Δικαιοσύνη για τη Μάνη
του Ανάργυρου Γ. Κουτσιλιέρη
Ο αγώνας των Ελλήνων για την απελευθέρωση της χώρας διήρκησε εφτά χρόνια, σαφώς δε διακρίνονται οι τρεις φάσεις του αγώνα αυτού.
Η πρώτη φάση αρχίζει με την πρώτη εκ παρατάξεως μάχη Τούρκων και Ελλήνων στον Άγιο Αθανάσιο παρά την Καρύταινα. Τριακόσιοι Μανιάτες υπό τον Βοϊδή Μαυρομιχάλη και τον Τρουπάκη, συγκρούονται με χίλιους εφτακόσιους Τούρκους. Ο συναγωνιζόμενος με τους Μανιάτες Κολοκοτρώνης, ενθουσιασμένος από τη μαχητικότητα των Μανιατών, γράφει ότι οι 300 Μανιάτες του θύμισαν τους 300 του Λεωνίδα των Θερμοπυλών.
Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, οι Μανιάτες στρέφονται κατά της Τριπόλεως. Στο Βαλτέτσι έγινε αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων των Μανιατών και του Κεχαγιάμπεη, σταλμένου από τον Χουρσίτ Πασσά, που αγωνιζόταν κατά του Αλή των Ιωαννίνων.
Οι οχυρωμένοι σε πέντε ταμπούρια Μανιάτες, βοηθούμενοι και από αριθμό επίλεκτων Πελοποννησίων, κατάφεραν να αποκρούσουν τις λυσσαλέες επιθέσεις των επιλέκτων του Κεχαγιάμπεη και μετά διήμερον πεισματώδη αγώνα οι Τούρκοι ζήτησαν σωτηρία στα τείχη της Τριπόλεως, η οποία και κατελήφθη μετά τρίμηνη πολιορκία. Με την άλωση της Τριπόλεως τελειώνει η πρώτη φάση του αγώνα της Εθνεγερσίας.
Η άλωση της Τριπόλεως ήταν αποτέλεσμα της νίκης στο Βαλτέτσι.
Ότι η νίκη στο Βαλτέτσι κατά μεγάλο ποσοστό οφείλεται στους Μανιάτες κανείς έντιμος άνθρωπος δεν διενοήθη να το αμφισβητήσει. Οι άνδρες του Κολοκοτρώνη, όταν δέχθηκαν χτύπημα από τον Κεχαγιάμπεη υποχώρησαν και αυτό ήταν επόμενο αφού ήταν ανάσκητοι στη χρήση των όπλων.
Δεύτερη φάση αποτελεί η κάθοδος του Δράμαλη και η σύγκρουση των μυριάδων του στρατού που οδηγούσε με τους οχυρωμένους στο κάστρο του Άργους Έλληνες.
Στις 10 Ιουλίου φτάνει στην Αργολίδα ο στρατός του Δράμαλη. Το κάστρο του Άργους έχει καταλάβει ο Μανιάτης Καρίγιαννης με μικρή ομάδα συμπολεμιστών. Η ομάδα αυτή ενισχύεται σε λίγο από τον Τσαλαφατίνο, επιστρέψαντα από την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Δεν εβράδυναν να φτάσουν και άλλοι Μανιάτες και να ενισχύσουν τους κατέχοντας το κάστρο, ο δε Βοϊδής Μαυρομιχάλης με τους συμπολεμιστές του κατέλαβε τη Μονή της Κεκρυμμένης.
Τη σημασία της κατοχής του Κάστρου από τους Έλληνες αντελήφθη ο Υψηλάντης και με αριθμό συμπολεμιστών μπήκε στο Κάστρο.
Πολλούς νεκρούς είχαν οι Μανιάτες στην προσπάθειά τους να κάψουν τα πάντα και να αφήσουν το στρατό του Δράμαλη χωρίς τροφές.
Έτσι υποχρέωσαν το στρατό αυτόν να τρέφεται επί 2 εβδομάδες με αγουρίδες πεπονιών και σταφυλιών με τις οποίες αγουρίδες προσπαθούσε να δαμάσει και τη δίψα του, γιατί δεν υπήρχε νερό. Αγωνιζόμενοι επί δύο εβδομάδες να εξουδετερώσουν την αντίσταση των Ελλήνων και να καταλάβουν το κάστρο του Άργους όταν έφτασαν στα στενά των Δερβενακίων ήταν ανίκανοι να σηκώσουν το όπλο.
Κατά τον φίλο του Κολοκοτρώνη, Φραντζή "εις τας δύο συγκροτηθείσας αυτάς μάχας της 26ης και 27ης Ιουλίου μεταξύ των εχθρών και των Ελλήνων εις τα Δερβενάκια, είναι παράδοξον, κανείς Έλλην δεν εφονεύθη εκτός μόνον τριών ή τεσσάρων πληγωθέντων ελαφρά και ιαθέντων ακολούθως".
Στις 26 Ιουλίου οι Τούρκοι είχαν περίπου 4.000 νεκρούς. Το πώς συνέβη το έγραψε στρατιωτικός που μελέτησε το θέμα. Ο συνταγματάρχης Ζαμάνος, ο οποίος μελέτησε τα συμβάντα στα στενά των Δερβενακίων τονίζει "ούτε οι Έλληνες ούτε οι Τούρκοι επολέμησαν εις τα πολυθρύλητα εκείνα στενά. Οι πρώτοι έσφαζαν τους δεύτερους". Δηλαδή οι αγουρίδες κάνανε το θαύμα τους. Οι Τούρκοι κρατούσαν τις κοιλιές τους και οι Έλληνες τους κόβαν τα κεφάλια.
Οι Τούρκοι φτάσανε στο σημείο αυτό, γιατί υποχρεώθηκαν να μείνουν στην Αργολίδα από την αντίσταση που προβάλανε οι Έλληνες που κατέλαβαν το Κάστρο του Άργους.
Για τον καταλαβόντα το Κάστρο Καρίγιαννη ο Τρικούπης γράφει:
"Μόνος ο Θανάσης Καρίγιαννης, Μανιάτης, ευρεθείς εν Άργει ταις ημέραις εκείναις της φυγής, της αρπαγής, της καταπιέσεως και του τρόμου, και ευρών δέκα ομόφρονάς του ανέβη αυθόρμητος και άφοβος εις το φρούριον του Άργους και ύψωσε την σημαίαν".
Για την πράξη αυτή του Καρίγιαννη ο Πρόκες-Ώστεν γράφει ότι η κατάληψη του φρουρίου του 'Αργους "ανήκει τις τας γενναιοτέρας και αποτελεσματικοτέρας εκδουλεύσεις του αγώνος εκείνου". Και ο Φίνλεϋ προσθέτει για τους λίγους αυτούς που κατέλαβαν το Κάστρο του Άργους ότι: "Θα έπρεπε το όνομα του καθενός να παραδοθεί στην ευγνωμοσύνη της Ελλάδος".
Στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου υπολογίζεται ότι είχαν συγκεντρωθεί περί τις δέκα χιλιάδες Έλληνες και αυτοί σκοτώσανε τις τέσσερις χιλιάδες των Τούρκων.
Χαρακτηριστικά της συγκρούσεως στα Δερβενάκια, κατά τον μελετήσαντα το θέμα Ζαμάνον, είναι τα εξής: "Η απερίγραπτος λαφυραγωγία κατά πρώτον λόγον, αι απιστεύτως μηδαμιναί απώλειαι των επαναστατών και η μετά την πρώτην νίκην μεγάλη λιποταξία προς μεταφοράν και απόκρυψιν της λείας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των μαχών των Δερβενακίων".
Πολλοί από το στρατό του Δράμαλη προήρχοντο από τους αγωνισθέντας κατά του Αλή των Ιωαννίνων και είχαν σημαντικά λάφυρα και από τα λάφυρα αυτά επλούτισαν πολλοί των Ελλήνων που έσφαξαν τους Τούρκους, στα Δερβενάκια.
Και οι μεν ήρωες των Δερβενακίων απεκόμισαν λάφυρα που τους έκαναν πλούσιους. Πόσα άραγε πλούτη απεκόμισαν οι καταλαβόντες το Κάστρο του Άργους Καρίγιαννης και Τσαλαφατίνος και απεργασθέντες με τον αγώνα τους την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη; Για τα πλούτη των δύο φίλων και συμπολεμιστών Καρίγιαννη και Τσαλαφατίνου έχουμε πληροφορίες από τον άσπονδο φίλο τους τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκο, στο έργο του οποίου διαβάζουμε:
"Ο δε Η.Τσαλαφατίνος έτρεχε πάντοτε, όπου η περίστασις της πατρίδος τον εκαλούσε αλλά ποτέ του δεν είχε ιδικό του σώμα, διότι οι Μανιάτες ήσαν πτωχοί και ήθελαν δια να εκστρατεύσουν χρήματα, αχώριστος αυτού ήτο ο Αθανάσιος Καρίγαννης. Και τους δύο αυτούς άνδρας επαινούμεν δια τον ζήλον των και μάλιστα τον γέροντα Η.Τσαλαφατίνον και δεν αμαρτάνομεν να τους ονομάσωμεν Αγίους Αναργύρους".
Ο άσπονδος φίλος τους Φωτάκος τους αποκαλεί Αγίους Αναργύρους γιατί, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να τους βοηθήσει ο πάμπτωχος γέρων Η.Τσαλαφατίνος απήντησε "Το κράτος είναι φτωχότερο και από μένα γι αυτό δεν δέχομαι καμιά βοήθεια".
Και μόνο η συμπεριφορά του Καρίγιαννη και του Τσαλαφατίνου θα πρέπει να προκαλεί κάποιες αναστολές στους ιστορικούς οι οποίοι τα μόνα κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιούν για τους Μανιάτες είναι άρπαγες, ληστές, φονιάδες. Η φράση του Τσαλαφατίνου -δεν δέχομαι βοήθεια γιατί το κράτος είναι πιο φτωχό από μένα- εσχολιάσθη ασφαλώς και αυτό υποχρέωσε τον Φωτάκο να εκφρασθεί καθώς εξεφράσθη για τον Τσαλαφατίνο και τον Καρίγιαννη.
Η καταστροφή του Δράμαλη ετρόμαξε τον Σουλτάνο και αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο Πασάς της Αιγύπτου προ πάσης συμφωνίας εξήτασε την κατάσταση που επικρατούσε στην Πελοπόννησο. Επληροφορήθη ότι οι υπό του Κωλέτη Στερεοελλαδίτες διεξάγουν σκληρό αγώνα κατά των Πελοποννησίων και επομένως οι αλληλοσπαρασσόμενοι Έλληνες δεν θα ήταν επικίνδυνοι για το εκστρατευτικό σώμα που θα έστελνε στην Πελοπόννησο.
Με το στράτευμα αυτό των Τουρκοαιγυπτίων, το οποίο έφτασε στην Πελοπόννησο διοικούμενο από τον γιό του Μεχμέτ Αλή τον Ιμπραήμ, οι υπό τον Κολοκοτρώνη Πελοποννήσιοι συγκρούσθησαν, από τις συγκρούσεις δε αυτές ο Κολοκοτρώνης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι αδύνατον να νικήσουν τον Ιμπραήμ. Συνέστησε να ζητηθεί βοήθεια από τους Άγγλους γιατί μόνο με τη βοήθεια των Άγγλων είναι δυνατόν να ελευθερωθεί η Ελλάδα.
Οι υπό τον Κολοκοτρώνη Έλληνες στην Τραμπάλα, στο Παρθένι, στα Τρίκορφα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το στρατό του Ιμπραήμ. Και τις τρεις φορές υπεχώρησαν προ του αντιπάλου. Υπό την πίεση της ανάγκης ο Κολοκοτρώνης απευθύνεται στους Μανιάτες και προσπαθεί με εγκώμια να τους πείσει να επιτεθούν κατά του Ιμπραήμ.
Στην επιστολή που έστειλε τονίζει:
"Η Μάνη, εν ω δια τας αρχαίας ανδραγαθίας και ηρωικά της κατορθώματα φημίζεται το άνθος της Ελλάδος, αδιαφορούσα δε ήδη εις τον κλονισμόν της Πελοποννήσου αμαυρώνει όλην της την υπόληψιν… μεγάλη ασπλαχνία μέγα κακόν θεωρείται την σήμερον από το μέρος της Μάνης! Αύτη βλέπει την πατρίδα κλονιζομένην και δεν την βοηθεί".
Τα εγκώμια του Κολοκοτρώνη τους αφήνουν αδιάφορους τους Μανιάτες, γιατί γνωρίζουν ότι όσο διαρκεί ο κίνδυνος θα είναι "ο πρωτότοκος υιός μου Ισραήλ" αλλά μετά την πάροδο του κινδύνου θα γίνουν "λαός δυσεβής και παράνομος". Δεν ξεχνούν ότι από το "ωσαννά" μέχρι το "σταύρωσον" μεσολαβούν μόνο εφτά ημέρες. Οι Μανιάτες οργανώνουν τις δυνάμεις τους και αγωνίζονται να εξασφαλίσουν πολεμικό υλικό, γιατί αντιλαμβάνονται ότι στα σύνορα της Μάνης θα κριθεί ο αγώνας κατά του Ιμπραήμ.
Ακολούθησαν οι τρεις γνωστές συγκρούσεις του Ιμπραήμ με τους Μανιάτες στο Αλμυρό, στο Διρό και στον Πολυάραβο. Και στις τρεις συγκρούσεις ο θριαμβεύσας στην Τραμπάλα, στα Τρίκορφα, στο Παρθένι Ιμπραήμ έφυγε κατησχυμένος από το Αλμυρό, το Διρό και τον Πολυάραβο. Με τη νίκη στο Βαλτέτσι ρόδισε η αυγή της Ελευθερίας των Ελλήνων.
Ο θρίαμβος των Μανιατών στον Πολυάραβο χαιρετίσθηκε από τους λαούς της Ευρώπης ως επάνοδος της Ελευθερίας στη γενέθλια γη.
Τη χώρα αυτή, τη Μάνη, επιτροπή συγκροτηθείσα υπό της Βουλής των Ελλήνων για να συντάξει χρονολόγιο των σημαντικοτέρων γεγονότων της Επαναστάσεως του 1821 απέφυγε επιμελώς να την αναφέρει μεταξύ των αγωνισθέντων κατά την Επανάσταση του 1821.
Ο αναγνώστης, αφού διαβάσει τις δεκάδες των σελίδων του χρονολογίου της Βουλής διερωτάται γιατί άραγε δεν αναφέρθηκαν οι λέξεις Μάνη και Μανιάτες ούτε μία φορά κατά την αναγραφή των σημαντικών γεγονότων της Εθνεγερσίας;
Υπενθυμίζουμε μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα από τον αγώνα της Εθνεγερσίας και ο αναγνώστης ας κρίνει τους συντάχτες του χρονολογίου της Βουλής.
Η πείρα έλεγε ότι ο λαός της Πελοποννήσου δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσει στα πεδία των μαχών τον πάνοπλο δυνάστη.
Τα Ορλωφικά είχαν δείξει ότι πολεμική σύγκρουση των Πελοποννήσιων με τους Τούρκους θα ήταν αλόγιστη ενέργεια. Ο Μ. Σακελλαρίου, στην περισπούδαστη εργασία του για τα γεγονότα της εποχής εκείνης, αναφερόμενος στην αντίσταση 400 Μανιατών εναντίον 3 χιλιάδων Τούρκων στο Νησί της Καλαμάτας, γράφει:
«Το συμβάν τούτο δεν έχει μόνον την απόλυτον αξίαν ενός άφθαστου ηρωισμού, ανταξίου προς τα μάλλον αξιομνημόνευτα παραδείγματα, αλλ' ενέχει και την σημασίαν του μοναδικού δείγματος ηρωικής αντιστάσεως, προβάλλοντος εν μέσω της ανεπιτηδειότητος των Ρώσων και της ανικανότητας ενός ολοκλήρου λαού να πολεμήση μετ' αποφασιστικότητος και μέχρι τέλους. Μέχρι τούδε είδομεν και μας μένει ακόμη να συναντήσωμεν τους Έλληνας ουδεμίαν δυναμένους να αντιτάξουν αντίστασιν, άνευ ψυχικού σθένους, ευκόλως υποκειμένους εις πανικόν. Δια τούτο αποκτά ιδιάζουσαν σημασίαν το συμβάν τούτο. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίον ότι την εξαίρεσιν απετέλεσαν οι Μανιάται».
Για την πορεία του αγώνος μετά την κατάληψη της Καλαμάτας διατυπώθηκαν δύο προτάσεις. Οι Μεσσήνιοι λέγανε ότι πρέπει οι επαναστάτες να στραφούν προς τα κάστρα της Μεσσηνίας, για να προλάβουν τις σφαγές, στις οποίες ασφαλώς θα προβαίνανε οι Τούρκοι.
Ο Κολοκοτρώνης επέμενε πως πρέπει να στραφούν προς την Τρίπολη, γιατί με την κατάληψή της θα εδραιωνότανε ο αγώνας.
Δόθηκε συμβιβαστική λύση. Το μεγαλύτερο μέρος εστράφη προς τα κάστρα της Μεσσηνίας και 300 Μανιάτες υπό το Δουράκη και το Βοϊδή το Μαυρομιχάλη εκινήθησαν προς την Αρκαδία.
Μαζί τους, βέβαια, ο Κολοκοτρώνης.
Οι τριακόσιοι αυτοί στον Άγιο Αθανάσιο, κοντά στην Καρύταινα, πολεμήσανε εναντίον 1.700 Τούρκων. Τη μάχη αυτή ο Τρικούπης τη χαρακτηρίζει πρώτη εκ παρατάξεως μάχη μεταξύ Τούρκων και επαναστατών Ελλήνων και την περιγράφει έτσι:
«Την δε επαύριον ο Κολοκοτρώνης, αφήσας ολίγους συντρόφους του εν τη κώμη μετέβη τα χαράματα εις το προς το άγιον Αθανάσιον στενόν, παραφυλάττων τους αναμενόμενους εχθρούς. Οι εχθροί εφάνησαν μετ' ολίγον ερχόμενοι και αποτελούντες μακράν γραμμήν εξ αιτίας του πλήθους των φορτωμάτων και της στενοτοπίας.
Ιδόντες δε μακρόθεν ότι οι Έλληνες προκατέλαβαν την δίοδον, ήλθαν έμπροσθεν όλοι οι ένοπλοι, και πλησιάσαντες εμάχοντο εξ ώρας. Αυτή ήτον η πρώτη εν τάξει μάχη της πελοποννησιακής επαναστάσεως μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, και συνεκροτήθη κατά τύχην υπό τον πολέμαρχον της Πελοποννήσου, Κολοκοτρώνην. Οι Τούρκοι επολέμησαν γενναίως εις σωτηρίαν των γυναικών και τέκνων, και εις διαφύλαξιν της περιουσίας των. Οι Μανιάται διέπρεψαν επίσης πολεμούντες ολίγοι προς πολλούς. μέχρι δε της μεσημβρίας εσκοτώθησαν 15 Τούρκοι και 6 Μανιάται·επληγώθησαν και εκ των αρχηγών αυτών ο Βοϊδής και ο Δουράκης. Οι Μανιάται καταναλώσαντες περί την μεσημβρίαν τα φυσέκια των, αφήκαν ην έως τότε κατείχαν θέσιν και απεσύρθησαν εις τι παρακείμενον πετρώδες ύψωμα παρά την γέφυραν του ποταμού τινές δε αυτών ανεχώρησαν συνοδεύοντες τους πληγωθέντας εις τα ίδια».
Τον ενθουσιασμό του από τη μάχη αυτή ο Κολοκοτρώνης τον εξέφρασε με αυτά τα λόγια:
«Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμο, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: Τριακόσιοι ήτον οι πρώτοι, χίλιοι εφτακόσιοι οι Τούρκοι. Από τες έξι ώρες έσωσαν τα φουσέκια τους, ελαβώθηκε ο Βοϊδής, ο Δουράκης, εσκοτώθηκαν πέντε-έξι. Εις το μεσημέρι έσωσαν τα φουσέκια. Μου λένε το στράτευμα, να τους ανοίξομε όμως τα Κολιόπουλα ήτον έξι ώρες μακρυά εις το ποτάμι του Ρουφιά, εις χωριό Τζούκα, εφύλαγαν δια τους Λαλαίους. Ακούοντας το τουφέκι, εκίνησαν, πλην δεν έφθασαν (είχαν τετρακόσιους) εις την ώραν, αλλ' έπειτα από μισή ώρα. Οι Τούρκοι σκοτώθηκαν δεκαπέντε, επολεμούσαν με καρδιά, διότι είχαν το βιό τους και ταις γυναίκες τους».
Αναλυτικότερη περιγραφή της μάχης αυτής βρίσκομε στην Ιστορία του Φραντζή:
«Αφ' ου δε ο Θ. Κολοκοτρώνης κατέλαβε την θέσιν του ρηθέντος λόφου, οι δε Φαναρίται ώδευον, είχον ακολουθήσει κατόπιν αυτών και περίπου 300 Φαναρίται Έλληνες χωρίς να τους βλάπτουν, προσέχοντες μόνον την εις τα όπισθεν επιστροφήν των εν ω δε η πρώτη σειρά των Φαναριτών Οθωμανών έφθασεν εις τους πρόποδας τους λόφου του Αγίου Αθανασίου, ο Θ. Κολοκοτρώνης μετά των μετ’ αυτού Μανιατών αντέκρουσαν αυτούς γενναίως, και η μεταξύ των μάχη διήρκεσε επέκεινα των 5 ωρών.
Εν δε μέρος των Μανιατών μη έχοντες πλέον πολεμοφόδια, ως παραναλώσαντες πάντα όσα είχαν εις την μάχην, ζητήσαντες δε από τον Θ. Κολοκοτρώνην και αποτυχόντες, ως μη έχοντος και αυτού εις την στιγμήν, έκτηπων τους Οθωμανούς με τας πέτρας όντες εφ 'υψηλής θέσεως οι Μανιάται. οι δε Οθωμανοί τυχόντες της ευκαιρίας αυτής, και διαβάντες άπαντες τον λόφον του Αγίου Αθανασίου, συνήχθησαν εις την θέσιν την καλουμένην Κομμένον Τζαμί. εν ω δε ητοιμάζοντο να διαβώσιν από την γέφυραν της Καρυταίνης ο Κολοκοτρώνης μετά των Μανιατών καταλαβόντες το έμπροσθεν μέρος της οδού κατά το μέρος της γέφυρας, ήρχισαν να τους χτυπούν εκ νέου κατά μέτωπον, οικονομηθέντες και από ολίγα πολεμοφόδια. οι Οθωμανοί θεωρήσαντες ότι δυσκόλως εδύναντο να διέλθωσι δια της γεφύρας ήρχισαν την οπισθοδρόμησίν των πάλιν δια της θέσεως του Κομμένου Τζαμίου επί σκοπώ του να διαβώσιν από του Χαλούλ Αγά δια μέσου ενός μέρους του ποταμού, το οποίον δεν είχε γέφυραν.
Κατά δε την στιγμήν καθ' ην ούτοι διέβαινον δια μέσου του ποταμού, έφθασεν αυτόθι και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης δρομαίως με 300 Μανιάτας, και συνενωθέντες οι μετά του Θ. Κολοκοτρώνη, όλοι ομού αντέκρουαν αυτούς γενναίως».
Στο Φραντζή φαίνεται πως έκανε κάποια εντύπωση το γεγονός ότι οι Μανιάτες, όταν σώσανε τα μπαρουτόβολα δεν παρατήσανε τη μάχη, αλλά συνέχισαν να πολεμούν με πέτρες. Για τους Μανιάτες όμως δεν ήταν πρωτόφαντη ενέργεια. Στους διάφορους πολέμους δεν είχανε πάντοτε άφθονα τα μπαρουτόβολα και, όταν τα τελειώνανε, περνούσανε τα όπλα «διάπλατα», δηλαδή περνούσαν το λουρί από το κεφάλι στον ώμο και με ελεύθερα τα χέρια συνέχιζαν τον πόλεμο με πέτρες. Άλλωστε οι πετροπόλεμοι δεν ήσαν άγνωστοι. Αναφέροντας τραυματίες πολέμου ο Παπαδάκης στο Ημερολόγιο του γράφει «πετριά στο κεφάλι».
Οι Μανιάτες, που εστράφησαν προς τα φρούρια της Μεσσηνίας, άρχισαν σε λίγο την πολιορκία του κάστρου της Κορώνης. Χτυπούσαν τους Τούρκους και συγχρόνως διδάσκανε στους Μεσσηνίους τη χρήση των όπλων και την τέχνη του πολέμου. Γι' αυτά μας πληροφορεί ο Φραντζής:
«Κατ' αρχάς όμως οι Έλληνες εταράττοντο πολύ από τα κανόνια και τας βόμβας, έως ότου εσυνήθισαν, και ακολούθως άμα έβλεπον την αστραπήν του κανονιού ή της βόμβας, έπιπτον ευθύς πρηνείς επί πρόσωπον και εγειρόμενοι πάλιν εξύβριζαν τους Οθωμανούς λέγοντες «δοτέ μας τα κανόνια σας και τας βόμβας και τότε να καταλάβετε πώς θέλομεν σας διώξει από το κάστρον σας δια 24 ώρας», είναι, δε αληθές ότι οι Μανιάται εδίδασκον κατ' αρχάς τους Έλληνας της Κορώνης πώς να προφυλάττωνται εις τας μάχας, και πώς να μεταχειρίζωνται τα όπλα, έως ου ιδόντες τους τρόπους αυτούς οι 'Ελληνες, και εξασκηθέντες δι' ολίγας ημέρας, έφθασαν να γίνουν εμπειρότεροι και ικανώτεροι».
Και ο Φιλήμων γράφει πως οι Μανιάτες εδίδασκαν τη χρήση των όπλων στους άλλους Έλληνες :
«Οι Κορωναίοι ταχέως εγυμνάσθησαν την χρήσιν του όπλου από τους Λάκωνας τούτο δε έφερεν εις απορίαν τους Τούρκους γνωρίζοντας, οπόσω υπήρχον πρότεροι άπειροι ούτοι».
Οι προσηλιακοί, δηλαδή οι κάτοικοι της Ανατολικής Μάνης, εστράφησαν προς τη Μονεμβάσια.
Αυθεντικά κείμενα με μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες μιλούν για την πολεμική δράση των Προσηλιακών στη Μονεμβάσια.
Σε αναφορά που υποβάλανε κυβερνήτες Σπετσιώτικων καραβιών προς τους προκρίτους του νησιού διαβάζαμε:
«αυτοί είναι παλληκάρια και τωόντι δι' αυτήν την τέχνην (του πολέμου)… Πριν έλθωμεν ημείς εδώ πενήντα Μανιάται απ' έξω από το γεφύρι, εδώ όπου στεκόμεθα, επολεμούσαν με τριακόσιους πενήντα Μπαρδουνιώτας και Μονεμβασιώτας και αν δεν έμβαινα εις το γεφύρι εις την Μονεμβάσιαν, όλους τους έτρωγαν".
Την πρώτη εκ παρατάξεως μάχη μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων στον Άγιο Αθανάσιο και το θρίαμβο των αγωνισθέντων Μανιατών οι συντάχτες του Χρονολογίου της Βουλής έκριναν το γεγονός ανάξιο διαμνημονεύσεως. Αλλά και τις μάχες στο Αλμυρό, στο Διρό και τον Πολυάραβο, όπου ο Ιμπραήμ "κατησχύνθη" προ των Μανιατών, γιατί άραγε οι συντάχτες του Χρονολογίου απέφυγαν να τις αναφέρουν; μήπως δια λόγους αβρότητος προς την προσωπικότητα του επιδρομέως Ιμπραήμ;
του Ανάργυρου Γ. Κουτσιλιέρη
Ο αγώνας των Ελλήνων για την απελευθέρωση της χώρας διήρκησε εφτά χρόνια, σαφώς δε διακρίνονται οι τρεις φάσεις του αγώνα αυτού.
Η πρώτη φάση αρχίζει με την πρώτη εκ παρατάξεως μάχη Τούρκων και Ελλήνων στον Άγιο Αθανάσιο παρά την Καρύταινα. Τριακόσιοι Μανιάτες υπό τον Βοϊδή Μαυρομιχάλη και τον Τρουπάκη, συγκρούονται με χίλιους εφτακόσιους Τούρκους. Ο συναγωνιζόμενος με τους Μανιάτες Κολοκοτρώνης, ενθουσιασμένος από τη μαχητικότητα των Μανιατών, γράφει ότι οι 300 Μανιάτες του θύμισαν τους 300 του Λεωνίδα των Θερμοπυλών.
Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, οι Μανιάτες στρέφονται κατά της Τριπόλεως. Στο Βαλτέτσι έγινε αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων των Μανιατών και του Κεχαγιάμπεη, σταλμένου από τον Χουρσίτ Πασσά, που αγωνιζόταν κατά του Αλή των Ιωαννίνων.
Οι οχυρωμένοι σε πέντε ταμπούρια Μανιάτες, βοηθούμενοι και από αριθμό επίλεκτων Πελοποννησίων, κατάφεραν να αποκρούσουν τις λυσσαλέες επιθέσεις των επιλέκτων του Κεχαγιάμπεη και μετά διήμερον πεισματώδη αγώνα οι Τούρκοι ζήτησαν σωτηρία στα τείχη της Τριπόλεως, η οποία και κατελήφθη μετά τρίμηνη πολιορκία. Με την άλωση της Τριπόλεως τελειώνει η πρώτη φάση του αγώνα της Εθνεγερσίας.
Η άλωση της Τριπόλεως ήταν αποτέλεσμα της νίκης στο Βαλτέτσι.
Ότι η νίκη στο Βαλτέτσι κατά μεγάλο ποσοστό οφείλεται στους Μανιάτες κανείς έντιμος άνθρωπος δεν διενοήθη να το αμφισβητήσει. Οι άνδρες του Κολοκοτρώνη, όταν δέχθηκαν χτύπημα από τον Κεχαγιάμπεη υποχώρησαν και αυτό ήταν επόμενο αφού ήταν ανάσκητοι στη χρήση των όπλων.
Δεύτερη φάση αποτελεί η κάθοδος του Δράμαλη και η σύγκρουση των μυριάδων του στρατού που οδηγούσε με τους οχυρωμένους στο κάστρο του Άργους Έλληνες.
Στις 10 Ιουλίου φτάνει στην Αργολίδα ο στρατός του Δράμαλη. Το κάστρο του Άργους έχει καταλάβει ο Μανιάτης Καρίγιαννης με μικρή ομάδα συμπολεμιστών. Η ομάδα αυτή ενισχύεται σε λίγο από τον Τσαλαφατίνο, επιστρέψαντα από την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Δεν εβράδυναν να φτάσουν και άλλοι Μανιάτες και να ενισχύσουν τους κατέχοντας το κάστρο, ο δε Βοϊδής Μαυρομιχάλης με τους συμπολεμιστές του κατέλαβε τη Μονή της Κεκρυμμένης.
Τη σημασία της κατοχής του Κάστρου από τους Έλληνες αντελήφθη ο Υψηλάντης και με αριθμό συμπολεμιστών μπήκε στο Κάστρο.
Πολλούς νεκρούς είχαν οι Μανιάτες στην προσπάθειά τους να κάψουν τα πάντα και να αφήσουν το στρατό του Δράμαλη χωρίς τροφές.
Έτσι υποχρέωσαν το στρατό αυτόν να τρέφεται επί 2 εβδομάδες με αγουρίδες πεπονιών και σταφυλιών με τις οποίες αγουρίδες προσπαθούσε να δαμάσει και τη δίψα του, γιατί δεν υπήρχε νερό. Αγωνιζόμενοι επί δύο εβδομάδες να εξουδετερώσουν την αντίσταση των Ελλήνων και να καταλάβουν το κάστρο του Άργους όταν έφτασαν στα στενά των Δερβενακίων ήταν ανίκανοι να σηκώσουν το όπλο.
Κατά τον φίλο του Κολοκοτρώνη, Φραντζή "εις τας δύο συγκροτηθείσας αυτάς μάχας της 26ης και 27ης Ιουλίου μεταξύ των εχθρών και των Ελλήνων εις τα Δερβενάκια, είναι παράδοξον, κανείς Έλλην δεν εφονεύθη εκτός μόνον τριών ή τεσσάρων πληγωθέντων ελαφρά και ιαθέντων ακολούθως".
Στις 26 Ιουλίου οι Τούρκοι είχαν περίπου 4.000 νεκρούς. Το πώς συνέβη το έγραψε στρατιωτικός που μελέτησε το θέμα. Ο συνταγματάρχης Ζαμάνος, ο οποίος μελέτησε τα συμβάντα στα στενά των Δερβενακίων τονίζει "ούτε οι Έλληνες ούτε οι Τούρκοι επολέμησαν εις τα πολυθρύλητα εκείνα στενά. Οι πρώτοι έσφαζαν τους δεύτερους". Δηλαδή οι αγουρίδες κάνανε το θαύμα τους. Οι Τούρκοι κρατούσαν τις κοιλιές τους και οι Έλληνες τους κόβαν τα κεφάλια.
Οι Τούρκοι φτάσανε στο σημείο αυτό, γιατί υποχρεώθηκαν να μείνουν στην Αργολίδα από την αντίσταση που προβάλανε οι Έλληνες που κατέλαβαν το Κάστρο του Άργους.
Για τον καταλαβόντα το Κάστρο Καρίγιαννη ο Τρικούπης γράφει:
"Μόνος ο Θανάσης Καρίγιαννης, Μανιάτης, ευρεθείς εν Άργει ταις ημέραις εκείναις της φυγής, της αρπαγής, της καταπιέσεως και του τρόμου, και ευρών δέκα ομόφρονάς του ανέβη αυθόρμητος και άφοβος εις το φρούριον του Άργους και ύψωσε την σημαίαν".
Για την πράξη αυτή του Καρίγιαννη ο Πρόκες-Ώστεν γράφει ότι η κατάληψη του φρουρίου του 'Αργους "ανήκει τις τας γενναιοτέρας και αποτελεσματικοτέρας εκδουλεύσεις του αγώνος εκείνου". Και ο Φίνλεϋ προσθέτει για τους λίγους αυτούς που κατέλαβαν το Κάστρο του Άργους ότι: "Θα έπρεπε το όνομα του καθενός να παραδοθεί στην ευγνωμοσύνη της Ελλάδος".
Στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου υπολογίζεται ότι είχαν συγκεντρωθεί περί τις δέκα χιλιάδες Έλληνες και αυτοί σκοτώσανε τις τέσσερις χιλιάδες των Τούρκων.
Χαρακτηριστικά της συγκρούσεως στα Δερβενάκια, κατά τον μελετήσαντα το θέμα Ζαμάνον, είναι τα εξής: "Η απερίγραπτος λαφυραγωγία κατά πρώτον λόγον, αι απιστεύτως μηδαμιναί απώλειαι των επαναστατών και η μετά την πρώτην νίκην μεγάλη λιποταξία προς μεταφοράν και απόκρυψιν της λείας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των μαχών των Δερβενακίων".
Πολλοί από το στρατό του Δράμαλη προήρχοντο από τους αγωνισθέντας κατά του Αλή των Ιωαννίνων και είχαν σημαντικά λάφυρα και από τα λάφυρα αυτά επλούτισαν πολλοί των Ελλήνων που έσφαξαν τους Τούρκους, στα Δερβενάκια.
Και οι μεν ήρωες των Δερβενακίων απεκόμισαν λάφυρα που τους έκαναν πλούσιους. Πόσα άραγε πλούτη απεκόμισαν οι καταλαβόντες το Κάστρο του Άργους Καρίγιαννης και Τσαλαφατίνος και απεργασθέντες με τον αγώνα τους την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη; Για τα πλούτη των δύο φίλων και συμπολεμιστών Καρίγιαννη και Τσαλαφατίνου έχουμε πληροφορίες από τον άσπονδο φίλο τους τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκο, στο έργο του οποίου διαβάζουμε:
"Ο δε Η.Τσαλαφατίνος έτρεχε πάντοτε, όπου η περίστασις της πατρίδος τον εκαλούσε αλλά ποτέ του δεν είχε ιδικό του σώμα, διότι οι Μανιάτες ήσαν πτωχοί και ήθελαν δια να εκστρατεύσουν χρήματα, αχώριστος αυτού ήτο ο Αθανάσιος Καρίγαννης. Και τους δύο αυτούς άνδρας επαινούμεν δια τον ζήλον των και μάλιστα τον γέροντα Η.Τσαλαφατίνον και δεν αμαρτάνομεν να τους ονομάσωμεν Αγίους Αναργύρους".
Ο άσπονδος φίλος τους Φωτάκος τους αποκαλεί Αγίους Αναργύρους γιατί, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να τους βοηθήσει ο πάμπτωχος γέρων Η.Τσαλαφατίνος απήντησε "Το κράτος είναι φτωχότερο και από μένα γι αυτό δεν δέχομαι καμιά βοήθεια".
Και μόνο η συμπεριφορά του Καρίγιαννη και του Τσαλαφατίνου θα πρέπει να προκαλεί κάποιες αναστολές στους ιστορικούς οι οποίοι τα μόνα κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιούν για τους Μανιάτες είναι άρπαγες, ληστές, φονιάδες. Η φράση του Τσαλαφατίνου -δεν δέχομαι βοήθεια γιατί το κράτος είναι πιο φτωχό από μένα- εσχολιάσθη ασφαλώς και αυτό υποχρέωσε τον Φωτάκο να εκφρασθεί καθώς εξεφράσθη για τον Τσαλαφατίνο και τον Καρίγιαννη.
Η καταστροφή του Δράμαλη ετρόμαξε τον Σουλτάνο και αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο Πασάς της Αιγύπτου προ πάσης συμφωνίας εξήτασε την κατάσταση που επικρατούσε στην Πελοπόννησο. Επληροφορήθη ότι οι υπό του Κωλέτη Στερεοελλαδίτες διεξάγουν σκληρό αγώνα κατά των Πελοποννησίων και επομένως οι αλληλοσπαρασσόμενοι Έλληνες δεν θα ήταν επικίνδυνοι για το εκστρατευτικό σώμα που θα έστελνε στην Πελοπόννησο.
Με το στράτευμα αυτό των Τουρκοαιγυπτίων, το οποίο έφτασε στην Πελοπόννησο διοικούμενο από τον γιό του Μεχμέτ Αλή τον Ιμπραήμ, οι υπό τον Κολοκοτρώνη Πελοποννήσιοι συγκρούσθησαν, από τις συγκρούσεις δε αυτές ο Κολοκοτρώνης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι αδύνατον να νικήσουν τον Ιμπραήμ. Συνέστησε να ζητηθεί βοήθεια από τους Άγγλους γιατί μόνο με τη βοήθεια των Άγγλων είναι δυνατόν να ελευθερωθεί η Ελλάδα.
Οι υπό τον Κολοκοτρώνη Έλληνες στην Τραμπάλα, στο Παρθένι, στα Τρίκορφα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το στρατό του Ιμπραήμ. Και τις τρεις φορές υπεχώρησαν προ του αντιπάλου. Υπό την πίεση της ανάγκης ο Κολοκοτρώνης απευθύνεται στους Μανιάτες και προσπαθεί με εγκώμια να τους πείσει να επιτεθούν κατά του Ιμπραήμ.
Στην επιστολή που έστειλε τονίζει:
"Η Μάνη, εν ω δια τας αρχαίας ανδραγαθίας και ηρωικά της κατορθώματα φημίζεται το άνθος της Ελλάδος, αδιαφορούσα δε ήδη εις τον κλονισμόν της Πελοποννήσου αμαυρώνει όλην της την υπόληψιν… μεγάλη ασπλαχνία μέγα κακόν θεωρείται την σήμερον από το μέρος της Μάνης! Αύτη βλέπει την πατρίδα κλονιζομένην και δεν την βοηθεί".
Τα εγκώμια του Κολοκοτρώνη τους αφήνουν αδιάφορους τους Μανιάτες, γιατί γνωρίζουν ότι όσο διαρκεί ο κίνδυνος θα είναι "ο πρωτότοκος υιός μου Ισραήλ" αλλά μετά την πάροδο του κινδύνου θα γίνουν "λαός δυσεβής και παράνομος". Δεν ξεχνούν ότι από το "ωσαννά" μέχρι το "σταύρωσον" μεσολαβούν μόνο εφτά ημέρες. Οι Μανιάτες οργανώνουν τις δυνάμεις τους και αγωνίζονται να εξασφαλίσουν πολεμικό υλικό, γιατί αντιλαμβάνονται ότι στα σύνορα της Μάνης θα κριθεί ο αγώνας κατά του Ιμπραήμ.
Ακολούθησαν οι τρεις γνωστές συγκρούσεις του Ιμπραήμ με τους Μανιάτες στο Αλμυρό, στο Διρό και στον Πολυάραβο. Και στις τρεις συγκρούσεις ο θριαμβεύσας στην Τραμπάλα, στα Τρίκορφα, στο Παρθένι Ιμπραήμ έφυγε κατησχυμένος από το Αλμυρό, το Διρό και τον Πολυάραβο. Με τη νίκη στο Βαλτέτσι ρόδισε η αυγή της Ελευθερίας των Ελλήνων.
Ο θρίαμβος των Μανιατών στον Πολυάραβο χαιρετίσθηκε από τους λαούς της Ευρώπης ως επάνοδος της Ελευθερίας στη γενέθλια γη.
Τη χώρα αυτή, τη Μάνη, επιτροπή συγκροτηθείσα υπό της Βουλής των Ελλήνων για να συντάξει χρονολόγιο των σημαντικοτέρων γεγονότων της Επαναστάσεως του 1821 απέφυγε επιμελώς να την αναφέρει μεταξύ των αγωνισθέντων κατά την Επανάσταση του 1821.
Ο αναγνώστης, αφού διαβάσει τις δεκάδες των σελίδων του χρονολογίου της Βουλής διερωτάται γιατί άραγε δεν αναφέρθηκαν οι λέξεις Μάνη και Μανιάτες ούτε μία φορά κατά την αναγραφή των σημαντικών γεγονότων της Εθνεγερσίας;
Υπενθυμίζουμε μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα από τον αγώνα της Εθνεγερσίας και ο αναγνώστης ας κρίνει τους συντάχτες του χρονολογίου της Βουλής.
Η πείρα έλεγε ότι ο λαός της Πελοποννήσου δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσει στα πεδία των μαχών τον πάνοπλο δυνάστη.
Τα Ορλωφικά είχαν δείξει ότι πολεμική σύγκρουση των Πελοποννήσιων με τους Τούρκους θα ήταν αλόγιστη ενέργεια. Ο Μ. Σακελλαρίου, στην περισπούδαστη εργασία του για τα γεγονότα της εποχής εκείνης, αναφερόμενος στην αντίσταση 400 Μανιατών εναντίον 3 χιλιάδων Τούρκων στο Νησί της Καλαμάτας, γράφει:
«Το συμβάν τούτο δεν έχει μόνον την απόλυτον αξίαν ενός άφθαστου ηρωισμού, ανταξίου προς τα μάλλον αξιομνημόνευτα παραδείγματα, αλλ' ενέχει και την σημασίαν του μοναδικού δείγματος ηρωικής αντιστάσεως, προβάλλοντος εν μέσω της ανεπιτηδειότητος των Ρώσων και της ανικανότητας ενός ολοκλήρου λαού να πολεμήση μετ' αποφασιστικότητος και μέχρι τέλους. Μέχρι τούδε είδομεν και μας μένει ακόμη να συναντήσωμεν τους Έλληνας ουδεμίαν δυναμένους να αντιτάξουν αντίστασιν, άνευ ψυχικού σθένους, ευκόλως υποκειμένους εις πανικόν. Δια τούτο αποκτά ιδιάζουσαν σημασίαν το συμβάν τούτο. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίον ότι την εξαίρεσιν απετέλεσαν οι Μανιάται».
Για την πορεία του αγώνος μετά την κατάληψη της Καλαμάτας διατυπώθηκαν δύο προτάσεις. Οι Μεσσήνιοι λέγανε ότι πρέπει οι επαναστάτες να στραφούν προς τα κάστρα της Μεσσηνίας, για να προλάβουν τις σφαγές, στις οποίες ασφαλώς θα προβαίνανε οι Τούρκοι.
Ο Κολοκοτρώνης επέμενε πως πρέπει να στραφούν προς την Τρίπολη, γιατί με την κατάληψή της θα εδραιωνότανε ο αγώνας.
Δόθηκε συμβιβαστική λύση. Το μεγαλύτερο μέρος εστράφη προς τα κάστρα της Μεσσηνίας και 300 Μανιάτες υπό το Δουράκη και το Βοϊδή το Μαυρομιχάλη εκινήθησαν προς την Αρκαδία.
Μαζί τους, βέβαια, ο Κολοκοτρώνης.
Οι τριακόσιοι αυτοί στον Άγιο Αθανάσιο, κοντά στην Καρύταινα, πολεμήσανε εναντίον 1.700 Τούρκων. Τη μάχη αυτή ο Τρικούπης τη χαρακτηρίζει πρώτη εκ παρατάξεως μάχη μεταξύ Τούρκων και επαναστατών Ελλήνων και την περιγράφει έτσι:
«Την δε επαύριον ο Κολοκοτρώνης, αφήσας ολίγους συντρόφους του εν τη κώμη μετέβη τα χαράματα εις το προς το άγιον Αθανάσιον στενόν, παραφυλάττων τους αναμενόμενους εχθρούς. Οι εχθροί εφάνησαν μετ' ολίγον ερχόμενοι και αποτελούντες μακράν γραμμήν εξ αιτίας του πλήθους των φορτωμάτων και της στενοτοπίας.
Ιδόντες δε μακρόθεν ότι οι Έλληνες προκατέλαβαν την δίοδον, ήλθαν έμπροσθεν όλοι οι ένοπλοι, και πλησιάσαντες εμάχοντο εξ ώρας. Αυτή ήτον η πρώτη εν τάξει μάχη της πελοποννησιακής επαναστάσεως μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, και συνεκροτήθη κατά τύχην υπό τον πολέμαρχον της Πελοποννήσου, Κολοκοτρώνην. Οι Τούρκοι επολέμησαν γενναίως εις σωτηρίαν των γυναικών και τέκνων, και εις διαφύλαξιν της περιουσίας των. Οι Μανιάται διέπρεψαν επίσης πολεμούντες ολίγοι προς πολλούς. μέχρι δε της μεσημβρίας εσκοτώθησαν 15 Τούρκοι και 6 Μανιάται·επληγώθησαν και εκ των αρχηγών αυτών ο Βοϊδής και ο Δουράκης. Οι Μανιάται καταναλώσαντες περί την μεσημβρίαν τα φυσέκια των, αφήκαν ην έως τότε κατείχαν θέσιν και απεσύρθησαν εις τι παρακείμενον πετρώδες ύψωμα παρά την γέφυραν του ποταμού τινές δε αυτών ανεχώρησαν συνοδεύοντες τους πληγωθέντας εις τα ίδια».
Τον ενθουσιασμό του από τη μάχη αυτή ο Κολοκοτρώνης τον εξέφρασε με αυτά τα λόγια:
«Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμο, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: Τριακόσιοι ήτον οι πρώτοι, χίλιοι εφτακόσιοι οι Τούρκοι. Από τες έξι ώρες έσωσαν τα φουσέκια τους, ελαβώθηκε ο Βοϊδής, ο Δουράκης, εσκοτώθηκαν πέντε-έξι. Εις το μεσημέρι έσωσαν τα φουσέκια. Μου λένε το στράτευμα, να τους ανοίξομε όμως τα Κολιόπουλα ήτον έξι ώρες μακρυά εις το ποτάμι του Ρουφιά, εις χωριό Τζούκα, εφύλαγαν δια τους Λαλαίους. Ακούοντας το τουφέκι, εκίνησαν, πλην δεν έφθασαν (είχαν τετρακόσιους) εις την ώραν, αλλ' έπειτα από μισή ώρα. Οι Τούρκοι σκοτώθηκαν δεκαπέντε, επολεμούσαν με καρδιά, διότι είχαν το βιό τους και ταις γυναίκες τους».
Αναλυτικότερη περιγραφή της μάχης αυτής βρίσκομε στην Ιστορία του Φραντζή:
«Αφ' ου δε ο Θ. Κολοκοτρώνης κατέλαβε την θέσιν του ρηθέντος λόφου, οι δε Φαναρίται ώδευον, είχον ακολουθήσει κατόπιν αυτών και περίπου 300 Φαναρίται Έλληνες χωρίς να τους βλάπτουν, προσέχοντες μόνον την εις τα όπισθεν επιστροφήν των εν ω δε η πρώτη σειρά των Φαναριτών Οθωμανών έφθασεν εις τους πρόποδας τους λόφου του Αγίου Αθανασίου, ο Θ. Κολοκοτρώνης μετά των μετ’ αυτού Μανιατών αντέκρουσαν αυτούς γενναίως, και η μεταξύ των μάχη διήρκεσε επέκεινα των 5 ωρών.
Εν δε μέρος των Μανιατών μη έχοντες πλέον πολεμοφόδια, ως παραναλώσαντες πάντα όσα είχαν εις την μάχην, ζητήσαντες δε από τον Θ. Κολοκοτρώνην και αποτυχόντες, ως μη έχοντος και αυτού εις την στιγμήν, έκτηπων τους Οθωμανούς με τας πέτρας όντες εφ 'υψηλής θέσεως οι Μανιάται. οι δε Οθωμανοί τυχόντες της ευκαιρίας αυτής, και διαβάντες άπαντες τον λόφον του Αγίου Αθανασίου, συνήχθησαν εις την θέσιν την καλουμένην Κομμένον Τζαμί. εν ω δε ητοιμάζοντο να διαβώσιν από την γέφυραν της Καρυταίνης ο Κολοκοτρώνης μετά των Μανιατών καταλαβόντες το έμπροσθεν μέρος της οδού κατά το μέρος της γέφυρας, ήρχισαν να τους χτυπούν εκ νέου κατά μέτωπον, οικονομηθέντες και από ολίγα πολεμοφόδια. οι Οθωμανοί θεωρήσαντες ότι δυσκόλως εδύναντο να διέλθωσι δια της γεφύρας ήρχισαν την οπισθοδρόμησίν των πάλιν δια της θέσεως του Κομμένου Τζαμίου επί σκοπώ του να διαβώσιν από του Χαλούλ Αγά δια μέσου ενός μέρους του ποταμού, το οποίον δεν είχε γέφυραν.
Κατά δε την στιγμήν καθ' ην ούτοι διέβαινον δια μέσου του ποταμού, έφθασεν αυτόθι και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης δρομαίως με 300 Μανιάτας, και συνενωθέντες οι μετά του Θ. Κολοκοτρώνη, όλοι ομού αντέκρουαν αυτούς γενναίως».
Στο Φραντζή φαίνεται πως έκανε κάποια εντύπωση το γεγονός ότι οι Μανιάτες, όταν σώσανε τα μπαρουτόβολα δεν παρατήσανε τη μάχη, αλλά συνέχισαν να πολεμούν με πέτρες. Για τους Μανιάτες όμως δεν ήταν πρωτόφαντη ενέργεια. Στους διάφορους πολέμους δεν είχανε πάντοτε άφθονα τα μπαρουτόβολα και, όταν τα τελειώνανε, περνούσανε τα όπλα «διάπλατα», δηλαδή περνούσαν το λουρί από το κεφάλι στον ώμο και με ελεύθερα τα χέρια συνέχιζαν τον πόλεμο με πέτρες. Άλλωστε οι πετροπόλεμοι δεν ήσαν άγνωστοι. Αναφέροντας τραυματίες πολέμου ο Παπαδάκης στο Ημερολόγιο του γράφει «πετριά στο κεφάλι».
Οι Μανιάτες, που εστράφησαν προς τα φρούρια της Μεσσηνίας, άρχισαν σε λίγο την πολιορκία του κάστρου της Κορώνης. Χτυπούσαν τους Τούρκους και συγχρόνως διδάσκανε στους Μεσσηνίους τη χρήση των όπλων και την τέχνη του πολέμου. Γι' αυτά μας πληροφορεί ο Φραντζής:
«Κατ' αρχάς όμως οι Έλληνες εταράττοντο πολύ από τα κανόνια και τας βόμβας, έως ότου εσυνήθισαν, και ακολούθως άμα έβλεπον την αστραπήν του κανονιού ή της βόμβας, έπιπτον ευθύς πρηνείς επί πρόσωπον και εγειρόμενοι πάλιν εξύβριζαν τους Οθωμανούς λέγοντες «δοτέ μας τα κανόνια σας και τας βόμβας και τότε να καταλάβετε πώς θέλομεν σας διώξει από το κάστρον σας δια 24 ώρας», είναι, δε αληθές ότι οι Μανιάται εδίδασκον κατ' αρχάς τους Έλληνας της Κορώνης πώς να προφυλάττωνται εις τας μάχας, και πώς να μεταχειρίζωνται τα όπλα, έως ου ιδόντες τους τρόπους αυτούς οι 'Ελληνες, και εξασκηθέντες δι' ολίγας ημέρας, έφθασαν να γίνουν εμπειρότεροι και ικανώτεροι».
Και ο Φιλήμων γράφει πως οι Μανιάτες εδίδασκαν τη χρήση των όπλων στους άλλους Έλληνες :
«Οι Κορωναίοι ταχέως εγυμνάσθησαν την χρήσιν του όπλου από τους Λάκωνας τούτο δε έφερεν εις απορίαν τους Τούρκους γνωρίζοντας, οπόσω υπήρχον πρότεροι άπειροι ούτοι».
Οι προσηλιακοί, δηλαδή οι κάτοικοι της Ανατολικής Μάνης, εστράφησαν προς τη Μονεμβάσια.
Αυθεντικά κείμενα με μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες μιλούν για την πολεμική δράση των Προσηλιακών στη Μονεμβάσια.
Σε αναφορά που υποβάλανε κυβερνήτες Σπετσιώτικων καραβιών προς τους προκρίτους του νησιού διαβάζαμε:
«αυτοί είναι παλληκάρια και τωόντι δι' αυτήν την τέχνην (του πολέμου)… Πριν έλθωμεν ημείς εδώ πενήντα Μανιάται απ' έξω από το γεφύρι, εδώ όπου στεκόμεθα, επολεμούσαν με τριακόσιους πενήντα Μπαρδουνιώτας και Μονεμβασιώτας και αν δεν έμβαινα εις το γεφύρι εις την Μονεμβάσιαν, όλους τους έτρωγαν".
Την πρώτη εκ παρατάξεως μάχη μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων στον Άγιο Αθανάσιο και το θρίαμβο των αγωνισθέντων Μανιατών οι συντάχτες του Χρονολογίου της Βουλής έκριναν το γεγονός ανάξιο διαμνημονεύσεως. Αλλά και τις μάχες στο Αλμυρό, στο Διρό και τον Πολυάραβο, όπου ο Ιμπραήμ "κατησχύνθη" προ των Μανιατών, γιατί άραγε οι συντάχτες του Χρονολογίου απέφυγαν να τις αναφέρουν; μήπως δια λόγους αβρότητος προς την προσωπικότητα του επιδρομέως Ιμπραήμ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου