"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Επαναστατικές Δυνάμεις πολιορκούν τον Ισούφ πασά και τους Λαλαίους στο Κάστρο των Πατρών.

Άφού έφθασαν οί Λαλαίοι εις τάς Πάτρας μετά τού Ίσούφπασια και ίδόντες οί αρχηγοί της πολιορκίας εκείνης, ότι δεν ήδύναντο ν' άντιπαραταχθώσι μέ δέκα χιλιάδες στρατόν έμπειροπόλεμον, απεφάσισαν εκ συμφώνου και άπεσύρθησαν, δια να αντέχουν εις πάσαν ένδεχομένην έπιδρομήν των έχθρών, εις θέσεις όχυρωτέρας• και ό μεν Ζαΐμης και λοιποί Καλαβρυτινοί καθείξαν τα Δεμέστιχα, ό Λόντος μέ τους Βοστιτσιάνους, τά Σελά, και ό Θάνος Κανακάρης τα Νεζερά μέ τούς Πατραίους. Οί δε Τούρκοι, άφού άνεπαύθησαν έκ της όδυνηράς εκείνης όδοιπορίας, έξήλθον κατά τά τέλη τού Ιουνίου καί κατεπυρπόλησαν την πλησίον μονήν του Γηροκομείου, την οποίαν κατείχον πάντοτε οί Έλληνες καί τους έβλαπτον επίσης κατέστρεψαν καί άλλα τινά όχυρώματα, έλεηλάτησαν όλα τά πλησίον έκεί χωριουδάκια αλλά μη τολμήσαντες νά απομακρυνθούν από τάς Πάτρας ύπέστρεψαν εις τό φρούριον. Τούτο ιδόντα τά στρατιωτικά σώματα απεφάσισαν καί μετά είκοσιν ήμερών άπομάκρυνσιν ύπέστρεψαν συσσωματωμένοι. Καί οί μεν αρχηγοί τών Καλαβρύτων κατέλαβον τό Πουρναρόκαστρον 1.500 ως έγγιστα, οί Πατραίοι τό Σαραβάλι μ' άλλους τόσους, ό Σισίνης καί λοιποί με 1.600 περίπου κατέλαβε τό μετόχι του Όμπλού, έχων μεθ' έαυτού καί τά εξ κανόνια του Λάλα, καί οί Βοστιτσιάνοι την Έλεκίστραν μετά 500 ως έγγιστα καί ώχυρώθηκαν άπαντες. Ίδόντες δέ οί Τούρκοι αυτό τό τολμηρόν κίνημα έξήλθον πανστρατιά κατά τών εν Πουρναροκάστρω Καλαβρυτινών υπέρ τάς επτά χιλιάδας• καί φθάσαντες έκεί ήρχισεν ή μάχη ακατάπαυστος καί σπουδαία καί μ' όσας εφορμήσεις καί προσβολάς μετεχειρίσθησαν κατ' αυτών έστάθη αδύνατον νά τους κλονίσουν. "Ωστε μετά πεντάωρον μάχην, έξήλθον τών όχυρωμάτων ξιφήρεις καί έπέπεσαν κατά τών Τούρκων καί εν άκαρεί τους έτρεψαν εις φυγήν καί τους κατεδίωξαν μέχρι τοΰ Γηροκομείου. Έφόνευσαν υπέρ τους έξήκοντα καί περισσοτέρους έπλήγωσαν συνέλαβον δέ καί τέσσαρους ζώντας. Έφονεύθησαν έπτά Έλληνες καί ένδεκα έπληγώθησαν. Άπό τάς αρχάς του Ιουλίου μέχρι τής λήξεως αύτού έξήλθον δις οί εχθροί πανστρατιά, φέροντες καί εξ πεδινά κανόνια καί συνεκρότησαν δύο σπουδαίας μάχας, καί ή μέν μία διήρκησε τέσσαρες σχεδόν ώρας, ή δ' άλλη υπέρ τάς έξ την 28 Ιουλίου αλλά καί αί δύο αύται απέβησαν ένδοξαι διά τους Έλληνας καί έπιζήμιαι δια τούς Τούρκους, έφονεύθηκαν εις αύτάς υπέρ τούς διακόσιους και έπέκεινα των τριακοσίων έπληγώθηκαν και τούς κατεδίωκον μέχρι τοΰ φρουρίου των Πατρών χωρίς να δύνανται να πυροβολήσουν. Έφονεύθηκαν δέ εις αύτάς 24, άπ' όλα τα σώματα και 28 έπληγώθηκαν ελαφρώς.
Είναι δέ μοναδικόν φαινόμενον είς την ίστορίαν τών άλλων εθνών και απορίας άξιον, νά βλέπη τις εκείνους, οιτινες έγεννήθησαν και άνετράφησαν εις τάς μεγαλυτέρας τρυφάς, ανθρώπους μεγαλοκτήμονας, μη έχοντας ούδεμίαν ανάγκην, ένδεδυμένους άσιατικώς και πολυτελώς και μή μεταχειρισθέντες ουδέποτε όπλον, οίον τούς αρχιερείς Μοθώνης, Έλους, Βρεσθένης και άλλους, τούς Ζαίμας, τούς Δεληγιάννηδες, τούς Κανακάρεις, τούς Κρεββατάδες, τούς Παπατσώντας, τούς Χαλάμπηδες, τούς Σισίνας, τούς Φωτήλας, τούς Παλαμίδας, τούς Λόντους, τούς Θεοχαροπούλους, τούς Βιλαέτας, τούς Χριστακοπούλους, τούς Κανελλόπουλους, τούς Ζαριφοπούλους, τούς Μουσκούλας, τούς Νοταράδες, τούς Μπερούκας, τούς Παπαλεξοπούλους, τούς Καραμάνους, τούς Κυριακούς, τούς Δαρειώτας, τούς Γρηγοριάδας, τούς Βαρβογλήδες, τούς Άχόλους, τούς Βλασήδες, τούς Κάββας, τούς Ρέντας, τούς Αντωνόπουλους, τούς Κουλάδες, τούς Κατσαρούς, τούς Γεωργακοπούλους, τούς Σαλαμονούς, τούς Παπαδιαμαντοπούλους και άλλους τοιούτους, νά τρέχουν αυθόρμητοι είς τας πλέον επικίνδυνους μάχας, πρώτοι από τούς στρατιώτας, δια νά δώσουν τό παράδειγμα της εύτολμίας, νά ριψοκινδυνεύουν μαχόμενοι άτρομήτως και νά αντέχουν είς τόσας κακουχίας και ταλαιπωρίας και είς τόσας άλλας έπιβουλάς τών τυχοδιωκτών αγογγύστως, οίτινες έθυσίασαν πλούτον, δόξαν, εύδαιμονίαν και αυτήν τήν ύπαρξίν τους, διά μόνην τήν άπελευθέρωσιν και σωτηρίαν της πατρίδος. Άλλ' οί τοσούτοι και τοιούτοι αγώνες καί αυτών και τών λοιπών συναγωνιστών τους απέβησαν εις μάτην, καθότι...
Κατά τάς 3 Αύγουστου, ευρισκόμενοι εως 1.000 Αλβανοί κατασκηνωμένοι εις Γηροκομείον, ήμίσειαν σχεδόν ώραν μακράν τών Πατρών, συνέλαβον την Ίδέαν ό άξιος εκείνος στρατιωτικός Π. Καρατζιάς, ό Ν. Φραγκάκης και ό Σταμάτης Μποτιώτης μέ έπέκεινα τών 1.000 στρατιωτών νά τους κτυπήσουν την νύκταν, νά τους έκβάλουν νά δυνηθούν νά καθέξουν την θέσιν έκείνην. Τυχαίως διαβαίνων τότε πρώτην φοράν ό Μαυροκορδάτος εκείθεν, διευθυνόμενος εις την έν Ζαράκοβα Γερουσίαν και προς τους εκεί συνηγμένους προύχοντας της Πελοποννήσου, και έχων συν τους τεσσάρους αδελφούς Γριβαίους με άλλους 14 συντρόφους των, έφιλοτιμήθησαν και αυτοί καί ελαβον μέρος και προ τού μεσονυκτίου ώρμησαν κατ' αυτών καί συνεπλάκησαν, αλλά δεν ήδυνήθησαν νά τους αποβάλουν, καθότι oι ήμισυν έξ αυτών ήτον Αλβανοί. Έπεκράτησεν ό άκροβολισμός μέχρι της πρωίας, ότε έξήλθον όλοι οί Τούρκοι έκ Πατρών, συγχρόνως έφθασεν καί δλον τό Έλληνικόν στρατόπεδον, ό Σισίνης, ό Κανακάρης, οί Καλαβρυτινοί καί ό Λόντος καί φιλοτιμηθέντες συνεκρούσθησαν πεισματωδώς, ότε ή μάχη έγενικεύθη καί κατήντησε σπουδαία καί αμοιβαίως έπέμενον καί τά δύο μέρη πολεμούντα όλην έκείνην την ήμέραν εις τον τρομερόν εκείνον καύσωνα, έως ότου έπλησίαζεν ή εσπέρα. ΄Ολοι οί οπλαρχηγοί έγνωμοδοτούσαν, ότι ήτον έργον φρονήσεως νά αποσυρθούν μέ τρόπον εύσχημον οί Έλληνες πολεμούντες, χωρίς νά διακριθή ή νίκη. Άλλ' ό ατρόμητος εκείνος Κανακάρης απήντησε υπερηφάνως λέγων προς πάντας, ότι καί μόνος μου αν μείνω, θά πολεμήσω έως τήν νύκταν καί ή θά κερδίσω την νίκην ή θ' αποθάνω μέ τά δπλα εις τάς χείρας. Ή επιμονή αύτη καί ή καρτεροψυχία έκατόρθωσεν, ώστε περί την δύσιν τού ηλίου αίφνης καί παρά πάσαν προσδοκίαν έτράπησαν οί Τούρκοι εις φυγήν και οί Έλληνες καταδιώκοντες αυτούς μέχρι του φρουρίου, τούς διέσωσε τό σκότος της νυκτός καί τότε οί Έλληνες άπεσύρθησαν ένδόξως εις τα όχυρώματά τους.
Έφονεύθηκαν υπέρ τούς διακόσιους Τούρκοι καί έτι περισσότεροι έπληγώθησαν. Άπό δε τούς Έλληνας έφονεύθηκαν 12 καί έπληγώθηκαν 22.
Την έπιούσαν συνελθόντες οί άνω ειρημένοι οπλαρχηγοί καί συσκεφθέντες απεφάσισαν καί κατέλαβον του Σαίταγα τον ληνόν καί την θέσιν του Ρωμανού καί ώχυρώθηκαν έκεί, αίτινες απέχουν του φρουρίου υπέρ την ήμισείαν ώραν εκάστη.
Κατά τάς 9 του Αυγούστου έξήλθον πανστρατιά οί Τούρκοι φέροντες μεθ' εαυτών οκτώ πεδινά κανόνια καί έπολιόρκησαν πανταχόθεν αυτά τά όχυρώματα• άλλ' οί αρχηγοί του στρατού είχον προβλέψει μιάς εβδομάδος τροφάς, πολεμοεφόδια καί λοιπά αναγκαία, καί τό εν όχύρωμα ήδύνατο καί έδιδεν όπωσούν βοήθειαν εις τό άλλο. Τρία ολόκληρα ήμερονύκτα διήρκεσεν αυτός ό αποκλεισμός καί ή ακατάπαυστος αψιμαχία, χωρίς νά δυνηθούν νά τούς προξενήσουν μεγάλην βλάβην, ή νά τούς άποδειλιάσουν, ώστε καί αυτοί οί Τούρκοι έμειναν εις έκπληξιν καί θαυμασμόν διά την έπιμονήν αυτών τών ανδρών, καί τέλος άπελπισθέντες άπεσύρθησαν είς τό φρούριον άνευ τινός αποτελέσματος. Έφονεύθη-σαν εις αυτήν τήν τριήμερον μάχην καί έπληγώθησαν υπέρ τούς διακόσιους Τούρκοι, άπό δε τούς Έλληνας έφονεύθηκαν 17 καί 26 έπληγώθηκαν. Καί ούτως άπελπισθέντες δέν έξήλθον πλέον έκτοτε είς μάχην μέχρι του ερχομένου Φεβρουαρίου 1822. ΄Ωστε εδέησε νά άποσυρθώσι καί τά ελληνικά στρατεύματα καί έκαστος αρχηγός είς τά όρια τής επαρχίας του, έκ του χειμώνος.
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.

Επαναστατικές Δυνάμεις πολιορκούν τους Λαλαίους. Εκκένωση του Λάλα και καταφυγή στην Πάτρα.

"Κατά τάς πρώτας ημέρας του Ιουνίου συνυπακουσθέντες ότε Δημητράκης Δεληγιάννης μετά του Γεωργάκη Κολιόπουλου ή Πλαπούτα και βλέποντες ότι μακρόθεν στρατοπεδωμένοι δεν ήδύναντο νά συστείλουν τάς έπιδρόμάς και λεηλασίας, τάς οποίας έπραττον καθ' ήμέραν οί Λαλαίοι κατά των γειτνιαζόντων επαρχιών, έγραψαν προς τον Σισίνην και Κωνσταντήν Πετιμεζάν, οίτινες έδιοίκουν όλα τά στρατιωτικά σώματα της Γαστούνης, επίσης και τών υποοπλαρχηγών του Πύργου, του Φωτήλα, εκ Καλαβρύτων, του Μουσκούλα Αλεξίου διά ν' αποφασίσουν νά καταλάβουν μίαν προσδιωρισμένην θέσιν πλησίον είς του Λάλα, Πούσι λεγομένην. Και ευρέθηκαν ως έκ συνθήματος άπαντες σύμφωνοι. Κατ' αυτήν την έποχήν είχον φθάσει είς Γαστούνην και οί Επτανήσιοι, επικουρία άπό μέν την Ζάκυνθον ό Διονύσιος Σεμπρικός και είς έκ τών Κομπασαίων με 150 στρατιώτας, άπό την Κεφαλληνίαν ό Βαγγέλης, Δανιήλ, και Ηλίας Πανάδες μέ άλλους 150, ό Κωνσταντίνος Μεταξάς, ό Αθανάσιος Χέλμης, ό Γεράσιμος Φωκάς μ' άλλους 200, τό δλον υπέρ τους 500. Ανδρες τολμηροί και ατρόμητοι (συνηκολούθησε δέ μ' αυτούς και ό Ανδρέας Μεταξάς μόνος του, άοπλος μέ ένα ύπηρέτην). Έφερον αρκετά πολεμοεφόδια, και έξ κανόνια του κάμπου, άνεξάρτητον τό εν σώμα άπό τό άλλο, καί δι' ίδίων του εξόδων έκαστον, τά όποία ένωθέντα μετά τού Σισίνη καί Κωνσταντή Πετιμεζά έφθασαν εις τό Πούσι. Συγχρόνως έφθασεν ό Δημητράκης Δεληγιάννης μέ τον Γεωργάκην Πλαπούταν, ό Παναγιώτης Φωτήλας, οί Πύργιοι καί οί Φαναρίται καί συσσωματωθέντες διένειμαν τάς θέσεις καί ήρχισεν αμέσως έκαστον σώμα καί έκοψαν χάνδακα γύρωθεν καί κατεσκεύασαν όχυρώματα, όσον ήτον δυνατόν καλά, έθεσαν δε καί τά κανόνια τακτικώς προς τό μέρος τού πεδίου, εκεί όπου ή θέσις ήτον ομαλή. Κατεμετρήθησαν έκείνην την ήμέραν διά νά γνωρίζουν τάς δυνάμεις των καί ευρέθηκαν πραγματικοί στρατιώται ως έξής:
Γαστουναίοι υπό τον Σισίνην και Κ. Πετιμεζάν ώς εγγιστα 1.200
Πύργιοι » 300
Τού Δημητράκη Δεληγιάννη » 800
Τού Γεωργάκη Πλαπούτα » 400
Του Φωτήλα » 700
Φαναρίται » 300
Επτανήσιοι » 500
Σύνολο: 4.200
Βλέποντες αίφνης οί Λαλαίοι αυτήν την δι' αυτούς άπροσδόκητον πολιορκίαν καί άπελπισθέντες έστειλαν εύθύς πεζούς Τούρκους άλλεπαλλήλως εις τάς Πάτρας τρέχοντας άπό νύκταν εις νύκταν και διαφυγόντες την προσοχήν τών Ελλήνων έφθασαν εις τάς Πάτρας καί ανήγγειλαν προς τον Ίσουφπασιάν Σεραζλήν τον άποκλεισμόν αυτόν, έπεκαλέσθησαν την βοήθειάν του καί ότι νά προφθάση όσον τό συντομώτερον νά διαλύση αυτόν τον άποκλεισμόν δύο χιλιάδων σχεδόν ληστών καί ραγιάδων. Ό Ίσούφ πασιάς άνεχώρησεν αμέσως την αυτήν έσπέραν μέ 1.000 ιππείς καί 1.200 πεζούς Αλβανούς και οδηγούμενος άπό τούς Λαλαίους εκείνους, οίτινες έγνώριζαν τάς στενάς θέσεις, εις τάς οποίας έφύλαττον Ελληνικά στρατιωτικά σώματα, καί διά της Κάπελης έφθασεν εις του Λάλα, διαφυγών καί την προσοχήν των πολιορκητών τών Πατρών, καί ενωθείς μετά τών έμπειροπολέμων εκείνων Λαλαίων καί Μουρτάτων υπερέβησαν τάς επτά χιλιάδας.
Άφού, ώς είρηται, ώχυρώθησαν οί Έλληνες εις τό Πούσι, έξήρχοντο αποσπάσματα τουρκικά άπό του Λάλα, διά νά τούς έπασχολούν καί τούς έδιδαν αιτίας εις μάχην δήθεν, επί σκοπώ δέ νά δοκιμάσουν τάς δυνάμεις των προτού φθάση ό Ίσουφπασιας• έξήρχοντο δέ καί ελληνικά επίσης καί συνεκρούοντο καί έγίνοντο άκροβολισμοί καί άψιμαχίαι τινές. Μίαν τών ήμερών λοιπόν έλαβον σπουδαίον χαρακτήρα καί άμιλλώμενοι τό εν μέρος οί Τούρκοι καί τ' άλλο οί Έλληνες, προσέλαβε τό ιππικόν είς τό πεδίον εν Ελλήνων απόσπασμα καί διά τό άπειροπόλεμον τό έτρεψαν είς φυγήν άλλ' άβλαβώς. Ό Γεωργάκης Πλαπούτας φιλοτιμηθείς διά την προσβολήν τών απειροπολέμων εκείνων στρατιωτών, παραλαβών δύο καπεταναίους άξιους του Δεληγιάννη, τον Γιαννάκην Στασινουλόπουλον καί τον Εύθύμιον Κρασήν καί τινας Ήλιοδωρίσιους έτρεξε προς έπικουρίαν τών ήττηθέντων, καί μ' δλας τάς προτροπάς του Δ. Δεληγιάννη διά νά μήν ύπάγη, καθότι αυτός ήτο έκτός κινδύνου καί έχον φθάσει είς τούς πρόποδας τών όχυρωμάτων, δεν έπείσθη• τον ήκολούθησαν δέ καί άλλοι 100 στρατιώται καί φθάσας είς τό πεδίον έτρεψεν έν άκαρεί τούς Τούρκους είς φυγήν καί τούς κατεδίωκε. Τούτο ίδόντες οί Λαλαίοι έξήλθον δρομαίως τριακόσιοι ιππείς καί 500 πεζοί προς έπικουρίαν τών καταδιωκομένων. Οί περί τον Γεωργάκην ευρεθέντες έν τω μέσω του πεδίου περικυκλούμενοι άπό τό ίππικόν ήρχισαν νά δειλιούν καί νά διασκορπίζωνται ατάκτως δια να σωθούν. Ό Γεωργάκης ευρεθείς τότε εις δεινήν θέσιν άρχισε να αποσύρεται πολεμών και πολεμούμενος από τό ίππικόν και ακολουθούμενος από τον Στασινουλόπουλον και Κρασήν άλλ' εις τό διάστημα αυτό έπεσεν ένδόξως μαχόμενος ό Κρασής και άλλοι τρεις εκλεκτοί στρτιώται, ό δε Πλαπούτας μείνας μέ 18 μόνους στρατιώτας και με τον Στασινουλόπουλον έτρεχον δρομαίως να διασωθούν προς τό μέρος του χωρίου Τάρδιζας• άλλ' έκ του κόπου, του κινδύνου και του υπερβολικού καύσωνος του ήλθεν αίφνης μία έξαψις έν ταυτώ και λιποθυμία (ήτις πολλάκις και άλλοτε τον συνέβαινε άλλά τον έπρόφθαναν μέ τριψίματα, μέ καπνίσματα και χύσιν νερού είς τήν κεφαλήν και τον έπρόφθαναν), άλλ' εις έκείνην τήν περίστασιν ποιος ήδύνατο νά τον βοηθήση; ΄Ωστε μετά μίαν ώραν απεβίωσε άφήσας λύπην εις όλον τό στρατόπεδον και εις όσους Πελοποννησίους τον έγνώριζον. Ήτον άνθρωπος ειλικρινής, τίμιος και σταθερός είς τήν φιλίαν του, είχε σώμα πελώριον, άνδρας ατρόμητος και ανδρείος, είχε πολύν πατριωτισμόν, τον όποίον άγαπούσαμεν ήμείς εγκαρδίως διά τον χαρακτήρα του και οί συμπολίται του Ήλιοδωρίσιοι τον έσέβοντο, και ούτως έχασεν ή πατρίς πάρωρα ένα έκ των άξιωτέρων στρατιωτικών της.
Άφού λοιπόν άπεβίωσεν αυτός και τον ενταφίασαν εις τό χωρίον Νεμούταν, συνήχθησαν οί πρόκριτοι και καπιταναίοι τών χωρίων της Ήλιοδώρας και έκαμαν μίαν άναφοράν εις τον Δημητράκην Δεληγιάννην, ως άρχηγόν τού στρατού εκείνου, και μίαν προς ήμάς έξαιτούμενοι επιμόνως και παρακαλούντες νά διορίσωμεν εις τήν θέσιν του πατρός του τον δεκατετραετή υίόν του Γιαννίκον όπλαρχηγόν του τμήματος εκείνου, άπαιτούντες δέ νά έξαποστείλωμεν τον θείον του Δ. Πλαπούταν νά σταθή προσωρινός επίτροπος τού νέου μέχρι της ένηλικιώσεώς του. Τήν αίτησίν τους ταύτην ένέκρινεν εύχαρίστως καί ό Δ. Δεληγιάννης καί την διεύθυνε προς ήμάς εις τά Τρίκορφα. Τό περιστατικόν τούτο καί την αίτησιν των Ήλιοδωρίσιων τά διευθύναμεν κατά χρέος εις την Γερουσίαν μ' δλας τάς αναφοράς καί μέ την παρατήρησιν ότι είναι δικαία καί εύλογος ή αίτησις, καί αύτη παρεδέχθη καί διέταξεν εγγράφως. Καί έδιορίσαμεν ως τοιούτον τον Δ. Πλαπούταν, τού έδωκα 10 στρατιώτας, τον έφωδίασα καί μ' δλα τά αναγκαία καί αμέσως έξεκίνησε καί έφθασεν εγκαίρως εις τό έν Λάλα στρατόπεδον καί ενωθείς μετά των λοιπών διεύθυνε τό σώμα τών Ήλιοδωρίσιων μέχρι της άποπερατώσεως της εκστρατείας εκείνης.
Έλθών δέ ό Ίσούφ πασιάς (ως προείρηται) είς του Λάλα καί ίδών εν τακτικόν στρατόπεδον όχυρωμένον καλώς, μ' δλα τά αναγκαία καί μέ κανόνια, έπέπληξε σκληρώς τους αγάδες, ότι τον ήπάτησαν καί του έγραψαν, ότι είναι λησταί καί ραγιάδες καί νά υπάγη νά τους καταστρέψουν. Ήτοιμάσθησαν μ' όλα ταύτα καί κατά τάς 13 Ιουνίου την πρωΐαν έξήλθον άπαντες υπέρ τάς επτά χιλιάδες, άφήσαντες είς του Λάλα τάς γυναίκας καί τά ανήλικα παιδία καί διευθύνθησαν προς τό Πούσι κατά τών Ελλήνων.
Την προτεραίαν όμως ήμέραν, ότε εκ συμφώνου άπαντες οί οπλαρχηγοί έδιόριζαν τά ταμπούρια εις ποίον μέρος να όχυρωθή έκαστον σώμα, ό Βασίλειος Σακελλαρίου έξ Άνδρι-τσαίνης, νέος μέ παιδείαν καί τολμηρός μ' ένθουσιασμόν, δεν ύπήκουσε νά όχυρωθή μετά τών άλλων συνεπαρχιωτών του Φαναρίτων, αλλά καθείξεν έν μικρόν όχύρωμα έξωθεν τοΰ μεγάλου μέ 130 στρατιώτας, προς τό όποίον δέν ήδύνατο τό γενικόν στρατόπεδον νά δώση βοήθειαν έν καιρώ ανάγκης, καθότι ήτον μακράν. Πλησιάσαντες λοιπόν οί Τούρκοι καί ίδόντες αυτό μεμονωμένον ώρμησαν άπαντες καί έρρίφθησαν μέσα υπέρ τάς τρεις χιλιάδας καί κατέσφαξαν όλους τους Έλληνας εκείνους, ώστε δεν ήδυνήθη νά σωθή ουδέ είς εξ αυτών. Άλλ' έφονεύθησαν και εξ αυτών ίσως διπλάσιοι ή και περισσότεροι, καθότι οί μάρτυρες αυτοί της ελευθερίας άντέστησαν γενναίως και ήλθον είς τάς χείρας και έφαγώθηκαν μέ τους οδόντας.
Άλλ' οί εχθροί ένθαρρυνθέντες δια τό ανδραγάθημα τούτο διηρέθησαν είς δύο και τό μεν ίππικόν κατέλαβε τό πεδίον κατά μέτωπον του στρατοπέδου, τό δέ πεζικόν τάς δύο πτέρυγας και τά οπίσθια, τών οποίων αί θέσεις ήτον δυναταί και καλώς όχυρωμέναι. Ήρχισε λοιπόν ή μάχη κατά τάς 6 π.μ. σπουδαία αμφοτέρων τών μερών. Οί εχθροί άπεπειράθησαν νά κάμουν συγχρόνως προσβολήν άπ' όλα τά μέρη εκ συνθήματος μέ όρμήν και έρρίπτοντο ως μανιακοί κατά τών όχυρωμάτων και έπλησίαζον, άλλ' εύρον τοσαύτην και τοιαύτην γενναίαν άντίστασιν, ώστε έμειναν άπόπληκτοι και αυτοί οί ίδιοι και έπήνεσαν τήν καρτεροψυχίαν τών Ελλήνων. Άπαντες οί οπλαρχηγοί περιεφέροντο ένδοθεν τών όχυρωμάτων ξιφήρεις όλην έκείνην τήν ήμέραν, έμψυχώνοντες τους στρατιώτας και ένθυμίζοντες εις αυτούς τάς νίκας του Λεβιδίου, της Συλήμνας, του Βαλτετσίου, των Βερβαίνων, τών Δολιανών και λέγοντες, ότι νά μην καταδεχθούν νά φανούν κατώτεροι εκείνων. Μέ αυτούς περιεφέρετο και ό Ανδρέας Μεταξάς εις τά όχυρώματα τών Επτανησίων άοπλος, και ομιλών μέ τινας Κεφαλλήνας, δεικνύων προς αυτούς διά της χειρός τά κινήματα τών Τούρκων και τυχαίως τον έπήρεν εις τήν παλάμην της χειρός εν βόλιν τουρκικόν και τον έπλήγωσε. Διαρκέσασα λοιπόν ή μάχη αύτη δώδεκα ώρας, ώς εγγιστα, και ιδόντες οί Τούρκοι τήν έπιμονήν και καρτερίαν τών Ελλήνων και άπελπισθέντες, ότι δέν ήδύνοντο πλέον νά τους πολεμήσουν και νά τους διαλύσουν, άπεσύρθησαν πολεμούντες εις τάς 6 μ.μ. και διευθύνθησαν εις του Λάλα, οί δέ Έλληνες τους απέπεμψαν μέ τό γιούχο! καί άλλους είρωνισμούς. Έφονεύθηκαν εις έκείνην την μάχην οί 130 Φαναρίται, ώς είρηται, έξ έκ των Καλαβρυτινών, δέκα τέσσαροι εκ των Καρυτηνών, πέντε Γαστουναίοι καί Πυργιώται, εννέα Επτανήσιοι, τό όλον 164, έπληγώθηκαν δε καί ό Χέλμης καί ό Σεμπρικός Επτανήσιοι καί έως τριάντα Πελοποννήσιοι καί Ίονες ελαφρά. Έφονεύθηκαν δέ καί από τους Τούρκους έπέκεινα των τετρακοσίων καί άλλοι τόσοι σχεδόν έπληγώθησαν, καθότι τους έπροξένησαν τά κανόνια μεγάλην φθοράν.
Φθάσαντες ούν εις τού Λάλα καί συσκεφθέντες ό Ίσούφ πασιάς μετά των αγάδων καί φοβηθέντες νά μην προφθάσουν Ελληνικά στρατεύματα από την πολιορκίαν της Τριπολιτσάς καί των Πατρών καί τούς αποκλείσουν εκεί, μη έχοντες ουδέ τροφάς ουδέ πολεμοεφόδια νά άνθέξουν, άνεχώρησαν διά νυκτός σύν γυναιξί καί τέκνοις, άφήσαντες την λαμπράν έκείνην περιουσίαν τους ώς καί τά φαγητά μαγειρευμένα καί άλλα εις τά τραπέζια καί τά ψωμιά εις τούς φούρνους έκ της φρίκης καί του τρόμου, καί διευθυνόμενοι προς τό μέρος του Πύργου καί Γαστούνης, πεζαί αί γυναίκες, τά παιδία καί οί πληγωμένοι καί καταστρέφοντες καί καταπυρπολούντες δθεν διέβαινον δλας τάς κωμοπόλεις καί τά χωρία καί μετά πενταήμερον άδιάκοπον όδοιπορίαν μόλις έφθασαν εις τάς Πάτρας εις την πλέον άθλιοτέραν κατάστασιν καί ήμιθανείς έκ της κακοπαθείας..."
"...οί δε εν Πούσι στρατοπεδωμένοι, υποπτευθέντες και αυτοί ώς πρωτόπειροι μήπως οί Λαλαίοι ασφαλίσουν τάς οικογενείας των εις τον Πύργον και επιστρέψουν ευθύς εις τού Λάλα την επαύριον, άνεχώρησαν και αυτοί, την ιδίαν έκείνην νύκταν, και άπήλθον άνωθεν του χωρίου Τάρδιζας ώς μέρος όχυρώτερον και διέμενον έκεί δύο ημέρας• και οί μεν άνεχώρησαν δια τάς πατρίδας των έκαστος κρυφίως, οί δε Κωνσταντής Πετιμεζάς, Δημήτρης Κολιόπουλος ή Πλαπούτας καί τίνες άλλοι Πυργιωτογαστουναίοι ύπέστρεψαν εις του Λάλα καί έλαφυρα
γώγησαν εκείνα τά πλούσια λάφυρα καί έπειτα κατεπυρπόλησαν ασκόπως όλην έκείνην την πόλιν καί τάς ωραίας καί πολυτελείς έκείνας οικίας καί ούτως άνεχώρησαν συσσωματωμένοι, καί οί μεν ύπήγον εις την πολιορκίαν της Τριπολιτσάς, οί δε εις την τών Πατρών. Ό Ανδρέας Μεταξάς ήλθεν εις τά Τρίκορφα καί εκείθεν άπήλθεν ευθύς εις την Καλαμάταν προς θεραπείαν της χειρός του δήθεν καί διέμενεν εκεί άρκετόν καιρόν, καί έκτοτε ουδέποτε έφάνη εις κανέν στρατόπεδον ή εις καμμίαν μάχην, άλλά μετά τριάκοντα έξ έτη διανύοντα βίον πολιτικόν τον έδιόρισε ό Βασιλεύς άντιστράτηγον καί κατέχει τήν πλέον ύψηλοτέραν στρατιωτικήν θέσιν, χωρίς νά ίδη ποτέ ουδέ μακρόθεν τό πύρ τού πολέμου, άλλ' ούδ' ανήκε ποτέ εις αυτόν τοιούτος υψηλός βαθμός στρατιωτικός...
"Πηγές:
Κανέλλος Δεληγιάννης-Στρατηγός
Απομνημονεύματα

Μάχη στο Λαντζόι-Χαραλάμπης Βιλαέτης-Γιαννιάς

"Κατά τάς 8 το Μαΐου έξεστράτευσαν οί Τούρκοι από τού Λάλα 1.500 πεζοί και 1.000 ιππείς κατά τού Πύργου. Άλλ' οί Πυργιώται, όντες διασκορπισμένοι, διά νά εξασφαλίση έκαστος την οικογένειάν του, ευρέθηκαν έως 100 μόνον ώπλισμένοι και μη δυνάμενοι νά άνθέξουν εις τόσην πληθύν εχθρών έμπειροπολέμων άπεσύρθησαν εις τό Κατάκωλον, και μή ευρόντες άντίστασιν οί εχθροί κατεπυρπόλησαν την ήμισυν πόλιν διά νά ενσπείρουν τον τρόμον εις τά μέρη εκείνα, εις έν δε χωρίον Λαντζόϊ λεγόμενον ήτον ώχυρωμένοι οί εκ Ζακύνθου ατρόμητοι Καμπασαίοι μέ έπέκεινα των εκατόν στρατιωτών, τους οποίους έπολιόρκησαν αίφνης οί Τούρκοι, αλλά δεν έδυνήθησαν νά τους βλάψουν. Τό πλείστον μέρος των Τούρκων διεσκορπίσθησαν εις τά πέριξ χωρία, τά όποία έλεηλάτουν και κατεπυρπόλουν και εις τάς 10 Μαίου συνήχθησαν άπαντες εκεί νά δυνηθούν ή νά τους διαλύσουν ή νά τους καταστρέψουν.
Ό περιβόητος εκείνος άνδρας Χαραλάμπης Βιλαέτης, ό χρηματίσας εις τάς Ιονίους νήσους αξιωματικός ανώτερος του τακτικού στρατού επί Γάλλων και ΄Αγγλων, διακεκριμένος διά την άνδρείαν, φρόνησιν και τά στρατιωτικά πλεονεκτήματά του, ευρεθείς εις εν χωρίον μέ 46 στρατιώτας, βλέπων τον κίνδυνον των Καμπασαίων απεφάσισε νά τρέξη προς βοήθειάν των, ή νά τους σώση, ή νά συναποθάνη μ' αυτούς. Ευρέθη επίσης εις τό αυτό χωρίον και ό Αναγνώστης Παπασταθόπουλος μέ 160, τον όποίον προέτρεψε και παρεκάλεσε νά υπάγουν μαζί. Άλλ' αυτός τον άπήντησεν ότι νά ξεκινήση ό Βιλαέτης και κατόπιν φθάνει και αυτός έν λόγω τιμής, άλλ' έκ της δειλίας του τον ήπάτησε και αντί νά τον άκολουθήση ώπισθοδρόμησε και τον εγκατέλειψε. Φθάσας λοιπόν ό Βιλαέτης εις τά αμπέλια τού Λαντζόϊ, περιεκυκλώθη αίφνης από τά στίφη των βαρβάρων πεζών τε και ιππέων εις τό πεδίον και αντισταθείς γενναίως και πολεμήσας καρτερικώς μετά πέντε ωρών μάχην έπεσεν ένδόξως αυτός και άπαντες οί σύντροφοί του θύματα υπέρ πατρίδος και ούτως ύστερήθη ή Πελοπόννησος πρόωρα έναν έκ τών προμάχων της. Οί δε Λαλαίοι υπέστρεψαν εις του Λάλα μετά πενταήμερον έπιδρομήν άπολέσαντες εις την μάχην του Λαντζόϊ υπέρ τους 150 στρατιώτας των.
Επιστρεφόντων δέ και διαβαινόντων από τάς υπώρειας του Όλωνού, τυχαίως συνηντήθησαν με τον είκοσιπενταετή υίόν του παλαιού άρχιληστού Γιαννιά Γεώργιον, ευρεθέντα εκεί με εκατόν περίπου στρατιώτας, αλλά μετά την συμπλοκήν άπεδειλίασαν από τό πλήθος των Τούρκων, ώς πρωτόπειροι, και έλιποτάκτησαν κρυφίως άφήσαντες τον άτρόμητον εκείνον νέον με μόνους 25 συντρόφους μαχητάς, οίτινες κατέλαβον ένα χάνδακα και έπολέμησαν μέ τόσην πληθύν Τούρκων υπέρ τάς πέντε ώρας, και άφού έτελείωσαν τα πολεμοεφόδια, έσυραν τά ξίφη και έπέπεσαν κατά των Τούρκων, ώστε έφονεύθησαν άπαντες, χωρίς νά σωθή ουδέ είς, μ' όλας τάς προτροπάς, υποσχέσεις καί παρακλήσεις φίλων του τινών Λαλαίων διά νά παραδοθή, έστάθη αδύνατον, λέξας προς αυτούς, ότι δεν προδίδει την πίστιν του και τήν πατρίδα του διά μίαν πρόσκαιρον ζωήν. Έφονεύθηκαν και έπληγώθηκαν είς τήν μάχην έκείνην υπέρ τούς εκατόν Τούρκους, οί όποίοι έφριξαν διά τήν τόσην τόλμην αυτών τών μαρτύρων τής πατρίδος. Περί πάντων των διατρεξάντων εις τον Πύργον καί Γαστούνην μεταξύ Λαλαίων και Ελλήνων, επειδή και αναφέρει λεπτομερώς ο
Σαλαφατίνος είς εν φυλλάδιον, τό όποίον έξέδωκε διά τού τύπου, ή μάλλον ειπείν ό Λυκούργος Κρεσθενίτης, κρίνω περιττήν πάσαν άλλην έξιστόρησιν."
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Μονή Καλτεζών. Σύσταση Πελ.Γερουσίας. Ο Κολοκοτρώνης ζητεί Στρατιωτικήν Κυβέρνησιν.

"Μετά την νίκην τού Βαλτετσίου, Βερβαίνων και Δολιανών, ώς είρηται, ότε είμεθα συνηγμένοι άπαντες εις την Πιάναν καί έσχεδιάσαμεν άποφασιστικώς την πολιορκίαν της Τριπολιτσάς καί τάς λοιπάς πολιοκρίας, άπεφασίσαμεν έκ συμφώνου καί έγράψαμεν του Πετρόμπεη καί του γέροντος Μούρτσινου να έλθουν καί αυτοί είς την πολιορκίαν, καί εάν οι Μανιάται δεν θέλουν νά τούς ακολουθήσουν άμισθί (καθώς έπροφασίζοντο) νά θέσουν ύπό μισθόν χιλίους, ώς εγγιστα, καί τους ύποσχόμεθα ημείς ότι τούς μεν 750 νά τούς πληρώνουν αί έπαρχίαι του Μιστρός καί τού Αγίου Πέτρου ύπό την όδηγίαν των Μαυρομιχάληδων, τούς δέ 250 νά τούς πλήρωση ή Καρύταινα ύπό την όδηγίαν του Μούρτσινου, καί ούτως έξεστράτευσαν οι Μαυρομιχάλαι με έπέκεινα τών 600, έστειλε καί ό Μούρτσινος τον υίόν του Διονύσιον καί τον Μπουκουβαλέαν μέ έπέκεινα τών 200 καί έφθασαν είς τό Λεοντάρι είς τάς 24, δπου ύπήγομεν καί ημείς άπαντες οί πρόκριτοι καί αρχηγοί όλων τών επαρχιών καί τούς ύπεδέχθημεν. Καί ό μεν Κυριακούλης καί Ηλίας Μαυρομιχάλαι μετά του Δ. Μούρτσινου καί τών Μανιατών άπήλθον είς τά Τρίκορφα είς γενικόν στρατόπεδον, καί έτοποθετήθησαν καί αυτοί έκεί, ήμείς δέ άπήλθομεν είς την μονήν τών Καλτεζιών καί συστήσαμεν τήν Γερουσίαν έδιορίσαμεν Πρόεδρον αυτής τον Πετρόμπεην Μαυρομιχάλην καί μέλη τον Άναγνώστην Δηληγιάννην ή Παπαγιαννόπουλον, τον Θάνον Κανακάρην, τον έπίσκοπον Βρεσθένης, τον Σωτήριον Χαραλάμπην, τον Θεοχάρην Ρέντην καί τον Νικόλαον Πονηρόπουλον, τον Ρήγαν Παλαμίδην πρώτον Γραμματέα και δεύτερον τον Πανάγον Δεληγιάννην, 1821 Μάιον 26 προς τους οποίους έδώκαμεν καί εν έπίσημον εγγραφον με τάς ακολούθους υπογραφάς: Έλους ΄Ανθιμος, επίσκοπος, Παναγιώτης Κρεββατάς, Κανέλλος Δεληγιάννης, Ν. Ταμπακόπουλος, Π. Ζαριφόπουλος, Άθ. Γρηγοριάδης, Άθ. Κυριάκος, Πέτρος Σαλαμωνός, Μανώλης Μελετόπουλος, Μιχάλης Κομητάς, Βασίλειος Σακελλαρίου, Αναγνωσταράς Παπαγεωργίου, Ν. Πετιμεζάς καί αδελφοί, Κωνσταντής Χρυσανθακόπουλος καί αδελφοί, Δημήτριος Μέλιος μετά τών λοιπών καπεταναίων της Αρκαδίας, Πρωτοσύγγελος Αμβρόσιος, Δημήτριος Παπατσώνης, Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος, Νικόλαος Σπηλιωτόπουλος, Παπαπαναγιώτης Παπααλεξίου, Παναγιώτης Μερίκας, Θεόδωρος Πουλόπουλος, Παναγιώτης Γολόπουλος, Σακελλάριος Παπαφώτου, Γεωργάκης Άγαλόπουλος, Αναγνώστης Τζωρτζάκης, Αθανάσιος Κυριάκος, Νικόλ. Παλαδάς, Ρήγας Παλαμίδης.
Ιδού καί όλόκληρον τό έγγραφον τό όποίον έδώκαμεν είς Γερουσίαν:

«Ή γενική ευταξία τής πατρίδος μας Πελοποννήσου καί ή αίσία έκβασις του προκειμένου ίερού αγώνος περί τής σεβαστής ελευθερίας τού γένους μας, επειδή καί άναγκαίως άπήτουν τήν έθνικήν Συνέλευσιν καί σύσκεψιν, συνηθροίσθημεν έπί τούτω οί υπογεγραμμένοι άπό μέρους τών επαρχιών μας, έχοντες καί τήν γνώμην καί όλων τών λοιπών απόντων μελών κατά τήν Σ. μονήν τών Καλτεζιών κατ' εύλογον κοινήν ημών γνώμην καί άπόφασιν δλων τών απόντων έκλέξαντες τους φιλογενεστάτους κυρίους (ως όπισθεν φαίνονται τά ονόματα αυτών) καθ' υπακοήν καί συγκατάνευσιν καί αυτών είς την κοινήν ημών ταύτην πρότασιν τους διορίζομεν δε νά παραυρίσκωνται μετά του ένδοξωτάτου κοινού ημών αρχιστρατήγου Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και πάντες οί άνωθεν επέχοντες την Γερουσίαν όλου το δήμου τών επαρχιών της Πελοποννήσου (προηγουμένης της ένδοξότητός του) νά σκέπτωνται, προβλέπουσι καί διοικώσι καί κατά τό μερικόν καί κατά τό γενικόν, άπάσας τάς διαφοράς καί παν ότι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, άρμονίαν, έξοικονόμησίν τε καί ευκολίαν του Ίερού Αγώνος μας καθ' οποιονδήποτε τρόπον ή Θεία Πρόνοια τούς φωτίσει καί γνωρίσωσιν ώφέλιμον, έχοντες κατά τούτο πάσαν πληρεξουσιότητα, χωρίς να ειμπορή τινάς νά άντιτείνη ή νά παρακούση εις τά νεύματα καί διαταγάς των. Καί τούτο τό ύπουργημά των καί ή ημετέρα εκλογή θέλει διατρέξει καί θέλει έχει τό κύρος μέχρι της αλώσεως της Τριπολιτσάς καί δευτέρας κοινής σκέψεως. Καί περί μεν της άπό μέρους των ειλικρινούς, άπαθούς καί μετά της δυνατής επιμελείας καί σκέψεως εις τό άνωθεν ύπουργημά των έξακολουθίας, καθώς καί της άπό τό μέρος ημών τέ καί όλων τών απόντων υπακοής καί άνευ τινός αντιστάσεως, προφασιολογίας, καί αναβολής τής έξακολουθίας καί ενεργείας τών νευμάτων καί διαταγών των. Έλάβομεν αμφότερα τά μέλη τον πρέποντα όρκον ενώπιον τού Υψίστου Θεού εν βάρει συνειδότος καί τής τιμής μας καί ούτως έπεδόθη αύτοίς τό παρόν ένυπόγραφον άποδεικτικόν καί κυρωτικόν γράμμα μας».
Εις την συνέλευσιν αυτήν ευρέθη καί ό Κολοκοτρώνης προς τον όποίον δεν ήρεσκεν αυτό τό σύστημα, άλλ' απαιτούσε νά κάμωμεν έν Γοβέρνο Μιλιτάρε (στρατιωτικήν κυβέρνησιν) καί επειδή δεν είσηκούσθη δεν ηθέλησε νά ύπογραφθή, μ' δλας τάς παρατηρήσεις καί προτροπάς, τάς οποίας του έκάμαμεν άπαντες. Άφού όμως έτελείωσε καί έκάμαμεν τό έγγραφον καί τό παρεδώκαμεν εις τούς γερουσιαστάς, μεταμεληθείς έζήτησε νά υπογραφή, άλλά δεν τό έδέχθημεν μήτε του έδώκαμεν νά υπογραφή. (Την λέξιν δμως αυτήν (Γοβέρνο Μιλιτάρε) πρώτην φοράν τήν ήκουσα άπ' αυτόν και εις πάσαν περίστασιν και μέχρι του ερχομού του Καποδιστρίου πάντοτε επιθυμούσε και έζητούσε νά εγκαθιδρύση αυτήν τήν κυβέρνησιν τού Γοβέρνο Μιλιτάρε).
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.

Μάχη Δολιανών και Βερβαίνων (19 Μαίου). Σύσκεψη οπλαρχηγών στην Πιάνα-Στρατόπεδο στα Τρίκορφα.

"Οί έν Τριπολιτσά Τούρκοι άπελπισθέντες ώς έκ της εν Βαλτετσίω ήττας των, απεφάσισαν να δοκιμάσουν και έκ δευτέρου την τύχην των και κατά τάς 18 προς τάς 19 Μαΐου εκστρατεύουν διά νυκτός δέκα ώς έγγιστα χιλιάδες κατά των Βερβαίνων και Δολιανών, νά δυνηθούν νά κερδίσουν μικράν τινα νίκην νά εμψυχώσουν τους στρατιώτας των, οίτινες διηρέθησαν εις δύο σώματα , έξ χιλιάδες διά την Βέρβαιναν και τέσσαρες διά τά Δολιανά, και περί τά ξημερώματα έπολιόρκησαν αίφνης και τά δύο αυτά μέρη, οί αρχηγοί των οποίων ήτον ξένοιαστοι ένεκα της νίκης του Βαλτετσίου και τους εύρήκαν ανέτοιμους. Οί Έλληνες βλέποντες αυτήν τήν άνέλπιστον προσβολήν, οί μεν έν Βερβαίνοις ώχυρώθηκαν εις τάς οικίας, κατέλαβον και τον λοφίσκον εκείνον άνωθεν του χωρίου και τό δυνατόν έκείνο όχύρωμα, τό όποίον είχον κατεσκευάσει εις τό άκρον και ήρχισαν νά δέχωνται τάς προσβολάς και τάς εφόδους άμυντικώς δλην έκείνην τήν ήμέραν, χωρίς νά δυνηθούν οί εχθροί νά τους διαλύσουν ή νά τους δειλιάσουν, καθότι οί οπλαρχηγοί Αντωνάκης και Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλαι, ό Νικολάκης Δεληγιάννης, οί Παναγιωτάκης και Γεωργάκης Γιατράκοι, ό Κουμουστιώτης, ό Δημήτρης Καραμάνος, ό Βαρβιτσιώτης περιεφέροντο άτρομήτως άπό όχύρωμα εις όχύρωμα και υπενθύμιζαν είς τους στρατιώτας τήν δόξαν του Βαλτετσίου και την άνανδρίαν των Τούρκων, ώστε περί τήν δύσιν του ηλίου ώρμησαν οί Έλληνες άπαντες κατά των Τούρκων και εν άκαρεί τους έτρεψαν εις άτακτον φυγήν, τους οποίους κατεδίωξαν έως τό χωρίον Κούβλι, ότε κατέλαβε τό σκότος της νυκτός. Οί δε είς τά Δολιανά όποοπλαρχηγοί των χωρίων Θ. Αντωνάκης, Α. Προεστάκης, Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Μητρομάρας, Λιάπης, Λάμπρος Ριζιώτης, ευρεθέντες με έπέκεινα των επτακοσίων στρατιωτών, επίσης και αυτοί δια τό άπροσδόκητον έκλείσθησαν εις τάς δυνατωτέρας οικίας, κατέλαβον και τρία όχυρώματα έπί του υψώματος άνωθεν του χωρίου και ήρχισαν και άντέκρουον και αυτοί άτρομήτως τάς προσβολάς τών έχθρών, ένθυμίζοντες ακαταπαύστως είς τούς στρατιώτας τήν δόξαν τού Βαλτετσίου νά μήν καταδεχθούν και αυτοί να μείνουν κατώτεροι. Και δεν ήδυνήθησαν οί Τούρκοι νά τούς έβγάλουν άπό κανένα όχύρωμα ή νά τούς προξενήσουν μεγάλην βλάβην. Τήν έσπέραν έκείνην διερχόμενος και ό Νικήτας άπό τό χωρίον του Τουρκολέκα με οκτώ συγχωρίους του νά άπέλθη είς τό Άργος, διενυκτέρευεν έκεί (πρώτην φοράν όπου ήκούσθη ως στρατιωτικός)• έσηκώθη τό πρωΐ διά νά αναχωρήση και ένώ έπρογευμάτιζεν, εδόθη ή είδησις ότι έφθασαν οί Τούρκοι. Έμεινε και αυτός έκεί και έκλείσθη είς τήν αυτήν οικίαν και συνεπολέμει μετά τών λοιπών, άλλ' ουδέν άξιομνημόνευτον έπραξεν είς έκείνην τήν μάχην. Πολεμήσαντες λοιπόν οί άνω είρημένοι όλην έκείνην τήν ήμέραν θαρραλέως, περί τήν δύσιν του ηλίου ως έκ συνθήματος έξήλθον άπαντες των οικιών και όχυρωμάτων και έπέπεσαν κατά τών Τούρκων, τους έτρεψαν αμέσως εις άνανδρον φυγήν την αυτήν ώραν είς την οποίαν έτρεψαν καί τούς έν Βερβαίνοις. Τούς κατεδίωξαν ώραν ίκανήν και διεσώθηκαν έκ του σκότους, και ούτω καταδιωκόμενοι έφθασαν προς τά έξημερώματα είς την Τριπολιτσάν κακήν κακώς και απελπισμένοι έκ της αποτυχίας. Έφονεύθησαν έξ αυτών υπέρ τούς τριακόσιους καί περισσότεροι έπληγώθησαν. Τους επήραν τέσσαρα κανόνια του κάμπου με τάς άποσκευάς των, επτά σημαίας, δώδεκα φορτώματα πολεμοεφόδια καί τριάκοντα πέντε ίππους καί κάμποσα δπλα καί λάφυρα. Άπό δέ τούς Έλληνας έφονεύθηκαν εις αυτά τά δύο μέρη δέκα επτά καί δέκα εξ έπληγώθηκαν. Καί ούτως έτελείωσε καί ή δευτέρα απόπειρα καί δεν τούς έμενε πλέον άλλη έλπίς παρά ό ερχομός του Σιαλήχ Κιοσέ Μεχμέτ πασιά καί τού Όμέρ Βριώνη, τούς οποίους έπερίμενον νά εμψυχωθούν καί τότε νά δυνηθούν πάλιν νά κάμουν έπιδρομήν καί μάχην.
Κατά τάς 16 Μαΐου ήλθον άπαντες οί οπλαρχηγοί άπό τό Λεβίδι, Βέρβαιναν καί λοιπά άλλα μέρη είς τήν Πιάναν, νά μας συγχαρούν διά τήν νίκην καί νά συσκεφθώμεν διά νά έμπορέσωμεν νά ένωθώμεν όλα τά στρατιωτικά σώματα είς εν νά σχηματίσωμεν μίαν τακτικήν πολιορκίαν πλησίον της Τριπολιτσάς, καί πολλού λόγου γινομένου καί πολλής συζητήσεως ενεκρίθη παρά πάντων, ότι διά μιας άπαντες ώς έκ συνθήματος νά καταλάβωμεν διά νυκτός όλα τά στρατιωτικά σώματα (συμποσούμενα περίπου τών δέκα χιλιάδων) τά επάνω Τρίκορφα, τά όποία δεν φαίνονται άπό τήν Τριπολιτσάν, καί ήμερονυκτίως νά κατασκευάση εκαστον σώμα δυνατά όχυρώματα, νά δίδη βοήθειαν τό εν εις τό άλλο, νά έμβάσωμεν έκαστος μιας εβδομάδος τροφήν, νερόν καί πολεμοεφόδια καί αφού έξασφαλισθώμεν έκεί, τότε νά παρουσίασθώμεν όλα τά στρατιωτικά σώματα εις τον "Αγιον Κωνσταντίνον αντίκρυ της Τριπολιτσάς καί δια τριών πυροβολισμών να προκαλέσωμεν τούς Τούρκους εις μάχην περιπλέον δέ νά τούς προξενήσωμεν φρίκην. Την νύκταν λοιπόν εις τάς 21, ώς εκ συνθήματος έφθάσαμεν άπαντες εις τά Τρίκορφα, είργάσθημεν άδιακόπως όλην την ήμέραν καί όλην την νύκταν καί κατεσκευάσαμεν ακαταμάχητα όχυρώματα καί εις τάς 23 τό πρωί έπαρουσιάσθημεν αίφνης αντίκρυ της Τριπολιτσάς καί θέσαντες τούς στρατιώτας εις τρεις γραμμάς τούς διετάξαμεν νά πυροβολήσουν τρις κατά τάξιν, χωρίς νά πυροβολούν πολλοί εν ταυτώ καί χωρίς νά γίνη διακοπή διόλου εις τον πυροβολισμόν. Τούτο ίδόντες οί Τούρκοι αίφνης καί παρά πάσαν προσδοκίαν, έμειναν εμβρόντητοι καί τρέχοντες εκ τού τρόμου καί της φρίκης εις τάς επάλξεις του φρουρίου, άνδρες, γυναίκες καί παιδία, έθεωρούσαν τον κίνδυνον καί τήν καταστροφήν τους έκείνην τήν στιγμήν. Έπεριμείναμεν τρεις καί τεσσάρας ημέρας, νά εξέλθουν νά πολεμήσουν, άλλ' αυτοί δεν έφαίνοντο ούδ' είς τάς επάλξεις, ώστε ήναγκάσθημεν έκ της δειλίας των νά άφήσωμεν τά δυνατά έκείνα όχυρώματα, τά οποία έπλησίαζον είς τό πεδίον, είς τον "Αγιον Βλάσιον. Καί είς αυτό τό διάστημα έκατέβαινον οί στρατιώται εις τήν πεδιάδα καί εδιδον αιτίας είς τούς Τούρκους. Έξήρχοντο καί αυτοί πότε πολλοί καί πότε ολίγοι καί έγίνοντο δις καί τρις της εβδομάδος άφιμαχίαι τινές."
Κανέλλου Δεληγιάννη-Απομνημονεύματα.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Μάχη Βαλτετσίου ( 12-Ι3 Μαίου).

" Έως εις τάς 10 Μαΐου ήτον συνηγμένοι εις την Βέρβαιναν τέσσαρες ώς έγγιστα χιλιάδες στρατιώται υπό την διεύθυνσιν των αρχιερέων Έλους και Βρεσθένης, Παναγιώτου Γιατράκου, τού Νικολάκη Δεληγιάννη και τού Δημητρίου Καραμάνου, καί οί οπλαρχηγοί Παπακαλομοίρης, Μπαρμπιτσιώτης, Κουμουστιώτης, Κοντάκης κτλ. Ήτον καί ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλης μέ 100, ώς έγγιστα, Μανιάτας. Είς τάς 9 Μαίου κατέλαβον τό Λεβίδι οί Ζαΐμης, Σ. Χαραλάμπης, Λόντος, Θεοχαρόπουλος μέ έπέκεινα των τριών χιλιάδων εις τό Χρυσοβίτσι ό Κολοκοτρώνης μέ τον Παπαδιαμαντόπουλον χίλιοι ώς έγγιστα (απέχουσα ή θέσις αύτη από τό Βαλτέτσι μίαν ήμίσειαν ώραν)• εγώ δέ την θέσιν της Πιάνας, πλησιεστέραν ούσαν τών άλλων είς την Τριπολιτσάν μεθόλων τών προκρίτων, μέ έπέκεινα τών δύο σχεδόν χιλιάδων. Εις τό Βαλτέτσι ήτον ό Κυριακούλης, Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλαι μεθ' εκατόν πεντήκοντα Μανιατών. Έστειλα καί εγώ τον Σαλαφατίνον μέ 38, τους οποίους είχον ένα μήνα μαζί μου, ώς είρηται. Ό Δημήτριος Παπατσώνης μέ τριακόσιους. Οί Πετροβαίοι, Κεφάλας καί Κώστας Μπούρας μετά διακοσίων, ό Ηλίας και Νικήτας Φλεσιαίοι μέ διακόσιους ώς έγγιστα. Αυτοί έμειναν και έπολιορκήθησαν αυθορμήτως, τό όλον 874. Ήτον την προτεραίαν και άλλοι από διαφόρους επαρχίας, άλλ' άμα ήκουσαν άπό τους αρχηγούς των ότι θα κλεισθούν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου και οποίος φοβείται να φύγη ευθύς άπό 1.500 όπου ήτον έφυγον τήν νύκταν έκείνην και έμειναν οί ώς άνω είρηται. Κατά τάς αρχάς τού Μαίου είχομεν διωρισμένας δύο σκοπιάς, μίαν εις τήν επάνω Χρέπαν, και μίαν είς τήν πηγήν, να παρατηρούν μέ πολλήν προσοχήν τά κινήματα των έχθρών μέ τοιούτον σύνθημα, ότι έάν κινηθούν κατά του εν Βερβαίνοις στρατοπέδου νά βάλουν μιάν μεγάλην φωτιάν μέ καπνόν αν κατά τού Βαλτετσίου νά βάλουν δύο, αν κατά τού Χρυσοβιτσίου τρεις, αν κατά της Πιάνας τέσσαρας, άν κατά το Λεβιδίου πέντε. Ώστε δι' οποίον μέρος έκινούντο, νά τρέξωμεν όλα τ' άλλα σώματα προς βοήθειαν. Έλάβομεν έν τούτοις τοσούτα και τοιαύτα αποφασιστικά και απελπιστικά μέτρα άπαντες και κατεσκευάσαμεν ισχυρά όχυρώματα, ώστε ή νά άνθέξωμεν πολεμούντες νά νικήσωμεν, ή νά άποθάνωμεν μέ τά όπλα εις τάς χείρας. Τήν 12 λοιπόν του Μαΐου εί τάς 6 π.μ. μας ανήγγειλαν αι σκοπιαί μας ότι εις τήν επάνω Χρέπαν έβαλαν αι σκοπιαί δύο φωτιές μέ καπνούς μεγάλους" τάς είδομεν αμέσως και ευθύς είδοποιήσαμεν τό εις τό Χρυσοβίτσι σώμα νά ξεκινήση διά τό Βαλτέτσι, ώς πλησιέστερον, και συγχρόνως άναχωρούμεν και ήμείς διά νά δώσωμεν των πολιορκουμένων σύντομον έπικουρίαν, μήπως και δειλιάσουν. Και αμέσως έξεκίνησεν όλον αυτό τό σώμα. Ό Κιαχαγιάμπεης, Κιαμίλμπεης και Δευτέρ Κιαχαγιάς έξεστράτευσαν επίτηδες διά τό Βαλτέτζι, γνωρίζοντες οί αυτόχθονες Τούρκοι ότι, άν δυνηθούν και διαλύσουν αυτό, τότε άποδειλιούν τά άλλα και ευκόλως δύνανται να προχωρήσουν συσσωματωμένοι είς άπασαν την Πελοπόννησον, να την υποτάξουν. Έξήλθον λοιπόν δώδεκα χιλιάδες πεζοί και δύο χιλιάδες ιππείς, όλοι έμπειροπόλεμοι, με άπόφασιν να πολεμήσουν απελπισμένα (κατά την διαβεβαίωσιν, την οποίαν μας έκαμαν ό Μουσταφάμπεης, Σιακήρμπεης και ό Δευτέρ Κιαχαγιάς μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς, τους όποίους είχομεν υποχείριους, και ότι είς την εκστρατείαν έκείνην έμειναν είς τήν Τριπολιτσάν τότε εως δύο χιλιάδες γέροντες και άλλοι διά φρουρά, οι δέ λοιποί όλοι, υπέρ τάς 14.000, έξεστράτευσαν). Φθάσαντες λοιπόν είς τό Βαλτέτσι έπολιόρκησαν άπ' όλα τά μέρη τους άνω είρημένους μέ τήν πεποίθησιν ότι θά νικήσουν, ώστε νά μήν δυνηθή νά σωθή ουδέ είς τών Ελλήνων. Ήρχισε λοιπόν ή μάχη μέ άπαραδειγμάτιστον έπιμονήν και άπελπισίαν έξ αμφοτέρων τών μερών περιπλέον δέ έρριψαν τήν περισσοτέραν αυτών δύναμιν είς τό μέρος είς τό όποιον ήτον ώχυρωμένοι ό Παπατσώνης, Πετροβαίοι και Κεφάλας, ως ύπαρχούσης της θέσεως εκείνης όμαλωτέρας και άδυνατωτέρας τών άλλων, και κατέλαβον τήν άντίθετον αυτών θέσιν οί εκλεκτότεροι μαχηταί Μπαρδουνιώται και Αλβανοί και μ' όσα γιουρούσια (εφόδους) ορμητικούς τους έκαμαν νά έμπορέσουν νά τους άποδειλιάσουν, διά νά τους διαλύσουν, εύρον άτρόμητον καρτερίαν και έπιμονήν. Προς τάς 9 π.μ. έφθασαν άπό τό Χρυσοβίτσι ό Κολοκοτρώνης και Παπαδιαμαντόπουλος επικουρία τό έπάνωθεν μέρος τού Βαλτετσίου προς τό μέρος, όπερ κατείχεν ό Παπατσώνης και λοιποί, άλλά τήν υπώρειαν αύτού προς βορράν τήν είχον καταλάβει οί Βαρδουνιώται. Συνεκρούσθησαν αμέσως άλλά διά τό άνισον της δυνάμεως, διά τό εισέτι άπειροπόλεμον τών Ελλήνων και διά τό αδύνατον της θέσεως, επειδή και δεν έπρόφθασαν νά κάμουν όχυρώματα, μετά μιας σχεδόν ώρας άντίστασιν, άπεσύρθησαν πολεμούντες προς τό χωρίον Άραχαμίτες άβλαβώς, καί έμειναν έκεί συσσωματωμένοι περιμένοντες να προφθάσωμεν καί ήμείς. Έγώ αμέσως ήτοίμασα δλους τους στρατιώτας καί έξεκίνησαν δια τό Βαλτέτσι προτρέπων αυτούς νά τρέξουν θαρραλέως, να πολεμήσουν άτρομήτως, υπενθυμίσας εις αυτούς την προ ολίγου νίκην του Λεβιδίου άλλ' ύποπτεύσας μήπως καθ' όδόν δειλιάσουν καί κρυφθούν έξ αυτών οί μικρόψυχοι, έδιόρισα έπί κεφαλής αυτών τον Δ. Πλαπούταν, τον Σταυρόν Δημητρακόπουλον καί τον Λαμπρινόπουλον έμπροσθοφυλακήν, έγώ δέ μετά του Παναγιώτη Δημητρακοπούλου, Ν. Ταμπακοπούλου καί λοιπών προκρίτων τής επαρχίας έμείναμεν οπισθοφυλακή, διά νά ξεριζώσωμεν όλους τούς στρατιώτας άπό τό χωρίον Πιάναν, καί μη άφήσαντες ούδ' ένα κατέβημεν εις την Πάπαιναν καί διέταξα την τακτικήν όδοιπορίαν.
Άφού λοιπόν έχρονοτριβήσαμεν εις την Πάπαιναν, δι' αυτό τό άντικείμενον, νά κάμω και γράμματα εις τους εν Λεβιδίω και Βέρβαιναν νά τούς εξιστορήσω όλα τ' ανωτέρω περιστατικά και νά προφθάσουν όσον τό συντομώτερον και έξαπέστειλα δρομαίως ιππείς. Είχον διατάξει όλους ανεξαιρέτως νά τρέξουν όσον ήδύναντο ταχύτερον νά προφθάσουν εις τό Βαλτέτσι νά ένωθούν μέ τό σώμα του Χρυσοβιτσίου, νά λάβουν ένεργητικόν μέρος εις την μάχην, νά ανακουφίσουν όπωσούν τούς πολιορκουμένους, μεχρισότου φθάσω και έγώ και ούτως ήκολούθησαν και εις τάς 10 π.μ. έφθασαν έκεί, και αμέσως έκτυπήθησαν μέ τούς Τούρκους. Ή μάχη αύτη ήρχισε μέ άπαραδειγμάτιστον λύσσαν έξ αμφοτέρων τών μερών, καθότι κατήντησεν περί ζωής και θανάτου, και μ' όλον τό έμπειροπόλεμον τών Βαρδουνιώτων και τών Αλβανών δεν έδυνήθηκαν νά οπισθοδρομήσουν τούς εδικούς μου ούδ' έν βήμα. Περί την μίαν μ.μ. ύπέστρεψαν και ό Κολοκοτρώνης μέ τον Παπαδιαμαντόπουλον μέ τό σώμα και ένωθέντες μέ τό ήμέτερον, τρεις σχεδόν χιλιάδες, και όχυρωθέντες κατήντησαν πολιορκουμένους τούς Βαρδουνιώτας και Αλβανούς, καθότι προς τό μέρος, τό όποίον ώχυρώθησαν οί εδικοί μας, ήτον ό Παπατσώνης, οί Πετροβαίοι και Φλεσαίοι και έπολεμούσαν άτρομήτως όντες καλά οχυρωμένοι. Τό όπισθεν μέρος ώχυρώθησαν τά στρατιωτικά σώματα τής Καρύταινας, ώστε οί Τούρκοι κατήντησαν εις θέσιν δεινήν, πολεμούντες έκείνην την ήμέραν και την νύκταν ακαταπαύστως.
Περί τάς 3 μ.μ. έφθασα και εγώ μετά τών είρημένων προκρίτων και μέρος στρατιωτών, τούς έδώκαμεν περισσότερον θάρρος και έμψύχωσιν τών πολιορκουμένων, και περί τό με-σονύκτιον έκατορθώσαμεν και τούς έμβάσαμεν εις τό Βαλτέτσι υπέρ τάς τρεις χιλιάδας δεκάρια φουσέκια από τά όποία είχον όλίγην έλλειψιν, μέ τον Σταύρον Άλωνιστιώτην, Άργύρην Τζιουβέλην και Στάθην Σκουριασμένον, μπουλουκτσήδες μου, παραγγείλαντες προς αυτούς να διαμένουν απτόητοι και να πολεμήσουν ανδρείως, και ότι τό πρωΐ φθάνουν από την Βέρβαιναν και από τό Λεβίδι υπέρ τάς δέκα χιλιάδας στρατός Ελληνικός επικουρία και έλπίζομεν νά καταστρέψωμεν τούς εχθρούς, όπερ και ήκολούθησε την επαύριον. Εσφαλμένως δ' αναφέρει ό Σαλαφατίνος εις τό φυλλάδιόν του, ότι έγώ έφθασα εκεί τήν έπιούσαν μετά τού Γιατράκου, καθότι έγώ έφθασα τήν ιδίαν ήμέραν, ώς ανωτέρω, ό δέ Γιατράκος δεν ήλθεν διόλου είς τήν μάχην αυτήν, παρά μόνος ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλης και ό Πέτρος Μπαρμπιτσιώτης με διακόσιους σχεδόν στρατιώτας έφθασαν άπό τήν Βέρβαιναν μετά τό μεσονύκτιον καί ώχυρώθηκαν προς τό μέρος, είς τό όποιον ήτον ώχυρωμένοι οί Μαυρομιχάλαι καί ό Σαλαφατίνος, άλλά διά τήν όλιγότητα τού στρατού, καί διά τό μάκρος του αποστήματος δεν ήδυνήθησαν νά δώσουν έπικουρίαν τινά. "Ωστε ό Σαλαφατίνος ήτον τόσον μακράν ώχυρωμένος εις τό άλλο μέρος του χωρίου, καί δεν έγνώριζε τί έγίνετο έξω. Τά στρατόπεδα του Λεβιδίου καί των Βερβαίνων φαίνεται, ότι δεν είδον τές φωτιές των σκοπιών διά νά γνωρίζουν τήν κατά του Βαλτετσίου έκστρατείαν των έχθρών, μέ τό νά ήτον έκείνην τήν ήμέραν ομίχλη ή καταχνιά, άλλ' (ώς ως εδικαιολογούντο τότε) τήν έμαθον μ.μ. καί ότι έγίνετο φονικός πόλεμος είς τό Βαλτέτσι. (Κατά τούτο δεν δύναμαι νά κάμω τάς ανήκουσας παρατηρήσεις). Άλλά περί τό δειλινόν έξεκίνησαν καί τά δύο αυτά καί τό πρωΐ είς τάς 13 έφθασαν οί μεν εις τό Περιθώρι άνωθεν της Τριπολιτσάς, οί δέ άνωθεν της λίμνης Τάκας καί ώς έκ συνθήματος έπυροβόλησαν αμφότερα δις καί τρίς. Τούτο ίδόντες αίφνης οί έν Τριπόλει Καϊμακάμης, οί μπέηδες καί αγάδες, έστειλαν επανειλημμένως μέ βίαν ταταραίους (ταχυδρόμους) εις τό Βαλτέτσι και ειδοποίησαν τον Κιαχαγιάμπεην και λοιπούς και ότι να λάβουν τα πλέον σοβαρώτερα προφυλακτικά μέτρα, καθότι μετά δυο ώρας φθάνουν εκεί υπέρ τάς δέκα χιλιάδες Γκιαούρηδων. Ή φήμη αύτη διεδόθη αμέσως εις όλον τό τουρκικόν στρατόπεδον, ώστε τούς κατέλαβε φρίκη. Κανένας άλλος δεν έπρόφθασεν είς την μάχην έκείνην διά νά δώση την παραμικράν βοήθειαν (καθώς ψευδώς και έμπαθώς αναφέρει εις την Χαλιμάν του ό απονενοημένος Σπηλιάδης), καθότι μήτε Νικηταράς υπήρχε τότε ή ηκούετο, μήτε τά παιδιά του Κολοκοτρώνη (ώς πολλάκις εξέθεσα περί τούτων όπισθεν) ήτον έκεί, ή εις κατάστασιν νά φέρουν όπλα, καί όχι νά είναι αρχηγοί. Εις τάς 9 λοιπόν π.μ. 13 Μαίου ώς έκ συνθήματος έγινε γενική λιποταξία εις τό στρατόπεδον των Τούρκων, έτζακίσθη είς τοιούτον βαθμόν και μέ τοσαύτην φρίκην, ώστε δεν ήδυνήθη είς Όθωμανός νά πυροβολήση, άλλ' έτρεχον φεύγοντες, και καθ' όδόν έρριπτον τά όπλα τους τά αργυρά, νά πέση ή προσοχή των Ελλήνων είς τά λάφυρα, νά διασωθούν αυτοί. Έάν έπρόφθαναν είς τά Τρίκορφα προ ημισείας ώρας τά έκ Λεβιδίου ή και τά έκ Βερβαίνων ερχόμενα στρατεύματα, δεν ήθελεν υπάγει ουδέ είς Τούρκος ζωντανός είς τήν Τριπολιτσάν, άλλ' ήθελον αφήσει τά κώλα έκεί ένεκα της άπαραδειγατίστου δειλίας των. Έφονεύθηκαν είς τήν μάχην έκείνην υπέρ τούς 1.700 Τούρκοι (και έτι περισσότεροι έπληγώθηκαν, άλλ' έξ αυτών μόλις διεσώθη τό εν πέμπτον, οί δ' άλλοι άπέθαναν ένεκα τής κακοπάθειας) και ούτως ύπέστρεψαν είς τήν Τριπολιτσάν. Άπό δέ τούς εντός τού Βαλτετσίου έφονεύθηκαν τέσσαρες Μανιάται, πέντε τού Παπατσώνη, τρεις τού Φλέσσα και δύο τών Πετροβαίων, και δεκατέσσαρες έπληγώθηκαν άπ' όλα τά σώματα. Άπό τούς εδικούς μας έξω έφονεύθησαν εννέα Καρυτινοί και δώδεκα έπληγώθηκαν τό όλον φονευμένοι και πληγωμένοι 49. Επήραν δε oι έσωθεν και έξωθεν στρατιώται λάφυρα, τουφέκια, πιστόλας, σπαθιά υπέρ τάς τρεις χιλιάδας και ώπλίσθηκαν καλώς υπέρ τάς τρεις χιλιάδας στρατιώται με αργυρά 'οπλα και λαμπρά ενδύματα. Έπήραμεν δεκαοκτώ σημαίας, τέσσαρα κανόνια του κάμπου, τρείς σκηνάς (τζατήρια), άπειρα πολεμοεφόδια και όλας τάς άποσκευάς τού τούρκικου στρατοπέδου. Αύτάς τάς αδιαφιλονίκητους αληθείας του περιστατικού τούτου, άφού τάς γνωρίζω ό ίδιος ώς αυτόπτης, αυτουργός και ενεργός αυτών, τάς έβεβαιώθην μετά την πτώσιν τής Τριπολιτσάς έτι μάλλον άπό τον Μουσταφάμπεην, Δευτέρ Κιαχαγιάν, Σιακήρμπεην, Τρασιταίους και άπό άλλους επισήμους Τούρκους. Και αύτη ή ένδοξος νίκη ήτον ή κρίσις τής Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται ή ανεξαρτησία τής πατρίδος, καθότι ενεθάρρυνε και ένεψύχωσε τους Έλληνας• άφού ήρπασαν τόσα όπλα και τόσα λάφυρα άπό τους τυράννους των, έπολεμούσαν έπειτα άτρομήτως."
Πηγή:
Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Ο Κ. Δεληγιάννης υλοποιεί στρατηγικό σχέδιο ίδρυσης Στρατοπέδων.Περί την Τρίπολη.

"Αλλά δεν αισχύνεται ό άθλιος ψευδοϊστοριογράφος νά λέγη, ότι είχε τον Δημητράκην Δεληγιάννην υπό την όδηγίαν του, στρατοπεδευμένον και πολεμούντα εις του Λάλα άπό τάς 17 Μαρτίου, απέχοντα άπό τό Χρυσοβίτσι είκοσι σχεδόν ώρας μακράν; χωρίς νά έχη μ' αυτόν ούδ' άλληλογραφίαν ποτέ; μήτε τον είδε, άφού διεσκορπίσθημεν ειςτηνΚαρύταιναν! Δεν αισχύνεται επίσης νά λέγη, ότι και ό υιός του ό Πάνος ήταν οπλαρχηγός εις τήν Καρύταιναν, τον Άπρίλιον, ένώ ήτον ακόμη είς τήν Ζάκυνθον παιδάριον και άσήμαντον όν, και μετά τά μέσα Απριλίου έξήλθεν εκείθεν μετά του άδελφού του Γιάννη, έπονομασθέντος παρ' έμού έπειτα Γενναίος, μεθ' ενός μόνου Ζακυνθίου και ενός Ζυγοβιστινού εις τον Πύργον και εκείθεν εις τήν Καρύταιναν, τρέχοντες άπό κωμόπολιν εις κωμόπολιν διασκεδάζοντες, ήλθον είς τά Τρίκορφα μετά τήν μάχην τού Βαλτετσίου, περί τά τέλη του Μαΐου, καθώς έν τω οίκείω τόπω ρηθήσεται!
Όσοι δε πρόκριτοι, καπεταναίοι, μπουλουκτσήδες και στρατιώται ευρέθησαν τότε μετ' έμού είς τήν Πιάναν, υπέρ τους οκτακόσιους, έστάθη αδύνατον νά συγκατανεύσουν νά υπάγουν είς τό Χρυσοβίτσι, άφού ό Κολοκοτρώνης τους προσεκάλεσε άπαξ και δίς και ό ίδιος υπήγε και τους παρεκίνησε νά υπάγουν. Και έγώ τούς προέτρεψα, ότι, άν θέλουν με ευχαρίστησίν τους νά τον ακολουθήσουν, με απήντησαν άποτόμως ότι είναι αδύνατο νά χωρισθούν άπό έμέ και νά γνωρίσουν άρχηγόν άλλον, τον οποίον δεν είδον ποτέ• τά αυτά και έτι περισσότερα απήντησαν προς αυτόν, οίτινες έμειναν πάντοτε πιστοί εις έμέ και μετά ταύτα συνήχθησαν και άλλοι οκτακόσιοι μεχρισότου έτελείωσεν ό άγών. Ό δέ Πλαπούτας έμενε και αυτός παρ' έμοί έως ότου άπέθανεν ό αδελφός του ό Γεωργάκης εις του Λάλα και τον έστείλαμεν άπό τά Τρίκορφα έπιτροπικόν του άνηλίκου άνεψιού του κατά τον Ίούνιον, καθώς έν τω οίκείω τόπω ρηθήσεται."
" Άφού, ως είρηται, έδωκα ένα δρόμον εις αυτό τό άντικείμενον, άνεχώρησα εκείθεν (χωρίς νά γνωρίζη ούδ' ό Κολοκοτρώνης, ούδ' άλλος) και φθάσας εις τό Λεοντάρι έκοινοποίησα προς τούς Μαυρομιχάλας, Κυριακούλην και Ήλίαν, προς τον Παπατσώνην, Φλεσσαίους, Άναγνωσταράν και λοιπούς όσα ό Ζαΐμης και Λόντος μέ έγραφον διά τό έκεί φθάσιμον του Κεχαγιάμπεη και τον διορισμόν του Σαλήχ Κιοσέ Μεχμέτ πασιά και Όμέρ Βριώνη διά την Πελοπόννησον, και τον κίνδυνον, εις τον όποίον έτρέχαμεν, τούς έξηγήθην και δι' όσα έπραξα εις την Πιάναν και Χρυσοβίτσι, ώς ανωτέρω, και ότι απέρχομαι εις την Καλαμάταν προς αντάμωσιν τον Πετρόμπεη και λοιπών καπεταναίων της Μάνης, νά τούς παραστήσω, τον κίνδυνον της πατρίδος, νά τούς παρακινήσω και παρακαλέσω νά προτρέψουν τούς Μανιάτας νά έκστρατεύσουν χίλιοι τουλάχιστον διά νά άπαντήσωμεν την πρώτην όρμήν τών έλθόντων Τούρκων, νά έβγη και ό Μπέης, νά έλθη εις τό Λεοντάρι, νά σχηματίση Γεν. στρατόπεδον, ώς διορισμένος άπό ήμάς εις του Πάπορι. Παρεκίνησα δέ και αυτούς νά επιστρέψουν εις τό Βαλτέτσι νά οχυρωθούν πάλιν έκεί διά νά είμεθα πλησίον, ώστε εις πάσαν περίσταση νά δίδη συνδρομήν τό εν στρατόπεδον του άλλου. Παρεδέχθησαν τάς ομιλίας και προτροπάς μου ευχαρίστως και μέ ύπεσχέθησαν ότι μετά δύο ημέρας καταλαμβάνουν πάλιν τό Βαλτέτσι (καθώς και τό κατέλαβον) και ότι θέλουν συνυπακουσθή και μέ τούς έν Βερβένοις οπλαρχηγούς. Διά τον διορισμόν όμως τον όποίον έκαμα τού Κολοκοτρώνη δυσηρεστήθησαν άπαντες και ιδίως ό Αναγνωσταράς καί με ώμίλησαν με πικρίαν, λέγοντες ότι, άφού δεν γνωρίζεις την διάθεσιν αύτού τού άνθρώπου, έπρεπε νά ερωτήσεις καί ημάς οπού τον γνωρίζομεν υπέρ πάντα άλλον, καί τότε νά άποφασίσης νά κάμης τοιαύτην θυσίαν, διά την οποίαν γρήγορα θά μετανοήσης άλλ' άνωφελώς. Άνεχώρησα λοιπόν μετά δέκα ιππέων αμέσως καί την πρώτην Μαΐου έφθασα εις την Καλαμάταν, όπου άνταμώσας ευθύς τον Μπέην, τούς γέροντας Μούρτζινον καί Γ. Καπετανάκην καί τον Ήλίαν Χρυσοσπάθην, τούς εξιστόρησα όλα τά άνω είρημένα καί τον έπικείμενον κίνδυνον, εις τον οποίον έτρέχομεν, καί μέ πολλήν συναίσθησιν ήκουσαν τάς παρατηρήσεις μου καί τάς παρεδέχθησαν ευχαρίστως καί παρευθύς έξεκίνησαν τον Ήλίαν Χρυσοσπάθην καί υπήγεν εις την Μάνην, έγραψαν δέ καί εις όλους τούς καπεταναίους καί προκρίτους τό μέγεθος του κινδύνου καί τούς προέτρεπον καί τούς παρεκάλουν νά ξεκινήσουν όλοι, όσοι δύνανται νά φέρουν όπλα καί όσοι πιστεύουν εις Χριστόν, νά προφθάσουν οί μέν εις τό Βαλτέτσι οί δέ εις την Βέρβαιναν. Έξεκίνησαν δέ ευθύς τον Ίωάννην υίόν του μέ εκατόν Μανιάτας εύρεθέντας εκεί, τον όπλαρχηγόν της Καλαμάτας Θανασούλην Κυριακόν μ' άλλους όγδοήκοντα νά προφθάσουν όσον ένεστι ταχύτερον εις τό Βαλτέτσι, ύποσχεθέντες ότι μετά οκτώ ή δέκα ημέρας έρχονται καί αυτοί εις τό Λεοντάρι μ' όσους Μανιάτας προφθάσουν νά έλθουν, καί μ' όσους Πελοποννησίους τούς ακολουθήσουν. Καί ούτως άναχωρήσας εις τάς δύο Μαΐου έφθασα αυθημερόν εις τό Χρυστοβίτσι καί έκοινοποίησα εις άπαντας τούς προκρίτους της επαρχίας μας τά άνωθεν ρηθέντα καί τά περί τού εις Καλάμας πηγαιμού μου.
Την δέ επαύριον ύπήγον καί εις τό Βαλτέτσι καί έξηγήθην καί μέ τούς έκείνην τήν ήμέραν φθάσαντες έκεί Μαυρομιχάλας, Παπατσώνην και λοιπούς καί έκ συμφώνου έγράψαμεν προς τούς Καλαβρυτινούς καί είς τούς εν Βερβαίνοις όσα έπράξαμεν παρακινούντες ιδίως τούς Καλαβρυτινούς να προφθάσουν να καταλάβουν τό συντομώτερον τό Λεβίδι, διά να είμεθα τα τέσσαρα στρατόπεδα συγκεντρωμένα περί τήν Τριπολιτσάν καί πλησίον τό εν εις τό άλλο. Καί ούτως ήκολούθησαν καί αυτοί καί οί εν Βερβαίνοις.
"Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα. (σ.275-278)

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Ο Στρατηγός Κανέλλος Δεληγιάννης συντελεί στην κατασκευή του μπαρουτόμυλου του Αγώνα.

Κατά τήν αυτήν έποχήν, έλθών ό Σπυρίδων Σπηλιωτόπουλος έκ Δημητσάνης (εμπορεύομενος προ χρόνων μετά του άδελφού του Νικολάου εις Ύδραν) εταίροι καί οί δύο καί ενθουσιασμένοι διά τήν άπελευθέρωσιν τής πατρίδος, παρακινημένοι δέ καί άπό τους Τομπάζηδες καί άλλους διά να κατασκευάσωσι βαρουτόμυλους είς Δημητσάναν νά ευρεθή αρκετή βαρούτη δια τον μελετώμενον σκοπόν, ηθέλησε μόνος του να κάμη αυτήν την έπιχείρησιν, αλλά νέος ών και μη εχων έπιρροήν και τοσαύτας σχέσεις εις την πατρίδα του και επειδή ό τότε προκριτώτερος και δυνατώτερος της πόλεως δια της επιρροής και τού πλούτου ήτον ό Αθανάσιος Αντωνόπουλος, αδελφός του Ιωσήφ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, όστις έφονεύθη από τον Σουλτάνον εις την Κωνσταντινούπολη μετά του άοιδίμου Πατριάρχου Γρηγορίου, του Δέρκων, Εφέσου και άλλων αρχιερέων, και γαμβρός έπ' αδελφή των Δεληγιανναίων και εταίρος, ώμίλησε μέ αυτόν έξαιτούμενος τήν συνδρομήν και προστασίαν του. Άλλ' αυτός βλέπων τό επιχείρημα σοβαρόν και έπικίνδυνον, τό διεκοίνωσεν εις ήμάς τους πέντε αδελφούς, ότι, αν λαμβάνωμεν και ήμείς μέρος, λαμβάνει και αυτός. Ήμείς τό διεκοινώσαμεν εις τον έν Τριπόλει διαμένοντα άδελφόν μας Θεοδωράκην, ως άναγκαιότατον μεν άλλ' έπικίνδυνον, και αυτός τό παρεδέχθη ευχαρίστως και συνυπακουσθείς μετά του Παπααλέξη μας άπήντησεν, ότι νά τό δεχθώμεν και όσον τό συντομώτερον νά τό βάλωμεν εις ένέργειαν μ' όσην δυνάμεθα προσοχήν και μυστικότητα. Και ούτως έσυμφωνήσαμεν και καταθέσας τά ήμίσυν έξοδα ό Αθανάσιος » ό γαμβρός μας Αντωνόπουλος, τά δ' άλλα ήμισυν οί Σπηλιωτόπουλοι, τό όλον πεντήκοντα ώς έγγιστα χιλιάδας γρόσια προκαταβολήν διά τήν μεταποίησιν των μύλων και διά τήν άγοράν υλης και εντός ολίγων ήμερών έτελείωσεν ή μηχανή και ήρχισε και έβγανεν βαρούτην άρκετήν. Άλλ' ένας Δημητσανίτης κακόβουλος, Κώστας Τζιανής λεγόμενος, κινούμενος ένεκα επιτόπιων παθών κατά του προεστώτου Αντωνοπούλου, ύπήγε και τό άνήγγειλεν μυστικώς ώς προδοσίαν είς τον Δραγομάνον Σταυράκην Ίωβίκην, έχθρόν του χριστιανισμού" αυτός δε ευρών τοιούτον προς αυτόν επιχείρημα έπιθυμητόν και άρμοδίαν τήν περίστασιν διά νά καταστρέψη τον Θεοδωράκην καί τον Παπααλέξην, προεστώτας γενικούς της Πελοποννήσου, μη συνάδοντας με τούς σκοπούς του, έπρόδωσεν αμέσως μυστικώς εις τον Καϊμακάμην την ύπόθεσιν, ότι οί Δεληγιάννηδες με τον Άντωνόπουλον κατασκευάζουν μπαρούτην εις Δημητσάναν, δια να κάμουν την Έπανάστασιν. Τούτο μαθόντες οί ειρημένοι από ένα Τούρκον πιστόν φίλον τους, νομίσαντα αυτόν ότι ήτον συκοφαντία, αμέσως διά τίνος πιστού επίτηδες απεσταλμένου μάς ειδοποίησε διά την προδοσίαν καί λαβόντες την είδησιν ταύτην, την αυτήν στιγμήν έβάλαμεν τούς ανάλογους μαστόρους καί έργάτας νυχθημερώς καί κατέστρεψαν τήν μηχανήν της βαρούτης, ώστε δεν έφαίνετο ουδέν σημείον καί συγχρόνως τούς άντακαταστήσαμεν άλευρομύλους, καί ήρχισαν καί άλεθον, ώς πρότερον. Ό Καϊμακάμης έδιόρισεν ευθύς ένα εκ των επισημότερων υπαλλήλων του μουμπασίρην καί άπήλθεν εις Καρύταιναν μέ διαταγήν αυστηράν καί συμπαραλαβών τον βοεβόδαν, τον καδήν καί τον πελούκμπασην έφθασαν τήν τρίτην ήμέραν είς τήν Δημητσάναν διά νά κάμουν αύστηράς έρευνας καί ανακρίσεις καί νά αναφέρουν. Είχομεν δε υπάγει προ μιάς ημέρας έκεί καί έγώ μετά τού αδελφού μου Πανάγου (γνωρίζοντος τήν τουρκικήν διάλεκτον) καί προδιεθέσαμεν τά πάντα. Φθάσαντες δε αυτούς καί άνταμωθέντες τούς έξηγήθημεν ότι ή μήνυσις αύτη είναι ψευδής καί ανύπαρκτος καί ό μηνυτής τήν έκαμεν ένεκα επιτόπιων παθών καί από πνεύμα φατριασμού καί εκδικήσεων, έχων πάθος προς τον προεστόν Άθ. Άντωνόπουλον καί Σπ. Σπηλιωτόπουλον, ευρών άρμοδίαν περίστασιν ένεκα των σπερμολογιών των ψευδαποστόλων του Άλήπασια διά νά τούς άφανίση, καί άλλα πολλά τούς είπομεν καί τούς έπείσαμεν ότι είναι συκοφαντία. Καί τον μεν μηνυτήν ήπείλησαν άπαντες οί πολίται, ότι, αν παρουσιασθή εις τούς απεσταλμένους της εξουσίας, έχουν άπόφασιν νά τον καύσουν μ' όλην την οικογένειάν του έγινεν άφαντος."
Πηγές:
Κανέλλου Δεληγιάννη-Απομνημονεύματα.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Η ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΓΡΑΝΑΣ.

"Κατά τάς αρχάς του Αυγούστου άπηλπισμένοι υπάρχοντες οί Τούρκοι έκ της τρομεράς εκείνης πείνας απεφάσισαν και έξήλθον διά νυκτός έκ Τριπολιτσάς, υπέρ τάς τρεις χιλιάδας και άπήλθον αίφνης εις τό χωρίον Λουκά (προτροπή ενός χωρικού του οποίου είχον αίχμάλωτον την οικογένειαν έξ γυναικόπαιδα, όστις τους άνήγγειλεν ότι εκεί είχαν συνάξει τροφάς του στρατοπέδου διά νά άρπάσουν). Φθάσαντες λοιπόν εκεί, ευρέθη ό Κοκώνης μέ 37 στρατιώτας και τούς έκτύπησεν, άλλ' ολίγοι όντες δεν ήδυνήθησαν νά άνθέξουν και μετ' όλίγην στιγμήν διεσώθη ό Κοκώνης πολεμών μ' άλλους επτά εις εν βαθύ σπήλαιον. Οι δε λοιποί εφονεύθηκαν πολεμούντες. Αρπάσαντες λοιπόν όσον αλεύρι, σιτάρι και τυρί ήδυνήθησαν νά σηκώσουν και πέντε αιχμαλώτους, προτού εξημερώση έπανήλθον εις Τριπολιτσάν. Βλέποντες ήμείς αυτήν τήν τολμηράν έπιδρομήν συνυπακουσθέντες όλοι οί οπλαρχηγοί μετά της Γερουσίας, υπεχρεώσαμεν τον Χριστακόπουλον και τον όπλαρχηγόν της Τριπολιτσάς Κίντζιον, νά συνάξουν όλους τους κατοίκους των χωρίων εκείνου του μέρους μέ πτυάρια και άξίνας, νά κάμωμεν ένα χάνδακα εις τήν θέσιν λεγομένην Μύτικα, τήν στενωτέραν του κάμπου. Ύπήγομεν εκεί, έδιορίσαμεν τό μέρος, τους έδώσαμεν τό σχέδιον μέ ποίον τρόπον νά γίνη και αμέσως έσύναξαν μετά του Β. Χριστακόπουλου υπέρ τους χιλίους άνδρας εργατικούς και εντός μιας εβδομάδος τον έκαμαν έτοιμον και όχυρώτερον άπ΄ ό,τι ήλπίζαμεν, τον όποίον ώνομάσαμεν Γράναν και κατέστη Ιστορική ονομασία. Έδιορίσαμε λοιπόν διαρκείς φύλακας και υπήγαινον όλας τάς νύκτας και έφύλαττον, ώστε αν άπεράσουν οί Τούρκοι, νά μας ειδοποιούν αμέσως. Τήν πέμπτην ήμέραν μάς ειδοποιούν κατεπειγόντως, ότι υπέρ τάς οκτώ χιλιάδας Τούρκοι, ιππείς τε και πεζοί, ως έγγιστα, μ' όσα φορτηγά ζώα έμενον ως τότε εις τήν Τριπολιτσάν, έξήλθον μετά τό εσπέρας και φθάσαντες εις τό άνατολικόν μέρος της Γράνας εκείνης άπέρασαν εις τό άκρον συσσωματωμένοι καί άπό τήν πληθύν των ζώων και από τό σκότος (επειδή ήτον άσέληνος) δεν είδον μήτε εννόησαν ότι ύπήρχεν έκεί γράνα, και διευθύνθησαν εις τά χωρία Τζιπιανά, Σάγκα, Κακούρι καί λοιπά, διά νά άρπάσουν τροφάς, τάς οποίας είχομεν συνηγμένας έκεί διά τό στρατόπεδον. Φθάσαντες έκεί και μή υπαρχούσης ουδεμιάς αντιστάσεως τάς έσύναξαν όλας, όλην έκείνην τήν νύκτα, καί δύο ώρας πριν άνατείλη ό ήλιος έξεκίνησαν εκείθεν καταφορτωμένοι νά επιστρέψουν εις Τριπολιτσάν.
Προ του μεσονυκτίου μας ειδοποίησαν αί φυλακαί την εκείθεν διάβασιν των Τούρκων και αμέσως άνεχώρησεν ό αδελφός μου Δημητράκης μέ τον Κίντζιον μέ έπέκεινα τών χιλίων εξακοσίων και φθάσαντες κατέλαβον την Γράναν και οχυρώθηκαν καλώς και έπερίμενον την έπιστροφήν τών Τούρκων. Προτού εξημερώση ειδοποίησα όλους τους οπλαρχηγούς του στρατοπέδου δια νά είναι έτοιμοι διά την προσεγγίζουσαν μάχην.΄Οθεν προ της ανατολής του ηλίου έφθασεν ή εμπροσθοφυλακή τών Τούρκων εις την Γράναν 500 ιππείς και χίλιοι πεζοί. Συγχρόνως έξήλθον καί έκ τής Τριπολιτσάς άπαντες οι δυνάμενοι νά φέρουν όπλα από τήν θύραν του Μισθρός, του Λεονταρίου και τής Καρύταινας καί ήρχισαν νά συγκρούωνται μέ διάφορα Ελληνικά στρατιωτικά σώματα νά έμπορέσουν νά φέρουν άντιπερισπασμόν νά μην δυνηθούν όλα τά σώματα νά τρέξουν επικουρία εις τήν Γράναν. ΄Ωστε ή μάχη έγενικεύθη άπό τό εν άκρον του στρατοπέδου έως τό άλλο και οί κανονοβολισμοί καί τουφεκοβολισμοί ακατάπαυστοι. Εγώ δέ άμα είδοποιήθην ότι έφθασεν ή τουρκική εμπροσθοφυλακή εις τήν Γράναν, παραλαβών όλους ανεξαιρέτως τους έναπολειφθέντας στρατιώτας μας υπέρ τους 600 καί έπέκεινα τών 300 άπό του Παπατσώνη, τό όλον 1.000 έγγιστα, έτρεξα δρομαίως καί έφθασα εκεί προτού φθάση τό κέντρο τών Τούρκων καί κατέλαβον τήν άριστεράν πτέρυγαν προς τό μέρος του Μπεντενακίου, καί ένωθέντες μετά του αδελφού μου και Κίντζιου άπετελέσαμεν ίσχυράν τήν άμυναν. Προτού φθάσω έγώ, έφώρμησεν ή εμπροσθοφυλακή τών Τούρκων άπαξ, δις καί τρις νά άπεράση τήν Γράναν άλλ' εύρεν τοσαύτην καί τοιαύτην άντίκρουσιν, ώστε δεν ήδυνήθη νά προχωρήση ούδ' έν βήμα καί ώπισθοπόρησε.΄Αμα δέ έφθασε καί τό κέντρον καί ή οπισθοφυλακή έκαμαν δύο καί τρεις απόπειρας διαβάσεως, άλλ' ίδόντες προφανή τήν καταστροφήν τους, απεφάσισαν καί εξεφόρτωσαν όλα τά ζώα τα όποία είχον φορτωμένας τροφάς• βλέποντες δέ και ημείς την μανίαν καί άπελπισίαν, ην είχον ν' άπεράσουν και δια να μην χάσωμεν πολλούς στρατιώτας εις τοιαύτην συμπλοκήν, διετάξαμεν τούς στρατιώτας καί άπεσύρθησαν από την δεξιάν πλευράν καί τους άνοίξαμεν μικράν τινα δίοδον καί ούτως έφορμήσαντες τυφλοίς όμμασι ήναψεν ό τουφεκοβολισμός, αί φωνές, αί κραυγαί καί ό κονιορτός είς την Γράναν εκείνην καί ουδείς έβλεπεν ή ήκουε τί έγίνετο από τό άκατάπαυστον πύρ μήτ' ήδύνατο να διακρίνη την νίκην ένεκα του πυκνού καπνού καί τού κονιορτού. Αλλά μετά παρέλευσιν μιάς σχεδόν ώρας συμπλοκής τρομεράς καί καταπλητικής διέβησαν όσοι έμειναν ζώντες άνευ τροφών καί φορτηγών ζώων ήμιθανείς καί φθάσαντες εις του Μαντζαγρά καί άνταμωθέντες μέ τους έκ Τριπολιτσάς εξελθόντες εισήλθον έντρομοι καί εις τελείαν άπόγνωσιν. Ο δέ Κολοκοτρώνης άμα είδοποιήθη παρ' ημών την έκ της Γράνας διάβασιν τών Τούρκων παραλαβών 150, ώς έγγιστα, στρατιώτας Ιππείς τε καί πεζούς ύπήγε την πρωίαν εκείνην καί έστάθη άνωθεν του χωρίου Μπετενάκι, ήμισείαν ώραν περίπου μακράν της Γράνας εις εν ύψηλόν λοφίδιον να βλέπη μέ τό κιάλι, (ώς έλεγε τότε), τά κινήματα τών έχθρών άπλούς θεατής, χωρίς νά κατέβη κάτω ούδ' έν βήμα νά δώση μικράν τινα έπικουρίαν, ούδ' έλαβε μέρος είς εκείνην την τρομερήν καί άπελπιστικήν μάχην. Άλλ' ήδη οί αναιδείς καί αισχροί κόλακες προσπαθούν είς τάς ψευδοϊστορίας τής Χαλιμάς μέ τάς δάφνας τής νίκης εκείνης νά τον στολίσουν, τήν οποίαν ούτε αμέσως ούτε εμμέσως έλαβε μικρόν τι μέρος. Καί εάν έζούσεν ήθελε έντραπή.
Βεβαίως καί αυτός καί ήθελεν εξυβρίσει τούς τοιούτους αναίσχυντους συκοφάντας του, οίτινες τον ονομάζουν καί άνθρωπον τής Επαναστάσεως καί γενικόν άρχηγόν τής εποχής εκείνης, καί ότι αυτός διέταττε τότε όλους τούς αρχηγούς τής Πελοποννήσου!"
Πηγές: Κανέλλου Δεληγιάννη-Απομνημονεύματα.

Συγκέντρωση Στρατευμάτων για την κατάληψη στρατηγικής θέσης.( Διάσελο Αλωνίσταινας ).

"Την Τετράδην το πρωί εις τας 13 Απριλίου ήρχισε να έλαττούται ή θέρμη μου καί αμέσως διέταξα τον Σαλαφατίνον καί τον Δ. Πλαπούταν νά παραλάβουν τους 38 Μανιάτας και υπέρ τούς 70 Λαγκαδινούς, οίτινες ευρέθηκαν έτοιμοι, νά απέλθουν εις την Βυτίναν διέταξα επίσης και εις τά πλησιέστερα χωρία νά ξεκινήσουν τήν επαύριον δλοι ανεξαιρέτως οί οπλοφόροι νά προφθάσουν εις τήν Βυτίναν νά συγκεντρωθούν όλοι έκεί, καί αν αναλάβω όπωσούν τήν Πέμπτην ή τήν Παρασκευήν εις τάς 15 απέρχομαι καί εγώ εκεί νά καταλάβωμεν πάλιν τό Διάσελον της Άλωνίσταινας, ως τό όχυρώτερον μέρος, νά συνυπακουσθώμεν καί μέ τά πέριξ της Tριπολιτσάς στρατιωτικά σώματα, νά προσδιορίσωμεν τάς θέσεις εις ποίαν νά όχυρωθή έκαστος, και νά βοηθούμεθα αμοιβαίως. Καί τέλος κατήντησεν δλη ή Πελοπόννησος νά ρίψη τό όμμα καί νά ένατενίζη εις μόνην τήν έδικήν μας οίκογένειαν καί εις αυτήν νά έλπίζη καί από αυτήν νά περιμένη τήν σωτηρίαν της.
Φθάσαντες, ώς άνω είρηται, ό Πλαπούτας καί Σαλαφατίνος τό εσπέρας εκείνο εις τήν Βυτίναν, ένεψύχωσαν τους εύρεθέντας έκεί τούς διεκοίνωσαν τάς διαταγάς μου καί τά διατρέχοντα καί εύχαριστήθησαν άπαντες. Τό πρωί εις τάς 14 περί τήν άνατολήν του ηλίου έφώναξαν αί σκοπιαί από τά διάφορα μέρη, ότι εις τό Λεβίδι έκλεισαν οί Τούρκοι τούς Καλαβρυτινούς, καί καίγεται τό λιθάρι από τον πόλεμον. Έξεκίνησαν αμέσως ό Σαλαφατίνος και ό Πλαπούτας μέ τους περί αυτών, έξεκίνησαν και ό Νικολής Ταμπακόπουλος και τους ήκολούθησαν και όσοι Βυτινιώται ώπλισμένοι ευρέθηκαν έκεί και εξ άλλων χωρίων και έγιναν υπέρ τούς 350• έφθασαν εις τό όρος τής Πατερίτσας καί εύρον έκεί τούς Δημητρακαίους Σταύρον καί Γεώργην μετά 250 περίπου Άλωνιστιανιώτας και άλλους καί συσσωματωθέντες έξεκινησαν δια τό Λεβίδι. Ειδοποίησαν καί έμέ ευθύς καί αμέσως τούς έστειλα έως 200 στρατιώτας, οίτινες είχον φθάσει είς Λαγκάδια καί διέταξα αύθωρεί εις όλας τάς κωμοπόλεις καί χωρία να ξεκινήσουν όσοι πιστοί νά προφθάσουν νά σώσουν τούς κινδυνεύοντας αδελφούς μας καί έξεκίνησαν άπαντες μέ άπαραδειγμάτιστον ζήλον καί προθυμίαν.
Την δευτέραν ήμέραν του Πάσχα, είχον καταλάβει τό Λεβίδι ό Σωτήριος Χαραλάμπης καί ό Σωτήριος Θεοχαρόπουλος καί ό Κωνσταντής Πετιμεζάς, έχοντες μεθ' εαυτών τον Γκολφίνον, Γεώργην καί Ίωάννην Πετιμεζαίους, τον Στριφόμπολαν Άναγνώστην, τον Κολιόν Δαριώτην καί τον Νικολάκην Σολιώτην, οίτινες ύπήρχον υπέρ τούς 1.500 καί έπερίμενον εισέτι καί τον Ασημάκην Σκαλτσάν, τον Δαγρέν καί άλλους καπετανίσκους, νά συσσωματωθούν καί νά οχυρωθούν έκεί.
Ό Βασίλης καί Νικολάκης Πετιμεζαίοι μήτε υπήγον, μήτε ευρέθηκαν έκεί (καθώς αναφέρει ό ψευδοιστοριογράφος Σπηλιάδης)• άλλ' ό Νικολάκης απερχόμενος διά τής Βυτίνας μέ τον γαμβρόν του Σ. Χαραλάμπη νά υπάγουν προς τον Πετρόμπεην τό έγγραφον, τό όποίον ύπεγράψαμεν εις τού Πάπαρι, ως άνω είρηται, καί τό όποίον παρεδέχθηκαν και οι προύχοντες τής Αχαίας, τούς έστειλαν νά τον παρακαλέσουν καί αυτοί νά έξέλθη είς τό Λεοντάρι καί άνεχώρησαν ευθύς χωρίς νά υπάγουν είς τό Λεβίδι. Τό ότι δέ του έστειλαν χρήματα οί Καλαβρυτινοί του Πετρόμπεη, είναι όλως διόλου άνυπόστατον και ψεύδος των ανωτέρω ψευδοϊστοριογράφων, καθότι οί Καλαβρυτινοί και Βοστιτζιάνοι (έκτός ενός Μουρτογιάννη) δεν είχον νά οικονομήσουν ουδέ τάς άνάγκας των στρατιωτών τους καί διέκειντο εις άρχηματίαν.
Την 14 Απριλίου προς τά έξημερώματα έφθασαν έκ Τριπολιτσάς τρείς χιλιάδες πεζοί και χίλιοι περίπου ιππείς Τούρκοι και αίφνης έπολιόρκησαν τους ανωτέρω και ό μέν Σωτήρης Χαραλάμπης και Σ. Θεοχαρόπουλος ευρεθέντες εις όχι τόσον ισχυράν θέσιν, άπεσύρθησαν μαχόμενοι προς τό όρος, οί δέ ατρόμητοι τρεις μαχηταί, ό Κωνσταντής Πετιμεζάς μέ τον υίόν του, δστις έφονεύθη, ό Αναγνώστης Στριφτόμπολας και ό Κολιός Δαριώτης μετά των λοιπών, ευρεθέντες εις την ην θέσιν προσεχώρουν οί Τούρκοι, απεφάσισαν και έκλείσθησαν είς 8 οικίας μέ 180 στρατιώτας και έπολέμουν άμυντικώς και καρτερικώς μέ τεσσάρας χιλιάδας Τούρκους έμπειροπολέμους. Ή μάχη διήρκεσεν υπέρ τάς 5 ώρας, ότε οί Τούρκοι έπλησίασαν και έβαλαν πυρ εις αύτάς τάς οικίας. Οί γενναιόψυχοι ούτοι άνδρες, μηδόλως πτοηθέντες, ετρύπησαν αύτάς και κατέλαβον άλλας και έπειτα άλλας, αλλά μέ ολίγας ώρας έβαλαν και εις αυτάς πύρ, ώστε ήρχισαν νά καταφλέγωνται ως και τά ενδύματά των. Άλλ' ουδόλως εδειλίασαν. Την στιγμήν δ' εκείνην έφθασαν ό Πλαπούτας, Σαλαφατίνος, Δημητρακαίοι και λοιποί άνωθεν του Λεβιδίου και αμέσως έπυροβόλησαν δις διά νά δώσουν θάρρος είς τους πολιορκημένους. Συγχρόνως είχον φθάσει αντίπεραν τούτων ό Ασημάκης Σκαλτσάς και ό Δαγρές μ' άλλους 500, έπυροβόλησαν επίσης και αυτοί τήν αυτήν στιγμήν έπυροβόλησαν και οί περί τον Χαραλάμπην και Θεοχαρόπουλον ωσάν νά είχον σύνθημα και έκινήθησαν ένταυτώ τά τρία σώματα κατά τών εχθρών. Ό πρώτος, όστις έδωκε τό παράδειγμα της εύτολμίας, ήτον ό Σαλαφατίνος, όστις έφώναξεν, ότι, όποιος είναι Χριστιανός και αγαπά την πατρίδα να άκολουθήση να σώσωμεν τους κινδυνεύοντας αδελφούς μας, και ώρμησε τρέχων κατά των Τούρκων τον ήκολούθησαν οί Δημητρακαίοι, ό Πλαπούτας και όλοι οί στρατιώται. Βλέποντα τα άλλα σώματα αυτό τό κίνημα, φιλοτιμηθέντα ώρμησαν και αυτά και φθάσαντα αμφότερα εις τό χωρίον πυροβολούντα και φωνάζοντα, ότι «τούς έπήραμεν τους μουρτάτες!», φρίκη κατέλαβε τούς Τούρκους και αμέσως έτράπησαν εις άτακτον φυγήν εις τάς 3 μ.μ., τούς οποίους καταδιώξαντες ολίγον διάστημα υπέστρεψαν εις τό Λεβίδι τροπαιούχοι και έκαμαν άπαντες δοξολογίαν εις τον "Υψιστον και τον εν Χριστώ άσπασμόν δι' αυτήν τήν πρώτην νίκην. Και οί μεν Τούρκοι έφθασαν περί τό μεσονύκτιον εις Τριπολιτσάν έντρομοι και απελπισμένοι, ό Ταμπακόπουλος, οί Δημητρακαίοι, Πλαπούτας και Σαλαφατίνος με τούς περί αυτούς εις τό Διάσελον της Άλωνίσταινας, καθώς τούς είχον διατάξει. Οί δε Καλαβρυτινοί ώπισθοδρόμησαν και άπήλθον εις τό χωρίον Παγκράτι και ώχυρώθησαν εκεί. Εις αυτήν τήν μάχην έπεσαν ένδόξως υπέρ πατρίδος ό Αναγνώστης Στριφτόμπολας, ό Σωτήρης Σαλμενίκος και εννέα άλλοι στρατιώται έπληγώθηκαν επτά, έξ ών και απέθανε μετά δύο ημέρας ό Ιωάννης Πετιμεζάς. Έφονεύθηκαν και Τούρκοι 116 και έμειναν τά πτώματα των ύπό τά όπλα τών Ελλήνων και 100 ως έγγιστα έπληγώθηκαν. Και ούτως έτελείωσεν αυτή ή σκηνή."
Πηγές: Κανέλλου Δεληγιάννη-Απομνημονεύματα.

Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας προμηθεύονται μόλυβδο.

"Την αυτήν ήμέραν του Πάσχα έπέπεσαν και οί εν Ναυπλίω πολιορκούμενοι Τούρκοι εις τό έν "Αρια και Κατσίγκρι Έλ. στρατόπεδον, διοικούμενον από τον Στάϊκον Σταϊκόπουλον από Ζάτουναν και συγκείμενον εκ 1.000 περίπου στρατιωτών, και μετά μικράν τινα άντίστασιν, διά τό άπρόσεκτον και άπειροπόλεμον,
υπεχώρησαν πολεμούντες και διεσώθησαν. Έφονεύθηκαν εις αυτήν την συμπλοκήν 37 στρατιώται και ό ανδρείος εκείνος ηγούμενος της μονής τοΰ Αύγού, συνέλαβον δέ ζώντα και τον ατυχή Γεωργάκην Λεμπέσην Κρανιδιώτην όπλαρχηγόν και άπέθανεν είς τά τρομερά βασανιστήρια, άλλ' έφονεύθηκαν μ' όλα ταύτα και 56 Τούρκοι, άλλ' ύπέστρεψαν νικηταί.
Μετ' ολίγας ημέρας όμως έφθασεν εκεί ό Νικόλαος Σπηλιωτόπουλος, ό Μπότασης έκ Σπετσών και ό Παπαφλέσιας, και βλέποντες τήν διάλυσιν του στρατοπέδου άπό τήν πολιορκίαν του Ναυπλίου, και τήν παραλυσίαν, ένεκα τής πολυαρχίας, έσκέφθησαν και έσχημάτισαν μίαν τοπικήν διοίκησιν, τήν οποίαν ώνόμασαν Καγκελαρίαν (διά τό πρωτόπειρον) και διώρισαν αυτοί εαυτούς και αμέσως ενήργησαν τήν στρατολογίαν διά τήν πολιορκίαν του Ναυπλίου και άρχηγόν αυτής τον ίδιον Στάϊκον Σταϊκόπουλον έκ Ζάτουνας, άνδρα διακεκριμένον έπ' ανδρεία και ίκανότητι, ύποοπλαρχηγούς δέ υπ' αυτόν τον Κακάνην, τον Μεϊντήν, τον Νέζον και Δαγρέ Άργείους, και υπό τήν όδηγίαν του τους στρατιώτας τών επαρχιών Ναυπλίου, "Αργους, Τροιζηνίας και Έρμιονίδος• έδιώρισαν δέ και δια θαλάσσης τα πλοία τού Μπόταση καί της Μπουμπουλίνας καί έσχηματίσθη τακτική ή πολιορκία τού Ναυπλίου καί ή πολιτική διοίκησις τοΰ μέρους εκείνου. Ό Σπηλιωτόπουλος, γνωρίζων ότι είχομεν έλλειψιν μολύβδου εις τήν Δημητσάναν, ενθα κατεσκευάζοντο τά φουσέκια καί εκείθεν διενείμοντο εις όλας τάς επαρχίας της Πελοποννήσου, άπεστέγασε τό τζιαμί του "Αργους, τό όποιον ήτο σκεπασμένον μέ μόλυβδον, καί έφόρτωσεν 180 ζώα καί τό έστειλεν εις τήν Δημητσάναν, όπου είχομεν καί τό βαρούτι καί ήρχισαν καί έδεναν φουσέκια. "Εστειλεν εν μέρος εις τό έν Βερβαίνοις στρατόπεδον, επήραν όσον έχρειάζοντο οί Σπετσιώται καί οί Κρανιδιώται, όσον δέ έπερίσσευε δια νά μήν τό άρπάσουν οί μεν και δέ, τό έρριψεν εις εν πηγάδι, ώς άσφαλέστερον μέρος νά μήν διαρπαγή. Άλλά μετά τρεις μήνους τό οικειοποιήθη ό Νικηταράς ώς πατρικήν του κληρονομίαν καί όταν κατά τά τέλη Ιουλίου έλάβομεν ανάγκην νά τό μετακομίσωμεν εις τήν Δημητσάναν διά νά κάμωμεν φουσέκια, δεν τό άφηνε νά τό φορτώσουν καί διά νά μήν άκολουθήση καμμία δυσαρέσκεια καί ευρίσκουν αίτίαν νά παραπονούνται, έστείλαμεν τον Σπηλιωτόπουλον καί διά πολλών λογοτριβών του έδώσαμεν τρεις χιλιάδας γρόσια καί τό άγοράσαμεν καί τό μετεκομίσαμεν εις τήν Δημητσάναν. Αυτοί είναι οί πανηγυριζόμενοι ήρωες τού μοχθηρού Σπηλιάδη!"
Πηγές: (Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομν.)

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Ο Σπηλιάδης Κατηγορεί τον Στρατηγό, Κανέλλο Δεληγιάννη.

"Είναι αδιαφιλονίκητος αλήθεια ότι εγώ τον Θ. Κολοκοτρώνην δεν τον είδον πλέον από την στιγμήν έκείνην της ήττας μας εις Καρύταιναν, καθ' ην αυτός ό νομιζόμενος έμπειροπόλεμος έδωκε τό παράδειγμα της λιποταξίας. Άλλ' ουδέ εις τό Μέγα Σπήλαιον υπήγον, καθώς τούτο τό γνωρίζει όλη ή Πελοπόννησος και καθώς και όπισθεν εξέθεσα τό περιστατικόν αυτό της εποχής εκείνης και τό θεωρώ περιττόν νά απαντώ εις τοιούτων ανθρώπων εμπαθείς έρεσχελίας και αναιδή ψεύδη.
Λέγει προς τοις άλλοις ότι ό πατήρ τών Δεληγιανναίων κατεδίωξε τον πατέρα τού Πλαπούτα Κόλιαν και κατέκαυσε την οίκίαν του κτλ. "Ω!, πόσον άξιολύπητοι κατήντησαν αύτοι οί δείλαιοι και άθλιοι άνθρωποι! Τούτο είναι μοναδικόν άκουσμα εις την έπιζώσαν γενεάν, καθότι όλη ή Πελοπόννησος γνωρίζει, ότι τον Κόλιαν Πλαπούταν τον είχεν και ό πατέρας μας και ήμείς ανέκαθεν άνθρωπον εδικόν μας πισστόν και ειλικρινή, και τον έφυλάττομεν και αυτόν και τους υιούς του ωσάν τον εαυτόν μας άπό τάς έπιβουλάς τών Τούρκων. Πάντοτε τους είχομεν κάπους (ζωοφύλακες) ή μεταβατικούς διά νά ευρίσκωνται υπό ύπηρεσίαν διά νά μήν ευρίσκουν οί Τούρκοι αιτίας και τους καταδιώκουν και διά νά είναι πάντοτε ώπλισμένοι νά τους εχωμεν πλησίον μας διά πάσαν υποψίαν. Και τους τέσσαρας υιούς του και όλους τους συγγενείς του τους είχομεν γεωργούς εις τήν ίδιοκτησίαν μας εις τό Άναζίρι και έκαλλιεργούσαν τάς γαίας μας ιδιοχείρως δεκαπέντε ετη έως 1823 και έπορίζοντο τον έπιούσιον άρτον τών πολυμελών οικογενειών τους και νά τους εχωμεν πάντοτε προφυλαγμένους και είχομεν τόσην εμπιστοσύνην εις αυτούς, ώστε τους έπαίρναμεν μαζί μας ώπλισμένους και τους είχομεν πάντοτε εις τήν οικίαν μας ως ύπηρέτας και φύλακας και ουδέποτε άπέρασεν άπό τήν Ίδέαν μας νά βλάψωμεν αυτούς τούς ανθρώπους, άλλ' έφροντίζαμεν μάλλον νά τούς εύεργετώμεν και νά τούς προφυλάττωμεν μέχρι τέλους τών 1822."
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.(σ.249-250).

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης διορίζει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Αρχιστράτηγο.

" Έχομεν πολλούς και δικαίους λόγους νά άντιτάξωμεν, άλλ' ύποθέτοντες, ότι σύ γνωρίζεις κάλλιον ημών τάς περιστάσεις και τό μέγεθος του κινδύνου και μας αποτρέπεις από τούς δισταγμούς και τάς παρατηρήσεις, άπεφασίσαμεν και δεχόμεθα πάσαν άπόφασίν σου και είμεθα πρόθυμοι νά άκολουθήσωμεν τυφλοίς όμμασι τάς διαταγάς σου και τάς οδηγίας σου. Άλλά δυνάμεθα από τούδε νά σε βεβαιώσωμεν μέ τον πλέον θετικώτερον τρόπον, ότι ολίγος καιρός θά περάση και θά μετανοήσης άνωφελώς δι' αυτό τό λάθος σου και θά κτυπάς μόνος σου τό κεφάλι σου. Οί Βουνίσοι μάλιστα πρόκριτοι μέ είπον δτι του Κολοκοτρώνη τήν ψυχήν και τήν καρδίαν τήν γνωρίζομεν ήμείς καλύτερα παντός άλλου, ότι είναι άνθρωπος άστατου χαρακτήρος άφιλος και ασυνείδητος και άγνώμων, μ' όλα ταύτα άφού σύ δίδεις τόσην έμπιστοσύνην, ήμείς δέν έναντιούμεθα.
Έν τοσούτω τούς επήρα όλους από τήν Πιάναν και άπήλθομεν εις τό Χρυσοβίτσι, όπου διέμενον ό Παπαδιαμαντόπουλος μέ τον Κολοκοτρώνην, και προσκαλέσας αυτούς διεκοίνωσα τήν ανωτέρω άπόφασίν μου, ό όποίος μή έλπίζων ποτέ τοιαύτην αύταπάρνησιν, παρεδέχθη μέ μεγάλον δισταγμόν, προσφέρων μυρίας ευχαριστίας και υποχρεώσεις διά τήν τιμήν τήν οποίαν τον έκαμα και τήν έμπιστοσύνην, τήν οποίαν έδειξα προς αυτόν, εκφρασθείς, παρόντων όλων των προκρίτων και τού στρατού, ότι τοιαύτην γενναιοψυχίαν δέν ήλπιζε ποτέ νά δείξω προς αυτόν και δέν εύρισκε καταλλήλους λόγους νά μέ ευχαριστήση.
Άλλ' ή μαύρη άγνωμοσύνη, ήτις κατατρώγει πάντοτε τά σπλάχνα των αχάριστων και άναξίως εύεργετηθέντων, δέν κρύπτεται μέχρι τέλους, μήτε είναι δυνατόν νά μήν έπιβουλευθούν οί τοιούτοι τούς εύεργέτας των. Προς περισσοτέραν δέ έμπιστοσύνην του έκαμα και εν έγγραφον μόνον διά τον τύπον, και από μέρους δήθεν της επαρχίας, ότι τον έδιωρίσαμεν άρχιστράτηγον, τό όποίον υπογράψας εγώ, συνυπέγραψαν και οί (ώς ανωτέρω) παρευρεθέντες έκεί, οίτινες ήτον: ό Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος, όστις προ 10 μερών είχεν έλθει εκεί από την Κωνσταντινούπολη φυγάς, διατρίβων εκεί έκ της νεότητάς του, καί τον όποίον είχον διορίσει εγώ καπετανίσκον των συγχωρίων του, έπρόσθεσα καί τους στρατιώτας του Κάμπου της Καρυταίνης, ώς μή εχόντων ώς τότε άρχηγόν, ό Δ. Πλαπούτας, τον όποιον ειχον πάρει μαζί μου προ 15 ημέρας, ό Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος, τον οποίον είχον τότε γραμματικόν μου, ό Π. Δημητρακόπουλος Άλω-νιστιώτης, ό Ν. Μπούκουρας καί Δ. Παπαγιαννόπουλος από Μαγούλιανα, ό Π. Λάλας, ό Λάμπρος Ροϊλός καί Κ. Αλέξανδρος από Στεμνίτσαν, ό Σπήλιος Κούλας από Καρύταιναν, ό Θ. Λιαρόπουλος από Βυτίναν, οίτινες ήτον απεσταλμένοι από τα χωρία τους πλησίον μου να οίκονομή καί διευθύνη έκαστος του χωρίου του τούς στρατιώτας καί οίτινες άπαντες ήκολούθουν υπό τάς διαταγάς καί οδηγίας μου, χωρίς να έχη ουδείς έξ αυτών πληρεξουσιότητα από την πατρίδα του καμμίαν, ή να συγκροτηθή συνέλευσις της επαρχίας,
ότι τον έδιορίσαμεν άρχιστράτηγον κανένας τότε από ήμάς δεν έγνώριζε τί εστί βαθμολογία, ή αρχηγός, ή στρατηγός, ή αρχιστράτηγος, ή λοχαγός. Έγώ μάλιστα κατ' έκείνας τάς ημέρας είχον διορίσει με τον αυτόν βαθμόν, αρχιστρατήγους τον Άναγνώστην Κοντάκην, τον Τσιαννέτον Χριστόπουλον, τον Στασινόν Παπαδόπουλον, τον Κίντζιον, τον Καραλήν, τον Χρίστον Παναγούλιαν, τον Μπράμον, τον Καπογιάννην, τον Άλέξην Λεβιδιώτην, τον Λιάπην καί τόσους άλλους, με τον τίτλον αρχιστράτηγου."
Πηγές:Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.(σ.272-273).

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Προς την ίδρυση Στρατοπέδου κοντά στην Τριπολιτσά. ( Β) .

Άφού κατέλαβεν ή νυξ και διεσώθησαν και οί Πλαπουταίοι, έκατέβηκαν εις την γέφυραν τοy Άτσιχόλου, όπου εύρον και τον Κολοκοτρώνην (τον οποίον επέπληξε σκληρώς ό Γεωργάκης δι' αυτόν τον άθλιον τρόπον του), υπήγον και οι ανωτέρω ρηθέντες Μεσσήνιοι και συσκεφθέντες απεφάσισαν, ότι ό μεν Αναγνωσταράς να υπάγη με τούς λοιπούς είς Δημητσάναν, οί Πλαπούται είς την Ήλιοδώραν και ό Κολοκοτρώνης εις την Στεμνίτσαν, να εμψυχώση έκαστος τό μέρος εκείνο, νά συνυπακουσθή και με τούς λοιπούς φαινομένους οπλαρχηγούς και προκρίτους εκάστης επαρχίας, νά κατορθωθή ώστε νά συγκεντρώσουν Γενικόν στρατόπεδον όσον ένεστι πλησίον είς την Τρίπολιν. Δι' ημάς δε τούς δύο αδελφούς Δεληγιανναίους, διά τον Παπατσώνην και Παπαφλέσιαν είχον την βεβαιότητα από διαφόρους στρατιώτας, ότι μάς συνέλαβον ζώντας οί Τούρκοι, ή ότι έφονεύθημεν είς την Καρύταιναν και μάς είχον αποφασισμένους, ότι έχάθημεν. Και οί μεν έκ Τριπολιτσάς έλθόντες Τούρκοι, συμπαραλαβόντες και τούς πολιορκηθέντας Φαναρίτας και λοιπούς, άνεχώρησαν αμέσως μετά τό εσπέρας και τρέχοντες πεζοί, ανυπόδητοι και κατατρομασμένοι όλην την νύκταν έκείνην, έφθασαν την επαύριον 30 Μαρτίου μ.μ., ήμιθανείς εις την Τριπολιτσάν."
Πηγή: ( Απομ.-Κανέλλος Δεληγιάννη - σ221-222).

Πολιορκία Καρύταινας. ( Α΄).

"Ευρισκόμενος ως είρηται εις την πατρίδα μου Λαγκάδια και βεβαιωθείς τό κίνημα των Φαναρίτων και λοιπών Τούρκων δια την Καρύταιναν και Τριπολιτσάν από διάφορα γράμματα και από τα συνθήματα των σκοπιών, έστειλα αμέσως επίτηδες ιππείς και προσεκάλεσα τούς άδηλφούς μου Δημητράκην και Κωνσταντάκην ευρισκομένους με τό περισσότερον μέρος του στρατού μας ό μεν εις τά μέρη τής Άκοβας προσέχων τά κινήματα τών Λαλαίων, ό δε εις τό μέρος τών Καλαβρύτων, νά προφθάσουν αμέσως πανστρατιά και αν δεν προφθάσουν έμένα έκεί νά ξεκινήσουν άνευ στιγμιαίας αναβολής διά νυκτός και να έλθουν είς την Καρύταιναν. Έγώ παραλαβών τούς στρατιώτας Λαγκαδιών καί τινας εκ τών πλησιοχώρων εύρεθέντας έκεί υπέρ τούς 500 έξεκίνησα παραχρήμα εις τάς 4 μ.μ. τών 27 Μαρτίου έγραψα δε καί είς τάς κωμοπόλεις Βαλτεσινίκου, Μαγουλιάνων, Βυτίνας καί είς όλα τά χωρία εκείνα νά τρέξουν όσοι δύνανται νά φέρουν όπλα καί νά ξεκινήσουν ευθύς όλοι οι πρόκριτοι αμέσως καί νά προφθάσουν είς την Καρύταιναν προτού φωτίση ή ημέρα τών 28. Εγώ δε διαμείνας εις τό Ζυγοβίτσι έως τό μεσονύκτιον άνεχώρησα καί προς τά ξημερώματα έφθασα είς την Καρύταιναν καί μετά παρέλευσιν τριών ωρών εφθασεν ό αδελφός μου Δημητράκης ως είρηται, καί όλοι οί πρόκριτοι τών κωμοπόλεων καί χωρίων μέ τούς συγχωρίους των, ώστε εύρέθην συσσωματωμένος με δύο ήμισυ σχεδόν χιλιάδες Καρυτινών στρατιωτών περί τήν μεσημβρίαν. Προ μεσημβρίας έφθασε καί ό γυναικάδελφός μου Δημήτριος Παπατσώνης μέ τούς περί αυτόν από τήν Τριφυλλίαν έπέκεινα τών χιλίων επίσης καί οι Άρκαδινοί Παπατσώρης, Τούφας, Μέλιος καί λοιποί υπέρ τούς πεντακόσιους, ό Ηλίας Μαυρομιχάλης μέ έπέκεινα τών πεντακοσίων Μανιατών, Καλαματιανών καί άλλων καί τελευταίον περί τό δειλινόν, ό Αναγνωσταράς, Παπαφαλέσιας, Σιώρης, Κατριμάνος, Κουλόχερας μέ διακόσιους ώς έγγιστα Λεονταρίτας, ώστε συνεπληρώθη τό όλον του στρατοπέδου μας πέντε ώς έγγιστα χιλιάδες στρατός. (Ψευδώς δ' αναφέρει ό ψευδοϊστοριογράφος Σπηλιάδης είς τήν Χαλιμάν του, ότι έγώ είχον μαζί μου τον Ηλίαν Σαλαφατίνον, Μανιάτην, καθότι έως εκείνην τήν έποχήν μήτε έγνώριζα αυτόν τον άνθρωπον, μήτε είχον άκουσμένον τοιούτον όνομα, άσήμαντον τότε, αν ύπήρχεν, άλλ' ουδέ είς τήν μάχην τής Καρυταίνης ευρέθη αυτός μετά τών άλλων Μανιατών). Συναχθέντες λοιπόν άπαντες οί άνω ρηθέντες οπλαρχηγοί τήν ήμέραν έκείνην, έκρίνομεν κατεπείγον καί άναγκαίον νά στείλωμεν 1500 στρατιώτας είς τό νά καταλάβουν τήν Λαγκάδαν καί 1500 τού Σιάλεσι καί Άλίκα, αν τυχόν έμπορέση νά έλθη βοήθεια τών πολιορκουμένων Τούρκων (ώς ήτον έπόμενον) άπό τήν Τριπολιστάν διά νά τούς σώση, νά τούς κτυπήσουν είς έκείνα τά στενά μέρη, καί ήτον αδύνατον νά διέλθουν εκείθεν οί εχθροί.
Διά τήν Λαγκάδαν έδιορίσαμεν τον Θ. Κολοκοτρώνην (έκεί κατά πρώτην φοράν τον είδον καί ήνταμώθημεν, τον έχαιρέτησα ώς συνεπαρχιώτην καί φίλον, τον ύπεδέχθην φιλικώς, τον έπεριποιήθην, όσον έκαλούσαν αί περιστάσεις εκείνης τής εποχής, πεπεισμένος καί έλπίζων είς τό έμπειροπόλεμον αυτού. Άλλ' ουδείς των προκρίτων και των οπλαρχηγών ηθέλησε να τον άκολουθήση δια την προτέραν διαγωγήν του, εκτός τινών συγγενών του, οίτινες τον έπλησίασαν μεν και τον (εδέχθησαν, αλλά και αυτοί δέν τον ήκολούθησαν)• μαζί με αυτόν έδιόρισα και τον Άντώνην Κολοκοτρώνην, τον Παπαδημήτρην άπό τό Χρυσοβίτζι, τον Κορέλαν και τον Κωνσταντήν Άλέξανδρον άπό Στεμνίτσαν (ό όποίος αν και είχε μετοχήν εις την δολοφονίαν τού άδελφού μου Αναγνώστη εις την Κωνσταντινούπολιν, και ήδυνάμην τότε και αυτόν και τον Αναγνωσταράν, ώς δολοφόνον και αυτόν, νά τούς εκδικηθώ νά τούς κόψω τάς κεφάλας δωρεάν, χωρίς νά ερωτήση κανένας διατί, δέν έκατεδέχθην όμως ουδέ κάν νά τό συλλογισθώ, άλλά τούς έδέχθην και τούς περιποιήθην ώς αδελφούς μου μ' όλην την άπάθειαν, χωρίς νά τούς αποδείξω την παραμικράν ψυχρότητα ή μνησικακίαν) ώς γνωρίζοντας αυτήν την θέσιν μέ 1500.
Διά δέ του Σιάλεσι και Αλίκα τον Άναγνωσταράν, Παπαφλέσιαν, Κεφάλαν, Κουλόχεραν, Σιώρην και άλλους μέ 1500 και αυτούς ώς γνωρίζοντες και αυτοί τάς θέσεις. Άπεφασίσαμεν δέ και πόσους στρατιώτας νά δώση έκαστος αρχηγός υπό την όδηγίαν τών ώς ανωτέρω διορισθέντων νά άναχωρήσωσι την έσπέραν έκείνην, νά προκαταλάβουν διά νυκτός τάς δύο αύτάς θέσεις και ύπεσχέθηκαν, ότι θέλουν αναχωρήσει μετά τό εσπέρας. Ήμείς δέ διετάξαμεν νά γίνη γενική προσβολή κατά τών κρατούντων Τούρκων όλας τάς οικίας της πόλεως Καρύταινας, νά τούς έβγάλωμεν εκείθεν,να τούς περιορίσωμεν εις τό έρειπωμένον εκείνο φρούριον, νά τους στενοχωρήσωμεν νά παραδοθούν όσον ένεστι ταχύτερον, υποπτευόμενοι τήν έκ Τριπολιτσας έπικουρίαν. Τούς έρρίφθημεν άπ' όλα τά μέρη, τούς έκτυπήσαμεν άπτοήτως και μετά πεντάωρον άντίστασιν ίσχυράν, ύπεχώρησαν πολεμούντες και εισήλθον εις την πόλιν, έκάμαμεν αμέσως δυνατά όχυρώματα γύρωθεν του φρουρίου καί τούς έπολεμούσαμεν ακαταπαύστως, ώστε βλέποντες ότι έπλησιάσαμεν, έκτισαν άπό μέσα την θύραν του φρουρίου και τους κατέλαβε τόσος τρόμος καί δεν έτολμούσαν να έβγουν ουδέ είς τάς επάλξεις. Δεν είχον δε μέσα ούδεμίαν τροφήν, άλλ' ουδέ νερόν αλλά μίαν παλαιάν Ένετικήν στέρναν με ολίγον νερόν της βροχής συναγμένον προ πολλών χρόνων βρωμερόν καί άκάθαρτον, το όποίον ήτον ή μόνη παρηγοριά τους καί τό έμοίραζαν μέ τό φλυτζιάνι του καφέ, ενα είς κάθε άνθρωπον την ήμέραν.
Την έπιούσαν βλέπομεν τους διά την Λαγκάδαν καί Σιάλεσι διορισθέντας καί υπήρχον ακόμη έκεί τους έπροσκαλέσαμεν, έγώ, ό Παπατσώνης καί ό Ηλίας Μαυρομιχάλης παρόντων καί τών λοιπών ύποοπλαρχηγών διατί δεν ύπήγον, καί μάς έπρότειναν πολλάς καί διαφόρους προφάσεις καί ότι είναι έτοιμοι καί την έσπέραν έκείνην άναχωρούν, αλλά μάς ήπάτησαν καί δεν ύπήγον καί έμενον εκεί περιμένοντες ως εκ της πτώχειας των νά άρπάσουν τά πλούσια εκείνα λάφυρα τών Τούρκων.
Τό πρωί ήρχισεν ό άκροβολισμός καθώς την προτεραίαν. Έστειλαν αμέσως άλλην πρεσβείαν και μας παρεκάλεσε νά λάβωμεν ύπομονήν έως τό μεσημέρι τό πολύ, νά συμβιβάσουν τό σχέδιον της συνθήκης, νά στείλουν με αυτό τρείς πληρεξουσίους, νά τό υπογράψωμεν ημείς οί τρεις και οί τρεις αυτοί και νά παραδίδωνται. Όλην την προτεραίαν των 28 και από τό πρωΐ των 29 έπροσπαθήσαμεν διά παντοίων τρόπων νά αναχωρήσουν οί διορισθέντες διά την Λαγκάδαν και Σιάλεσι νά προκαταβάλουν έκείνας τάς άναγκαιοτάτας θέσεις, δια νά εχωμεν βεβαίαν την έπιτυχίαν της παραδόσεως των πολιορκουμένων, άλλ' αδύνατον έστάθη νά τούς πείσωμεν, καθότι έπερίμεναν την στιγμήν διψασμένοι νά βουτήξουν νά άρπάσουν τά λάφυρα... Βλέποντες λοιπόν μετά τήν μεσημβρίαν τήν δολίαν πολιτικήν των Τούρκων, οίτινες έπροσπαθούσαν νά κερδίσουν ώρας ή στιγμάς, εννόησαν άπαντες ότι περιέμενον έκ Τριπολιτσάς βοήθειαν νά τούς σώση. Άλλ' οί διορισθέντες ν' απέλθουν εις τήν Λαγκάδαν και Σιάλεσι δέν ήθελαν νά τό πιστεύσουν, άφού τούς τό είπομεν πολλάκις και ότι θά άποτύχωμεν και θά πάθωμεν, λέγοντες μ' όλα ταύτα ότι είχον άπόφασιν πλέον νά αναχωρήσουν έκείνην τήν έσπέραν. Οί Τούρκοι μ.μ. έστειλαν τό σχέδιον της συνθήκης προς ημάς ολίγον μπερδεμένον διά νά μας απασχολήσουν ώρας τινάς, έκάμαμεν και ήμείς μερικάς προσθαφαιρέσεις και ύπήγεν ή επιτροπή νά τήν υπογράψουν οί αγάδες, έφέντηδες και όλοι οί πρόκριτοι και νά μάς τήν φέρουν νά τήν ύπογράψωμεν και ήμείς ώστε νά νυκτώση και νά μείνη ή παράδοσις διά τήν αύριον νά κερδίσουν καιρόν. Και ενώ έπεριμέναμεν νά επιστρέψουν, βλέπομεν αίφνης πυρκαϊάς πολλάς και μεγάλους καπνούς εις του Άλίκα και Σιάλεσι, χωρία του Λέονταρίου, απέχοντα της Καρυταίνης τεσσάρας ώς έγγιστα ώρας. Και οί μέν ένόμισαν ότι είναι ό Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, όστις έπεριμένετο εκεί μέ τούς Μανιάτας, άλλοι δτι είναι Μισθριώται, και οί περισσότεροι και είδημονέστεροι ελεγον, ότι είναι Τούρκοι. Οί πολιορκούμενοι εις τό φρούριον Τούρκοι έγνώρισαν τό σύνθημα δτι είναι ή επικουρία τους και ήρχισαν νά τουφεκίζουν και νά φωνάζουν από τάς επάλξεις, «τώρα νά ίδήτε κιαφίρηδες (άπιστοι), όπού μάς έφθασε τό ίμιντάτι». Και μετ' όλίγην στιγμήν έξήλθον οί περισσότεροι έκ φρουρίου και κατέλαβον τούς προμαχώνας, τούς οποίους κατείχον οί Έλληνες, άφού άψύχησαν και τούς έκένωσαν ένεκα τών καπνών, καί ήρχισαν έξ αυτών να πολεμούν τούς έν τη πόλει Έλληνας. Ό Κολοκοτρώνης τότε, χωρίς να μάς ειδοποίηση και χωρίς να τον ίδούμεν, είπεν εις μερικούς καπετανίσκους και στρατιώτας, ότι απεφάσισε και πηγαίνει πέραν τοΰ Φλωριού εις τό χωρίον Μαυριά, εις ενα ύψηλόν λόφον απέχοντα άπό τό Γ. Στρατόπεδον ήμισείαν περίπου ώραν, νά παρατηρήση άπ' έκεί με τό κανοκιάλι καί, αν οί ερχόμενοι είναι Έλληνες θά έχη την σημαίαν του άνοικτήν νά κυματίζη, αν δε είναι Τούρκοι θά την κλείση καί τότε νά πάρωμεν μέτρα. Άφού λοιπόν είδον άπαντες τούς τόσους καπνούς, έτρεξαν όλοι οί σωματάρχαι έκαστος εις τό μέρος του νά τοποθέτηση καί ενισχύση τούς στρατιώτας του εις τά όχυρώματά των. Ό .Δ. Παπατσώνης καί ό Παπαφλέσιας ευρεθέντες έκείνην την στιγμήν εντός της πόλεως όπου είχον τούς ίππους καί τάς άποσκευάς των εις δύο τουρκικάς οικίας, χωρίς νά ειδοποιηθούν τον έκ Τριπολιτσάς έρχομόν της τουρκικής επικουρίας, έπολεμούσαν μέ τούς έξελθόντας έκ τού φρουρίου Τούρκους διά νά βαστάξουν τό μέρος εκείνο ώς τό ώχυρώτερον τής πόλεως, νά αναχαιτίσουν τήν όρμήν τών εχθρών, νομίζοντες ότι καί όλοι οί άλλοι ήθελον ακολουθήσει τό ίδιον, άλλ' άπαντες, άφού είδον τό κλείσιμον τής σημαίας του Κολοκοτρώνη, ώς πρωτόπειροι ύπώπτευσαν κίνδυνον καί ολίγον κατ' ολίγον άπεσύρθησαν προς τό όρος του προφήτου Ήλιού καί άλλοι προς τό πέραν τού ποταμού μέρος, ώστε έμειναν μόνοι αυτοί οί δύο μέ 60 ώς έγγιστα στρατιώτας των, καί έπολεμούσαν άπτοήτως μήν γνωρίζοντες, ότι τούς έγκατέλειπον μόνους όλοι οί άλλοι καί άπεσύρθησαν οί δέ Τούρκοι κατέλαβον όλας σχεδόν τάς οικίας τής πόλεως, καί αυτοί έμειναν πολιορκημένοι. Επίσης έμειναν καί οί Πλαπουταίοι εις τό δυτικόν μέρος τού φρουρίου προς τον ποταμόν τού Χαλούλαγα και κανένας δεν έφρόντισε νά τους ειδοποίηση τό φθάσιμον των Τούρκων έκ Τριπολιτσάς και διεκινδύνευσαν και αυτοί.
Άφού, ώς είρηται, έπλησίασαν οί εχθροί εις τά Καρβουνάρια της Καρύταινας, οί μεν Άρκαδινοί, Μεσσήνιοι, Φαναρίται και οί Μανιάται άπέρασαν τό πέραν μέρος το πόταμού άνωθεν τοΰ Φλωριού και την νύκτα έκείνην άπήλθεν έκαστος εις τα ίδια έκ της απελπισίας δια νά διασφαλίσουν τας οικογενείας των, ό δε Ηλίας Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτας άπέρασεν εκείθεν εις τά Κουτρουμπούχια και Πάπαρι, χωρίς νά λιποτακτήση ουδείς Μανιάτης, καθώς έμπαθώς αναφέρουν οί ψευδοϊστοριογράφοι. Ό Αναγνωσταράς, ό Παναγιώτης Μπούρας και Κεφάλας μ' ολίγους τινάς Μεσσηνίους έπεσαν κατά τό μέρος του Άτσιχόλου, (όπου εύρον και τους Πλαπουταίους και ήνώθησαν μετ' αυτών). Ό δε Κολοκοτρώνης άμα είδεν, ότι οί εμφανισθέντες εις τού Σιάλεσι και Άλίκα ήτον Τούρκοι και έσφάλισε την σημαίαν, ώς είρηται, άνεχώρησε μετά τού ψυχογιού του από τό λοφίδιον εκείνο και διερχόμενος μακράν τού στρατοπέδου εύρεν ένα ποιμένα και τού επήρε μίαν πάλαιάν τραγόκαπαν όπου είχε και την έφόρεσε νά μη τον γνωρίζουν και άπεράσας όπισθεν τού Άγιολιά διευθύνθη προς την γέφυραν τού Άτσιχόλου, χωρίς νά ειδοποίηση ούδένα εξ ημών, οίτινες ώς πρωτόπειροι διετρέχαμεν κίνδυνον, άλλ' ουδέ τους συγγενείς του Πλαπουταίους και ιδίως τον Γεωργάκην, όστις του διέσωσε την ζωήν (ώς όπισθεν είρηται) κατά τά 1806 με την προφανή καταστροφήν του, οί όποίοι «ευρέθησαν και αυτοί πολιορκημένοι και εις μεγάλον κίνδυνον, χωρίς νά πλησιάσουν προς αυτόν οί Τούρκοι και χωρίς νά ριψοκινδυνεύση (καθώς αναφέρουν άναιδώς οί ψευδοϊστοριογράφοι νά τον δικαιολογήσουν).
Πηγή:( Απομ.-Κανέλλος Δεληγιάννης ).(σ211-214),(216-219).

Οι Κανέλλος Δεληγιάννης, Παπατσώνης, Ηλίας Μαυρομιχάλης, με πέντε χιλιάδες άνδρες επιχειρούν στην Καρύταινα.



"Ευρισκόμενος ως είρηται εις την πατρίδα μου Λαγκάδια και βεβαιωθείς τό κίνημα των Φαναρίτων και λοιπών Τούρκων δια την Καρύταιναν και Τριπολιτσάν από διάφορα γράμματα και από τά συνθήματα των σκοπιών, έστειλα αμέσως επίτηδες ιππείς και προσεκάλεσα τούς άδηλφούς μου Δημητράκην και Κωνσταντάκην ευρισκομένους με τό περισσότερον μέρος του στρατού μας ό μεν εις τά μέρη τής Άκοβας προσέχων τά κινήματα τών Λαλαίων, ό δε εις τό μέρος τών Καλαβρύτων, νά προφθάσουν αμέσως πανστρατιά και αν δεν προφθάσουν έμένα έκεί νά ξεκινήσουν άνευ στιγμιαίας αναβολής διά νυκτός και να έλθουν είς την Καρύταιναν. Έγώ παραλαβών τούς στρατιώτας Λαγκαδιών καί τινας εκ τών πλησιοχώρων εύρεθέντας έκεί υπέρ τούς 500 έξεκίνησα παραχρήμα εις τάς 4 μ.μ. τών 27 Μαρτίου έγραψα δε καί είς τάς κωμοπόλεις Βαλτεσινίκου, Μαγουλιάνων, Βυτίνας καί είς δλα τά χωρία εκείνα νά τρέξουν όσοι δύνανται νά φέρουν όπλα καί νά ξεκινήσουν ευθύς όλοι οι πρόκριτοι αμέσως καί νά προφθάσουν είς την Καρύταιναν προτού φωτίση ή ημέρα τών 28. Έγώ δε διαμείνας εις τό Ζυγοβίτσι έως τό μεσονύκτιον άνεχώρησα καί προς τά ξημερώματα έφθασα είς την Καρύταιναν καί μετά παρέλευσιν τριών ωρών έφθασεν ό αδελφός μου Δημητράκης ως είρηται, καί όλοι οί πρόκριτοι τών κωμοπόλεων καί χωρίων μέ τούς συγχωρίους των, ώστε εύρέθην συσσωματωμένος με δύο ήμισυ σχεδόν χιλιάδες Καρυτινών στρατιωτών περί τήν μεσημβρίαν. Προ μεσημβρίας έφθασε καί ό γυναικάδελφος μου Δημήτριος Παπατσώνης μέ τούς περί αυτόν από τήν Τριφυλλίαν έπέκεινα τών χιλίων επίσης καί οι Άρκαδινοί Παπατσώρης, Τούφας, Μέλιος καί λοιποί υπέρ τούς πεντακόσιους, ό Ηλίας Μαυρομιχάλης μέ έπέκεινα τών πεντακοσίων Μανιατών, Καλαματιανών καί άλλων καί τελευταίον περί τό δειλινόν, ό Αναγνωσταράς, Παπαφαλέσιας, Σιώρης, Κατριμάνος, Κουλόχερας μέ διακόσιους ώς έγγιστα Λεονταρίτας, ώστε συνεπληρώθη τό όλον του στρατοπέδου μας πέντε ώς έγγιστα χιλιάδες στρατός. (Ψευδώς δ' αναφέρει ό ψευδοϊστοριογράφος Σπηλιάδης είς τήν Χαλιμάν του, ότι έγώ είχον μαζί μου τον Ήλίαν Σαλαφατίνον, Μανιάτην, καθότι εως εκείνην τήν έποχήν μήτε έγνώριζα αυτόν τον άνθρωπον, μήτε είχον άκουσμένον τοιούτον όνομα, άσήμαντον τότε, αν ύπήρχεν, άλλ' ουδέ είς τήν μάχην τής Καρυταίνης ευρέθη αυτός μετά τών άλλων Μανιατών). Συναχθέντες λοιπόν άπαντες οί άνω ρηθέντες οπλαρχηγοί τήν ήμέραν έκείνην, έκρίνομεν κατεπείγον καί άναγκαίον νά στείλωμεν 1500 στρατιώτας είς τό νά καταλάβουν τήν Λαγκάδαν καί 1500 τού Σιάλεσι καί Άλίκα, αν τυχόν έμπορέση νά έλθη βοήθεια τών πολιορκουμένων Τούρκων (ώς ήτον έπόμενον) άπό τήν Τριπολιστάν διά νά τούς σώση, νά τούς κτυπήσουν είς έκείνα τά στενά μέρη, καί ήτον αδύνατον νά διέλθουν εκείθεν οί εχθροί.
Διά τήν Λαγκάδαν έδιορίσαμεν τον Θ. Κολοκοτρώνην (έκεί κατά πρώτην φοράν τον είδον καί ήνταμώθημεν, τον έχαιρέτησα ώς συνεπαρχιώτην καί φίλον, τον ύπεδέχθην φιλικώς, τον έπεριποιήθην, όσον έκαλούσαν αί περιστάσεις εκείνης τής εποχής, πεπεισμένος καί έλπίζων είς τό έμπειροπόλεμον αυτού.Άλλ' ουδείς των προκρίτων και των οπλαρχηγών ηθέλησε να τον άκολουθήση δια την προτέραν διαγωγήν του, εκτός τινών συγγενών του, οίτινες τον έπλησίασαν μεν και τον [εδέχθησαν, αλλά και αυτοί δέν τον ήκολούθησαν)• μαζί με αυτόν έδιόρισα και τον Άντώνην Κολοκοτρώνην, τον Παπδημήτρην άπό τό Χρυσοβίτζι, τον Κορέλαν και τον Κωνσταντήν Άλέξανδρον άπό Στεμνίτσαν (ό όποιος αν και είχε μετοχήν εις την δολοφονίαν τού άδελφού μου Αναγνώστη εις την Κωνσταντινούπολιν, και ήδυνάμην τότε και αυτόν και τον Αναγνωσταράν, ώς δολοφόνον και αυτόν, νά τούς εκδικηθώ νά τούς κόψω τάς κεφάλας δωρεάν, χωρίς νά ερώτηση κάνένας διατί, δέν έκατεδέχθην όμως ουδέ κάν νά τό συλλογισθώ, άλλά τούς έδέχθην και τούς περιποιήθην ώς αδελφούς μου μ' όλην την άπάθειαν, χωρίς νά τούς αποδείξω την παραμικράν ψυχρότητα ή μνησικακίαν) ώς γνωρίζοντας αυτήν την θέσιν μέ 1500.
Δια δέ του Σιάλεσι και Αλίκα τον Άναγνωσταράν, Παπαφλέσιαν, Κεφάλαν, Κουλόχεραν, Σιώρην και άλλους μέ 1500 και αυτούς ώς γνωρίζοντες και αυτοί τάς θέσεις. Άπεφασίσαμεν δέ και πόσους στρατιώτας νά δώση έκαστος αρχηγός υπό την όδηγίαν τών ώς ανωτέρω διορισθέντων νά άναχωρήσωσι την έσπέραν έκείνην, νά προκαταλάβουν διά νυκτός τάς δύο αύτάς θέσεις και ύπεσχέθηκαν, ότι θέλουν αναχωρήσει μετά τό εσπέρας. Ήμείς δέ διετάξαμεν νά γίνη γενική προσβολή κατά τών κρατούντων Τούρκων όλας τάς οικίας της πόλεως Καρύταινας, νά τούς έβγάλωμεν εκείθεν,να τούς περιορίσωμεν εις τό έρειπωμένον εκείνο φρούριον, νά τους στενοχωρήσωμεν νά παραδοθούν όσον ένεστι ταχύτερον, υποπτευόμενοι τήν έκ Τριπολιτσας έπικουρίαν. Τούς έρρίφθημεν άπ' όλα τά μέρη, τούς έκτυπήσαμεν άπτοήτως και μετά πεντάωρον άντίστασιν ίσχυράν, ύπεχώρησαν πολεμούντες και εισήλθον εις την πόλιν, έκάμαμεν αμέσως δυνατά όχυρώματα γύρωθεν του φρουρίου καί τούς έπολεμούσαμεν ακαταπαύστως, ώστε βλέποντες ότι έπλησιάσαμεν, έκτισαν άπό μέσα την θύραν του φρουρίου και τους κατέλαβε τόσος τρόμος καί δεν έτλμούσαν να έβγουν ουδέ είς τάς επάλξεις. Δεν είχον δε μέσα ούδεμίαν τροφήν, άλλ' ουδέ νερόν αλλά μίαν παλαιάν Ένετικήν στέρναν με ολίγον νερόν της βροχής συναγμένον προ πολλών χρόνων βρωμερόν καί άκάθαρτον, το όποιον ήτον ή μόνη παρηγοριά τους καί τό έμοίραζαν μέ τό φλυτζιάνι του καφέ, ενα είς κάθε άνθρωπον την ήμέραν.
Την έπιούσαν βλέπομεν τους διά την Λαγκάδαν καί Σιάλεσι διορισθέντας καί υπήρχον ακόμη έκεί τους έπροσκαλέσαμεν, έγώ, ό Παπατσώνης καί ό Ηλίας Μαυρομιχάλης παρόντων καί τών λοιπών ύποοπλαρχηγών διατί δεν ύπήγον, καί μάς έπρότειναν πολλάς καί διαφόρους προφάσεις καί δτι είναι έτοιμοι καί την έσπέραν έκείνην άναχωρούν, αλλά μάς ήπάτησαν καί δεν ύπήγον καί έμενον εκεί περιμένοντες ως εκ της πτώχειας των νά άρπάσουν τά πλούσια εκείνα λάφυρα τών Τούρκων."

(Πηγές:( ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΎΜΑΤΑ).

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Βοϊδής Μαυρομιχάλης-Μπουκουβαλέας-Κολοκοτρώνης-Καρύταινα.

Τά μέρη εις τον "Αγιον Άθανάσιον αντίκρυ. Μετά μεσημβρίαν της αυτής ημέρας έφθασαν καί οί έκ Στεμνίτσης διωρισμένοι καπεταναίοι Παναγιώτης Λάλας, Ροϊλαΐοι, Καλαφρέντζος καί Κ. Αλέξανδρος με έπέκεινα των πεντακοσίων Στεμνι-τσιώτων, Μουλατσιώτων καί έκ των χωρίων τοΰ Κάμπου καί κατέλαβον την γέφυραν της Καρύταινας, μέρος στενόν, καί θέσιν όχυράν.
Έν τω μεταξύ τούτων εις τάς 2 μ.μ. έφθασεν ή εμπροσθο¬φυλακή των Τούρκων εις τήν θέσιν του Αγίου Αθανασίου, καί αμέσως συνεκρούσθησαν πεισματωδώς με τους Μανιάτας, άλλα μ' όσας ορμάς έκαμαν κατ' αυτών δεν ήδυνήθησαν νά τους μετατοπίσουν. Συγχρόνως έφθασε καί δλον τό σώμα πεζικόν καί ίππικόν. Τους έρρίφθησαν με όρμήν καί άπελπισίαν άλλ' έπολέμησαν μέ τόσην καρτερίαν δύο ήμισυ περίπου ώρας, ώστε δεν ήδυνήθησαν οί Τούρκοι ν' άπεράσουν. Ό Θ. Κολοκοτρώνης άμα είδε τήν συμπλοκήν έκείνην άπήλθεν άνωθεν τοΰ όχυρώματος τών Μανιατών μέ τον ψυχογιόν του, ειπών προς τον Βοϊδήν καί Μπουκουβαλέαν, δτι απέρχεται έκεί νά βλέπη τά κινήματα τών έχθρών, νά μήν τους πάρουν τές πλάτες, νά τους είδοποιή πόθεν νά φυλάττωνται καί νά ρί¬πτουν τήν προσοχήν τους, άλλ' ίδών τήν όρμήν καί τήν άπελ¬πισίαν τών Τούρκων άνέβη παραπάνω εις εν τσιουμπάρι καί ήτο θεατής μακρόθεν της μάχης, χωρίς νά δυνηθή ούτε κάν νά τους ειδοποίηση. Οί Μανιάται άφοΰ άντέστησαν γενναίως τρεις σχεδόν ώρας πολεμούμενοι καί πολεμοΰντες, καί βλέ¬ποντες τήν άπελπισίαν τών Τούρκων καί ότι ήτον αδύνατον νά οπισθοδρομήσουν, (έπληγώθη βαρέως καί ό καπετάν Βοϊδής καί τέσσαρες άλλοι μπουλουκτσήδες του καί τίνες Μανιαάται), απεφάσισαν μετά τοΰ Μπουκουβαλέα νά ύποχωρήσουν πολεμούντες, νά τους αφήσουν τον δρόμον άνοικτόν να διέλθουν και νά τους κτυπήσουν την δεξιάν πτέρυγα κατά πλευράν μεχρισότου διέλθη τό περισσότερον μέρος και τότε άφού ένωθώσι μέ τον Τσαννέτον, Χριστόπουλον, νά τούς κτυ¬πήσουν από τά νώτα νά τούς βλάψουν πολύ, δσον δυνηθούν. Και ούτως έκαμαν την ύποχώρησιν και όχυρώθησαν άνωθεν τοΰ δρόμου εις ένα καταράχι πετρώδες, όπου δεν ήδύνατο νά τούς βλάφη τό ίππικόν τοΰ εχθρού και ούτω διεσώθησαν και όχι ότι έσωσαν τά φουσέκια και άπεσύρθησαν, καθώς γράφουν οί ασυνείδητοι ταρτούφοι ψευδοϊστοριογράφοι των. Εΐχον μά¬λιστα αρκετά πολεμοεφόδια και έπολέμησαν μ' αυτά τρεις έτι ημέρας εις τον άποκλεισμόν τών Τούρκων εις τό φρούριον της Καρυταίνης αλλά, θέλοντες νά δικαιολογήσουν τον Κολοκοτρώνην. Οι δέ Τούρκοι αφού άπέφυγον τον κίνδυνον εκείνον, έτρεξαν νά διέλθουν διά της γέφυρας εις τήν Καρύταιναν, άλλ' έκτυπήθησαν καρτερικώς άπό τούς κατοίκους τών κωμοπόλε¬ων και λοιπούς, οίτινες προκατέλαβον τήν θέσιν έκείνην και έστάθη αδύνατον νά έμπορέσουν νά προχωρήσουν ουδέ εν βήμα, καθότι τό ίππικόν τους δεν ήδύνατο έκεί νά τούς δώση τήν παραμικράν συνδρομήν όθεν βλέποντες ότι έπλησίαζεν ή νύξ και καταπολεμούντο άπ' δλα τά μέρη, ιδίως δέ άπό τον Γεωργάκην Πλαπούταν, όστις κατέλαβε τό αντίκρυ μέρος τοΰ ποταμού και τούς έκτυπούσεν οχυρωμένος κατά μέτωπον, και δεν είχον πόθεν ν' άπεράσουν τον ποταμόν και δεν ήδύναντο πλέον νά υπάγουν ούτε εμπρός ούτε οπίσω και άπελπισθέντες ώρμησαν άπαντες προς τον ποταμόν είς τήν θέσιν λεγομένην τοΰ Χαλούλαγα, πολεμούμενοι και άπό τά τέσσαρα μέρη έπε¬σαν είς τον ποταμόν. Έξήλθον τότε και οί Καρυτινοί Τούρκοι έως διακόσιοι και τούς έδωκαν μικράν τινα συνδρομήν, τούς ήνοιξαν τον δρόμον και ούτω μετά τό εσπέρας τής ημέρας εκείνης διεσώθηκαν φθάσαντες είς τό παλαιοφρούριον τής Καρυταίνης ήμιθανείς. Εφονεύθηκαν εις την διάρκειαν της μά¬χης της ημέρας εκείνης 3 Μανιάται και 13 έπληγώθηκαν, άπό δέ τούς Καρυτινούς καί Φαναρίτες Χριστιανούς 5 έφο¬νεύθηκαν και 16 έπληγώθηκαν. Από τούς Τούρκους δμως έφονεύθηκαν έως τό έμβασμά τους εις Καρύταιναν 176 καί 125 έπληγώθησαν. Έπνίγησαν καί εις τήν διάβασιν τοϋ πο¬ταμού έπέκεινα των 160, άνδρες, γυναίκες καί παιδία, κατά τάς αλάνθαστους πληροφορίας, τάς οποίας ελαβον τότε καί έπειτα άπό τούς Φαναρίτας Τούρκους καί άπό διαφόρους αυτόπτας Έλληνας.Πηγές: ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ. (209-211).

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Η προκήρυξις της Μεσσηνιακής Συγκλήτου προς τον Αμερικανικόν λαόν.





"ΑΝΔΡΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ!
Αποφασίζοντες να ζήσωμεν ή να άποθάνωμεν διά την έλευθερίαν, συρόμεθα προς εσάς από
δικαίαν συμπάθειαν• διότι εις τον τόπον σας έδιάλεξε να κατοικεί ή ελευθερία, από μόνους εσάς λατρευομένη καθώς έλατρεύετο από τους πατέρας μας. Όθεν επικαλούμενοι το όνομα αυτής έπικαλούμεθα έν ταυτώ το ιδικόν σας, πεποιθότες ότι μιμούμενοι εσάς θέλομεν μιμηθή τους προγόνους μας και δειχθή άξιοι εκείνων,. αν φθάσωμεν να σας όμοιάσωμεν.


Αι άρεταί σας, ώ Αμερικανοί μας προσεγγίζουν εις εσάς, μ’ όλον ότι μας χωρίζουν ευρύτατοι θάλασσαι. Ημείς σάς νομίζομεν πλησιεστέρους παρά τά γειτονεύοντα μέ ημάς έθνη, και σας έχομεν φίλους συμπολίτας και αδελφούς, διότι είσθε δίκαιοι, φιλάνθρωποι και γενναίοι, ότι πολιτεύεσθε κατά το Ευαγγέλιον. 'Η ελευθερία σας δεν έπιστηρίζεται εις άλλων εθνών δοουλείαν, ούτε ή ευδαιμονία σας εις ξένας συμφοράς και ταλαιπωρίας• άλλ' έξ εναντίας, ελευθέρως και ευτυχώς ζώντες επιθυμείτε νά μετέχωσιν όλοι οί άνθρωποι άπο τά αυτά αγαθά, και ν' απολαύωσιν οσα δικαιώματα ή φύσις είς όλους εξίσου έμοίρασεν. Εσείς πρώτοι εκηρύξατε τά δικαιώματα ταύτα και πάλιν πρώτοι εσείς έσεβάσθητε, αποδίδοντες εις τους άποκτηνουμένους Αφρικανούς άνθρώπινον αξίωμα. Κατά το παράδειγμά σας κατέλυσεν ή Ευρώπη την αίσχράν έκείνην και απάνθρωπον σωματεμπορίαν, και άπό εσάς ακόμη διδάσκεται δικαιοσύνη και μανθάνει να καθαιρεί ατόπους και θανατηφόρους συνηθείας. Η δόξα αύτη, Αμερικανοί, εις μόνους έσάς ανήκει, και σάς ανυψώνει υπεράνω όλων των φημισθέντων διά της ευνομίας και ελευθερίας εθνών.
Υμέτερον είναι, ώ άνδρες! νά επιθέσετε τον κολοφώνα εις την δόξαν σας, βοηθούντες μας νά καθαρίσωμεν την Ελλάδα άπό τους μολύνοντας αυτήν έκ τετρακοσίων ετών βαροάρους. ΄Αξιον υμών αναντιρρήτως είναι νά πληρώσετε των πολιτισμένων λαών το χρέος, νά διώξετε την αμάθειαν και τυραννίαν από τήν πατρίδα των τεχνών και τής ελευθερίας. Δεν θέλετε μιμηθή βέβαια την άξιοκατάκριτον άοιαφορίαν, η μάλλον πολυχρόνιον άχαριστίαν τινών Ευρωπαίων. Όχι, ό λαός του Γουλιέλμου Πένν, τοϋ Γουασιγκτώνος και του Φραγκλίνου δεν θέλει άρνηθή βοήθειαν είς τους απογόνους του Φωκίωνος, του Θρασυβούλου, του Αράτου, του Φιλοποίμενος. Έσείς εδείξατε ήδη προς αυτούς τιμήν και έμπιστοσύνην, πέμποντες τά τέκνα σας είς τα σχολεία των. Ηξεύρετε, μέ ποίαν άγαλλίασιν τά ύπεδέχθησαν, και τήν σταθεράν προς αυτά εύνοιαν εκείνων και περιποίησιν. Αλλ' άν ούτως έπραξαν δεδουλωμένοι μέ πόσην φιλίαν και ζήλον θέλουν φέρεσθαι προς έσάς, όταν δια τής συνεργασίας σας συντρίψωσι τάς άλύσεις των; Η Ελλάς τοτε θέλει σάς δίδει κέρδη, τά όποια μάτην ήθέλετε προσμένει άπο τυφλούς και αγρίους δεσπότας. Οί δεσμοί τής αδελφότητας και τής ευγνωμοσύνης θέλουν ενώνει διά παντός τους ΄Ελληνας μέ τους Αμερικανούς. Τά συμφέροντα ημών είναι τοιαύτα, ώστε νά δυναμώνουν πάντοτε την πρός αλλήλους συμμαχίαν, θεμελιωμένην εις τήν έλευθερίαν και τήν άρετήν."
Έν Καλαμάτα,• 15 Μαίου, 1821.
Η ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗ ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ
Η ΕΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ. Αρχιστράτηγος. .