Άφού έφθασαν οί Λαλαίοι εις τάς Πάτρας μετά τού Ίσούφπασια και ίδόντες οί αρχηγοί της πολιορκίας εκείνης, ότι δεν ήδύναντο ν' άντιπαραταχθώσι μέ δέκα χιλιάδες στρατόν έμπειροπόλεμον, απεφάσισαν εκ συμφώνου και άπεσύρθησαν, δια να αντέχουν εις πάσαν ένδεχομένην έπιδρομήν των έχθρών, εις θέσεις όχυρωτέρας• και ό μεν Ζαΐμης και λοιποί Καλαβρυτινοί καθείξαν τα Δεμέστιχα, ό Λόντος μέ τους Βοστιτσιάνους, τά Σελά, και ό Θάνος Κανακάρης τα Νεζερά μέ τούς Πατραίους. Οί δε Τούρκοι, άφού άνεπαύθησαν έκ της όδυνηράς εκείνης όδοιπορίας, έξήλθον κατά τά τέλη τού Ιουνίου καί κατεπυρπόλησαν την πλησίον μονήν του Γηροκομείου, την οποίαν κατείχον πάντοτε οί Έλληνες καί τους έβλαπτον επίσης κατέστρεψαν καί άλλα τινά όχυρώματα, έλεηλάτησαν όλα τά πλησίον έκεί χωριουδάκια αλλά μη τολμήσαντες νά απομακρυνθούν από τάς Πάτρας ύπέστρεψαν εις τό φρούριον. Τούτο ιδόντα τά στρατιωτικά σώματα απεφάσισαν καί μετά είκοσιν ήμερών άπομάκρυνσιν ύπέστρεψαν συσσωματωμένοι. Καί οί μεν αρχηγοί τών Καλαβρύτων κατέλαβον τό Πουρναρόκαστρον 1.500 ως έγγιστα, οί Πατραίοι τό Σαραβάλι μ' άλλους τόσους, ό Σισίνης καί λοιποί με 1.600 περίπου κατέλαβε τό μετόχι του Όμπλού, έχων μεθ' έαυτού καί τά εξ κανόνια του Λάλα, καί οί Βοστιτσιάνοι την Έλεκίστραν μετά 500 ως έγγιστα καί ώχυρώθηκαν άπαντες. Ίδόντες δέ οί Τούρκοι αυτό τό τολμηρόν κίνημα έξήλθον πανστρατιά κατά τών εν Πουρναροκάστρω Καλαβρυτινών υπέρ τάς επτά χιλιάδας• καί φθάσαντες έκεί ήρχισεν ή μάχη ακατάπαυστος καί σπουδαία καί μ' όσας εφορμήσεις καί προσβολάς μετεχειρίσθησαν κατ' αυτών έστάθη αδύνατον νά τους κλονίσουν. "Ωστε μετά πεντάωρον μάχην, έξήλθον τών όχυρωμάτων ξιφήρεις καί έπέπεσαν κατά τών Τούρκων καί εν άκαρεί τους έτρεψαν εις φυγήν καί τους κατεδίωξαν μέχρι τοΰ Γηροκομείου. Έφόνευσαν υπέρ τους έξήκοντα καί περισσοτέρους έπλήγωσαν συνέλαβον δέ καί τέσσαρους ζώντας. Έφονεύθησαν έπτά Έλληνες καί ένδεκα έπληγώθησαν. Άπό τάς αρχάς του Ιουλίου μέχρι τής λήξεως αύτού έξήλθον δις οί εχθροί πανστρατιά, φέροντες καί εξ πεδινά κανόνια καί συνεκρότησαν δύο σπουδαίας μάχας, καί ή μέν μία διήρκησε τέσσαρες σχεδόν ώρας, ή δ' άλλη υπέρ τάς έξ την 28 Ιουλίου αλλά καί αί δύο αύται απέβησαν ένδοξαι διά τους Έλληνας καί έπιζήμιαι δια τούς Τούρκους, έφονεύθηκαν εις αύτάς υπέρ τούς διακόσιους και έπέκεινα των τριακοσίων έπληγώθηκαν και τούς κατεδίωκον μέχρι τοΰ φρουρίου των Πατρών χωρίς να δύνανται να πυροβολήσουν. Έφονεύθηκαν δέ εις αύτάς 24, άπ' όλα τα σώματα και 28 έπληγώθηκαν ελαφρώς.
Είναι δέ μοναδικόν φαινόμενον είς την ίστορίαν τών άλλων εθνών και απορίας άξιον, νά βλέπη τις εκείνους, οιτινες έγεννήθησαν και άνετράφησαν εις τάς μεγαλυτέρας τρυφάς, ανθρώπους μεγαλοκτήμονας, μη έχοντας ούδεμίαν ανάγκην, ένδεδυμένους άσιατικώς και πολυτελώς και μή μεταχειρισθέντες ουδέποτε όπλον, οίον τούς αρχιερείς Μοθώνης, Έλους, Βρεσθένης και άλλους, τούς Ζαίμας, τούς Δεληγιάννηδες, τούς Κανακάρεις, τούς Κρεββατάδες, τούς Παπατσώντας, τούς Χαλάμπηδες, τούς Σισίνας, τούς Φωτήλας, τούς Παλαμίδας, τούς Λόντους, τούς Θεοχαροπούλους, τούς Βιλαέτας, τούς Χριστακοπούλους, τούς Κανελλόπουλους, τούς Ζαριφοπούλους, τούς Μουσκούλας, τούς Νοταράδες, τούς Μπερούκας, τούς Παπαλεξοπούλους, τούς Καραμάνους, τούς Κυριακούς, τούς Δαρειώτας, τούς Γρηγοριάδας, τούς Βαρβογλήδες, τούς Άχόλους, τούς Βλασήδες, τούς Κάββας, τούς Ρέντας, τούς Αντωνόπουλους, τούς Κουλάδες, τούς Κατσαρούς, τούς Γεωργακοπούλους, τούς Σαλαμονούς, τούς Παπαδιαμαντοπούλους και άλλους τοιούτους, νά τρέχουν αυθόρμητοι είς τας πλέον επικίνδυνους μάχας, πρώτοι από τούς στρατιώτας, δια νά δώσουν τό παράδειγμα της εύτολμίας, νά ριψοκινδυνεύουν μαχόμενοι άτρομήτως και νά αντέχουν είς τόσας κακουχίας και ταλαιπωρίας και είς τόσας άλλας έπιβουλάς τών τυχοδιωκτών αγογγύστως, οίτινες έθυσίασαν πλούτον, δόξαν, εύδαιμονίαν και αυτήν τήν ύπαρξίν τους, διά μόνην τήν άπελευθέρωσιν και σωτηρίαν της πατρίδος. Άλλ' οί τοσούτοι και τοιούτοι αγώνες καί αυτών και τών λοιπών συναγωνιστών τους απέβησαν εις μάτην, καθότι...
Κατά τάς 3 Αύγουστου, ευρισκόμενοι εως 1.000 Αλβανοί κατασκηνωμένοι εις Γηροκομείον, ήμίσειαν σχεδόν ώραν μακράν τών Πατρών, συνέλαβον την Ίδέαν ό άξιος εκείνος στρατιωτικός Π. Καρατζιάς, ό Ν. Φραγκάκης και ό Σταμάτης Μποτιώτης μέ έπέκεινα τών 1.000 στρατιωτών νά τους κτυπήσουν την νύκταν, νά τους έκβάλουν νά δυνηθούν νά καθέξουν την θέσιν έκείνην. Τυχαίως διαβαίνων τότε πρώτην φοράν ό Μαυροκορδάτος εκείθεν, διευθυνόμενος εις την έν Ζαράκοβα Γερουσίαν και προς τους εκεί συνηγμένους προύχοντας της Πελοποννήσου, και έχων συν τους τεσσάρους αδελφούς Γριβαίους με άλλους 14 συντρόφους των, έφιλοτιμήθησαν και αυτοί καί ελαβον μέρος και προ τού μεσονυκτίου ώρμησαν κατ' αυτών καί συνεπλάκησαν, αλλά δεν ήδυνήθησαν νά τους αποβάλουν, καθότι oι ήμισυν έξ αυτών ήτον Αλβανοί. Έπεκράτησεν ό άκροβολισμός μέχρι της πρωίας, ότε έξήλθον όλοι οί Τούρκοι έκ Πατρών, συγχρόνως έφθασεν καί δλον τό Έλληνικόν στρατόπεδον, ό Σισίνης, ό Κανακάρης, οί Καλαβρυτινοί καί ό Λόντος καί φιλοτιμηθέντες συνεκρούσθησαν πεισματωδώς, ότε ή μάχη έγενικεύθη καί κατήντησε σπουδαία καί αμοιβαίως έπέμενον καί τά δύο μέρη πολεμούντα όλην έκείνην την ήμέραν εις τον τρομερόν εκείνον καύσωνα, έως ότου έπλησίαζεν ή εσπέρα. ΄Ολοι οί οπλαρχηγοί έγνωμοδοτούσαν, ότι ήτον έργον φρονήσεως νά αποσυρθούν μέ τρόπον εύσχημον οί Έλληνες πολεμούντες, χωρίς νά διακριθή ή νίκη. Άλλ' ό ατρόμητος εκείνος Κανακάρης απήντησε υπερηφάνως λέγων προς πάντας, ότι καί μόνος μου αν μείνω, θά πολεμήσω έως τήν νύκταν καί ή θά κερδίσω την νίκην ή θ' αποθάνω μέ τά δπλα εις τάς χείρας. Ή επιμονή αύτη καί ή καρτεροψυχία έκατόρθωσεν, ώστε περί την δύσιν τού ηλίου αίφνης καί παρά πάσαν προσδοκίαν έτράπησαν οί Τούρκοι εις φυγήν και οί Έλληνες καταδιώκοντες αυτούς μέχρι του φρουρίου, τούς διέσωσε τό σκότος της νυκτός καί τότε οί Έλληνες άπεσύρθησαν ένδόξως εις τα όχυρώματά τους.
Έφονεύθηκαν υπέρ τούς διακόσιους Τούρκοι καί έτι περισσότεροι έπληγώθησαν. Άπό δε τούς Έλληνας έφονεύθηκαν 12 καί έπληγώθηκαν 22.
Την έπιούσαν συνελθόντες οί άνω ειρημένοι οπλαρχηγοί καί συσκεφθέντες απεφάσισαν καί κατέλαβον του Σαίταγα τον ληνόν καί την θέσιν του Ρωμανού καί ώχυρώθηκαν έκεί, αίτινες απέχουν του φρουρίου υπέρ την ήμισείαν ώραν εκάστη.
Κατά τάς 9 του Αυγούστου έξήλθον πανστρατιά οί Τούρκοι φέροντες μεθ' εαυτών οκτώ πεδινά κανόνια καί έπολιόρκησαν πανταχόθεν αυτά τά όχυρώματα• άλλ' οί αρχηγοί του στρατού είχον προβλέψει μιάς εβδομάδος τροφάς, πολεμοεφόδια καί λοιπά αναγκαία, καί τό εν όχύρωμα ήδύνατο καί έδιδεν όπωσούν βοήθειαν εις τό άλλο. Τρία ολόκληρα ήμερονύκτα διήρκεσεν αυτός ό αποκλεισμός καί ή ακατάπαυστος αψιμαχία, χωρίς νά δυνηθούν νά τούς προξενήσουν μεγάλην βλάβην, ή νά τούς άποδειλιάσουν, ώστε καί αυτοί οί Τούρκοι έμειναν εις έκπληξιν καί θαυμασμόν διά την έπιμονήν αυτών τών ανδρών, καί τέλος άπελπισθέντες άπεσύρθησαν είς τό φρούριον άνευ τινός αποτελέσματος. Έφονεύθη-σαν εις αυτήν τήν τριήμερον μάχην καί έπληγώθησαν υπέρ τούς διακόσιους Τούρκοι, άπό δε τούς Έλληνας έφονεύθηκαν 17 καί 26 έπληγώθηκαν. Καί ούτως άπελπισθέντες δέν έξήλθον πλέον έκτοτε είς μάχην μέχρι του ερχομένου Φεβρουαρίου 1822. ΄Ωστε εδέησε νά άποσυρθώσι καί τά ελληνικά στρατεύματα καί έκαστος αρχηγός είς τά όρια τής επαρχίας του, έκ του χειμώνος.
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Είναι δέ μοναδικόν φαινόμενον είς την ίστορίαν τών άλλων εθνών και απορίας άξιον, νά βλέπη τις εκείνους, οιτινες έγεννήθησαν και άνετράφησαν εις τάς μεγαλυτέρας τρυφάς, ανθρώπους μεγαλοκτήμονας, μη έχοντας ούδεμίαν ανάγκην, ένδεδυμένους άσιατικώς και πολυτελώς και μή μεταχειρισθέντες ουδέποτε όπλον, οίον τούς αρχιερείς Μοθώνης, Έλους, Βρεσθένης και άλλους, τούς Ζαίμας, τούς Δεληγιάννηδες, τούς Κανακάρεις, τούς Κρεββατάδες, τούς Παπατσώντας, τούς Χαλάμπηδες, τούς Σισίνας, τούς Φωτήλας, τούς Παλαμίδας, τούς Λόντους, τούς Θεοχαροπούλους, τούς Βιλαέτας, τούς Χριστακοπούλους, τούς Κανελλόπουλους, τούς Ζαριφοπούλους, τούς Μουσκούλας, τούς Νοταράδες, τούς Μπερούκας, τούς Παπαλεξοπούλους, τούς Καραμάνους, τούς Κυριακούς, τούς Δαρειώτας, τούς Γρηγοριάδας, τούς Βαρβογλήδες, τούς Άχόλους, τούς Βλασήδες, τούς Κάββας, τούς Ρέντας, τούς Αντωνόπουλους, τούς Κουλάδες, τούς Κατσαρούς, τούς Γεωργακοπούλους, τούς Σαλαμονούς, τούς Παπαδιαμαντοπούλους και άλλους τοιούτους, νά τρέχουν αυθόρμητοι είς τας πλέον επικίνδυνους μάχας, πρώτοι από τούς στρατιώτας, δια νά δώσουν τό παράδειγμα της εύτολμίας, νά ριψοκινδυνεύουν μαχόμενοι άτρομήτως και νά αντέχουν είς τόσας κακουχίας και ταλαιπωρίας και είς τόσας άλλας έπιβουλάς τών τυχοδιωκτών αγογγύστως, οίτινες έθυσίασαν πλούτον, δόξαν, εύδαιμονίαν και αυτήν τήν ύπαρξίν τους, διά μόνην τήν άπελευθέρωσιν και σωτηρίαν της πατρίδος. Άλλ' οί τοσούτοι και τοιούτοι αγώνες καί αυτών και τών λοιπών συναγωνιστών τους απέβησαν εις μάτην, καθότι...
Κατά τάς 3 Αύγουστου, ευρισκόμενοι εως 1.000 Αλβανοί κατασκηνωμένοι εις Γηροκομείον, ήμίσειαν σχεδόν ώραν μακράν τών Πατρών, συνέλαβον την Ίδέαν ό άξιος εκείνος στρατιωτικός Π. Καρατζιάς, ό Ν. Φραγκάκης και ό Σταμάτης Μποτιώτης μέ έπέκεινα τών 1.000 στρατιωτών νά τους κτυπήσουν την νύκταν, νά τους έκβάλουν νά δυνηθούν νά καθέξουν την θέσιν έκείνην. Τυχαίως διαβαίνων τότε πρώτην φοράν ό Μαυροκορδάτος εκείθεν, διευθυνόμενος εις την έν Ζαράκοβα Γερουσίαν και προς τους εκεί συνηγμένους προύχοντας της Πελοποννήσου, και έχων συν τους τεσσάρους αδελφούς Γριβαίους με άλλους 14 συντρόφους των, έφιλοτιμήθησαν και αυτοί καί ελαβον μέρος και προ τού μεσονυκτίου ώρμησαν κατ' αυτών καί συνεπλάκησαν, αλλά δεν ήδυνήθησαν νά τους αποβάλουν, καθότι oι ήμισυν έξ αυτών ήτον Αλβανοί. Έπεκράτησεν ό άκροβολισμός μέχρι της πρωίας, ότε έξήλθον όλοι οί Τούρκοι έκ Πατρών, συγχρόνως έφθασεν καί δλον τό Έλληνικόν στρατόπεδον, ό Σισίνης, ό Κανακάρης, οί Καλαβρυτινοί καί ό Λόντος καί φιλοτιμηθέντες συνεκρούσθησαν πεισματωδώς, ότε ή μάχη έγενικεύθη καί κατήντησε σπουδαία καί αμοιβαίως έπέμενον καί τά δύο μέρη πολεμούντα όλην έκείνην την ήμέραν εις τον τρομερόν εκείνον καύσωνα, έως ότου έπλησίαζεν ή εσπέρα. ΄Ολοι οί οπλαρχηγοί έγνωμοδοτούσαν, ότι ήτον έργον φρονήσεως νά αποσυρθούν μέ τρόπον εύσχημον οί Έλληνες πολεμούντες, χωρίς νά διακριθή ή νίκη. Άλλ' ό ατρόμητος εκείνος Κανακάρης απήντησε υπερηφάνως λέγων προς πάντας, ότι καί μόνος μου αν μείνω, θά πολεμήσω έως τήν νύκταν καί ή θά κερδίσω την νίκην ή θ' αποθάνω μέ τά δπλα εις τάς χείρας. Ή επιμονή αύτη καί ή καρτεροψυχία έκατόρθωσεν, ώστε περί την δύσιν τού ηλίου αίφνης καί παρά πάσαν προσδοκίαν έτράπησαν οί Τούρκοι εις φυγήν και οί Έλληνες καταδιώκοντες αυτούς μέχρι του φρουρίου, τούς διέσωσε τό σκότος της νυκτός καί τότε οί Έλληνες άπεσύρθησαν ένδόξως εις τα όχυρώματά τους.
Έφονεύθηκαν υπέρ τούς διακόσιους Τούρκοι καί έτι περισσότεροι έπληγώθησαν. Άπό δε τούς Έλληνας έφονεύθηκαν 12 καί έπληγώθηκαν 22.
Την έπιούσαν συνελθόντες οί άνω ειρημένοι οπλαρχηγοί καί συσκεφθέντες απεφάσισαν καί κατέλαβον του Σαίταγα τον ληνόν καί την θέσιν του Ρωμανού καί ώχυρώθηκαν έκεί, αίτινες απέχουν του φρουρίου υπέρ την ήμισείαν ώραν εκάστη.
Κατά τάς 9 του Αυγούστου έξήλθον πανστρατιά οί Τούρκοι φέροντες μεθ' εαυτών οκτώ πεδινά κανόνια καί έπολιόρκησαν πανταχόθεν αυτά τά όχυρώματα• άλλ' οί αρχηγοί του στρατού είχον προβλέψει μιάς εβδομάδος τροφάς, πολεμοεφόδια καί λοιπά αναγκαία, καί τό εν όχύρωμα ήδύνατο καί έδιδεν όπωσούν βοήθειαν εις τό άλλο. Τρία ολόκληρα ήμερονύκτα διήρκεσεν αυτός ό αποκλεισμός καί ή ακατάπαυστος αψιμαχία, χωρίς νά δυνηθούν νά τούς προξενήσουν μεγάλην βλάβην, ή νά τούς άποδειλιάσουν, ώστε καί αυτοί οί Τούρκοι έμειναν εις έκπληξιν καί θαυμασμόν διά την έπιμονήν αυτών τών ανδρών, καί τέλος άπελπισθέντες άπεσύρθησαν είς τό φρούριον άνευ τινός αποτελέσματος. Έφονεύθη-σαν εις αυτήν τήν τριήμερον μάχην καί έπληγώθησαν υπέρ τούς διακόσιους Τούρκοι, άπό δε τούς Έλληνας έφονεύθηκαν 17 καί 26 έπληγώθηκαν. Καί ούτως άπελπισθέντες δέν έξήλθον πλέον έκτοτε είς μάχην μέχρι του ερχομένου Φεβρουαρίου 1822. ΄Ωστε εδέησε νά άποσυρθώσι καί τά ελληνικά στρατεύματα καί έκαστος αρχηγός είς τά όρια τής επαρχίας του, έκ του χειμώνος.
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου