλησίασαν ποτέ έδιέταξε ή Κυβέρνησις τον Τζαννέτον άπό τήν Όλυμπίαι τριακόσιους καί τον Τσιώκρην με εκατόν πεντήκοντα και έλθόντων εις τον Ίσθμόν προσέλαβον και διακόσιους Δερβενοχωρίτας και ενωθέντες δλοι δια να κινηθώσι κατά τών έν Σαλώνοις έχθρών, άλλα προτού ξεκινήσουν άπό τά Δερβέ­νια, οί Τούρκοι είχον αναχωρήσει, καί άπήλθον εις Ζητούνι, δπου ήτον τό Γ. Στρατόπεδον του Στρατάρχου Μπερκόφτσιαλη και ούτως υπέστρεψαν άπαντες είς την Πελοπόννησον άνευ αποτελέσματος. Υπάρχον τό Έκτελεστικόν είς την Σαλαμίναν, ώς είρηται, και ευρισκόμενος κάγώ έκεί ελαβον είδησιν, δτι πέντε πλοία τουρκικά πολεμικά και φορτηγά έξήλθον άπό τάς Πά­τρας διευθυνόμενα διά την Κόρινθον νά εφοδιάσουν με τροφάς και άλλα αναγκαία τους πολιορκουμένους Τούρκους. Κατ' έκείνας δε τάς ημέρας (συνεργεία και συνδρομή του Ζαΐμη, Σ. Χαραλάμπη, Λόντου και ημών) είχεν άναφανή αρχηγός τών δπλων της επαρχίας Κορίνθου ό Ιωάννης Νο­ταράς, επιλε γόμενος Άρχοντόπουλον, δντος νέου δεκαεπταετούς, μέ τό νά έπροβλέπομεν, δτι είχον αυτόν τον σκοπόν νά εισχωρήσουν εκείνοι, οίτινες έπεθύμουν νά καθέξουν αυτήν τήν θέσιν, ώς αρχηγοί τών δπλων της επαρχίας εκείνης. Προσέλαβε δέ μεθ' έαυτού τον Ίωάννην Νοταράν ώς υπασπιστήν του και τον Παναγιωτάκην Νοταράν τον διέταξε ή Κυβέρνησις αμέσως ώς όπλαρχηγόν νά συμπεριλάβη και τον Στάϊκον πολιορκούντα τότε τήν άκρόπολιν και τον Γεωργάκην Λύκον ή Χελιώτην, νά προκαταλάβουν τά παράλια, νά εμποδίσουν αύτάς τάς τροφάς. Συνάξαντες δέ αυτοί υπέρ τους 1.500 στρατιώτας κατέλαβον τάς εκεί άποθήκας και άλλας όχυράς παραλίους θέσεις και φθάσαντα εκεί τά εχθρικά πλοία έξεστράτευσαν και οί έν τω φρουρίω πολιορκούμενοι, άλλ' άμα άπεπειράθησαν νά οδοιπορήσουν τους έκτύπησεν ό Στάϊκος και μή δυνηθέντες νά τον αντικρούσουν, υπέστρεψαν είς τό φρούριον, ό δέ έν τω παραλίω Νοταράς και ό Χελιώτης άντέστησαν άτρομήτως, πολεμούμενοι ακαταπαύστως δύο ημερονύκτια άπό τά εχθρικά πλοία, υποφέροντες αναρίθ­μητους κανονοβολισμούς, λαβόντες [δέ] και συνδρομήν άπό τον Στάϊκον και τον Παναγιωτάκην, ώστε μη δυνηθέντα τά εχθρικά πλοία νά δώσουν τήν έλαχίστην τροφήν υπέστρεψαν εις τάς Πάτρας άνευ αποτελέσματος. Ύπαρχούσης, ώς είρηται, της Κυβερνήσεως εισέτι εις τήν Τριπολιτσάν, ενεργεία και συνεργεία του Μαυροκορδάτου, όντος Γενικού Γραμματέως, ήτοι Πρωθυπουργού, έδιόρισαν τον Μάρκον Βότσαρην στρατηγόν και γενικόν άρχηγόν της Δυτικής Ελλάδος. Τούτου ό διορισμός ετάραζε τήν χολήν, ού μόνον τών συμπατριωτών του Σουλιωτών, άλλ' ερέθισε τήν φιλοδοξίαν όλων τών οπλαρχηγών τής Στερεάς Ελλά­δος, ύποπτευθέντες μάλλον άπό τους Μακιαβελικούς σκοπούς του Μαυροκορδάτου. Κατά τον Ίούνιον διεδόθη φήμη ότι ό πασιάς τής Σκόδρας ήτοιμάζετο νά είσβάλη είς τό Έλληνικόν κράτος μέ είκοσι χι­λιάδας στρατόν και νά καταστρέψη τήν Δυτικήν Ελλάδα μάλλον διά του πυρός και τού σιδήρου. Τούτο βεβαιωθείς ό Μάρκος άπό αξιόπιστους πηγάς είδοποίησεν όλους τους οπλαρ­χηγούς τών μερών εκείνων νά στρατολογήσουν όσον τό συντομώτερον και νά ευρεθούν έτοιμοι' έν ταυτώ και τους προσεκάλεσε νά συνέλθουν άπαντες είς ρητήν ήμέραν και θέσιν νά συσκεφθούν περί αυτού του σοβαρού αντικειμένου, νά αποφασί­σουν έκ συμφώνου που και πώς νά προσβάλουν αυτόν τον ίσχυρόν έχθρόν, ν' άντιπαραταχθούν φρονίμως κατ' αύτού, νά απαντήσουν τήν πρώτην όρμήν του. Μεθ' ημέρας συνήχθησαν άπαντες περί αυτόν (έκτός του Καραϊσκάκη, όστις άσθενούσεν ή έπροσποιήθη άσθένειαν, ώς έλεγον τότε, διά τό αρματολίκι τών Αγράφων) και σκέψεως πολλής και συζητήσεως γενομέ­νης περί του τρόπου τής άντιπαρατάξεως παρενέβαλον έκαστος προσκόμματα και αντιθέτους παρατηρήσεις και δεν έμενον σύμ­φωνοι διά τήν διεύθυνσιν, και μ' άλλους λόγους δέν κατεδέχοντο νά έχουν τον Μάρκον άρχηγόν νά διευθύνη, άλλ' ήθελον νά είναι ανεξάρτητος ό είς άπό τον άλλον ένεκα τής αντιζηλίας και ευρισκον απείρους προφάσεις, ώστε ό Μάρκος έξαντλήσας και τον τρόπον του πείθειν και πάσαν όπομονήν, βλέπων προφανώς τον φθόνον και τήν δυσμένειαν αυτών κατ' αύτού, άναστάς έν τω μέσω αυτών τους είπε με τήν χαρακτηρίζουσαν αυτόν παρρησίαν: 'Έ, αδελφοί! Εννόησα ήδη τί τρέχει! Ό λόγος δέν είναι περί παρωνυχίδος, άλλά περί ζωής και θανάτου τής Πατρίδος! Και ευθύς έβγάνει τό δίπλωμα τής στρατηγίας και τό ξεσχίζει είς λεπτά κομμάτια. Ιδού! έγώ είμαι έτοιμος μέ τά όπλα μου νά αποθάνω υπέρ τής πατρίδος, ώς απλούς στρατιώτης και όχι μέ δίπλωμα ώς στρατηγός και αρχηγός, και όσοι θέλουν αυθορ­μήτως, ας μέ ακολουθήσουν. Και ούτως έμειναν πλέον αναπολόγητοι και διελύθη ή συνέλευσις εκείνη και αμέσως άνεχώρησε διά τά 'Αγραφα. Ήκολούθησαν αυτόν υπέρ τούς τριακόσιους Σουλιώτας και έπέκεινα τών χιλίων Αίτωλοακαρνάνες και άλλοι και τήν έπιούσαν παρηκολούθησε και ό Τζιαβέλας, οί Ζερβάδες, οί Δαγκλήδες και άλλοι Σουλιώται και οί καπεταναραίοι τής Δυτικής Ελλάδος, διευθυνόμενοι άπαντες προς τό μέρος τών Αγράφων και Καρπενησίου, όπου και τά εχθρικά στρατεύμα­τα έτοποθετούντο διά νά εισβάλουν είς τήν Δυτικήν Ελλάδα μέ άπόφασιν σουλτανικήν διά νά καταστρέψουν όλον τον τό­πον εκείνον. Διευθυνόμενον τό έχθρικόν στρατόπεδον είς δύο σώματα, τό έν άπό τον ίδιον Σκόδρα πασιάν, τό δέ άπό τον άνεψιόν του Τσιελαλενδήμπεην, άφου έλεηλάτησαν τον Άσπροπόταμον και τά 'Αγραφα μέχρι καταστροφής, κατεσκηνώθησαν ενωμένοι είς τό πεδίον του Καρπενησίου. Συγχρόνως έφθασε και ό Μάρκος εκεί καί κατόπιν ό Τσαβέλας και οί λοιποί· και σκέψεως γενομένης, ό μεν Μάρκος μέ τούς περί αυτόν έλεγον μέ σταθερά άπόφασιν νά κτυπήσουν τούς εχθρούς τήν νύκταν έκείνην αίφνης καί άπροσδοκήτως καί δντες ξέγνοιαστοι καί άπροετοίμαστοι είχον τήν βεβαιότητα, ότι θά τούς καταντήσουν είς πλήρη άταξίαν, νά τούς χαλάσουν καί νά τούς διασκορπίσουν νά διαλυθή αυτό τό στρατόπεδον. Ό δέ Τσιαβέλας καί οί μετ' αυτού έλεγον δτι τό σχέδιον αυτό τό βλέπουν άπερίσκεπτον καί άτελέσφόρητον καί έγνωμοδοτούσαν νά κτυπήσουν τούς εχθρούς εις τά στενά τής Αιτωλίας. Μή ευρεθέντων λοιπόν συμφώνων ο Μάρκος επιμένων τούς άπήντησεν, δτι έγώ μ' δσους μ' άκολουθήσουν θά τούς κτυπήσω αυτήν τήν νύκταν αποφασιστικά. (Τούς έξηγήθη δέ καί έν ποία ώρα καί μέ ποίον σύνθημα) κι άν αγαπάτε καί σεις, υπάγετε άπό τό άλλο μέρος τών σκηνωμάτων καί, δταν ίδήτε τό σύνθημα, λαμβάνετε μέρος είς τήν μάχην, καί ύπεσχέθησαν δτι θέλουν ακολουθήσει. Ό Μάρκος λοιπόν κατά τήν άπόφασίν του προσέβαλε έχθρικόν στρατόπεδον ρίψας ώς σύνθημα τρία τουφέκια, ήχησε δέ καί ή σάλπιγξ κατά τήν 10 ώραν προ τού μεσονυκτίου Αυγούστου 9 1823. Ώς έκ τής αιφνίδιου ταύτης καί άπροσδοκήτου προσβολής, οί Τούρκοι κατεταράχθησαν, κατήντησαν είς πανικόν φόβον καί άπελπισίαν, φωνάζοντες, τουφεκίζοντες καί φονευόμενοι μεταξύ των ό είς τού άλλου ώς έχθρός είς τό σκότος καί κατασφαζόμενοι άπό ολίγους 'Ελληνας· και ένώ κατήντησαν είς άταξίαν καί έτοιμοι είς λιποταξίαν δια σωθώσι (κρίμασιν οίς οίδεν ό Κύριος καί βάσκανος τύχη της Ελλάδος) βολή τις εχθρική έκτύπησεν είς τήν κεφαλήν τον Μάρκον καί έπεσεν νεκρός υπέρ τής Πίστεως καί τής Πατρίδος μαχόμενος. Τον δέ νεκρόν του άρπάσας ό εξάδελφος του Τούσιας Βότσιαρης μετά τών οικείων του είς τους ώμους έξήλθον άπό τό πεδίον τής μάχης. Ό Τζαβέλας καί οί περί αυτόν δέν έλαβον ένεργητικόν μέ­ρος είς τήν μάχην αυτήν (ώς διεφημίσθη τότε), άλλ' άφού έφονεύθη ό Μάρκος καί έπαυσεν ό προς εκείνο τό μέρος πυρο­βολισμός, τότε ήρχισε καί προς τό μέρος του Τζαβέλα νά πυ­ροβολούν, άλλα χωρίς αποτέλεσμα, καί είναι πιστευτόν ότι άπό τό μέρος τό οποίον θέλουν τινές νά ειπούν δτι έπολέμησεν ό Τσιαβέλας καί οί περί αυτόν, μήτ' έφονεύθη μήτ' έπληγώθη ουδείς· μόνον είς τό μέρος είς τό οποίον έφονεύθη ό Μάρκος, έφονεύθη πλησίον του καί ό σαλπιγκτής του καί 4 σύντροφοι του καί 3 έπληγώθηκαν. Άπό δέ τούς εχθρούς έφονεύθηκαν υπέρ τούς τριακόσιους. Πολλά έρρέθησαν τότε διά τον θάνατον του Μάρκου, διά τήν άποτυχίαν αυτής τής εκστρατείας, καί διάφοραι ύπόνοιαι έμεσολάβησαν καί πολλοί ηθέλησαν νά πιστεύσουν, δτι ήκολούθησεν επιβουλή δολοφονίας άπό συμπατριώτας του, άλλ' εγώ μήτε βεβαιότητα έχω μήτε δύναμαι νά εγγυηθώ αν υπήρξεν ή όχι! 'Αλλοι δέ, οίτινες γνωρίζουν τά πράγματα τής Στερεάς Ελλάδος ώς αύτόπται καί αύτήκοοι γεγονότες δύνα­νται νά αναφέρουν άπαθώς περί τών διατρεξάντων τήν άλήθειαν είς τήν άμερόληπτον Ίστορίαν τής Πατρίδος. Μετέφερον δέ τον ένδοξον τούτον νεκρόν είς τό Μισολόγγι τον όποίον έδέχθηκαν άπαντες μέ καρδιοστάλακτα δάκρυα καί γοερούς αναστεναγμούς καί τον ενταφίασαν καί έθρήνησεν όλη ή πατρίς, διότι έχασεν ένα έκ τών ανδρείων πολεμιστών καί προμάχων της. Οί δέ διασκορπισθέντες στρατιώται καί αρχηγοί συνήχθησαν μετά τινας ημέρας είς τήν Καλιακούδαν καί συνεκεντρώθησαν, άλλά συγχρόνως έφθασε καί ό εχθρικός στρατός καί συμπλοκής άκολουθησάσης άνευ τής ανήκουστης αντιστάσεως άψύχησαν είς τόσον βαθμόν, ώστε οί εχθροί μέ μίαν όρμήν τούς έσχισαν είς τό μέσον καί διεσκορπίσθησαν κακήν κακώς. Έφονεύθησαν δέ ό Ζυγούρης Τσιαβέλας, ό Γεώργης του Μήτζιου Κοντογιάννη, ό αδελφός του Γεώργη Κίτσιου καί άλλοι 48 στρατιώται καταδιωκόμενοι άπό τούς Τούρκους χωρίς φονευθή ή πληγωθή ουδείς Τούρκος. Καί τότε έγινε έπαισθητή προς αυτούς ή έλλειψις του Μάρκου. Οί δέ εχθροί άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως ή πρόσκομμα έφθασαν αντίκρυ τής Αίτωλικού καί τό έπολιόρκησαν κτητικώς. Καί διαμείνας είς τήν πολιορκίαν αυτού καί του Μισολογγίου άρκετόν καιρόν καί μή δυνηθείς νά κατορθώση άλωσιν αυτών κατά τήν έπιθυμίαν του, καθότι εύρεν άτρόμητον καί άπαραδειγμάτιστον καρτερίαν καί άντίστασιν από τούς πολιορκουμένους, καί άπωλέσας τό ήμισυ του στρατού έκ του πολέμου καί τής επιδημικής νόσου καί έκ τής κακοπαθείας καί απελπισθείς άνεχώρησεν αίφνης κατά τά τέλη Νοεμβρίου καταπυρπολήσας τάς σκηνάς του καί όλα τά λοιπά αναγκαία του στρατοπέδου εκείνου καί διευθύνθη διά πολλών κινδύνων είς τήν 'Αρταν καί εκείθεν άνεχώρησε διά τήν Πατρίδα του. Περί τούτου φρονώ ότι θέλουν εξιστορήσει άλλοι μέ αμεροληψίαν, γνωρίζοντες έκ του πλησίον τά καθέκαστα καί διαφόρους μάχας, αίτινες συνέβησαν είς τήν διάρκειαν της πολυθρυλήτου αυτής εκστρατείας.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Αντιπρόεδρος Κολοκοτρώνης και ο στρατηγός Δεληγιάννης σπεύδουν να εισπράξουν τον έρανον.

'Ανεχώρησα λοιπόν άπό τό Σοφικόν καί έφθασα μέ τους στρατιώτας μου είς Τριπολιτσάν, όπου έκατοικούσα τότε με τήν οίκογένειάν μου. Αύθωρεί ήλθεν ό Κολοκοτρώνης, Υπουργοί καί έκ διαλειμμάτων κατόπιν οί βουλευταί όλοι καί με έχαιρέτησαν καί άπαντες μέ προτροπάς καί παρακλήσεις εξεφράσθησαν νά μήν καταδεχθώ νά κινηθώ κατά τοιούτων αθλίων δολοφόνων μεχρισότου άπαντηθή ό κίνδυνος της πατρίδος από τα στίφη των εχθρών και έπειτα ας κάμω οποί­αν χρήσιν θέλω του δικαιώματός μου. Σκεφθείς λοιπόν μετά τών έκεί ευρεθέντων αδελφών μου Άναγνώστου, Κωνσταντάκη και Πανάγου και μετ' άλλων συγγενών και οικείων μας, διά νά μην φανώμεν ημείς οί πρωταίτιοι της κατα­στροφής της πατρίδος μας και χυθή αίμα άδελφικόν, άπεφασίσαμεν νά μην κάμωμεν ουδέν κίνημα και ό καιρός νά μάς γίνη διδάσκαλος. Τούτο ευχαρίστησε και την Κυβέρνησιν και την Βουλήν και τον Κολοκοτρώνην και δλους τους φιλοπάτριδας και φρόνιμους διά την τόσην άμνησικακίαν, μετριοπάθειαν και γενναιοψυχίαν όπού έδείξαμεν, ένώ έγνώριζαν άπαντες δτι εις έκείνην την έποχήν ήδυνάμεθα νά τούς καταστρέψωμεν, μέ τό νά ήτον συναγμένοι εις τά Λαγκάδια υπέρ τούς δισχιλίους στρατιώται αυθόρμητοι νά εκδικηθούν και δέν περιέμενον άλλο παρά τήν έδικήν μου άπόφασιν διά νά κινηθούν. Ήτον τω όντι άξιοπαρατήρητος τότε και αξιομνη­μόνευτος διά τήν Ίστορίαν ή ανεξικακία και ή γενναιοψυχία του Άνάστου Δεληγιάννη, ό όποίος μέ έγραψεν ιδιοχείρως, δτι έάν κάμης κίνημα κατά τών δολοφόνων μου, θέλει έχω σέ εις τό έξής ώς δολοφόνον μου καθότι καταστρέφεις τήν ύπόσχεσιν και τον όρκον, τον όποίον έδωκα εις τον Θεόν, νά αποθάνω υπέρ τής πατρίδος και είτε από Τούρκους φονευθώ ειτε από κακούργους δολοφόνους Έλληνας ό φόνος αυτός είναι υπέρ τής Πατρίδος। Και επειδή έδολοφονήθην υπέρ τών νόμων και τής Κυβερνήσεως τής πατρίδος δέν απαιτώ ούδεμίαν ίκανοποίησιν και μάλιστα δι' εμφυλίου πολέμου νά χύσωμεν αίμα άδελφικόν ένεκα ολίγων κακούργων κτλ. Ήναγκάσθην λοιπόν και έγραψα τών αδελφών μου Δημητράκη και Νικολάκη νά ευχαριστήσουν έκ μέρους μας όλους τούς στρατιώτας και ιδίως τούς καπεταναίους μας διά τήν τόσην άγάπην, προθυμίαν καί έμπιστοσύνην τήν όποίαν αύθορμήτως έδειξαν προς ημάς καί νά τούς δώσουν τήν άδειαν νά απέλθει έκαστος εις τά ίδια. Έκράτησα καί εγώ τριακόσιους έκ των δσων μέ παρηκολούθουν, εις δέ τούς λοιπούς έδωκα τήν άδειαν καί άπήλθον εις τάς οικογενείας των. Έγραψα δέ και προς τήν Κυβέρνησιν περί τών πράξεών μου τοιούτων, ήτις έπήνεσε τήν αύταπάρνησιν καί γενναιότητά μου καί μ' ευχαρίστησε διά τον τρόπον μου αυτόν, καί συγχρόνως μέ διέταξε νά ακολουθήσω τον άντιπρόεδρον Κολοκοτρώνην, να άπέλθωμεν εις τάς επαρχίας Καρυταίνης καί Μεσσηνίας, να συνάξωμεν τον έρανον.
Διά νά μήν δώσω λοιπόν αίτίαν υπονοιών καί δυσαρεσκείας εις τον Κολοκοτρώνην καί λάβουν επιχείρημα οί υιοί του, oι συγγενείς καί κόλακες του, τό όποίον έπεθύμουν, διά να επιφέρουν τήν μεταξύ μας διαίρεσιν έτι χειροτέραν τής προτέρας, τά παρέβλεψα δλα καί έθυσίασα μέ αύταπάρνησιν τήν φιλοτιμίαν μου καί τον ήκολούθησα μέ 300 στρατιώτας μου. Είχε καί αυτός τούς γραμματικούς του Μιχαλάκην Οίκοινόμου καί Κόκκαλην, τούς ύπασπιστάς του Φωτάκον καί Ζαφειρόπουλον καί είκοσιν ώς έγγιστα στρατιώτας oίτινες τον ήκολούθουν, καί άπήλθομεν εις τήν Δημητσάναν πρωτεύουσαν τής επαρχίας Καρύταινας, δπου εύρομεν συναγμένους δλους τούς προκρίτους τών κωμοπόλεων καί χωρίων καί μερικούς αμερόληπτους άπό τήν Ήλιοδώραν'
τούς ώμίλησε περί του εράνου, οίτινες προθύμως παρεδέχθησαν, δτι θέλουν δώσει τον κατά λογον εις τον Έπαρχον νά τον συνάξη καί ότι εντός δύο εβδομάδων εμβάζουν τά χρήματα εις τήν Κυβέρνησιν... Έξεφράσθη δέ καί απείρους άπειλάς (απόντος έμού κατά τών λαβόντων μέρος εις τήν δολοφονίαν του Άνάστου Παλουμπαίων. Έγώ δμως δέν κατεδέχθην νά αναφέρω ούτε λέξιν περί αύτού του αντικειμένου μήτε νά δείξω τοιαύτην αγενή άνανδρίαν διά νά φοβερίσω, άλλ' έσυστήσαμεν προς πάντας τήν εύπείθειαν εις τήν Κυβέρνησιν, τήν υποταγήν είς τούς νόμους καί τήν προς αλλήλους ένωσιν καί άγάπην χωρίς νά άκολουθήση ή παραμικρά δυσαρέσκεια ή ψυχρότης είς κανέ­να' καί ούτως άναχωρήσωμεν εν άκρα ησυχία καί άπήλθομεν είς τήν Μεσσηνίαν.
Φθάσαντες είς τό χωρίον Σκάλαν ήλθε μία επιτροπή από τό Νησί έκ τριών προκρίτων απεσταλμένη άπό τήν κοινότητα των (ή μάλλον ειπείν άπό τάς ενεργείας τών γραμματικών του, τών υπασπιστών του καί τινων έκ τών παρακολουθού­ντων αυτόν κολάκων του) νά άναγγείλη είς τον άντιπρόεδρον Κολοκοτρώνην, ότι δέν τον δέχονται νά είσέλθη είς τήν πόλιν των, μήτε έρανον δύνανται νά πληρώσουν, καί, δτι, έάν δέν πεισθή νά άκούση τάς παρακλήσεις των, ευρίσκονται είς τήν δυσάρεστον θέσιν νά αντιτάξουν τήν βίαν κατά τής βίας διά τών δπλων.
Αυτό τό στρατήγημα ένηργήθη άπό τούς υιούς του, άπό τον Πλαπούταν, Νικηταράν καί τών λοιπών μελών τών συ­νωμοτών, διά νά ρίψουν τήν ήθικήν έπιρροήν του, νά τον μη­δενίσουν, ώστε νά υποχρεωθή καί άκων νά άποχωρισθή άπό ημάς, νά τον επαναφέρουν είς ην τον ειχον προτέραν κατάστασιν, νά τον άγουν καί νά τον φέρουν κατά τό δοκούν।
Ό Κολοκοτρώνης έμεινεν εμβρόντητος άπό αυτό τό άπροσδόκητον τόλμημα τοιούτων ψοφοδεών ανθρώπων έφρύαξεν, ήπείλησεν, έφώναξεν, αλλά έμειναν απτόητα τά μέλη τής επι­τροπής εκείνης, καθώς ήτον προδιαθετειμένα. Ήναγκάσθημεν λοιπόν καί μετέβημεν είς τό Άναζύρι, είς τήν οίκίαν τών Παπατσώνηδων, δπου εύρομεν λαμπράν υποδοχήν καί περιποιή­σεις καί συναγμένους δλους τούς προκρίτους τής επαρχίας Έμλακίων, οίτινες είπον είς τον Κολοκοτρώνην, δτι είναι εύπειθείς είς τάς διαταγάς τής Κυβερνήσεως καί έχουν έτοιμον τον κατάλογον τής διανομής διά νά τά συνάξουν καί έζήτησαν δυο εβδομάδων προθεσμίαν, τήν οποίαν δέν τούς τή ήρνήθη, άλλά αυτοί έθεώρουν δτι αν πληρώση τό Νησί καί η Καλαμάτα καί αι λοιπαί, τότε νά πληρώσουν καί αυτοί, καθότι έγνώριζον δτι δέν άφηναν οί υιοί καί συγγενείς τού Κολοκοτρώνη νά δώσουν τον έρανον αυτόν.
Τή επαύριον άναχωρήσας ό Κολοκοτρώνης ν' άπέλθη είς Νησί άπέχον μίαν ώραν τούτ' Άναζυρίου, συνοδευόμενος άτι δλην τήν φρουράν μας (έκτος έμού, τών υπασπιστών κα γραμματικώς μου διαμείναντες είς τήν οίκίαν τών γυναίκαδέλφων μου) εύρεν έκτος του Νησίου συναγμένον δλον τόν λαόν άνδρας γυναίκας καί παιδία ού μόνον τών κατοίκων άλλά καί τών γειτνιαζόντων χωρίων. Τον είπον καί τον παρεκάλεσαν νά αναχωρήση αμέσως καί νά μήν θελήση νά καταστραφή ένας ολόκληρος λαός, καθότι είναι αποφασισμένοι νά αποθάνουν δλοι μέ τά δπλα είς τάς χείρας, είς τά ερείπια τών οικιών τους, παρά νά τον δεχθούν.
'Ωστε καταντήσας είς τήν παντελή άμηχανίαν άνεχώρησε μέ άπειλάς μέν άλλά μέ πολλήν λύπην καί πικρίαν καί διαβάς είς τήν Μικρομάνην διενυκτέρευσεν έκεί καί απήλθε τήν επαύριον εις τήν Καλαμάταν, άλλά δέν εύρε τήν προσδοκωμένην ύποδοχήν, άλλ' ουδέ καί άντίστασιν ένεκα τής Προεδρίας του Πετρόμπεη. Έζήτησε καί έκεί τον έρανον, άλλ' έλαβε τήν αυτήν άπάντησιν, δτι δταν ίδωμεν καί πληρώσουν δλαι αί έπαρχίαι, πληρώνομεν καί ημείς. Βλέπων λοιπόν τοιαύτην άψηφησίαν καί κατάστασιν πραγμάτων, ανέφερε τά γεγονότα είς τήν Κυβέρνησιν, έζήτησεν καί οδηγίας ποίον δρόμον νά βαδίση.
Ήτον ή εποχή περί τά μέσα του Αυγούστου, δτε ή Μεσ­σηνία έπλημμυρούσεν άπ' δλας τάς όπώρας, οίον σύκα, στα­φύλια, πεπόνια καί άλλα, ήκολούθησε δέ καί μία τρομερά θερ­μοκρασία είς τήν άτμοσφαίαν, ώστε οί στρατιώται, τρώγοντεςκατά κόρον άπό αύτάς καί όντες ορεινοί, εντός δέκα ήμερών ότε ήλπιζον νά ληφθή ή άπάντησις τής Κυβερνήσεως ήσθένησαν άπαντες άπό λοιμικήν νόσον.
Ήσθένησεν επίσης καί ό Κολοκοτρώνης, άλλ' αυτός άνεχώρησε ευθύς μετά τών ολί­γων εκείνων δορυφόρων του καί τρέξας νυχθημερόν άπήλθεν είς τήν Τριπολιτσάν, όπου μεθ' ημέρας άνέρρωσε. Τελευταίον πάντων ήσθένησα καί έγώ άπό ένα τυφώδη πυρετόν βαρέως. Έφερον αμέσως ιατρούς καί ιδίως τον Κάββαν, καί μέ επε­σκέφθησαν, άλλ' έκ τών πολλών αιμάτων, βδελλών καί τής δεινότητος τής ασθενείας κατήντησας είς μεγάλην άτονίαν μέ έσήκωσαν είς τον κράββατον είκοσι δυνατοί άνδρες καί διά 24 ώρας μέ άπήγαγον ήμιθανή είς τήν Τριπολιτσάν όπου διέμεινα κλινήρης τρεις ώς έγγιστα μήνους. Τούς δέ στρατιώτας μου άπαντες τούς έστειλαν οί Παπατσώνηδες είς τάς οικίας τους φορτωμένους είς τά ζώα όλους ασθενείς. Καί ούτως έτελείωσεν εκείνη ή πολυθρύλητος εκστρατεία, ένεκα τής οποίας καί ή ζωή μου έκινδύνευσε καί υπέρ τάς πενήντα χιλιάδας γρόσια έξόδευσα έξ ιδίων μου.
ΠΗΓΕΣ:

ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Κυβέρνηση- Μαυροκορδάτος-Κολοκοτρώνης-Δολοφονία Ανάστου Δεληγιάννη.

Επειδή, ώς προείρηται, τά εχθρικά στρατεύματα, τριάντα σχεδόν χιλιάδες, έκινήθηκαν μάλλον κατά της Ανατολικής Ελλάδος, και εν μέρει κατά της Δυτικής, και άπελπισθέντα τά μέρη εκείνα, μή δυνάμενα νά άνθέξουν εις τόσα στίφη βαρβά­ρων, (επειδή και οί περισσότεροι των καπεταναίων αυτών ήτον προσκυνημένοι με τό λεγόμενον καπάκι καί είχον τά αρματολίκια), κατέφυγον οί κάτοικοι αυτών εις τά δρη καί είς τά δάση καί μέρος είς τάς νήσους του Αιγαίου καί οί πλείστοι είς τήν Πελοπόννησον διά νά σωθώσι αί οικογένειαί των από τήν αίχμαλωσίαν. Κατέφυγον δέ καί είς τήν Κυβέρνησιν δι' αλλεπαλλήλων αναφορών καί αποστολών, έξαιτούμενοι Πε­λοποννησιακά στρατεύματα. Άλλ' ή Κυβέρνησις πού νά τά εύρη; ή ποίος τήν ήκουε τότε; Ένώ έτρεχον οί απονενοημένοι συνωμόται είς τάς επαρχίας με τάς έπαναστατικάς έκείνας προκηρύξεις, λέγοντες καί διαβεβαιούντες τους λαούς ότι τουρ­κικά στρατεύματα μήτε ήλθον, μήτε υπάρχουν είς τήν Ρούμελην, μήτε τολμούν πλέον νά έλθουν, άφού είδον τήν κατα-στροφήν του Δράμαλη, τήν πτώσιν του Ναυπλίου καί τήν καταστροφήν πέντε πασιάδων είς τό Μισολόγγι, καί ότι αυτά τά ψεύματα τά πλάττουν οί προύχοντες της Πελοποννήσου μέ την κυβέρνησιν οπού την έκαμαν εδικήν τους καθώς ήθελον διά νά έβγάλουν έξω τά Πελοποννησιακά στρατεύματα, νο εύρουν άρμόδιον τον καιρόν νά συνάξουν τάς προσόδους, τρία εις τά δέκα, νά τάς φάγουν, και άλλα πολλά τοιαύτα προσκόμματα έτεκταίνοντο, ώστε δεν έστάθη δυνατόν νά ξεκινήσουν μήτε πεντακόσιοι στρατιώται καί καταντήσασα ή Κυβέρνησις κατ' άμφω είς άμηχανίαν άπεφάσισεν ή ιδία (διά νόμου εκδοθέντος είς τά τέλη Μαΐου) νά έκστρατεύση διά τον Ίσθμόν, τά ήμισυ μέλη, τά δ' άλλα ήμισυ διά τάς Πάτρας, νο δυνηθώσι καν εκείθεν νά δώσουν παρηγορίαν τινά είς τούς πά­σχοντας καί άπελπισθέντας αδελφούς μας, νά έμψυχωθώσι. Τότε δέ διά πολλών κόπων καί παρακλήσεων, έξεκόλλησαν καί τον Όδυσσέα από τήν Τριπολιτσάν είς τήν οποίαν διέμενεν μέ τούς διακοσίους του διά νά κατορθώσουν τήν άσυδοσίαν καί άναρχίαν, νά διαλύσουν τήν Κυβέρνησιν καί νά συστήσουν το ποθούμενον είς αυτούς Γοβέρνο Μιλιτάρε, καί άπήλθεν εις τήν Ρούμελην, άλλ' ούδεμίαν ώφέλειαν έπροξένησεν ό πηγαιμός του. Έξεκίνησε καί ό Νικηταράς μέ τριάντα Λεονταρίτας, καί μέ εξήντα Βουλγάρους ό Χατζηχρίστος, καί άπήλθον είς τον Κορινθιακόν Ίσθμόν, περιμένοντες νά υπάγουν καί άλλα πολ­λά Πελοποννησιακά στρατεύματα νά ενωθούν καί νά εξέλθουν ώστε μή έχοντες τήν άνήκουσαν δύναμιν νά εξέλθουν είς τήν Ρούμελην έμενον εκεί.

Άποφασίσασα, ώς είρηται, ή Κυβέρνησις νά εκστράτεύση διά τήν Κόρινθον, καί εκείθεν οί μέν διά τά Μέγαρα καί Σα­λαμίνα, οί δέ διά της Πάτρας, μέ
διέταξεν υποχρεωτικώς νά τήν ακολουθήσω ώς φρουρά αυτής μέ πεντακόσιους περίπου στρατιώτας, μή έχουσα έμπιστοσύνην είς ούδένα άλλον, καί μ' όσα μέσα
μετεχειρίσθην νά αποφύγω αυτόν τον διορισμόν, διά νά αποφύγω μάλλον τήν
άντιπάθειαν καί άντιζηλίαν των, ώς είρηται, συνωμοτών, υποσχεθείς προς αυτήν νά
έκστρατεύσω διά τήν Ρούμελην μέ έπέκεινα τών χιλίων στρατιωτών δι' ιδίων εξόδων
μου, καθώς άπ' αρχής του αγώνος έπραττον τούτο μετά τών αδελφών μου, άλλ' έστάθη αδύνατον.

Ωστε ανα­γκασθείς, έγραψα αμέσως καί ήλθον πεντακόσιοι εξήντα στρατιώται καί έσυνόδευσα τήν Κυβέρνησιν από τήν Τριπολιτσάν καί άπήλθομεν είς τά Κλημεντοκαίσαρη χωρία της Κο­ρίνθου, όπου εύρομεν συνηγμένους εκεί άπαντας τούς προκρί­τους της επαρχίας εκείνης, καί διαμείνανατες ημέρας τινάς καί συνάξασα ή Κυβέρνησις μόλις εβδομήντα χιλιάδας γρόσια δι' έρανον της επαρχίας εκείνης, τό άνάλογον έκ τών 500 χι­λιάδων, ό όποίος υπεβλήθη νά πληρώση ή Πελοπόννησος. Καί ένώ ήτοιμάζετο νά αναχωρήση ή Κυβέρνησις έφθασεν ή είδησις από τήν Τριπολιτσάν, ότι τά εκεί έλθόντα στρατιω­τικά σώματα άπό τήν Λακεδαιμονίαν καί από τήν Άρκαδίαν συνεκρούσθησαν μεταξύ των καί πολεμήσαντα διά τών όπλων ήμισείαν ήμέραν έφονεύθηκαν δύο άπό τό εν μέρος καί τρεις άπό τό άλλο καί μόλις οί βουλευταί έπεσαν είς τό μέσον καί τούς έχώρισαν.
Λαβών τούτο ώς επιχείρημα ό Κολοκοτρώνης (άλλ' ότι άνεκαλύφθη έπειτα του έγραψαν ιδίως οί πρώην συνωμόται του ότι μετά τήν άπό Τριπολιτσάν άναχώρησίν του ενήργη­σαν οί ενάντιοι των καί τό Βουλευτικόν σώμα έξελέξατο πρόεδρον αύτο τον Μαυροκορδάτον, γενικόν όντα Γραμματέα τοΰ Εκτελεστικού, παραιτηθέντος του Ιωάννου Όρλάνδου. Τούτο έτάραξε τήν χολήν της συμμορίας των ταύτης καί τον έπαρακινούσαν οί κόλακες του νά έπιστρέψη είς τήν Τριπολι­τσάν διά νά σκεφθώσι νά πάρουν ένα δρόμον) καί απεφάσισε νά αναχωρήση. Μ' όλας τάς προσπάθειας τών λοιπών μελών της Κυβερνήσεως καί τούς δικαιολογημένους ορθούς λόγους, έστάθη αδύνατον νά συγκατατεθή νά μείνη· καί ούτως άνεχώρησεν αμέσως. Καί ένώ ήτον ό Μεταξάς διορισμένος νά άπέλθη είς τάς Πάτρας νά ένωθή μετά τού Ζαΐμη, ήναγκάσθη καί έμεινε μετά τού Προέδρου Μαυρομιχάλη καί του Σ. Χαραλάμπη, καθότι έμενεν ατελές τό σώμα της Κυβερνήσεως καί ειδοποίησαν τό περιστατικόν τούτο είς τον Ζαΐμην χωρήσαμεν εκείθεν καί ύπήγομεν είς τό Σοφικόν, πλήσίον τών Μεγάρων, καί έτοποθετήθη έκεί ή Κυβέρνησις.
Ό δέ Κολοκοτρώνης φθάσας εις Τριπολιτσάν διέταξεν αμέσως (ώς έχων πληρεξουσιότητα άπό τήν Κυβέρνησιν να διορίση είς ποίαν έκστρατείαν νά άπέλθη έκαστον τών συμπλακέντων σωμάτων) καί τούς μέν Άρκαδινούς διέταξεν απέλθουν είς τάς Πάτρας, τούς δέ Λακεδαιμονίους εις τα Μέγαρα καί έτελείωσε καί αύτη ή σκηνή.
Ύπήγον λοιπόν καί βουλευταί πολλοί καί οί ύπουργοί επεσκέφθησαν τον Κολοκοτρώνην, ώς άντιπρόεδρον. Σύν τοις άλλοις υπήγε καί ό Μαυροκορδάτος, νέος Πρόεδροι Βουλής, νά τον έπισκεφθή, άλλ' άμα έμβήκεν είς τήν οικίαν του, τον εδέχθη μέ τον πλέον άνοίκειον καί βάρβαρον τρόπον χωρίς καν νά σεβασθή τήν ύψηλήν θέσιν του Προέδρου, και με αλόγους φωνασκίας καί απρεπείς εκφράσεις τον λέγει να ύπάγη νά δώση τήν παραίτησίν του αμέσως άπό τήν προεδρίαν, άλλως είναι αναγκασμένος νά τον έξορίση κακήν κακώς άπό τήν Ελλάδα, ώς ταραξίαν. Αυτός τον απήντησεν μέ εύσχημοσύνην, ότι ή Βουλή τον έδιόρισεν άνευ τής συγκαταθέσεώς του, ένώ κατείχεν όμοίαν μέ αυτήν θέσιν του Γ. Γραμματέως, ό έστί Πρωθυπουργός, καί ότι χωρίς να τον θέση είς τοιαύτας ασχολίας, θέλει δώση αμέσως τήν παραίτησίν του. Καί ούτως ήκολούθησεν' άλλ' ή Βουλή δέν τήν δέχθη, μάλλον τον προσεκάλεσεν επισήμως καί τήν έπιούσαν συνεδρίασε. Τούτο μαθών ό Κολοκοτρώνης κατεταράχθη έγινε μανιακός έκ του θυμού, καί του παρήγγειλε μέ έτι άπεσταλμένον, ότι θά τον φέρη είς δεινήν θέσιν καί θά κινδυνεύση ή ζωή του.Ύπήγον δέ προς αυτόν καί πολλοί φίλοι του καί τον είπον ότι κάμνει φρόνιμον νά αναχωρήση εκείθεν περιφρουρημένος άπό πιστούς στρατιώτας καί κρυφίως, καθότι έτεκταίνετο κατ' αυτού δολοφονία. Αναγκασθείς λοιπόν κατέφυγεν είς τήν οίκίαν του Αναστασίου Λόντου, ώς φίλον του, καί αυτός τον συνώδευσε μέ πιστούς στρατιώτας του, τον εξήγαγε τήν νύκταν έκείνην ό ϊδιος,
καί κατεβάσας αυτόν άπό τό τείχος του φρουρίου καί τρέξας όλην τήν νύκταν δρομαίως καί φθάσας είς τό "Αστρος, έμβήκεν αμέσως είς εν πλοιάριον καί έφθασεν είς τήν "Υδραν όπου εξασφαλισθείς διέμενεν υπό τήν προστασίαν τής Κουντουριωτικής οικογενείας διά τινα και­ρόν. Άλλ' οί περί τον Κολοκοτρώνην διεφήμισαν έπειτα, ότι ό Αναγνώστης Δεληγιάννης, βουλευτής τής Καρύταινας, έπιθυμών τήν Προεδρίαν τής Βουλής, άπεπειράθη νά κακο­ποίηση τον Μαυροκορδάτον καί διά τούτο φοβηθείς άνεχώρησε, μέ σκοπόν νά δυνηθούν μέ τήν τοιαύτην φήμην, τήν όλως άνύπαρκτον, νά καλύψουν τήν κατ' αυτών κατακραυγήν καί δυσφημίαν (δι' αυτό τό αύθαίρετον άνοσιούργημα) όλων τών Ελλήνων.

Ό Κολοκοτρώνης, έχων 20 ημερών άδειαν άπό τό Έκτελεστικόν νά διαμείνη είς Τριπολιτσάν, καί παρελθούσης αυτής τής προθεσμίας, δέν τον άφηνον πλέον οί κόλακες νά ακολουθή μέ τό Έκτελεστικόν καί τον έκατόρθωσαν νά μένη είς τήν Τριπολιτσάν νά διοική τήν Πελοπόννησον δικτατο­ρικούς, δυνάμει τής αντιπροεδρίας, διά νά δυνηθούν διά πα­ντοίων μέσων νά διαλύσουν καί τήν Βουλήν καί τό Έκτελε­στικόν νά συστήσουν τό πάντοτε έπιθυμητόν εις αυτούς Γοβέρνο μιλιτάρε, νά συνάξη δέ καί τον έρανον τής Πελοποννή­σου. Καί μ' όσας προτροπάς καί παρατηρήσεις τον έκαμαν οί συνάδελφοι του άπό τό Σοφικόν νά έπιστρέψη, αυτός άπαντούσεν ότι ήτον μεγαλύτερα ή ανάγκη νά ευρίσκεται είς τήν Τριπολιτσάν καί τής Βουλής τάς παρεκτροπάς νά άναχαιτίζει και τήν στρατολογίαν νά ενεργή καί τον έρανον νά συνάξη καί έπί τέλους νά κρατή τήν Πελοπόννησον είς ισορροπίαν να μήν ίσχύση δήθεν ή Αγγλική φατρία. Καί άλλας τοιαύτας προφάσεις έπρότεινεν ώστε διέμεινεν έκεί πάντοτε, άγόμενος καί φερόμενος κατά τάς εμπνεύσεις τών γραμματικών καί τών κολάκων του.
Κατά τά μέσα του Ιουλίου, άπήλθεν ό 'Ανάστος Δεληγιάννης (ώς προείρηται) είς Δημητσάναν, ώς επίτροπος Κυβερνήσεως καί έπροεκήρυξαν μετά του Έπαρχου τήν έναρξιν τής δημοπρασίας είς ρητήν ήμέραν. Είς αυτήν συνήλθον, άπαντες οί προκριτώτεροι τών κωμοπόλεων καί χωρίων, όσοι είχον τήν διάθεσιν νά ενοικιάσουν προσόδους. Τήν προτεραίαν είχον τήν διάθεσιν νά ενοικιάσουν προσόδους, την προτεραίαν δέ τής ενάρξεως συνήλθον άπαντες είς τό 'Επαρχιακόν χιακόν Κατάστημα νά αναγνώσουν τον περί ένοικιάσεων νόμον και τάς διαταγάς τής Κυβερνήσεως, διά νά γνωρίζουν ποίους όρους θά ενοικιάσουν' καί άναγνωσθέντων είς έπήκοον πάντων ότι αί ίδιοκτησίαι νά δώσουν έν δέκατον, τά δέ έθνικά δύο είς τά δέκα.
Παρευρέθηκαν δέ είς τήν συνάθροισιν αυτήν υπέρ τους τριάντα Παλουμπαίοι προκα τειλημμέ νοι διά τήν δολοφονίαν, τήν οποίαν είχον άπόφασιν νά πράξουν, καί έξαρχοι αυτών ήτον οί δύο Πλαπουταίοι, Παρασκευάς καί Θανάσης αδελφοί του νυν στρατηγού, γερουσιαστού κτλ. Δημ Πλαπούτα, ό σύγγαμβρός του ό Πανουριάς, ό Κωνσταντής Τσιραλής, (ό δολοφόνος) ο γαμβρός του καί ό Μαστρογεώργης, όλοι ώπλισμένοι' ήτον δέ καί δέκα ώπλισμένοι του 'Ανάστου Δεληγιάννη, άλλ' άνευ ουδεμιάς υπόνοιας του στυγερού σκοπού. Έν μιά φωνή έκραύγασαν οί Παλουμπαίοι μέ όργήν, ότι ήμείς ένα είς τά δέκα θά δώσωμεν είς τά εθνικά, καθότι τοιαύτην ύπόσχεσιν μας έδωκαν οί αρχηγοί μας. Ό 'Ανάστος Δεληγιάννης τους ώμίλησε μ' όλην τήν άπάθειαν καί φρόνησιν, λέξας προς αυτούς, ότι τον νόμον αυτόν τον έκαμεν όλόκληρον τό Έθνος καί ή Κυβέρνησις ενεργεί τους νόμους, ημείς χρεωστούμεν νά πειθώμεθα είς τούς νόμους, νά δώσωμεν τούς φόρους μας, νά οίκονομήση ή Κυβέρνησις τά στρατεύματα καί τάς λοιπάς άνάγκας του Έθνους, καθότι ή πατρίς είναι είς κίνδυνον άπό τήν πλημμύραν τών έχθρών οίτινες συνέρρευσαν καί είναι δίκαιον νά δώσωμεν καί κάτι περισσότερον κτλ. στοχαζόμενος νά τούς πείση είς τον ορθόν λόγον καί τό δίκαιον. Αυτοί ήρχιζαν νά εξυβρίζουν αυθαδών μέ εκφράσεις αίσχράς τήν Κυβέρνησιν, τούς νόμους καί τό Έθνος· όλοι οί πρόκριτοι καί ό έπαρχος άντέκρουσαν πει­σματώδους τήν τοιαύτην αύθάδειαν καί ταραχής καί κρότου προκύψαντος ένεκα τών πολλοτάτων φωνών καί χειρονο­μιών καί εύρών άρμοδίαν τήν περίστασιν ό δολοφόνος έν τω μέσω τοιούτου θορύβου έπυροβόλησε μέ τήν πιστόλαν κατά τού 'Ανάστου Δεληγιάννη καθήμενου είς τήν γωνίαν χαμαί διό νά τον κτυπήση είς τό στήθος, άλλ' αυτός άσηκωθείς αίφνης τον έπήρεν είς τον χονδρόν μηρόν καί έβγήκαν τά μο­λύβια τό όπισθεν μέρος. Έσηκώθηκαν άπαντες όρθιοι φωνάζοντες καί άλαλάζοντες καί εύρόντες οί δολοφόνοι τήν εύκαιρίαν άπεσύρθησαν καί εξελθόντες τοΰ καταστήματος έτρεξαν δρομαίως καί άπέρασαν τό πέρα μέρος του ποταμού καί διε­σώθησαν. Οι δέ οικείοι καί στρατιώται του 'Ανάστου Δεληγιάννη δεν έγνώριζον ώς έκ του θορύβου ποίον έκτύπησαν μέ τήν πι­στόλαν καί ποίος, άλλ' άφου άπέρασεν εν τέταρτον τής ώρας καί έβγήκαν άπαντες άπό τό κατάστημα, τότε τό είδον οί δο­λοφόνοι όμως τότε ήτον απομεμακρυσμένοι' τον επήραν λοιπόν καί τον μετέφερον έπί κραββάτου είς τήν έν Λαγκαδίοις οίκίαν μας. Έφερον ευθύς τον ίατρόν Μ. Κάββαν και άλλους δύο χειρούργους καλούς, άλλ' ή πληγή ήτον θανατηφόρος καί διά νά έμπορέση νά θεραπευθή έχρειάζετο κόποου πολλού καί χρόνου μακρού, ώστε ήναγκάσθηκαν οί άδελφοί μου καί τον μετέφερον μετά ένα ήμισυν μήνα επί κραββάτου άνθρωποι εις τήν Τριπολιτσάν, άλλ' ή πληγή κατήντησε χρονική καί ανίατος πλέον, ώστε ύποφέρας δύο σχεδόν ετών βασάνους καί δυστυχίας κλινήρης άπεβίωσεν είς τό Ναύπλιον. Άκολουθησάσης αυτής τής δολοφονίας αμέσως μέ έγραψαν οι αδελφοί μου αυτό τό περιστατικόν δι' αλλεπαλλήλων πεζών ότι νά προφθάσω έκεί καθότι δέν υποφέρουν τοιαύτην προσβολήν, καί αν τούς συγχαρώ, ήδύναντο καθόλα νά κινηθούν κατά τών δολοφόνων καί νά λάβουν ίκανοποίησιν. 'Ανέφερον όλα αυτά είς τήν Κυβέρνησιν, ήτις ώς αγαθή τω όντι καί φ1λόστοργος μήτηρ μέ προέτρεψε, μέ παρεκάλεσεν νά μήν κάμωμεν παραμικρόν κίνημα χάριν τής κινδυνευούσης πατρίδος καί άφού παρέλθη ό κίνδυνος, τότε καί αυτή ή ιδία θέλει τους αποκήρυξη καί θέλει άποφασίση τήν καταστροφήν τους. Τα αυτά καί περισσότερα μέ έγραφον οί Παπατσώνηδες, Ζαΐμης, οί αδελφοί Μαυρομιχάλαι, ό Σισίνης, ό Λόντος και όλοι οί πρόκριτοι, ότι έάν αποφασίσω νά κινηθώ κατ' αύτών τών απονενοημένων, δέν είναι άλλο παρά νά κινηθή ό έμφύλιος πόλεμος καί συνεπεία αυτού νά έπέλθη ή καταστροφή της πατρίδος καί άλλας τοιαύτας φρόνιμους προτροπάς καί παρατηρήσεις μέ έκαμαν.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Κολοκοτρώνης-Πλαπούτας-Πάνος-Γενναίος.Πρόσοδοι.(Δολοφονία).

Βλέπων λοιπόν ό Κολοκοτρώνης τήν κατ' αυτού νέαν συνωμοσίαν των υιών του, τών συγγενών του καί τών φίλων του, ή φίλων τών συμφε ρόντων τους, ιδίως δέ τού Πλαπούτα, ό όποίος κατεγίνετο νυχθη μερόν καί ενεργούσε διά τών αισχρότερων καταχθόνιων μέ­σων νά τήν κατορθώση, ήγανάκτησεν, έφρύαξεν, άλλά τί ήδύνατο νά κάμη διά τοι αύτην καταφορόν είς τάς περιστάσεις καί εις τήν θέσιν, είς ην ευρέθη; Συμβουλευθείς πάλιν τους επίβουλους εκείνους κόλα­κας του περί τού πρακτέου, όλοι ώς έκ συνθήματος τον προέτρεψαν νά πα ραιτηθή κάλλιον παρά νά διαιρεθή μέ τους ώς άνω είρημένους, οί όποίοι είναι τά μόνα υποστηρίγματα της δυνάμεώς του καί νά κα­ταντήσουν εις τόσην άσυμφωνίαν, ώστε νά υπερισχύσουν οί εχθροί των, νά καταστρέψουν καί τά δύο μέρη. Τον έπέβαλον τοσούτους καί τοιούτους φόβους καί υπονοίας, ώστε απεφάσισε καί έδωκε τήν παραίτησίν του εγγράφως, άλλά μήτε τό Βουλευτικόν μήτε τό Έκτελεστικόν την εδέχθη, άπαντήσαντα αμφότερα δικαιολογημένους προς αυτόν δτι έν απουσία των δύο μελών του Εκτελεστικού, του τε Ανδρέου Ζαΐμη και του Μεταξά, ή Κυβέρνησις δεν είναι πλήρης και δεν δύναται νά ένεργήση μήτε τό εν μήτε τό άλλο σώμα, και ως έκ τούτου δεν δύναται νά την δεχθή. 'Ωστε πεισθείς εις τον ορθόν λόγον και εις τό δίκαιον την άνεκάλεσε καί έλαβε πάλιν μέρος ένεργητικόν εις τό Έκτελεστικόν καί ήρχισαν τάς εργασίας των.
Ή πρώτη πάντων ήτον νά διαθέσουν τάς προσόδους τών επαρ­χιών, καί τάς μεν τών νήσων, ως ελευθέρας, διέθεσαν δια τό Ναυτικόν, τάς της Στερεάς Ελλάδος τάς διέθεσαν προς διατροφήν τών ευρισκομένων εις διαφόρους επαρχίας στρατευμάτων, αί όποίαι άλλαι μεν ήτον προσκυνημέναι εις τους Τούρκους, καί οί έχοντες τά καπάκι λεγόμενον βαλμένον με τους Τούρκους καπεταναίοι τάς κατεβρόχθισαν, άλλας τάς είχον καταπλακωμένας τά τουρκικά στρα­τεύματα καί δεν ήτο δυνατόν νά τάς διαθέσουν, μερικάς δέ, αίτινες έφαίνοντο όπωσούν έλεύθεραι, εις αύτάς έδιόρισαν έπιστάτας νά συ­νάξουν τό έθνικόν δικαίωμα, νά τροφοδοτούνται δσα στρατεύματα ευρίσκοντο εις κίνησα,
τάς δέ της Πελοποννήσου παρεχώρησαν εν μέρος εις τον Κολοκοτρώνην, άλλο μέρος εις τους υιούς του Πάνον καί Γενναίον, εν μέρος εις τον Πλαπούταν, άλλο εις τον Νικηταράν καί διάφορα μερίδια παρεχώρησαν εις τους λοιπούς συνωμότας όλους εις τάς διαφόρους επαρχίας, νά τους αναπαύσουν δήθεν διά νά ησυχάσουν. Παρεχώρησαν καί την έπαρχίαν Καλαμάτας εις τον Μαυρομιχάλην διά τα έξοδα τών εκστρατειών τάς οποίας είχον κάμει ή οικογένεια του, τάς δέ έναπολειφθείσας απεφάσισαν καί έδιόρισαν έπιτροπάς της Κυβερνήσεως εις έκάστην έπαρχίαν νά δημοπρατήσουν τάς προσόδους έπιτοπίως δύο εις τά δέκα.
Άλλ' επειδή ό Κο­λοκοτρώνης καί οί λοιποί σύντροφοί του είχον προκηρύξει πρότερον άπό τό Ναύπλιον καί άπό την Συλήμναν εις δλας τάς επαρχίας της Πελοποννήσου νά δώσουν οί κάτοικοι εις τά δέκα εν μόνον, διά τούτο ήναγκάσθη ή Κυβέρνησις νά κάμη τόσην θυσίαν νά παραχωρήση εις αυτούς τόσην μεγάλην ποσότητα προσόδων εις όλους διά νά δυνηθή νά συνάξη τά δύο δέκατα άπό τάς έθνικάς γαίας διά τάς τρομεράς και κατεπείγουσας έκείνας άνάγκας, τάς οποίας είχε τότε ή Πατρίς.Είναι δέ άδιαφιλονεικήτως όμολογούμενον παρά πάντων, δτι οι Δεληγιαν ναίοι, καίτοι δυνάμενοι και αυτοί υπέρ πάντα άλλον νά άρπάσουν έάν ήθελον άπό τάς επαρχίας προσόδους, δεν έκαταδέχθησαν όμως νά λάβουν μέρος ποτέ εις αυτό τό αίσχρόν συμφέρον, μή­τε οί Παπατσώναι, άλλά μάλλον ενίσχυσαν πραγματικώς την Κυβέρνησιν καί έσύναξαν εν μέρος έξ αυτών, δσον έκ της άκορεσίας τών λοιπών έναπελείφθη καί άπήντησεν άνάγκας τινάς. 'Ολη δέ ή Ελλάς γνωρίζει, δτι ή Δεληγιαννική οικογένεια μήτε προσόδους ήρπασέ ποτε, καίτοι κατέχουσα τό εισοδηματικώτερον μέρος της επαρχίας Καρυταίνης τεσσάρων δήμων (Λαγκαδιών, Βαλτεσινίκου, Άκοβας καί Πέρα Μειράς) αποκλειστικώς υπό την κυριότητα της, καί έάν ήθελε νά καταχρασθή αυτά τά εισοδήματα, ήθελε συνάζει κατ' έτος υπέρ τάς διακοσίας χιλιάδας γρόσια· άλλά μήτε προσόδους κατεδέχθη νά άρπάση, μήτε χρήματα, μήτε κτήματα εθνικά, μήτε προικοδοτήσεις έκ γαιών καί φθαρτών κτημάτων, μήτ' ενοικιάσεις, καθώς έπραξαν άλλοι και νέμονται τόσα λαμπρά κτήματα εισοδηματοφόρα, χωρίς νά πληρώσουν εις τό Δημόσιον ουδέ λεπτόν τόσα έτη, καί καθώς τούτο αποδεικνύεται άπό τά αρχεία της Οικονομίας καί τοΰ Έλεγκτικοΰ Συνεδρίου, δτι οί Δεληγιανναίοι δέν έχουν ούδεμίαν ληψοδοσίαν μέ τό Δημόσιον, καθότι δέν κατεδέχθηκαν ποτέ νά βάλουν βέβηλον χείρα εις τό δημόσιον πλούτον, αλλά έφύλαξαν άκηλίδωτον τον χαρακτήρα τους.Τούτων ούν ούτως εχόντων τών πραγμάτων, οί δύοι υιοί του Κολοκοτρώνη ό Τασκούλιας και ό Αποστόλης, ό Πλαπούτας, ό Νι­κηταράς, ό Γεώργης Δημητρακόπουλος, ό Πάνος Νεμνιτσιώτης, ό Σπηλιάδης, οί δύο γραμματικοί του Μιχαλάκης Οικονόμου καί Κόκκαλης, ό Άναγνωστάκος Μαγουλιανίτης, οί Ροϊλαίοι, ό ιατρός Πελοπίδας καί άλλοι πιστοί της συμμορίας των συνελθόντες έσκέφθησαν μέ ποίον τρόπον ήτον δυνατόν νά αποχωρίσουν τον Κολοκο­τρώνην άπό τους Δεληγιανναίους, νά διαλύσουν την νέαν έκείνην αρραβώνα, νά τον επαναφέρουν εις ην τον είχον προτέραν κατάστασιν, νά τον άγουν καί νά τον φέρουν δπως αυτοί βούλονται διά τους σκοπούς των, νομίζοντες δτι έγώ τον παρέσυρα καί εδέχθη τήν άντιπροεδρίαν καί ϋποπτευόμενοι δτι καί εις τό εξής θέλει δίδει προσοχήν εις τάς παρατηρήσεις μου καί δτι ήδυνάμην νά τον αποτρέπω νά μήν ύποπίπτη εις λάθη καί άλλας πολλάς τοιαύτας συζητήσεις έκαμαν μεταξύ των άπαξ, δίς, τρίς καί πολλάκις καί ενέκριναν έν ως μόνον συντελεστικόν μέσον προς έπίτευξιν του σκοπού των, νά κα­τορθώσουν νά δολοφονήσουν ένα έκ τών μή στρατιωτικών αδελφών μου (επειδή έβλεπον δτι δέν ήθελε δυνηθώσι ποτέ νά δολοφονήσουν έμέ)· καί τούτο ένόμιζον δτι ήτον δυνατόν νά έπιφέρη τήν παντοτεινήν μεταξύ μας δυσπιστίαν καί τήν τελείαν διαίρεσιν. Σκεφθέντες δέ καί περί του δολοφόνου, έπέτυχον ένα Παλουμπιώτην, Κωνσταντήν Τριραλήν λεγόμενον, τον όποιον είχεν ό αδελφός μου ό Ανάστος σεΐζην εις τούς ίππους του έπτά περίπου έτη, ό όποίος μετά τήν άλωσιν τής Τριπολιτσάς άνεχώρησεν άπό αυτόν καί υπήγεν εις τήν πατρίδα του. Προς αυτόν έ'δωκαν μίαν άρκετήν ποσότητα χρημάτων καί διά νά τον ενισχύσουν έτι μάλλον εις αυτό τό στυγερόν άνοσιούργημα τής δολοφονίας, του έδωκεν ό Πλαπούτας εις γυναίκα του τήν άνεψιάν του, θυγατέρα του εις Λάλα πεσόντος άδελφού του Γεωργάκη, καί τήν ένυμφεύθη αμέσως. Έγνώριζον δέ δτι ή Κυβέρνησις συν τοις άλλοις υπεχρέωσε καί τον άδελφόν μας Άνάστον νά υπάγη ως επίτροπος της είς τήν Δημητσάναν, πρωτεύουσαν τής επαρχίας μας, νά δημοπρατήσουν τάς προσόδους μετά του έπάρχου Αναστασίου Έλατινού, και μ' δλας τάς αιτίας καί δικαιολογήματα, τά όποια έπρότεινε καί παρεκάλεσε διά ν' άποφύγη τον διορισμόν αυτόν ώς άπάδοντα είς τό σύστημά του, έστάθη αδύνατον νά συγκατατεθή ή Κυβέρνησις, γνωρίζουσα τήν άρετήν καί τήν ακεραιότητα του χαρακτήρος του ανδρός, ώστε άκων καί μή βουλόμενος παρεδέχθη. Διά νά συσφίξουν δέ στενώς αυτήν τήν συνωμοσίαν καί τήν ενω σιν μεταξύ των νά κατορθώσουν τον στυγερόν αυτόν σκοπόν, παρεχώρησεν ό Πλαπούτας τήν φρουραρχίαν του Ναυπλίου εις τον Πάνον Κολοκοτρώνην, κατά τάς 10 Ιουνίου, έμενον δέ καί οί δύο αυτοί έκεί, προσποιούμενος ό Πλαπούτας τον ασθενή διά νά μήν εΰρεθή μήτε ό εις μήτ' ό άλλος είς τήν Τριπολιτσάν, ή είς τήν Καρύταιναν μεχρισότου τελείωση ή δολοφονία διά νά μήν ενοχοποιηθούν οί πρω­ταίτιοι ή ως συνεργοί αυτής.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Οι Στρατιωτικοί κατά της Κυβερνήσεως-Ο Κολοκοτρώνης Διορίζεται Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού.

Ό Όδυσσεύς άπήλθεν άπό τό Ναύπλιον είς τήν Άνατολικήν Ελλάδα μ' όσους τών αποτυχόντων τής πληρεξιουσιότητος καί τής βουλευτικής θέσεως διά νά σπείρουν καί είς έκείνας τάς επαρχίας τόν σπόρον τής ασυδοσίας, απείθειας καί αναρχίας κατά τής Κυβερνήσε­ως κατά τά είς Ναύπλιον σχέδια τους. Τοποθετηθέντων δέ αυτών είς τήν Συλήμναν έξέδωκαν έγκυκίους είς όλας τάς επαρχίας κατηγορούντες τήν Κυβέρνησιν, ώς παρανόμως δήθεν συστηθείσαν, προτρέποντες τούς λαούς τής Πελοποννήσου είς τήν άπείθειαν προς αυτήν καί τήν παντελή άσυδοσίαν καί ότι νά έκλέξη εκάστη επαρχία άλλους πληρεξουσίους νά τούς στείλουν έκεί νά συγκροτήσουν νέαν 'Εθνικήν Συνέλευσιν καί νά σχηματίσουν νόμιμον Κυβέρνησιν. Καί μέ τάς εγκυκλίους αύτάς ύπήγον όλοι οί άνω είρημένοι είς τάς επαρ­χίας νά ομιλήσουν είς τούς κατοίκους προφορικώς διά νά βάλουν είς ένέργειαν τό σχέδιόν τους. Ό δέ Κολοκοτρώνης, ό Υψηλάντης, ό Νέγρης καί άλλοι τινές απάτριδες έτοποθετήθησαν είς τά πέριξ χω­ρία μέ έπέκεινα τών πεντακοσίων στρατιωτών έκ διαφόρων μερών καί ποιοτήτων, έσύναζον αυθαιρέτως τροφάς, πρόβατα, γελάδια άπό τά χωρία, καταπιέζοντες καί βασανίζοντες τούς κατοίκους. Ή Κυβέρνησις βλέπουσα αυτό τό άπονενοημένον κίνημα τό όποίον έκαταντούσε καταστρεπτικόν διά τήν πατρίδα κατ' έκείνας τάς δεινάς πε­ριστάσεις καί σκεφθείσα ώρίμως περί αύτού τού αντικειμένου, διά νά μήν γίνη αυτή ή ίδια πρωταίτια τής καταστροφής τής πατρίδος, κα­θότι έλαβε βεβαίας ειδήσεις, ότι ό Σουλτάνος έξεκίνησε μεγάλας δυ­νάμεις κατά τής Ελλάδος τόν μεν Μπερκόφτσιαλην μέ τριάντα πέ­ντε χιλιάδες καί εισέβαλε είς τήν Άνατολικήν Ελλάδα καί έφθασε έως εις τον Σάλωνα καί εις τα πέριξ αυτών τών επαρχιών, χωρίς να απαντήση την παραμικράν άντίστασιν είς κανέν μέρος καί έλεηλάτησε καί κατερήμωσε τάς επαρχίας έκείνας, τον δε Κιοταχήν με δέκα χιλιάδες εις την Άταλάντην, ήτοιμάζοντο νά εισβάλουν καί είς την Δυτικήν Ελλάδα έπέκεινα τών είκοσι χιλιάδων, (έκτος τών είς τα φρούρια της Μεσσηνίας, Πατρών καί Ευβοίας διαμενόντων είκοσι σχεδόν χιλιάδων) συμφωνήσασα και μέ την Βουλήν απεφάσισε νά κάμη καί αυτήν τήν θυσίαν της υψηλής θέσεως της νά διορίση Άντιπρόεδρον του Εκτελεστικού τον Θ. Κολοκοτρώνην, διά νά παύση πασα διαίρεσις, περί πλέον δε νά τον αποσπάσουν άπό έκείνην τήν άπονενοημένην συντροφίαν, ώς γινόμενον πάντοτε αυτόν τό κέντρον τών τοιούτων ένεκα της ματαιότητός του. Έδιόρισε λοιπόν μίαν έπιτροπήν έκ δύο Στερεοελλαδιτών έκ τών έγκριτωτέρων καί ένα νησιώτην επίσης έκ του σώματος της Βουλής νά υπάγουν νά ανταμώ­σουν τον Κολοκοτρώνην νά τον ομιλήσουν καί αν κατορθώσουν μέ αυτόν ένα έντιμον διά τήν άξιοπρέπειαν τής Κυβερνήσεως συμβιβασμόν, νά του προσφέρουν τήν Άντιπροεδρίαν του Εκτελεστικού, νά αναπαύσουν τήν κουφόνοιαν καί φιλοδοξίαν του' άλλ' επειδή τά μέ­λη αυτά τής επιτροπής δεν έγνώριζον τά ιδιώματα καί τάς αδυνα­μίας του Κολοκοτρώνη, γνωρίζουσα δε καί τήν μεταξύ μας δια­πραγμάτευση περί τής μελλούσης συγγενείας, μέ προσεκάλεσαν ό Πετρόμπεης καί ό Ζαΐμης καί μέ είπον τό σχέδιόν τους τούτο, ένταυτώ καί μέ παρεκάλεσαν υποχρεωτικώς νά υπάγω καί έγώ εξω­δίκως νά ομιλήσω προς τον Κολοκοτρώνην, νά τον πείσω είς τον ορθόν λόγον διά νά δεχθή νά προληφθή μία τοιαύτη ρήξις, ήτις ήτον έπόμενον νά έπιφέρη τον τέλειον ολεθρον τής Πατρίδος. Μ' όσας προσπάθειας μετεχειρίσθην νά αποφύγω αυτήν τήν άποστολήν ώς άντιβαίνουσαν είς τάς αρχάς μου καί είς τά αισθήματα μου, έστάθη αδύνατον νά τήν αποφύγω. 'Ωστε ήναγκάσθην καί άπό τήν Βουλήν καί άπό τό Έκτελεστικόν καί περί πλέον άπό τον Ζαΐμην καί τον Πετρόμπεην προς τους οποίους έσωζα φιλικά καί αδελφικά αισθήματα,ώς ανέκαθεν αναπόσπαστους συντρόφους καί συναγωνιστάς μου, νά παραδεχθώ καί τήν έπιούσαν άπήλθομεν, άλλ' ώμίλησα εύθύς προς τον Τριπόλεως ότι νά προδιάθεση τον Κολοκοτρώνην νά παραδεχθή τήν αίτησιν τής Κυβερνήσεως, καθότι είς έναντίαν περίπτωσιν καί δέν τήν δεχθή διά μέσον ημών είμαι κάγώ αναγκασμένος έκ τής θέ­σεως μου νά μήν παραδεχθώ όσα ώμιλήσαμεν.
Φθάσαντες είς τήν Συλήμναν ευρομεν τον Κολοκοτρώνην μετά τίνων έκ τών υποδεεστέρων οπαδών του (καθότι οί τών επαρχιών άπήλθον μέ τάς προκηρύξεις διά νά κινήσουν τον λαόν είς άπείθειαν καί άσυδοσίαν καί εί δυνατόν μέ τά όπλα κατά τής Κυβερνήσεως), εύρομεν δέ καί τον Τριπόλεως έκεί προτού φθάσωμεν ημείς, όστις τον είχε προδιατεθειμένον.
Τον ώμίλησαν τά μέλη τής επιτροπής δι' όλα τ' ανωτέρω περί τής αποστολής του, του παρέστησαν τό μέγεθος του κινδύνου, τάς εκστρατείας του έχθρού διά ξηράς τε καί θαλάσσης, τήν άθλίαν κατάστασιν τών επαρχιών καί όλα τά διατρέχοντα είς τά διάφορα μέρη του Κράτους, καί συζητήσεως πεισματώδους γενομέ­νης εξ αμφοτέρων τών μερών, τον είπεν έπί τέλους ή επιτροπή, ότι, έάν (δέν) δεχθής αυτό, τό όποιον τό Έθνος καί ή Κυβέρνησίς του σέ προσφέρει καί αν δέν γράψης τών συνωμοτών σου νά ησυχάσουν καί νά παύσουν πάν κατά τής Κυβερνήσεως κίνημα, είναι είς τήν δυσάρεστον θέσιν καί τά δύο σώματα νά σάς αποκηρύξουν άντάρτας καί νά σάς καταδιώξουν ώς άποστάτας καί εχθρούς τής πατρίδος, καί αν είς αυτήν τήν πάλην υπερισχύσετε (τό όποίον δέν δυνάμεθα νά πιστεύσωμεν), τότε είμεθα αναγκασμένοι νά προκηρύξωμεν είς τον έσω καί έξω κόσμον, ότι σεις έκ προθέσεως προδίδετε τήν Πατρίδα καί νά διαλυθώμεν, ν' άπέλθωμεν έκαστος εις τήν έπαρχίαν μας, νά πληροφορήσωμεν τους κατοίκους δι' αυτόν τον τρόπον σας καί νά φροντίσωμεν όλοι οί Στερεοελλαδίται καί οί νησιώται νά κάμωμεν ενα έντιμον συμβιβασμόν μέ τους Τούρκους, οίτινες τον επιθυμούν καί μας τον έπρότεινον δι' άλλων μεγάλων μέσων νά μας εξασφαλί­σουν μέ εγγυήσεις καί μας παρακαλούν περί τούτου, καί τότε σεις οί Πελοποννήσιοι κάμετε καί ανταρσίας καί ασυδοσίας καί αναρχίας καί δ,τι άλλο θέλετε, καί αμέσως έσηκώθηκαν όρθιοι καί οί τρεις νά αναχωρήσουν. Ό Κολοκοτρώνης κατεταράχθη δι' αύτούς τούς λό­γους καί μεταμεληθείς διά τάς άπειλάς καί άλλας ανούσιους ομιλίας, τάς οποίας μέ θυμόν έξεφράσθη, ηθέλησε νά τό κολάση τό πράγμα καί στραφείς πρός τε τον Τριπόλεως καί έμέ λέγει: Ήκούσατε καί τών δύο μερών τους λόγους καί ώς ουδέτεροι δύνασθε νά επιφέρετε κρίσιν, ποίον έκ τών δύο μερών έχει περισσότερον δίκαιον! Κολο­κοτρώνης είχε τούς γραμματικούς του καί τινας τών χαμερπών κο­λάκων του, οίτινες έσυνηγορούσαν υπέρ τού μέρους των είς τήν διάρκειαν τής ομιλίας). Ό Τριπόλεως άπήντησεν ότι έχει δίκαιον ή Κυβέρνησις, ώς κοινή μήτηρ, καί έν μέρει έχει δίκαια τινα παράπονα ό Κολοκοτρώνης, άλλά χάριν τής πασχούσης πατρίδος είναι συμφέρον νά τά ρίψουν όλα είς τον βυθόν τής λήθης. Έγώ δέ μέ άταραξίαν τούς είπον, ότι, όποίων έκ τών δύο άντιφερομένων μερών θυσιάζει μέρος τής φιλοτιμίας του καί παραβλέψει τά προγεγονότα, αυτό έχει περισσοτέραν άρετήν καί αγαπά περισσότερον τήν πατρίδα. Ιδού λοιπόν τήν θυσίαν αυτήν τήν έκαμε πρώτη ή Κυβέρνησις καί έστει­λαν αμφότερα τά σώματα έπιτροπήν άπό επίσημα πρόσωπα. Μένει ήδη είς τον Κολοκοτρώνην! Τότε άναστάς αυτός λέγει μέ βροντώδη φωνήν, ότι έγώ θυσιάζω τό όλον καί όχι μέρος καί υπακούω εις τάς φρόνιμους συμβουλάς σας καί είς τάς διαταγάς τής Κυβερνήσεως καί είμαι πρόθυμος καί έτοιμος είς τήν φωνήν τής πατρίδος κτλ.

Τότε όσοι παρευρέθηκαν είς τήν σκηνήν έκείνην τον έφώναξαν. Εύγε! Εύγε! καί έπήνεσαν τήν φρόνησιν καί τον πατριωτισμόν του. Άλλ' οί αισχροί εκείνοι κόλακες του έσκυθρώπασαν ευθύς, έρριψαν κάτω τά μούτρα καί απέδειξαν τήν άπαρέσκειάν των. Άλλ' έκείνην τήν στιγμήν άφού έδωκε τον λόγον του πλέον δέν ήδύνατο νά τον αποτρέψουν νά παλινωδήση. Είδοποιήσαμεν λοιπόν αυτά τά πρακτι­κά μας αμέσως είς τήν Κυβέρνησιν καί μετά τό πρόγευμα άναχωρήσαντες ομοθυμαδόν είσήλθομεν είς Τριπολιτσάν διά κανονοβολισμών καί πλήθος λαού μας προυπάντησε μέ ζητωκραυγάς διά τήν ένωσιν τήν οποίαν ήλπιζον άπαντες ώς καλόν οίωνόν καί έθνοσωτήριον. Καί τήν επαύριον συνεδριάσασα ή Βουλή άπεφήνατο παμψηφεί τον διορισμόν τού Κολοκοτρώνη ώς αντιπροέδρου τού Έκτελεστικού' τού έστειλαν αμέσως άντίγραφον του προβουλεύματος καί εισήλθεν είς τό Έκτελεστικόν καί έδωκε τον δρκον καί ούτως έτελείωσεν αύτη ή πολυθρύλητος σκηνή. Τήν δέ προσεχή Κυριακήν έκάμαμεν επισήμως τους αρραβώνας, προσκεκλημένων έξ αμφοτέ­ρων τών μερών, τών εκτελεστικών καί απάντων τών βουλευτών καί τών υπουργών καί όλων τών ευρεθέντων προκρίτων καί οπλαρ­χηγών είς Τριπολιτσάν κατ' έκείνην τήν έποχήν.
Προτού αναχωρήση ό Κολοκοτρώνης άπό τήν Συλήμναν έγραψεν είς εκείνους όπου άπήλθον νά όργανίσουν είς τάς επαρχίας νά μήν κάμουν καμμίαν ένέργειαν τών σχεδίων τους μεχρισότου ύπάγετο είς Τριπολιτσάν καί τότε θέλει τους γράψει θετικώς τί νά ακολουθή­σουν. Άλλ' οί περικυκλούντες αυτόν κόλακες, οί γραμματικοί του καί λοιποί, βλέποντες ότι ή παραδοχή τής Αντιπροεδρίας του άντέκειτο είς τά σχέδια τους καθότι άπό τήν άσυδοσίαν, άπείθειαν καί άναρχίαν ήλπιζαν νά κάμουν μεγάλα συμφέροντα, έγραψαν μυστικώς καί ιδίως άπό αυτόν εις τούς διοργανιστάς, ότι τον Κολοκο­τρώνην τον ήπάτησαν καί τον παρέσυραν καί παρεδέχθη τήν άντιπροεδρίαν έπιβούλως, διά νά τον ρίψουν, ώς έκ τής αγνοίας καί απει­ρίας του, είς πολλά καί μεγάλα λάθη, νά εύρουν αιτίας δικαιολογημένας, νά τον συκοφαντήσουν, νά τον ρίψουν κακήν κακώς άπό τήν θέσιν, νά καταστρέψουν καί τήν υπόλψίν του καί αυτών καί όλους τους συγγενείς καί φίλους του. Καί τούς προέτρεπον νά μήν παραδεχθή κανένας έξ αυτών τήν πραξιν ταύτην παρά νά τήν αποδοκιμά­σουν, ώς άπάδουσαν είς τούς σκοπούς των καί νά εξακολουθήσουν τό σχέδιόν του νά δείχνουν φανερά όλοι εναντίον του καί νά τον υπο­χρεώσουν νά δώση τήν παραίτησίν του. 'Ωστε παραδεχθέντες πρώτοι οί υιοί του, Πάνος καί Γενναίος, τήν γνώμην ταύτην καί ακολούθως οί Γιαννάκης Τασκούλιας, ό Αποστόλης, ό Πλαπούτας, ό Νικη­ταράς καί όλοι οί λοιποί, ώς συντελεστικήν είς τά σχέδια τους, τού έγραψαν ομοφώνως (ιδίως έκαστος) προτρέποντες αυτόν υποχρεω­τικώς νά δώση τήν παραίτησίν του, άλλως είναι αναγκασμένοι νά εξακολουθήσουν τό σχέδιόν τους, χωρίς νά οπισθοδρομήσουν καί ότι θέλει κηρυχθούν άπαντες φανερά εναντίον του. Ό Όδυσσεύς μάλι­στα τον είχεν ειπεί καί συμβουλεύσει πρότερον είς τό Ναύπλιον, ότι ό 'Αλή πασιάς είχε σύστημα, ώστε όποιον έσκόπευε νά καταστρέψη έκατόρθωνε καί τον έκαμνε πρώτον συμπένθερον καί έπειτα τον κατέστρεφεν ευκόλως· καί τον έγραφεν καί τότε, ότε ήκουσεν ότι έκαμεν έμέ συμπένθερον, του έκαμε τήν επανάληψιν, διά νά μήν τό άλησμονήση (καθώς τούτο τό αναφέρει ό άθλιος Σπηλιάδης είς τήν Χαλιμάν του)· άλλ' ό Κολοκοτρώνης μήτε 'Αλή πασιάς ήδύνατο νά γίνη ποτέ, διότι ή κεφαλή του καί τά προσόντα του δέν είχον ούδεμίαν παρομοίωσιν μέ εκείνα του μεγάλου καί έξοχου εκείνου ανδρός. Άλλ' ουδέ οί συμπένθεροι του Κολοκοτρώνη ήτον άπό εκείνους οίτινες ήδύναντο νά δολοφονηθώσι τόσον ευκόλως κατά τήν γνωμοδό­τηση του Όδυσσέως καί τών λοιπών συγγενών του Κολοκοτρώνη, καθότι είχον λάβει τά μέτρα τους, άπό τά προλαβόντα καί άπό πολλάς καί διαφόρους προκύψασας απόπειρας τοιαύτας καί τελευταίον άπό έκείνην του Κρεββατά, έκ τής οποίας ήναγκάσθην καί ένεκα τής στρατολογίας καί διά τήν άσφάλειαν του έαυτού μου καί ένώ είχον πάντοτε τριάντα ή σαράντα Ρουμελιώτας μισθωτούς στρατιώτας επήρα έκτοτε έπέκεινα τών διακοσίων καί ενίοτε τριακοσίων μι­σθωτών, τούς μέν στρατιώτας προς τριάντα γρόσια τον μήνα καί τσαρούχια καί φουσέκια, τούς δε μπουλουκτσήδες καί καπετανίσκους άπό εκατόν πενήντα έως διακόσια κατά μήνα καί τούς έπλήρωνα έξ ιδίων μου, έκ τών οποίων είχον τον Πάνον Διαμάντην Σουλιώτην, τον Κίτζιον καί Σταύρον Σουλιώτας, τον Παναγήν Γαλάνην, τον Γιαννάκην Λογοθέτην, τον Παναγιώτην Άλμυριώτην, τον Τουρκογεώργην, τον Καραμπούλα, τον Καββαδίαν καί τόσους άλλους διακεκριμένους μπουλουκτσήδες καί τους έβάστηξα μέχρι του έρχομού τοου Κυβερνήτου 1828 καί τότε τους διέλυσα. 'Οσας λοιπόν ηθέ­λησαν νά κάμουν μετά ταύτα τοιαύτας αίσχράς καί δολίους απόπει­ρας δολοφονίας, φρονώ, ότι τούς έκόστισαν ακριβά. Οί νέοι συμπένθεροι του Κολοκοτρώνη μήτε είχον, μήτ' έλαβον ποτέ ανάγκην άπό αυτόν, μήτε τήν συνδρομήν του έκαταδέχοντο νά ζητήσουν διά νά κάμουν συμφέροντα ή νά αποκτήσουν έπιρροήν καί υπόληψιν διά τής ηθικής δυνάμεως αυτού, καθότι όλη ή Πελοπόννησος γνωρίζει καί ουδείς δύναται νά άρνηθή, ότι ή Δεληγιανναίικη οικογένεια ήτον ή πλουσιωτέρα, ή πολυκτημονεστέρα καί καθόλα δυνατωτέρα διά τάς συγγενείας καί σχέσεις τάς οποίας είχεν είς όλας τάς επαρχίας τής Πελοποννήσου καί είχεν καθιερωμένην τήν ύπόληψιν καί έπιρροήν της διά τάς πολυειδείς ευεργεσίας τάς οποίας ανέκαθεν καί είς δια­φόρους έποχάς τε καί περιστάσεις έκαμεν είς όλας τάς επαρχίας καί ιδίως είς τήν έπαρχίαν τής Καρύταινας, καί ήτον ή προς αυτήν αγά­πη καί τό σέβας όλων τών κατοίκων έγκεχαραγμένον μέ άνεξαλείπτους χαρακτήρας είς τάς καρδίας απάντων, έκτος ολίγων, όλιγιότων τινών άχαρίστων καί φθονερών, καθώς τούτο απεδείχθη πραγαματικώς, είς τήν αρχήν τής επαναστάσεως, ότε όλαι αί έπαρχίαι τής Πελοποννήσου καί ιδίως ή τής Καρύταινας ένητένιζον τούς οφθαλ­μούς προς αυτήν καί άπ' αυτήν ήλπιζον τήν σωτηρίαν όλης τής πα­τρίδος. Διά δέ τάς ύπονοίας, τάς οποίας ένέσπειραν οί κόλακες του Κολοκοτρώνη είς τον έγκέφαλόν του καί ιδίως οί υιοί του, ό Πλαπούτας καί ό Αποστόλης Τασκούλιας ότι ημείς συνελάβομεν τήν ίδέαν νά τον δολοφονήσωμεν καί ότι τον ύβρίζαμεν κτλ. αυτά όλα είναι πλάσματα τής φαντασίας των καί σκοποί χαμερπείς διά νά με­γαλώνουν τον Κολοκοτρώνην καί αποδείξουν δήθεν μέ τούτο, ότι αυτός ήτον μεγαλεπήβολος άνδρας, άλλος Ναπολέων, καί ότι ήδύνατο νά πράξη μεγάλα κατορθώματα έάν ημείς δέν του έγινόμεθα προσκόμματα, καί ότι τον έπιβουλόμεθα νά τον δολοφονήσωμεν κτλ. Διά νά καλύψουν μέ τάς τοιαύτας προφάσεις καί αναιδείς συκοφαντίας τάς έδικάς των άγνωμοσύνας, αισχρουργίας καί έπιβουλάς, έκοινοποιούσαν τά τοιαύτα ανούσια ψεύδη δια νά δικαιωθούν εις την κοινήν γνώμην καί εις δσους δεν γνωρίζουν την διαγωγήν τους και τον έπίβουλον τρόπον τους καί προσπαθούν νά προσάψουν εις ημάς συκοφαντίας, ωσάν έκείνην την κακότροπον γυναίκαν της παροιμίας, ήτις έλεγεν ότι «τό δικόν μου τ' δνομα πάρ' το σύ, γειτόνισσαν. Ό Κολοκοτρώνης πολλάκις καί εις την Τριπολιτσάν καί εις την έν Λαγκαδίοις οίκίαν μας ήρχετο άπροφυλάκτως καί άνυπόπτως εις τοι­ούτον βαθμόν, ώστε δέν έβαστούσε μεθ' εαυτού ουδέ τον ψυχογιόν του, καί έκοιμάτο μόνος του καί ενίοτε, ένεκα του καύσωνος, ήτον εκτεθειμένος ού μόνον εις την έδικήν μας διάθεσιν, των υπηρετών καί στρατιωτών μας, αλλά καί παντός άλλου τυχόντος, χωρίς ποτέ νά λάβη την παραμικράν υπόνοιαν άπό ημάς, καθότι έγνώριζεν ότι ήτον αδύνατον νά ύποπέσωμεν ημείς εις τοιούτον στυγερόν άνοσιούργημα δολοφονίας, επειδή αίσθανόμεθα τάς συνεπείας του' καί τοιαύτην άποτρόπαιον πράξιν, ουδέποτε καν έσυλλογίσθημεν, μήτε ή ανατρο­φή μας άλλ' ούδ' ή ηθική μας τήν έσυγχωρούσε ποτέ.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ-ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ- ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ- ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ.

"Ή συνέλευσις έπροχώρησε είς τήν άναθεώρησιν του Συντάγμα­τος καί έπιδιόρθωσιν κατά τάς τότε περιστάσεις καί άφού τότε έτελείωσε, προτού συζητηθή παραδεχθή καί υπογραφή αυτό, έστειλαν οί άνω είρημένοι νά τούς δοθή άντίγραφον διά νά τό ίδούν καί αυτοί. Διετάχθη δέ άπό τον Πρόεδρον καί τούς εδόθη καί έπεφόρτισαν τον Ζωγράφον νά ύπάγη μ' αυτό νά τούς τό δώση καί νά τούς κάμη τήν άνάπτυξιν τών επιδιορθώσεων διά νά μήν έχουν ώς πολίται παρά­πονα. Άπελθών έκεί ό Ζωγράφος τούς τό ένεχείρισε. Συνήχθησαν άπαντες νά τό αναγνώσουν έφερον καί τινας ξυλοσόφους καθώς τον Σπηλιάδην, τούς γραμματικούς των καί άλλους, νομίσαντες δτι θά κάμουν συζητήσεις μέ τον Ζωγράφον νά κάμουν και αυτοί τάς πα­ρατηρήσεις των, και τότε νά τό παραδεχθή ή Συνέλευσις. Αλλ' αύτη εις ουδέν λογισαμένη τους παραλογισμούς των τοιούτων διέταξεν ό Πρόεδρος και τό ανέγνωσαν έπί συνεδριάσεως δημοσίως, έκαμαν συ­ζητήσεις έπί τίνων αντικειμένων και τό παραδέχθηκαν άπαντες παμ­ψηφεί και αμέσως τό υπέγραψαν ομοφώνως. Δοθείσης δέ αυτής της αγγελίας εις τους άνω είρημένους (οίτινες έφιλονείκουν πεισματωδώς μετά του Ζωγράφου), ότι τό Σύνταγμα παρεδέχθη και υπε­γράφη άπό την Συνέλευσιν, έμειναν εμβρόντητοι, νομίζοντες δτι άνευ της συγκαταθέσεως αυτών ήτον αδύνατον νά τό ύπογράψη ή Συνέλευσις. Έφώναξαν, άδημόνησαν, ήπείλησαν και έξηγριώθησαν, λέ­γοντες δτι θά καταντήσουν εις εμφυλίους πολέμους, θέλει κηρύξουν άσυδοσίαν καί άναρχίαν και άλλας πολλάς τοιαύτας αυθάδεις μεγαλορρημοσύνας έξεφράσθηκαν ενώπιον του Ζωγράφου· καί αυτός με παγωμένον φλέγμα τους είπεν δτι ήθέλετε κάμει φρονιμώτερα νά ύποταχθήτε καί ύμείς εις την θέλησιν ολοκλήρου του έθνους καί εις τους νόμους καθότι δεν θέλει έχετε καλόν τέλος, καί άνεχώρησε. Αλλά ποίος ήκουε τότε τάς τοιαύτας φωνασκίας των;
Ή Συνέλευσις
έπροχώρησεν εις πολλά άλλα σπουδαία αντικεί­μενα καί απεφάσισε μέ πολλήν φρόνησιν περί πάντων καί μέ μεγάλον πατριωτισμόν καί κατά τάς 18 Απριλίου απεφάνθη δτι μετά διετίαν νά συγκαλεσθή πάλιν Εθνική Συνέλευσις, τήν οποίαν νά συ­γκάλεση ή Κυβέρνησις προς τριών μηνών ή καί πρωτύτερα, έάν τό καλέσουν αί περιστάσεις καί κατεπείγουσαι άνάγκαι τής πατρίδος.
Συγχρόνως τήν αυτήν ήμέραν έσυστήθη τό Έκτελεστικόν ή Νομοτελεστικόν τής δευτέρας περιόδου δι' απολύτου καί μεγάλης πλει­ονοψηφίας τών πληρεξουσίων. Ό Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έδιορίσθη Πρόεδρος καί μέλη ό Σωτήριος Χαραλάμπης, ό Ανδρέας Ζαΐμης καί ό Ανδρέας Μεταξάς
(καθότι αυτός άνεφάνη εις τήν σκηνήν τής πολιτικής τότε πρώτην φοράν διά πολλών ραδιουργών καί προσεκολλήθη εις τήν συμμορίαν του Υψηλάντη, Κολοκοτρώνη καί λοιπών καί δια νά τον αποσπάσουν από αυτούς τον έδιόρισαν μέ­λος του Εκτελεστικού). Έμεινε δέ νά διορισθή καί εν μέλος ακόμη από τάς τρεις ναυτικάς νήσους, άφού συμφωνήσωσι μεταξύ των, έδιόρισαν δέ καθέδραν τής Κυβερνήσεως τήν Τριπολιτσάν, καί ούτως έκαμε ή Συνέλευσις τήν προκήρυξίν της, ήτις ευρίσκεται εις τά πρα­κτικά τής εποχής εκείνης καί ήτις επέσυρε τήν συμπάθειαν δλου το Χριστιανικού Κόσμου υπέρ το αγώνος τών Ελλήνων.
Συγχρόνως έφθασαν καί οι έκ τών επαρχιών έκλεχθέντες βουλευταί, όσοι έλειπον, καί αμέσως συνήλθον εις έκτακτον συνεδρίασιν προκαταρτικώς, έθεώρησαν τά πληρεξούσια έγγραφα τών όσων δέν είχον αντιπάλους,
τά ύπέγραψεν ό Πρόεδρος ώς άδιαφιλονείκητα, διηρέθησαν εις έπιτροπάς, έπεξεργάσθησαν καί τών λοιπών καί παραδεχθέντων τών νομίμως έκλεχθέντων έγινε πλήρης ή Βουλή ήτις συνεδριάσασα έκλεξε Πρόεδρον αυτής δι' απολύτου πλειονοψηφίας τον Ίωάννην Όρλάνδον καί Αντιπρόεδρον τον Έπίσκοπον Βρεσθένης. Καί ούτω λαβούσης αίσιον καί φρόνιμον πέρας αυτής τής Συνε­λεύσεως μετέβη ή Εθνική αύτη Κυβέρνησις, τό τε Βουλευτικόν καί 'Εκτελεστικόν, είς τήν Τριπολιτσάν καί ύπεδέχθη μέ τάς πλέον μεγαλυτέρας εύχάς καί άνευφημίας δλου του Ελληνικού λαού. Ή δέ Συνέλευσις διελύθη αυθημερόν καί άπήλθεν έκαστος είς τά ίδια.
Φθάσασα ή Κυβέρνησις είς τήν Τριπολιτσάν και βλέπουσα τήν άφηνίασιν καί τους έθνοκτόνους σκοπούς τών αποτυχόντων καί ύποπτευθείσα μήπως προσελκύσουν είς εαυτούς καί τον πολύμητον Φαναριώτην Μαυροκορδάτον αποτυχόντα καί άπεράση αυτός είς τήν Στερεάν Ελλάδα μετά του Όδυσσέως καί άλλων αποτυχόντων καί προξενήσουν άλλας νέας ταραχάς καί άναρχίαν διά τών καταχθόνιων ραδιουργιών του, καί τότε ήτον έπόμενον νά επιφέρουν τήν τελείαν καταστροφήν τής Πατρίδος είς έκείνας μάλιστα τάς δεινάς περιστά­σεις,
απεφάσισε καί έδιόρισε τον Μαυροκορδάτον γενικόν Γραμματέα το Εκτελεστικού, ό έστί Πρωθυπουργόν, τον Αναγνώστην Σπηλιωτάκην υπουργόν τής Οικονομίας, τον Παπαφλέσαν υπουργόν τών Εσωτερικών, τον Έπίσκοπον Ανδρούσης υπουργόν τών Εκκλησια­στικών, τον Γ. Αίνιάνα υπουργόν τής Αστυνομίας. Εις δέ τά υπουρ­γεία τών Στρατιωτικών, τον Άναγνωσταράν, τον Περραιβόν καί τον Δ. Μούρτζινον έπιτροπήν, εις τό τών Ναυτικών, τον Ίωάννην Λαζά­ρου, τον Γ. Κιβωτόν καί τον Γ. Καλημέρην έπιτροπήν. Καί ούτως ήρχισε τακτικώς καί φρονίμως τάς εργασίας της.
Άλλ' οι αποτυχόντες εις τήν Συνέλευσιν από τάς θέσεις του πλη­ρεξουσίου καί του βουλευτού καί από τάς προσδοκωμένας είς αυτούς υψηλάς θέσεις Προέδρων, αντιπροέδρων καί υπουργών κτλ. τάς οποίας ήλπιζαν νά καθέξωσι διά τής ισχύος τών δύο κολοσσών, του Κολοκοτρώνη καί του Όδυσσέως, άπελπισθέντες μετέβησαν είς τό Ναύπλιον, καί συναθροισθέντες άπαντες έκεί, οίον ό Υψηλάντης, ό Όδυσσεύς, ό Κολοκοτρώνης, ό Νικήτας, ό Πλαπούτας, ό Τσιώκρης, οί Πετιμεζαίοι, ό Κεφάλας, ό Καλαμαριώτης, ό Περούκας, οί Ζαριφαίοι καί τίνες άλλοι, καί συσκεφθέντες απεφάσισαν καί ώρκίσθησαν νά κινηθώσι κατά τής Κυβερνήσεως διά τών όπλων νά έμπορέσουν νά παρεμβάλλουν προσκόμματα εις τήν πορείαν της, νά κηρύξουν άσυδοσίαν, άπείθειαν καί άναρχίαν, νά τής εμποδίσουν όλα τά μέσα, νά δυνηθούν ή νά τήν διαλύσουν ή νά τής εμποδίσουν τά μέσα νά άδυνατίση νά πέση είς συμβιβασμόν.
Συμπεριέλαβον δέ καί τό άλλο όργανον τής φαναριωτικής ραδιουργίας τον Θ. Νέγρην, αποτυχόντα καί αυτόν τής υψηλής θέσεως του Γ. Γραμματέως του Εκτελεστι­κού, καί ούτω συσσωματωμένοι ήλθον είς τήν Τριπολιτσιάν καί όργανίσαντες τους έκεί όμόφρονάς των άπήλθον μετά τινας ημέρας καί έτοποθετήθηκαν άπαντες είς τήν Συλήμναν, μίαν ώραν ώς έγγιστα μακράν, φοβερίζοντες ότι θέλει προσκαλέσουν εκείθεν Πελοποννησιακήν δήθεν Συνέλευση.
Βλέποντες οί πρόκριτοι τής επαρχίας Καρύταινας τά κινήματα ταύτα καί τάς παραφοράς του Κολοκοτρώνη, όστις ήγετο καί έφέρετο από τών κολάκων του τάς θελήσεις καί αίσθανόμενοι τάς συνε­πείας αυτών τών διαιρέσεων, τήν άσυδοσίαν, άπείθειαν καί τήν άναρχίαν κτλ. καί ότι κινδυνεύει ή Πατρίς νά καταστραφή από τάς τοι­αύτας ανοησίας καί τους παραλογισμούς του, απεφάσισαν καί ύπήγον άπαντες προς αυτόν καί τον είπον ομοφώνως καί τον προέ­τρεψαν άδελφικώς νά παύση άπό τάς συντροφιάς του Όδυσσέως καί τών τοιούτων καί ότι τον παρακινούν νά ένωθή μέ τους Δεληγιανναίους καί υπάρχοντες αυτοί δυνατοί είς τήν έπαρχίαν τής Καρύται­νας καί είς όλη σχεδόν τήν Πελοπόννησον, καθότι έχουν πολλάς συγ­γενείας καί σχέσεις, τότε γίνεται καί αυτός δυνατώτερος καί δέν έχει ανάγκην άπό τοιαύτας άλλας συντροφίας, καί άλλα πολλά. Ύπήγον λοιπόν συσσωματωμένοι καί του εξηγήθηκαν αυτούς τους στοχα­σμούς τους έν έκτάσει καί τού έκαμαν φρόνιμους καί νουνεχείς πα­ρατηρήσεις. Άφού τάς ήκουσεν δλας ευχαρίστως, τους παρεκάλεσε (χωρίς νά τους κάμη καμμίαν άντίρρησιν) νά του δώσουν καιρόν δύο τρεις ημέρας νά σκεφθή καλύτερα καί τότε θέλει τούς απαντήση
. Σκεφθείς λοιπόν μέ τούς οίκειοτέρους του καί αίσθανόμενος τήν καθ' όλα άποτυχίαν του καί οτι ήτον αδύνατον νά κατορθώση κανέν άπ' οσα έφρόνει έχων τούς Δεληγιανναίους πολιτικώς καί στρατιωτικώς αντιπάλους καί μή εύρίσκων κατάλληλον τρόπον καί μέσος νά ένωθή μέ αυτούς, κατέφυγεν είς τον αρχιερέα Τριπόλεως Δανιήλ, όντα ίδιαίτερον πιστόν φίλον του επίσης καί τών Δεληγιανναίων φίλον καί οίκείον, προς τον όποιον έν ειδει έξομολογήσεως έξηγήθη όλα έν έκτάσει τά προγεγονότα καί διατρέξαντα ότι δηλαδή προέκυψαν άπό δολίους εισηγήσεις τών συγγενών καί τών φίλων του καί ότι αυτός έθεώρει πάντοτε ώς αδελφούς καί ειλικρινείς φίλους του. Του έξηγήθη τάς παρατηρήσεις καί απαιτήσεις τών προκρίτων τής επαρ­χίας μας καί έπί τέλους έπεκαλέσθη τάς πατρικάς καί φρόνιμους συμβουλάς του καί τήν συνδρομήν του (γνωρίζων οτι ειχομεν προς αυτόν μεγάλην υπόληψιν καί έμπιστοσύνην, ώς ύπάρξαντα δεκαο­κτώ έτη οικότροφος είς τήν οίκίαν μας διδάσκαλος μας τον όποιον προήξαμεν αρχιερέα Άκόβων καί τελευταίον, Μητροπολίτην Τριπολιτσάς) καί αυτός νά εύρη τον τρόπον τής μεθ' ημών συνδιαλλαγής και οτι δέχεται οτι άνευ παρατηρήσεων τάς συμβουλάς του. Ό Τρι­πόλεως άφού ήκουσεν όλα αυτά καί συνδιελέχθηκαν δίς, τρις καί πολλάκις καί μή γνωρίζων ποίον τρόπον συνδιαλλαγής έφρονούσε, τον ήρώτησεν έπί τέλους ποιον τρόπον φρονεί καταλληλότερον διά νά γίνη αμοιβαία καί ή υπόληψις καί ή ασφάλεια τών δύο μερών. Είς τήν τρίτην δέ συνέντευξίν των, τον λέγει ό Κολοκοτρώνης, ότι άφού έσυλλογίσθη ιδίως καί έσκέφθη πολύ, καταλληλότερον άλλον μέσον δεν ήουνήδη νά εύρη διά νά μένουν ανύποπτα καί τά δύο μέρη, παρά νά κάμη μέ ημάς ένα δεσμόν συγγενικόν. Έφάνη τούτο παράδοξον εις τον αρχιερέα καί μέ άπορίαν τον είπε. Καί ποίαν συγγένειαν τοιαύτην νομίζεις; Τον λέγει, ότι ό Κανέλλος Δεληγιάννης έχει μίαν μόνην κόρην πενταετή ή εξαετή, έχω καί έγώ τον Κωνσταντίνον ή Κολίνον δωδεκαετή, νά κάμωμεν μίαν αρραβώνα καί τότε έξασφαλιζόμεθα καί τά δύο μέρη. Τον άπαντά ό άρχιερεύς, ότι αυτό τό βλέ­πω αδύνατον νά τό δεχθή, καθότι μήτε ή ανατροφή, μήτε ή ηθική, μήτε ή καταγωγή τό επιτρέπει τό τοιούτον είς αυτούς, διότι τό άνόμοιον είναι άκοινώνητον, κατά τήν κοινήν παροιμίαν. Τον λέγει ό Κολοκοτρώνης, ότι γίνου προς αυτούς εγγυητής, ότι τον υίόν μου αυτόν έχω άπόφασιν νά τον εκπαιδεύσω έδώ, νά τον στείλω καί είς τήν Γαλλίαν νά σπουδάση καί τότε φρονώ, ότι δέν θέλουν κάμει άντίρρησιν h όσα είπες, καί αν θέλουν ας τον πάρουν άπό τώρα είς τήν οίκίαν τους νά σπουδάση είς τον διδάσκαλόν τους τον Παπάγον. Έπί τέλους τον λέγει, ότι αυτό, Δεσπότη μου! τό θέλω άπό τήν Πανιερότητά σου, καί είμαι βέβαιος ότι αν θέλησης τό κατορθώνεις καί δέν θέλω άλησμονήση τήν καλωσύνην σου αυτήν όσον καιρόν ζήσω. Καί ούτως άνεχώρησεν.
Ό Τριπόλεως ευρέθη είς τήν πλέον δεινοτέραν θέσιν καί δέν ήξευρε ποίον τρόπον νά μεταχειρισθή, καθότι δέν έτολμούσε νά τό προτείνη τό τοιούτον κατ' ευθείαν είς έμέ. Απεφάσισε λοιπόν νά τό ένεργήση δι' άλλων καταλληλότερων μέσων πνευματικώς. Ώμίλησεν ιδίως προς τήν μητέρα μου έν είδει έξομολογήσεως καί άφού κατέπεισεν αυτήν νά τό δεχθή, ώμίλησε μέ τον αυτόν τρόπον καί προς τήν σύζυγόν μου καί ακολούθως προς ένα έκαστον τών αδελφών μου καί προς τάς συζύγους των νύμφας μου. Έπειτα είς τον Δ. Παπατσώνην, γυναικάδελφόν μου, προς τον όποίον έγνώριζεν, ότι είχον άδυναμίαν, παραγγέλλων προς ένα έκαστον ιδίως νά τό φυλάξη πολύ μυστικόν, καί άφού ώργάνισε τούτο έπιτηδείως καί τό ώρίμασεν είς όλων τάς καρδίας, ήλθε μίαν τών ήμερων καί μέ λέγει ότι έχει ανά­γκην καί ώς διδάσκαλός μου καί ώς πνευματικός μου νά μέ όμιλήση πνευματικώς περί ενός αντικειμένου καί σφαλίσαντες τήν θύραν ήρχισε νά μέ κατηχή καί νά μέ καταλαμβάνη διά πολλά παρελθόντα αντικείμενα καί μετά πολλήν καί μακράν όμιλίαν κατήντησε μέ πολ­λήν προφύλαξιν είς τό ού ένεκα άντικείμενον, όχι ότι τό έζήτει ό Κο­λοκοτρώνης, άλλ' ότι αυτός τό έστοχάσθη διά πολύ άναγκαίον καί συμφέρον διά τήν είς τό εξής ήσυχίαν αμφοτέρων τών μερών, νά έξέλθωμεν άπό τον κύκλον τών διαφόρων περισπασμών άπό του νά έχωμεν ανάγκην άπό τόν μέν καί άπό τον δέ, καί άλλα άπειρα μέ είπε.
Τά ήκουσα όλα μ' άδιαφορίαν καί τόν απάντησα ότι τό άντι­κείμενον είναι σοβαρόν καί δέν είναι περί παρωνυχίδος, άλλ' είναι ανάγκη νά τό σκεφθώ πολύ, νά συμβουλευθώ καί τούς συγγενείς μου καί μεθ' ημέρας σέ απαντώ. Τό είπον αυτό είς τήν σύζυγόν μου, είς τήν μητέρα μου, καί ιδίως είς ένα έκαστον τών αδελφών μου, καί ώς έκ συνθήματος τό ενέκριναν άπαντες, ώς άναγκαίον καί κατάλληλον, μέ τήν παρατήρησιν, ότι έάν τελεσφόρηση καί κερδίσωμεν τόν Κολοκοτρώνην καί τόν τραβήξωμεν άπό τούς τυχοδιώκτας, οίτινες τόν έχουν περικυκλωμένον καί άπό τινας κόλακας, οίτινες τόν κινούν όπως θέλουν, ώς όργανον των σκοπών τους, τότε είναι μεγάλη ωφέ­λεια καί διά τήν πατρίδα καί δι' ήμάς, αν δέ τό εναντίον, ό καιρός γί­νεται διδάσκαλος. Τά αυτά μέ είπε καί ό Ζαΐμης καί ό Παπατσώνης, τούς οποίους έσυμβουλεύθην ώς στενούς συγγενείς μου, άλλά πάντες έπεθύμουν τήν ένωσιν αυτήν νά γίνη ειλικρινής, καί όχι απατηλή. Μετά τρεις ημέρας ήλθεν ό Τριπόλεως νά μέ έρωτήση τί απεφάσισα διά νά πάρη τήν περίληψιν, και τόν είπον όλα τ' ανωτέρω καί ότι μάς είναι δεκτή ή πρότασις καί δίδω τόν λόγον μου, όστις ευχαριστηθείς άνεχώρησεν αύθωρεί καί άπήλθεν είς τήν Συλήμναν καί διεβεβαίωσε τόν Κολοκοτρώνην περί τής παραδοχής καί εύχαριστήθη διά τήν έπιτυχίαν καί εντός δύο ήμερών έγινε πασίδηλος ή ύπόθεσις αύτη είς όλην τήν Τριπολιτσάν ώς τελειωμένη."
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Η Εθνική Συνέλευση Ακυρώνει Δικτατορικές Πράξεις του Θ. Κολοκοτρώνη.

Εις τήν ψευδοχαλιμάν του γράφει ό φαυλόβιος Σπηλιάδης συν τοις άλλοις είς τήν σελ. 489-490 δτι:
«Οί ολιγαρχικοί άντενεργούσαν εις τάς επαρχίας καί διέσπειρον, ότι οί τοπικαί Διοικήσεις παρεμβάλλουν προσκόμματα είς τήν πορείαν της Κυβερνήσεως, επειδή έσκόπευον νά συγκεντρώσουν τήν έξουσίαν εις τάς οικογενείας των, νά αποκατασταθούν τιμαριώται κτλ. καί δτι ή Γερουσία της Πελοποννήσου εμπόδισε τον Κολοκοτρώνην, δστις απεφάσισε πολλάκις νά κινηθή με τα δπλα κατά των Δεληγιανναίων κτλ. καί δτι μίαν ήμέραν έξηντλήθη ή υπομονή του καί κρούει τό τύμπανον καί προσκαλεί τους στρατιώτας νά κινηθή κατ' αυτών καί ή Γερουσία τον υπεχρέωσε καί ησύχασε» κτλ.
'Οτι αί έκ της κατεπειγούσης τότε ανάγκης συστηθείσαι τοπικαί ή τμηματικαί Διοικήσεις παρενέβαλον μύρια προσκόμματα είς τήν πορείαν της Κυβερνήσεως, τούτο τό έγνώρισαν καί τό αισθάνθηκαν δλαι αί τάξεις των Ελλήνων, καθότι τό έδοκίμασαν πραγματικώς καί αυτά τά ίδια μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας καί των λοιπών τμημάτων του Κράτους. Πρώτον δτι ήτον κράτος έν κράτει καί οί δυ­νατοί εκάστου τμήματος υπεδούλωναν, υπεχρέωναν καί κατήντησαν υποχείριους αύτάς τάς τμηματικάς διοικήσεις, καί δι' αυτών έποίουν τά μεγαλύτερα αδικήματα καί βιαιοπραγίας είς τον τόπον, ώστε άφού παρήλθεν ό κίνδυνος της πατρίδος, διελύθησαν αυθορμήτως μόνα των αυτά τά σώματα καί άπήλθεν έκαστος είς τά ίδια καί άπηλλάχθησαν από τάς άνομους παραβιάσεις της αυθαιρεσίας καί έφρόντισαν νά έγκαθιδρυθή μία μόνιμος καί ισχυρά κυβέρνησις. Τό νά συγκεντρώσωμεν ήμείς είς τάς οικογενείας μας τήν έξουσίαν καί νά γίνωμεν τιμαριώται, δλοι οί Πελοποννήσιοι γνωρίζουν, δτι τήν έξουσίαν ήμείς τήν είχομεν συγκεντρωμένην είς τάς οικογενείας μας προ αμνημονεύ­των χρόνων καί υπερασπιζόμεθα τούς αδελφούς μας χριστιανούς.
Καί μ' δλον, οπού ή Όθωμανική εξουσία είχε τό αύθαίρετον καί ήδύνατο νά φονεύση ένα έκ τών προυχόντων μή σύμφωνον μέ τάς θελήσεις της, καθώς τούτο ήτον άποδεδειγμένον, πραγματικώς καί είς διαφόρους έποχάς έφόνευσεν από τούς Δεληγιάννηδες, από τούς Ζαΐμηδες, άπό τούς Λόντους, άπό τούς Περούκας, άπό τούς Χαραλάμπηδες, άπό τούς Νοταράδες, άπό τούς Κρεββατάδες, άπό τούς Παλαμίδας, άπό τούς Κουγιάδες, άπό τούς Παπατσώνας, άπό τούς Γρηγόρηδες, Σισίνηδες, Βιλεάτας, Κανακάρεις καί άλλους. Ή εξουσία μ' όλα ταύτα ήτον πάντοτε συγκεντρωμένη είς τάς αύτάς οικογενείας καί μετά παρέλευσιν ενός έτους τό πολύ άντεκατεστένοντο είς τήν θέσιν του φο­νευθέντος πατρός ή συγγενούς των. Καί είχον τον (κατά τον αίσχρόν Σπηλιάδην) τιμαριωτισμόν, τάς μεγάλας περιουσίας των, τάς λαμπράς ιδιοκτησίας των, καί τήν άγάπην καί τό σέβας των συμπο­λιτών τους καί οίτινες διά τήν άπολύτρωσιν αυτής της πατρίδος έθυσίασαν αυθορμήτως καί πλούτον καί δόξαν καί ιδιοκτησίας καί οικο­γενείας καί νεότητα καί ζωήν, μή άποβλέψαντες ποτέ είς κανέν έκ τών όσων συκοφαντούνται άπό αυτόν τον βδελυρόν καί άπό τούς ομοίους του. Ήλπιζαν μάλιστα καί αυτοί, δτι μετά τήν άποκατάστασιν τής πατρίδος νά μήν μείνουν μήτ' αυτοί μήτε τά τέκνα των απο­ξενωμένοι τών πραγμάτων αυτής καί νά διευθύνωσιν οί απάτριδες καί οί τυχοδιώκται τήν τύχην της (καθώς έγινε μέχρι τούδε) οίτινες δεν έχουν ουδέν δικαίωμα είς αυτόν τον τόπον καί κατεφρόνησαν, εξευτέ­λισαν καί κατέστρεψαν όχι τά τέκνα τών άνω είρημένων, άλλά καί αυτούς τούς ιδίους, καί τούς άπεξένωσαν άπό τά έργα τών χειρών τους καί με στεναγμούς βλέπουν, δτι κατασπαταλώσι τούς πόνους αυτών έμπροσθεν τών οφθαλμών τους! Άλλ' είς ποίον έθνος καί είς ποίαν έποχήν δέν υπήρξαν τοιούτοι φθονεροί, εμπαθείς καί επίβουλοι προδόται, διά νά μήν έχη καί ή άναγεννηθείσα Ελλάς τούς άνω είρημένους συκοφάντας.
Ότι δέ ό Κολοκοτρώνης ήτοιμάσθη νά κινηθή με στρατεύματα κατά τών Δεληγιανναίων! αυτό είναι γελοιωδέστατον είς τήν φύσιν του' οχι νά τό γράψη τις, άλλά νά τό συλλογισθή. Καί αυτός ό Κολο­κοτρώνης αν έζούσε καί ήκουε παρόμοια ξεράσματα καί βωμολοχίας, δτι ήδύνατο νά κινηθή καθ' ημών, ήθελε έντραπή καί ήθελε τά νομίση ώς προσβολήν δι' άντικείμενον, τό όποίον δέν ήδύνατο καν νά τό φαντασθή, καθότι μας έγνώριζε καί ήσθάνετο μέ ποίους είχε νά τά βάλη καί έσυμπέραινε τάς συνεπείας του κινήματος του.
Καί φαίνεται δτι δσους μύθους έσυνείθιζε καί έλεγεν ό Κολοκοτρώνης καί δσες ρεπανίδες έκοπτε τάς ένόμιζαν αυτά τά μηδαμινά όντα, οί χαμερπείς κόλακές του, δτι ήτον πραγματικά καί τά μεταχειρίζονται ώς ιστορικά συμβάντα. Ή Πελοποννησιακή Γερουσία ύποχρεωθείσα άπό τον Κολοκοτρώνην προσεκάλεσεν, άκουσα, καί αυτή ιδίαν Συνέλευσιν εναντίον τών καθηκόντων της διά νά συναχθούν οί πληρεξούσιοι τής Πελοπον­νήσου είς τήν Τριπολιτσάν, άλλά κανένας δέν ύπήκουσεν είς τάς προ­σκλήσεις της, καθότι ή διάρκειά της ήτον τελειωμένη άπό τον Ίανουάριον καί τήν έθεώρουν ώς πεπαυμένην καί έβλεπον δτι ό Κολοκο­τρώνης τήν έβαστούσε διά τής κτηνώδους βίας, άλλά καί τά περισσό­τερα τών μελών αυτής, αίσθανθέντα τήν άνομον αύθαιρεσίαν, άνεχώρησαν κρυφίως διά νυκτός ώς δραπέται καί πρώτοι πάντων ήτον οί έγκριτώτεροι, ό Παπατσώνης, ό Φωτήλας, ό Βρεσθένης, ό Νικολής Τσανέτος, ό ΄'Αχολος, ό Περούκας, ό Κωνσταντίνος 'Ακουρος, ό Κυ­ριάκος, ό Καλόγερος, ό Καλαμαριώτης καί τήν τρίτην ήμέραν όλοι οί άλλοι καί άπήλθον είς τάς επαρχίας των καί άπηλλάχθησαν άπό τήν τοιαύτην δουλικήν κατάστασιν, οίτινες έκλέχθησαν άπό τάς επαρχίας των, άλλοι πληρεξούσιοι καί άλλοι βουλευταί, καί άπήλθον είς τήν έν Αστρει Έθνικήν Συνέλευσιν. 'Οσοι δέ άπέτυχον τής εκλογής συνήγοντο άπαντες είς τήν Τριπολιτσάν, γνωρίζοντες τήν ματαιότητα του Κολοκοτρώνη καί έλπίζοντες είς τήν στρατιωτικήν του ίσχύν καί νά αποβληθούν αί νομίμως έκλεχθέντες. Καί άφού συνήχθησαν έν μέρος άνεχώρησαν μετά του Υψηλάντη, Κολοκοτρώνη, Όδυσσέως, Παπαφλέσια, Αναγνωσταρά, Νικηταρά καί άλλων καί άπήλθον είς τό Ναύπλιον νά συγκροτήσουν έδικήν τους Συνέλευσιν.
Οί έν 'Αστρει συναθροισθέντες πληρεξούσιοι
τής Πελοποννήσου, τής Στερεάς καί τών νήσων ύπερέβαινον τά πέντε έκτα του δλου, οίτινες μεταβάντες συσσωματωμένοι είς τά Αγιαννίτικα, ώς θέσιν καταλληλοτέραν διά οικήματα καί τρόφιμα, τήν έπιούσαν έκαμαν προκαταρκτικήν συνεδρίασιν, έξελέξαντο τον προσωρινόν πρόεδρον, έδιόρισαν έπιτροπάς καί επεξεργάσθηκαν τά πληρεξούσια έγγραφα, έδιόρισαν τήν φρουράν τής Συνελεύσεως, τον Γιατράκον μέ 400, τον Κανέλλον Δεληγιάννην μέ 400, τον Λόντον μέ 400, έπροσεκάλεσεν ό Πρόεδρος επισήμως τούς είς τό Ναύπλιον άπελθόντας νά έλθουν νά παρουσιάσουν τά πληρεξούσια έγγραφα τους διά νά παραδεχτούν τά έχοντα νομιμότητα.
Έπεξεργασθέντα λοιπόν ακριβώς και άπαθώς καί ευρεθέντα νό­μιμα τά δύο τρίτα, εγινεν ή τακτική συνεδρίασις καί έξελέξαντο Πρόεδρον τής Συνελεύσεως τον Πέτρον Μαυρομιχάλην, άντιπρόεδρον τον Βρεσθένης και Άρχιγραμματέα τον Θ. Νέγρην καί ήρχισαν αμέ­σως τάς τακτικάς εργασίας.
Τούτο μαθόντες οί έν Ναυπλίω αποτυ­χόντες άνεχώρησαν αμέσως κρυφίως ό Παπαφλέσιας, ό Αναγνω­σταράς, ό Περούκας, ό Β. Πετιμεζάς, ό Καλαμαριώτης καί τίνες άλλοι καί άπήλθον είς τά Άγιαννίτικα καί έπαρουσίασαν τά πληρε­ξούσια έγγραφά τους καί ευρεθέντα νόμιμα παρεδέχθησαν είς τήν Συνέλευσιν. Τούτο ίδούσα ή έν Ναυπλίω συμμορία άνεχώρησε καί αυτή συσσωματωμένη 200 του Όδυσσέως καί υπέρ τούς 600 του Κολοκοτρώνη καί τών λοιπών συντρόφων τους αποτυχόντων, καί φθάσασα έκεί κατέλαβε τά Μελιγιώτικα καλύβια, θέσιν άπέχουσαν τής Συνελεύσεως ήμισείαν σχεδόν ώραν. Έπαρουσίασαν τά πληρε­ξούσια των δσοι είχον άπό αυτούς καί ευρέθησαν παράνομα έκτός του Κολοκοτρώνη καί έξ άλλων, τούς οποίους παρεδέχθη ή Συνέλευσις, άλλ' αυτοί δέν ηθέλησαν νά συνεδριάσουν διά νά μήν γίνη προσβολή είς τούς μή παραδεχθέντας συντρόφους των.
Εις τήν πρώτην συνεδρίασιν τής 29 Μαρτίου 1823 κατήργησε τήν άρχιστρατηγίαν του Κολοκοτρώνη, ώς παραβεβιασμένως άρπαγείσα άπό τήν Γερουσίαν καί μηδέποτε παραδεχθείσα άπό τήν Κυ­βέρνησιν.
Είς τήν δευτέραν κατήργησε τάς Γερουσίας, τον 'Αρειον Πάγον καί πάσαν άλλην τμηματικήν διοίκησιν καί απεφάσισε τό έπαρχιακόν σύστημα, ήτοι νά διορίζωνται παρά τής Κυβερνήσεως έπαρ­χοι εις πάσαν έπαρχίαν, είς δέ τήν Κρήτην νά διορισθή εις αρμοστής μέ δύο συμβούλους.
Ακολούθως άπεδοκίμασε παμψηφεί τάς πράξεις καί αυθαιρέτους παρανομίας τάς οποίας έκαμεν είς τό διάστημα τής αύτοχειροτονήτου δικτατορίας του ό Κολοκοτρώνης καί διεμαρτυρήθη επισήμως κατ' αύτού, προσκαλούσα αυτόν νά παρουσιασθή, νά δώση λόγον ενώπιον τής Συνελεύσεως διά τάς τοσαύτας βιαιοπραγίας καί κατα­χρήσεις του. Τούτο ακούσας αυτόν κατήντησεν άπό τον θυμόν ώς μανιακός, ώστε συσκεφθέντες μετά του Όδυσσέως, Υψηλάντη καί τίνων άλλων τής συμμορίας των έκριναν άναγκαίον νά ενεργήσουν νά γίνη μιά ταραχή, ίσως έπιφέρη τήν διάλυσιν τής Συνελεύσεως καί έν αύτώ τώ διαστήματι νά κατασφάξουν, άν δυνηθούν, τούς προύχο­ντας καί προκρίτους του Έθνους. Άλλ' επειδή ή στρατιωτική τους δύναμις ήτον κατωτέρα πολύ τής εδικής μας καθότι, έκτος τών 1.200 τής φρουράς, είχον ό Παπατσώνης, οί Μαυρομιχάλαι, ό Ζαΐμης, ό Σισίνης καί οί λοιποί άλλους τόσους, καί, άν άπεφάσιζαν νά κάμουν τοιαύτην άπόπειραν, έβλεπον τήν άναπόφευκτον καταστροφήν των. Έγραψαν λοιπόν τών διαφόρων είς τάς επαρχίας φί­λων τους νά τούς προφθάσουν έπικουρίαν, άλλά μετά δέκα ημέρας μόλις έπρόφθασεν ό Χατζηχρίστος μέ σαράντα ιππείς Βουλγάρους καί εκατόν ώς έγγιστα πεζούς.'Ωστε έματαιώθη καί αυτό τό σχέδιόν τους. Απεφάσισαν λοιπόν νά άπεκδυθούν τήν λεοντήν καί νά ένδυθούν τήν άλωπεκήν, ίσως επιτύχουν σκοπόν μ' αυτόν τον τρόπον, νά δυνηθούν νά συστήσουν τό έπιθυμητόν τους γοβέρνο μιλιτάρε! τό όποιον κατέφλεγε πάντοτε τάς καρδίας των καί του οποίου τό έμπόδιον τό ένόμιζον άπό τούς προύχοντας καί προκρίτους τής Πελοπον­νήσου. Προσεκάλεσαν λοιπόν τον γέροντα Άναγνωσταράν καί τον ειπον άπειρα παράπονα καθ' ημών καί ιδίως κατά τών Δεληγιανναίων, τού Ζαϊμη καί του Παπατσώνη, δτι αυτοί παρεμβάλλουν άπ' αρχής προσκόμματος είς τούς σκοπούς των, καί νομίζοντες αυτόν ώς μέλος τού κόμματος των του εξηγήθηκαν δλα τά σχέδια των, προτρέποντες αυτόν νά μεταχειρισθή πάντα τρόπον νά μάς άπατήση καί νά μάς διαβεβαιώση, δτι αυτοί δέν έχουν καθ' ημών επίβουλους σκο­πούς καί δτι έπιθυμούν τήν ενωσίν μας καί νά μάς γνωρίζουν ανωτέ­ρους των καί άλλας τοιούτας υποσχέσεις νά μάς κάμη διά νά μάς αποκοίμιση νά είμεθα απρόσεκτοι, νά εύρουν περίστασιν άρμοδίαν νά μας στείλουν είς τήν άλλην ζωήν, ωσάν τον Κρεββατάν.
'Επιστρέψας λοιπόν ό Αναγνωσταράς, μάς έξηγήθη διά όλα δσα ώμίλησαν, άλλ' έχων έξιδιασμένην ύπόληψιν είς τον Ζαΐμην καί άγάπην καί υποχρεώσεις είς ημάς, δέν τον έβάσταξεν ή ψυχή του καί ή συνείδησίς του νά μήν μάς είπή τήν άλήθειαν υπό έμπιστοσύνην καί μάς λέγει δτι ό Θεοδωράκης, έχων άδιάλλακτον πάθος καί μίσος προς εσάς τους Δεληγιανναίους καί είς τον Ζα'ί'μην, ώς τά μόνα προ­σκόμματα είς τους φιλόδοξους σκοπούς του, εύρών δέ σύμφωνους καί τον Ύψηλάντην, Όδυσσέα, Πλαπούταν, Νικήταν, Φλέσιαν, Πετιμεζαίους καί άλλους, έχουν συνωμοσίαν μ' οποιαδήποτε μέσα δυνηθούν νά σας δολοφονήσουν καί λάβετε μέτρα διά τήν διατήρησιν τής ζωής σας, προσθέσας, προσέτι, δτι ό Θεοδωράκης είναι κακής ψυχής άνθρωπος, μάταιος καί φιλόδοξος, καί αυτός θά γίνη αιτία πρώτα υστέρα νά χαθή αυτή ή πατρίς καί έγώ τον γνωρίζω άπό μικρόν παιδί καλύτερα άπό κάθε άλλον καί άλλα πολλά είπε κατ' αύτού.
Είς τήν άκόλουθον συνεδρίασιν άπεφάσισεν ή Συνέλευσις νά παραδώση τά αυθαιρέτως κατακρατούμενα παρ' αύτού φρούρια του Ναυπλίου, άλλ' αυτός διά νά δώση μάκρος του καιρού, άπήντησεν δτι άμα συστηθείσης τής νέας Κυβερνήσεως καί τον διατάξη είναι έτοιμος νά τά παραδώση.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Ο ΣΤΑΪΚΟΣ ΣΤΑΪΚΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΊΖΕΙ ΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΈΘΝΟΣ

Άναχωρήσας, ώς προείρηται, από τό Ναύπλιον κατά τάς αρχάς Νοεμβρίου, μετά παρέλευσιν ημερών τίνων, έζήτησαν οί Τούρκοι νά έβγουν πάλιν νά διαπραγματευθώμεν περί τής παραδόσεως, απελπισμένοι πλέον ότι ήτον δυνατόν νά λάβουν τροφάς από τήν Κόρινθον ή διά θαλάσσης. Τούς άπήντησεν ό Στάϊκος, δτι τον Δεληγιάννην τον διέταξε ή Κυβέρνησις προ τίνων ήμερών και άνεχώρησεν διά που; δεν γνωρίζω. Έμει­ναν άπόπληκτοι άπό τήν λύπην τους, καθότι είχον πολλήν πεποίθησιν εις έμέ και τον λέγουν τώρα τί νά κάμωμεν; και εις ποίον νά έμπιστευθώμεν; νά παραδοθώμεν ημείς εις τούς Χαϊδούτας; προτιμώμεν καλύτερα νά φαγωθώμεν μεταξύ μας, ή νά βάλωμεν φωτιές εις τάς πυριταποθήκας νά καταστραφώμεν καί ήμείς και τά φρούρια. Τούς λέγει ό Στάϊκος, έάν δεν ευχαριστείσθε νά παραδοθήτε εις έμέ, νά γράψω εις τήν Κυβέρνησιν ή η ιδία νά έλθη, ή νά στείλη έπιτροπήν νά συνθηκάρετε, ώστε και δι' αυτής και διά τών ομήρων είσθε εξασφαλισμένοι. Ύπέστρεψαν λοιπόν νά συσκεφθούν και νά τον δώσουν άπάντησιν. Άλλά δεν έστάθη δυνατόν νά συμφω­νήσουν, καθότι ό Άλή πασάς και ό Σελήμ πασάς τούς έμπόδιζον και έπροσπαθούσαν νά τούς απατήσουν νά ανέβουν αυτοί εις τό Παλαμίδι μ' δσους δεν είχον γυναικόπαιδα (εως τριακόσιοι ξένοι, οίτινες έμειναν) νά πάρουν επάνω και δσας τροφάς είχον και τότε νά παραδοθούν οί εντόπιοι. Τούτο μή δεχθέντες αυτοί συνέβη μεταξύ των μεγάλη έρις και έπειτα κατήντησαν εις διαπληκτισμούς, ώστε ήναγκάσθη ή εν τώ Παλαμιδίω φρουρά νά λάβη μέρος ει πάν δ,τι έμελλε νά άποφασισθή και άφήσασα έως εξήντα στρατιώτας άπηυδισμένους και ήμιθανείς από τήν πείναν και κακοπάθειαν έκατέβηκαν και αυτοί εις τό Ναύπλιον. Πρό τίνων δέ ημερών είχεν εξέλ­θει μία αθλία Όθωμανίς γυνή, ήμιθανής από τήν πείναν, νά μαζώξη λάχανα καί, άν σταθή δυνατόν, νά μείνη εξω με τούς Έλληνας, τήν οποίαν ύπήγον οί στρατιώται είς τον Στάϊκον τήν περιεποιήθη, τής έδωκε τροφήν καί ώς έκ του φρονίμου τρόπου μέ τον όποίον τήν ύπεδέχθη, έλαβε θάρρος καί εξετά­ζων αυτήν μέ γλυκείς λόγους έμαθε τήν άθλίαν κατάστασιν είς ήν εύρίσκοντο οί πολιορκούμενοι. Τής έδωσεν ολίγον ψωμί καί τυρί. Τής είπε νά είσέλθη είς τό Παλαμίδι καί νά διαβε­βαίωση τήν φρουράν, δτι δεν είναι ουδείς σκοπός νά τούς φο­νεύσουν ή νά τούς κακοποιήσουν, μάλλον δέ νά τούς περιποιηθούν καί νά τούς έμβαρκάρουν νά απέλθουν εις τήν Άνατολήν καί άλλας πολλάς τοιαύτας παρηγοριάς τής είπεν. Είσελθούσα δέ αύτη διεκοίνωσεν πρός τινας τής φρουράς δσα ήκουσεν παρά του Στάϊκου. Αυτοί δέ συνυπακουσθέντες μεταξύ των έξήλθον δύο Τουρκαλβανοί καί ή γυνή αύτη, τούς οποί­ους εύρων εξερχόμενους είς στρατιώτης Δημήτριος Μοσχονησιώτης λεγόμενος, τούς άπήγαγεν είς τον Στάϊκον, δστις τούς εδέχθη περιποιητικώς καί έρωτήσας αυτούς περί τής κατα­στάσεως τής φρουράς τού Παλαμιδίου αυτοί των διεβεβαίωσαν, ότι ήτον άθλιεστάτη καί ότι οί προκριτώτεροι αυτών καί οί αξιωματικοί ήτον κατεβασμένοι είς τό Ναύπλιον νά συσκεφθούν μέ τούς εντοπίους, νά καταπείσουν καί τούς πασάδες νά παραδεχθούν τήν συνθήκην. "Οσοι δέ έφρούρουν έκείνας τάς ημέρας ήτον ώς έγγιστα εκατόν, δισμοιρασμένοι είς τάς έπτά τάπιας καί είς τάς δύο θύρας, άλλ' όλοι ήμιθανείς από τήν πείναν καί από τον τύφον καί κατήντησαν αναίσθητοι.
Πρό τίνων ημερών είχε λάβει τήν ίδέαν ό Στάϊκος μέ τούς λοιπούς καπεταναίους διά νά κάμουν τήν έφοδον εις τό Πα­λαμίδι καί είχε κάμει τάς αναγκαίας κλίμακας (σκάλας) ετοίμους, άλλ' έπερίμενε νά βεβαιωθή έτι μάλλον διά τήν κατάστασιν τών φρουρούντων, διά νά έχη βεβαίαν καί τήν έπιτυχίαν άνευ μεγάλου κινδύνου. Άλλά καί οί δύο αυτοί Αλβα­νοί καί ή γυνή τον ενεθάρρυναν είς τόσον βαθμόν λέγοντες ότι άν επιτύχη ή έφοδος νά φονεύση αυτούς. Έπείσθη λοιπόν καί είδοποιήσας τούς περί αυτόν τήν νύκταν τών 29 Νοεμβρίου προς τάς 30, ήμέραν τής εορτής τού Αποστόλου Ανδρέα, έπλησίασεν μετά τού αδελφού του Αθανασίου Στάϊκου είς τά τείχη του Παλαμιδίου, έχοντες μεθ' εαυτών τριακόσιους πε­νήντα στρατιώτας ατρόμητους καί αποφασισμένους οίκοθεν νά αποθάνουν. Καί αμέσως επήραν μίαν σκάλαν, ένας καλόγηρος Αγιορείτης Παφνούτιος λεγόμενος καί ό Ιωάννης Πορτοκάλης από Βυζίτσι τής επαρχίας Καρύταινας, καί ύπήγον καί τήν έθεσαν είς τήν Γιουρούς τάπιαν καί αμέσως αναβαίνει ό Δημήτρης Μοσχονησιώτης μέ ενα μόνον Τούρκον ήμιθανή. 'Ωρμησαν κατ' αύτού μέ τό ξίφος καί αυτός επικαλείται αμέ­σως έλεος. 'Ηρπασεν ό Μοσχονησιώτης τά δπλα του, παίρνει καί τον ίδιον είς τάς επάλξεις του φρουρίου καί λέγουν προς τον Στάϊκον, δτι δέν υπάρχει υποψία ούδ' άντίστασις, καίούτως αναβαίνει ό Στάϊκος μέ ένα τέκτονα Κρανιδιώτην Εμμανουήλ Σκρεπετόν, δστις έγνώριζεν δλα τά εντός του Παλαμιδίου, καί μέ περίπου τών 50 στρατιωτών. Διά μο­χλών καί άλλων εργαλείων ήνοιξαν τήν θύραν έσωθεν καί είσήλθεν ό Θανάσης (Στάϊκος) μ' άλλους τριακόσιους. Αμέ­σως λοιπόν έθεσαν τάς άναβάθρας είς τήν Δαβήλ τάπιαν καί είσήλθον αρκετοί στρατιώται μέ τον Θανάσην καί Μοσχονησιώτην καί αμέσως παρεδόθηκαν οί είς αυτήν φρουρούντες Όθωμανοί. Ακολούθως έβαλον τάς κλίμακας είς τήν Καρά τάπιαν καί ανέβηκαν αρκετοί' άλλ' ατυχώς έκρημνίσθη ό αρχιμανδρίτης Διονύσιος Βυζάντιος καί συνετρίβη ό είς τών ποδών του' καί αυτοί παρεδόθηκαν αμαχητί.
Είς τήν αυτήν στιγμήν τούς έ'βαλαν καί είς τήν Τζιζδάρ τά­πιαν καί βλέποντες αυτούς οί Τούρκοι ανεβαίνοντας, έτράπησαν είς φυγήν καί διευθύνθηκαν είς τήν πόλιν κάτω. Υπήγον αμέσως είς τήν Μπεζεργιάν τάπιαν καί άμα είδον τάς άναβά­θρας οί Τούρκοι έφώναξαν δτι παραδίδονται, άλλά νά τούς χαρισθή ή ζωή. Καί άνοίξαντες τήν θύραν είσήλθον οί 'Ελληνες.
Ό Στάϊκος λοιπόν, κύριος αποκατασταθείς του Παλαμιδί­ου, έστειλεν αμέσως τούς φρουρούντας κάτω είς τό Ναύπλιον, παραγγείλας είς τούς Ναυπλιείς νά παραδοθούν είς τον νικητήν καί τούς χαρίζει τήν ζωήν καί έν μέρος τής κινητής πε­ριουσίας των, νά τούς έξαποστείλη δέ ασφαλώς είς τήν Μι­κράν Άσίαν. Εξελθόντων τούτων, ήρχισαν οί Έλληνες τον κανονοτουφεκοβολισμόν δλην έκείνην τήν νύκταν ώστε κατέ­λαβε φρίκη καί απελπισία τούς Ναυπλιείς καί προτού εξημερώση έστειλαν πρεσβείαν είς τον Στάϊκον, δτι παραδίδονται είς τήν διάκρισιν τοιούτου γενναιόφρονος νικητού.
Άλλ' ό Στάϊκος, άφού κατέλαβε τοιούτον άκαταμάχητον φρούριον, έγραψεν αμέσως είς τήν Κυβέρνησιν, έξαποστείλας δύο ιππείς διά τήν χαροποιόν ταύτην άγγελίαν, προτρέπων αυτήν δτι ή ιδία νά προφθάση δσον ένεστι τάχιον, ή ν' άποφασίση νά στείλη ευθύς πληρεξούσιον άντιπρόσωπόν της νά παραδοθώσι τά φρούρια αυτά εν ονόματι τής Κυβερνήσεως του Έθνους, νά μην συμβή αταξία καί κατάχρησις. Συγχρόνως δέ ειδοποίησεν (από άνοησίαν του μάλλον) καί τον Κολοκοτρώνην, διατρίβοντα τότε είς τό Σούλι, τήν χαροποιάν ταύτην άγγελίαν. Καί άμα έλαβε αυτήν άνεχώρησεν αύθωρεί καί έφθασεν είς τό Παλαμίδι προ τής ανατολής του ηλίου καί κα­τόπιν αυτού μετά δύο ώρας έφθασαν όλοι δσοι εύρίσκοντο εις τήν 'Αργολιδοκορινθίαν στρατιώται υπέρ τάς τρείς χιλιάδες. Καί τότε ό μέν Κολοκοτρώνης έγινε κατακτητής, καί κύριος το Παλαμιδίου, τον δέ Στάϊκον παρηγκώνισε καί έμηδένισεν, ώστε οί περί τον Κολοκοτρώνην σωματοφύλακες λεγό­μενοι, αφού ήρπασαν δσα είς τό Παλαμίδι όπλα καί πράγμα­τα τουρκικά, κατά διαταγήν αύτού, τά οποία είχεν συνάξει ό Στάϊκος καί έναποταμιεύσει είς εν μέρος διά νά τά παραδώση είς τήν Κυβέρνησιν τακτικώς νά διανεμηθώσι μαζί μέ τά τού Ναυπλίου, κατήντησαν νά του άρπάσουν καί τά εδικά του όπλα ότι ήτον δήθεν τουρκικά. Είς τοιαύτην άνόσιον πράξιν καταντήσαντες άνήγγειλεν ό Στάϊκος είς τον Κολοκοτρώνην αυτήν τήν βανδαλικήν άπανθρωπίαν καί του άπήντησεν ότι «καλά του τό έκαμαν του κερατά! διότι ήθελε νά προσκαλέση τήν ψωροδιοίκησιν από τό Κρανίδι νά τής παραδώση τοιαύτα φρούρια!» Άμα λοιπόν έφθασεν εκεί, ώς εΐρηται, αμέσως ήρχισε τήν διαπραγμάτευσιν καί αυθημερόν τήν έτελείωσε καί παρεδόθηκαν όλα αυτά τά φρούρια διά συνθήκης έπ' ονόματι τοΰ Κολοκοτρώνη χωρίς τήν άδειαν τής Κυβερνήσεως του Έθνους καί μηδ' αυτής τής υποχειρίου του Πελοποννησιακής Γερουσίας, ήτις άφου έμαθε τό τοιούτον άνοσιούργημα καί δυσανα σχετήσασα κατήντησεν είς τοιαύτην τόλμην, ώστε του έγραψε πικράς επιπλήξεις, άλλ' ολίγον έφρόντισε δι' αύτάς.'Οθεν γενόμενος κύριος κατακτητής του Ναυπλίου έσύναξαν όλα τά πλούτη τών Τούρκων καί τά μεν άχρηστα, οίον χαλκώματα, όπλα σιδηρά, παλαιοστρώματα βρωμερά καί ενδύματα, τά έθεσαν είς τά τσιαμία προς φύλαξιν δήθεν, νά γί­νουν διανομή είς τούς στρατιώτας, τά δέ χρυσά, αργυρά, πο­λύτιμους λίθους, μαργαρίτας καί όλα τά βαρύτιμα πράγματα, τά έθεσαν κατά μέρος, αυτός μέ τούς υιούς του, ό Πλαπούτας, ό Νικη ταράς, ό Τσιόκρης, οί Πετιμεζαΐοι, ό Τασκούλιας, ό Αποστόλης καί οί λοιποί κόλακες των καί τά διένειμαν με­ταξύ των καί όσα έκλεψεν ό εις του άλλου κρυφίως καί ήρπασαν, ώστε τά κατεβρόχθισαν όλα, ώς ό Άδης, άδικήσαντες καί τό Δημόσιον καί τούς άπ' αρχής πολιορκητάς, καθότι καί τά συναχθέντα είς τά τσιαμία, καί αυτά τά έκλεψαν εκείνοι οίτινες έγνώριζον τήν τέχνην αυτήν καί, όταν τά ήνοιξαν, δέν ευρέθη σχεδόν τίποτε.
Του δέ Στάϊκου, του άδελφού του καί όλων τών 350 στρα­τιωτών τους τούς έβγαλαν μερίδιον είς μαλλιάν, παλαιο­στρώματα καί παλαι οφορέματα τουρκικά βρωμερά τριών χι­λιάδων γροσίων κατ' έκτίμησιν, δηλαδή προς οκτώ γρόσια εκάστου στρατιώτου, τά οποία ούδ' έκαταδέχθηκαν νά τά πά­ρουν μ' όλην τήν πτωχείαν τους. Άφού λοιπόν έφθασεν ή Κυβέρνησις εύρε τά πάντα τελειωμένα, καί, μή θελή σας ό Κολο­κοτρώνης νά παραδώση προς αυτήν τά φρούρια τού Έθνους, άνεχώρησεν αυθημερόν καί ύπέστρεψεν είς τό Κρανίδι. Άλλ' επειδή καί ειχε κάμει τήν προτέραν συνθήκην, διά τήν άξιοπρέπειαν του έθνους, διέταξε τον Μιαούλην καί έμβαρκάρησεν όλας τάς τουρκικάς οικογενείας καί τάς μετεβίβασεν είς τά παράλια τής Μικράς Ασίας. Τούς δέ δύο πασάδες τούς έκράτησαν είς τό Ναύπλιον. Ό δέ Κολοκοτρώνης αποκατασταθείς αύτοχειροτόνητος κατακτητής έδιόρισε φρουράρχους τον υίόν του τον Πάνον καί τον Δ. Πλαπούταν καί διατρίψας ημέρας τινάς προς έξασφάλισιν τών λαφύρων άπήλθεν είς Τριπολιτσάν, τήν οποίαν είχε κέντρον καί περιεφέρετο είς τάς δια­φόρους επαρχίας χάριν διασκεδάσεως, ενεργών διά τήν μέλλουσαν Συνέλευσιν νά συμπήξη ίδιον σύστημα, διά νά κάμη τούς πληρεξουσίους, (εί δυνατόν), εδικούς του, νά παρουσιασθή ισχυρός, ότε φθάσας έκεί καί ό προ πολλού επιθυμητός προς αυτόν Όδυσσεύς, καί συνήχθησαν άπαντες οί τής συμ­μορίας των, έσκέπτοντο ήμερονυκτίως διά πολλάς ημέρας νά εύρουν τον τρόπον, μέ τον όποιον έδύναντο νά κατορθώσουν νά απομακρύνουν άπό τά πράγματα όλους τούς προύχοντας τής Πελοποννήσου, νά δώσουν τρόμον είς τούς τών λοιπών τμημάτων πληρεξουσίους.
Άμα έδιόρισεν ό Κολοκοτρώνης τον υίόν του καί τον Πλαπούταν φρουράρχους είς τό Ναύπλιον, αμέσως έβγαλαν τούς Κρανιδιώτας άπό τό Παλαμίδι, τούς οποίους είχε διορί­σει ό Στάϊκος φρουρά άπό τήν πρώτην ώραν τής εφόδου, επειδή καί ύπώπτευον άπό αυτούς ότι δέν ήτον του κόμματός των, καί αν ήρχετο ή Κυβέρνησις είς τό Ναύπλιον, καθώς έπροκήρυξεν ότι ή καθέδρα της έσεται τού λοιπού είς τό Ναύ­πλιον καί έκεί έπροσκαλούσεν όλους τούς πληρεξουσίους νά συναχθούν διά τήν Έθνικήν Συνέλευσιν, μή τύχη οί Κρανιδιώται καί παραδώσουν είς αυτήν τό Παλαμίδι.
Συγχρόνως διέταξαν καί τον Γοβερνάτην, Γάλλον άρχηγόν του τακτικού στρατού, (τον όποιον είχε στείλει ή Κυβέρνησις άπό τήν πρώ­την ήμέραν είς τό Ναύπλιον μέ τετρακόσιους στρατιώτας προς φύλαξιν του φρουρίου τής ασφαλείας καί τής ευταξίας τών κατοικούντων), διά νά έξέλθη καί αυτός αμέσως άπό τό Ναύ­πλιον νά διαμένη εις τήν Νάριαν, άλλ' αυτός απήντησε φρονίμως, ότι δέν δύναται νά ύπακούση είς κανενός άλλου διαταγήν παρά είς τής Κυβερνήσεως ήτις τον έδιόρισε, καί αυτή δύναται νά τον διάταξη νά έξέλθη. Αυτοί τον έβίασαν καί έκ δευτέρου καί τρίτου νά έξέλθη, επειδή καί έμαθον δτι έσκόπευεν ή Κυβέρνησις νά ύπάγη εκεί έκείνην τήν έβδομάδαν καί ύπώπτευον δτι αυτός ήθελεν ύπερασπισθή τήν Κυβέρνησιν διά τών όπλων. Μετεχειρίσθηκαν επί τέλους τήν δύναμιν τών όπλων καί, συγκρούσεως γενομένης, μέ μεγάλην έπιμονήν τών τακτικών, υπαρχόντων καί ατάκτων, υπέρ τάς τρεις χι­λιάδας, καί άφού έφονεύθηκαν καί έπληγώθηκαν υπέρ τούς σαράντα τακτικοί, έμεσολάβησαν οί πολίται καί ήναγκάσθη ό Γοβερνάτης νά υποχωρήση καί νά άποσυρθή είς τήν Νάριαν, νά ύποκύψη είς τήν παράνομον βίαν, όστις αμέσως έδωκε τήν παραίτησίν του τακτικώς είς τήν Κυβέρνησιν δικαιολογημένην, δτι δέν δύναται νά υπηρτήση τοιούτον άναρχον καί άχάριστον έθνος. Καί τό μεν τακτικόν διελύθη, αυτός δέ άναχωρήσας μέ ολίγους άπήλθεν είς τήν Αίγυπτον καί κατετάχθη είς τήν ύπηρεσίαν τού Μεχμέτ 'Αλή πασιά.
Μετά τινας δέ ημέρας έλθούσα καί ή Κυβέρνησις είς τό Ναύπλιον μ' δλους τούς πληρεξουσίους τών νήσων, του Αιγαί­ου Πελάγους καί τινας τής Ανατολικής Ελλάδος, κατά τήν προκήρυξίν της,
δέν τήν έδέχθηκαν οί αύτοχειροτόνητοι κατακτηταί νά είσέλθη καί ούτως άπήλθεν είς τό Άστρος καί διέμενεν, εκείθεν δέ είδοποίησεν είς όλας τάς επαρχίας τ' ανω­τέρω συμβάντα καί ότι νά πέμψωσι τούς πληρεξουσίους των είς τό Άστρος νά συγκροτηθή ή Συνέλευσις...
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ