"Αφού την άνεγνώσαμεν εις έπήκοον όλων των προκρίτων, έγινεν ή άπάντησις από την Γερουσίαν και τούς προκρίτους, όχι εις αυτούς, άλλ' εις εκείνον τον παρά του Σπηλιάδη έπαινούμενον εις την ψευδοϊστορίαν του, τον κακούργον Δραγομάνον και εις τούς προύχοντας Όθωμανούς και τούς έγράψαμεν αξιοπρεπώς, ότι ημείς γνωρίζομεν, δτι οί προύχοντες και οί αρχιερείς, κατατυραννούμενοι μέ ανήκουστους βασάνους επτά σχεδόν μήνας, δέν έχουν ιδίαν θέλησιν, μήτε υπάρχουν έν τοις ζώσι δέν τούς άπαντώμεν, αλλά λέγομεν προς υμάς, δτι έκινήσαμεν τά δπλα κατά μιας αφόρητου τυραννίας διά νά τινάξωμεν από τον τράχηλόν μας τον προαιώνιον βαρύν ζυγόν και νά άποκτήσωμεν τάς ελευθερίας της πατρίδος μας, χωρίς νά έχωμεν την πρόθεσιν νά χύσωμεν άνθρώπινον αίμα. Ή αίτησίς μας είναι αύτη: εάν θέλουν οί Τούρκοι νά αναχωρήσουν, έχομεν την διάθεσιν νά τούς χορηγήσωμεν δλας τάς ευκολίας,έάν δε θέλουν και μέρος έξ αυτών εις τον τόπον νά ζήσουν μαζί μέ ημάς, τους παραχωρούμεν την ζωήν, την τιμήν και την ίδιοκτησίαν των, νά δώσουν τά όπλα, νά υπόκεινται εις τούς ιδίους νόμους και εις τήν κυβέρνησίν μας ώς απλοί πολίται, και οποίον έκ τών δύο τούτων επιθυμούν, άς διορίσουν τρεις πληρεξουσίους νά έβγουν εξω, νά διορίσωμεν και ήμείς άλλους τρείς νά διαπραγματευθούν περί αύτού τού αντικειμένου, νά γίνη ή συνθήκη. Έκ του εναντίου χρεωστούμεν νά σας διαβεβαιώσωμεν, δτι, αν νομίσουν οί μπέηδες και αγάδες, δτι μ' αυτήν τήν διαπραγμάτευσιν θά μας απατήσουν νά δώσουν μάκρος του καιρού, δεν θέλει δυνηθώμεν μήτε ήμείς νά άναχαιτίσωμεν τήν όρμήν τών στρατιωτών από τό νά μήν κάμουν τήν έφοδον και τήν άλωσιν της πόλεως.
Λαβόντες λοιπόν τοιαύτην άπάντησιν συνήχθησαν άπαντες οί προκριτώτεροι εις τήν οικίαν του Νακίπ έφένδη, και πολλής συζητήσεως γινομένης γνωμοδοτήσει και του Μουφτή (νομοκράτορα) απεφάσισαν και έδιόρισαν πέντε πληρεξουσίους: τον Σιεχνετσίπ έφένδην, τον Λουτουφή έφένδην, τον Σουλεϊμάναγαν, τον Μπινά Έμίνην και τον Έλμάζ μπέην, τρεις εντοπίους, ένα της εξουσίας και ένα τής φρουράς. Έδιορίσαμεν και ήμείς τον Π. Πατρών έκ του κλήρου, τον Άναγνώστην Δεληγιάννην και τον Π. Κρεββατάν έκ τής Γερουσίας, τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και τον Θ. Κολοκοτρώνην έκ τής φρουράς, και ούτω θέσαντες μίαν σκηνήν έξωθεν τής πύλης τών Καλαβρύτων μεταξύ του φρουρίου και του στρατοπέδου, συνήλθον οί άνω είρημένοι και ήρξαντο τάς περί τής συνθήκης διαπραγματεύσεις• και πολλής φιλονικίας και συζητήσεως γινομένης, απήντησαν οί Έλληνες προς τούς Τούρκους, οποίας παραχωρήσεις είναι δυνατόν νά σάς κάμωμεν είπετέ μας και σεις, τί ζητείτε; Και έμειναν σύμφωνοι νά τάς φέρουν τήν επαύριον εγγράφως τή συγκαταθέσει και τών λοιπών, και ούτω είσήλθον εις την πόλιν και την επαύριον έξήλθον και έπαρουσίασαν εγγράφως τάς προτάσεις των ως έξής:
α) Να τούς δώσωμεν σαράντα τουλάχιστον πλοία φράγκικα να τούς μετακομίσουν είς την Μικράν Άσίαν.
β) Τρεις χιλιάδας ζώα να τούς μετακομίσουν εις τό παράλιον των Μύλων.
γ) Να απέλθουν άπαντες ένοπλοι.
δ) Νά τούς χορηγήσωμεν τροφάς άφ' ής ημέρας υπογραφή και άνταλλαχθή ή συνθήκη έως τό έμβάρκον εις τά πλοία.
Οί δε Έλληνες άπήτησαν.
α) Νά πληρώσουν οί Τούρκοι προς αυτούς εξήντα εκατομμύρια γρόσια διά την φθοράν, την οποίαν έπροξένησαν εις τάς Πάτρας, Βοστίτσαν, Κόρινθον, Αργος, Τριπολιτσάν και είς διάφορα άλλα μέρη της Πελοποννήσου και τά έξοδα τοϋ πολέμου.
β) Νά παραδώσουν δλα τά δπλα και νά τούς συνοδεύση Ελληνική φρουρά έως τούς Μύλους.
Έξήλθον κατά τήν τρίτην ήμέραν μόνον οί τρεις, άφού έλαβον τοιαύτην άπάντησιν, και άνταπήντησαν δτι διά τήν ποσότητα τής αποζημιώσεως αφήνουν δλας τάς ιδιοκτησίας των και δτι νά τούς συγχωρήσωμεν νά φέρουν χίλια δπλα εως είς τούς Μύλους και άφού έπιβιβασθώσι, νά τά δώσουν. Και ούτως έμεινεν ή ύπόθεσις είς σκέψιν ώς έκ τής ασυμφωνίας.
Έν τω μεταξύ αυτής τής διαπραγματεύσεως άπέθανεν ό Αχμέτ Αίμος και ύπεχρεώσαμεν φιλικώς τον Χριστάκην Στάϊκον νά μεσολαβήση είς τον Έλμάζμπεην και Βελήμπεην νά συγκατανεύσουν νά έβγάλωμεν τον Θεοδωράκην Δεληγιάννην και τον Παπααλέξην, καθότι έπληροφορήθημεν τήν δεινήν άσθένειάν των από εξερχόμενους Τούρκους και Χριστιανούς δτι έκινδύνευον αμφότεροι είς θάνατον, και νά δώσωμεν ένα ή δύο αδελφούς μας νά υπάγουν νά μένουν δμηροι εις τό παλάτι άντ' αυτών, δια να τους σώσωμεν. Και μας ύπε-σχέθησαν δτι τό κάμνουν ευχαρίστως.
Ό Χριστάκης, νομίσας δτι μέ αυτό ύπεχρέωσαν όλους τους Πελοποννησίους, τό είπεν εις διαφόρους και γινόμενον γνωστόν είς τους περί τον Ύψηλάντην, Άναγνωσταράν, Παπα-φλέσιαν, Κολοκοτρώνην και συντροφιά, καί συμβουλίου γινομένου, απεφάσισαν νά κατορθώσουν δια να έμποδισθη ή έξοδος αυτών τών δύο έξοχων ανδρών, καθότι έγνώριζαν την άξίαν καί βαρύτητα των καί ύπεχρέωσαν τον Κολοκοτρώνην καί ώμίλησεν ιδίως είς τους ειρημένους μπέηδες Αλβανούς δτι νά σκεφθούν σπουδαίως δια την έξαγωγήν αυτών τών δύο καθότι, αν τούς έβγάλουν δεν έχουν καμμιάν άσφάλειαν άπό τούς Δεληγιανναίους καί λοιπούς προύχοντας, άλλ' άν μείνουν μέσα (τούς λέγει) ύμείς κάμνετε οποίαν συνθήκην θέλετε, καί αυτοί έξ ανάγκης θά την παραδεχθούν. Οί μπέηδες ούτοι απήντησαν, δτι ήμείς έδώκαμεν τον λόγον της τιμής μας καί δεν έμπορούμεν να τον άναιρέσωμεν. Τούς λέγει δτι, αφού έδώκατε τον λόγον σας πλέον, είναι δίκαιον νά διατηρήσητε τήν τιμήν σας, αλλά νά κάμετε καί τρόπον νά μένουν ακόμη μερικάς ημέρας, δύο ή τρεις, ώστε νά άποπερατωθή ή άπόφασις τής εδικής σας εξαγωγής καί τότε νά τούς έβγάλετε.
Βλέποντας αυτοί, δτι αυτό ήτον διά τό εδικόν τους συμφέρον, τό παρεδέχθησαν καί άνέβαλον επί διαφόροις προφάσεσι μέ τό σήμερον καί αύριον τήν έξαγωγήν τους. Τήν τρίτην λοιπόν ήμέραν τό πρωί μανθάνομεν δτι άπεβίωσεν ό Παπααλέξης καί δτι ό Θεοδωράκης ήτον εις ενα λήθαργον βυθισμένος. Υπήγον αμέσως εις τούς μπέηδες καί τούς ανήγγειλα τήν λυπηράν ταύτην ειδησιν και τούς είπον μέ σκληρόν καί άπότολμον τρόπον, δτι άν άποθάνη καί ό Θεοδωράκης ένεκα τής εδικής σας απάτης, τήν οποίαν μας έκάματε, μάθετε δτι θά τούς πληρώσετε μέ ποταμούς αιμάτων Αλβανών αυτούς τους δύο και θά το μετανοήσετε. Και έμειναν άπόπληκτοι και αναπολόγητοι. Έκοιτάχτηκαν μεταξύ των και λέγει ό είς προς τον άλλον τουρκιστί μας ήπάτησαν οί άπιστοι και έγιναν αίτιοι να χαθώμεν. Άπαντά ό άλλος δτι, άς τό εύρουν άπό τον Θεόν οί αίτιοι. Και αμέσως διέταξαν τον ύπασπιστήν τους Κοντοχαμπίπην μέ πενήντα επίλεκτους Αλβανούς νά υπάγουν νά τόν έβγάλουν εξω. Έστειλα και εγώ ενα παλαιόν υπηρέτην μας πιστόν μέ δέκα στρατιώτας και ενα κραβάτι, νά τόν βάλουν καί νά τόν φέρουν εξω. Φθάσαντες είς τό Σαράνι τόν εύρον είς τόν βυθισμόν. Τόν έφώναξεν ό Χρυσάντης άπαξ, δις καί πολλάκις και μόλις ήνοιξε τους οφθαλμούς του καί τόν είδε, τόν λέγει; Σκλάβους σας ήφεραν καί σας, Χουσάντη; ΄Οχι, αφέντη! τόν λέγει αυτός, αλλά ήλθομεν νά σε πάρωμεν εξω μας έστειλαν οί αδελφοί σου. Άνεσηκώθη ευθύς καί τους έρωτά είναι καλά οί αδελφοί μου δλοι; Τόν λέγουν, είναι πολύ καλά, καί είναι δλοι έξω καί σε περιμένουν. Τόν έβαλαν είς τό κραβάτι καί έφθασαν πλησίον είς τήν Πύλην των Καλαβρύτων εκεί τόν ήρώτησε πάλιν: Τήν επήραν τήν Τριπολιτσάν οί Χριστιανοί; Του λέγει αυτός: Τήν έπήραμεν, αφέντη, άπό τό πρωΐ. Τότε άφήσας ενα βαρύν άναστεναγμόν είπεν. Έ, τώρα άποθαίνω ευχαρίστως, καί είς τήν στιγμήν έξέψυξε.
Τοιούτον τέλος έλαβον αυτοί οί ένδοξοι καί έξοχοι άνδρες, οί πρωτουργοί καί θεμελιωταί τής Ελληνικής εθνεγερσίας, οί πρωταθληταί των ελευθεριών τής πατρίδος, καί απωλέσθηκαν ένεκα των αγρίων παθών καί τών αισχρών συμφερόντων καί ύστερήθη ή πατρίς τοιούτους προμάχους. Ή δε οικογένεια του Θ. Δεληγιάννη ύστερείται εως σήμερον εισέτι ώς καί αυτά τά μέσα τής υπάρξεως! Τόν έφεραν λοιπόν τεθνεώτα καί αμέσως οί δύο αδελφοί Άνάστος καί Κωνσταντάκης επήραν τόν νεκρόν του κατά τάς 20 7/βρίου 1821 καί τόν ύπήγον είς τήν πατρίδα μας Λαγκάδια καί τόν έθεσαν εις τόν τάφον τοΰ
πατρός μας. Εντός δέ δύο ημερών απεβίωσαν και όλοι οί λοιποί. Καί από μεν τους αρχιερείς έμειναν ζώντες ο τε Τριπόλεως Δανιήλ καί ό Μεσσήνης Ιωσήφ, αλλά βαρέως ασθενείς από τον τύφον. Άπό δέ τούς προύχοντας, ό Κοπανίτσας, ό Γιαννούλης Καραμάνος, ό Ιωάννης Τομαράς, ό Αντώνιος Καραπατάς. Έξήλθον καί ζώντες ό Ιωάννης Περούκας καί ό Γιαννάκης Βιλαέτης, πατήρ του Λυσάνδρου. Άλλ' ό μεν απέθανε καθ' όδόν εις τον Άχλαδόκαμπον, ό δέ εις τον Πύργον μετά 15 ημέρας. Τοιούτον τέλος έλαβον άπαντες οί πρωταθληταί καί μάρτυρες της Ελληνικής ανεξαρτησίας."
Πηγές: Κανέλλου Δεληγιάννη- Απομνημονεύματα.
Λαβόντες λοιπόν τοιαύτην άπάντησιν συνήχθησαν άπαντες οί προκριτώτεροι εις τήν οικίαν του Νακίπ έφένδη, και πολλής συζητήσεως γινομένης γνωμοδοτήσει και του Μουφτή (νομοκράτορα) απεφάσισαν και έδιόρισαν πέντε πληρεξουσίους: τον Σιεχνετσίπ έφένδην, τον Λουτουφή έφένδην, τον Σουλεϊμάναγαν, τον Μπινά Έμίνην και τον Έλμάζ μπέην, τρεις εντοπίους, ένα της εξουσίας και ένα τής φρουράς. Έδιορίσαμεν και ήμείς τον Π. Πατρών έκ του κλήρου, τον Άναγνώστην Δεληγιάννην και τον Π. Κρεββατάν έκ τής Γερουσίας, τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και τον Θ. Κολοκοτρώνην έκ τής φρουράς, και ούτω θέσαντες μίαν σκηνήν έξωθεν τής πύλης τών Καλαβρύτων μεταξύ του φρουρίου και του στρατοπέδου, συνήλθον οί άνω είρημένοι και ήρξαντο τάς περί τής συνθήκης διαπραγματεύσεις• και πολλής φιλονικίας και συζητήσεως γινομένης, απήντησαν οί Έλληνες προς τούς Τούρκους, οποίας παραχωρήσεις είναι δυνατόν νά σάς κάμωμεν είπετέ μας και σεις, τί ζητείτε; Και έμειναν σύμφωνοι νά τάς φέρουν τήν επαύριον εγγράφως τή συγκαταθέσει και τών λοιπών, και ούτω είσήλθον εις την πόλιν και την επαύριον έξήλθον και έπαρουσίασαν εγγράφως τάς προτάσεις των ως έξής:
α) Να τούς δώσωμεν σαράντα τουλάχιστον πλοία φράγκικα να τούς μετακομίσουν είς την Μικράν Άσίαν.
β) Τρεις χιλιάδας ζώα να τούς μετακομίσουν εις τό παράλιον των Μύλων.
γ) Να απέλθουν άπαντες ένοπλοι.
δ) Νά τούς χορηγήσωμεν τροφάς άφ' ής ημέρας υπογραφή και άνταλλαχθή ή συνθήκη έως τό έμβάρκον εις τά πλοία.
Οί δε Έλληνες άπήτησαν.
α) Νά πληρώσουν οί Τούρκοι προς αυτούς εξήντα εκατομμύρια γρόσια διά την φθοράν, την οποίαν έπροξένησαν εις τάς Πάτρας, Βοστίτσαν, Κόρινθον, Αργος, Τριπολιτσάν και είς διάφορα άλλα μέρη της Πελοποννήσου και τά έξοδα τοϋ πολέμου.
β) Νά παραδώσουν δλα τά δπλα και νά τούς συνοδεύση Ελληνική φρουρά έως τούς Μύλους.
Έξήλθον κατά τήν τρίτην ήμέραν μόνον οί τρεις, άφού έλαβον τοιαύτην άπάντησιν, και άνταπήντησαν δτι διά τήν ποσότητα τής αποζημιώσεως αφήνουν δλας τάς ιδιοκτησίας των και δτι νά τούς συγχωρήσωμεν νά φέρουν χίλια δπλα εως είς τούς Μύλους και άφού έπιβιβασθώσι, νά τά δώσουν. Και ούτως έμεινεν ή ύπόθεσις είς σκέψιν ώς έκ τής ασυμφωνίας.
Έν τω μεταξύ αυτής τής διαπραγματεύσεως άπέθανεν ό Αχμέτ Αίμος και ύπεχρεώσαμεν φιλικώς τον Χριστάκην Στάϊκον νά μεσολαβήση είς τον Έλμάζμπεην και Βελήμπεην νά συγκατανεύσουν νά έβγάλωμεν τον Θεοδωράκην Δεληγιάννην και τον Παπααλέξην, καθότι έπληροφορήθημεν τήν δεινήν άσθένειάν των από εξερχόμενους Τούρκους και Χριστιανούς δτι έκινδύνευον αμφότεροι είς θάνατον, και νά δώσωμεν ένα ή δύο αδελφούς μας νά υπάγουν νά μένουν δμηροι εις τό παλάτι άντ' αυτών, δια να τους σώσωμεν. Και μας ύπε-σχέθησαν δτι τό κάμνουν ευχαρίστως.
Ό Χριστάκης, νομίσας δτι μέ αυτό ύπεχρέωσαν όλους τους Πελοποννησίους, τό είπεν εις διαφόρους και γινόμενον γνωστόν είς τους περί τον Ύψηλάντην, Άναγνωσταράν, Παπα-φλέσιαν, Κολοκοτρώνην και συντροφιά, καί συμβουλίου γινομένου, απεφάσισαν νά κατορθώσουν δια να έμποδισθη ή έξοδος αυτών τών δύο έξοχων ανδρών, καθότι έγνώριζαν την άξίαν καί βαρύτητα των καί ύπεχρέωσαν τον Κολοκοτρώνην καί ώμίλησεν ιδίως είς τους ειρημένους μπέηδες Αλβανούς δτι νά σκεφθούν σπουδαίως δια την έξαγωγήν αυτών τών δύο καθότι, αν τούς έβγάλουν δεν έχουν καμμιάν άσφάλειαν άπό τούς Δεληγιανναίους καί λοιπούς προύχοντας, άλλ' άν μείνουν μέσα (τούς λέγει) ύμείς κάμνετε οποίαν συνθήκην θέλετε, καί αυτοί έξ ανάγκης θά την παραδεχθούν. Οί μπέηδες ούτοι απήντησαν, δτι ήμείς έδώκαμεν τον λόγον της τιμής μας καί δεν έμπορούμεν να τον άναιρέσωμεν. Τούς λέγει δτι, αφού έδώκατε τον λόγον σας πλέον, είναι δίκαιον νά διατηρήσητε τήν τιμήν σας, αλλά νά κάμετε καί τρόπον νά μένουν ακόμη μερικάς ημέρας, δύο ή τρεις, ώστε νά άποπερατωθή ή άπόφασις τής εδικής σας εξαγωγής καί τότε νά τούς έβγάλετε.
Βλέποντας αυτοί, δτι αυτό ήτον διά τό εδικόν τους συμφέρον, τό παρεδέχθησαν καί άνέβαλον επί διαφόροις προφάσεσι μέ τό σήμερον καί αύριον τήν έξαγωγήν τους. Τήν τρίτην λοιπόν ήμέραν τό πρωί μανθάνομεν δτι άπεβίωσεν ό Παπααλέξης καί δτι ό Θεοδωράκης ήτον εις ενα λήθαργον βυθισμένος. Υπήγον αμέσως εις τούς μπέηδες καί τούς ανήγγειλα τήν λυπηράν ταύτην ειδησιν και τούς είπον μέ σκληρόν καί άπότολμον τρόπον, δτι άν άποθάνη καί ό Θεοδωράκης ένεκα τής εδικής σας απάτης, τήν οποίαν μας έκάματε, μάθετε δτι θά τούς πληρώσετε μέ ποταμούς αιμάτων Αλβανών αυτούς τους δύο και θά το μετανοήσετε. Και έμειναν άπόπληκτοι και αναπολόγητοι. Έκοιτάχτηκαν μεταξύ των και λέγει ό είς προς τον άλλον τουρκιστί μας ήπάτησαν οί άπιστοι και έγιναν αίτιοι να χαθώμεν. Άπαντά ό άλλος δτι, άς τό εύρουν άπό τον Θεόν οί αίτιοι. Και αμέσως διέταξαν τον ύπασπιστήν τους Κοντοχαμπίπην μέ πενήντα επίλεκτους Αλβανούς νά υπάγουν νά τόν έβγάλουν εξω. Έστειλα και εγώ ενα παλαιόν υπηρέτην μας πιστόν μέ δέκα στρατιώτας και ενα κραβάτι, νά τόν βάλουν καί νά τόν φέρουν εξω. Φθάσαντες είς τό Σαράνι τόν εύρον είς τόν βυθισμόν. Τόν έφώναξεν ό Χρυσάντης άπαξ, δις καί πολλάκις και μόλις ήνοιξε τους οφθαλμούς του καί τόν είδε, τόν λέγει; Σκλάβους σας ήφεραν καί σας, Χουσάντη; ΄Οχι, αφέντη! τόν λέγει αυτός, αλλά ήλθομεν νά σε πάρωμεν εξω μας έστειλαν οί αδελφοί σου. Άνεσηκώθη ευθύς καί τους έρωτά είναι καλά οί αδελφοί μου δλοι; Τόν λέγουν, είναι πολύ καλά, καί είναι δλοι έξω καί σε περιμένουν. Τόν έβαλαν είς τό κραβάτι καί έφθασαν πλησίον είς τήν Πύλην των Καλαβρύτων εκεί τόν ήρώτησε πάλιν: Τήν επήραν τήν Τριπολιτσάν οί Χριστιανοί; Του λέγει αυτός: Τήν έπήραμεν, αφέντη, άπό τό πρωΐ. Τότε άφήσας ενα βαρύν άναστεναγμόν είπεν. Έ, τώρα άποθαίνω ευχαρίστως, καί είς τήν στιγμήν έξέψυξε.
Τοιούτον τέλος έλαβον αυτοί οί ένδοξοι καί έξοχοι άνδρες, οί πρωτουργοί καί θεμελιωταί τής Ελληνικής εθνεγερσίας, οί πρωταθληταί των ελευθεριών τής πατρίδος, καί απωλέσθηκαν ένεκα των αγρίων παθών καί τών αισχρών συμφερόντων καί ύστερήθη ή πατρίς τοιούτους προμάχους. Ή δε οικογένεια του Θ. Δεληγιάννη ύστερείται εως σήμερον εισέτι ώς καί αυτά τά μέσα τής υπάρξεως! Τόν έφεραν λοιπόν τεθνεώτα καί αμέσως οί δύο αδελφοί Άνάστος καί Κωνσταντάκης επήραν τόν νεκρόν του κατά τάς 20 7/βρίου 1821 καί τόν ύπήγον είς τήν πατρίδα μας Λαγκάδια καί τόν έθεσαν εις τόν τάφον τοΰ
πατρός μας. Εντός δέ δύο ημερών απεβίωσαν και όλοι οί λοιποί. Καί από μεν τους αρχιερείς έμειναν ζώντες ο τε Τριπόλεως Δανιήλ καί ό Μεσσήνης Ιωσήφ, αλλά βαρέως ασθενείς από τον τύφον. Άπό δέ τούς προύχοντας, ό Κοπανίτσας, ό Γιαννούλης Καραμάνος, ό Ιωάννης Τομαράς, ό Αντώνιος Καραπατάς. Έξήλθον καί ζώντες ό Ιωάννης Περούκας καί ό Γιαννάκης Βιλαέτης, πατήρ του Λυσάνδρου. Άλλ' ό μεν απέθανε καθ' όδόν εις τον Άχλαδόκαμπον, ό δέ εις τον Πύργον μετά 15 ημέρας. Τοιούτον τέλος έλαβον άπαντες οί πρωταθληταί καί μάρτυρες της Ελληνικής ανεξαρτησίας."
Πηγές: Κανέλλου Δεληγιάννη- Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου