Βλέποντες λοιπόν ήμείς αυτόν τον διοργανισμόν και συσκεφθέντες έκάμαμεν, ώς πρωτόπειροι, ένα άλλον διοργανισμόν άνάλογον εις την έποχήν και εις τάς περιστάσεις. Του έκάμαμεν άρκετάς παραχωρήσεις και θυσίας και των συμφερόντων τού τόπου και των εδικών μας, και έδείξαμεν τοσαύτην αύταπάρνησιν, τό περισσότερον δια νά μην ξεσχίσωμεν τό προσωπείον και νομίσουν οί άνθρωποι, ότι ημείς ένεκα Ιδιοτέλειας δεν θέλομεν νά ένδώσωμεν. Του διευθύναμεν αυτόν τον διοργανισμόν διά μιάς επιτροπής, προς τήν οποίαν έδώκαμεν έντολήν νά τον παρακαλέση νά δεχθή αυτόν προς τό παρόν, και μετά τήν άλωσιν τής Τριπολιτσάς ότε θέλει έλθει τό Έθνος εις γενικήν Συνέλευσιν, νά καθιερώση μίαν τακτικήν Κυβέρνησιν με μόνιμον σύστημα, τότε θέλομεν προσπαθήσει νά τού δώσωμεν περισσοτέραν έκτασιν δυνάμεως και άλλα τοιαύτα.
Άφού λοιπόν άνέγνωσεν ό Βάμβας αυτόν τον διοργανισμόν, παρόντων όλων τών άνω ειρημένων κολάκων του, του ώμίλησε και ή επιτροπή περί τής ήν είχεν εντολής. Χωρίς νά αφήσουν τον Υψηλάντην νά όμιλήση ούδεμίαν λέξιν, απήντησαν αυτοί άπαντες έν μιά φωνή ότι ό Πρίγκιψ δεν δέχεται τοιούτον διοργανισμόν και ότι αναχωρεί διά τήν Καλαμάταν και εκείθεν διά τήν Ρούμελην, μέ πολλούς άλλους φοβερισμούς, τούς οποίους εξέθεσαν εναντίον ημών εις τα μέλη της επιτροπής. Και ή μεν επιτροπή ήλθε προς ήμάς και άνήγγειλεν άπαντα τα γεγονότα και αμέσως έλάβομεν μέτρα νά σώσωμεν τον εαυτόν μας, και κατελάβομεν τάς όχυρωτέρας οικίας, έθέσαμεν στρατιώτας, τους έγνωρίσαμεν τήν περίστασιν και ήτοιμάσθημεν νά άντικρούσωμεν τήν βίαν κατά τής βίας. Είχομεν δέ στρατιώτας πιστούς και εκλεκτούς ώς εξής: οί Μαυρομιχάλαι ώς έγγιστα διακόσιους, οί Δεληγιανναίοι ώς έγγιστα διακόσιους, ό Παπατσώνης εκατόν, ό Κρεββατάς εκατόν, ό γέρων Ζαΐμης και Χαραλάμπης εκατόν πεντήκοντα, ό Κανακάρης πεντήκοντα, ό Δημήτρης Καραμάνος και Μανωλάκης Μελετόπουλος εκατόν, καί άλλοι εκ των προκρίτων υπέρ τούς εκατόν. 'Ωστε υπερέβαιναν τούς χιλίους, οίτινες έγιναν έτοιμοι μέ τά όπλα εις τάς χείρας.
Έξελθούσης λοιπόν τής επιτροπής από τήν οικίαν του Υψηλάντη, έξήλθον καί οί άνω είρημένοι καί συνάξαντες τον άθλιον εκείνον όχλον έδημηγόρουν φωνάζοντες καί λέγοντες: οί Τουρκολάτραι! οί Τουρκοκοτσιαμπασήδες! οί τύραννοι! Δεν θέλουν τον πρίγκιπα, τον σωτήρα τής πατρίδος, οπού ήλθεν από τά άκρα του κόσμου νά μας ελευθερώση καί από τούς Τούρκους καί από αυτούς τούς χειρότερους τυράννους, καί ώς έκ τούτου ετοιμάζεται ό Πρίγκιψ νά φύγη, νά μας άφήση νά χαθώμεν, προτρέποντες τον όχλον νά τρέξουν όλοι νά τον παρακαλέσουν νά μην φύγη. Ό δέ Κολοκοτρώνης ήλθεν εις τήν οίκίαν του Πετρόμπεη, όπου ήμεθα ήμείς συναγμένοι, νά δυνηθή νά μας πείση νά ύπάγωμεν όλοι συσσωματωμένοι νά παρακαλέσωμεν τον πρίγκιπα νά μείνη καί γνωρίζει ότι, άν θυσιάσωμεν ήμείς τόσην φιλοτιμίαν, θά θυσιάση καί ό πρίγκιψ τήν έδικήν του νά δεχθή τον έδικόν σας διοργανισμόν καί ούτω συμβιβάζεται τό πράγμα καί δεν ξεσχίζεται ώς έξ αυτής τής διαιρέσεως καί δεν καταστρέφεται τό έθνος• και άλλους τοιούτους πατριωτικούς δήθεν έξεφράζετο λόγους, διά νά δυνηθή νά μας πείση νά έξέλθωμεν άπαντες, νά ύπάγωμεν είς τον Υψηλάντην, καθ' όδόν υπάρχων συναθροισμένος
όχλος, δύο σχεδόν χιλιάδες, τα δύο τρίτα άοπλοι, καί άμα φανώμεν εκεί νά παροργίσουν τον όχλον, νά φωνάξουν: Έλληνες! Ιδού οί τύραννοί σας! οί όποίοι δεν θέλουν τον πρίγκιπα! τον σωτήρα της πατρίδος! καί τότε νά όρμήση ό όχλος νά μας φονεύση όλους άνευ εξαιρέσεως. Αυτό ήτον τό σχέδιόν τους καί έφαίνετο, ότι ό Υψηλάντης ήτοιμάζετο δήθεν νά αναχωρήση, ώστε νά ιδούν το άποβησόμενον. Ό Θάνος Κανακάρης, άνθρωπος μέ υγιή νουν, πολύν πατριωτισμόν, αλλά φύσει φιλόνικος, νομίσας ότι ό Κολοκοτρώνης έμεσολαβούσε δι' αυτόν τον συμβιβασμόν άδόλως καί μέ είλικρίνειαν, έπεσεν εις άπέραντον φιλονικίαν φρονών, ότι θέλει τον πείση είς τον ορθόν λόγον καί είς τό δίκαιον. Έθύμωσαν λογοτριβούντες, έξεθύμωσαν, έπεσαν καί οί δύο εις άπεραντολογίας καί παρήλθον δύο σχεδόν ώραι, ότε άκούομεν αίφνης αντίκρυ τής οικίας του Μαυρομιχάλη φωνάς καί κραυγάς του όχλου λέγοντος: Θέλομεν τον Κολοκοτρώνην! διότι άφού άπέρασαν δύο ώρες καί δεν ύπήγε τά θύματα τους, ένόμισαν ότι τον έκρατήσαμεν διά τής βίας καί έκινήθησαν νά σώσουν μεν αυτόν, άλλ' αν ήτον εύκολον νά φονεύσουν καί ημάς. Έκ των πολλών φωνών καί κατακραυγών του αθλίου εκείνου όχλου, έσηκώθη ό Κολοκοτρώνης νά ίδη είς τό παράθυρον, τι τρέχει, προσποιούμενος, ότι δεν έγνώριζε τίποτε διά τό κίνημα αυτό. Έτρεξε προς τήν θύραν νά έξέλθη δήθεν νά τους ήσυχάση. Άλλ' αμέσως τον ήρπασα έγώ άπό τον γιακά καί τον λέγω: Στάσου! καθότι δεν έβγαίνεις ζωντανός άπό εδώ! καί νά μη νομίσης, ότι δεν γνωρίζομεν τήν συνωμοσίαν! Διά τούτο θά άποθάνωμεν εδώ μαζί! Καί έν άκαρεί του έκάρφωσαν οί καπεταναίοι μας δέκα πιστόλαις είς τό στήθος. Έμει-νεν ήμιθανής και αναίσθητος από την φρίκην καί ώς νεκρός υπήγε καί έκάθησε πλησίον του γέροντος Μαυρομιχάλη. Έτρεξεν αμέσως ό Κυριακούλης καί ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλαι καί οί εδικοί μου καπεταναίοι Γ. Σπηλιόπουλος καί Δήμος Κερπινιώτης, οί καπεταναίοι του Ζαΐμη Βασίλης Πετιμεζάς καί Φραγκάκης καί τίνες των άλλων προυχόντων, τους δέ λοιπούς διετάξαμεν ότι, έάν ίδούν, ότι ό όχλος εκείνος κάμη μικρόν τι κίνημα, να πυροβολήσουν κατ' αύτού χωρίς έξαίρεσιν καί έστεκόμεθα άπαντες έτοιμοι μέ τά όπλα εις τάς χείρας. Εξελθόντος του Κυριακούλη καί των λοιπών καί έρωτησάντων τον όχλον: τί ζητεί; Απήντησαν άπαντες: θέλομεν τους Τουρκολάτρας, όπού δεν θέλουν τον άφέντην καί ετοιμάζεται νά φύγη! Ποίοι είναι αυτοί οί Τουρκολάτραι; τους λέγουν. Αποκρίνονται: οί Τουρκοκοτσιαμπασήδες! Τότε φωνάζει ό Κυριακούλης μέ βροντώδη φωνήν: Βάρτε τους, μπρέ, τούς κερατάδες! καί αμέσως ήρχισαν οι στρατιώται καί τους έκτυπούσαν μέ τά σπαθία, μέ τά γεταγάνια, μέ τις μπούκες των τουφεκιών, χωρίς πυροβολισμόν κανένα. Έτράπησαν άνευ ουδεμίας αντιστάσεως εις φυγήν, διελύθησαν καί διεσκορπίσθησαν κακήν κακώς έκ τοΰ τρόμου φεύγοντες ώς λαγωοί εις τά όρη, χωρίς νά δυνηθούν πλέον νά επιστρέψουν ή νά συνέλθουν. Τότε έσυγχωρήθη καί εις τον Κολοκοτρώνην καί ύπήγεν εις τους συντρόφους του.
Καί ούτως άπελπισθέντες διά τήν άποτυχίαν τους, ό μεν Υψηλάντης άνεχώρησε διά τό Λεοντάρι συνοδευόμενος υπό του Παπαφλέσια, Αναγνωσταρά καί συντροφιάς όλων τών τυχοδιωκτών, όσοι ευρέθησαν σύμφωνοι εις τήν όχλοστασίαν έκείνην, ημείς μετά τών Γερουσιαστών καί όλων τών προυχόντων καί προκρίτων συσσωματωμένοι άπήλθομεν εις τό στρατόπεδον καί εκείθεν άπήλθεν ή Γερουσία μέ άρκετήν φρουράν εις τήν Ζαράκοβαν καί τήν επαύριον ήλθε καί ό Κολοκοτρώνης. Μετά δύο ημέρας ήλθον και οι Αναγνωσταράς, ό Παπαφλέσιας και άλλοι έκ του Λεονταρίου (άφήσαντες εκεί τον Ύψηλάντην) είς το στρατόπεδον και άνταμωθέντες και συσκεφθέντες μεταξύ των (όσοι έσχημάτισαν είς Βέρβαιναν την Ύψηλαντικήν φατρίαν) ενέκριναν διά νά φέρουν τον Ύψηλάντην εις τό στρατόπεδον, διά νά σχηματίσουν, μέ την σκιάν και τό όνομα εκείνου, έτι δυνατώτερον κόμμα διά τους σκοπούς των. Και ούτως έξαπέστειλαν τον Άναγνωσταράν και τον Παπαφλέσιαν και τον έπανέφερον εις τά Τρίκορφα. Και μήτε ή Γερουσία, μήτε ουδείς έξ ημών των προυχόντων και προκρίτων έκαταδεχόμεθα νά τον προσκαλέσωμεν ή νά στείλωμεν εις αυτόν πρεσβείαν, καθώς ψευδώς αναφέρει τό τυφλόν όργανον τών τυχοδιωκτών, ό Ταρτούφος Σπηλιάδης.
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Άφού λοιπόν άνέγνωσεν ό Βάμβας αυτόν τον διοργανισμόν, παρόντων όλων τών άνω ειρημένων κολάκων του, του ώμίλησε και ή επιτροπή περί τής ήν είχεν εντολής. Χωρίς νά αφήσουν τον Υψηλάντην νά όμιλήση ούδεμίαν λέξιν, απήντησαν αυτοί άπαντες έν μιά φωνή ότι ό Πρίγκιψ δεν δέχεται τοιούτον διοργανισμόν και ότι αναχωρεί διά τήν Καλαμάταν και εκείθεν διά τήν Ρούμελην, μέ πολλούς άλλους φοβερισμούς, τούς οποίους εξέθεσαν εναντίον ημών εις τα μέλη της επιτροπής. Και ή μεν επιτροπή ήλθε προς ήμάς και άνήγγειλεν άπαντα τα γεγονότα και αμέσως έλάβομεν μέτρα νά σώσωμεν τον εαυτόν μας, και κατελάβομεν τάς όχυρωτέρας οικίας, έθέσαμεν στρατιώτας, τους έγνωρίσαμεν τήν περίστασιν και ήτοιμάσθημεν νά άντικρούσωμεν τήν βίαν κατά τής βίας. Είχομεν δέ στρατιώτας πιστούς και εκλεκτούς ώς εξής: οί Μαυρομιχάλαι ώς έγγιστα διακόσιους, οί Δεληγιανναίοι ώς έγγιστα διακόσιους, ό Παπατσώνης εκατόν, ό Κρεββατάς εκατόν, ό γέρων Ζαΐμης και Χαραλάμπης εκατόν πεντήκοντα, ό Κανακάρης πεντήκοντα, ό Δημήτρης Καραμάνος και Μανωλάκης Μελετόπουλος εκατόν, καί άλλοι εκ των προκρίτων υπέρ τούς εκατόν. 'Ωστε υπερέβαιναν τούς χιλίους, οίτινες έγιναν έτοιμοι μέ τά όπλα εις τάς χείρας.
Έξελθούσης λοιπόν τής επιτροπής από τήν οικίαν του Υψηλάντη, έξήλθον καί οί άνω είρημένοι καί συνάξαντες τον άθλιον εκείνον όχλον έδημηγόρουν φωνάζοντες καί λέγοντες: οί Τουρκολάτραι! οί Τουρκοκοτσιαμπασήδες! οί τύραννοι! Δεν θέλουν τον πρίγκιπα, τον σωτήρα τής πατρίδος, οπού ήλθεν από τά άκρα του κόσμου νά μας ελευθερώση καί από τούς Τούρκους καί από αυτούς τούς χειρότερους τυράννους, καί ώς έκ τούτου ετοιμάζεται ό Πρίγκιψ νά φύγη, νά μας άφήση νά χαθώμεν, προτρέποντες τον όχλον νά τρέξουν όλοι νά τον παρακαλέσουν νά μην φύγη. Ό δέ Κολοκοτρώνης ήλθεν εις τήν οίκίαν του Πετρόμπεη, όπου ήμεθα ήμείς συναγμένοι, νά δυνηθή νά μας πείση νά ύπάγωμεν όλοι συσσωματωμένοι νά παρακαλέσωμεν τον πρίγκιπα νά μείνη καί γνωρίζει ότι, άν θυσιάσωμεν ήμείς τόσην φιλοτιμίαν, θά θυσιάση καί ό πρίγκιψ τήν έδικήν του νά δεχθή τον έδικόν σας διοργανισμόν καί ούτω συμβιβάζεται τό πράγμα καί δεν ξεσχίζεται ώς έξ αυτής τής διαιρέσεως καί δεν καταστρέφεται τό έθνος• και άλλους τοιούτους πατριωτικούς δήθεν έξεφράζετο λόγους, διά νά δυνηθή νά μας πείση νά έξέλθωμεν άπαντες, νά ύπάγωμεν είς τον Υψηλάντην, καθ' όδόν υπάρχων συναθροισμένος
όχλος, δύο σχεδόν χιλιάδες, τα δύο τρίτα άοπλοι, καί άμα φανώμεν εκεί νά παροργίσουν τον όχλον, νά φωνάξουν: Έλληνες! Ιδού οί τύραννοί σας! οί όποίοι δεν θέλουν τον πρίγκιπα! τον σωτήρα της πατρίδος! καί τότε νά όρμήση ό όχλος νά μας φονεύση όλους άνευ εξαιρέσεως. Αυτό ήτον τό σχέδιόν τους καί έφαίνετο, ότι ό Υψηλάντης ήτοιμάζετο δήθεν νά αναχωρήση, ώστε νά ιδούν το άποβησόμενον. Ό Θάνος Κανακάρης, άνθρωπος μέ υγιή νουν, πολύν πατριωτισμόν, αλλά φύσει φιλόνικος, νομίσας ότι ό Κολοκοτρώνης έμεσολαβούσε δι' αυτόν τον συμβιβασμόν άδόλως καί μέ είλικρίνειαν, έπεσεν εις άπέραντον φιλονικίαν φρονών, ότι θέλει τον πείση είς τον ορθόν λόγον καί είς τό δίκαιον. Έθύμωσαν λογοτριβούντες, έξεθύμωσαν, έπεσαν καί οί δύο εις άπεραντολογίας καί παρήλθον δύο σχεδόν ώραι, ότε άκούομεν αίφνης αντίκρυ τής οικίας του Μαυρομιχάλη φωνάς καί κραυγάς του όχλου λέγοντος: Θέλομεν τον Κολοκοτρώνην! διότι άφού άπέρασαν δύο ώρες καί δεν ύπήγε τά θύματα τους, ένόμισαν ότι τον έκρατήσαμεν διά τής βίας καί έκινήθησαν νά σώσουν μεν αυτόν, άλλ' αν ήτον εύκολον νά φονεύσουν καί ημάς. Έκ των πολλών φωνών καί κατακραυγών του αθλίου εκείνου όχλου, έσηκώθη ό Κολοκοτρώνης νά ίδη είς τό παράθυρον, τι τρέχει, προσποιούμενος, ότι δεν έγνώριζε τίποτε διά τό κίνημα αυτό. Έτρεξε προς τήν θύραν νά έξέλθη δήθεν νά τους ήσυχάση. Άλλ' αμέσως τον ήρπασα έγώ άπό τον γιακά καί τον λέγω: Στάσου! καθότι δεν έβγαίνεις ζωντανός άπό εδώ! καί νά μη νομίσης, ότι δεν γνωρίζομεν τήν συνωμοσίαν! Διά τούτο θά άποθάνωμεν εδώ μαζί! Καί έν άκαρεί του έκάρφωσαν οί καπεταναίοι μας δέκα πιστόλαις είς τό στήθος. Έμει-νεν ήμιθανής και αναίσθητος από την φρίκην καί ώς νεκρός υπήγε καί έκάθησε πλησίον του γέροντος Μαυρομιχάλη. Έτρεξεν αμέσως ό Κυριακούλης καί ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλαι καί οί εδικοί μου καπεταναίοι Γ. Σπηλιόπουλος καί Δήμος Κερπινιώτης, οί καπεταναίοι του Ζαΐμη Βασίλης Πετιμεζάς καί Φραγκάκης καί τίνες των άλλων προυχόντων, τους δέ λοιπούς διετάξαμεν ότι, έάν ίδούν, ότι ό όχλος εκείνος κάμη μικρόν τι κίνημα, να πυροβολήσουν κατ' αύτού χωρίς έξαίρεσιν καί έστεκόμεθα άπαντες έτοιμοι μέ τά όπλα εις τάς χείρας. Εξελθόντος του Κυριακούλη καί των λοιπών καί έρωτησάντων τον όχλον: τί ζητεί; Απήντησαν άπαντες: θέλομεν τους Τουρκολάτρας, όπού δεν θέλουν τον άφέντην καί ετοιμάζεται νά φύγη! Ποίοι είναι αυτοί οί Τουρκολάτραι; τους λέγουν. Αποκρίνονται: οί Τουρκοκοτσιαμπασήδες! Τότε φωνάζει ό Κυριακούλης μέ βροντώδη φωνήν: Βάρτε τους, μπρέ, τούς κερατάδες! καί αμέσως ήρχισαν οι στρατιώται καί τους έκτυπούσαν μέ τά σπαθία, μέ τά γεταγάνια, μέ τις μπούκες των τουφεκιών, χωρίς πυροβολισμόν κανένα. Έτράπησαν άνευ ουδεμίας αντιστάσεως εις φυγήν, διελύθησαν καί διεσκορπίσθησαν κακήν κακώς έκ τοΰ τρόμου φεύγοντες ώς λαγωοί εις τά όρη, χωρίς νά δυνηθούν πλέον νά επιστρέψουν ή νά συνέλθουν. Τότε έσυγχωρήθη καί εις τον Κολοκοτρώνην καί ύπήγεν εις τους συντρόφους του.
Καί ούτως άπελπισθέντες διά τήν άποτυχίαν τους, ό μεν Υψηλάντης άνεχώρησε διά τό Λεοντάρι συνοδευόμενος υπό του Παπαφλέσια, Αναγνωσταρά καί συντροφιάς όλων τών τυχοδιωκτών, όσοι ευρέθησαν σύμφωνοι εις τήν όχλοστασίαν έκείνην, ημείς μετά τών Γερουσιαστών καί όλων τών προυχόντων καί προκρίτων συσσωματωμένοι άπήλθομεν εις τό στρατόπεδον καί εκείθεν άπήλθεν ή Γερουσία μέ άρκετήν φρουράν εις τήν Ζαράκοβαν καί τήν επαύριον ήλθε καί ό Κολοκοτρώνης. Μετά δύο ημέρας ήλθον και οι Αναγνωσταράς, ό Παπαφλέσιας και άλλοι έκ του Λεονταρίου (άφήσαντες εκεί τον Ύψηλάντην) είς το στρατόπεδον και άνταμωθέντες και συσκεφθέντες μεταξύ των (όσοι έσχημάτισαν είς Βέρβαιναν την Ύψηλαντικήν φατρίαν) ενέκριναν διά νά φέρουν τον Ύψηλάντην εις τό στρατόπεδον, διά νά σχηματίσουν, μέ την σκιάν και τό όνομα εκείνου, έτι δυνατώτερον κόμμα διά τους σκοπούς των. Και ούτως έξαπέστειλαν τον Άναγνωσταράν και τον Παπαφλέσιαν και τον έπανέφερον εις τά Τρίκορφα. Και μήτε ή Γερουσία, μήτε ουδείς έξ ημών των προυχόντων και προκρίτων έκαταδεχόμεθα νά τον προσκαλέσωμεν ή νά στείλωμεν εις αυτόν πρεσβείαν, καθώς ψευδώς αναφέρει τό τυφλόν όργανον τών τυχοδιωκτών, ό Ταρτούφος Σπηλιάδης.
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου