ΙΕΡΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1822
Οί 1.200 όρκισθέντες Τούρκοι ήλθον περί τό μέσον (άσελήνου τής νυκτός καί βαθύτατου σκότους Όντος) και έπεσαν μέσα είς τον χάνδακα μέ πολλήν προφύλαξιν χωρίς να δυνηθώμεν νά τούς έννοήσωμεν, άν ήλθον καί πότε! Και έμεναν έκεί περιμένοντας τό σύνθημα να είσπηδήσουν μέσα, οίτινες έπλησίασαν τόσον, ώστε μάς έχώριζε μία χαμηλή μάνδρα, εις της οποίας τό εν μέρος είμεθα ημείς και τό άλλο αυτοί, και ήκουον τάς ομιλίας μας. Αί δε άλλαι 5.000 έστέκοντο έτοιμοι ν' αρχίσουν τον πυροβολισμόν αντίκρυ των όχυρωμάτων μας κατά τό σύνθημα.
Προ μιάς ώρας του συνθήματος ύπήγον εις τό όχύρωμα του Μακρή και τον εύρον και αυτόν και τους ήμίσεις σχεδόν συντρόφους του κοιμωμένους, και με άγανάκτησίν μου τους έξύπνησα με μίαν φρόνιμον έπίπληξιν, οίτινες ήσθάνθηκαν τό λάθος τους και έγιναν αμέσως "έτοιμοι με πολλήν προσοχήν. Τό αυτό έπραξα και είς τους Πυργιωτογαστουναίους, άλλ' αυτοί ήτον άγρυπνοι και πολύ προσεκτικοί, και διαμείνας ολίγας στιγμάς έκεί, εμπνέων είς αυτούς τό θάρρος και τήν τόλμην, τούς είπον ότι ή ώρα ήγγικε και ύπέστρεψα είς τά όχυρώματά μου. Διέταξα αμέσως και έπιον άπαντες τό ρούμι και ίσταντο έτοιμοι μέ τά όπλα είς τάς χείρας, παραγγείλας προς αυτούς ότι έν όσω πυροβολούν οί Τούρκοι νά μην τύχη και πυροβολήση κανένας στρατιώτης, άλλ' άμα ιδούν τούς Τούρκους αναβαίνοντας είς τά όχυρώματά μας, τότε νά πυροβολήσουν κατ' αυτών.
Άπέρασαν όλίγαι στιγμαί και ενώ έλεγον είς τούς καπεταναίους μου, ότι "Αχ! δεν έρχονται τά σκυλιά κατά τήν έπιθυμίαν μας νά τούς δώσωμεν του διαβόλου! αίφνης ήρχισεν ό πυροβολισμός των εχθρών άπό τό εν άκρον έως τό άλλο τών όχυρωμάτων μας και άπό τον τοσούτον κρότον τών κανονιών και τών τουφεκοβολισμών, τών φωνών και αλαλαγμών, έφαίνετο μακρόθεν ότι τό Μισολόγγι έκαίετο, ώς ό Βεζούβιος τής Νεαπόλεως, ή ή Αίτνη τής Σικελίας... και κανένας δεν ήξευρε πού εύρίσκετο. Παύσας λοιπόν ό πυροβολισμός τών Τούρκων, ανέστησαν οί εις τον χάνδακα 1.200 ορκισμένοι και μάς ήρπασαν οκτώ σημαίας, στήσαντες αμέσως είς τον τόπον αυτών δεκαοκτώ έδικάς των, και αμέσως άπεπειράθησαν νά είσπηδήσουν μέσα είς τά όχυρώματά μας. Τότε έφώναξα και εγώ και οί καπεταναίοι μου: Πύρ! Κτυπάτε τα τά σκυλιά! Έπυροβόλησαν αμέσως οί στρατιώται μας τακτικώς καθώς ήτον προδιατεθειμένοι και έκρήμνισαν πλήθος έξ αυτών είς τον χάνδακα. Έκαμαν και δευτέραν και τρίτην άπόπειραν εφόδου, άλλ' άφού είδον, ότι έπιπτον πλήθος φονευμένων έξ αυτών, άρπάσαμεν ευθύς και τάς σημαίας των και έμπήξαμειν άλλας έδικάς μας τάς οποίας είχομεν έτοίμους. Άπεδειλίασαν και έκατέβηκαν, όσοι διεσώθησαν, είς τήν τάφρον μαζί μέ τα πτώματα τών φονευθέντων.
Προ μιάς ώρας του συνθήματος ύπήγον εις τό όχύρωμα του Μακρή και τον εύρον και αυτόν και τους ήμίσεις σχεδόν συντρόφους του κοιμωμένους, και με άγανάκτησίν μου τους έξύπνησα με μίαν φρόνιμον έπίπληξιν, οίτινες ήσθάνθηκαν τό λάθος τους και έγιναν αμέσως "έτοιμοι με πολλήν προσοχήν. Τό αυτό έπραξα και είς τους Πυργιωτογαστουναίους, άλλ' αυτοί ήτον άγρυπνοι και πολύ προσεκτικοί, και διαμείνας ολίγας στιγμάς έκεί, εμπνέων είς αυτούς τό θάρρος και τήν τόλμην, τούς είπον ότι ή ώρα ήγγικε και ύπέστρεψα είς τά όχυρώματά μου. Διέταξα αμέσως και έπιον άπαντες τό ρούμι και ίσταντο έτοιμοι μέ τά όπλα είς τάς χείρας, παραγγείλας προς αυτούς ότι έν όσω πυροβολούν οί Τούρκοι νά μην τύχη και πυροβολήση κανένας στρατιώτης, άλλ' άμα ιδούν τούς Τούρκους αναβαίνοντας είς τά όχυρώματά μας, τότε νά πυροβολήσουν κατ' αυτών.
Άπέρασαν όλίγαι στιγμαί και ενώ έλεγον είς τούς καπεταναίους μου, ότι "Αχ! δεν έρχονται τά σκυλιά κατά τήν έπιθυμίαν μας νά τούς δώσωμεν του διαβόλου! αίφνης ήρχισεν ό πυροβολισμός των εχθρών άπό τό εν άκρον έως τό άλλο τών όχυρωμάτων μας και άπό τον τοσούτον κρότον τών κανονιών και τών τουφεκοβολισμών, τών φωνών και αλαλαγμών, έφαίνετο μακρόθεν ότι τό Μισολόγγι έκαίετο, ώς ό Βεζούβιος τής Νεαπόλεως, ή ή Αίτνη τής Σικελίας... και κανένας δεν ήξευρε πού εύρίσκετο. Παύσας λοιπόν ό πυροβολισμός τών Τούρκων, ανέστησαν οί εις τον χάνδακα 1.200 ορκισμένοι και μάς ήρπασαν οκτώ σημαίας, στήσαντες αμέσως είς τον τόπον αυτών δεκαοκτώ έδικάς των, και αμέσως άπεπειράθησαν νά είσπηδήσουν μέσα είς τά όχυρώματά μας. Τότε έφώναξα και εγώ και οί καπεταναίοι μου: Πύρ! Κτυπάτε τα τά σκυλιά! Έπυροβόλησαν αμέσως οί στρατιώται μας τακτικώς καθώς ήτον προδιατεθειμένοι και έκρήμνισαν πλήθος έξ αυτών είς τον χάνδακα. Έκαμαν και δευτέραν και τρίτην άπόπειραν εφόδου, άλλ' άφού είδον, ότι έπιπτον πλήθος φονευμένων έξ αυτών, άρπάσαμεν ευθύς και τάς σημαίας των και έμπήξαμειν άλλας έδικάς μας τάς οποίας είχομεν έτοίμους. Άπεδειλίασαν και έκατέβηκαν, όσοι διεσώθησαν, είς τήν τάφρον μαζί μέ τα πτώματα τών φονευθέντων.
Ήλθον και άλλαι δύο χιλιάδες αμέσως επικουρία εις αυτούς νά τούς συνδράμουν, αλλά δεν έτολμούσαν πλέον ν επανέλθουν είς τά όχυρώματά τους, καθότι έκ τού άκαταπαύστου κανονοβολισμού και τουφεκοβολισμού έξ αμφότερα τών μερών έφωτούσε τό μεταξύ ημών και τών Τούρκων πεδίον ώς σήμερα. Δύο έξ αυτών έτόλμησαν και είσεπήδησαν μέσα είς τούς προμαχώνας μας. Έφόνευσαν τον Σπύρον Κορφιάτην λεγόμενον, και τον άδελφόν του, έπλήγωσαν και δύο άλλους, και τον μεν ένα τον έφόνευσαν οί στρατιώται μας, τον δέ άλλον, γιουρούκ μπαϊρακτάρην τού Όμέρ πασιά Βριώνη τον συνελάβομεν ζώντα μέ τό γιαταγάνι είς τάς χείρας, καθότι είσεπήδησαν εντός τών εδικών μου όχυρωμάτων. Ό πόλεμος αυτός διήρκεσεν απελπιστικός έκατέρωθεν τρεις περίπου ώρας, ώστε δεν ήτον δυνατόν νά μάθη κανένας τί έγίνετο είς τού ετέρου τά όχυρώματά μέχρι τής άνατολής τοου ηλίου, ότε, άπελπισθέντες όσοι έμειναν είς τήν τάφρον έτράπησαν είς φυγήν και μόλις διεσώθησαν τό έν τέταρτον αυτών. Και ούτως έκερδίσαμεν τήν μοναδικήν έκείνην ; ένδοξον νίκην, ήτις άφήκεν έποχήν είς τάς λαμπροτέρας σελίδας τής Ελληνικής Επαναστάσεως. Έφονεύθηκαν άπό τούς εδικούς μου στρατιώτας ένδεκα, άπό του Μακρή δύο, άπό τούς Πυργιωτογαστουναίους πέντε, μεθ' ών και ό καπετάν Ανδρέας 'Αλουποχωρίτης, όστις έφονεύθη πλησίον μου είς τον περίπολον, δύο άπό του Ζαΐμη και το Λόντου και τέσσαρες άπό όλα τά ρουμελιώτικα σώματα. Τό όλον 24· καί τίνες έπληγώθηκαν.
'Από δε τούς εχθρούς έπεσαν υπό τά όπλα μας υπέρ τούς χιλίους εξακόσιους καί άλλοι τόσοι έπληγώθηκαν καί έφονεύθηκαν, τούς οποίους επήραν οί Τούρκοι. Και περί τάς 8 π.μ. κατέπαυσεν όλως διόλου ό πυροβολισμός.
Τότε ήλθον συσσωματωμένοι οί δύο αρχιερείς Πορφύριος Άρτης καί Ρωγών, ό Ζαΐμης, ό Λόντος, ό Μαυροκορδάτος, ό Μάρκος Βότσαρης καί όλοι οί πρόκριτοι τού Μισολογγίου είς τό όχύρωμά μας, μάς ένηγκαλίσθησαν, έκάμαμεν τον έν Χριστώ άσπασμόν, μάς έπρόσφερον απείρους ευχαριστίας καί επαίνους, καί ότι θέλει μάς ονομάσει ή ιστορία σωτήρας τής πατρίδος κτλ. Καί άφού τούς εύχαριστήσαμεν επαξίως, τούς είπομεν, ότι δεν έκάμαμεν τίποτε περισσοτερον παρά τό προς τήν πατρίδα χρέος μας.
Έκεί είδον (αυτοί) καί τον πελώριον εκείνον γίγαντα, τον μπαϊρακτάρην τού Όμέρ πασιά, δεμένον τάς χείρας καί ηθέλησαν νά τον ερωτήσουν διά τινα αντικείμενα, αλλά δέν ηθέλησε νά τούς απάντήση.
Απελθόντες οί, ώς είρηται, αρχηγοί, έκαστος είς τά ίδια, καί βλέποντες οί καπεταναίοι μου καί οί στρατιώται ότι έμειναν υπέρ τά χίλια πτώματα Τούρκων είς τό πεδίον, μεταξύ τών εδικών μας όχυρωμάτων καί τών έχθρών, τά όποία ήτον μέ τά όπλα καί τά ενδύματά των καί δέν ήτον δυνατόν νά τά πάρουν μήτε οί Τούρκοι μήτε οί Έλληνες, έμηχανεύθησαν οί καπεταναίοι μου, καί ιδίως ό Δημητρακόπουλος, καί εύρον τον τρόπον διά νά τά λαφυραγωγήσουν. Έπεσαν υπέρ τούς είκοσι στρατιώται, οί τολμηρότεροι, είς τον χάνδακα εκείνοι προς τους οποίους έρριξαν σχοινία μακριά.
Αυτοί έπαιρναν τό έν άκρον (τό δ' άλλο τό έβαστούσαν άπό μέσα άπό (τά) όχυρώματα οί στρατιώται), ύπήγαινον συρόμενοι μέ τήν κοιλίαν καί έδενεν έκαστος άπό δυο καί τρία πτώματα, έπειτα έσύροντο πρηνεείς καί ήρχοντο είς τον χάνδακα. Οί στρατιώται άπό τό όχύρωμα τά έτραβούσαν καί τα έφερον έκεί καί τά έγύμνωσαν, ώστε εντός τριών ήμερών τό έσυραν όλα καί έκαμαν τόσα λάφυρα άπό όπλα, ενδύματα χρήματα καί άλλα είδη καί έκαμαν τήν διανομήν καί επήρε έκαστος στρατιώτης υπέρ τά χίλια γρόσια άπό όλην τήν λα φυραγωγίαν. Τό δέ γιαταγάνι του γιουρούκ μπαϊρακτάρη το έπήρεν ό καπετάν Γεώργης Σπηλιόπουλος, Λαγκαδινός, είς μερίδιον. Προσέφερον καί είς έμέ έν καλόν σπαθί, έν ζεύγος πιστόλια καί άλλα τινα είδη άλλά δέν τά έδέχθην καί άφού τούς ευχαρίστησα, τούς τά επέστρεψα καί τά έμοίρασαν.
Ό Πρόεδρος κύριος Μαυροκορδάτος όμως είχεν άπ' άρχή έν καλόν πλοιάριον δεμένον πλησίον τής οικίας του Τρικούπη όπου έκατοικούσε, διά πάσαν ένδεχομένην περίστασιν, καί τή νύκταν έκείνην διέμενεν είς αυτό μέχρι τής ανατολής του ήλίου, ότε είδεν ότι διεσώθημεν, καί τότε έξήλθεν.
Κρίνω δέ έπάναγκες νά αναφέρω καί τά περί αυτού το γιουρούκ μπαϊρακτάρη, ώς ανήκοντα είς τήν ίστορίαν. 'Αφοί ώς είρηται, τον συνελάβομεν ζώντα καί τον είχον είς τά δεσμά, μετά τήν κατάπαυσιν τού πολέμου ήρώτησε ποίος είναι ό καπετάνιος, καί τω έδειξαν έμέ, όστις μέ πολύ παρρησιαστικόν μέ λέγει: Έ! ορέ καπετάνιε! Έγώ έκαμα τό χρέος μο διά τήν πίστιν μου καί διά τον άφέντην μου καί απέθανα και δέν τούς χρεωστώ τίποτε πλέον. Έπεσα είς τά εδικά σου χερια καί ή μέ σκοτώσης ή μέ άφήσης μου είναι άδιάφορον. Μίαν ζωήν έχρεωστούσα, τήν έθυσίασα. Μόνον μίαν παράκλησιν θά σέ κάμω. Τον λέγω, τί θέλεις; Λέγει: Νά μέ δώσης ένα καφέ καί ένα τσιμπούκι καί τήν ιδίαν στιγμήν πρόσταξε νά μέ φονεύσουν! αμέσως του έδώκαμεν δύο, τρία, καί τότε συνήλθεν είς τον εαυτόν του καί μέ λέγει: Έ! Όρε! σέ βλέπω ότι είσαι άπό ότσιάκι καί φρόνιμος καί δέν θά μέ σκοτώσης καί άν μέ σκοτώσης δέν σώνεται μέ έμένα ή Τουρκία. Καί αν μέ γλυτώσης δέν θά μετανοήσης! Τον είπον ότι άν είχον σκοπόν τοιούτον, τον έφόνευον ευθύς, αλλά νά μείνη ήσυχος, καί τον έστειλα είς τήν οίκίαν τοϋ Χριστάκη 'Αρτης μέ σίδηρα είς τούς πόδας καί διέμενεν εκεί φυλαττόμενος άπό δύο στρατιώτας.
Ύποπτεύσαντες ημείς ότι μήπως οί εχθροί άποφασίσωσι νά δοκιμάσωσι καί έκ δευτέρου τήν τύχην των, νά κάμουν καί δευτέραν έφοδον διά νά εξαλείψουν τήν μομφήν καί τό αίσχος εκείνο τής ήττας των, έλάβομεν πλέον αυστηρότερα μέτρα καί μεγαλυτέραν προσοχήν καί ευρισκόμεθα πάντοτε άγρυπνοι. 'Αλλά διά νά μήν προχωρήσουν πάλιν οί εχθροί καί καταλάβουν ώς καί πρότερον τον χάνδακα έπενοήθημεν τήν δευτέραν ήμέραν τών Χριστουγέννων καί έβάλαμεν ξύλα μακριά τά όποία ήτον αντένες καραβιού, καί είς τά οποία έκρεμούσαμεν είς τό άκρον μίαν τέσσαν (άγγείον χάλκινον ώς χύτρα) τό όποίον έγεμώζαμεν ρετσίνην καί θειάφι καί τό άνάπταμεν πάσαν έσπέραν καί είχομεν μηχανήν είς τά όχυρώματά μας καί τά έσπρώχναμεν καί έβγαιναν έξω περισσότερον άπό δέκα Γαλλόμετρα, ώς φανάρια, καί έφώτιζον όλον εκείνο τό πεδίον, τό όποίον ήτον μεταξύ ημών καί τών εχθρών. "Ωστε άπεκατέστη αδύνατον νά έμπορέσουν πλέον οί εχθροί νά εμφωλεύσουν είς τον χάνδακά μας, καθότι βάλαμεν τόσα άπό αυτά ώστε έφωτούσεν όλον εκείνο τό μέρος ωσάν ήμέρα καί δέν έτολμούσαν οί Τούρκοι νά έβγάλουν μήτε τήν μύτην τους εις τά όχυρώματά τους. Ήμείς δέν τούς έπυροβολούσαμεν καί τους έβλάπταμεν έν ευκολία. Αύτήν τήν μηχανήν τήν έπενόησεν πρώτος ό άνω είρημένος καπετάνιος μου Δημήτριος Δημητρακόπουλος έκ Λαγκαδιών κα μεγαλέμπορος έν Κωνσταντινου πόλει, καί τήν μετεχειρίσθησαν άπαντες οί οπλαρχηγοί, και έξησφαλίσθημεν άπό πάντι ένδεχόμενον κίνδυνον.
Περί τον Ίούνιον του αύτού έτους 1822, ότε ύπαρχόντων τών στρατευμάτων καί ημών είς τό Μακρυνόρος, Κομπότι κτλ., ώς προερέθη, ήτον διορισμένος καί ό Μπασάνος (Ιταλός τό γένος καν Γάλλος) άπό τήν Κυβέρνησιν άνθρωπος ανδρείος ναυτικός καί μέ πολλήν φρόνησιν καί φιλελληνισμόν μέ τρεις κανονοφόρους καί μέ τρία άλλα έτι μικρότερα πλοιάρια πολεμικά νά παραπλέη τον 'Αμβρακικόν κόλπον έως τή Πρέβεζαν, Πούνταν καί Βόνιταν, νά προφυλάττη τά παράλιά μας άπό τουρκικάς έπιδρομάς, ότε ναυμαχήσας μετά τινων πολεμικών τουρκικών μεγαλυτέρων πλοίων έπεσεν αίχμόλωτος καί τον παρέδωκαν είς χείρας του τότε στρατάρχου Κιοταχή καί τον είχε μεθ' έαυτού διά νά τον χρησιμευση είς καμμίαν ανάγκην. Ενθυμηθείς λοιπόν τότε τον Μπασάνον ώμίλησα μέ τον Ζαΐμην, Λόντον καί Βότσαρης νά διαπραγματευθώμεν περί τούτου μέ τον Όμέρ πασιαν Βριώνην να κάμωμεν άνταλλαγήν, μέ τον μπαϊρακτάρην αυτόν. Τούτο άκούσαντες καί εύχαριστηθέντες άπαντες, έπαινέσαντες αύτήν τήν θυσίαν μου, έβάλαμεν τον μπαϊρακτάρην καί έκαμε τουρκιστί ένα γράμμα είς τον Όμέρ πασιάν Βριώνην καί τον εγραφεν όσα ήκολούθησαν καί ότι τον έχει ό Δεληγιάννης εις χείρας του καί ότι ευκόλως γίνεται ή ανταλλαγή μέ τον Μπασάνον καί τον έπαρακαλούσε νά τον ελευθερώση. Έστείλαμε τό γράμμα αυτό έσφραγισμένον μέ τήν σφραγίδα του καί το έλαβεν ό Όμέρ πασιάς καί εύχαριστήθη πολυ, ότι έσώθη αυτός. Έτρεξεν αμέσως είς τον Κιοταχήν και τον παρεκάλεσε νά δεχθή τήν αίτησιν ταύτην ώς δικαίαν. Άλλ' επειδή ό Κιοταχής ήτον τότε πληροφορημένος ότι ό Όμέρ Βριώνης άντενέργησεν εις τήν παράδοσιν του Μισολογγίου, μ' όσας παρακλήσεις και προτροπάς του έκαμαν οί πασιάδες όλοι καί οί μπιμπασιάδες καί μπέηδες έστάθη αδύνατον νά πεισθή νά τον δώση. Απελπισθείς όθεν έγραψε προς τον μπαϊρακτάρην ό Όμέρ Βριώνης όλας τάς δυσκολίας αύτάς καί νά μ' έρωτήση πόσα χρήματα θέλω νά τά στείλη νά τον ελευθερώση. Άφού έλαβεν αυτήν τήν άπάντησιν τον έβαλα αμέσως καί έκαμεν άλλο γράμμα ότι χρήματα δέν δέχομαι, παρά μόνον τον Μπασάνον τό έστείλαμεν καί έκαμε τήν αυτήν άπάντησιν, ότι είναι αδύνατον νά τον δώση τον Μπασάνον, παρά άν θέλω πενήντα χιλιάδες γρόσια ή καί περισσότερα νά τά στείλη αμέσως εύχαρίστσως. Βλέπων λοιπόν τήν αδύνατον αυτήν άνταλλαγήν έπαυσα πλέον τήν άλληλογραφίαν καί άφησα νά παρέλθουν ήμέραι τίνες ίσως καί κατορθωθή ή ανταλλαγή καί τον έβαστούσα προφυλαγμένον καί έκαμα αυτήν τήν αύταπάρνησιν νά μήν υποτεθώ αισχροκερδής καί εύρουν ύλην καί μέ κατακρίνουν ότι έμπορεύθην τήν πατρίδα. Πολλοί φίλοι μου και οί καπεταναίοι μου μέ παρεκίνουν νά πάρω αυτήν τήν ποσότητα ή καί περισσοτέραν, άλλα δέν τούς ήκουσα. 'Ωστε οί εχθροί έχοντες δυσπιστίαν μεταξύ τους, παθόντες δέ καί τήν μεγάλην έκείνην ήτταν, ήρχισαν νά εκλείπουν αί τροφαί ένεκα του βαρυτάτου εκείνου χειμώνος, άπελπισθέντες δέ και διά τήν άλωσιν του Μισολογγίου, καθότι άπεδειλίασαν άπας ό στρατός, τήν 30 Δεκεμβρίου, μετά τό εσπέρας, ήκολούθησε γενική λιποταξία είς τον έχθρικόν στρατόν, καί μ' όλας τάς προσπάθειας τών Βεζυράδων, έστάθη αδύνατον νά τήν εμποδίσουν, ώστε ήναγκάσθησαν καί αυτοί νά αναχωρήσουν πριν του μεσονυκτίου, διευθυνόμενοι είς τό Άγρίνιον (Βραχώρι), ό μέν είς διά τής όδού του Κερασόβου, ό δέ διά τής Κλεισούρας.
Αυτά δλα τά ώς άνω είρηται περιστατικά έφεραν τους Τούρκους εις την τέλειαν άμηχανίαν, και άνεχώρησαν άφήσαντες δλας τάς άποσκευάς των, κανόνια, βόμβας, σκηνάς, πολεμοεφόδια και ολίγας τροφάς. Έως τό μεσονύκτιον της νύκτας εκείνης εΐχε μείνει μία οπισθοφυλακή είς τά όχυρώματά των και έπυροβολούσεν ακατα παύστως διά νά μην έννοήσωμεν τήν άναχώρησίν των. Μετά τό μεσονύκτιον έζήτησαν άνακωχήν διά νά αναπαυθούν δήθεν και ημείς και αυτοί, καθώς πάντοτε έσυμφωνούσαμεν και τήν παρεδέχθημεν, άλλ' αυτοί ολίγοι δντες, άνάψαντες, ώς συνήθως, φωτιές διά νά νομίζωμεν ημείς δτι ευρίσκονται εκεί, άνεχώρησαν μίαν ώραν προτού φωτίση και ήκολούθησαν τους άλλους. Ήτον δε αυτή ή οπισθοφυλακή άπό τον Τσελιοπίτσιαρην και τον Ράγκον.
Προς τά ξημερώματα έφώναξαν οί Έλληνες, ώς και άλλοτε, νά ειναι έτοιμοι διά τουφέκισμα. Έφώναξαν δίς, τρις και πολλάκις, άλλ' άφου δεν ήκούσθη ουδέ φωνή άπό τους Τούρκους, έπεσαν δύο στρατιώται εις τον χάνδακα και έφθασαν συρόμενοι πλησίον είς τά τουρκικά όχυρώματα άλλά δεν είδον ούδένα Τούρκον. Τότε έφώνξαν: Έφυγον οί μουρτάτες! έφυγον! Τότε έτρεξαν άπαντες προς λαφυραγωγίαν και ήρπασαν πάν δ,τι εύρον και έδυνήθη έκαστος, χωρίς νά εύρουν ούδένα ασθενή ή πληγωμένον έκεί. Έτρεξαν είς του Γαλατά και Μποχώρι δπου είχον τάς άποθήκας των τροφών και τά νοσοκομεία και δεν εύρον τίποτε τρόφιμον παρά πενήντα έξ πληγωμένους τους οποίους έφόνευσαν. Έξήλθον ό Μπότσαρης, ό Ζαΐμης, ό Λόντος μέ έπέκεινα των χιλίων και άπήλθον έως τά Σταμνά και Άγγελόκαστρον προς καταδί ωξιν των εχθρών, άλλ' αυτοί εχον φθάσει τότε είς τό Άγρίνιον και μή εύρόντες ούτε άνθρωπον, ούτε τροφήν τινα, ουδέ κατοικίαν είς τά μέρη εκείνα, καθότι είχον ερημώσει άπό τάς τρομεράς καταπιέσεις τών Τούρκων [οίτινες] υπέστρεψαν τήν έπιούσαν είς τό Μισολόγγι χωρίς αποτέλεσμα. Οί δε Βεζυράδες, φθάσαντες είς τό Βραχώρι καί μή εύρόντες ούδ' άνθρωπον ουδέ τροφήν, καθότι ό Αχελώος ποταμός εΐχεν πλημμυρίσει έκείνας τάς ημέρας εκ του βαρύτατου χειμώνος καί δεν ήδυνήθησαν νά τους υπάγουν άπό τον Κραβασαράν, κατήντησαν είς τήν έσχάτην άμηχανίαν ώστε ήναγκάσθηκαν νά έξαποστείλουν τον Ισμαήλ πασιάν Πλιάσιαν μέ τεσσάρας χιλιάδας στρατόν είς τά 'Αγραφα νά δυνηθή νά τούς προφθάση εκείθεν ολίγας τροφάς. Άλλ' έκ τών πολλών χιόνων, τά όποία είχον πέσει έκείνας τάς ημέρας, δεν ήδυνήθησαν νά προχωρήσουν είς τά υψηλά εκείνα όρη ώς έκ της πείνας καί κακοπαθείας όντες άπηυδισμένοι, καί φονεύσαντες τινάς γέροντας τους οποίους εύρον εις τινα χωριδάκια προσκυνημένα ύπέστρεψαν είς τό 'Αγρίνιον απελπισμένοι, καθότι δέν είχον άλλο μέρος νά διέλθουν είς τήν τουρκικήν έπικράτειαν παρά διά του πόταμού.
'Οθεν βλέποντες τήν προφανή καταστροφήν των, ύποπτευθέντες δέ οτι μήπως τρέξωμεν καί ημείς είς καταδίωξίν των καί τότε έγίνετο ό τάφος των είς τον 'Αχελώον, απεφάσισαν λοιπόν νά τον άπεράσουν πλέοντες. Άλλ' άφού έκαμαν μίαν άπόπειραν καί έμβήκαν τριακόσιοι ιππείς μέ τους δυνατωτέρους ίππους, μόλις άπέρασαν σαράντα οκτώ, οί δέ λοιποί έπνίγησαν. Τότε ώρμησαν άπαντες δπως ήδύνατο καθείς καί έπεσαν μέσα κρατούμενοι άπό τάς χείρας πολλοί, καί άλλοι άπό τάς ουράς τών Ίππων, ώστε έκείνην τήν ήμέραν μόλις άπέρασαν ολοι έως τό εσπέρας, ήμιθανείς άπό τό ψύχος καί τήν κακοπάθειαν. Καί άν ευρίσκοντο άντίπεραν του πόταμού τριακόσιοι Έλληνες, δέν ήθελε διασωθή ουδέ εις έκ του κο-λοσσαίου εκείνου στρατού. Έπνίγησαν δέ είς τον ποταμόν δύο ώς έγγιστα χιλιάδες, καί τρέξαντες μετά τήν διάβασιν δλην έκείνην τήν νύκταν όδοιπορούντες έκ της φρίκης, έφθασαν τήν έπιούσαν είς τον Κραβασαράν καί άπέθανον εκεί υπέρ τούς επτακόσιους άσθενήσαντας. Απώλεσαν καί τάς έναπολειφθείσας άποσκευάς των καί παν δ,τι άλλο έφερον μεθ' εαυτών καί μόλις διεσώθηκαν είς τήν "Αρταν καί μετά τρεις ημέρας διελύθησαν κακήν κακώς καί άπήλθεν έκαστος εις τά ίδια.
Κατά τάς ακριβείς καί αληθείς πληροφορίας, τάς οποίας έλαβον έκτοτε άπό διαφόρους πηγάς καί πλέον άπό τον Ίσούφαγαν Πεσκιρτζήν του Κιοταχή, έλθόντα είς Αθήνας κατά τά 1842 καί διαμείναντα έως τά 1847, ό οποίος ύπήρξεν αξιωματικός καί οικείος υπηρέτης του Κιοταχή άπό τήν αρχήν της Επαναστάσεώς μας μέχρι τέλους αυτής, τον όποιον είχον φίλον καί διαμένοντα άπειράκις είς τήν οίκίαν μου, καί ομιλούντες πάντοτε μέ έπληροφόρησεν δτι είς τήν είρημένην έκστρατείαν του Μισολογγίου, ήτον είκοσι δύο χιλιάδες Τούρκοι πραγματικώς (εκτός τών καπεταναραίων Ελλήνων) καί δταν έφθασαν είς τήν 'Αρταν ευρέθηκαν έξ χιλιάδες ώς έγγιστα- ώστε έκ του πολέμου, έκ της επιδημίας, έκ του ποταμού καί τής κακοπαθείας τού χειμώνος, απωλέσθηκαν δέκα έξ χιλιάδες Τουρκοι καί τοιούτον έλαβεν ή τρομερά αύτη εκστρατεία κατά του ένδοξου Μισολογγίου, είς τήν οποίαν έλαβον ένεργητικόν μέρος δυστυχώς καί οί είρημένοι Τουρκοκαπεταναίοι προς αιώνιον αίσχος των.
'Από δε τούς εχθρούς έπεσαν υπό τά όπλα μας υπέρ τούς χιλίους εξακόσιους καί άλλοι τόσοι έπληγώθηκαν καί έφονεύθηκαν, τούς οποίους επήραν οί Τούρκοι. Και περί τάς 8 π.μ. κατέπαυσεν όλως διόλου ό πυροβολισμός.
Τότε ήλθον συσσωματωμένοι οί δύο αρχιερείς Πορφύριος Άρτης καί Ρωγών, ό Ζαΐμης, ό Λόντος, ό Μαυροκορδάτος, ό Μάρκος Βότσαρης καί όλοι οί πρόκριτοι τού Μισολογγίου είς τό όχύρωμά μας, μάς ένηγκαλίσθησαν, έκάμαμεν τον έν Χριστώ άσπασμόν, μάς έπρόσφερον απείρους ευχαριστίας καί επαίνους, καί ότι θέλει μάς ονομάσει ή ιστορία σωτήρας τής πατρίδος κτλ. Καί άφού τούς εύχαριστήσαμεν επαξίως, τούς είπομεν, ότι δεν έκάμαμεν τίποτε περισσοτερον παρά τό προς τήν πατρίδα χρέος μας.
Έκεί είδον (αυτοί) καί τον πελώριον εκείνον γίγαντα, τον μπαϊρακτάρην τού Όμέρ πασιά, δεμένον τάς χείρας καί ηθέλησαν νά τον ερωτήσουν διά τινα αντικείμενα, αλλά δέν ηθέλησε νά τούς απάντήση.
Απελθόντες οί, ώς είρηται, αρχηγοί, έκαστος είς τά ίδια, καί βλέποντες οί καπεταναίοι μου καί οί στρατιώται ότι έμειναν υπέρ τά χίλια πτώματα Τούρκων είς τό πεδίον, μεταξύ τών εδικών μας όχυρωμάτων καί τών έχθρών, τά όποία ήτον μέ τά όπλα καί τά ενδύματά των καί δέν ήτον δυνατόν νά τά πάρουν μήτε οί Τούρκοι μήτε οί Έλληνες, έμηχανεύθησαν οί καπεταναίοι μου, καί ιδίως ό Δημητρακόπουλος, καί εύρον τον τρόπον διά νά τά λαφυραγωγήσουν. Έπεσαν υπέρ τούς είκοσι στρατιώται, οί τολμηρότεροι, είς τον χάνδακα εκείνοι προς τους οποίους έρριξαν σχοινία μακριά.
Αυτοί έπαιρναν τό έν άκρον (τό δ' άλλο τό έβαστούσαν άπό μέσα άπό (τά) όχυρώματα οί στρατιώται), ύπήγαινον συρόμενοι μέ τήν κοιλίαν καί έδενεν έκαστος άπό δυο καί τρία πτώματα, έπειτα έσύροντο πρηνεείς καί ήρχοντο είς τον χάνδακα. Οί στρατιώται άπό τό όχύρωμα τά έτραβούσαν καί τα έφερον έκεί καί τά έγύμνωσαν, ώστε εντός τριών ήμερών τό έσυραν όλα καί έκαμαν τόσα λάφυρα άπό όπλα, ενδύματα χρήματα καί άλλα είδη καί έκαμαν τήν διανομήν καί επήρε έκαστος στρατιώτης υπέρ τά χίλια γρόσια άπό όλην τήν λα φυραγωγίαν. Τό δέ γιαταγάνι του γιουρούκ μπαϊρακτάρη το έπήρεν ό καπετάν Γεώργης Σπηλιόπουλος, Λαγκαδινός, είς μερίδιον. Προσέφερον καί είς έμέ έν καλόν σπαθί, έν ζεύγος πιστόλια καί άλλα τινα είδη άλλά δέν τά έδέχθην καί άφού τούς ευχαρίστησα, τούς τά επέστρεψα καί τά έμοίρασαν.
Ό Πρόεδρος κύριος Μαυροκορδάτος όμως είχεν άπ' άρχή έν καλόν πλοιάριον δεμένον πλησίον τής οικίας του Τρικούπη όπου έκατοικούσε, διά πάσαν ένδεχομένην περίστασιν, καί τή νύκταν έκείνην διέμενεν είς αυτό μέχρι τής ανατολής του ήλίου, ότε είδεν ότι διεσώθημεν, καί τότε έξήλθεν.
Κρίνω δέ έπάναγκες νά αναφέρω καί τά περί αυτού το γιουρούκ μπαϊρακτάρη, ώς ανήκοντα είς τήν ίστορίαν. 'Αφοί ώς είρηται, τον συνελάβομεν ζώντα καί τον είχον είς τά δεσμά, μετά τήν κατάπαυσιν τού πολέμου ήρώτησε ποίος είναι ό καπετάνιος, καί τω έδειξαν έμέ, όστις μέ πολύ παρρησιαστικόν μέ λέγει: Έ! ορέ καπετάνιε! Έγώ έκαμα τό χρέος μο διά τήν πίστιν μου καί διά τον άφέντην μου καί απέθανα και δέν τούς χρεωστώ τίποτε πλέον. Έπεσα είς τά εδικά σου χερια καί ή μέ σκοτώσης ή μέ άφήσης μου είναι άδιάφορον. Μίαν ζωήν έχρεωστούσα, τήν έθυσίασα. Μόνον μίαν παράκλησιν θά σέ κάμω. Τον λέγω, τί θέλεις; Λέγει: Νά μέ δώσης ένα καφέ καί ένα τσιμπούκι καί τήν ιδίαν στιγμήν πρόσταξε νά μέ φονεύσουν! αμέσως του έδώκαμεν δύο, τρία, καί τότε συνήλθεν είς τον εαυτόν του καί μέ λέγει: Έ! Όρε! σέ βλέπω ότι είσαι άπό ότσιάκι καί φρόνιμος καί δέν θά μέ σκοτώσης καί άν μέ σκοτώσης δέν σώνεται μέ έμένα ή Τουρκία. Καί αν μέ γλυτώσης δέν θά μετανοήσης! Τον είπον ότι άν είχον σκοπόν τοιούτον, τον έφόνευον ευθύς, αλλά νά μείνη ήσυχος, καί τον έστειλα είς τήν οίκίαν τοϋ Χριστάκη 'Αρτης μέ σίδηρα είς τούς πόδας καί διέμενεν εκεί φυλαττόμενος άπό δύο στρατιώτας.
Ύποπτεύσαντες ημείς ότι μήπως οί εχθροί άποφασίσωσι νά δοκιμάσωσι καί έκ δευτέρου τήν τύχην των, νά κάμουν καί δευτέραν έφοδον διά νά εξαλείψουν τήν μομφήν καί τό αίσχος εκείνο τής ήττας των, έλάβομεν πλέον αυστηρότερα μέτρα καί μεγαλυτέραν προσοχήν καί ευρισκόμεθα πάντοτε άγρυπνοι. 'Αλλά διά νά μήν προχωρήσουν πάλιν οί εχθροί καί καταλάβουν ώς καί πρότερον τον χάνδακα έπενοήθημεν τήν δευτέραν ήμέραν τών Χριστουγέννων καί έβάλαμεν ξύλα μακριά τά όποία ήτον αντένες καραβιού, καί είς τά οποία έκρεμούσαμεν είς τό άκρον μίαν τέσσαν (άγγείον χάλκινον ώς χύτρα) τό όποίον έγεμώζαμεν ρετσίνην καί θειάφι καί τό άνάπταμεν πάσαν έσπέραν καί είχομεν μηχανήν είς τά όχυρώματά μας καί τά έσπρώχναμεν καί έβγαιναν έξω περισσότερον άπό δέκα Γαλλόμετρα, ώς φανάρια, καί έφώτιζον όλον εκείνο τό πεδίον, τό όποίον ήτον μεταξύ ημών καί τών εχθρών. "Ωστε άπεκατέστη αδύνατον νά έμπορέσουν πλέον οί εχθροί νά εμφωλεύσουν είς τον χάνδακά μας, καθότι βάλαμεν τόσα άπό αυτά ώστε έφωτούσεν όλον εκείνο τό μέρος ωσάν ήμέρα καί δέν έτολμούσαν οί Τούρκοι νά έβγάλουν μήτε τήν μύτην τους εις τά όχυρώματά τους. Ήμείς δέν τούς έπυροβολούσαμεν καί τους έβλάπταμεν έν ευκολία. Αύτήν τήν μηχανήν τήν έπενόησεν πρώτος ό άνω είρημένος καπετάνιος μου Δημήτριος Δημητρακόπουλος έκ Λαγκαδιών κα μεγαλέμπορος έν Κωνσταντινου πόλει, καί τήν μετεχειρίσθησαν άπαντες οί οπλαρχηγοί, και έξησφαλίσθημεν άπό πάντι ένδεχόμενον κίνδυνον.
Περί τον Ίούνιον του αύτού έτους 1822, ότε ύπαρχόντων τών στρατευμάτων καί ημών είς τό Μακρυνόρος, Κομπότι κτλ., ώς προερέθη, ήτον διορισμένος καί ό Μπασάνος (Ιταλός τό γένος καν Γάλλος) άπό τήν Κυβέρνησιν άνθρωπος ανδρείος ναυτικός καί μέ πολλήν φρόνησιν καί φιλελληνισμόν μέ τρεις κανονοφόρους καί μέ τρία άλλα έτι μικρότερα πλοιάρια πολεμικά νά παραπλέη τον 'Αμβρακικόν κόλπον έως τή Πρέβεζαν, Πούνταν καί Βόνιταν, νά προφυλάττη τά παράλιά μας άπό τουρκικάς έπιδρομάς, ότε ναυμαχήσας μετά τινων πολεμικών τουρκικών μεγαλυτέρων πλοίων έπεσεν αίχμόλωτος καί τον παρέδωκαν είς χείρας του τότε στρατάρχου Κιοταχή καί τον είχε μεθ' έαυτού διά νά τον χρησιμευση είς καμμίαν ανάγκην. Ενθυμηθείς λοιπόν τότε τον Μπασάνον ώμίλησα μέ τον Ζαΐμην, Λόντον καί Βότσαρης νά διαπραγματευθώμεν περί τούτου μέ τον Όμέρ πασιαν Βριώνην να κάμωμεν άνταλλαγήν, μέ τον μπαϊρακτάρην αυτόν. Τούτο άκούσαντες καί εύχαριστηθέντες άπαντες, έπαινέσαντες αύτήν τήν θυσίαν μου, έβάλαμεν τον μπαϊρακτάρην καί έκαμε τουρκιστί ένα γράμμα είς τον Όμέρ πασιάν Βριώνην καί τον εγραφεν όσα ήκολούθησαν καί ότι τον έχει ό Δεληγιάννης εις χείρας του καί ότι ευκόλως γίνεται ή ανταλλαγή μέ τον Μπασάνον καί τον έπαρακαλούσε νά τον ελευθερώση. Έστείλαμε τό γράμμα αυτό έσφραγισμένον μέ τήν σφραγίδα του καί το έλαβεν ό Όμέρ πασιάς καί εύχαριστήθη πολυ, ότι έσώθη αυτός. Έτρεξεν αμέσως είς τον Κιοταχήν και τον παρεκάλεσε νά δεχθή τήν αίτησιν ταύτην ώς δικαίαν. Άλλ' επειδή ό Κιοταχής ήτον τότε πληροφορημένος ότι ό Όμέρ Βριώνης άντενέργησεν εις τήν παράδοσιν του Μισολογγίου, μ' όσας παρακλήσεις και προτροπάς του έκαμαν οί πασιάδες όλοι καί οί μπιμπασιάδες καί μπέηδες έστάθη αδύνατον νά πεισθή νά τον δώση. Απελπισθείς όθεν έγραψε προς τον μπαϊρακτάρην ό Όμέρ Βριώνης όλας τάς δυσκολίας αύτάς καί νά μ' έρωτήση πόσα χρήματα θέλω νά τά στείλη νά τον ελευθερώση. Άφού έλαβεν αυτήν τήν άπάντησιν τον έβαλα αμέσως καί έκαμεν άλλο γράμμα ότι χρήματα δέν δέχομαι, παρά μόνον τον Μπασάνον τό έστείλαμεν καί έκαμε τήν αυτήν άπάντησιν, ότι είναι αδύνατον νά τον δώση τον Μπασάνον, παρά άν θέλω πενήντα χιλιάδες γρόσια ή καί περισσότερα νά τά στείλη αμέσως εύχαρίστσως. Βλέπων λοιπόν τήν αδύνατον αυτήν άνταλλαγήν έπαυσα πλέον τήν άλληλογραφίαν καί άφησα νά παρέλθουν ήμέραι τίνες ίσως καί κατορθωθή ή ανταλλαγή καί τον έβαστούσα προφυλαγμένον καί έκαμα αυτήν τήν αύταπάρνησιν νά μήν υποτεθώ αισχροκερδής καί εύρουν ύλην καί μέ κατακρίνουν ότι έμπορεύθην τήν πατρίδα. Πολλοί φίλοι μου και οί καπεταναίοι μου μέ παρεκίνουν νά πάρω αυτήν τήν ποσότητα ή καί περισσοτέραν, άλλα δέν τούς ήκουσα. 'Ωστε οί εχθροί έχοντες δυσπιστίαν μεταξύ τους, παθόντες δέ καί τήν μεγάλην έκείνην ήτταν, ήρχισαν νά εκλείπουν αί τροφαί ένεκα του βαρυτάτου εκείνου χειμώνος, άπελπισθέντες δέ και διά τήν άλωσιν του Μισολογγίου, καθότι άπεδειλίασαν άπας ό στρατός, τήν 30 Δεκεμβρίου, μετά τό εσπέρας, ήκολούθησε γενική λιποταξία είς τον έχθρικόν στρατόν, καί μ' όλας τάς προσπάθειας τών Βεζυράδων, έστάθη αδύνατον νά τήν εμποδίσουν, ώστε ήναγκάσθησαν καί αυτοί νά αναχωρήσουν πριν του μεσονυκτίου, διευθυνόμενοι είς τό Άγρίνιον (Βραχώρι), ό μέν είς διά τής όδού του Κερασόβου, ό δέ διά τής Κλεισούρας.
Αυτά δλα τά ώς άνω είρηται περιστατικά έφεραν τους Τούρκους εις την τέλειαν άμηχανίαν, και άνεχώρησαν άφήσαντες δλας τάς άποσκευάς των, κανόνια, βόμβας, σκηνάς, πολεμοεφόδια και ολίγας τροφάς. Έως τό μεσονύκτιον της νύκτας εκείνης εΐχε μείνει μία οπισθοφυλακή είς τά όχυρώματά των και έπυροβολούσεν ακατα παύστως διά νά μην έννοήσωμεν τήν άναχώρησίν των. Μετά τό μεσονύκτιον έζήτησαν άνακωχήν διά νά αναπαυθούν δήθεν και ημείς και αυτοί, καθώς πάντοτε έσυμφωνούσαμεν και τήν παρεδέχθημεν, άλλ' αυτοί ολίγοι δντες, άνάψαντες, ώς συνήθως, φωτιές διά νά νομίζωμεν ημείς δτι ευρίσκονται εκεί, άνεχώρησαν μίαν ώραν προτού φωτίση και ήκολούθησαν τους άλλους. Ήτον δε αυτή ή οπισθοφυλακή άπό τον Τσελιοπίτσιαρην και τον Ράγκον.
Προς τά ξημερώματα έφώναξαν οί Έλληνες, ώς και άλλοτε, νά ειναι έτοιμοι διά τουφέκισμα. Έφώναξαν δίς, τρις και πολλάκις, άλλ' άφου δεν ήκούσθη ουδέ φωνή άπό τους Τούρκους, έπεσαν δύο στρατιώται εις τον χάνδακα και έφθασαν συρόμενοι πλησίον είς τά τουρκικά όχυρώματα άλλά δεν είδον ούδένα Τούρκον. Τότε έφώνξαν: Έφυγον οί μουρτάτες! έφυγον! Τότε έτρεξαν άπαντες προς λαφυραγωγίαν και ήρπασαν πάν δ,τι εύρον και έδυνήθη έκαστος, χωρίς νά εύρουν ούδένα ασθενή ή πληγωμένον έκεί. Έτρεξαν είς του Γαλατά και Μποχώρι δπου είχον τάς άποθήκας των τροφών και τά νοσοκομεία και δεν εύρον τίποτε τρόφιμον παρά πενήντα έξ πληγωμένους τους οποίους έφόνευσαν. Έξήλθον ό Μπότσαρης, ό Ζαΐμης, ό Λόντος μέ έπέκεινα των χιλίων και άπήλθον έως τά Σταμνά και Άγγελόκαστρον προς καταδί ωξιν των εχθρών, άλλ' αυτοί εχον φθάσει τότε είς τό Άγρίνιον και μή εύρόντες ούτε άνθρωπον, ούτε τροφήν τινα, ουδέ κατοικίαν είς τά μέρη εκείνα, καθότι είχον ερημώσει άπό τάς τρομεράς καταπιέσεις τών Τούρκων [οίτινες] υπέστρεψαν τήν έπιούσαν είς τό Μισολόγγι χωρίς αποτέλεσμα. Οί δε Βεζυράδες, φθάσαντες είς τό Βραχώρι καί μή εύρόντες ούδ' άνθρωπον ουδέ τροφήν, καθότι ό Αχελώος ποταμός εΐχεν πλημμυρίσει έκείνας τάς ημέρας εκ του βαρύτατου χειμώνος καί δεν ήδυνήθησαν νά τους υπάγουν άπό τον Κραβασαράν, κατήντησαν είς τήν έσχάτην άμηχανίαν ώστε ήναγκάσθηκαν νά έξαποστείλουν τον Ισμαήλ πασιάν Πλιάσιαν μέ τεσσάρας χιλιάδας στρατόν είς τά 'Αγραφα νά δυνηθή νά τούς προφθάση εκείθεν ολίγας τροφάς. Άλλ' έκ τών πολλών χιόνων, τά όποία είχον πέσει έκείνας τάς ημέρας, δεν ήδυνήθησαν νά προχωρήσουν είς τά υψηλά εκείνα όρη ώς έκ της πείνας καί κακοπαθείας όντες άπηυδισμένοι, καί φονεύσαντες τινάς γέροντας τους οποίους εύρον εις τινα χωριδάκια προσκυνημένα ύπέστρεψαν είς τό 'Αγρίνιον απελπισμένοι, καθότι δέν είχον άλλο μέρος νά διέλθουν είς τήν τουρκικήν έπικράτειαν παρά διά του πόταμού.
'Οθεν βλέποντες τήν προφανή καταστροφήν των, ύποπτευθέντες δέ οτι μήπως τρέξωμεν καί ημείς είς καταδίωξίν των καί τότε έγίνετο ό τάφος των είς τον 'Αχελώον, απεφάσισαν λοιπόν νά τον άπεράσουν πλέοντες. Άλλ' άφού έκαμαν μίαν άπόπειραν καί έμβήκαν τριακόσιοι ιππείς μέ τους δυνατωτέρους ίππους, μόλις άπέρασαν σαράντα οκτώ, οί δέ λοιποί έπνίγησαν. Τότε ώρμησαν άπαντες δπως ήδύνατο καθείς καί έπεσαν μέσα κρατούμενοι άπό τάς χείρας πολλοί, καί άλλοι άπό τάς ουράς τών Ίππων, ώστε έκείνην τήν ήμέραν μόλις άπέρασαν ολοι έως τό εσπέρας, ήμιθανείς άπό τό ψύχος καί τήν κακοπάθειαν. Καί άν ευρίσκοντο άντίπεραν του πόταμού τριακόσιοι Έλληνες, δέν ήθελε διασωθή ουδέ εις έκ του κο-λοσσαίου εκείνου στρατού. Έπνίγησαν δέ είς τον ποταμόν δύο ώς έγγιστα χιλιάδες, καί τρέξαντες μετά τήν διάβασιν δλην έκείνην τήν νύκταν όδοιπορούντες έκ της φρίκης, έφθασαν τήν έπιούσαν είς τον Κραβασαράν καί άπέθανον εκεί υπέρ τούς επτακόσιους άσθενήσαντας. Απώλεσαν καί τάς έναπολειφθείσας άποσκευάς των καί παν δ,τι άλλο έφερον μεθ' εαυτών καί μόλις διεσώθηκαν είς τήν "Αρταν καί μετά τρεις ημέρας διελύθησαν κακήν κακώς καί άπήλθεν έκαστος εις τά ίδια.
Κατά τάς ακριβείς καί αληθείς πληροφορίας, τάς οποίας έλαβον έκτοτε άπό διαφόρους πηγάς καί πλέον άπό τον Ίσούφαγαν Πεσκιρτζήν του Κιοταχή, έλθόντα είς Αθήνας κατά τά 1842 καί διαμείναντα έως τά 1847, ό οποίος ύπήρξεν αξιωματικός καί οικείος υπηρέτης του Κιοταχή άπό τήν αρχήν της Επαναστάσεώς μας μέχρι τέλους αυτής, τον όποιον είχον φίλον καί διαμένοντα άπειράκις είς τήν οίκίαν μου, καί ομιλούντες πάντοτε μέ έπληροφόρησεν δτι είς τήν είρημένην έκστρατείαν του Μισολογγίου, ήτον είκοσι δύο χιλιάδες Τούρκοι πραγματικώς (εκτός τών καπεταναραίων Ελλήνων) καί δταν έφθασαν είς τήν 'Αρταν ευρέθηκαν έξ χιλιάδες ώς έγγιστα- ώστε έκ του πολέμου, έκ της επιδημίας, έκ του ποταμού καί τής κακοπαθείας τού χειμώνος, απωλέσθηκαν δέκα έξ χιλιάδες Τουρκοι καί τοιούτον έλαβεν ή τρομερά αύτη εκστρατεία κατά του ένδοξου Μισολογγίου, είς τήν οποίαν έλαβον ένεργητικόν μέρος δυστυχώς καί οί είρημένοι Τουρκοκαπεταναίοι προς αιώνιον αίσχος των.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου