"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Δέκα χιλάδες Έλληνες ανακόπτουν τον Δράμαλη στο Άργος και τον Συντρίβουν στα Δερβενάκια.




" Ο ΔΕ (Θ.) ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ευρισκόμενος είς τήν Τριπολιτζάν καί πληροφορηθείς τήν είσοδον τών εχθρών είς τήν Κόρινθον, έτι μάλλον κατεβόα κατά τών μελών του Εκτελεστικού Σώματος, και απέ­διδε τήν αίτίαν του κινδύνου τής Πελοποννήσου είς αυτούς, ώστε οί στρατιώται οί μετ' αύτού ήσαν έξηγριωμένοι. Άλλ' ό Π. Πατρών, ευθύς όπου έφθασεν είς τήν Τριπολιτζάν, μέ τό νά είδεν, ότι είς έκείνην τήν έποχήν έλαβε μεγάλην έπιρροήν ό Κολοκοτρώνης είς τους στρατιώτας, καί ότι είς έκεί­νην τήν περίστασιν ουδείς άλλος έδύνατο μάλλον εκεί νου νά χρησιμεύση είς τήν Πατρίδα, ήκούσθη μετ' αύτού, του υπέθρεψε τήν φιλοτιμίαν, του έβαλε προ οφθαλμών, ότι εκείνη ήτον ή στιγμή, καθ' ην έμελλε να επιτύχη κάί δόξαν και ει τι άλλο έπιθυμήση, εάν τρέξη, με όσους στρατιώτας έχει εις βοήθειαν της πατρίδος· και ούτως ό Κολοκοτρώ­νης, παραιτήσας όλα κατά μέρος τά παράπονα, έγραψε μετά της Γερουσίας εις όλας τάς επαρχίας της Πελοποννήσου, διά νά τρέξωσιν οί στρατιώται, και αυτός μετέβη εις τον Άχλαδόκαμπον, μέ όσους στρατιώτας είχε. Τον δέ Κ(απιτάν) Κολιόπουλον διώρισε νά προκαταλάβη τον στενόν δρόμον, Πόρταις λεγόμενον, κάί τά πέριξ έκεί μέρη, τους δέ Τριπολιτζιώτας στρατιώτας νά φυλάξωσι τον δρόμον του Τουρνικιού.
Οί δέ ευρισκόμενοι εις τους Μύλους Υψηλάντης, Πετρόμπεης και Κρεββατάς, μαθόντες την κατάβασιν του Κολοκοτρώνη εις τον Άχλαδόκαμπον, άνέβησαν και αυτοί έκεί διά νά συσκεφθώσι περι του ποιητέου. Όθεν απεφάσισαν διά τέ τό όχυρόν της θέσεως κάί διά την εύκολίαν των τροφών, νά μείνωσιν έκεί ολίγας ημέρας, ώστε νά συναχθώσι και άλλοι στρατιώται και ούτω νά καταβώσι πλησίον το Άργους. Έκεί εις τον Άχλαδόκαμπον απέστει­λαν μεσίτας εκ τών πλοίων, διά νά συμβιβασθώσι τά μέλη της Διοικήσεως· άλλ' ό Πετρόμπεης και Κολοκοτρώνης έζήτουν, νά αποβληθούν ό τε Θάνος Κανακάρης και ό Αναγνώστης Δεληγιαννόπουλος έκ του Εκτελεστικού, και ό Θεόδωρος Νέ­γρης και ό Ιωάννης Κωλέττης έκ τών Μινιστερίων οί δέ λοιποί νά έξέλθωσι τών πλοίων, νά συναχ­θώσι και τά λοιπά μέλη, κάί νά διοικώσι τακτικώς, και νά προμηθεύωσι τά αναγκαία, και θέλει ύποτάσσωνται όλοι εις την Διοίκησιν. Πλην δεν έξήλθον. Τό μεν διότι δεν έδέχοντο νά γίνη μεταλλαγή υποκειμένων εις τήν Διοίκησιν, τό δέ, διότι έφοβούντο τήν άγακάκτησιν τών στρατιωτών.
Οί δέ εχθροί, γενόμενοι κύριοι όλης της πεδιά­δος Ναυπλίου και Άργους. περιεφέροντο άνεμποδίστως μετά τών Ναυπλιωτών εις τά χωρία και έσύναζον τροφάς όθεν εύρισκον επειδή οί τών χω­ρίων κάτοικοι Έλληνες μέ τό νά έφυγον αιφνι­δίως, δεν έπρόφθασαν νά σηκώσουν όλον τον πράγμα τους.
Άφ' ού δέ συνήχθησαν εις τον Άχλαδόκαμπον ικανοί στρατιώται Έλληνες, ώστε συνεποσούντο όλοι δέκα περίπου χιλιάδες απεφάσισαν οί Καπιταναίοι νά καταβώσιν εις τους Μύλους του Άρ­γους και νά ένδυναμώσωσιν έκείνην τήν θέσιν, ώστε νά έμποδίσωσι τους εχθρούς, αν έπιχειρισθώσι νά προχωρήσωσιν εις τά μεσόγεια της Πελο­ποννήσου εξ εκείνου του μέρους. Ό δέ Κ(απιτάν) Κολιόπουλος, ενδυναμωμένος μέ ικανούς στρατιώ­τας, διωρίσθη νά φυλάττη τον άλλον δρόμον τον από μέρους τών Πορτών, και ούτω νά έχωσι τρό­πον τινά πολιορκημένους τους εχθρούς είς τό πε­δίον του Άργους, όπου δέν ήτον δυνατόν νά μείνωσι διά πολύν καιρόν διά τήν έλλειψιν τών τροφών. Εκείθεν λοιπόν οί Έλληνες συνεκρότησαν διαφόρους πολέμους μετά τών εχθρών, όρμώντες εις τά ταμπούρια των ώς λέοντες· αλλά τό ίππικόν του έχθρού εμπόδιζε τήν πρόοδον τών Ελ­λήνων είς τά πεδινά μέρη. Εις ένα δέ πόλεμον, έν ω οί Έλληνες ήσαν νικηταί είς τά ορεινά μέρη, και έτρεψαν τους εχθρούς είς φυγήν, κάί έφόνευσαν πολλούς εξ αυτών, ύστερον μέ τό νά έπροχώρησεν έν σώμα στρατιωτών Ελλήνων είς τον κάμπον, τους περιεκύκλωσε τό πολυάριθμον ίππικόν τών έχθρών, και έφόνευσαν περίπου 150 Έλληνας, όπου δέν έπρόλαβον νά φύγουν.
Έπέμενον δέ οί εχθροί είς τήν πολιορκίαν του φρουρίου του Άργους, έλπίζοντες ότι ευρίσκοντο έν αύτώ πολλά και μεγάλα πράγματα, και έστενοχώρησαν τόσον τους έν αύτώ 'Ελληνας, ώστε δέν ήδύναντο νά έχουν καμμίαν συγκοινωνίαν μέ τους έξω κάί έκινδύνευον, επειδή τους έλειπον και τροφαί, και νερόν κάί ύλαι πολεμικαί. Οί δέ έξωθεν Καπιταναίοι, άφ' ού έδοκί μασαν δις νά τους δώ­σουν τά αναγκαία και δέν έδυνήθησαν, απεφάσι­σαν νά πλησιάσουν διά νυκτός είς τάς θέσεις τών πολιορκούντων, νά συγκροτήσουν πόλεμον είς πολλά μέρη, διά νά βιάσουν τους εχθρούς ν' αφή­σουν έν μέρος του φρουρίου ελεύθερον, και εκεί­θεν νά όρμήσωσιν οί πολιορκούμενοι και νά φύγουν, τό οποίον και κατώρθωσαν και τους απήλλαξαν όλους χωρίς καμμίαν ζημίαν. Μετά δέ τήν φυγήν τών Ελλήνων είσήλθον οί εχθροί είς τό φρούριον, καί, επειδή δέν εύρον τί είς αυτό, τό πα­ραίτησαν παρευθύς, κάί κατέβησαν είς τό Άργος. Όντες δέ ύστερημένοι τών αναγκαίων περιεφέ­ροντο είς τά χωρία διεσκορπισμένοι, και ζητούντας τροφάς· οί δέ Έλληνες συνεχώς έκαμον ενέδρας, κάί έφόνευον, και ήχμαλώτιζον έξ αυτών μάλιστα ό Καπ(ιτάν) Τζόκρης μέ τους Άργείους στρατιώτας, οίτινες έγνώριζον κάλλιστα τάς τοπο­θεσίας, τους επροξένουν καθ' ήμέραν μεγίστην βλάβην. Έντρομοι λοιπόν οί εχθροί έκ τούτου, και βλέ­ποντες τήν άνδρείαν τών Ελλήνων άκαταμάχητον, άπελπίσθησαν άπό τό νά προχωρήσουν είς τά μεσόγεια της Πελοποννήσου άλλά ουδέ εκεί νά μείνωσιν έδύνατο δια την έλλειψιν των αναγκαίων. Όθεν απεφάσισαν νά όπισθοδρομήσωσιν εις την Κόρινθον, όπου δια θαλάσσης ήτον εύκολώτερον νά λάβωσι τροφάς, ή και άλλην βοήθειαν, η και νά έκστρατεύσωσιν εις τά μέρη της Αχαΐας. Διά νά άπαντήσωσι δε τους Έλληνας και νά έχωσιν ελεύ­θερον τον διά Κόρινθον δρόμον, άπέστειλεν ό Μαχ­μούτ Πάσας Δράμαλης τον γραμματικόν του εις τους Μύλους με προβλήματα τινα παράλογα, ότι νά προσκυνήσωσι, και ότι αυτός τους υπόσχεται αμνη­στίαν και άλλα τοιαύτα. Άφ' ού δε έλαβε περί τού­του την πρέπουσαν άπόκρισιν, τους έπρόβαλε μυστικά ό γραμματικός, τάχα ώς χριστιανός, ότι νά μένωσιν προσεκτικοί, και νά ένδυναμωθώσι καλώς εκεί είς τους Μύλους, διότι οί Πασάδες έχουν άπόφασιν νά ορμήσουν είς εκείνο τό μέρος. Άλλα τούτο ήτον απάτη, διά νά μεταφέρωσιν εκεί τά στρατεύ­ματα, και νά μή έμποδισθώσιν οί εχθροί είς τον δρό­μον της Κορίνθου. Οί Καπιταναίοι λοιπόν, μή έννοήσαντες την άπάτην, τον μέν γραμματικόν με πρόφασιν, ότι πρέπει νά συνομιλήσωσι και μετά των λοιπών προκρίτων, και ούτω νά τον δώσωσιν έκ συμφώνου μίαν άπόκρισιν, τον έκράτησαν εκεί, αυτοί δε έφρόντιζον νά ένδυναμώσωσι πρώτον τό μέρος εκείνο τών Μύλων μέ στρατεύματα ικανά, και έπειτα νά άφήσωσι τον γραμματικόν.
Οί δε εχθροί, χωρίς νά περιμείνωσι την επι­στροφή του γραμματικού, εκίνησαν την έπιούσαν ήμέραν πανστρατιά διά την Κόρινθον, και έφθα­σαν είς τά Δερβενάκια, όπου ήτον έστρατοπε δευμένοι ολίγοι στρατιώται έκ της Καρυταίνης μετά τού Κ(απιτάν) Αντωνίου Κολοκοτρώνη είς δε τά χωρία, Άγιονόρι και Στεφάνι λεγόμενα, πλησίον του χωρίου Κλένια, ευρέθη τότε αγαθή τύχη ό Υψηλάντης μετά του Καπ(ιτάν) Νικήτα (Σταματελοπούλου), κα μέ 500 περίπου στρατιώτας, οίτινες έπήγαινον νά προκαταλάβουν τάς θέσεις του Ίσθμού, και νά τον ενδυναμώσουν, διά νά εμποδί­σουν την δίοδον, τόσον τών προεισελθόντων εχθρών, όσων και άλλων εχθρικών δυνάμεων έξωθεν. Όθεν πρώτον είς τά Δερβενάκια συνεκροτήθη ό πόλεμος, και οί ολίγοι στρατιώται, χωρίς νά φοβηθώσι την πληθύν τών εχθρών, έμενον σταθεροί είς τάς θέσεις των, και έφόνευον πλήθος τών εχθρών, οίτινες ώρμουν νά περάσουν εκείνα τά στενά μέρη. Έφθασεν ή είδησις εις τό Στεφάνι, και εύθύς έτρεξεν ό Καπ(ιτάν) Νικήτας και έπρόφθασεν έν καιρώ εκεί, και έπροξένησε μέγα όλεθρον είς τους εχθρούς. "Ομοίως έτρεξαν και από τά λοιπά μέρη οί στρατιώται, πλην δεν έφθασαν έν καιρώ επειδή οί μέν τών εχθρών έπρόλαβον και έπέρασαν, παραιτήσαντες εκεί πλήθος ζώων φορ­τηγών μέ διαφόρους άπο σκευάς και τής καβάλας οί δέ Πασάδες, όπισθεν όντες του στρατεύματος, και ίδόντες την φθοράν τών έμπροσθεν, επέστρε­ψαν μέ πέντε χιλιάδας περίπου ιππείς καί, μέ τό νά έφοβού ντο, μήπως τους περικυκλώσουν οί Έλ­ληνες, ύπήγον έμπροσθεν το Ναυπλίου και έστρατοπέ δευσαν. Έμειναν δέ είς έκείνην τήν μάχην πεφονευμένοι υπέρ τάς τρεις χιλιάδας τών εχθρών, και έλαβον πλήθος λαφύρων οί Έλληνες. Μετά ταύτα ό μέν Κ(απιτάν) Νικήτας μετά τών στρατιω­τών του έπέστρεψεν είς τήν πρώτην του θέσιν είς τό Στεφάνι οί δέ λοιποί στρατιώται έμβήκαν είς τήν πόλιν του 'Αργους, και εύρον υπέρ τους 150 τών εχθρών πληγωμένους και αρρώστους, και πολλά ζώα και βαρέας άποσκευάς.
Οί δέ Πασάδες, έμφοβοι διά τήν φθοράν, όπου τους ήκολούθησε, και διά τήν διαίρεσιν τών δυνά­μεων τους, κάί ύποπτεύοντες, μήπως τους πολιορ­κήσουν οί Έλληνες έκεί, και τότε άφεύκτως έμελλε και αύτόί όλοι νά χαθούν διά τήν έλλειψιν τών αναγκαίων, και όσοι μετέβησαν είς τήν Κόρινθον μή έχοντες οδηγούς, απεφάσισαν άνευ αναβολής νά άναχωρή σωσιν εκείθεν, και όδηγηθέντες άπό τους εντοπίους ήκολούθησαν τον δρόμον τής Κλένιας, τον όποίον, ώς παράμερον ένόμιζον ότι είναι άπροφύλακτος. Άφού δέ έφθασαν είς τά στενά, όπου ήταν έστρατοπεδευμένος ό Νικήτας, όστις τους άφησε και έπροχώρησαν αρκετά, διά νά μή δύνανται νά όπισθοδρομήσωσι, συνεκροτήθη ό πό­λεμος, και οί εχθροί, μή δυνάμενοι μήτε νά διαφυ­λαχθούν, μηδέ νά φύγουν έφιπποι διά τό δύσβατον του δρόμου, οί μέν άφησαν τά άλογα τους, και έδοκίμαζον πεζοί νά αποφύγουν τον κίνδυνον, οι δέ έρριπτον τά όπλα κάί έφευγον, οί δέ στενοχωρούμενοι μεταξύ των είς τά στενά και άπό τήν πληθύν τών ίππων, έρρίπτοντο κάτω είς τους κρη­μνούς, κάί δέν έφρόντιζον διόλου, πώς νά άντισταθώσιν, άλλά πώς νά σωθώσιν ώστε οί Έλληνες έφόνευον πλήθος έξ αυτών. Ό δέ Κ(απιτάν) Νική­τας μέ τήν σπάθην είς τάς χείρας διέσπειρε φρίκην είς αυτούς, ομοίως και οί λοιποί στρατιώται ώρμησαν ώς είς άγέλην ζώων, και τους κατέσφαζον. Και έμεινεν είς έκείνην τήν μάχην ό ήμισυς αριθμός τών εχθρών πεφονευμένος και τινές τών Πασάδων οί δέ λοιποί διέβησαν κακώς έχοντες καί έφθασαν είς τήν Κόρινθον όδυρόμενοι και γυμνοί, επειδή όλα τά φορτηγά ζώα, έν οίς και 200 κάμηλοι, και όλαι αί άποσκευαί των έχθρών και πλήθος ίππων της καβάλας, έγιναν λάφυρα των Ελλήνων. Μετά την μάχην ταύτην ό Υψηλάντης και Κ(απιτάν) Νικήτας μετέβησαν εις τον Ίσθμόν, και ώχύρωσαν έκείνας τάς θέσεις, συνάξαντες και τους Δερβενοχωρίτας. "
Πηγές:
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΖΑΣ - ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΕΦΑΛΑΣ.

" Πριν δέ άλλαγώσι τά γράμματα μετά τών Αλβα­νών, αίφνης, άνευ τίνος προμελέτης κοινής, ώρμησε τή 23 Σεπτεμβρίου (1821) έν σώμα στρατιωτών Έλλήνων μετά του Καπιτάν Κεφάλα, και έκυρίευσαν την Πόρταν λεγομένην τού Άναπλίου, ομοίως και τά πέριξ όσπίτια, καί ύψωσαν την έλληνικήν σημαίαν και άρχισαν νά πολεμούν με τούς πέριξ Τούρκους. Άφού είδον τούτο τά λοιπά ελληνικά στρατιωτικά σώματα ώρμησαν πανταχόθεν, κάι είσήρχοντο εις την πόλιν, άλλοι άπό τάς ανοικτός πόρτας, και άλλοι άνέβαινον από τά τείχη εις τάς τάπιας, κάι εις ολίγον διάστημα καιρού έκυρίευσαν τας περισσοτέρας τάπιας. Οί δέ εχθροί, έντρομοι και έκπεπληγμένοι έκλείσθησαν εις τά όσπίτια, επροσπάθουν νά διαυθεντευθουν, πλην μετ' ολίγας ώρας παρεδόθησαν όλοι είς τους στρατιώτας όπου έμβαινον είς τά όσπίτια, έκτός εκατόν περίπου όπου έκλείσθησαν είς την Μεγάλην Τάπιαν, οί όποίοι έστάθησαν έκεί δυο ημέρας, πλην τέλος πάντων παρεδόθησαν κάι αυτοί, κάι ύψώθη πανταχόθεν ή ελληνική σημαία. Οί δέ Αλβανοί την ήμέραν τής εφόδου ίδόντες τό αίφνίδιον τούτο έκυριεύθησαν άπό φόβον και συνήχθησαν άπαντες είς τό Σεράγι· πλην οί Έλληνες διά τέ τάς προλαβούσας συμφωνίας και την διατρέχουσαν συμμαχίαν μεταξύ Αλβανών κάι Ελλήνων, τους ύπεσχέθησαν την άσφάλειαν, και ούτως έξήλθον όλοι την αυτήν ήμέραν άπό την Πόρταν λεγομένην τών Καλαβρύ­των, μέ τά άρματά τους κάί μέ τό πράγμα τους, όντες περίπου 1.800, έχοντες μεθ' εαυτών ενέχυρον κάι τον Κ(απιτάν) Δημήτριον Κολιόπουλον, όστις ευρέθη μαζί τους, όταν έγιναν ή έφοδος τών Ελλή­νων, κάι τούς συνώδευσε μέ 500 στρατιώτας Έλλη­νας μέχρι τής Βοστίτζης, όπου εμβαρκαρίσθησαν διά την Ρούμελην μ' όλον τούτο έφονεύθησαν τινές τών Αλβανών περίπου 280, κάι ένώ έξήρχοντο τής Τριπολιτζάς, και καθ' όδόν όσοι έμενον οπίσω. Μετά δέ τήν έξοδον τών Αλβανών έμβήκαν είς τό Σεράγι ικανά στρατεύματα ελληνικά· έμβήκαν δέ και ό Πετρόμπεης, ό Αναγνώστης Δεληγιαννόπουλος και ό Κρεββατάς, κάι έκεί έμειναν τό βράδυ. 'Εκ δέ τών πραγμάτων του Σεραγίου, όσα ήτον είς τους έξω οντάδες, διηρπάγησαν άπό τους στρατιώ­τας· τά δέ πολυτιμότερα ήσαν είς τους οντάδες τών χαρεμιών, κάι έμποδίζοντο οί στρατιώται νά εισέλ­θουν. Κατά δέ τό μεσονύκτιον αίφνης έφάνη πυρκαϊά είς τό Σεράγι, κάι κατεκάη όλον κάι μέρος τών πέριξ όσπιτίων κάί τά μεν χαρέμια τών Καϊμα­κάμη κάι Κεχαγιά μετέφερον είς τό όσπίτιον τού Μουσταφάμπεη ύπό τήν φύλαξιν τών Μανιατών, τό δέ πράγμα όλον έχάθη, τίνι τρόπω, άδηλον. Οί δέ Πελοποννήσιοι Μπέηδες κάί όλοι οί Αγάδες και Έφέντηδες έμειναν αιχμάλωτοι είς τάς χείρας τών Ελλήνων έκ δέ τών λοιπών Τούρκων άλλοι μέν έφονεύθησαν κατά τήν έφοδον, άλλοι δέ μετά ταύτα πλήθος δέ γυναικών κάί παιδίων διεσπάρησαν είς πολλά μέρη τής Πελοποννήσου αιχμάλωτοι. "
Πηγές:
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Οι όροι Παράδοσης της Τριπολιτσάς.

" Όθεν οί Αλβανοί, βλέποντες τους εντοπίους ότι άναβάλλουσι τον καιρόν μέ παράλογα ζητή ματα, έν ώ άπέθνησκον πλήθος ανθρώπων καθ' ήμέραν κάι έκ τής ελλείψεως τών τροφών κάι έκ τής έπιπολαζούσης επιδημικής ασθενείας, όντες δέ προδιατεθειμένοι και έκ τών έξ Ακαρνα νίας σταλέντων πρέσβεων, και ήξεύροντες τήν συμμαχίαν τών Αλ­βανών μετά τών Ελλήνων, άρχισαν νά πραγμα­τεύονται "ιδιαιτέρως περί εαυτών και περί τών χαρεμιών τών Πασάδων, και έξήρχετο καθ' ήμέραν σχεδόν ό Έλμάζμπεης κάι άλλοι Μπουλουκπασάδες, και έπραγμα τέυοντο περί εξόδου των. Οί δέ Τούρκοι. άφού άπελπίσθησαν πλέον και είδον, ότι άφεύκτως πρέπει νά παραδοθούν, άρχισαν νά κο­λακεύουν τους φυλακωμένους Αρχιερείς και Προεστώτας, τους ήλευθέρωσαν έκ τής φυλακής, τους ανέβασαν εις τό Σεράγι, τους έδωσαν φορέματα και άλλαξαν, κάι τους έπεριποιούντο τό κατά δύναμιν πλήν εκείνοι ευθύς έμολύν θησαν άπό τήν έπιδημικήν άσθένειαν κάι άπέθανον οί περισσότε­ροι τους δέ ζώντας έξήτησαν επιμόνως οί πληρε­ξούσιοι τών Ελλήνων διά νά τους έβγάλουν έξω τής Τριπολιτζάς, και νά τους απαλλά ξουν άπό έκείνην τήν μολυσμένην άτμοσφαίραν, και τους έδωσαν οί Τούρκοι πλήν όλοι ήτον εις άθλίαν κατάστασιν έκ τής ασθενείας και έκ τών εξελθόντων ολίγοι έζησαν.
Οί δέ Αλβανοί συνεβιβάσθησαν τέλος πάντων μετά τών πληρεξουσίων νά έξέλθωσι μέ τά όπλα τους, μέ όλον τους τό πράγμα, και μέ τά χαρέμιατων Πασάδων, με τον Καϊμακάμην, και
Κεχαγιάν κάί Μπινά Έμίνην και Καδήν τής Τριπολιτζάς και άλλους τινάς ξένους όπου έκεί εύρίσκοντο το δέ πράγμα των Πασάδων κάί χαρεμιών, νά γίνη τριμοιρία, το εν δια τους Έλληνας, το άλλο δια τους Αλβανούς, και το τρίτον νά μείνη των χαρεμιών νά τους δοθούν δέ και ζώα φορτηγά τετρακόσια μέχρι του εμβάρκου των, και νά δοθούν ενέχυρα εναλλάξ προς άσφάλειαν κάί τών δυο μερών. Τού­των συμφωνηθέντων, έγένοντο τά γράμματα κατά την τάξιν, και έφρόντιζον οί Έλληνες διά νά έτοιμάσωσι τά φορτηγά ζώα και τάς αναγκαίας τροφάς διά τον δρόμον. Έν τοσούτω άπελπισθέντες οί εντόπιοι, διότι τους έγκατέλιπον τοιουτοτρόπως οί Αλβανοί, έβγαινον πλήθος ανδρών, γυναικών και παιδίων, και παρεδίδοντο εις τους Έλληνας· και οί μεν Μπαρδουνιώται παρεδίδοντο εις τους Μανιάτας, οί Μυστριώται εις τους Μυστριώτας, οί Φαναρίται εις τους Φαναρίτας, και οί Καρυτινοί εις τους Καρυτινούς Ελληνας και καθεξής."
Πηγές:
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Συγκρότηση Επιτροπών Διαπραγμάτευσης για την παράδοση της Τριπολιτσάς.

Έν τοσούτω οί εχθροί εις την Τριπολιτζάν ύστερημένοι τροφών, και στενοχωρημένοι παντα- χόθεν, άρχισαν νά προβάλλουν περί παραδόσεως, κάι τη 12 Σεπτεμβρίου (1821) έγραψεν ό Καϊμακάμης προς τους Προκρίτους τών πολιορκητών ζητών νά διορισθώσι πληρεξούσιοι άπό μέρους τών Ελλή­νων, διά νά πραγματευθώσι μετά τών πληρεξου­σίων, όπου και οί πολιορκού μενοι θέλει διορίσουν. Διωρίσθησαν λοιπόν μέ κοινήν γνώμην ό Π. Πα­τρών, ό Πετρόμπεης, ό Αναγνώστης Δεληγιαννόπουλος, ό Παναγιώτης Κρεββατάς, ό Κολοκοτρώνης, ό Γιατράκος Παναγιώτης, ό Ανα­γνωσταράς, και ένας άνθρωπος τού Ύψηλάντου. Ότε δέ διωρίσθη ή ημέρα τής συνελεύσεως, έξήλθον έκ τής Τριπολιτζάς οί διωρισμένοι πληρεξού­σιοι, δύο άπό μέρους τών Αλβανών μετά του Έλμάζ Μπέη, δύο άπό μέρους του Καϊμακάμη, και ό Σεχνετζίπης μέ άλλους δύο άπό μέρους τών εντο­πίων, κάι συνήλθον άπαντες προς τό μέρος του Αγίου Αθανασίου. Και εις μέν την πρώτην έντευξιν, μετά πολλάς και διαφόρους ομιλίας, ουδέν κατώρ θωσαν, επειδή ύποκρινόμενοι οί Τούρκοι τάχα, ότι δέν έχουν στενοχώριαν, έζήτουν παράλογα πράγματα, δηλονότι νά έβγωσιν ένοπλοι άπαντες, νά τους δοθώσι ζώα νά μετακομίσωσι τάς φαμίλιας των και όλον τό πράγμα των, νά τους δοθώσι τροφαί μέχρι τής αποκαταστάσεως των εις άλλον τόπον, και νά τους πληρωθώσιν όλα τους τά χρειαζούμενα έξοδα καθ' όδόν. Άλλ' επειδή εις τοιού­τους παραλογισμούς μηδέ άκρόασιν μηδέ άπόκρισιν έδωσαν οί πληρεξούσιοι τών Ελλήνων, έξεναντίας δέ τους έζήτουν τά όπλα κάι όλον τους τό πράγμα διά τά έξοδα του πολέμου, διελύθη ή συνέλευσις, και έμεινε νά εξέλθουν άλλην ήμέραν. Έξήλθον πάλιν λοιπόν μετά τρεις ημέρας εις τον ίδιον τόπον πλήν και, τότε ουδέν κατωρθώθη. μέ τό νά έπέμενον οί Τούρκοι εις τό περί αρμάτων κεφάλαιον, ζητούντες νά έξέλθωσιν ένοπλοι, τό όποίον ητον άπαράδεκτον εις τους πληρεξουσίουςτών Ελλήνων."
Πηγές:
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Ο εχθρικός στόλος υπό τον Καραλή ( 60 πλοία και 2000 Αλβανοί) απειλούν : Πάτρα, Βοστίτσα, Κόρινθο,Γαλαξίδι.

Ή δέ τών Πατρών πολιορκία ήτον εις άθλίαν κατάστασιν, επειδή διεφέροντο και οί Πρόκριτοι τών Καλαβρύτων μέ τούς Πετιμεζαίους και οί Πατραίοι μέ τούς Κουμανιώτας. Μάλιστα ηύξησαν αί έκεί ταραχαί, άφ' ού οί Κουμανιώται έδολοφόνησαν είς τον Όμπλόν τον γενναίον Κ(απιτάν) Παναγιώτην Καρατζάν, τή 4 Σεπτεμβρίου (1821), ότε οί Πρόκριτοι τών Πατρών έφυγον εκείθεν δυσαρε­στημένοι και πεφοβισμένοι, και διελύθη τό στρατόπεδόν τους. Έμεινε δέ εις τήν πολιορκίαν ό Ανδρέας Ζαΐμης μέ μερικούς στρατιώτας, τοποθε­τημένος είς τό Πριναρόκαστρον, κάί ό Γεώργιος Σισίνης μέ τούς Γαστουναίους, τοποθετημένος είς τό Μετόχι του Όμπλού οί δέ Πετιμεζαίοι και Κου­μανιώται μέ ολίγους στρατιώτας εύρίσκοντο είς τό Σαραβάλι.
Είς δέ τάς επτά Σεπτεμβρίου (1821) έφθασεν ό εχθρικός στόλος είς τον λιμένα τών Πατρών, συνι­στάμενος άπό τρία δελίνια, επτά φεργάδας, κορ­βέτας και μπρίκια, όλα τριάκοντα πέντε, ναυαρχούντος είς αυτά του Καραλή λεγομένου. Έξ αυτών δέ τινά ήσαν Αιγυπτιακά ύπό τήν όδηγίαν του Τζιμπιράλτα, έν οίς ήσαν κάί 2.000 περίπου Αλβανοί. Είς δέ τάς 8 τό εσπέρας διά νυκτός έφυ­γον άπό τό Σαραβάλι οί Πετιμεζαίοι κάί Κουμα­νιώται, και είς τάς 9 ξημερώνοντας έφάνησαν οί εχθροί είς τήν θέσιν του Σαραβαλίου, ηνωμένοι οί της ξηράς μέ εκείνους του στόλου, και ώρμησαν εναντίον του στρατοπέδου τών Γαστουναίων, οίτι­νες μή δυνάμενοι νά άνθέξουν είς τήν όρμήν, άφη­σαν τάς θέσεις των, και όλας τάς άποσκευάς των, και δύο κανόνια, και έφυγον διασκορπισμένοι, τούς οποίους κατεδίωξαν οί εχθροί μέχρι τών ορει­νών μερών, και ολίγον έλειψε νά αιχμαλωτίσουν τον Σισίνην φεύγοντα. ‘Ετρεξαν προς εκείνο τό μέρος οί έν Πριναροκάστρω Καλαβρυτινοί, άλλ' είς μάτην, επειδή οί εχθροί κατέλαβον όλας έκείνας τάς θέσεις· όθεν έβιάσθησαν και οί Καλαβρυτινοί μετά του Ανδρέα Ζαΐμη νά αφήσουν τήν θέσιν τους, και νά ανέβουν είς τό χωρίον Σούλι, κάί ούτως έμεινε διόλου άπολιόρκητον τό φρούριον τών Πατρών. Διεδόθη δέ λόγος, ότι οί έν Σαραβαλίω Καπιταναίοι, επειδή άφησαν τήν θέσιν τους ολίγας ώρας πριν τής εξόδου τών εχθρών, έμεταχειρίσθησαν προδοσίαν πλήν τούτο είναι άδηλον.
Συγχρόνως έφθασεν είς Πάτρας κάί ό άλλος εχθρικός στόλος, ευρισκόμενος είς τον λιμένα του Μούρτου και συνιστάμενος άπό 25 πλοία, τά όποία άφ' ού ήνώθησαν μέ τά λοιπά, ολίγα μεν έξ αυτών έμειναν είς Πάτρας, τά δέ λοιπά μετέβησαν είς τον λιμένα της Βοστίτζης, και ευθύς απέβησαν είς τήν ξηράν οί εχθροί, είσήλθον είς τήν Βοστίτζαν μέ τό νά μήν εύρον καμμίαν άνθίστασιν, και κατέκαυσαν εί τι λείψανον έκ τής προτέρας πυρκαϊάς έπειτα διεσπάρησαν είς τά χωρία του κά­μπου κάί έκυρίευσαν όσα ζώα έπρόφθασαν. Ταύτα μαθόντες είς τά Τρίκορφα οί Γερουσιαταί, διώρισαν ευθύς τον Σωτήριον Χαραλάμπην, νά άπέλθη είς τά Καλάβρυτα διά νά ενδυναμώσουν τά έκεί μέρη, και νά εμποδίσουν ένδεχομένην τινά προχώρησιν του έχθρού. Μέ τό νά ύπώπτευσαν δέ, ότι ίσως οί εχθροί σκοπεύουν νά μεταβώσιν είς τήν Κόρινθον και έκείθεν είς τον Ίσθμόν, διά νά ευκο­λύνουν τήν είσοδον είς τήν Πελοπόννησον τών εχθρικών δυνάμεων όπου εύρίσκοντο είς τήν Άνατολικήν Ελλάδα, απεφασίσθη κατόπιν και ό Υψηλάντης νά λάβη μέρος στρατιωτών έκ τών πολιορκούντων τήν Τριπολιτζάν και νά μεταβή είς τά Καλάβρυτα, και έκεί νά γίνη μία δύναμις ικανή, διά νά κινηθή προς οποιονδήποτε μέρος οί έχθροί ήθελε προχωρήσουν όστις και απήλθε μετά 500 περίπου στρατιωτών, και ένωθέντες μετά τών Καλαβρυτινών κατέβησαν είς τά Τρυπιά, και παρετήρουν τά κινήματα του έχθρού.
Ό δέ εχθρικός στόλος, άφού διέτριψεν έκεί δέκα σχεδόν ημέρας, και οί έχθροί περιεφέροντο είς έκείνο τό μέρος, τή 21 Σεπτεμβρίου έμβήκαν είς τά πλοία, και άνεχώρησαν εκείθεν καί, επειδή διευθύνοντο προς το μέρος της Βιτρινίτζας, ό μεν Υψηλάντης νομίσας, ότι σκοπεύουν δια τον Ίσθμόν,έκίνησεν ευθύς δια την Κόρινθον ό δε εχθρικός στόλος, άφού ύπήγεν αντίκρυ της Βιτρινίτζας, καιέρριψεν άρκεταίς κανονιαίς, διευθύνθη εις τό Γαλαξίδι οί δέ Γαλαξιδιώται, ύποπτεύοντες τό τοιούτον, τα μεν πλοία των προ ημερών έσυραν προς το ένδότερον τοι λιμένος, έβγαλαν δέ τα κανόνια τους εις την ξηράν, και ετοίμασαν μπαταρίας εί τον λιμένα, δια να εμποδίσουν την είσοδον τών εχθρικών πλοίων άλλ' οί εχθροί έκαμαν άπόβασιν στρατευμάτων εις τα πλησίον μέρη της ξηράς, καιάρχισαν τον πόλεμον και δια ξηράς και δια θαλάσσης· οί δέ Γαλαξιδιώται άντεπολέμουν ανδρείως δυο ημερονύκτια, και έφόνευσαν πολλούς τών εχθρών άλλα τέλος πάντων, μέ τό να μη τους έπρόφθασε βοήθεια από κανέν μέρος, μή δυνηθέντες νά άνθέξωσιν εις τό πλήθος τών εχθρών, κατέφυγον εις τά όρη συν γυναιξί και τέκνοις, καί άφησαν την πόλιν και τά πλοία τους εις την έξουσίαν τών έχθρών, ότε οί εχθροί έμβήκαν εις τό Γαλαξίδι, κατέκαυσαν πολλά όσπίτια, ήρπασαν εί τι εύρον, και έφόνευσαν τρεις γέροντας και δύο γραίας εύρεθέντας έκεί· έλαβον δέ και τά πλοία τους έκεί άρασμένα, υπέρ τά είκοσι, καί ούτως έπανήλθον εις Πάτρας, και εκείθεν όλα όμού, συ- "μποσούμενα μετά τών Γαλαξιδιώτικων 85 περίπου, μετέβησαν εις Ζάκυνθον, και έκεί άραξαν.
Πηγές: Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Προσπάθεια Πολιτικής οργανώσεως Πελοποννήσου-Υποβολή αιτημάτων στρατιωτικής βοηθείας.

Οί δέ Πρόκριτοι τών επαρχιών τής Πελοποννή­σου συνήχθησαν άπαντες εις τό χωρίον Ζαράκοβαν, όπου απεφασίσθη ό τόπος τής Συνελεύσεως, μέ τό νά ήθελον ό τε ό Υψηλάντης κάί οί Καπιταναίοι νά γίνη πλησίον τους. Έπροκάλεσαν δέ εις τήν Συνέλευσιν και τον Άλέξ. Μαυρο κορδάτον κάί τον Κώνστ. Καρατζάν πλην ό Μαυροκορδάτος, βλέπων τήν τών πραγμάτων ανωμαλίαν, και ότι ήτο αδύνατον νά λάβη τότε τήν ύπεροχήν από τον Υψηλάντην, συνεφώνησε μετά τών απεσταλμένων παρά τής Ανατολικής Ελλάδος νά μεταβή εκεί, διά νά διοργανίση κάί νά οδήγηση τά πράγματα κάί διά νά εύκολυνθή εις τον σκοπόν του, έλαβε γράμμα Πληρεξουσιότητος παρά τού Ύψηλάντου, προς τον όποίον ήκμαζεν έτι τότε ή κοινή τού λαού ύπόληψις. Συμπαρέλαβε δε κάί τον Αλέξανδρον Κατακουζηνόν, δυσαρεστημένον όντα άπό τον Ύψηλάντην, και άνεχώρησεν άπό τά Τρίκορφα τή 28 Αυγούστου (1821), κάί μετά του Κωνσταντίνου Καρατζά διευθύνθησαν διά τήν Δυτικήν Ελλάδα. Μαθούσα δέ ή Συνέλευσις τήν άναχώρησίν των, έστειλε κατόπιν τον Άναστάσιον Λόντον και τον Χαραλάμπην Περούκαν μέ γράμ μα προς αυτούς, διά νά επιστρέψουν εις τήν Συνέλευσιν πλήν εκεί­νοι δεν ηθέλησαν άλλ' άπεκρίθησαν, ότι πηγαίνουν νά βάλουν εις τάξιν τά τής Ρούμελης πράγματα, και έπειτα, όταν άποφασισθή Γενική τής Ελλάδος Συνέλευσις, θέλει επανέλθουν. Συσκεφθέντων δέ τών μελών τής Συνελεύσεως περί ενός Συστήματος αναλόγου μέ τήν κατάστασιν τών πραγμά των, έσχεδιάσθη είς Όργανισμός της τοπικής Διοικήσεως τής Πελοποννήσου, κάί ενε­κρίθη παρά πάντων. Έγινε δέ εκλογή και τών μελών διά τήν Έθνικήν Βουλήν, κάί μετά τών εντο­πίων έκλέχθησαν ώς μέλη τής Βουλής, παραστατικά τής Πελοποννήσου, και ό Υψηλάντης, ό Καρατζάς καί ό Μαυροκορδάτος, καί εστάλησαν προς αυτούς έγγραφα άλλ' επειδή τά τοιαύτα έπρεπε, νά έγκριθώσι κάί παρά τού Υψηλάντη και τών Καπιταναίων, απεφασίσθη νά υπάγη ό Π. Πατρών εις τά Τρίκορφα μέ τό σχέδιον του Όργανισμού νά τό παρρησιάση εις αυτούς, καί, αν τό έγκρίνωσι, νά υπογραφή κατά τήν τάξιν. Πλήν ό Υψηλάντης, οδηγούμενος άπό τους περί αυτόν και μερικούς Καπιταναίους, έπρόβαλεν, ότι τά μέλη τής Συνελεύ­σεως δεν έχουσι γράμμα τα Πληρεξουσιότητος άπό τάς Επαρχίας και ότι τά μεν λοιπά κεφάλαια τού Διοργανισμού δέχεται, τα δε περί Στρατιωτικού ουδόλως, άλλα θέλει υπογραφή Πληρεξούσιος Αρχιστράτηγος, χωρίς νά έχουσιν οί λοιποί Πρό­κριτοι έπιρροήν τινα. Άλλ' ό Π. Πατρών περί μεν των γραμμάτων της Πληρεξουσιότητος τον έπληροφόρησεν, ότι δεν είναι καμμία δυσκολία, επειδή αμέσως, όπού τά ζητήσωσιν οί Πρόκριτοι, τά λαμ­βάνουν περί δε της Πληρεξουσίου Άρχιστρατηγίας όπου έζήτει καλώς γινώσκων, ότι ήτον αδύνατον νά τά δεχθώσιν οί Πρόκρι τοι διά τάς υποψίας των, και ότι ή επιμονή του Υψηλάντη κατά τούτο θέλει γεννήσει νέας ταραχάς, τον παρεκίνει νά συγκατατεθή εις τήν κοινην άπόφασιν, και νά μή γίνη αίτιος διαλύσεως της Συνελεύσεως και ανατροπής του Συ­στήματος· πλην δεν έδυνήθη νά τον πείση, και έπέστρεψεν άπρακτος. Όθεν οί Πρόκριτοι των Επαρχιών, οίτινες είχον μάθη τότε και τήν καταστροφήν της εκστρατείας το Άλεξ. Υψηλάντη, και τήν φυγήν του εις τήν έπικράτειαν τής Άουστρίας, δυσαρεστη θέντες απεφάσισαν νά αναχωρήσουν κάί νά ενδυναμώση έκαστος το στρατιωτικόν του. Παρεκίνησαν δε τον τε Π. Πατρών, τον Πετρόμπεην, τον Σωτήριο ν Χαραλάμπην, τον Άναγνώστην Δεληγιαννόπουλον και τον Κρεββατάν, διά νά μείνωσιν έκεί, και νά έξακολουθώσι τό σύστημα τής εν Καλτεζιαίς γενομένης Γερουσίας, κάί νά συνιστώσι μίαν Προσωρινήν Διοίκησιν μέχρι τής πτώ­σεως τής Τριπολιτζάς, τό όποιον έφάνη δεκτόν κάί εις τους Καπιταναίους, κάί έδωσαν εγγράφως τήν περί τούτου γνώμην τους. Έξηκολούθουν λοιπόν οί είρημένοι νά κυβερνώσι τά κοινά πράγματα συμφώνως μετά του Υψη­λάντη, όσον ή περίστασις τους έσυγχώρει. Άλλά ή έλλειψις τών αναγκαίων, ούσα γενική, επέφερε δυσαρέ σκειαν εις τους ερχόμενους εκεί χάριν συνδρο­μής και βοηθείας επειδή δεν είχον πόθεν νά τους συνδράμωσι, κάί διά τούτο έφυγον οί Ρουμελιώται δυσάρεστοι, ομοίως οί Κρήτες, ομοίως κάι όλοι οί λοιποί. Οί δε Άγιορίται, οίτινες έπροφασίζοντο, ότι δεν είχον χρήματα, κάί έζήτουν δωρε άν τροφάς από τήν Πελοπόννησον, δεν έπρόφθασαν νά επι­στρέψουν, και οί εχθροί οδηγού με νοι άπό τον Πασάν τής Θεσσαλονίκης, άφού κατέστρεψαν και έλεηλάτησαν τήν Χερσόνησον Κασσάνδραν, είσήλθον εις τό Άγιον Όρος, έκυρίευσαν όλα τά ιερά Μοναστήρια, κατεπάτησαν τους θείους ναούς, έλαβον χρήματα πολλά και άλλα λάφυρα πλήθος, διήρπασαν ιερά σκεύη, έφόνευσαν τους έγκριτωτέρους πατέρας, και άφησαν φρουράν εκεί."
Πηγές: Παλαιών Πατρών Γερμανός

Οι Στρατηγοί Ανδρούτσος και Γκούρας συντρίβουν τις υπό τον Μπεχράμ Πασά δυνάμεις. (Φουντάνα).





"Εις δέ την Άνατολικήν Ελλάδα έπλησίασαν και άλλαι εχθρικαί δυνάμεις υπό την όδηγίαν του Μπεχράμ Πασά, όστις, επειδή έμελλε νά είσβάλη εντός τών Θερμοπυλών, απέστειλε τή 23 Αυγουύστου (1821) τριακόσιους ιππείς, νά παρατηρήσουν τά στενά τής Φουν τάνας, έάν είναι ελεύθερα οί δέ εκεί ευρισκόμενοι Έλληνες τους έκτύπησαν, καί έφόνευσαν τους περισσοτέρους έξ αυτών οί δέ λοιποί επέστρεψαν και έδωσαν την είδησιν εις τον Πασάν, όστις καταφρονήσας την όλιγότητα τών Ελλήνων, απεφάσισε νά προχώρηση πανστρατιά, καί νά βιάση τους Έλληνας νά παραχωρήσουν, διά νά διέλθη εκείνα τά στενά. Τή 25 (Αυγούστου 1821) λοιπόν έκείνη σε μέ τεσσάρας χιλιάδας περί­που στρατι ώτας, και έπλησίασεν εις τά στενά, και ώρμησαν οί εχθροί εις τά ταμπούρια τών Ελλήνων οί δέ Έλληνες 800 περίπου τον αριθμόν, οδηγού­μενοι από τον Κ(απιτάν) Όδυσσέα Ανδρούτσον χαί Κ(απιτάν) Γκούραν, άντέστησαν γενναίως, και μετά τριών ωρών πεισματώδη μάχην έτράπησαν εις φυγήν οί εχθροί, οί δέ Έλληνες ξιφήρεις τους κατεδίωκον και έφόνευον έξ αυτών, και τόσον έβίασαν τους εχθρούς, ώστε άφησαν όλας τάς άποσκευάς και όλα τά φορτηγά ζώα, και ατάκτως διεσπάρησαν εις τά δάση. Έκυρίευσαν οί Έλληνες 400 αμάξια μέ τροφάς, πλήθος αλόγων, πλήθος βοών, τά κανόνια τους, τά μπαϊράκια και τουμπλέκια τους, και πολλάς αλλάς άποσκευάς, έφόνευσαν 750 περίπου και έλαβον αιχμαλώτους 250. Ό δέ Μπρεχάμ Πασάς μέ ολίγους διεσώθη εις τό Ζητούνι, όπου διεσώθησαν ύστερον και οί λοιποί διε­σπαρμένοι εις τά δάση. Εις αυτήν τήν μάχην έδειξεν ήρωϊκήν άνδρείαν ό Καπιτάν Γκούρας, όστις μέ τό ξίφος εις χείρας διέσπειρε τήν φρίκην καί τον όλεθρον εις τους εχθρούς."


Πηγές: Παλαιών Πατρών Γερμανός

Πολεμικές συγκρούσεις στη Γράνα.

"ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ τότε εις τάς ζ' (Αύγουστου 1821) έφθασε καί ό Πρίγκηψ Κωνσταντίνος Καρατζάς εις τό Μεσολόγγι, όστις προ ήμερων τινών είχε φθάσει εις τό Νεόκαστρον, άλλα δυσαρεστηθείς τό νά έξέλθη εκεί, συμπαρέλαβε κάί τον Νέγρην Θεόδω­ρο ν, διατρίβοντα εκεί κάί μετέβησαν εις τό Μεσο­λόγγι νά ένωθώσι μετά του Μαυροκορδάτου. Έφερε δε κάί ό Καρατζάς μέρος πολεμικής ύλης κάί μερικά τουφέκια. Μεθ' ημέρας δέ τινας έφθασε και ό Άγγλος Γόρδων εις τά Τρίκορφα, κάί έφερε τέσσαρα κανόνια του κάμπου, μέρος μολύβδου κάι 250 τουφέκια. Εις δέ την πολιορκίαν της Τριπολιτζάς έγίνοντο συνεχείς άκροβολισμοί, όταν οί εχθροί έπλησίαζον προς τό μέρος τού στρατοπέδου των Ελλήνων, εις δέ τον κάμπον ελευθέρως έξήρχοντο καθ' ήμέραν σχεδόν έφιπποι και πεζοί, έχο­ντες μεθ' εαυτών γυναίκας κάι παιδία κα'ι φορτηγά ζώα, διά νά συνάξωσι τί βρώσιμον πλην οί Έλλη­νες δέν έδύναντο είς τον κάμπον νά τους βλάψωσι. διά νά τους περιορίσωσιν όποσούν. Όμως έσκαψαν δύο Γράνας είς άρκετόν μήκος, μίαν προς τό μέρος τής θέσεως του Στενού, κάί μίαν προς τό μέρος του Κάψια, όπου οί Έλληνες ιστάμενοι έμπόδιζον τους εχθρούς άπό τό νά έκτείνωνται περαιτέρω εις την πεδιάδα. Μίαν δέ νύκτα έξήλθεν ό Κεχαγιάς πανστρατιά προς τό μέρος του Κάψια, κα διαβάς την Γράναν έφθασε πλησίον του χωρίου Λούκα. Εκεί εύρε τινας στρατιώτας του Καπιτάν Δαγρέ κοιμωμένους, κάί έφόνευσέ τινας εξ αυτών, οι δέ λοιποί έφυγον έμβήκε δέ εις τό χωρίον, και έφόνευσεν ένα ιερέα καί τινας άλλους αδυνάτους ευρι­σκομένους εκεί έσύναξε δέ, όσους καρπούς εύρε και δεμάτια, κάί τά έφόρτωσαν κάί έπέστρεφον. Έλαβον δέ την είδησιν εγκαίρως οί Έλληνες και αμέσως ώρμησαν οί στρατιώται Καρυτινοί μετά του Κολοκοτρώνη κάι άλλοι τινές έκ τών άλλων στρατοπέδων, κάί προλαβόντες έπιασαν την Γρά­ναν ερχομένων δέ τών εχθρών νά περάσουν εκεί­θεν, συνεκροτήθη πόλεμος φρικτός· κάί επειδή άλλοθεν δέν έδύναντο νά περάσουν, μέ τό νά είχον όλα τους τά άλογα μαζί, ώρμησαν είς την Γράναν πολλάκις, και οί Έλληνες έφόνευον εξ αυτών, ώστε τέλος πάντων έμειναν έκεί φονευμένοι υπέρ τους διακόσιους· οί δέ λοιποί, άφού άφησαν πλή­θος φορτηγών ζώων έκεί, επέστρεψαν εις τήν Τριπολιτζάν κατησχυμένοι· μόλις διεσώθη καί ό Κεχαγιάς έκ τού κινδύνου ταύτου. Κάί πολεμικώς μεν τά πράγματα, άγκαλά κάί άτακτα, έπροχώρουν καλώς. Σύστασις δέ πολιτική ουδεμία υπήρχε, ουδέ κοινώς ουδέ κατά μέρος. Όθεν έγραψαν και έκ δευτέρου έκ Τρικόρφων προς τους Προκρίτους τής Πελοποννήσου κάί τών Νήσων, νά συνέλθωσι. Και άρχισαν να έρχονταί τινες εξ αυτών. "

Κάθοδος Ισμαήλ Πασά Πλιάσα με 2.000 Αλβανούς - Οι Έλληνες τους αναμένουν.

" Oi δέ Καπιτάνοι τών Ελληνικών πλοίων μαθόντες, ότι έτοιμάζετο ό εχθρικός στόλος νά έξέλθη από τά Δαρδανέλια και νά ένωθή μέ εκείνον όπου εύρίσκετο εις την Πρέβεζαν, απεφάσισαν νά ανα­χωρήσουν άπό τον Κορινθιακόν Κόλπον, επί προφάσει ότι δεν είχον τάς αναγκαίας τροφάς όθεν τή ιε' έφυγον, και έμειναν εντός του Κόλπου δύο Σπετζιώτικα και τρία Γαλαξιδιώτικα ώπλισμένα και περιέπλεον εις εκείνα τά μέρη. Ή φυγή τών πλοίων έτάραξε πολύ τους εις τά παράλια του Κορινθια­κού Κόλπου Έλληνας, και μάλιστα τους Γαλαξι-διώτας. οίτινες έφοβέριζον νά έμβουν εις τά πλοία τονς συν γυναιξί και τέκνοις. καί νά αναχωρήσουν εκείθεν. μέ το νά μην έδύναντο μόνοι τους νά άνθέξονν εις τας ενδεχομένας προσβολάς του εχθρικού στόλου πλην ή χρος την πατριδα τους αγάπη δεν τους έσυγχώρησε να ακολουθήσουν έν τοιούτον.
Ό δε Χουρσίτ Πασάς, μαθών την έπανάστασιν των Ακαρνάνων και τών Αιτωλών και την κυρίευσιν του Βραχωρίου, απέστειλε τον Ισμαήλ Πασάν Πλιάσα και άλλους Μπουλουκπασάδες μέ 2.000 περίπου Αλβανούς, διά νά έμβουν εις τήν Άκαρνανίαν και νά υποτάξουν τά έκεί μέρη. Όθεν τή ιή έφθασαν εις τό Μακρυνόρος· άλλ' έκείνην τήν όχυράν θέσιν είχον προκαταλάβει οί Καπιτάνοι Γώγος Μπακόλας και Ανδρέας Καραΐσκου μέ 150 περί­που στρατιώτας Έλληνας. Έκεί συνεκροτήθη λοιπόν μάχη πεισματώδης, τών μεν εχθρών επιμενόντων εις τό νά κυριεύσουν τήν διάβασιν, τών δέ Ελλήνων έναντιουμένων, ωστε τέλος πά­ντων, άφού έφονεύθησαν 100 περίπου τών εχθρών έβιάσθησαν νά όπισθοδρομήσωσιν, οί δέ Έλληνες τροπαιούχοι τους κατεδίωξαν εις ίκανόν διά­στημα. Άλλ' οί εχθροί, έχοντες σφοδράν έπιταγήν νά έμβωσιν εις τήν Άρκανανίαν και Αίτωλίαν, άφού έγιναν ικανός αριθμός, έδοκίμαζον και έξ άλλων μερών νά εισέλθουν. Όθεν συγχρόνως τότε έν σώμα έχθρικόν έφθασεν εις τό χωρίον λεγόμενον Αφτί, όπου εύρίσκετο ό Κ(απιτάν) Γιαννάκης Ράγκος μέ ολίγους στρατιώτας· έκεί συνεκροτήθη πόλεμος, και οί Έλληνες πολεμήσαντες γενναίως, έφόνευσάν τινας τών εχθρών, τους δέ λοιπούς έτρεψαν εις φυγήν. Τότε συνελήφθη αιχμάλωτος και ό Καπιτάν Πουλής (Κώστας), συμμαχών μετά τών εχθρών. Ταυτοχρόνως έλαβον τά όπλα και τά χωρία τών Τζουμέρκων και τά Κατζανοχώρια. Αλλά, μέ τό νά μήν είχον άλλοθεν πόθεν βοήθειαν, και μέ τό νά τους έλειπον πολλά αναγκαία, δεν έδυνύθησαν νά άνθέξουν και οί μεν χριστιανοί έφυγον εκείθεν έμβήκαν δέ οί έχθροί και τά έλεη­λάτησαν καί τά κατέκαυσαν. Οί δέ Σουλιώται μετά τών λοιπών Καπιταναίων της Ρούμελης απε­φάσισαν νά προκαταλάβουν όλας τάς στενάς θέ­σεις, διά νά εμποδίσουν τήν είσοδον τών εχθρών ε'ις εκείνα τά μέρη και ό μεν Κ(απιτάν) Μάρκος Μπότζαρης κατέλαβε τον 'Αγιον Δημήτριο ν, οί δέ Καπιτάν Γώγος (Μπακόλας), Μήτρος Κοτολίδας και Κωνσταντής Ράγκος κατέλαβαν τήν Πλάκα. Ο δέ Κ(απιτάν) Γιαννάκης Ράγκος τό Διπόταμον είς του Παπαστάθη."


Πηγές: Παλαιών Πατρών Γερμανός


Απομνημονεύματα

Οι Ναύαρχοι Βώκος και Μπότασης στον Κορινθιακό. Επαναστατικά δρώμενα των : Μακρή, Βαρνακιώτη Τσόγκα.

"ΕΙΣ ΔΕ ΤΑΣ 22 του αύτού μηνός έφθασαν εις τον Κόλπον τής Κορίνθου δεκαπέντε πλοία Ελληνικά μέ ναυάρχους τον τέ Άνδρέαν Βώκον Ύδραίον, και τον Κ(απιτάν) Μπότασην Σπετζιώτην, τά όποια ευθύς, όπου έφάνησαν, κατετρόμαξαν τά έκεί ευρισκόμενα εχθρικά, και κατέφυγον ύποκάτω του τείχους Ναυπάκτου, προς ασφάλειάν τους τά δέ Ελληνικά διέβησαν μεταξύ τών Καστελιών, κάί έφθασαν εις Ναύπακτον πλην δέν έδύναντο νά πλησιάσουν διά νά πολεμήσουν τά εχθρικά, επειδή έμποδίζοντο άπό τά κανόνια του Κάστρου όθεν άραξαν έκεί πλησίον, και τά είχον πολιορκημένα. Τότε λοιπόν, είς τάς 24 του αύτού, έλαβον τά όπλα κάί οι Άκαρνάνες και Αιτωλοί, οί­τινες πρότερον έμποδιζόμενοι άπό τον Κ(απιτάν) Βαρνακιώτην και άπό άλλους τινάς Προκρίτους τών έκεί μερών, αδιαφορούν και εις μέν τό Μεσο­λόγγι έμβήκεν ό Κ(απιτάν) Μακρής, πλην οί έκείσε ευρισκόμενοι ολίγοι Τούρκοι, συναινέσει τών Προ­κρίτων Μεσολογγιτών, έπρόλαβον και κατέφυγον εις τό Βραχώρι. Ό δέ Κ(απιτάν) Μακρής άφησε φρουράν έκεί κάί μετέβη εις τό Βραχώρι, όπου συνήχθησαν όλοι οί Καπιταναίοι και έπολιόρκησαν τους έκεί Τούρκους, ομοίως και τό χωρίον Ζαπάντι οί δέ Τούρκοι, κεκλεισμένοι εις τά οχυρά όσπίτια, άντεπολέμουν πλήν τέλος πάντων παρε­δόθησαν, εκτός του Γκούρκα Μπουλούκμπαση, όστις διά νυκτός έφυγεν εκείθεν μέ 150 περίπου Αλβανούς, και κατέφυγον εις τό Ζητούνι, Έκ δέ τών παραδοθέντων παρέλαβεν ό Κ(απιτάν) Βαρ­νακιώτης τριακοσίας περίπου ψυχάς ανδρών, γυ­ναικών και παιδίων, κάί τους έφύλαξεν εις τό Δραμαγέστον. Μαθόντες τό κίνημα τών Άκαρνάνων και Αιτωλών οί Αγάδες τών Αλβανών, σύμμα­χοι τών Σουλιωτών, έγραψαν έκ συμφώνου συγ­χαίροντάς τους ένεκα τούτου, και ειδοποιού)ντες τους, ότι αυτοί ώρμησαν εις την Τζαμουργιάν και έκυρίευσαν το Φανάρι, και προσκαλούντες τους νά ένωθούν εναντίον τών βασιλικών στρατευμά­των προς άπαλλαγήν του Άλή Πάσα και ευθύς ό μεν Κ(απιτάν) Τσόγκας έπολιόρκησε την Βόνιτζαν, οί δε Σουλιώται την Πρέβεζαν, και μέρος έξ αυτών κατέλαβον τα Πέντε Πηγάδια συμφώνως μετά τών Αλβανών.
Πηγές: Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Νέα Απειλή: Ο Ασλανάκος και 1500 Αλβανοί στην Πάτρα - Προς βοήθεια σπεύδουν Ζακύνθιοι και Κεφαλλήνες.

"Εις δέ την Άνατολικήν Ελλάδα μετά τον θάνα­τον του Κ(απιτάν) Διάκου, έπέρασεν έκεί ό (Καπιτάν) Όδυσσεύς μέ όγδοήκοντα περίπου στρατιώτας, διά νά όδηγήση τά στρατεύματα της Λεβαδείας. Περι δέ τάς αρχάς Μαίου (1821) ευρέθη εις τό Χάνι της Γραβιάς μέ τους 80, όπου έφθασεν έν σώμα έχθρικόν περίπου δυο χιλιάδων, όδηγούμενον άπό τον Όμέρ Πασά Βρυώνην, οίτινες περι­κύκλωσαν το χάνι καί άρχισαν από πρωίας τον πόλεμον μέχρι του εσπέρας· ώρμησαν πολλάκις οί εχθροί νά εισπηδήσουσιν εις τό χάνι, πλην δέν έδυνήθησαν, επειδή πανταχόθεν οί ολίγοι Έλληνες παρεφύλαττον τά κινήματα τών εχθρών, και άντέκρουον ισχυρώς· έπαυσεν ό πόλεμος μαζί μέ τό φως τής ημέρας, καί επειδή οί περικεκλεισμένοι Έλλη­νες μηδέ τροφ άς είχον μέσα είς τό χάνι. μηδέ πολεμικήν ύλην, ώρμησαν διά νυκτός και έφυγον διά μέσου τών πολιορκούντων εχθρών άβλαβώς. Έφονεύθησαν είς εκείνον τον πόλεμον υπέρ τους 150 τών εχθρών, έκ δέ τών Ελλήνων τρεις.
Είς δέ τό Μεσολόγγι έφθασαν και άλλαι δυνά­μεις έχθρικαί, 1.500 περίπου Αλβανοί, οδηγούμενοι άπό τον Άσλανάκον και άλλους Μπουλουκπασάδες, τους οποίους μετέφερον μέ τά πλοία των οί Μεσολογγίται είς τάς Πάτρας και ηύξησε ή έκεί τών εχθρών δύναμις αρκετά, ώστε μόνοι οί Πα­τραίοι στρατιώται δέν ήτον ικανοί νά προκαταλάβωσιν όλας τάς θέσεις, και νά εμποδίσουν ένδεχομένην τινά έξοδον τών έχθρών. Όθεν ό Παλαιών Πατρών έγραψε προς τον Άνδρέαν Ζαΐμην νά έπανέλθη είς την πρώτην του θέσιν διά νά ενδυναμώ­σουν τά αναγκαία μέρη. Έν τοσούτω άρχισαν νά μεταβαίνουν και έκ τών Ιονικών νήσων είς την Πε-λοπόννησον στρατιώται καί, μέ όλον όπου ή Διοίκησις τους έμπόδιζεν αυστηρώς, εκείνοι όμως ζήλω κινούμενοι κατεφρόνουν καί τάς προσταγάς και τάς άπειλάς της Διοικήσεως. Όθεν μετέβησαν έκ μεν της Ζακύνθου μέχρι τών 150, οίτινες αμέσως έπέρασαν είς τό στρατόπεδον τών Πατρών και διωρίσθησαν είς την θέσιν Ζωητάδα υπό την όδηγίαν του Καρατζά έκ δέ της Κεφαλληνίας 300 περίπου, περί ών διώρισεν ό Παλαιών Πατρών τον Γεώργιον Σισίνην νά τους βαστάξη έκεί είς τήν Γαστούνην, όπου οίκονομούντο εύκολώτερον αί τροφαί. Έφερον δέ μεθ' εαυτών και τινά εφόδια πολεμικά καί τέσσαρα κανόνια, τά όποια έμελλον νά χρησιμεύ­σουν είς τήν μελετωμένην πολιορκίαν του Λάλα.
Οί δέ Λαλαίοι είς τάς 10 Μαΐου (1821) έξήλθον πανστρατιά διά νυκτός είς τό Λαντζόϊ, όπου ήσαν τοποθετημένοι οί Καμπασαίοι μέ ολίγους στρατιώ­τας, τους έπεριεκύκλωσαν και άρχισαν τον πόλε­μον. Μαθόντες δέ τούτο οί τέ Πυργιώται Έλληνες, οδηγούμενοι άπό τον Κ(απιτάν) Χαραλαμπάκην, και τινές Άρκάδιοι έτρεξαν είς βοήθειάν τους· συνεκροτήθη πεισματώδης ό πόλεμος, και οί Έλλη­νες έπροχώρουν καλώς· πλην κακή τύχη ό Κ(απιτάν) Χαραλαμπάκης (Βιλαέτης) και είς Άρκάδιος Καπιτάνιος (Μέλιος) μέ ολίγους στρατιώ­τας ευρισκόμενοι είς τον κάμπον του Σμίλα, περιεκυκλώθησαν άπό τήν καβαλαρίαν τών εχθρών, και μη έχοντες τρόπον νά καταφύγωσιν είς όρεινόν μέρος, έπιασαν μερικά χαντάκια είς τον κάμπον και εκείθεν άντέκρουον είς τάς ορμάς τών εχθρών έπολέμησαν έκεί ώρας ικανάς· άλλά, μέ τό νά μην ήτον δυνατόν νά τους υπάγη άλλοθεν βοή­θεια, και οί έχθροί όντες ιππείς και πολλοί, τους είχον στενά περικυκλωμένους, δέν έδυνήθησαν πλέον νά άνθέξουν, και έκεί έφονεύθησαν και οί Καπιταναΐοι και 25 περίπου στρατιώται, αφού και αυτοί οί γενναίοι έφόνευσαν έκαστος δύο ή τρεις, τών εχθρών."
Πηγές: Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

ΒΑΛΤΕΤΤΣΙ: Ηρίστευσεν εις τούτον τον πόλεμον ο Καπ. Κυριακούλης...έδειξε...γενναιότητα,επιδεξιότητα."


"Ό δέ Πετρόμπεης, διατρίβων είς Καλαμάταν, έγραψεν εις όλους τους Προκρί τους τής Πελοπον­νήσου, ότι είναι ανάγκη νά συνέλθωσιν είς έν τών μεσογείων μερών, και νά συσκεφθώσι, τίνι τρόπω νά βάλωσι τά πράγματα είς όπωσούν ευταξίαν, και νά οίκονομηθώσι χρήματα διά μισθούς τών Μανιατών, οίτινες δεν ήθελον καθ' ούδένα τρόπον νά έκστρατεύσωσιν άνευ χρημάτων. Όθεν απεφά­σισαν νά υπάγουν τινές τών Προκρίτων, άλλ' επειδή έν τοσούτω είχεν έμβει ό Κεχαγιάς είς τήν Τριπολιτζάν και ή δύναμις τών έχθρών ηυύξησε, και έφοβούντο οί τήν Τριπολιτζάν πολιορκούντες. μήπως έκστρατεύσωσιν οί έχθροί πανστρατιά είς τάς πέριξ επαρχίας, οί δέ Έλληνες, κατέχοντες πολλάς θέσεις, ήσαν διεσκορπισμένοι. ώστε δεν έδύναντο νά άνθέξωσιν είς τέ πλήθος τών εχθρών, είς οποιονδήποτε μέρος ήθελεν ορμήσουν, διά τούτο έπροσκάλεσαν όλας τάς δυνάμεις τής Πελο­ποννήσου νά υπάγουν έκεί, και νά ενδυναμώσουν τάς θέσεις. Όθεν απήλθε και ό Ανδρέας Ζαΐμης μετά τών στρατιωτών του έκεί, και ήνώθησαν μετά του Σωτηρίου Χαραλάμπους και Σωτηρίου Θεοχαροπούλου, και έπλησίασαν είς τό στρατόπεδον τών Καρυτινών, ότε κατά τάς 12 Μαΐου έξήλθεν ό Κεχαγιάς και ό Κιαμήλμπεης μέ έξ χιλιάδας περί­που στρατιώτας, και διευθύνθη είς τό Βαλτέτζι, όπου ήτον έστρατοπεδευμένοι ό Καπιτάν Κυριακούλης και ό υιός του Πετρόμπεη Ιωάννης μέ μερι­κούς Μανιάτας, και τινές Καπιταναίοι έκ τής επαρχίας Τριπολιτζάς και Λεονταρίου μέ τους στρατιώτας των, συμποσούμενοι όλοι περί τους χί­λιους. Έκεί λοιπόν τους έπεριεκύκλωσαν πανταχόθεν οι εχθροί. Ο δέ Κεχαγιάς έστησε το τζατήρι του, και έτοποθέτησε τά κανόνια του εναντίον των Ελ­λήνων, με άπόφασιν να τους εξολοθρεύση, και έπειτα νά προχωρήση εις τάς επαρχίας, να διάλύση όλας τάς πολιορκίας και να ύποτάξη την Πελοπόννησον. Άλλ' οί Έλληνες, καί τοι πανταχόθεν περι­κυκλωμένοι, άντέστησαν γενναίως, και διήρκεσεν ό πόλεμος δύο ημέρας και μίαν νύκτα. Έπρόφθασεν εγκαίρως βοήθεια εις τους Έλληνας ότε ό Καπιτάν Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ό Καπιτάν Δημήτριος Κολιόπουλος με τούς Καρυτινούς στρατιώτας, έκτύπησαν πλαγίως τούς εχθρούς καί τέλος πάντων τούς έτρεψαν εις φυγήν εξαίσιο ν, ώστε άφησαν εκεί καί τά τζατήρια, και τά κανόνια και όλας των τάς άποσκευάς, τά όποια έκυρίευσαν οί Έλληνες, οίτινες τούς κατεδίωξαν έως πλησίον της Τριπολιτζάς, και έφόνευσαν έξ αυτών υπέρ τούς διακόσιους έκ δέ των Ελλήνων ολίγοι έφονεύθησαν. Ήρίστευσεν εις τούτον τον πόλεμον ό Καπιτάν Κυριακούλης, μέ τό νά έδειξε καί γενναι­ότητα και επιδεξιότητα. Ούτος ό πόλεμος εμψύ­χωσε τούς Έλληνας κατά πολλά, και απεφάσισαν νά πλησιάσουν εις την Τριπολιτζάν, και νά κάμουν στενωτέραν την πολιορκίαν."
Πηγές:
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Επαναστατικά δρώμενα. Ο Κεχαγιάς 3500 χιλ. Αλβανοί και 800 Τούρκοι εισέρχονται στην Τρίπολη."



Κατ' έκείνας τάς ημέρας ύψώθη ή Ελληνική ση­μαία, και εις τάς νήσους Ύδραν, Σπέτζας και Ψαρά, επειδή πρότερον δεν ητον σύμ φωνοι όλοι εις τούτο άλλ' οί μεν Σπετζιώται καί Ψαριανοί ήσαν έτοιμοι, οί δε Πρόκριτοι Υδραίοι έδυσκολεύοντο έξ αίτιών τι νών, πλήν τέλος πάντων άπεφάσιαν και εκείνοι έκόντες άκοντες, επει δή ό λαός κινούμενος καί οδηγούμενος από τον Καπιτάν Άντώνι ον (Οικονόμου) ήγέρθη εναντίον των Προκρίτων, και τους έβία σε νά καταβάλωσι μίαν ίκανήν ποσότητα χρηματικήν δια μι σθούς, και νά έτοιμάσωσι τά πλοία, ώστε έκ συμφώνου αί τρεις Νήσοι έξεκίνησαν ικανά πλοία διά τό Αιγαίον Πέλαγος. Και πρώτοι οί Σπετζιώται έκυρίευσαν εις τον λιμένα της Μήλου τρία εχθρικά πλοία, μίαν κορβέταν, εν μπρίκι, και εν τρασπόρτον. Όμοίως και τά λοιπά Ελληνικά έπέτυχον τότε πολλά έκ τών εχθρικών καί βασιλιά καί εμπορικά περιπλέοντα άπροφυλάκτως, και τά έκυρίευσαν και λάφυρα πολλά ελαβον, και έπροξένησαν μέγαν τρόμον εις τους εχθρούς. Άλλ' επειδή ήτον αναγκαία πλοία τινά διά τήν πολιορκίαν τών παραλίων φρουρίων τής Πελο­ποννήσου, έγραψαν προς τους Προκρίτους τών νήσων και οί Αρχηγοί τών Πατρών άποστείλαντες τον Ήβον Ρήγαν, και οί Άρχηγοί τής πολιορκίας της Τριπολιτζάς, άποστείλαντες τον Έπίσκοπον Έλους, παρακινούντες τους νά στείλουν μερικά πλοία εις πολιορκίαν τών μεσημβρινών φρουρίων τής Πελοποννήσου και εις τον Κορινθιακόν Κόλπον, όπου ή ανάγκη ητον μεγάλη, επειδή εκείθεν έπαπειλείτο ή Πελοπόννησος από τάς έν Ήπείρω έχθρικάς δυνάμεις· πλήν δεν είσακούσθησαν. Οί δε έν Τριπολιτζά εχθροί τή ιδ' Απριλίου μαθόντες ότι έστρατοπέδευσαν εις τό χωρίον Λεβίδι ό τέ Σωτή­ριος Χαραλάμπης και ό Σωτήριος θεοχαρόπουλος μετά 500 περίπου Καλαβρυτινών στρατιωτών, και ό Παναγιώτης Αρβάλης μετά τινών στρατιωτών έκ τής επαρχίας Τριπολιτζάς έξήλθον περίπου δυο χι­λιάδες έφιπποι, και έφθασαν εκεί και οί μεν άρχη­γοί τών Ελλήνων έπρόλαβον, και κατέφυγον εις τά πλησίον ορεινά μέρη, παραιτήσαντες όλα των τά πράγματα ολίγοι δέ τών στρατιωτών έμειναν κε­κλεισμένοι εις τινά όσπίτια, και συνεκρότησαν μάχην μετά τών έχθρών, οίτινες ώρμησαν μέσα εις τό χωρίον, και έπροσπάθουν νά κατακαύσωσι τους κεκλεισμένους Έλληνας· πλήν εκείνοι πολεμούντες ανδρείως έφόνευσαν εκατόν περίπου τών έχθρών, οί δέ λοιποί έφυγον κατησχυμένοι· ήρίστευσε δέ εις τούτον τον πόλεμον ό Κουλός Πετιμεζάς, ό Ανα­γνώστης Στριφτόμπολας, όστις και έφονεύθη, και ό Σπύρος Νεζερίτης. Ό δέ Πετρόμπεης έστοχάσθη νά άποστείλη εις τήν Τριπολιτζάν και νά ζητήση άνταλλαγήν τών αίχμαλώτων Τούρκων μετά τών φυλακισμένων Αρχιερέων και Προεστώτων, και διωρίσθη ό Γερά­σιμος διδάσκαλος έκ Καλαμάτας, όστις και απήλθε τη 16 Απριλίου μέ γράμματα περί τούτου εις τους έν Τριπολιτζά Αγάδες· έγραψε δέ και εις όλα τά μέρη, όπου ήτον αιχμάλωτοι Τούρκοι, ότι νά δοθώσιν, άν συμφωνηθή ή ανταλλαγή· πλήν ουδέν κατορθώθη, μέ τό νά μή συγκατένευσεν εις τούτο ή Διοίκησις ή έν Τριπολιτζά. Συγχρόνως τότε κατά τήν 17 Απριλίου ευρισκόμενος εις τον λιμένα τής Ζακύνθου, ό Καπιτάν Όρλόφ μέ τό πλοίον του, είδε νά περνά εκείθεν έν ίμπρίκι Τούρκικον, όθεν παρακινηθείς από τους έκεί ομογενείς, και φιλοτι­μηθείς, έκινήθη εναντίον του προς ναυμαχίαν, τό έφθασε, και τό ήκολούθησεν έως εις τάς νήσους Όξείας πολέμων, ώστε του έπροξένησε πολλήν ζημίαν, και έφόνευσε πολλούς έκ τών έχθρών.
Κατά τήν εβδομάδα τής Διακαινησίμου έφθασεν εις τό Μεσολόγγιον και ό Μουσταφάμπεης, Κεχα­γιάς τού ήγεμόνος τής Πελοποννήσου Μεχμέτ Πασά, μετά τριών χιλιάδων και πεντακοσίων περί­που Αλβανών τους μετεβίβασαν ευθύς μέ τά πλοία των οί Μεσολογγίται εις τό Καστέλι τών Πατρών, και χωρίς άναβολήν έστράτευσαν διά τήν Βοστίτζαν, τήν οποίαν και κατέλαβον διόλου άπροφύλακτον, και τήν κατεπυρπόλησαν, οί δέ έκείσε Έλληνες, προλαβόντες τροφάς ίκανάς, και εκείθεν έξέδωκεν ό Κε­χαγιάς γράμματα αφέσεως, προσκαλών τούς τέ Βοστιτζιάνους και Καλαβρυτινούς Έλληνας, διά νά υπάγουν νά προσκυνήσουν καί, επειδή ήτον άδηλον, ποίαν όδόν θέλει εξακολουθήσουν οί εχθροί, τήν διά Κόρινθον, ή τήν διά Καλάβρυτα, έγραψαν οί Καλαβρυτινοί προς τον Άνδρέαν Ζαΐμην νά προφθάση, μέ όσους στρατιώτας έχει, διά νά προκαταλάβουν τά στενά τού δρόμου τών Καλαβρύ­των, όστις ευθύς έτρεξε προς εκείνο τό μέρος, και έφθασεν εις τό μοναστήρια τών Ταξιαρχών. Κατέ­λαβον δέ και οί λοιποί Καλαβρυτινοί τάς αναγ­καίας θέσεις, και παρετήρουν τά κινήματα τών έχθρών. Έκ δέ τών Βοστιτζιάνων ουδέ ψυχή έφαίνετο, επειδή διεσκορπίσθησαν άπαντες, ένθεν κακείθεν. Μίαν δε των ημερών πεντακόσιοι περίπου τών εχθρών ώρμησαν προς τό μέρος του μοναστη­ρίου των Ταξιαρχών, και έφθασαν είς τό χωρίον Βόβοδα, όπου ήταν έστρατοπεδευμένος ό Ανδρέας Ζαΐμης, του οποίου οι στρατιώται μέ τό να έλιποτάκτησαν, κάί έμεινε με ολίγους, περιεκυκλώθη ύπό τών έχθρών, και έκινδύνευσε μ' όλον τούτο εκείνοι οί ολίγοι άντέστησαν είς την όρμήν τών εχθρών, και πολεμούντες έτραβήχθησαν είς άσφαλέστερον μέρος. Έφονεύθησαν δε είς έκείνην την μάχην δυο τρεις τών εχθρών και άλλοι τόσοι τών Ελλήνων.
Κατά δέ την 20 Απριλίου έστράτευσαν οί εχθροί δια την Κόρινθον, φέροντες μεθ' εαυτών και ίκανόν αριθμόν ζώων όπου έκυρίευσαν είς τό πε­δίον της Βοστίτζης καί, άφού έπέρασαν όλα τα στενά του δρόμου ανεπηρέαστοι, έφθασαν είς την Κόρινθον οί δέ πολιορκούντες έκείνην την Άκρόπολιν Κορίνθιοι, Δερβενοχωρίται και Πορώται, ίδόντες μακρόθεν τους εχθρούς, έφυγον, κάί άφη­σαν την πόλιν της Κορίνθου έρημον. Ό δέ Γρηγόριος Δίκαιος, όστις τότε ευρέθη εκεί, κατέκαυσε τό ώραίον παλάτι του Κιαμήλμπεη και άνεχώρησεν είς τό χωρίον Σοφικόν, όπου έκαμεν έφοδον είς ένα πυργον, έν ώ είχον πεφυλαγμένον τό πράγμα των ό τέ Θεοδωράκης Βλασόπουλος, ό Θεοχαράκης Ρέντης, κάί άλλοι Έλληνες, κάί έλαφυραγώγησεν ικανά. Τότε ή μήτηρ τού Κιαμήλμπεη, βλέπουσα τό παλάτι καιόμενον, έφόνευσε τον Άνδρέαν Νοταράν, εύρισκόμενον ένέχυρον είς την Ακρόπολιν.
Ό δέ Κεχαγιάς, έφοδιάσας τό φρούριον της Κο­ρίνθου μέ τροφάς καί μέ στρατιώτας, έστράτευσε δια τό Άργος, όπου οί έκεί ευρισκόμενοι Έλληνες, τόσον εντόπιοι, όσον και Κρανιδιώται, κάί τινές Σπετζιώται, απεφάσισαν νά προσμείνουν τους εχθρούς είς τό έξωθεν του Άργους τείχος, και νά τους πολεμήσουν, νομίζοντες, ότι είναι ολίγοι άλλ', άφού τους είδον μακρόθεν πολλούς, κατέφυγον είς τό όρος και άφησαν την πόλιν του Άργους έρημον κάί μέρος μέν τών γυναικών και παιδίων έμειναν κεκλεισμένοι είς τό μοναστήριον της Κατακεκρυμμένης μέ όλιγίστους στρατιώτας, μέρος δέ είς τό παλαιόκαστρον του Άργους. Οί δέ εχθροί καταδιώξαντες τους Έλληνας, και φονεύσαντες τινάς έξ αυτών, έν οίς ήν και ό υιός της Μπομπουλίνας, έκυρίευσαν την πόλιν, κάί έπολιόρκησαν τό τέ μοναστήριον κάί τό φρούριον κάί οί μέν του μο­ναστηρίου ύστερημένοι διόλου τών αναγκαίων, κάι μή έχοντες τόπον νά φύγουν παρεδόθησαν είς τους εχθρούς οί δέ του φρουρίου έφυγον διά νυ­κτός κάί έσώθησαν. Έφθασαν κατόπιν έκεί οί Καπιταναίοι Πετιμεζάς και Σκαλτζάς, κάί άλλοι, μέ χιλίους περίπου στρατιώτας Έλληνας άλλ' επειδή δέν έπρόφθασαν έν καιρώ προς βοήθειαν του Άργους, διωρίσθησαν νά προκαταλάβουν τά στενά τά μεταξύ Άργους κάί Τριπολιτζάς, διά νά εμποδίσουν την διάβασιν τών εχθρών πλην δέν τό ήκολούθησαν προβάλλοντες, ότι τους έλειπον τά αναγκαία. Όθεν ό Κεχαγιάς, όςάφού διέταξε τά του Άργους, και έσύστησεν έκεί ένα Προεστώτα, καί έδωσε γράμμα αφέσεως είς τούς παραδοθέντος, κατέκαυσε τά καλά όσπίτια τών Ελλήνων, και ούτως έστράτευσε διά την Τριπολιτζάν συνωδευμένος κάί μετά 800 περίπου εντοπίων Τούρκων, οίτινες έκ της Τριπολιτζας μετέβησαν είς τό Άργος επίτηδες, διά νά τον προπαντήσουν κάί νά τον συνοδεύσουν διέβησαν δέ άπό τον δρόμον το Τουρνικιού ανεπηρέαστοι, κάί εισήλθον είς την Τριπολιτζάν περί τάς αρχάς Μαΐου, φέροντες μεθ' εαυτών πλήθος λαφύρων έκ της Βοστίτζης, Κορίν­θου κάι Άργους."
( O Αρχιστράτηγος Θ. Κολοκοτρώνης ήλθε στην περιοχή, με τα Μανιάτικα Στρατεύματα από τον Απρίλη-Μάη του 1821).
Πηγές:
Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Απομνημονεύματα

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Επαναστατικές Ενέργειες Στο Μοριά - Ισούφ Πασάς - Φ. Γκριν.

"ΕΚ ΤΟΙΟΥΤΩΝ λοιπόν συμβεβηκότων φοβηθέντες οί έν Καλαβρύτοις Τούρκοι, έκλείσθησαν όλοι συν γυναιξί και τέκνοις εις δυο πύργους κάί έκεί έστοχάζοντο νά διαφυλαχθούν, έως ότου νά τούς προφθάση άλλοθεν βοήθεια. Εις δε τήν Τριπολιτζάν, γνωστών γενομένων των τοιούτων, εύθύς έφυλάκωσαν τούς Αρχιερείς και Προεστώτας και έξηγριώθησαν οί Τούρκοι εναντίον τών Ελλήνων, έπαπειλούντες γενικόν όλεθρον. Ωσαύτως και έν Πάτραις Τούρκοι, μαθόντες τά τοιαύτα, έμβασαν ευθύς τάς φαμίλιας των εις τό Κάστρον είτα τή κα' Μαρτίου έξήλθον ένοπλοι εις τήν άγοράν τής πό­λεως, και περιεκύκλωσαν πρώτον τό όσπίτιον του Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, όπου ύπώπτευον ότι ευρίσκονται έναποτεθειμένα άρματα· άλλά, με τό νά εύρον κεκλεισμένος τάς πόρτας, άρχισαν τον πόλεμον έξωθεν, και τού έφόνευσαν εις τό παραθυρον έναν άνθρωπον έπειτα έβαλον πυρκαϊάν εις τά πέριξ όσπίτια. Εις δέ τήν Μητρόπολιν δεν έτόλμησαν νά πλησιάσουν, νομίζοντες ότι εύρίσκοντο μέσα Έλληνες κεκρυμμένοι· έκτυπούσαν όμως άπό τό Κάστρον με τά κανόνια τόσον τήν Μητρόπολιν, όσον και άλλα όσπίτια, ή δέ πυρκαϊά έκτανθείσα κατέκαυσεν ικανά όσπίτια, ότε τινές τών Ελλήνων όπλισθέντες έξήλθον εις τούς δρόμους, οί δέ Τούρ­κοι ευθύς έκλείσθησαν εις τό Κάστρον. Βλέποντες δέ οί Πατραΐοι "Ελληνες, ότι πλέον δεν επιδέχεται θεραπείαν τό πράγμα, τάς μέν φαμίλιας των έβγαλον έξω τής πόλεως, έγραψαν δέ εις τά Νεζερά προς τον Π. Πατρών, ό τε Νικόλαος Λόντος, ό Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και άλλοι τινές, νά προφθάση εις βοήθειαν, ότι κινδυνεύει όλη ή πόλις. Όθεν αμέσως ό Π. Πατρών και ό Ανδρέας Ζαΐμης έγραψαν προς τούς Καπιταναίους Κουμανιώτας νά τρέξουν, μέ όσους ανθρώπους έχουν τήν δέ έπιούσαν ήμέραν έκίνησαν και αυτοί, έχοντες περίπου πεντακόσιους στρατιώτας, και έμβήκαν εις τάς Πά­τρας· κάί ευθύς έγινε στενότατη πολιορκία τών Τούρκων εις τό φρούριον. Κατά δέ τάς πρώτας προσβολάς έφονεύθησαν τινές τών εχθρών, ότε ήρίστευεν ό τέ Παναγιώτης Καραντζας και ό Σταμά­της Κουμανιώτης, όστις έφονεύθη, κακή τύχη, τήν πρώτην ήμέραν τής εισόδου του. Καί, επειδή πλέον ή σκηνή ήνεώχθη, έγραψαν ευθύς οί Αρχηγοί τής τών Πατρών πολιορκίας άποστείλαντες και ανθρώπους εις τον Πετρόμπεην, εις τούς Δεληγιανναίους, εις τήν Γαστούνην κάί εις άλλα μέρη τής Πελοποννήσου, δίδοντες τήν είδησιν τών συμβεβηκότων και παρακινούντες τους νά μήν αναβάλουν τον καιρόν, ότι πλέον άλλη θερα­πεία δέν είναι ότε πρώτοι οί Μανιάται μετά τοΰ Πετρόμπεη έμβήκαν εις τήν Καλαμάτα και ήχμα-λώτισαν τον έκεί Βοεβόδαν Άρναούτογλουν και άλλους τινάς Τούρκους εύρεθέντας έκεί. Εις δέ τά Καλάβρυτα έπολιόρκησαν εις τούς πύργους τούς έκεί Τούρκους, οίτινες μετά ολίγων ημερών άνθίστασιν παρεδόθησαν μέ συνθήκας. Εις δέ τήν Καρύταιναν μετέβη ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έκ τής Μάνης, κα ενωθείς μετά τών Δεληγιανναιων έλαβον τά όπλα. Όμοίως και είς τήν Γαστούνην και εις άλλας επαρχίας διεθόθη τό πνεύμα τής Επαναστά­σεως, και ώπλίζοντο οί Έλληνες. Όθεν οί Τούρκοι τής Πελοποννήσου, μαθόντες τά τοιαύτα, έκυριεύθησαν άπό μέγαν φόβον, και οί μέν Μπαρδουνιώται, κάί Μυστριώται κα Λεονταρίται, και Άνδρουσιάνοι Τούρκοι μετέβησαν άπαντες είς τήν Τριπολιτζάν συν γυναιξί κάί τέ­κνοις ανεπηρέαστοι· όμοίως κάί οί Άργείοι είς τό Ναύπλιον, και οί Άρκαδινοί εις τήν Μοθώνην και Κορώνην οί δέ Βοστιτζιάνοι μετέβησαν είς τον Σάλωνα· οί δέ Γαστουναίοι έστοχάσθησαν νά καταφύγουν είς τό Λάλα, πλήν, μέ τό νά τούς έκτύπησαν καθ' όδόν τίνες στρατιώται Έλληνες, επέστρεψαν και έκλείσθησαν εις τό παλαιόκαστρον Χλουμούτζι, όπου ύστερημένοι τροφών ήθελε πα­ραδοθούν, πλην μαθόντες τούτο οί Λαλαϊοι έστράτρευσαν προς εκείνο τό μέρος, τους απήλλαξαν της πολιορκίας, και τους μετέφερον είς τό Λάλα συν γυ­ναιξί και τέκνοις οί δέ Φαναρίται Τούρκοι έκίνησαν δια την Τριπλιτζάν, πλην καθ' όδόν τους παρεφύλαττεν εν σώμα στρατιωτών Ελλήνων, τους έκτύπησε και έφόνευσε πολλούς έξ αυτών, οί δε λοι­ποί βιασθέντες έκλείσθησαν είς τό Παλαιόκαστρον της Καρυταίνης, όπου ήσαν και οί Καρυτινοί. Έκεί λοιπόν συνήχθησαν τα στρατεύματα της Καρυταί­νης, ικανοί Μανιάται μετά του Ηλία, υίού τού Πετρόμπεη, οί Λεονταρίται μετά τών Καπιταναίων Νικήτα Σταματελοπούλου κάί Αναγνωσταρά, οί Κουτζιουκμανιώται μετά του Κ(απιτάν) Κεφάλα κάί Παπατζονόπουλου, συμποσούμενοι όλοι μέχρι τών πέντε χιλιάδων, κάί έπολιόρκησαν στενά τό φρούριον της Καρυταίνης, τό όποιον κείται μεν είς όχυράν θέσιν, πλην άνεφοδίαστον διόλου, και παρημελημένον. Όθεν οί πολιορκούμενοι έκ της ελλεί­ψεως τών αναγκαίων ήθελε παραδοθούν, εάν δεν τους έπράφθανεν έν καιρώ βοήθεια έκ της Τριπολιτζάς εξακόσιοι περίπου έφιπποι Τούρκοι, οίτινες, ευθύς όπου έμβήκαν είς τον κάμπον της Καρυταί­νης, έβαλον πυρκαϊάν είς πολλά χωρία.
Οί δέ Έλληνες, ασυνήθιστοι τότε κατ'αρχάς τό νά άντιπαρατάττωνται εις πόλεμον, έφυγον άπα­ντες είς τά ορεινά μέρη της Καρυταίνης, και άφη­σαν μεμονωμένους τους έκεί Αρχηγούς, ώστε έβιάσθησαν και εκείνοι νά φύγουσι παραιτήσαντες κάί τά άλογα των, κάί ό,τι άλλο είχον οί δέ έκ Τριπολιτζάς εχθροί, παραλαβόντες και τους πο­λιορκημένους είς την Καρύταιναν συν γυναιξί και τέκνοις, και πλήθος ζώων συνάξαντες έκ του κάμ­που, μετέβησαν είς την Τριπολιτζάν ανεπηρέαστοι. Είς δέ τάς Πάτρας έξηκολούθει καλώς ή πολιορκία, κάί έστενοχωρήθησαν τόσον οί εχθροί, ωστε δεν έδύνατο ουδέ νά προκύψουν από τά τείχη συνήχθησαν δέ έκ τών χωρίων ίκανοί στρατιώται είς τάς Πάτρας· ομοίως ηλθεν έκεί και ό Ανδρέας Λόντος μέ 200 περίπου στρατιώτας. Διώρισαν δέ οί Αρχηγοί έργάτας, και έσκαπτον λαγούμι πλησίον είς την πόρταν του φρουρίου, τό όποίον έπροχώρει καλώς έπέτυχον δέ και πέντε κανόνια άπό τά έκεί ευρισκόμενα πλοία, και έκαμαν μπαταρίαν πλη­σίον του τείχους κάί τά πάντα έπρόβαινον καλώς. Έν τοσούτω οί Αρχηγοί έγραψαν έπιστολάς προς
ένα έκαστον τών έκεί ευρισκομένων Κονσόλων, παριστώντες τά δίκαια, άτινα τους έβίασαν νά λά­βουν τά όπλα κατά τών τυράννων, κάί ότι σέβον­ται τάς Διοικήσεις των, και ότι ελπίζουν την παρά τών Βασιλέων των φιλάνθρωπον κάι χριστιανικήν ύπεράσπισιν, και τους παρεκάλουν νά κάμουν γνωστά τά δίκαια τών Ελλήνων οί δέ Κόνσολοι άπεκρίθησαν έκαστος, ότι θέλει κάμουν τό χρέος των. Έξέδωκαν δέ οί Αρχηγοί και προκηρύξεις είς τους Έλληνας προτρεπτικάς, δι' ων τους ένθύμιζον την προπατορικήν εύγένειαν κάί άνδρείαν. Τούτον ούτως εχόντων έμαθον οί έν Πάτραις Αρχηγοί, ότι ό έκ Σερρών Ίσούφ Πασάς ήρχετο έξ Ιωαννίνων μέ ολίγας δυνάμεις, και έπλησίαζεν είς τό Μεσολόγγιον, όθεν ευθύς απέστειλαν γράμ­ματα προς τέ τους Μεσολογγίτας και Γαλαξιδιώτας, γράφοντες τους, ότι, αν δεν τους τό συγχωρή ή κατάστασίς των νά λάβωσι τά όπλα κατά του έχθρού, καν νά στείλωσιν όλα τους τά πλοία είς τά παράλια της Πελοποννήσου, δια νά μην εύρουν οί έχθροί εύκολον την διάβασιν είς την Πελοπόννησον, και ευκόλως ημπορούν νά προφασισθούν, ότι, μέ τό νά έτυχον τά πλοία τους είς την Πελοπόννησον δι' υποθέσεις εμπορικός, οί Πελοποννήσιοι επαναστάτες τά έκράτησαν βιαίως· τά δέ έξοδα τών πλοίων τους θέλει νά πληρωθούν. Όθεν οί μέν καλοί Γαλαξιδιώται ευθύς έλαβον τά όπλα, και ήτοίμασαν τά πλοία των εναντίον τών εχθρών οί δέ Μεσολογγίται ούδέτερον τούτων έπραξαν, άλλ' ύπεδέχθησαν τον Ίσούφ Πασά, τον ώδήγησαν κάί μετεβίβασαν τό πλείστον μέρος τών στρατευμάτων του δια τών πλοίων τους είς τό Κα­στέλι της Ρούμελης· εκείνος δέ μετέβη έκεί δια ξηράς. Απεφάσισαν οί έν Πάτραις Αρχηγοί νά άποστείλωσι στρατιώτας νά προκαταλάβουν τά στενά της Κακής Σκάλας, δια νά κτυπήσουν τον Ίσούφ Πασά· πλην μηδέ τούτο τους τό έσυγχώρησαν οί Ρουμελιώται, Όθεν, ευθύς όπου έφθασεν ό Ίσούφ Πασάς είς τό πέρα Καστέλι, απέστειλε ένα άνθρωπόν του μέ γράμμα φιλικόν προς τους Αρ­χηγούς τών Ελλήνων, ένώ τους ήρώτα, ποίον αί­τιον τους έβίασε νά κάμουν έν τοιούτον κίνημα, καί, αν είναι ή αιτία άπό τους Τούρκους, νά παύσωσι μέν τών τοιούτων κινημάτων, νά γράψωσι δέ προς αυτόν τους αιτίους, καί εκείνος θέλει τους παιδεύσει, καί θέλει διορθώσει τά πράγματα, και ύπέσχετο ενόρκως άμνηστίαν και άφεσιν τών προ-γεγενημένων. Οί δέ Αρχηγοί άπεκρίθησαν προς αυτόν, ότι ή μέν αιτία είναι βέβαια άπό τους
Τούρκους, πλην αυτοί, άφ' ου άπαξ έλαβον τα όπλα, απεφάσισαν η νά έλευθερωθώσι της τυραν­νίας των Τούρκων, ή νά άποθάνωσι. Τοιαύτην άπόκρισιν λαβών ό Ίσούφ Πασάς, άρχισε νά περνά εις τό Καστέλι της Πελοποννή­σου μέ τους στρατιώτας του. Μαθόντες δε τούτο οί έν Πάτραις Έλληνες, διώρισαν τετρακόσιους περίπου στρατιώτας νά φυλάττωσι τον δρόμον τον μεταξύ Πάτρας και Καστελίου και άν δοκιμάση ό Ίσούφ Πασάς νά μεταβή εις Πάτρας, νά δώσωσιν είδησιν εις τους Αρχηγούς, δια νά απο­στείλουν και άλλην ίκανήν δύναμιν νά τον εμπο­δίσουν. Άλλά οί διωρισμένοι εις την διαφύλαξιν του δρόμου έστάθησαν εκεί μίαν μόνην ήμέραν, και έπειτα λιποτακτήσαντες επέστρεψαν εις Πά­τρας, χωρίς νά δώση τις έξ αυτών είδησιν εις τους αρχηγούς, διά νά αποστείλουν άλλους εις την δια­φύλαξιν του δρόμου ή δε αιτία της λιποταξίας των ήτον ή λαφυραγωγία, επειδή οί Τούρκοι μόνον τά ελαφρά πράγματα έμβασαν εις τό Κάστρον, τά δε λοιπά άφησαν εις τά όσπίτια τους· όθεν ό έκ των χωρίων της επαρχίας Καλαβρύτων, και Πατρών, και Βοστίτζης συνηθροισμένος όχλος, όστις συνεκρότει τό στράτευμα, άνθρωποι πτωχοί καϊ ποταποί εδόθησαν εις την άρπαγήν, χωρίς νά φροντίζουν δι' άλλο τί· οί δε αρχηγοί δεν είσηκούοντο, επειδή μηδέ τάξις ητον ακόμη καμμία εις τά πράγματα, μηδέ ενθουσιασμός εθνικός. Έν τοσούτω έλαβον και οί Σαλωνίται τά όπλα, ομοίως και οί Λεβαδίται, και έκλεισαν τους Τούρ­κους εις τά έκεί ευρισκόμενα παλαιάκαστρα και απέστειλαν εις Πάτρας ζητούντες εφόδια πολε­μικά, επειδή πανταχόθεν ήτον έλλειψις τύπου του είδους, ωσάν όπου έκινήθη τό πράγμα άνευ προ­ετοιμασίας ουδεμιάς· και εάν εύρίσκοντο ολίγα εις τάς πόλεις της Πελοποννήσου, έκυριεύθησαν πρότερον παρά τών Τούρκων έκ δε τών Ιονικών νήσων δεν ήτον ευκολον νά μεταφέρουν, διότι τά έμπόδιζεν ή έκεί Διοίκησις σφοδρώς. Είχον φθάσει εις τον Πόρον προ καιρού τινός όγδοήκοντα περί­που βαρέλια μπαρούτι από συνεισφοράς τών έν Σμύρνη Αδελφών, ή πρώτη και μόνη συνδρομή όπου απεστάλη εις τήν Ελλάδα παρά τών Αδελ­φών της Εταιρίας· άλλά και αυτή εις μάτην, επειδή, μέ τό νά ητον διωρισμένη εις τήν παραλαβήν του Δικαίου Παπά Φλέσια, αυτός ό άλιτήριος και ασυνείδητος τήν παρέλαβε και τήν έπώλησεν, όθεν ήθελε, και έχρηματολόγει, ενώ ή Πατρίς έκινδύνευεν έκ της ελλείψεως τούτου του είδους, όθεν κατήντησαν οί Έλληνες εις τόσην στενοχώριαν, ώστε έσύναζον έκ τών χωρίων τά έκ μολύβδου αγ­γεία, διά νά κάμουν βόλια. Άλλ' εις τούτο κατ' έξαίρεσιν συνεισέφερεν ή Δημητσάνα, όπου ευ­ρέθη αρκετή ύλη εις κατασκευήν μπαρούτης και προς τον σκοπόν τούτον κατεσκευάσθησαν 14 μπαρουτόμυλοι, άπό τους οποίους έξήρχοντο τό ήμερονύκτιον 300 σχεδόν οκάδες μπαρούτης. Οί δέ έν Πάτραις εύκολύνθησαν κατά τούτο, μέ τό νά έτυχον εκεί εν τζαμί μολυβδοσκεπασμένον, και όλοι εκείθεν έζήτουν. Έν ω δέ ή μπαταρία ένήργει ευτυχώς, κάί τό λα­γούμι έπλησίασεν εις τό τείχος του φρουρίου τών Πατρών και έγίνετο ετοιμασία διά νά κρημνίσουν μέρος του τείχους, και νά είσπηδήσουν οί Έλληνες μέσα, βλέπων ό της Αγγλίας Κόνσολος, Φίλιππος Γκριν ονομαζόμενος, ότι κινδυνεύει νά κυριευθή τό φρούριον, απέστειλε διά νυκτός εις τό Καστέλι τον άδελφόν του και δραγουμάνον του Βάρθολδον μέ εν πλοίον, μηνύων εις τον Ίσούφ Πασάν τον κίνδυνον του φρουρίου, άν δεν προφθάση εις βοήθειαν και οδηγώντας τον, τίνι τρόπω νά έλθη και πληρο­φορώντας τον, ότι ό δρόμος είναι ελεύθερος, τό όποιον ήξευρε μέ τό νά κατεσκόπευε τό μέρος εκείνο, απέστειλε δέ προς αυτόν και σημεία δίχροα όμοια μέ εκείνα όπου εφόρουν οί Έλληνες, διά νά τά μεταχειρισθή εις τους εδικούς του προς άπάτην τών Ελλήνων. Όθεν ό Ίσούφ Πασάς χωρίς άναβολήν τήν ιδίαν νύκτα εκίνησε μέ οκτακόσιους περί­που στρατιώτας, και έφθασεν εις τό φρούριον τών Πατρών, ενώ έξημέρονεν ή Κυριακή τών Βαΐων τή γ' Απριλίου και κατέλαβεν αίφνης τους Έλληνας μή λαβόντας ούδεμίαν προυπάρχουσαν είδησιν παρά τινός, οίτινες όντες και άλλως άτακτοι, κάί πεφοβισμένοι έκ τών ειδήσεων όπου διέσπειρεν ό Κόνσολος Γκρίν, ότι έφθασαν εις τήν Άκαρνανίαν 15 χιλιάδες Αλβανοί κάί πλησιάζει ό τουρκικός στόλος μέ άλλας δυνάμεις, έταράχθησαν μέ υπερβολήν και κατεπλάγησαν, και άρχισαν νά φεύγουν έξω της πόλεως, παραιτήσαντες όλας τάς θέσεις των και τήν μπαταρίαν έρημον. Οί δέ του Ίσούφ Πασά στρατιώται, ένωθέντες μετά τών έν Πάτραις πολιορκουμένων, είς μέν τό μέσον της πόλεως δέν έτόλμησαν νά εισχωρήσουν, ώρμησαν δέ εις τάς άκρας, καί έβαλον πυρκαϊάς είς πολλά μέρη, κάι έπροχώρησαν τινές έξ αυτών έξω της πόλεως μέχρι του Μοναστηρίου Γηροκομείου, και, του χωρίου Έγλυκάδος, έλπίζοντες νά εύρου ν έκεί ικανό ν πράγμα και φαμίλιας, διά νά αιχμαλωτίσουν, πλήν ούδεν εύρον. Οι δέ Άρχηγοί βλέποντες, ότι άφησαν την πόλιν ερημον οί στρατιώται και αυτούς μεμο­νωμένους με έξήκοντα περίπου μόνον σωματοφύ­λακας και ότι έκινδύνευον άφεύκτως, εάν έμενον μέσα, έβγήκαν εις τά άκρα της πόλεως, προσπαθούντες δια νά συνάξουν μέρος των διεσκορπισμένων στρατιωτών και νά προκαταλάβουν τά οχυρά όσπίτια της πόλεως· άλλ' εις μάτην έφώναζον, παρεκάλουν, παρεκίνουν, ήπείλουν όθεν έμβήκαν πάλιν εις εν όσπίτιον πλησίον τής Όδηγητρίας, κάί απέστειλαν ανθρώπους έξω, Ισως ανακαλέσουν τινάς, πλην οί πάντες εφευγον, έκτος ολίγων τινών όπου έμειναν κεκλεισμένοι προς το μέρος της Αλεξιωτίσης κάι Αγίας Παρασκευής, οίτινες πολεμούντες έφόνευσαν υπέρ τους εκατόν Τούρκους, εις τους οποίους έφάνησαν τά σημεία, όπου τους έστειλεν ό Γκρίν άλλά κάί αύτοί οί ολίγοι, μη βλέ­ποντες πόθεν βοήθειαν τινά, έξήλθον τής πόλεως περί τό δειλινόν ομοίως κάι οί άρχηγοί έμειναν μέσα έως τό δειλινόν, ότε άπελπισθέντες, και βιασθέντες άπό τάς πέριξ πυρκαϊάς, έξήλθον τής πό­λεως ήμίσειαν ώραν μακράν, κάί έδοκίμαζον πάλιν νά συνάξωσι μίαν δύναμιν, κάί νά έμβωσι διά νυ­κτός μέσα εις την πόλιν πλην ματαίως ήγωνίζοντο, επειδή οί εκ τών χωρίων συνηθροισμένοι στρατιώ­ται, οί περισσότεροι σχεδόν άοπλοι κάί ασυνήθι­στοι διόλου νά άντιπαραταχθώσιν εις πόλεμον, και γεννημένοι, και άνατεθραμμένοι εις τον ζυγόν τής δουλείας και τής τυραννίας τών Τούρκων, όχι μόνον τό όνομα Τούρκος άκούοντες εφριττον, άλλ' ουδέ αίσθημα είχον ελευθερίας, και διά τούτο έφευγον άγεληδόν, κάι έκαστος αυτών έφρόντιζε πώς νά φυλάξη τον εαυτόν του. Οί αρχηγοί λοιπόν άνεχώρησαν εκείθεν βεβυθισμένοι εις την λύπην, κάί μέ μόνους τους ολίγους σωματοφύλακας των, κάι ό μεν Ανδρέας Λόντος μετέβη προς τό μέρος τής Βοστίτζης, ό δέ Κερκίνης εις τά Καλάβρυτα, οί Π. Πατρών κάι Ανδρέας Ζαΐ­μης εις τά Νεζερά, χωρίς νά έχουν μηδέ εφόδια πο­λεμικά, μηδέ κανέν άλλο άναγκαίον, επειδή έμειναν όλα μέσα εις την πόλιν. Οί δέ Τούρκοι μετά τό δειλινόν τής Κυριακής έκλείσθησαν πάλιν εις τό φρούριον, ύποπτεύοντες, μήπως οί Έλληνες διά νυκτός είσέλθωσι πάλιν εις την πόλιν πλην, άφού είδον την έπιούσαν Δευτέραν, ότι διεσκορπίσθησαν άπαντες, έβγήκαν κάί έπυρπόλησαν τό πλείστον μέρος τής πόλεως, συ­νάμα κάί τό Ρωσικόν Κονσολάτον ό δέ Κόνσολος Γκρίν, και οί υπάλληλοι του, ομοίως κάί ό Ισπανι­κός Κόνσολος, Ένρίκος Σέλην, οίτινες εκ πρώτης αρχής μετεχειρίσθησαν μυρίας έπιβουλάς καί προ­δοσίας κατά Ελλήνων, εύρόντες καιρόν την ήμέ-ραν έκείνην, έγύμνωσαν πολλά όσπίτια κάί εργαστήρια, τά όποία ήτον γεμάτα άπό διάφορον πράγμα, κάί ένεκα τούτου καϊ διά την φυσικήν του προς τους Έλληνας κακίαν, ό Γκριν έδειξε παν είδος απανθρωπιάς έκείνην την περίστασιν, επειδή έζήτησαν τινές γυναίκες αδύνατοι μέ ανή­λικα βρέφη νά καταφύγωσιν εις τό Κονσολάτον του, και τάς έδιωξε, κάί τάς έκλεισεν έξω· άπ' εναν­τίας ό Γαλλικός Κόνσολος Μπουκοβίλ έφέρθη φι­λάνθρωπος, και έφύλαξε πολλούς αδυνάτους μέ τό πράγμα των. Μετ' ολίγας δέ ημέρας ήλθον εις τον Κόλπον τής Κορίνθου και εξ πλοία εχθρικά εκ Πρεβέζης, και περιέπλεον εκεί οί δέ πολιορκούμενοι Τούρκοι εις τό παλαιόκαστρον τών Σαλώνων, μετά τών οποίων ήσαν και οί εκ Βοστίτζης, έκυριεύθησαν άπό τους Έλληνας τή θ' Απριλίου, είτα έξηπλώθη ή έπανάστασις και εις τάς πλησίον έκεί επαρχίας, καί εις τάς Θήβας, καί Αθήνας, καί έπολιόρκησαν τους εχθρούς οί Έλληνες."
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Ο Φιλόπατρις Π. Π. Γερμανός - Κεντρικές Διοικήσεις (Στερεάς) -Σύσταση Εθνικής Διοικήσεως.



" Ό συγγραφεύς αποδίδει δικαιοσύνην εις τον Π. Μαυρομιχάλην, ώς προκα λέσα ντα πρώτον τον σχηματισμόν μιας κεντρικής Διοικήσεως, έργον, το όποίον έθεώ ρησαν ώς πρωτίστης ανάγκης ίδιον, άμα φθάσαντες εις τήν Ελλάδα, και ό Υψη­λάντης καί ό Μαυροκορδάτος. Ό πόλεμος είχεν ήδη τήν μεγαλητέραν ανάγκην του ύλικού, κάί μόνη ή συγκέντρωσις τών θελήσεων έδύνατο νά φέρη τήν συστη ματικήν διεύθυνσιν τούτου, καθ' όσον συνεχώρει ή συμφυής με περιστάσεις παρό­ μοιας ανωμαλία. Έξω τούτων ή μόρφωσις ενός οποιουδήποτε συστήματος πολιτικού, παρά τήν έμψύχωσιν του εσωτερικού έμελλε πολύ πλέον νά παραλύση εξωτερικών τινών τάς συκοφαντίας περί του ληστρικού χαρακτήρος του Πολέμου. Έπησχολημένος εις τά στρατιωτικά ό Γερμανός δεν έλαβε μέρος εις τήν εκ προχείρου γενομένην σύστασιν τής πρώτης έν ταις Καλτετζιαίας Πελο­ποννησιακής Γερουσίας. Άλλά τά συμβάντα τών Βερβαίνων μεταξύ Ύψηλάντου και τής Γερουσίας ταύτης τον έλύπησαν τόσον, ώστε άνέλαβεν έπειτα μόνος τό βάρος του νά συμβιβάση τάς με­ταξύ των είρημένων διαφοράς περί του νέου Όργανισμού τής Πελοποννήσου. Τής οικογενείας του ή λαμπρότης, του αδελφού του Αλεξάνδρου ή αρχηγία ή προς αυτόν αγάπη του λαού, ό πραύς χαρακτήρ, ή συνένωσίς του μέ τό Στρατιωτικόν και ελπίδες άρχαίαι, άλλά νεά­ζουσαι έτι ώς προς τήν Ρωσίαν, άπεκαθίστων τον Ύψηλάντην άναγκαίον, μ' όσας οί Πολιτικοί Πελοποννήσιοι είχον λάβει αιτίας δυσαρεσκειών εκ τής ταραχής τών Βερβαίνων, κάί μεγάλων υποψιών άπό τήν άπαίτησιν τής Πληρεξουσίου Άρχιστρατηγίας. Ό Γερμανός ήτο τό πρόσωπον, προς τό όποίον έπετείνοντο κάί ό Υψηλάντης κάί οί ενάν­τιοί του Γερουσιασταί, έξηγούμενοι τά δίκατά των, καί ζητούντες τήν συνδρομήν του. Ό Γερμα­νός έπανήλθεν είς Τρίκορφα παρά τώ Υψηλάντη, πληρεξούσιος τής Αχαΐας καί Ήλιδος, διά νά προ­σέχη τήν ύπεροχήν του Στρατιωτικού. Όπωσδήποτε καί άν έσυλλογίζετο, φανερόν είναι ότι μήτε τού Ύψηλάντου τήν άπαίτησιν ήθελε νά θωπεύση, μήτε τών Πολιτικών τάς υποψίας νά καταφρονήση. Καί τον Ύψηλάντην, ώς άναγκαίον, έπεθύμει σύντροφον του Αγώνος μέ ένα άνάλογον βαθμόν στρατιωτικής ισχύος, καί τών Πελοποννησίων εκείνων, εις τους οποίους ώφείλοντο αί πρώται του Πολέμου άρχαί, δεν έκρινε δικαίαν τήν έξασθένησιν, διδομένης εις τό Στρατιωτικόν τής υπεροχής όλης. Εις ένα λόγον έζήτει νά καταστήση διά το Ύψηλάντου τήν μεταξύ τών Πολιτικών καί τών Στρατιωτικών ίσορροπίαν. Γενομένης λοιπόν τής είς Ζαράκοβαν Συνελεύ­σεως τών Πελοποννησίων, παρουσιάζεται είς τό στρατόπεδο ν τών Τρικόρφων, καί ικέτης τρόπον τινά τής Πατρίδος γινόμενος διά τό έγγυμονούν όλέθριον σχίσμα, μεσολαβεί προς τον Ύψηλάντην, έξαιτούμενος τό νά ύπογράψη ούτος τον Όργανισμόν τής Τοπικής Διοικήσεως, όποίον είδε αρμό­διον ή ρηθείσα Συνέλευσις. Έδωσε λόγους, ύπεσχέθη, παρεκάλεσε, καί (καθ' όσον είμεθα βέ­βαιοι άπό του στόματος του ιδίου Ύψηλάντου), Άρχιερεύς σεβάσμιος κατεδέχθη νά κύψη ζητών νά άσπασθή τήν χείρα τούτου, διά νά προλάβη τήν εκ τής αρνήσεως τής υπογραφής του διαίρεσιν. Άλλ' ό Υψηλάντης, άν καί πεπεισμένος έλαβεν είς χείρας του τον κάλαμον, εμποδίζεται είς τήν στιγμήν παρά τών είσελθόντων είς τήν σκηνήν τών Πολεμι­κών, καί, δείλαιος μάλλον ή προβλεπτικός, άρνείται την ύπογραφήν του εις τά περί του Στρατιωτι­κού Άρθρα, απαιτών την πληρεξούσιον Άρχιστρατηγίαν. Τότε ό Γερμανός, φέρων εις την καρδίαν του την βαθείαν λύπην περί των μελλόντων δυστυ­χημάτων, αναχωρεί και στενάζων προλέγει, ώς άλλος Σπαρτιάτης· «Οίων κακών άρχεται ή ημέρα αύτη!» Και τω όντι! από της εποχής αυτής χρονολογεί­ται τό μέγα τού Πολιτικού και Στρατιωτικού σχί­σμα, το όποίον, ώς από κέντρου διεδόθη καθ' όλην την Ελλάδα, και διατηρείται εισέτι μετά δεκαεξαετίαν. Ό Μαυροκορδάτος κάί οί συμβοηθοί του Νέγρης κάι λοιποί άπό την ιδίαν ώφελήθησαν περίστασιν του νά ένωθώσι με τους Πολιτικούς τής Πελοποννήσου και τους ισχυρούς της Ύδρας, κάι νά σπείρωσι την διχόνοιαν και μέχρις αυτής του χωρικού τής καλύβης. Τό σχίσμα τούτο έδωσε την άφορμήν εις την άδυσώπητον καταδρομήν του Ύψηλάντου, έζωογόνησε τους όργανισθέντας εμφυλίους πολέμους, έγέννησε παραφυάδας νέων διαιρέσεων, εξευτέλισε την Ελλάδα ενώπιον τών εξωτερικών θελήσεων, έδωσε χώραν εις τάς εχθρι­κάς προόδους, έθρεψε την ξένην ραδιουργίαν τών 1830, κάι έξέμεσε την συνδρομήν τών καταχθό­νιων πολιτικών μέτρων τών 1833. Ό ιεράρχης Γερμανός έθρήνησεν έκτοτε την Ελλάδα, κάι οιο­νεί εμπνευσμένος προείδε τά οικτρότατα δεινά, τών οποίων έπέπρωτο νά δοκιμάση μέρος κατά τά 1825. Ό Γερμανός ήτον ό άνθρωπος μάλλον τής Ελ­λάδος άπάσης, ή τής Πελοποννήσου. Θεωρών τό πνεύμα του Ύψηλάντου κάι την άντενέργειαν τών πολιτικών Πελοποννησίων, άπηλπίσθη του νά ίδή κατορθωτήν εις την Πελοπόννησον την ύπαρξιν Κεντρικού Συστήματος, τό όποιον έμελλε νά όργανίση των συγκάλεσιν Συνελεύσεως Γενικής όλων τών Επαρχιών τής Ελλάδος διά την σύστασιν Εθνικής Διοικήσεως. Έντεύθεν πρώτος συνέ­λαβε την Ίδέαν του νά σχηματισθή Διοίκησις Εθνική, άφ' ού συστηθώσι πρότερον εις την Στερεάν αί Κεντρικαί Διοικήσεις, και την ίδέαν του αυτήν διεκοίνωσεν εις τους Πελοποννησίους και τους Ρουμελιώτας, οί όποίοι τήν άπεδέχθησαν ώς άρίστην, κάι τήν ενέργησαν διά του Μαυροκορ­δάτου και Νέγρη, σκοπός τών οποίων ήτο νά λάβωσι μετοχήν, και νά κάμωσιν έποχήν εις τά πράγματα. Τήν ίδέαν του αυτήν έστεφάνωσεν αρί­στη επιτυχία, διότι μετά τήν σύστασιν τών Κεντρι­κών Διοικήσεων, δηλονότι του Αρείου Πάγου τής Ανατολικής, κάί τής Γερουσίας τής Δυτικής Ελλά­δος, οί Πληρεξούσιοι τής Στερεάς πρώτοι είσήλθον εις τήν Πελοπόννησον και έπροκάλεσαν όγλίγωρον τήν Α' Συνέλευσιν τής Επιδαύρου, καθ' ην έποχήν και οί Πελοποννήσιοι ήρχισαν συναθροιζόμενοι εις τό Άργος. Ό Γερμανός δεν άπεχωρίσθη πώποτε άπό τήν πολιτικήν γραμμήν, τήν οποίαν έχάραξεν άπαξ. Ό Άγων τον ήνωσε στενώτερα με τους Πολιτικούς, καθ' όσον έθεώρει τά αισθήματά των χρήσιμα προς τήν Πατρίδα. Έπ' ουδεμία όμως περιστάσει έδείχθη σύμφωνος εις τά μέτρα τών ιδίων, όσα έκρινεν επιζήμια προς τον πόλεμον. Διά τούτο, μετριώτατος εις τά πολιτικά του πάθη, δεν προσεφέρετο προς τον Ύψηλάντην, τον Κολοκοτρώνην κάι τους άλλους τής αντικείμενης στάσεως, καθ' όν οί άλλοι έπολιτεύοντο άπότομον και αμοιβαίως έπίβουλον τρόπον. Έγνώριζε και τούτων τους πλάγιους σκοπούς, και τών άλλων τήν άνοικονόμητον άγερωχίαν ουδέ έκρύπτετο ομολόγων τήν μεγαλητέραν δυστυχίαν τών πραγμάτων εις τήν περίπτωσιν, καθ' ην ήθελε κλίνει αποκλειστικώς τής υπεροχής ή πλάστιγξ εις μίαν τών διαφερομένων στάσεων. Ώς τοιούτος συνεσκέπτετο εις Άργος (1821) μετά του Ύψηλάντου, αν κάί συνηνωμένου μετά τών Πολεμικών, περί του άρμοδιωτέρου οργανι­σμού τής Πελοποννησιακής Γερουσίας κάί τής Εθνικής Διοικήσεως· κάί εις τήν συζήτησιν περί του ποσού τής εξαγοράς τών χαρεμιών του Χουρσίτ Πασά συνεψήφισεν, ώς πολίτης τίμιος, μετά του Ύψηλάντου εναντίον τών φίλων του. Διά τάς γνώσεις, τον πατριωτισμόν και τήν μεγάλην ύπόληψίν του συνεργασθείς εις τήν έν Έπιδαύρω Α΄ Έθνοσυνέλευσιν, προσεκλήθη εις τήν Έλληνικήν Βουλήν τής Α' Περιόδου, άλλά δεν συνεμερίσθη διά τούτο και τά έξημμένα κατά του Ύψηλάντου πάθη εκείνων, όσοι δεν είχον νά πρεσβεύσωσί τι ιερόν ενώπιον τών πολιτικών σκοπών του. Τά οθωμανικά στρατεύματα τών Ιωαννίνων, έξοντώσαντα τον Άλή Πασάν, έπαπείλουν τήν γενικήν έπιδρομήν των κατά τής Ελλάδος άπάσης. και ή Στερεά, πρώτη υποκείμενη εις τάς ορμάς των, επικαλείται δι' αλλεπαλλήλων πρεσβειών τήν βοήθειαν τών Πελοποννησίων, δυναμένων ήδη μετά τήν έξ εφόδου άλωσιν τής Τριπολιτζάς και την πτώσιν της Ακροκορίνθου. Συστηθείσης της Εθνικής Διοικήσεως, αποφασίζεται ή βοήθεια, και ό Υψηλάντης, Πρόεδρος ήδη τής Βουλής, προσκα­λείται επί κεφαλής τής προς το Άνατολικόν μέρος προσδιορισμένης εκστρατείας. Άλλα τό άναφερόμενον παρά του συγγραφέως Έκτελεστικόν Σώμα, δηλονότι ό Μαυροκορδάτος, Πρόεδρος αύτού, και οί συνάδελφοι του Κανακάρης (Ρούφος), Δεληγιάννης και Νέγρης, άντιτείνουσι πτοούμενοι την νέαν εις τά Στρατιωτικά μετοχήν του, μολονότι αυτός θέσας αυτόματος υπό τάς διαταγάς τής αρτισύστατου Διοικήσεως, τό όποίον έσχημάτισε και έδιοίκησε μέχρι τούδε Τακτικόν Σώμα, έβεβαίωσεν, ότι είναι μακράν του ν' άπαιτή στρατιωτικήν ύπεροχήν, ύπαρχούσης μιας συστη­ματικής τάξεως πραγμάτων. Τάχα άδιάφορον ήτον εις αυτούς, άν αί έκτιθειμέναι έπαρχίαι τής Στερεάς κατεστρέφοντος άστραπηδόν, κάί οί Όθωμανοί ύψωνον τυχόν τάς σημαίας των και έπί του Ίσθμού; Τάχα τά δυστυχήματα αυτά έκρίνοντο προτιμότερα, από τήν οποίαν ονειροπο­λούν ούτοι νέαν εις τά στρατιωτικά ύπεροχήν του Ύψηλάντου; Ήθέλαμεν διστάζει, άν δεν έβλέπομεν, ότι ήνοιξαν τάς Θερμοπύλας και άφησαν άπρόσβλητον όχι πλέον τήν μέχρι του Ίσθμού, αλλά μέχρι τής Ναυπλίας, έπιδρομήν του Μαχμούτ Πασά τής Δράμας, αί ραδιουργηθείσαι άποτυχίαι τής εκστρατείας, ή διηνεκής άντίπραξις του Έκτε­λεστικού και των οργάνων τούτου, των Αρεοπα­γιτών τής Λιθάδος, τό σπρώξιμον του Όδυσσέως Ανδρούτσου εις τό έγκλημα, ή άνάκλησις του Ύγηλάντου εις τήν Προεδρίαν, τά μέτρα κατά του Στρατιωτικού, και αί εις Άργος έριδες περί τής βαπτίσεως ή μή. τών Τούρκων, κάί άλλα τοιαύτα. Παρόντες είς τό στρατόπεδον τής Κορίνθου, 1822, έβλέπομεν τον Μητροπολίτην Γερμανόν ενεργούντα άφ' ενός τήν ένστασιν τής Βουλής είς τήν παράλογην θέλησιν τοϋ Εκτελεστικού, καί προτρέποντα άφ' ετέρου τον Ύψηλάντην είς τήν όγλίγωρον έκστρατείαν του διά τον προσεχή έπαπειλούμενον καταποντισμόν τής Στερεάς. Υπερί­σχυσε κατά του Εκτελεστικού κάί ύπεσχέθη προς τον Ύψηλάντην εκστρατεύοντα τήν δυνατήν συνδρομήν του. Υποσχόμενος δε ταύτην, δεν ήλ­πιζε, φαίνεται, νά ίδη όχι πλέον άπλήν άντενέργειαν, αλλά και τήν μέχρι τής ζωής του Ύψηλάντου έπιβουλήν του Έκτελεστικού. Τον πατριωτισμόν και τήν φρόνησιν τούτου του ανδρός βεβαιούσιν εκ προσθήκης αναφερό­μενα περι τών είς Άργος διαφωνιών μεταξύ τής Βουλής και του Έκτελεστικού. Τό Έκτελεστικόν, άτίθασσον είς τάς ορμάς του, κατέστη τότε άντίπαλον τής Βουλής, και γενικεύον είς εαυτό τό προνόμιον τών Έκτακτων Μέτρων, ένήργει περί όλων άπ' ευθείας χωρίς τής παρά του Όργανικού Νόμου απαιτουμένης προειδοποιήσεως τής Βουλής. Ή τοιαύτη διαίρεσις δεν ήθελεν ίσως είναι τόσον λυ­πηρά, εάν αί πράξεις του Έκτελεστικού συνεφώνουν μέ τό πνεύμα εκείνο, τό όποίον έπρεπε νά παραταχθή κατά τών νέων κινδύνων τής Πατρί­δος. Είς μάτην ήδη αγωνιά και ό ιεράρχης Γερμα­νός, και ό Υψηλάντης και οί φίλοι των νά προλάβωσι τήν όλεθρίαν ρήξιν μεταξύ Διοικήσεως και Όδυσσέως, μεταξύ Διοικήσεως και του Στρα­τιωτικού εν γένει. Τό Έκτελεστικόν προκηρύττει τήν κεφαλικήν ποινήν του Όδυσσέως ως κακεργάτου και κακοήθους, έπ' αμοιβή 5.000 γροσίων, και παραδέχεται ένεργούν ακολούθως τήν στρατιωτι­κήν ύπεροχήν τών Πολιτικών. Αμφιβολία δεν είναι, ότι οίστρηλατείτο άπό εκδικήσεις τόσον άτόπους, τόσον άφανιστικάς, όσον ισχυρά ύπερπότε δύναμις οθωμανική, διαβάσα τελευταίον άπροφυλάκτους τάς Θερμοπύλας, και προχωρήσασα είς τήν Βοιωτίαν, διευθύνετο επί τά Μεγάλα Στενά τής Μεγαρικής και του Ίσθμού. Είς τον ίεράρχην Γερμανόν, θρηνούντα, ώς τον Δημόκριτον, τον έπικείμενον κίνδυνον τής Πατρί­δος, δεν έμενεν άλλο πλέον, εί μή βεβαιούμενος τήν είς Κόρινθον είσβολήν τής εχθρικής δυνάμεως, κάί βλέπων διαλελυμένην στιγμηδόν τήν Διοίκησιν του Άργους, νά συσκεφθή μέ τον Ύψηλάντην περί του κινδύνου, νά τρέξη είς τήν Τριπολιτσάν, και άναλαμβάνων εκ νέου τό πρόσωπον του ίκέτου τής Πατρίδος, πνεούσης τά λοίσθια, νά δυσωπήση τον άδυσώπητον τού Θ. Κολοκοτρώνη διερεθισμόν κατά τών μέτρων τής Διοικήσεως, νά τον εν­θουσιάση εναντίον τών εχθρών, και δι' αύτού, απολαμβάνοντος τήν πρώτην έπήρειαν ήδη, νά θέση είς κίνησιν τήν Πελοπόννησον όλην. Είς τον ίεράρχην Γερμανόν, βλέποντα τήν μεγάλην και πεισματικήν άκολουθούσαν διαίρεσιν καθ' όλην τήν Ελλάδα, και άπηλπισμένον του νά ίδη βελτίωσιν τινά έσωτερικήν, ένώ ή καταστροφή των Τούρκων έδιδε νέον θάρρος, νέαν εύκαιρίαν, εις τάς διενέξεις, δεν έμενεν άλλο πλέον, ειμή νά τρέξη ικέτης επίσημος της Πατρίδος του ενώ­πιον της Ευρώπης."
Ι. Φιλήμων
Παλαιών Πατρών Γερμανού
Απομνημονεύματα

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Ευρωπαίοι Πρέσβεις και Πρόξενοι-Ελληνική Επανάσταση-Φίλιπος Γκρίν.

"Αν δεν έγινε τούτο, ίκανόν νά καταπνίξη τον Πόλεμον τών Ελλήνων άπό τής πρώτης αρχής του· άν έξ εναντίας παρεδέχθη εις τήν Λαϋμβάχην ή ούδετερότης διά τής όποιας άνεγνωρίζετο πλαγίως ό Πόλεμος είναι όμως γνωστόν, οποίαν οί ευρωπαϊ­κοί στόλοι έδιδον έμμεσον βοήθειαν είς έκείνους του έξηγριωμένου εχθρού τής Ελλάδος είναι γνω­στόν. Οποίας οί έν Κωνσταντινονπόλει Πρέσβεις έδιδον εισηγήσεις ολέθριας είς τήν Όθωμανικήν Πόρταν είναι τέλος πάντων γνωστόν, οποίας οί κατά τήν Μεσόγειον Πρόξενοι, κάί μάλιστα οί τής Αγγλίας, ήκολούθουν κατασκοπεύσεις προς βλάβην τών Ελλήνων, κάί οποίας ένήργουν κάί αυτοί κάί οί στόλοι των προμηθείας υπέρ τών πολιορκουμένων Τούρκων. Ένας τούτων ό έν Πάτραις Φίλιππος Γκριν έζημίωσε τήν Ελλάδα ζημίαν θανάσιμον. Καθ' ην στιγ­μήν οί Τούρκοι τών Πατρών, ελλείποντες τροφών κάί ύδατος, και βεβιασμένοι άπό τάς οικογενείας των, ήρχισαν διαπραγματευόμενοι τήν παράδοσιν του φρουρίου τους ειδοποιεί ούτος τό φθάσιμον του Ίσούφ Πασά είς τό Ρίον, κάί φέρει τήν άνατροπήν του σκοπού των. Άφού δέ ό μεν Ίσούφ Πασάς άπέστειλεν άγνώριστον τον Κεχαγιάν του, προτρέπων την άπόθεσιν των όπλων υπό διαφόρους υπο­σχέσεις, ό δε Γερμανός και οί λοιποί απήντησαν αρνητικώς, ό Φίλιππος Γκρίν, παρατηρήσας τήν άδυνατωτέραν θέσιν τής πολιορκίας, αποστέλλει νυκτός τον διερμηνέα του Βαρθόλδην δια μιας έφολκίδος, κάί οδηγεί τον Ίσούφ Πασάν άμηχανούντα πόθεν να είσβάλη. Διαγελώσης τής ημέρας, παρουσιάζονται εις Πάτρας ό Ίσούφ Πασάς κατά γήν, και κατά θάλασσαν ό άπό του Μούρτου φθάσας Τουρκικός στόλος· εντός τής πόλεως πυρπολουμένης συγκροτείται μάχη παρευθύς οί Έλληνες αναγκάζονται εκ τής αταξίας νά άποσυρθώσιν ή πολιορκία διαλύεται, και προς περισσοτέραν ήθικήν εύχαρίστησιν του Γκρίν οί ευγνώμονες Τούρκοι τον μεν Άναστάσιον Χαμαμηντζόπουλον ρίπτουσι κάτω του φρουρίου, ένα δε Κεφαλλήνα διαπερώσιν εις τον πάσσαλον, και έψήνουσι ζώντα.
Τότε ό Μητροπολίτης Γερμανός, ανώτερος τής αδικαιολογήτου εκείνης συστολής, ή οποία θυσιά­ζει τά δίκαια τών αδυνάτων ενώπιον τών ισχυ­ρών εις πολλάς περιστάσεις, θέλων ν' άποδείξη ότι οί Έλληνες μαχόμενοι υπέρ τής ελευθερίας των θεωρούσιν ως εχθρούς αυτής όχι μόνον τους Τούρκους, άλλά και τους βοηθούς τών Τούρκων, και έλπίζων νά περιορίση τον Φίλιππον Γκρίν άπό τήν εις τό μέλλον έπίβουλον κατά τής Ελλά­δος διαγωγήν του, διεύθυνεν εναντίον τούτου διαμαρτύρησιν, τιμώσαν και αυτόν και τους συνυπογράψαντας Πελοποννησίους τής Αχαΐας. Άλλ' ό Γκρίν «άγρόν ήγόρασε». Διά τής μεταβά­σεώς του είς τήν Ζάκυνθον ήλλαξε μόνον τόπον και όχι τρόπον. Ξεμακρυσμένος δεν είχε πλέον νά οδηγήση υπέρ τών Πατρών κανένα Ίσούφ Πασάν έσύστησεν όμως Έταιρίαν κερδοσκοπικήν μετά του Άγγλου Ούλλ, προμηθεύων έκ τών αναγ­καίων μέσων τους πολιορκουμένους είς τήν Άκρό-πολιν τών Πατρών, τό Ρίον, Άντίριον και τήν Ναύπακτον Τούρκους. Προς όνειδος αιώνιον σημειούμεν κάί τον συμμέτοχόν του Αθηναίον Ρουμανέλην. Τών Πατραίων Ελλήνων τον πολυχρόνιον έκπατρισμόν, τήν μεγίστην δυστυχίαν και τον έξαφανισμόν τών ύποστακτικών των θεωρούμεν είς τούτους. Ή περί ης ό λόγος επιβουλή τού Φιλίππου Γκρήν έξηγήθη συστηματικωτέρα, ότε Αγγλική τις μοίρα κατέλαβε κάί μετέφερεν είς τήν Ζάκυνθον τέσ­σαρα πλοία τών Γαλαξιδιωτών, διότι συνέλαβον ούτοι είς τήν Άκράταν, φυλάττοντες τήν διά θα­λάσσης πολιορκίαν, τό ύπό Ίονικήν σημαίαν πλοίον του Ιωάννου Μεσσίνη. Προγενέστερον τοιούτον παράδειγμα και παράδειγμα μάλιστα αίματηρόν, αναφέρει ό Μητροπολίτης Γερμανός κατά τών ιδίων Γαλαξιδιωτών, τών οποίων μόλις έδυνήθη νά ένεργήση τήν έλευθερίαν. Και αποδει­κνύεται, ότι τά τοιαύτα κινήματα τών Άγγλων έτεινον εις τον σκοπόν του νά έξασθενήσωσι τήν ναυτικήν δύναμιν του Γαλαξιδίου, είς τήν κατα­στροφήν τής οποίας συνώδευσαν μάλιστα τον ύπό του Καραλή διοικούμενον όθωμανικόν στόλον. Προείπομεν, όποίον έπνοον ένθουσιασμόν οί Επτανήσιοι υπέρ τής Πατρίδος, κάί ποίαν ελαβον έμψύχωσιν έκ τών Προκηρύξεων του Μητροπολί­του Γερμανού ειδήμονες όλοι τών ενεργειών τής Εταιρίας. Ό Κωνσταντίνος Μεταξάς, Ί. Φωκάς, Γ. Φωκάς, Ά. Μεταξάς, Εύαγγέλης Πανάς, Διονύσιος Σεμπρικός κάί Παναγιώτης Στρούζης άποβαίνουσιν είς τήν Ήλιδα έχοντες ώς 300, και επιθυμούν νά μεταβώσιν είς τήν πολιορκίαν τών Πατρών άλλ' ό Γερμανός μετά του Ά. Ζαίμη, θεωρών αδύ­νατον τήν κατά του φρουρίου άποφασιστικήν προσβολήν, εν όσω έμενον άπολιόρκητοι οί μάχι­μοι Λαλαίοι, τους προτρέπει, άποστείλας τον Ν. Γερακάρην, νά έκστρατεύσωσι εκεί, και ούτω κατορθούται ή περιώνυμος μάχη τών 13 Ιουνίου, κατά τήν οποίαν ήρίστευσαν οί μεγάθυμοι Έπτανήσιοι. Άλλ' ενώ οί πιστοί ούτοι ομογενείς έξεπλήρουν τά χρέη των με τοιούτον ζήλον, ή Αγγλική θέλησις τους αποκηρύττει δια τής Προκηρύξεως των 18 Ιουλίου 1821, δημεύουσα τήν ίδιοκτησίαν των, διότι το φέρσιμόν τους έναντιείτο εις τάς αρχάς τής ούδετερότητος, ως να έσυμφώνει μ' αύτάς εκείνο του Γκρίν. Ποία καπηλεία λέξεων και ιδεών! Άλλ' ή ιδία δεν ήρκέσθη ώς έδώ έκγυμνώνει άπό τά όπλα των τους Ιονίους διά τής βίας κάί τών στρατοδικείων, Ιερείς του Υψίστου σεβά­σμιοι ξυρίζονται τό ήμισυ πρόσωπον προς κοινήν καταισχύνην, και ξυλίζονται απάνθρωπους κάί δημοσία προς χειρότερον σκάνδαλον. Κάι όμως, ενώ οί Ιόνιοι κλείνονται εις τάς νήσους των, διά νά μή συμμεθέξωσι με τους Άποστάτας, αί νήσοι των άνοίγουσι τάς άγκάλας των, διά νά ύποδεχθώσι τους Άποστάτας. Άλλη παράδοξος καπηλεία τής Αποστασίας! Οί Έλληνες τής Πελοποννήσου, τής Στερεάς και τών Ιονίων είναι τιμωρητέοι εις τήν Ελλάδα, και μόναι αί νήσοι παρίστανται το καθαρτήριον πυρ του πολιτικού εγκλήματός των. Ό διωγμός και ή φιλανθρωπία λαμβάνουσιν ήδη εις το λεξικόν τής πολιτικής τήν αυτήν σημασίαν, κάί τείνουσιν εις τό ίδιον πνεύμα τής επιβουλής, άφορώσης τήν άδυναμίαν τών Ελλήνων και τήν πιθανοτέραν έλπιζομένην καταστροφήν των. Πλέον ή δύναμις τοου Θεού τής Δικαιοσύνης έν ασθενεία τελειούται. Πολύτιμοι διά τον νουν κάί τον ζήλον των Επτανήσιοι είδον, ότι ή πατρίς των γινομένη τό άσυλον τών προσφύγων ανδρών δύ­ναται βαθμηδόν νά στερήση τήν Ελλάδα μεγάλου μέρους τούτων, κάί νά ζημιώση τον Πόλεμόν της. Διά ν' άποφύγωσι λοιπόν τό όνειδος τούτο, και διά νά κατασταθώσιν άπ' εναντίας βοηθητικοί εις τήν φίλην των έλευθερίαν, μετεχειρίσθησαν τρό­πον πολιτικόν δίδοντες προς τήν Κυβέρνησίν των τους λόγους, διά τους οποίους δεν έγγυώντο καμμίαν άσφάλειαν εσωτερικής ησυχίας τών νήσων, δεχόμενων τους Άποστάτας. Κατωρθώθη τοιουτο­τρόπως ό ωφέλιμος σκοπός του νά γίνωνται δεκτά μόνο τά αδύνατα μέλη τών γυναικών, παίδων και γερόντων και ν' άκολουθώσι τό στάδιόν των οί άνδρες ελεύθεροι από εν βάρος, τό όποίον έγέννησεν ουσιωδώς τήν καταστροφήν τών εντοπίων Τούρκων κατά τήν πρώτην περίοδον του πολέμου. Άλλ' εις αυτήν του λόγου τήν περίοδον φθάσαντες, όφείλομεν νά μνημονεύωμεν, προς τιμήν τών Ελλήνων Επτανησίων, ότι ή προς τάς οικογε­νείας τών μαχόμενων συνάδελφων των αγάπη και φιλοξενία κατέχει σχεδόν εις τήν νέαν Έλληνικήν Ίστορίαν τήν θέσιν, τήν οποίαν απολαμβάνει εις τήν παλαιάν εκείνη τών Τροιζηνίων προς τους Αθηναίους επί του Ξέρξου. Πρόθυμοι εις τήν πρώ­την πρόσκλησιν τής Πατρίδος διά του Μητροπολί­του Γερμανού, πιστοί εις εαυτούς, ώς κάι επί τών 1769, κάί ζηλωταί διάπυροι τής ευτυχούς τύχης ενός τόπου, του όποιου άποτελούσει μέρος ζωηρόν, ίσχυρόν και γνήσιον, οί Επτανήσιοι, άν και ήδη ύπό τήν Άγγλικήν προστασίαν και θέλησιν υπάρχοντες, όχι μόνο προσέφερον κάί τά πλοία των εις τάς αρχάς και θύματα υπέρ τους τρισχιλίους καθ' όλην του πολέμου τήν διάρκειαν, άλλά και διά χρημάτων και δι' εφοδίων παντός είδους μεγάλων ποσοτήτων συνέδραμον τό μέγα τής Πολιτικής Παλιγγενεσίας μας έργον μ' όλας τάς αύστηράς δυσκολίας, όσαι τους περιεστοίχουν. Οί Επτανήσιοι, παρουσιάζοντες τό ηθικόν θέατρον του ταλαντευομένου διά πολυετίαν Πολέμου εις τάς νίκας μας έδοξολόγησαν πάντοτε τήν ίσχύουσαν τους ελληνικούς βραχίονας παντοδυναμίαν του Υψίστου, διά τάς αποτυχίας μας έβυθίσθησαν περιοδικώς εις τήν πλέον άπαρηγόρητον λύπην, κα τήν λύπη των ηύξανεν αυτή ή πολιτική κατάστασίς των, προβάλλουσα ανυπέρβλητους φραγ­μούς εις τον ενθουσιασμό ν των. Οί Επτανήσιοι, τιμώντες τήν Ελλάδα, διότι έπαρουσίασαν τον Μαρκόπουλον, τον Ίωάννην Φωκάν, τον Γεράκην, τον Χωραφάν, τον Βάλσαμον, τον Λούζην, τους Χαρβουρέους, τον Δελατέτζιμαν, τον Μελισσηνόν, τον Ήλίαν Μηνιάτην, τον Δαμοδόν (Κεφαλλήνας), τον Εύγένιον (Βούλγαρην), τον Θεοτόκην (έκ Κέρκυρας) και τόσους άλλους, ουχ ήττον ύψωσαν και τελευταίον την τιμήν του ελληνικού ονόματος δια του Ιωάννου Καποδί­στρια. Συστρατιώται κατά διαφόρους μάχας, είδομεν εις αυτούς τον μεγάθυμον άνδρα, τον άρίτολμον στρατιώτη ν κάι τον μισοτύραννον πατριώτην είδομεν είς αυτούς τον χαρακτήρα τής πί­στεως και τής σταθερότητος, καί την έπαινετήν ύπεροψίαν εις τάς καταχρήσεις και τάς άλλας άτίμους ίδιωφελείας."
Ι. Φιλήμων
Παλαιών Πατρός Γερμανός
Απομνημονεύματα

Σύνοδος Βοστίτσας - Π. Π. Γερμανός - Ιερός Αγώνας.

"Είδομεν μέχρι τούδε τον άνθρωπον, όστις άγρυπνος άντεπαρετάττετο εναντίον των ισχυρό τερων εξωτερικών έχθρών, τού Άλή Πασά, λέγομεν, της πολιτικής των Άγγλων και της Τουρ κικής Εξου­σίας. Άλλ' αυτός ό άνθρωπος, εμπνεόμενος άπό τον ίδιον ζήλον, ένησχολείτο συγχρόνως εις την κατάπαυσιν των αναφυομένων εσωτερικών κινδύνων, μεγαλήτερος τών οποίων ύπήρχεν ή διαίρεσις εκεί­νων, όσους ή Άρχή τών Φιλικών δεν συγκατηρίθμησεν εις την Πελοποννησιακήν Έφορίαν. Ένώ, άφ' ενός μέρους υπερβολή πατριωτισμού και μετριότης πείρας πραγμάτων ώθεί την μέσην τάξιν εις κινή­ματα άσυλλόγιστα πολλάκις· ενώ άφ' ετέρου έλλειψις νοός και πλεονασμός έκδικήσεως έκαμον άχαλίνωτον την τρίτην πάντοτε τό όλον τών μονί­μων ελπίδων συνεκεντρώνετο εις έκείνην τών προ­κρίτων συνηνωμένων. Άν ό συγγραφεύς άνέφερεν εν παρόδω τον κίνδυνο ν τούτον, κατά τήν οποίαν ελαβεν αρχήν εις τήν συγγραφήν του, νομίζομεν, ότι τον άνεπτύξαμεν ημείς εις τό περί τής Φιλικής Εταιρίας Δοκίμιον (σελ. 146-148).
Μόλις έσυστήθη ή Εφορία, μόλις οί διηρημένοι διά λόγους πολιτικούς πρόκριτοι ήρχισαν νά δί-δωσι και νά λαμβάνωσι χείρα ενώσεως κάί ειλικρί­νειας, τά βίαια όμως τής Εταιρείας κινήματα, τά προτρεπτικά γράμματα τής Αρχής, αί ενθουσιαστι­κοί προκηρύξεις τοΰ Ύψηλάντου, ό απεσταλμένος αντιπρόσωπος του Γρηγόριος Δικαίος κάί τής Εξουσίας ή ύποπτος διαγωγή δίδουσιν εις τά πνεύ­ματα νέον ρουν, κάί εις τά πράγματα νέαν φάσιν. Ταύτα προκαλούσι τήν γενικήν κάί τελειωτικήν σύσκεψιν τών Πελοποννησίων, ή τήν εν Βοστίτση μυστικήν συνέλευσιν τών Εταίρων αρχιερέων, προ­κρίτων κάί εμπόρων. Άν και έδείκνυεν αύτη χαρα­κτήρα μερικόν ως προς τους τύπους, ήτον όμως ή Εθνική Συνέλευσις όλης τής Ελλάδος ώς προς τήν ούσίαν. Ή Στερεά και αί νήσοι, δορυφόροι τής κεν­τρικής Χερσοννήσου, άνέτεινον τά όμματα των είς τάς αποφάσεις τών Πελοποννησίων οί δέ Πελο-ποννήσιοι ήθελον, ό,τι δίκαιον και φρόνιμον ένέκρινεν ή προϊσταμένη μερι τών πολιτικών και αρχιερέων. Τού Πολέμου ή άρχή αποδεικνύει τούτο.
Τής τοιαύτης Συνελεύσεως τήν πρώτην αίτίαν και τό πρώτον πρόσωπον βλέπομεν είς τον Γερμανόν. Είς τάς παρατηρήσεις, είς τάς προτάσεις του ή Συνέλευσις συμφωνεί και αποφασίζει. Αί παρατη­ρήσεις του έδειξαν τον σύννουν πολιτικόν, αί προ­τάσεις του τον πατριώτην, όχι τής φαντασίας, άλλά τής καρδίας. Ό λόγος ήτο περι τής τύχης ολοκλή­ρου τού "Εθνους. Και είδομεν, ότι, άν κάί ή τουρ­κική εξουσία, αδυσώπητος πλέον, δεν έδιδε καιρόν ενεργείας τινός ώς προς τάς γενομένας αποφάσεις άν κάί οί πρόκριτοι τής' Υδρας, συνιστώσης τό εν τρίτον τής ελληνικής δυνάμεως, έδειξαν τήν μεγαλητέραν άπέχθειαν είς τήν περί Πολέμου ίδέαν, μή θελήσαντες νά άκροασθώσι καν τον άπεσταλμένον Σπυρίδωνα Χαραλάμπου , άν καί οί περισσότεροι εκ τών συνελθόντων είς τήν Βοστίτσαν, δειλιάσαντες μάλλον, έπραξαν όλον τό εναντίον διά τής εισό­δου των είς τήν Τριπολιτσάν άν κάί ό ήγεμών τής Σπάρτης, τό στοιχείον πολλής ελπίδος, κατέστη ανεξήγητος διά τής αποστολής τού υίού του εις τήν ιδίαν πόλιν άν κάί δεν υπήρχε συνεννόησις τα­κτική μετά τής Στερεάς, κάί τούτο έδειξεν ή βρα­δεία κίνησις τής Αιτωλίας κάί Ακαρνανίας άν τέλος πάντων μήτε προπαρασκευαί, εφοδίων, χρη­μάτων καί τροφών ύπήρχον, μήτε έγνωρίζετο ή έξο­δος του Ύψηλάντου είς τό Ίάσιον είδομεν όμως, ότι πρώτος μετά τού Ανδρέου Ζαΐμη κάι Ανδρέου Λόντου ό Μητροπολίτης Γερμανός απεφάσισε νά προσφερθή ολοκαύτωμα είς τον βωμόν ενός κινή­ματος άπηλπισμένου μέν, άλλά προτιμώμενου πλέον άπό τήν προφανή σφαγήν τής άξιολογωτέρας του Έθνους μερίδος, τήν πικροτάτην όπισθοδρόμησίν του έν γένει, κάί τήν έλεεινήν καταδίκην του είς τά πολυχρόνια δεσμά τής αμηχανίας. Είδο­μεν, ότι ό Γερμανός και οί σύντροφοι τής τύχης του, άποφυγόντες τήν είσοδόν των είς Τριπολιτζάν, έσπρωξαν τά πράγματα παρά τό χείλος τής κρί­σεως, έξηγρίωσαν τήν Έξουσίαν διά τών είς Κατζάναις, τό Λιβάρτζι και τό Φενεόν γενομένων εκτάκτων προσβολών, και ούτω τά μικρά τών Τούρκων κινήματα κατά τάς Πάτρας δίδουσι τό σημείον του μεγάλου μεταξύ Ελλήνων και Τούρ­κων Πολέμου τή 21η Μαρτίου 26 τών 1821. ημέρα Τετάρτη, ώρα τρίτη μετά μεσημβρίαν. Πρώται άρα αί Πάτραι ήρχισον τον Πόλεμον κατά την Μεσημβρινήν Ελλάδα, κάΙ τελευταίαι άπ' όλην την Πελο­πόννησον ήλευθερώθησαν, διότι το πρώτιστον κίνημα των έπόμενον ήτο νά ελκύση εναντίον των την όργήν και την έπιβουλήν ξένων τινών, ώς θέλομεν αποδείξει.
Ποία δόξα αθάνατος συνοδεύει το μνημόσυνόν σου, Ίερώτατε και διά την έπαγγελίαν σου και διά τον πατριωτισμόν σου Μητροπολίτα! Ποία τιμή συ­νοδεύει το μνημόσυνόν υμών, ώ ίεραί σκιαί του Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου και τόσων άλλων! Φερώνυμος του Προδρόμου της παγκοσμίου σωτη­ρίας ήχησας, ώ Ιωάννη! Πρώτος τήν σάλπιγγα του Πολέμου άπό της οικίας σου, κατά της οποίας οί νέοι Φαραώ της Ελλάδος· αύται της ανθρωπίνου προόδου αί μάστιγες, ώρμησαν μαινόμενοι, διά νά λάβωσι τήν κεφαλήν σου, και νά τήν προσφέρωσιν επί πίνακος εις τον νέον Ήρώδην του Βυζαντίου.
Ό Μητροπολίτης Γερμανός ρίπτεται εις τό μέσον της Επαναστάσεως ευθύς, στηρίζων τά πρώτα βή­ματα της. Διά τήν φρόνησιν καϊ τήν έλληνικήν καρδίαν του απολαύων άπό όλους σέβας ίδιαίτερον, φαίνεται προηγούμενος και εις τάς στρατιωτικάς επιχειρήσεις κάί εις τάς πολιτικάς ενεργείας, γινόμε­νος τά πάντα τοις πάσι διά τήν έλευθερίαν της Πα­τρίδος. Ό Γερμανός διεύθυνε παντού προκηρύξεις, προσκαλών εις τήν συμμετοχήν της Επαναστάσεως τους μή όπλισθέντας έτι λαούς. Προκηρύξεις περί βοηθείας άπέστειλεν είς τήν Έπτάνησον, ήτις πάν­τοτε εμπνευσμένη αισθήματα ελευθερίας, και άφ' εαυτής όργώσα είς στάδιον παρόμοιον, ένθουσιαάται ήδη κινούμενη αμέσως εις βοήθειαν. Συλλέξας ό Γερμανός ευθύς τους έν Πάτραις ίστοτύπους, ήτοίμασε μίαν ποσότητα σημαιών και τάς διένειμεν είς τήν Πελοπόννησον και εις τήν Στερεάν. Διά τήν με­σολαβούσαν ελλειψιν των τροφίμων, προκειμένης τόσης ανωμαλίας, απολύει εξ ανάγκης τους στρατιώτας άπό τό καθήκον της νηστείας ευλογεί κάί, εμψυχώνει τους ανδρείως αγωνιζόμενους πρώτος μετά τών άλλων αναγγέλλει επισήμως προς τους έν Πάτραις Προξένους τών Δυνάμεων τήν Έλληνικήν Έπανάστασιν και τό παράδειγμα τούτο ακολουθεί παραπόδας ό Π. Μαυρομιχάλης, προκηρύττων περί αυτής άπό τάς Καλάμας προς όλον τον χριστιανικόν κόσμον. Κατά τήν Πελοπόννησον, τήν λοιπήν Ελλάδα και όλην τήν Ευρώπη φαίνεται πρώτον ήδη ή σφραγίς τήν οποίαν έχάραξεν ούτος έχουσαν τον Σταυρόν, κύκλον δάφνης κάί έπιγραφήν, τήν πλέον τιμαλφή, «ΣΦΡΑΓΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»· έπιγρα­φήν, τήν οποίαν άπεδέχθησαν κάί ή Ήλις κάί άλλαι έπαρχίαι. Του Γερμανού ό ζήλος έξάπτεται κοινός είς όλον τής Ελλάδος τό ίερατείον, και εφά­μιλλοι τούτου πάσχουν νά άναδειχθώσιν ό Βρυσθένης Θεοδώρητος, ό Έλους Άνθιμος, ό Μωθώνης Γρηγόριος, ό Σαλώνων Ησαΐας, ό Καρύστου Νεό­φυτος, ό Πρωτοσύγκελλος Αμβρόσιος Φραντζιάδης, ό Νεόφυτος Βάμβας, ό Ταλαντίου Νεόφυτος, ό Παροναξίας Ιερόθεος, ό Άρτης Πορφύριος κάί πλήθος άλλοι.
Του στρατιωτικού αγώνος δεν ήτο μικρότερος ό γραφικός. Ή Αχαΐα, συγκεντρώνουσα ήδη είς τήν έαυτήν μέγα μέρος τής Επαναστάσεως, και ό Γερ­μανός πρωτοστάτης αυτής διεύθυνε τό πολεμικόν Γραφεί ον της μεταξύ του κρότου τών όπλων, αντα­ποκρινόμενος μ' όλην τήν Ελλάδα και τους εξω ομογενείς. Αν ειδική τις και άπλή εκστρατεία και μ' όλα τά μέσα έφωδιασμένη, άποβαίνη πολύπονος κάί δύσκολος, εύκολον είναι νά πεισθή τις περί τών ανυπέρβλητων δυσκολιών τοιαύτης Επαναστά­σεως, κάί εύκολώτερον νά γνωρίση τους κολοσσι­αίους περισπασμούς εκείνων, όσοι έπέπρωτο κατά μέρη νά τήν διευθύνωσιν. Ίσως φανώμεν παράδο­ξοι είς τους έμπορευθέντας τον πόλεμον, είς τους συρρεύσαντας μετ' αυτόν κηφήνας· δεν τους έναντιούμεθα. Εύκολον είναι είς τους νάνους νά υποκρί­νονται τον γίγαντα όταν δεν ύπάρχη κίνδυνος πλέον, όταν μάλιστα έπιτυγχάνωσι τάς δεξιωτέρας περιστάσεις διά τον άθλιον νουν τών άλλων.
Οί Γίγαντες τής Επαναστάσεως δεν περιωρίσθησαν είς τον μικρόν κύκλον τής Πελοποννήσου. Αφ' ου ή φλόξ του Πολέμου, υπερβάσα τον Κορινθιακόν Ίσθμόν, έξηπλώθη μέχρι τών Θερμοπυλών, κάί έξετάνθη είς όλον τό Αιγαίον, έργον τών ιδίων ήτο νά πείσωσι τους Αιτωλούς και Ακαρνάνας είς τό νά πλύνωσι μόνοι τον ρύπον τής μέχρι τούδε ζημιώδους διαγωγής των. Ό Μητροπολίτης Γερμανός αποστέλλει τον Νικόλαον Γερακάρην εις τους οπλαρχηγούς των περί την Ναύπακτον επαρχιών, όστις προχωρεί από κίνδυνον εις κίνδυνον, επιτυγ­χάνει τέλος πάντων, ή Ναύπακτος πολιορκείται υπό την όδηγίαν του Καλτσοδήμου, και εις όλόκληρόν τό Δυτικόν μέρος της Στερεάς άρχεται και θριαμβεύει τό πνεύμα του Πολέμου μετ' ολίγον.
Τρομερά κάί επίσης ισοβαρής με τον κίνδυνον τον όποίον έπαπείλει ή πολυάριθμος κάί ισχυρά Όθωμανική Δυναστεία, έπαρουσιάζετο συγχρόνως και ή επιβουλή τής Δύσεως κατά τής Ελλάδος. Δυ­νάμεθα μάλιστα νά είπωμεν ότι ό κίνδυνος τής τοι­αύτης επιβουλής ήτον τόσον δεινότερος όσον ένεργείτο πλαγίως, κάί δεν ήσαν οί Έλληνες εις κατάστασιν νά τον προλαμβάνωσιν. Άν κάί άλλως στερούμενοι όλων τών μέσων, τοσοστοί ως προς τάς υπερμεγέθεις δυνάμεις τών τυράννων, πολεμούμενοι κατά γήν κάί κατά θάλασσαν, κερματισμένοι παντού εις σώματα πολλότατα, άπειροι τών όπλων και έχοντες πόλεμον διπλούν εσωτερικώς κάί έξωτερικώς, έγίνοντο, κατά θείαν εύδόκησιν, ανώτεροι όλων τών δυσκολιών τούτων. Άλλά ποίοι λόγοι έπεισαν Μεγάλας Δυνάμεις νά καταδεχθώσιν έπιβουλευόμεναι δυστυχείς ανθρώπους κάί την έπιθυμίαν τής Ελευθερίας των;
Ημπορεί τις νά θεωρήση ως άδιάφορον την ίδέαν ενός ή κάί περισσοτέρων ανθρώπων, όχι όμως κάί Έθνους ολοκλήρου. Ή Ευρώπη έγνώριζε τών Ελλήνων τό γενικόν πνεύμα κάί τάς πολιτικός προσδοκίας των άπό την όμόθρησκον Ρωσίαν έγνώριζε ποίοι λόγοι διασώζουσιν εις τήν καρδίαν τών εύκλεών Αυτοκρατόρων άκμαίαν τήν προς τους Έλληνας συμπάθειάν των είδεν έπι τέλους τήν Άρχηγείαν του Αλεξάνδρου Ύψηλάντου, Στρατηγού Ύπασπιστού τού Αύτοκράτορος Αλεξάν­δρου, και τήν περι αύτού ύπαινιττομένην άσυλλόγιστον περίοδον τής Προκηρύξεως τών 28 Φεβρουαρίου, 1821. Διά τούτο και έπι τής Τουρκο­κρατίας έθεώρει τήν Ελλάδα μέ όμμα έπίβουλον πάντοτε, και είς τήν αίφνίδιον ρήξιν τού Πολέμου της έδοκίμασε τήν φρικωδεστέραν προσβολήν.
Έντεύθεν απέρρευσαν ή επίβουλος διαγωγή της, οί σχηματισμοί διαφόρων στάσεων, ή ύποκίνησις τών εμφυλίων πολέμων, αί προς αίσχος τής Ελλάδος χαλκευθείσαι Πράξεις του 1825 κάί 1826, ή ύποστήριξις του Ίμβραχήμ Πασά, ή πλημμύρα τών ιε­ραποστόλων, ή δολοφονία του Κυβερνήτου κάί αί φρικώδεις καταδρομάί του 1833. Ό Δουξ του Βρόγλυ Υπουργός έπι τών Εξωτερικών Υποθέσεων τής Γαλλίας ώμολόγησεν άπό του βήματος κατά τά 1833 ότι ή έξ ονόματος τής Τριπλής Συμμαχίας Γαλ­λική Στρατιά του 1828 δεν ητον άλλο κυρίως, ειμή στρατιωτική τις κατοχή τής Ελλάδος (ως άνεπτύχθη είς τά 1831 και 1832), σκοπόν έχουσα νά ισορρόπηση τήν πρωτίστην έπιί του τόπου τούτου έπήρειαν τής Ρωσίας, προκαλουμένην άπό τον τότε έκραγέντα πόλεμόν της κατά τής Τουρκοκρατίας. Ποία άρα μένει αμφιβολία, ότι οί Έσπέριοι ήθελον κατασχέσει πολεμικώς τήν Ελλάδα άπό τών 1821, αν ή Αρκτος έκίνει τον πόλεμόν της τότε; "
Ι. Φιλήμων
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Απομνημονεύματα