"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Οι Στρατηγικές Επιλογές Μακρυγιάννη Σώζουν το Ναύπλιο και την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.














Εφύλιους πολέμουςκαι φατρίες επιτηδεύεται ο Αρχηγός.
Πήγαμεν είς τ' Ανάπλι. Μαθαίνομεν ότι κινήθη ό Μπραΐμης διά την Τροπολιτζά. Με διατάττει ή Κυβέρνηση ν' ακολουθήσω τόν κύριον Μεταξά, όπούταν υπουργός του Πολέμου καί νά πάμε μαζί, εγώ μέ τό σώμα μου κι' ό υπουργός, νά πιάσουμε τήν Τροπολιτζά καί νά τήν δυναμώσουμεν. Είχε διοριστή ό Αρχηγός Κολοκοτρώνης νά πολεμήση τόν Μπραΐμη είς τά Ντερβένια καί πήγαν όλα τά σώματα καί οι Πελοποννήσιοι μαζί του• καί κουβάλαγαν οί κάτοικοι καί ή Κυβέρνηση ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια νά πολεμήσουνε τόν Μπραΐμη. Εύτύς όπου τόν είδαν μπροστά τους άφησαν της θέσες τους καί πήραν τά βουνά. Καί πέρασε ό Μπραΐμης είς τά Ντερβένια άπολέμηστος. Έφύλιους πολέμους καί φατρίες επιτηδεύεται ό Αρχηγός νά κάνη, Τούρκους δεν έχει κώλο νά πλησιάζη κοντά τους. Άφού πήγαμεν μέ τόν υπουργόν, όπου τόν έβαλε ή Κυβέρνηση νά προμηθεύη τ' αναγκαία του πολέμου είς τόν Άρχηγόν, μάθαμεν είς τόν Άχλαδόκαμπον ότι ό Μπραΐμης κυρίεψε τήν Τροπολιτζά κι' ό Αρχηγός μέ τό στράτεμα ξεποδαριάστηκαν φεύγοντας είς τά βουνά. Έκεί, είς τόν Άχλαδόκαμπον, ήταν ή εκκλησία καί τό χάνι γιομάτα αλεύρια καί πολεμοφόδια, ήταν κ' ένα δυό χιλιάδες σφαχτά διά τό στράτεμα του αρχηγού Κολοκοτρώνη. Σύναξα ζώα καί μέ τούς χωργιάτες τάστειλα τ' Αρχηγού, όθεν τόν εύρουνε, νάχουν ζαϊρέ νά τρώνε, νά μην τά πάρη ό Μπραΐμης καί τρώγη καί μάς πολεμάγη. Πήρα όλες τής φαμελιές καί καμμιά τετρακοσιαριά σφαχτά καί μαζί μέ τόν ύπουργόν Μεταξά κατεβήκαμεν είς τούς Μύλους τ'Άναπλιού' καί στείλαμεν τής φαμελιές είς τ' Άνάπλι ν' ασφαλιστούν πήγε κι' ό υπουργός είς τ' Άνάπλι, κ' έγώ μέ τό σώμα μου έκατζα εκεί, είς τούς Μύλους.

Αντενέργειες κατά του Μακρυγιάννη που οχυρώνει τους Μύλους.
Ώς οχτρός τής συντροφιάς τού υπουργού κι' Αρχηγού μ' ανακάτωσαν τούς συντρόφους κ' έμεινα μ' ολίγους. Οι' άλλοι πήγανε μέ τόν Χατζημιχάλη κι' άλλους καί τούς δώσαν μιστούς μισές λίρες. Έγώ, σάς λέγω μά τήν πατρίδα, δέν τής είχα ίδή τής μισές λίρες άλλη βολά• όταν μού διαίρεσαν τούς συντρόφους καί τούς δώσαν μιστούς μισές λίρες, τότε τής είδα. Πήρανε τούς μιστούς άπό αυτούς καί γύρισαν πίσου μ' έμένα• ότ' είχαν μείνη γυμνοί καί δυστυχισμένοι καί πήγαν μ' αυτούς όπούχαν τά μέσα νά πάρουν κάνα μιστόν. Είς τούς Μύλους τ' Άναπλιού ήταν γιομάτο ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια, όπούχαν πάρη τά καράβια μας πρέζες, όπου τά πάγαιναν του Μπραΐμη, καί ήταν όλα έκεί νά χρησιμέψουν διά τόν Άρχηγόν της Πελοπόννησος, όπου θά πολεμήση τους Τούρκους. Κ' οί Τούρκοι έρχονταν εις τους Μύλους νά πάρουν τους ζαϊρέδες τους καί πολεμοφόδια τους όπίσου, όπου τούς πήραν τά καράβια μας.
Συμπλήρωση κτιστού οχυρώματος
Τότε έπιασα τούς Μύλους καί έφκειασα ταμπούρια κ' έκλεισα τους Μύλους μέσα. Τόν τοίχον τόν έχτισα ώς μέσα εις την θάλασσαν καί τόν ασφάλισα καλά όλο μέ μασγάλια. Επιασα καί τήν κούλια, όπούναι πλησίον 'σ τούς Μύλους, καί τήν τρύπησα από πάνου είς τό πάτωμα καί είς τό κατώγι. "Εκοψα καί νερό άπό τό μυλαύλακον καί τό πέρασα είς τήν κούλια κάτου άπό τήν γή, νάχωμεν νερό, ότι παλαβώσαμε άπό νερό είς τό Νιόκαστρον.
Επιδιορθώνονται οι παλιοί οι πύργοι
Άφού έφκειασα αυτά, έφκειασα καί ταράτζα είς τά κεραμίδια τής κούλιας καί τήν άλλη κούλια τήν συγύρισα καλά νά δεχτώ τόν αφέντη μου τόν Μπραΐμη, όπούθελε είς τό Νιόκαοτρο νά μέ πάρη μαζί του. ‘Οτι μ' ηύρε νηστικόν καί διψασμένον καί μ' έκαμε καί κοντόση νά του στέλνω τής Τούρκισσες. Συγυρίστηκα είς τούς Μύλους κ' εφοδίασα τής κούλιες άπ' ούλα τ’ αναγκαία, καί κρέας καί κρασί καί ρακί - καί τώρα θέλει ίδή ντουφέκι Έλληνικόν!
Ο Γάλλος Ναύαρχος στους Μύλους. Επίσκεψη Μακρυγιάννη.
Είς τήν Καλαμάτα ό Μπραΐμης έσμιξε μέ τόν Ντερνύ τόν ναύαρχον τής Γαλλίας κ' έφαγαν είς τήν φεργάδα του' κ' ένας τράβησε τής στεργιάς κι' άλλος του πελάου καί είπαν νά σμίξουν είς τούς Μύλους. Καί ήρθε ό ναύαρχος Ντερνύς πρωτύτερα. Πήγα καί τόκαμα βίζιτα καί μου είπε ότι έγώ δέν θά μπόρεσω νά πολεμήσω τόν Μπραΐμη. Του είπα• «Τέτοιες συνθήκες δέν έκαμα όταν έφυγα άπό τό Νιόκαστρο• ότι δέν είχα ζαϊρέ έκεί καί θά τόν πολεμήσουμεν έδώ, νά είμαστε καί τά δυό μέρη χορτάτα».
Η σπουδαιότητα της θέσης των Μύλων.
Δυνάμωσα τήν θέσιν τών Μύλων καλά νά πολεμήσουμεν έκεί όσο νά λυώσουμε. Οτι άν μάς πάρη αύτείνη τήν θέσιν, πάγει καί τ' Άνάπλι. Ότι νερόν δέν είχε μέσα ούτε δράμι καί τά κανόνια πεσμένα άπό τά λέτα. Ήταν 'σ αύτείνη τήν κατάστασιν άπό τόν καιρόν του έφύλιου πολέμου, όπου τό κρατούσε ό Πάνος Κολοκοτρώνης. Υστερα εκείνοι οπού μπήκαν εις τ’ Ανάπλι να κυβερνήσουν ήταν κι' αύτείνοι όμοιοι με τους άλλους. Τέλος άπό αυτά ούτε νερό είχε μέσα, ούτε κανόνι είς τόν τόπον του• κι' άν έπαιρνε τούς Μύλους ό Μπραΐμης, κεντρικόν μέρος τής θάλασσας καί στεργιάς καί πλήθος ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια καί νερό ποταμός, μπλοκάριζε καί τ' Ανάπλι. Καί εις την κατάστασιν όπούταν κάμετε τήν κρίση άν βαστούσε.

Αφικνούνται στους Μύλους Οι Κων.Μαυρομιχάλης, Δ. Υψηλάντης, Χατζημιχάλης

Αφού τό δυνάμωσα, σε δυό ήμερες ήρθε ό Χατζημιχάλης μέ τούς ανθρώπους μου, όπου μού πήρε, ήρθε κι' ό Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης μ' ολίγους κι' ό Υψηλάντης μέ τούς ανθρώπους του, όλους δεκαπέντε.
ο Ναύαρχος Δεριγνύ στον Μακρυγιάννη
Εκεί όπούφκειανα της θέσες εις τούς Μύλους ήρθε ό Ντερνύς νά με ίδή. Μου λέγει• «Τί κάνεις αυτού; Αυτές οί θέσες είναι αδύνατες• τί πόλεμον θά κάμετε μέ τον Μττραΐμη αυτού; - Τού λέγω, είναι αδύνατες οί θέσες κ' εμείς, όμως είναι δυνατός ό θεός όπού μάς προστατεύει• καί θά δείξωμεν την τύχη μας 'σ αυτές της θέσες της αδύνατες. Κι' άν είμαστε ολίγοι εις τό πλήθος τοϋ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ' έναν τρόπον, ότι ή τύχη μάς έχει τούς "Ελληνες πάντοτε ολίγους. ‘Οτι άρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ώς τώρα, όλα τά θερία πολεμούν νά μάς φάνε καί δέν μπορούνε• τρώνε άπό 'μάς καί μένει καί μαγιά. Καί οί ολίγοι αποφασίζουν νά πεθάνουν κι' όταν κάνουν αύτείνη τήν απόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν. Ή θέση όπού είμαστε σήμερα έδώ είναι τοιούτη• καί θά ίδούμεν τήν τύχη μας οί αδύνατοι μέ τούς δυνατούς. -«Τρέ μπιέν», λέγει κι' αναχώρησε ό ναύαρχος.
'Αφιξη Χατζηστεφανή.
Τό δειλινό ήρθε κι' ό Χατζή Στεφανής καί Χατζή Γιώργης αδελφός του• ήταν διορισμένοι άπό τόν νέον ύπουργόν τού Πολέμου αρχηγοί καί τούς έδωσαν μισές λίρες καί σύναξαν ανθρώπους νά πάνε είς τόν πόλεμον. Κι' όσο ήταν ό Μπραΐμης είς τό Νιόκαοτρο, έκαναν τής στρατολογίες τους είς τά σπίτια τών κατοίκων καί πολεμούσαν μέ τής κόττες καί κρασιά. Τώρα οπού βήκε ό Μπραΐμης έξω, τραβιώνται κατ' τ' Άνάπλι• έκεί είναι καζίνα καί μπιλλιάρδα.
Έριδες για την ασφάλεια του στρατοπέδου
Ρωτάγω τούς δυό αρχηγούς Στεφανή κι' άδελφόν του καί μου λένε θά πάνε εις τ' Άνάπλι. Τούς λέγω- «Θά καθίσουμεν νά πολεμήσουμεν εδώ νά σωθή τ' Άνάπλι. - Μου λένε, εμείς δέν είμαστε εις τήν όδηγίαν σου νά μάς προστάζης• είμαστε μόνοι μας αρχηγοί. - Τούς είπα, τό γνωρίζω• αυτό όμως σάς λέγω ώς αξιωματικοί, ποιον είναι όπου θά ώφελήση τήν πατρίδα; Νά στείλετε τ' άλογα σας είς τ' Άνάπλι καί πιάνομεν καΐκια καί τάχομεν έδώ, κι' όταν έρθη ό οχτρός πολεμούμεν, κι' άν είναι κίντυνος 'σ εμάς, τότε μπαίνομεν είς τά καΐκια καί πάμεν είς τ' Άνάπλι. Κι' άν δέν βαστήσουμεν τούτην τήν θέσιν, καί τ' Άνάπλι είναι σέ ριζικόν κι' όλη ή πατρίδα». Λέγοντας τους πολλά τοιούτα, έμείναμεν σύνφωνοι καί διώξαμεν όλοι τ' άλογα μας διά τ' Άνάπλι. Καί μείναν μ' ολίγους. "Οτι εκείνους όπούχαν είς τήν όδηγίαν τους ήταν οι περισσότεροι των καφφενέδων άνθρωποι. Τό βράδυ 'γγίχτηκα μ' όλους αυτούς καί μέ τόν Υψηλάντη, Χατζημιχάλη καί Κωσταντήμπεγη διά τά τά καραγούλια• τούς είπα- «Έγώ έχω δυό μέρες έδώ, όπου αφανίστηκαν οί άνθρωποί μου φκειάνοντας ταμπούρια 'σ όλες της θέσες, κ' έσείς τής ηύρετε χαζίρι, καί τώρα νά μήν κάμετε καί καραγούλι; - Είμαστε ολίγοι, μού λένε, έμείς. - Τούς λέγω, εσείς όλοι νά πάτε μίαν φορά κ' έγώ μόνος μου, μέ τούς δικούς μου, άλλη μία' καί δέν 'γγίζονται έτζι καί οί άνθρωποί μου. 'Οτι μπορούν νά φύγουν, δέν τούς έχω σκλάβους». Τότε μείναμεν σύνφωνοι νά πάγω έγώ τό βράδυ καραγούλι, νά στείλω ανθρώπους μου, κι' αύτείνοι νά πάνε άπό τά μεσάνυχτα καί πέρα όσο νά φέξη. Έστειλα έγώ τό βράδυ• τά μεσάνυχτα πήγαν άπό αυτούς. Κάθισαν καμμιά ώρα κι' άφησαν τόν τόπον άδειον καί ήρθαν μέσα είς τούς Μύλους κ' έπεσαν καί κοιμήθηκαν.

ΠΗΓΕΣ:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Ο Μακρυγιάννης ανιμέτωπος με τον Ιμπραήμ




Παρασπόνδηση του Ιμπραήμ




Άφού τελειώσαμεν αυτά όλα, φεύγει ένα Τουρκόπουλο άπό τό κάστρο καί πάγει είς τόν Μπραΐμη• τού λέγει τήν έλλειψη του κάστρου άπό τό νερό κι' άλλα κι' ότ' είναι δυό Τούρκισσες καλές είς τό κάστρο. 'Ηταν δυό Τζορτζούρες, ώραίες γυναίκες' τής είχαν οι Οίκονομίδηδες, ντόπιοι, ώς γυναίκες τους. Έγώ δέν τής ήξερα ή ήταν ή όχι. Τότε ό Μπραΐμης στέλνει καί μέ φωνάζει. Άφού πήγα πολλές φορές (στέλναν μόνον εμένα, ότι μέ διόρισαν όλοι οί πολιορκημένοι έπίτροπόν τους ν' άγροικιώμαι μ' αυτόν μόνος μου• κι' αυτός είχε έναν Τούρκον άπό την Τροπολιτζά κ' έναν άπό την Κάρυστον. Ξέραν τά Ρωμαΐικα, κι' αυτείνοι οί δυο έρχονταν καί μου μιλούσαν καί πήγαινα είςτόν Μπραΐμη'καί μ' αυτούς ξηγώμουν τήν γλώσσα τους), μου λέγει' «Μέσα εις τό κάστρο είναι δυό Τούρκισσες, τής ξέρεις; - Τού λέγω, τή ντάπια όπου φυλάγω ξέρω, όχι γενικώς' ούτε Τούρκισσες ξέρω, ούτε Ρωμιές». (Γύρευε νά με κάμη καί κοντόση, γαμώ τό Ρεσούλη του). Τί νά τού κάμω οπού δέν είχα νερό καί δεν έβλεπε κάστρο. 'Οτ' είχα λιοντάρια μέσα). Μου λέγει ό πασσάς' «Νά στείλης νά τής φέρης». Έστειλα τόν μπαϊραχτάρη μου καί τής ήφερε. Τής πήρε καί τής ξέταξε διά τ' αναγκαία του κάστρου. Εκείνοι όπού τής είχαν αυτές τής γυναίκες τής είχαν ώς πνεματικούς καί ξέραν όλα τους τά μυστήρια καί τού κάστρου. Τού είπαν ότ' είναι κι' άλλοι Τούρκοι μέσα καί ξέρουν όλα τά πράματα τού κάστρου (αφού αυτές τά ήξεραν). Μού ζητάγει νά τού στείλω καί τούς άλλους Τούρκους (νά μάθη κι' άλλα). Ήταν ό Μπραΐμης μεθυσμένος' πίνει ρούμι καί κρασί μποτίλλιες. Μπεκρής πολύ καί παραλυμένος είς γυναίκες καί παιδιά. Μού δίνει τούς δύο Τούρκους όπου ξέραν τήν γλώσσα, πήγαμεν είς τό κάστρο καί τούς άφησα άπόξω τά τείχη. Τούς είπα έκεινών όπούχαν τούς Τούρκους δούλους τά αίτια καί μου τούς ήφεραν. Καί τούς κατέβασα κάτου από τό κάστρο καί τούς είπα'«Σϋρτε τους είς τόν πασιά, κι' άν θέλει νά βαστήση τόν λόγον του, κατά τής συνθήκες όπού κάμαμεν, καλά, ειδέ αρχινάτε τόν πόλεμον νά μάς πάρετε μέ τό σπαθί σας. 'Οτι τοιούτως δέν κάνουν οί μεγάλοι άνθρωποι' κάστρο χωρίς νά παραδοθή, ανθρώπους δέν ζητούνε άπό μέσα' σήμερα γυναίκες κι' αύριον άντρες. Κι' όσα θά τού ειπούνε όλοι αύτείνοι' ούτε νερό έχομεν, ούτε άλλα' είναι άνεφόδιαστο όλως δι' όλου τό κάστρο. 'Ομως ένας τόν άλλον θά φάμε οί άνθρωποι' καί τό κάστρο μαζί' δέν θ' αφήσουμε τοίχον γερόν, ούτε σημάδι. Καί πέστε του, ή ντουφέκι ή συνθήκες! Καί κοντόσηδες μάς έκαμε!» Πιάστηκα μέ τούς πολιορκημένους διατί μίλησα τοιούτως.

Μήνυμα στην Αγγλική Φρεγάτα.

Τό βράδυ είχε έρθη μιά φεργάδα Αγγλική καί τά Τούρκικα καράβια την είχαν 'σ την μέση νά μήν άνταποκρινώμαστε εμείς μ' αύτείνη' φοβώνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής. Τόν πήραν χαμπέρι τά Τούρκικα και τον κυνήγησαν όληνύχτα• καί τόπεσαν τά γράμματα εκεί όπου βούταγε εις την θάλασσα. Καί πήγε εις τήν φεργάδα• καί μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τόν κρεμάσανε καί βήκε το νερό' καί τόβαλαν σπίρτα κι' άναστήθη. Καί είπε τών 'Αγγλων τον χαμόν τών γραμμάτων, όπου του είχαμε δομένα. Είπε στοματικώς τήν κατάστασιν τοϋ κάστρου καί τής πρόφασες του Μπραΐμη. Καί τόν πήρε ή φεργάδα καί πήγαν είς τήν Ζάκυθο αυτά το ναυάρχου. Τότε ό ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι.

Συνομιλία Μακρυγιάννη με Ιμπραήμ

Πρίν έρθη τό μπρίκι στέλνει ό Μπραΐμης νά έτοιμαστούμε ότι ήρθαν τά καράβια όπούχαμε ναυλώση. Όταν με φώναξε ήταν 'σ τά μαγαζειά• κι' όλο του τό στράτεμα. Ήταν νά νυχτώση. Του λέγω• «Πότε θά βαρκαριστούμε' προστάζεις; Οι' πόρτες θέλουν αρκετές ώρες νά ξεπλακωθούνε όπού τής έχομεν χτισμένες• θά περάσουνε τά μεσάνυχτα και να μην ξεπλακωθούνε. Έχομε λαβωμένους, έχομε άρρώστους. Αύριον τήν αυγή κάνομεν άρχή καί βαρκαριζόμαοτε». Αυτός αντιστάθη ότι γύρευε πρόφασιν. Μου λέγει• «Απόψε άν θέλετε καλά' ειδέ, οι' συνθήκες είναι χαλασμένες όπου κάμαμε.- Όταν στείλης καί ίδής άν προφασιζόμαοτε, τότε φταίμε εμείς. Ειδέ θέλεις νά τής χαλάσης τής συνθήκες». Του είπαν κι' άλλοι ότι απόψε δικοί μας είναι κι' αυύριον». 'Οτ' είχε νά μάς σκοτώση. Μόδωσε δυό Τούρκους• τούς έδειξα τής πόρτες και άλλα. Τους έδωσα τών Τούρκων κι' άπό μίαν ζυγή άρματα καλά. Μίλησαν του πασιά. Τήν αυγή μπονόρα έστειλε έναν συγγενή του με σαράντα ανθρώπους νά περιλάβη τ' άρματα. Έγώ είπα του Βελέτζα και κάθεταν εις τον Ίτζκαλέ,να μη μας κάνουν τίποτας,να μείνουμε μέσα' καί βγάλαμεν άπό έκεί όλους τους άλλους. Ξαρματώσαμε καμπόσους, τους βγάλαμεν άπό τό κάστρο. Ούτε 'σ τά καράβια τους βαίναν. ουτε 'σ τά δικά μας, ουτε 'σ τά δικά τους. Βγάλαμεν κι άλλους, τό ίδιον. Τ' ασκέρια του Μπραΐμη ήταν όλα συνασμένα έκεί.

Ο Ιμπραήμ κρατά ομήρους Μπεζαντέ και Γιατράκο- Ενέργειες Μακρυγιάννη

Τότε κλειούμεν εκείνους τους Τούρκους όπούρθαν νά περιλάβουν τό κάστρο, καί τους λέγω' «Οι δικοί σας άς φάνε εκείνους όπου βγάλαμεν έξω, κ' εμείς τρώμε εσάς καί μάς σώνει». Καί κλείσαμεν τό κάστρο. Φωνάζουν αυτείνοι• νά βγάλουν άνθρωπον νά μιλήση του Μπραΐμη• τους βγάλαμεν έναν. Τότε καβαλλίκεψε ό ίδιος ό Μπραΐμης 'σ ένα άλογον καί διαλούσε τ' ασκέρια του νά φύγουν άπό 'κεί. Κι' άρχισαν νά βαρκαρίσουν τούς δικούς μας εις τά ξένα καράβια, όπούχαμεν συνφωνήση νά μπούνε οι άνθρωποι. Τότε βήκαν κι' άπό τό Άγγλικόν όπούρθε άπό την Ζάκυθον μ' εκείνον όπου στείλαμεν της πλεγής. Τούς ρώτησε ό Μπραΐμης. Του είπανε• «Στελμένοι είμαστε άπό τόν ναύαρχον νά ίδούμεν άν θά σταθής μέ τούς 'Ελληνες 'σ όσες συνφωνίες κάμετε. Τότε, άποβαρκαριστήκαμεν• άλλου στερνά πέρασα έγώ μ' όσους άλλους είχαμεν τ' άρματα, όπου μάς χάρισε. (Τά μέρασα άναλογίαν σέ όλους τούς αρχηγούς, κατά τους ανθρώπους όπούχε ό καθείς). Εύκήθηκα τόν Μπραΐμη διά την περιλαβή τοϋ κάστρου• μπήκα μέσα είς τό καράβι• ήταν τρία Άγγλικόν, Γαλλικόν κι' Άουστριακόν. Έγώ μπήκα είς τό καράβι τό Άγγλικόν. 'Ερχεται ένας δούλος το Γιατράκου άπό αυτόν κι' άπό τόν Μπεζαντέ καί μου λέγει ότι τούς βάσταξε ό Μπραΐμης. Τότε συνάζω όλους τούς καραβοκυραίους 'σ τό Άγγλικόν κ' εκείνους όπούρθαν μέ τό μπρίκι τό Άγγλικόν άπό την Ζάκυθον καί τούς λέγω• «'Εμείς σταθήκαμεν είς τόν λόγον μας κι' ό Μπραΐμης δέν στάθη. Έγώ έκαμα τής συνθήκες», τούς λέγω. Καί τους είπα όσα μας έκαμεν. Και πήραν πολλών χρήματα κι' ασήμια. Καί μας κράτησαν καί τούς ανθρώπους, Μπεζαντέ καί Πατράκο. Τότε πήγαν αύτείνοι εις τόν Μπραΐμη. Τούς είπε• «Τούς δυό τούς κρατώ, ότι θέλω τούς πασσάδες του Άναπλιού. Καί οί Ρωμαίγοι, τούς είπε, κάμαν συνθήκες καί βάσταξαν τούς πασσάδες».

Μακρυγιάννης: "...Μάς κλέψαν κ'εξηντατρείς ανθρώπους εκεί οπού πέρναγαν να βαρκαριστούν."

Εμείς δέν ξέραμεν άπό αυτά. Τότε δέν μπορούσαν νά ειπούνε τίποτα οί καραβοκυραίγοι. Μάς κλέψαν κ' έξηντατρείς ανθρώπους έκεί οπού πέρναγαν νά βαρκαριοτούν. Τούς έπαιρναν οί κολώνες καί τούς έκρυβε μία τήν άλλη• καί τούς έσφαξαν είς τό κάστρο κουρμπάνι. Όταν μπήκανε μέσα, τούς θυσίασαν όλους καί τούς έξηντατρείς.

'Αγγλος καπετάνιος φιλοξενεί τον Μακρυγιάννη

'Οταν ήμαστε είς τ' Άγγλικόν καράβι, όπούχαμεν ναυλωμένον, καί ήμουν μέ καμπόσους αξιωματικούς μέσα καί στρατιώτες 'Ελληνες, μου λέγει ό καπετάνιος τού καραβιού' ήξερε τήν γλώσσα μας αυτός• είχε καί τήν γυναίκα του μέσα - μού λέγει νά φωνάξω όλους τούς αξιωματικούς νά πάμε νά φάμε ψωμί είς τήν κάμαρη. Πήγα εις τήν κάμαρη μέ καμπόσους αξιωματικούς. Είχε ένα πουλί είς τήν κάμαρη, παπαγάλλον. Αφού μάς είδαν, έκλαιγε ή γυναίκα, έκλαιγε καί τό πουλί. Βλέπω έγώ αυτό, ρωτάγω τόν καπετάνιον τού καραβιού, τού λέγω- «Εσείς μάς προσκαλέσετε νά φάμε και έδώ όπούρθαμε βλέπω ένα πουλί καί έναν άνθρωπον όπου κλαίνε». Τότε λέγει ή γυναίκα του καραβοκύρη- «Δίκιον μεγάλον έχομεν νά κλαίμεν άνθρωποι καί πουλιά, ότι ή Ελλάς ή δυστυχισμένη θάχανε τόσα παληκάρια. Πού θά τά ματαύρισκε είς την ανάγκη της; Ό Ίμπραίμης μάς ναύλωσε καί μάς είπε, φορτώσουμε, δέν φορτώσουμε, τό ναύλο νά πάρωμε καί νά μην ειπούμε τίποτας. Καί διά νά μήν μπήτε είς τά καράβια θά οάς θανάτωνε όλους έξω. Καί δέν είχαμεν τόν τρόπον νά σάς τό είπούμεν, νά μήν πιστευτήτε εις τής συνθήκες». Τής είπα• «Ό Θεός είναι μέγας καί μάς γλύτωσε• κι' άς γλυτώση κ' εκείνους όπου βάσταξε ό Τούρκος».

Ο Μακρυγιάννης στην Καλαμάτα

Φύγαμε από 'κει καί πήγαμεν είς Καλαμάτα. Εκεί βήκαν οϊ Καλαματιανοί. Εμείς ήμαστε ξαρμάτωτοι, μέ τά λίγα εκείνα τάρματα, οπού μόδωσε ό Μπραΐμης καί τά μέρασα όλουνών. Βγαίνοντας είς τήν Καλαμάτα, οί Καλαματιανοί ήταν είς τά περιβόλια κ' έκαναν γλέντια μέ τά λαλούμενα. Ήρθαν καί μάς είδανε'καί μάς λένε• «Πούθε έρχεστε; -Τούςλέμε, άπό τό Νιόκαστρο. -Μάς λένε, δέν βαστάγετε καμπόσον καιρόν κ' ερχόμαστε νά σάς βγάλωμεν άπό 'κει; Αφήσετε τέτοιον κάστρο καί φύγετε;» Δέν θέλησαν νά μάς δώσουνε ούτε ένα κονάκι, μόνε μάς αφήσανε είς τής περιβόλες έξω, είς τ' αργαστήρια εμάς όλους, καί λαβωμένους' καί καθίσαμεν έκεί ένα δυό ήμέρες νά χορτάσουμεν νερό καί νά φύγωμεν. 'Εστειλα είς τήν Άρκαδιά νά μου φέρουν τ' άλογά μου καί τούς παράγγειλα νά φύγουν, ότι θά βγή ό Μπραΐμης καί νά μήν τούς σκλαβώση. Άναμέρησαν οι άνθρωποι. Είπα καί τών Καλαματιανών αυτά. Λυπήθηκα τούς αθώους κι' όχι τούς αχάριστους, νά μήν σκλαβωθούνε. 'Οτι μού είπε ό Μπραΐμης εύτύς θά κινηθή καί νά πάγω κ' έγώ νά τόν ανταμώσω, νά μένω μαζί του. Τότε μού λέγει ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλης' «Ξέρεις τί παληκάρια είμαστε εμείς; Πεντακόσοι πολεμούμεν μέ πέντε έξι χιλιάδες, καί δέν είμαστε σάν εσάς οπού αφήσετε τό κάστρο άπολέμητο καί φύγετε. - Ό θεός, του είπα, κάνει κι' αντρείους, κάνει καί κιοτήδες. Οι κιοτήδες φοβήθηκαν, οι αντρείοι χόρευαν είς τήν Καλαμάτα κι' άλλού. Τό κάστρο τώρα τόχει ό Μπραΐμης. Σάς είπα κ' έγώ ό,τι ήξερα' συχωράτε με». Σηκωθήκαμεν καί φύγαμεν. Είς τό χάνι ηύραμεν καί τόν Παπαφλέσια μέ καμπόσους• πάγαινε άναντίον τοϋ Μπραΐμη. Μου είπε νά πάγω κ' έγώ. Του είπα• «Μέ τά ραβδιά δέν πολεμούν πολεμούν μέ ντουφέκια. Έμείς έχομεν ραβδιά, ξύλα, κι' όχι ντουφέκια». Πέρασε άπό τό Λιοντάρι καί ήταν ενθουσιασμένος. Πήγε καί χάθηκε.

Ο Μακρυγάννης στην Τρίπολη

Πήγα εις τήν Τροπολιτζά. Μέ κλείσανε όσους είχα μαζί μου καί εις Παλιοβαρίνους καί εις Άρκαδιά καί μού λένε' «"Οταν ήρθαμεν μ' εσένα, είχαμεν ασημένια άρματα' τώρα μάς τά πήρε ό Μπραίμης, όσοι ήμαστε είς Νιόκαστρο κι' Άβαρίνους». Μέ κλείνουν στενά• άπολπίοτηκα. Ήθελα νά σκοτωθώ, νά μην τραβάγω αυτά άπό Ρουμαίγους και Τούρκους. "Εγραψα είς τήν Κυβέρνησιν τό κακό• δανείστηκα, γυμνώθηκα ολότελα, καί τούς πλέρωσα έξ ίδίων μου.

ΠΗΓΕΣ:

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Πελοπόννησος-Ιμπραήμ-Μακρυγάννης.






Απαιτήσεις της Φρουράς




Τότε ό πόλεμος δυνάμωσε ώς τά μεσάνυχτα' έπαψε την αυγή. 'Εστειλαν έναν Τούρκον άπόξου νά βγούμε νά μιλήσουμε. Βήκε ό Μπεζαντές, ό Γιατράκος κ' εγώ. Μας είπε ό στελμένος ότι ό πασσάς θέλει τό κάστρο, ή θά μάς πάρη μέ ρισάλτο, καί τί απαίτησες θέλομεν διά νά μην χυθή αδίκως αίμα. Του είπαμεν, θέλομεν καράβια εύρωπαίικα νά βαρκαριοτούμεν υστέρα όλα μας τα άρματα' τρίτο τόν Χατζηχρήστο καί Δεσπότη κι' όλους τούς σκλάβους· καί τους μισστούς μας. Καί τότε του παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο (έφόδιασμα μόνον μέ της σάπιες πέ­τρες· ολίγος τζεμπιχανές ήταν ακόμα καί ψωμί πολλά ολίγον καί νερό, νά χορτάσουμεν δέν μπορούσαμεν, εκείνη τήν ήμερα νά τό μεράζαμεν). Πήγε ό στελμένος εις τόν Μπραΐμη, του είπε ό,τι του είπαμε. Τόν διάταξε νά γυρίση νά μάς είπή ότι καράβια έχει δικά του καί μάς βαρκαρίζει, δέν έχει ανάγκη άπό ξένα. Τ' άρματα μας τά θέλει όλα. Τούς σκλάβους τους πήρε μέ τό σπαθί του καί τους βαστάει ζωντανούς όσο νά βάλη κ' εμάς είς τό χέρι καί τότε νά μάς σκοτώση όλους μαζί. Μιστούς δέν έχει ουτε λιανό' νά μάς πλερώση ή Διοίκησή μας. Του είπαμε· «Ό πόλε­μος είναι ή τύχη μας· καί πολεμάτε καί θά πολεμήσουμε όσο νά λυύωσουμε, νά φάμε ένας τόν άλλον, καί τότε πά' να τό πάρη τό κάστρο. Φωτιά θά βάλωμε νά πάμε σ' τόν αγέρα μ' όλο αυτό.

Τα πλοία βομβαρδίζουν το φρούριο.

Τά είπε αυτά το Μπραΐμη. Καί τότε άρχισε ό πόλεμος άπ' όλα τά μέρη. Τήν άλλη ήμερα έστειλε τόν Χατζηχρήστον καί Δεσπότη καί Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο νά μάς παρακινήσουν νά παραδοθούμεν. Δέν θελήσαμεν καί φύγαν κι' αυτείνοι. Τότε διατάζει καί μπήκαν τά καράβια μέσα· καί ή κακή μας τύχη πήρε φωτιά ή ντάπια τής θάλασσας καί πήγαν είς τόν αγέρα οί άνθρωποι καί τά κανόνια μας. Τότε οι Τούρκοι όλοι όπού είδαν αυτό σαλαβάτισαν 'σ όλα τά μέρη, ότι ό Θεός βόηθαγε αυτούς κιντύνευε εμάς. Τά καράβια μπήκαν μέσα άπολέμητα· κι' αφού μπήκαν, άρχισαν οί φεργάδες τέσσερες τέσσερες καί μάς βαρούσαν. Ήταν σάπιον αυτό τό κάστρο καί τόκαμαν κόσκινο'και μας αφάνισαν εις τον σκοτωμόν οι φεργάδες κ΄οι άλλοι Τούρκοι άπόξω, της στεργιάς. Δεν είχαμεν που νά σταθούμεν· μας πολέμησαν άπό την αυγή ως τό δειλινό. Θέλησε ό Θεός καί πήρε ένας αγέρας καί πάψαν τά κανόνια τών φεργάδων καί ηύραμεν καιρό καί θάψαμεν τούς σκοτωμένους. Κι' όσοι πλη­γώνονταν κανένας δέν γιατρεύεταν. Είχαμεν έναν γιατρόν 'Αγγλον τόν πλερώσαμεν κι' αυτόν έγώ κι' ό Μπεζαντές άπό πεν­τακόσια γρόσια τόν μήνα. Τόν είχε συνφωνήση ή Διοίκηση καί δέν τόν πλέρωνε' καί τόν πλερώσαμεν έμείς οι δυό. Καί μάς πέ­θαινε τους συντρόφους. Καί μαρτύρησε κι' όλη τήν έλλειψη όπούχαμεν είς τό κάστρο· τήν είπε μέ τήν γλώσσα του είς τόν Φραντζέζο, όταν ήρθε μέ τόν Χατζηχρήστον. 'Ηθελα νά τόν σκοτώσω τόν άτιμον δέν μ' άφησαν. Ύστερα πήγε μέ τόν Μπραΐμη. Τότε διά νυχτός έβγαλαν κι' άλλα κανόνια καί τάβαλαν ολόγυρά μας. Εμείς οί δυστυχισμένοι όληνύχτα δυναμώ­ναμε τήν βέργα, όπου ήταν αδύνατη, καί τ' άλλα τά μέρη καί κουβαλούσαμε ξύλα καί πέτρες καί φκειάναμε τό νερό.

Λειψυδρία στο φρούριο

'Ηταν μία στέρνα είς τόν Ίτσκαλέ· έπιναν τό νερό κρυφά οί στρατιώ­τες. Είχαν ένα καλάμι τρυπήση μακρύ, τήν στέρνα τήν είχαμεν βουλλωμένη, κι' αυτοί τρύπησαν 'σ ένα μέρος ολίγο καί τήν νύ­χτα πήγαιναν κρυφά καί πίναν. Τηράμεν μιά ήμέρα, βλέπομεν τήν στέρνα μ' ολίγο νερό, όπού πρωτύτερα τό είχαμεν μετρη­μένο. Τότε άπολπιστήκαμεν καί οι στρατιώτες μάς βιάζαν νά φύγωμεν. Είχα μιλήση μέ τόν Βελέτζα κι' άλλους νά τούς βγάλωμεν μέ τρόπον έξω αυτούς, όπού φοβέριζαν νά μάς σκοτώ­σουνε καί ήθελαν χωρίς άλλο νά κάμωμεν όμιλίαν μέ τούς Τούρ­κους νά παραδώσουμε τό κάστρον, ή νά φύγωμεν μέ γιρούσι'κι' ανάθεμα καί θά γλύτωνε κανένας, καθώς μάς είχαν τρογυρισμένους. Σάν μάς βιάζαν, είπαμε νά τούς βγάλωμεν κατά τήν θέλησίν τους καί νά είπούμεν ότι πάμεν κ' έμες μαζί· κι' άφού τούς βγάλωμεν έξω, νά μείνωμεν όπίσου καί νά βαστήσουμεν μόνον τόν Ίτζκαλέ· καί νά βάλωμεν καί μπαρούτι όλόγυρα μίνες, κι' όταν ή τούρκικη δύναμη μάς πλακώση, φωτιά νά βάλωμεν νά πάμεν όλοι εις τόν αγέρα. Δι' αυτό είχαμεν τηράξι νερό, καί ή κακή μας τύχη, τό είχαν πιωμένο χωρίς νά ξέρωμεν. Τότε άπελπιοτήκαμεν, ότι ήμαστε εις τήν διάκρισιν τών Τούρκων.
Συνομιλία Μακρυγιάννη και Ιμπραήμ

Άφού δυνάμωσε ό Μπραΐμης όλες τής θέσες, στέλνει αυγή άνθρωπον, άν θέλωμεν νά μιλήσωμεν' αύτείνη είναι ύστερνή ομιλία· άλλη βολά δεν ματαθέλει όμιλίαν. Καί ώρες διορία νά βγούμε εις τόν Μπραΐμη νά μιλήσουμε. (Αυτός ήξερε καί τήν έλλειψη του νερού άπό τόν γιατρό μας). Άποφάσισαν όλοι του κάστρου νά πάγω έγώ εις τόν Μπραίμη κι' ο Καράπαυλος κι' ό Σαλβαράς νά κάμωμεν συνθήκες. Παρουσιαοτήκαμεν ήταν 'σ ένα λαμπρό τζαντίρι' είχε καί δυό άξιωματικούς καί το βαστούσαν τά δυό του χέρια μέ μεγαλοπρέπεια, νά ίδούμεν έμείς τό μεγαλείονο του. Μάς ρώτησε πούθεν είμαστε. Ό ένας είπε άπό τήν Πελοπόννησο, ό άλλος άπό την Σπάρτη κ' εγώ «άπό τήν Ρούμελη», του είπα· «Ποίον μέρος;» Του τό είπα. Καί του είπα ψέματα δτ' ήμουν σωματοφύλακας του 'Αλήπασσα' «Μάς σκότωσαν τόν αφέντη μας· κίνησα μέ καμ­πόσους ανθρώπους νάρθώ εις τό Μισίρι, εις τήν Ύψηλότη σας. Δεν είχαμε τά έξοδά μας, ήρθαμε έδώ, εις τους Ρωμαίγους. Μάς απάτησαν, μάς έβαλαν σέ τούτο τό κάστρο. Πολεμούμεν νύχτα καί ημέρα. Αύτείνοι μάς κάνουν σίγρι άπό μακρυά- θέ­λουν νά χαθούμεν. Εμείς, διά νά σωθούμεν καί νά πάμεν νά πολεμήσουμεν μ' εκείνους, βιαζόμαστε' καί ήρθαμεν νά κάμωμεν συνθήκες, νά σου παραδώσουμεν, άν συνφωνήσουμεν, κάστρο εφοδιασμένο. (Σάν τό λάβης, τό λέπεις τί 'φόδιασμα έχει. Πού άφίν'νε οί καλωσύνες τών προκομμένων νά 'φοδιάσουμεν κά­στρα. Τρομάξαμεν νά πάρωμεν ολίγα ντουφέκια άπό τούς Τούρκους, νά πολεμήσουμεν διά τήν πατρίδα).


Διαπραγματεύσεις

Διά 'κείνο, πασσά μου, θά σού παραδώσουμεν τό κάστρο. - Τί ζητάτε; (Μού λέγει έμένα· αυτούς τούς Μωραίτες άφησέ τους, σέ ολίγες ήμερες τούς κουβεντιάζω). - Ζητούμε καράβια εϋρωπαίικα. Συνθήκες γραφτές σέ τέτοιους ανθρώπους σάν τήν Ύψηλότη σας δέν χρειάζονται. Ό λόγος σας είναι συνθήκη. - Καράβια, λέγει, έχω τά δικά μου. - Του είπα, δέν μπαίνουν οί άνθρωποι εις τά δικά σου, φοβώνται. 'Σ εύρωπαίικα βάλαμε καί τούς Τούρκους τ' Άναπλιού. - Σάν τούς μιλήσης έσύ τών ανθρώπων, μού είπε, δέν τούς πιάνει φόβος. - Δέν μ' άκοϋνε καί δέν σέ γελάγω. Χωρίς εύρωπαίικα καράβια καμμία ομιλία δέν γένεται». Τό τροπολοήσαμεν πολύ, τ' αποφάσισε. «Ποιος θά πλερώση τόν ναύλον τών καραβιών; - Ή Ύψηλότη σου», του λέγω. Μου είπε νά τά πλερώσωμεν έμείς. Του είπα· «Δέν έχομεν χρήματα. "Ο,τι χρήματα είχαμεν, έφοδιάσαμεν τό κάστρο άπό κρασιά καί φαγητά». Συνφωνήσαμεν νά τά πλερώση αυτός. Τ' άρματα, δεν μάς άφίνει ούτε σουγιά. «Κ' έσύ όπου είσαι κουρμπετλής, μου είπε, σου χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, για­ταγάνια ή σπαθιά». Τόν περικάλεσα κ' έγιναν τριάντα πέντε καί του είπα, παράδες όποιος έχει κι' άλλα ασήμια νά μήν τούς πειράζη κανένας. Μείναμεν σέ όλα σύνφωνοι. Μέ ρώτησε πόσους ανθρώπους έχω. Του είπα, όχτακόσους. Νά τους πάρω καί νά πάγω μαζί του. Καί οί άνθρωποι θά γένουν τζιράκια του. Έγώ του είπα· «Γνωρίζομεν τά ότζάκια σας όπου κάνουν τους αν­θρώπους τζιράκια. Τώρα ήρθα στελμένος άπό τό κάστρο νά κάμω συνθήκες, κι' όχι νά μπω μιστωτός. Τελειώνοντας ή υπό­θεση του κάστρου, τότε τηράμε αυτό».
Εναρξη παράδοσης των πολιορκημένων.

Μείναμε σύνφωνοι 'σ όλα καί στείλαμεν έναν άνθρωπον εμείς κ' έναν αυτός καί πήγαν εις τήν Μοθώνη ό,τι καράβια βρούνε ευρωπαίικα νά τά ναυλώσουνε· (κι' άν εύρη τίποτα καπετά­νιους φιλέλληνες, είπα έγώ του δικού μας, νά τους ναυλώσουνε τά καράβια καί νά φέρνουν γύρα καμπόσες ήμέρες, μέ τρόπον πώς συγυρίζουν τά καράβια, νά μή μάς έρθη ή δύναμη του Έκλαμπρότατου «Όμως» Κουντουργιώτη). Άφού πήγαν, τόφεραν γύρα δεκοχτώ ήμερες· δέν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναύλο τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα. Στέλνει ό Μπραΐμης, μού λέγει· «Διά σάς τούς παλιανθρώπους μού γυρεύουν τέσσερες χιλιάδες τάλ­λαρα καί δέν τά δίνω. - Ή παλιοί 'μαστε ή καινούργοι άνθρω­ποι, κατά όπού συνφωνήσαμεν θά τά πλερώσης». Μείναμεν σύνφωνοι νά τά πλερώση, άφού κάμαμεν πλήθος φιλονικίες.
ΠΗΓΕΣ:

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ




Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Μακρυγιάννης-Ιμπραήμ-Μεσσηνία.



Δυσαρέσκεια των υπερασπιστών του Νεοκάστρου.


Ό Μπεζαντέ Γιωργάκης Μαυρομιχάλης κι' ό Γιατράκος εί­χαν διχόνοια με τόν Κουντουργιώτη. Κάνουν μίαν εταιρία μέσα εις τό κάστρο καί τάζαν άπό τριάντα γρόσια του κάθε άνθρώπου νά βγούνε έξω, νά μαζώξουν κι' άλλους νά πολεμήσουνε τόν Κουντουργιώτη - ν' ανοίξουνε πάλε έφύλιον πόλεμον! Καί είχαν καί τά καΐκια 'σ την άκρη, είς την πόρτα του γιαλού, έτοιμα, την νύχτα νά μπούνε μέσα νά φύγουν. Κάτι στρατιώτες τόμαθαν άπόναν μπιστεμένον τους καί τό είπαν του φρουράρ­χου καί συχρόνως κ' έμενα καί πιαστήκαμε· καί πήγαμε νά σκο­τωθούμε. Τους είπα· «Έγώ ξέροντας εσάς, ήρθα 'δώ 'σ εσάς καί κατασκότωσα τους συντρόφους μου' κ' εσείς πλερώνετε μιστούς νά πάρετε τους ανθρώπους άπό του κάστρου τήν φρουρά νά πάτε ν' ανοίξετε νέον έφύλιον πόλεμον, όπου γιόμωσε ό τόπος Τουρκιά;» Σκούζω καί συνάχτηκαν όλοι οί Ρου­μελιώτες μ' έμενα καί τούς είπα· «Χωρίς άλλο νά βουλιάξετε τά καΐκια· καί νάρθής έσύ, Μπεζαντέ, κι' ό Γιατράκος είς τό πόστο μου, είς τόν Ίτζκαλέ, νά είμαστε μαζί, καί είς τά πόστα σας θά βάλω άλλους ανθρώπους δικούς μου. - 'Εχομεν πόλεμον αναμε­ταξύ μας καί θ' ανοίξω τής πόρτες νά μπούνε καί οί Τούρκοι μέσα!». Τότε βούλιαξαν τά καΐκια· καί τούς πήρα είς τό πόστο μου κ' έπιασα τά πόστα τους έγώ μ' ανθρώπους σίγουρους· κ' έτζι έσυχάσαμε.


Ο Μακρυγιάννης εξευμενίζει τη Φρουρά


Καί κάθονταν εις τό πόστο μου' καί μέ περικάλεσαν νά μην μαθευτή αυτό έξω. Κ' έκαμα τεμπίχι τους αν­θρώπους καί δεν τό είπαμε κανενού. Όμως έγώ τό βάνω έδώ. Μου είπε ό ίδιος ό Μπεζαντές ότι τό είχε γινάτι, ότι έκείνοι κάθονται εις της Χώρες κ' έμείς σκοτωνόμαστε νύχτα καί ήμερα μ' εβδομήντα δράμια νερό· έγώ τό μέραζα· καί 'σ τό ύστερνό τούς μέραζα τριάντα πέντε δράμια μοναχά. Αφανιστήκαμε άπό τήν δίψα· ξεράθηκε ή γλώσσα μας.
Ό Μπραΐμης έδίπλωσε τά κανόνια του καί μπόμπες καί γρανάτες. Καί δέν μάς άφιναν ούτε νύχτα, ούτε 'μέρα· ακατά­παυτα πόλεμος. Τό κάστρο ήταν σάπιον καί γκρεμίζεταν· κ' έμείς φκειάναμεν μέ ξύλα σαν κασσόνια άπό μέσα καί τά γιομί­ζαμε χώμα. Καί δουλεύαμε καί πολεμούσαμε νύχτα καί ήμέρα· καί ταινιάσαμε. Κι' αρρώστησαν οι περισσότεροι έξ αιτίας του αγώνος του πολλού καί τής δίψας. Οί κανονιαραίοι καί οι τζενιέριδες του Μπραΐμη ήταν όλοι Γάλλοι κι' αφάνισαν τό κά­στρο. Όσα ασκέρια ήταν εις τής Χώρες μέ τόν Κουντουργιώτη τρώγαν αρνιά καί τά πλέρωσε μιστούς καί γεμεκλίκια άπό έξι μηναία' τούς δικούς μου όσους είχα είς Παλιοβαρίνους καί είς Νιόκαστρο δέν τούς έδωσε μήτε λεπτό. Θύμωσαν οί άνθρωποι καί γύρευαν νά μέ πάρουν νά πάμε πίσου είς τήν Άρκαδιά. Καί πέφτουν όλου του κάστρου οί άνθρωποι άπάνου μου νά μέ βα­στήξουν, είδε φεύγουν όλοι. Καί τότε βιάστηκα νά πλερώσω έξ ιδίων μου τούς ανθρώπους. Ό Αναγνωσταράς έλεγε νά γένωμε όλοι αξιωματικοί όσοι πιάσαμε τούς Άβαρίνους· έκείνοι ουτε καί τόν μιστόν μάς δίνουν. Οι κόλακες αγαπούνε τούς κό­λακας καί οί ψεύτες τούς ψεύτες. Πλέρωσα τούς ανθρώπους έξ ιδίων μου, δανείστηκα, καί τούς έστειλα είς τά πόστα τους.Όσους είχα είς τούς Άβαρίνους δεν μπορούσαν νά βαστή­ξουν μόνοι τους πλέον, ότι φοβέριζαν οί Τούρκοι νά τούς ρι­χτούν διά νυχτός κι' ώς ολίγους νά τούς χαλάσουνε και νά κερδέψουνε τήν θέσιν. 'Αρχισε πρώτα ό Μπραίμης κ' έκοψε τέσ­σερα χαντάκια άπό τήν μίαν άκρη της θάλασσας ώς τήν άλλη καί τά γιόμωσε άπό πίσου ασκέρι, 'σ τό κάθε χαντάκι. Καί είς τά δύο ανάμεσα είχε σαν πιάτζα· κ' έκεί είχε τό τζαντίρι του καί πεζούρα, διαλεμένο ασκέρι, καί καβαλλαρία. Άπό τήν Μοθώνη ώς τό Νιόκαστρον ήταν γιομάτο τζαντίρια κι' ασκέρια. Αφού τελείωσε αυτά τά χαρακώματα κι' ασφάλισε τά κανόνια του, ότι φοβώνταν νά μήν βγούμε πίσου άπό τό κάστρο έξω είς τά κανό­νια του, κι' άφού 'τοιμάστηκε, είχε νά κινηθή άναντίον των ολί­γων είς τούς Άβαρίνους. Τότε έστειλαν τόν άξιωμαπκόν άπό τούς Άβαρίνους καί μού είπανε ότι πηγαίνουν Τούρκοι έκεί καί παρατηρούν μέ τά κιάλια τήν θέσιν των Άβαρίνων διά νά κά­μουν κίνημα. Καί μού παράγγειλαν άπό τούς Άβαρίνους, άν δέν έρθουν κι' άλλα στρατέματα άπό της Χώρες, όπου κάθονται εκεί περίτου άπό δεκάξι χιλιάδες, «τότε εμείς, άν δέν έρθουν κι' άπό αυτούς, θ' αφήσουμε τήν θέσιν νάρθούμε κ' έμείς αυτού είς τό κάστρο, ή θά πάμε είς τήν Άρκαδιά». Τάστειλα αυτά επίτη­δες του Κουντουριώτη τόσες φορές καί ήρθε εις Άβαρίνους μέ τό σώμα του ό Χατζηχρήστος κ' έπιασε τήν θέσιν μαζί μέ τους ανθρώπους μου.

Οι Αιγύπτιοι αποβιβάζονται στη Σφακτηρία.


Σέ δυό 'μέρες είδαμε καρσί είς τήν Μοθώνη καί Σφαχτηρία ώς εκατόν τριάντα κομμάτια καράβια τούρκικα του Σουλτάνου, τού Μπραίμη, τών Άλτζερίνων καί τών άλλουνών ότζακιών. Σέ δυό ήμερες ήρθε κι' ό Μιαούλης μέ τά ελληνικά ώς τριάντα κομ­μάτια· καί ήταν καρσί είς τά τούρκικα· καί φαίνονταν τά ελλη­νικά σάν φελούκες 'μπρός είς τά τούρκικα. Τότε σάν ήρθε ό στόλος του Μπραίμη, στέλνει έναν Τούρκον άπόξω τό κάστρο νά μιλήσουμε. Βήκαμε άπό τό κάστρο διορισμένοι ό Μπεζαντές Μαυρομιχάλης άπό τούς Σπαρτιάτες, ό Γιατράκος άπό τους Πελοποννήσιους, εγώ άπό τους Ρουμελιώτες. Του λέμε του Τούρκου· «Τί ορίζεις; - Ό πασσάς μ' έστειλε ν' αφήσετε τό κά­στρο νά φύγετε, νά μη χαθήτε. - Δέν πρέπει ό πασσάς, του εί­παμε, νά μάς λυπάται τόσο' άς κοπιάση νά τό πάρη μέ πόλεμον, κι' όταν μάς κυργέψη, φαίνεται ή έσπλαγχνία του. Καί σύρε εις την δουλειά σου». 'Εφυγε ό Τούρκος. Βλέπομε άπό τά καρά­βια έρχονται πλήθος φελούκες κ' έμπαιναν ασκέρια καί τά πή­γαιναν εις τά καράβια. Εις τήν Σφαχτηρία τό νησί είχαμε έξι κομμάτια κανόνια καί φύλαγαν τό στόμιον του λιμανιού καί καμπόσους ανθρώπους εκεί άπάνου. Όταν οί φελούκες τε­λείωσαν τ' ασκέρι τό τούρκικον, τόβαλαν είς τά καράβια τους. Τότε βλέπομεν τά καράβια πλησιάζουν, όσα είχαν τ' ασκέρι, κοντά είς τό νησί κι' Άβαρίνους. Όσοι ήταν είς τό νησί γυ­ρεύουν δύναμιν - γύρευε ό Αναγνωσταράς ό υπουργός νά βγώ έγώ μέ τούς ανθρώπους μου εις τό νησί, όπούταν κι' αυτός, καί νά πάρω κ' εκείνους άπό τούς Άβαρίνους νά πάμε όλοι 'σ τό νησί νά δυναμώσουμε εκείνη τήν θέσιν. Ακούγοντας αυτό δά ήταν είς τό κάστρο, πώς θά πάγω μέ τό σώμα μου είς τό νησί, δέν θέλησαν άν βγώ έγώ μέ τούς ανθρώπους μου, βγαίνουν κ' εκείνοι. Καί γράφει ό φρούραρχος ότι εμένα δέν μ' άφίνουν άπό τό κάστρο νά βγώ. Τότε βγάλαμεν τόν Τζόκρη καί τόν Σταύρο Σαΐνη μέ καμπόσους καί πήγαν είς τό νησί· κ' έστειλε κι' ό Χα­τζηχρήστος καμπόσους δικούς του άπό τούς Άβαρίνους.

'Ηττα της Ελληνικής φρουράς.


Τότε τά καράβια τά τούρκικα βαρούγαν εκείνους είς τό νησί μέ τά κανόνια· δέν τούς έδωσαν καιρόν νά οχυρωθούνε- καί ήταν είς τό σιάδι. Οί φελούκες πλήθος μέ τ' ασκέρια τά τούρ­κικα κάμανε ντισμπάρκο άπάνου είς τό νησί. Αυτείνοι πολλοί, οί εδικοί μας αδύνατοι - καί κάτι ολίγοι γλύτωσαν άπό τούς δικούς μας κατά τό μέρος τού Άβαρίνου. Ρίχνονταν είς τήν θάλασσα κι' όσοι μέναν χωρίς νά πνιγούνε εκείνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν έκεί κεφαλές ό Τζαμαδός, ό Αναγνωσταράς, ό Σαΐνης, ό Σίμος κι' άλλοι πολλοί. Είς τόν ίδιον καιρόν πήγε κι' ό Μπραίμης μ' όλες του τής δύναμες καί πολέμαγε τούς Άβαρίνους μέ κανόνια καί ντουφέκια καί τά καράβια του τού πελάγου. Τότε βήκαμεν κ' εμείς άπό τό κάστρο άναντίον τών Τούρκων είς τά χαρακώματά τους, τους πολεμήσαμεν γενναίους.


Παράδοση των Παλαιών Ναυαρίνων


Βλέποντας αυτό οοι Τούρκοι τού νησιού, μας βαρούσαν με τά κανόνια τά δικά μας, όπούχαμεν εις τό νησί· μας βαρούσαν άπό της πλάτες κ' ήφεραν κι' ασκέρια άπό τό νησί άναντίον μας· και δυναμώθηκαν καλά οί Τούρκοι. Σκοτώσαμεν ολίγους· κι' άπό 'μάς σκοτώθηκαν καμ­πόσοι και πληγώθηκαν. Μάς αφάνισαν τά κανόνια. Μπήκαμεν πίσου εις τό κάστρο. Ό Μπραΐμης πήρε και τους Άβαρίνους μέ συνθήκες· κι' άλλοι φύγαν μέ γιρούσι, κι' άπ' αυτούς άλλοι σκο­τώθηκαν καί πληγώθηκαν. Πήρε και σκλάβους τόν Χατζηχρήστον, τόν Δεσπότη Μοθώνης όπούταν έκεί· κ' εκείνον όπούχα κεφαλή εις τούς ανθρώπους μου τόν πλήγωσαν καί τόν πιά­σανε· καί τόν πήγαν είς τό Μισίρι. Στάθη τέσσερα χρόνια έκεί κι' ολίγον καιρόν έχει όπούρθε. Τόν λένε Στάμον Βελέτζα.

Έξοδος της φρουράς του Νεοκάστρου.


Είς τό νησί άπάνου ήταν κι' ό Μαυροκορδάτος· μπήκε είς τό καράβι τού Τζαμαδού, μπήκε κι' ό Σαχτούρης μέσα ό φρούραρ­χος τού Νιόκαστρου, καί πολεμώντας μ' όλα τά καράβια τών Γούρκουν σώθηκαν μέ μεγάλον κίντυνο καί μ' άπερίγραφη γενναιότητα όπούδειξαν αυτείνοι οί άνθρωποι του καραβιού. 'Αλλο ήταν νά τό λέπη ό άνθρωπος κι' άλλο νά τό λέγη. Σώθηκαν μέ την βοήθεια τού Θεού, δίνοντας τους αντρεία πολλή.

Λυσσώδης επίθεση κατά του Νεοκάστρου.


Αύτείνη ή 'μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή διά τήν πατρίδα, όπούχασε τόσα παληκάρια καί σημαντικούς άντρες, στεργιανούς καί θαλασσινούς' διά όλη τήν πατρίδα ήταν φαρμάκι εκείνη ή 'μέρα καί διά 'μάς πεθαμός, ότι χάσαμεν τούς συντρόφους μας. Κι' ό πόλεμος αύγάτησε τώρα. Ή θέση εκτεταμένη· εμείς ολίγοι. Καί νερό τελείως. Κι' άγυπνοι νύχτα καί ήμέρα. Καί oι σημαντικοί αρχηγοί της πατρίδας όλοι μάς κάναν σίγρι άπό τήν ράχη' τόσες δύναμες μάς έβλεπαν μέ τά κιάλια αδιάφοροι σάν νά μήν ήμαστε αδελφοί τους καί συναγωνισταί τους. Μάς βλέπαν κι' άκουγαν τόν θρήνο τών κανονιών μας, όπου πετζοκοβόμαοτε. Γιόμωσε καί τό λιμάνι πνιμένους, σάν νά ήταν μπακακάκια είς τόν βάλτο, έτσι έπλεγαν κι' αύτείνοι εις την θάλασσα. Καί τό νησί καί τ' άλλα μέρη γιομάτα κουφάρια σκοτωμένους. Κ' οί ελληνικές δύναμες μάς τήραγαν άπό αλάργα.

Προτάσεις παράδοσης


Άφού ό Μπραΐμης κυρίεψε όλες της θέσες, τότε έβγαλε καί κανόνια άπό τά καράβια καί κρυφίως διά νυχτός άπό τά μαγαζειά κι' άπάνου, τίρα πιστολιάς, τό γιόμωσε κανόνια πέρα καί πέρα ξημερώθηκαν όλα φκειασμένα. Κι' άρχισε ό πόλεμος. Ό κανονοβολισμός καί ή μπόμπα καί ή γρανάτα μάς αφάνισαν.'Εστειλε δυό ανθρώπους έναν δικόνε μου, όπούπιασε είς τούς Άβαρίνους, κ' έναν του Χατζηχρήστου, νά ειπούνε τόν χαλασμό τους καί νά παραδοθούμεν. Ερριξα μίαν τριχιά, τους πήρα άπάνου είς τό κάστρο, τους είπα τί νά ειπούνε τών ανθρώπων μας νά μήν τους κρυώσουνε, δτ' είχαμεν ελπίδες ακόμα νά μήν έρθη τό μιντάτι μας, καί νά μήν παραδοθούμεν. Μίλησαν τών ανθρώπων παρουσία ό,τι τούς είπαμε συνφώνως μέ τόν Μπεζαντέ, νά τούς παρηγορηθούνε, τούς πολιορκημένους, ότι γύ­ρευαν νά σκοτώσουνε τόν Μπεζαντέ κ' έμένα. 'Οτι άμα ήταν ό Μπραίμης εις τούς Άβαρίνους, νά θέλαμε φεύγαμε, άφίναμε τό κάστρο καί σωνόμαστε όλοι, ότ' ήταν λίγη δύναμη, κ' εμείς οι δύο δέν θελήσαμεν. Καί μάς φοβέριζαν νά μάς σκοτώσουνε. Γύ­ρεψε πίσου τούς ανθρώπους τούς δύο ό Μπραΐμης, του είπαμε ψέματα ότι τούς σκότωσε μπόμπα.


ΠΗΓΕΣ:

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΑΝΝΗΣ

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης αγωνίζεται εναντίον του Ιμπραήμ.


Ο Μακρυγιάννης πολιτάρχης στην Αρκαδιά.



Τής Κυβερνήσεως της ζητούσα διαταγή νά βγώ είς τήν Ρούμελη, νά φύγω άπό 'δώ μέσα, ότι μπεζέρησα, καί ύποσκέθη νά μέ διάταξη νά πάγω είς Ρούμελη. Τότε ήρθε αναφορά άπό της Αρκαδίας τούς κατοίκους καί μέ ζη­τούσαν νά μέ στείλη ή Κυβέρνηση νά πάγω μ' εκτελεστική δύ­ναμη 'σ τήν Άρκαδιά. Ότι όσα τούς είπα όταν πήγα είς τό Λιάτανι, καί τούς σύναξα καί τούς μίλησα οπού θά τούς πλα­κώσουν Καραϊσκαϊοι, Καρατασσαίοι, Σουλιώτες κ' άλλοι, «καί θα άφανιστήτε, όμως νά κλίνετε είς τήν Κυβέρνησιν» αυτοί άκουγαν τόν άγιον Πρωτοσύγκελον, τόν συνβουλάτορα του Κολοκοτρώνη, καί τόν Γληγοριάδη καί τούς πρόκοψαν άλλοι πάνε είς τή Νύδρα, καί τ' ασκέρια, όπούναι μέσα είς τήν Άρκαδιά καί χωριά τους γιομάτα, τούς γυρεύουν τών Άρκάδων φακί είς τό σουφλί. Αύτείνη τήν καλωσύνη τούς κάμαν οι καλοί πατριώτες· αφάνισαν τήν πατρίδα γενικώς κάθε ολίγον μέ τούς έφύλιους πολέμους καί νέες φατρίες καί σκοτωμούς. Κι' αφανίστηκαν κ' οί κάτοικοι όλοι. 'Αφού ή Κυβέρνηση μέ διάταξε χωρίς άλλο νά πάγω είς τήν Άρκαδιά, έγώ ήθελα νά πάγω είς Ρούμελη. Ήρ­θαν κι' Άρκάδιοι επίτηδες στελμένοι, μέ περικάλεσαν κι' όσοι σημαντικοί Άρκάδιοι είναι είς τ' Άνάπλι, αποφάσισα νά πάγω· καί τά 1825 Φλεβάριον μήνα πήγα είς Άρκαδιά. Διάλεξα διακό­σους ανθρώπους, έδιωξα τήν σαβούρα καί πήγα μ' αυτούς.
Απόβαση Αιγυπτίων στο Μοριά.
Πηγαίνοντας, τήν άλλη ημέρα μαθαίνομε ότι ό Μπραΐμης ξεμπαρκάρισε εις τά κάστρα Μοθώνη, Κορώνη καί Νιόκαστρο: Πρίν μαθευτή τό βγάλσιμο του Μπραΐμη είς τά κάστρα, έκρίθη εύλογον όσα ασκέρια ήταν διά τούς άναντίους είς τήν Πελοπόννησον νά συναχτούνε όλα κι' άλλα άπό τούς κατοίκους, νά γένη μία μεγάλη δύναμη καί νά κινηθούμε διά τούς Τούρκους τής Πάτρας. Καί συνάχτηκαν περίτου άπό δεκάξι χιλιάδες, καί κε­φαλή ό Κουντουριώτης' καί ήταν είς τήν Μεσσηνίαν οπού συνά­ζονταν καί είς τήν Άρκαδιά. Καί στείλαν καί πολεμοφόδια κα ζαϊρέδες. Καί ήταν μέ τό καράβι τού Τζαμαδού κι' άλλα καράβια είς τό λιμάνι τού Νιόκαοτρου. Ή δυστυχία είναι ότι οι δυό μεγαλοκέφαλοί μας Μαυροκορδάτος καί Κωλέτης ζηλεύει ένας τον άλλον, κι' ό,τι καλό κάμη ό ένας άπό αυτούς τό χαλάγει ό άλ λος. Διά νά μήν πάγη ό Κωλέτης, καθώς ήταν διαταμένος. με τούς Ρουμελιώτες, τό χάλασε αυτό ό Μαυροκορδάτος καί 'νεργησε καί πάγει κεφαλή ό Κουντουργιώτης. Κι' αυτό τό σκέδιον ήταν τού Μαυροκορδάτου, νά μήν γένη τίποτας καλό είς την πατρίδα, καθώς δεν έγινε.
Ο Κουντουριώτης εκστρατεύει στη Μεσσηνία.

Διορίζεται ό Κουντουργιώτης, διορίζει καί τόν Σκούρτη το Νυδραίον άρχιστράτηγόν του, κι' όσο ήξερε ό ένας ήξερε κ' άλλος άπό πόλεμον. Τότε μπήκαν σέ δυσαρέσκεια όλοι οί ση­μαντικοί αρχηγοί όπούταν έκεί, οπού είδανε τό Σκούρτη άρχιστράτηγον άπάνου εις τόν Καρατάσιον, είς τόν Καραϊσκάκη, εις τόν Χατζηχρήστο, είς τόν Τζαβέλα καί είς τούς άλλους. Ό Κουν­τουριώτης, κουτός, άφού είδε όπούναι αυτός άμαθής άπό αυτά, άντίς νά βάλη άρχηγόν νά σώση την πατρίδα κι' αυτός νά δοξαστή, κατά δυστυχίαν άπό τό «όμως» δέν ξέρει άλλο, κ' έβαλε τόν Σκούρτη νά διοικήση καί νά οδήγηση καί τους αρχη­γούς της ξηράς ό θαλασσινός, απλός αξιωματικός ' ούτε καί της θάλασσας τόν πόλεμον δέν τόν γνώριζε καλά. 'Ελεγε τών στεργιανών «Όρτζα, πότζα!». Έκείνοι έλεγαν «Τί λέγει αυτός, γαμώ τό καυλί τ';». Τέλος πάντων ό πατριωτισμός όλων αυτεινών καί της συντροφιάς τους, ή ψύχωση της φατρίας καί ή δι­αίρεση κι' ό ένφύλιος πόλεμος καί ή διχόνοια τών μεγαλοκέφαλων Κωλέτη καί Μαυροκορδάτου, διά νά μην δοξαστή ό ένας καί χάση ό άλλος, καί τό «όμως» τού Κουντουργιώτη καί τό «όρτζα καί πότζα» του Σκούρτη καί τό «καυλί» τών Ρουμελιω­τών' ό Μπραΐμης μπήκε 'σ την Πελοπόννησο καί τήν έκαμε γη Μαδιάμ όχι άπό τήν παληκαριά τών Αράπηδων, άλλά άπό αυτά όπου λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, τό άνθος τών Ελλή­νων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι' ύστερα βγάλαν καί τούς αρχηγούς τους άπό τή Νύδρα' Σπαρτιάτες κι' άπ' άλλα μέρη, όλοι αύτείνοι κάθονταν είς της Χώρες καί είς τ' άλλα χωριά καί τρώγαν αρνιά καί κόττες, κι' ό Αράπης όταν τούς εύρισκε τούς ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει ή διαίρεση καί ή διχόνοια.

Πολεμική προετοιμασία του Μακρυγιάννη.

Άφού ήμουνε είς τήν 'Αρκαδιά, άκουγα τόν πρόβοδον τών Αράπηδων, ντρεπόμουν νά καθίσω μέ τής γυναίκες, με τρακόσιους άντρες διαλεχτούς όπούχα. Τό λέγω τού διοικητή τής Αρκαδίας, νά τού αφήσω έναν άξιωματικόν μέ πενήντα αν­θρώπους καί νά πάγω μέ τούς άλλους είς τήν ανάγκη τής πα­τρίδος. Μ' αποκρίνεται· «Δέν έχεις νά πάς πουθενά, ότι έγώ είμαι άπό 'κείνους οπού κατεβάζω κι' ανεβάζω στρατηγούς». Ήταν ένας μπαρμπέρης, φίλος τού αρχηγού Κολοκοτρώνη καί του Πρωτοσύγκελου κι' άλλουνών.
Ο Διοικητής της Αρκαδιάς κατά του Μακρυγιάννη.

Έγώ 'λεγα νά πάγο» νά σκο­τωθώ μέ τούς οχτρούς, αυτός γύρευε νά μου γκρεμίση τόν βα­θμό μου. Του μίλησα δι' αυτό, του κακοφάνη. Είπε ένός ανιψιού του όπούχε είς τό ψωμί καί γεμεκλίκια καί μας τάκοψε. Πήγα καί τόν έπιασα καί τόδωσα ένα ξύλο διά πεθαμόν κι' άν δεν πήδαγε άπό τό παλεθύρι κάτου ό διοικητής, δέν ξέρω άν έμενε ζωντανός. Τότε αγόρασα πολεμοφόδια έξ ίδιων μου καί πήρα διακόσους πενήντα ανθρώπους καί πήγα είς τους Γαργαλιάνους. Στέλνω έναν τεσκερέ καί μαζώνονται Άρκάδιοι περίποι άπό χίλιοι έξακόσοι άνθρωποι, χώρα καί χωριά' τέτοιοι αγα­θοί πατριώτες είναι αύτείνοι οί μικροί, φιλόπατροι· οί κεφαλές τους άναντροι καί κακής ψυχής, οί πρώτοι τους. Άφού συνα­χτήκαμε τόσοι, έστειλα είς τόν Κουντουργιώτη νά μου στείλτ πολεμοφόδια, έγραψα καί 'σ τήν Άρκαδιά νά μου στείλη· καμπόσα τζαπιά καί φκυάρια καί ζαϊρέ νά πάμε διά νυχτός να πιάσουμε τήν Γιάλοβα όπούναι πλησίον του Νιόκαστρου.

O Δεσπότης κατά του Μακρυγιάννη.

Άφού ετοίμαζα αυτά, έρχεται ό Δεσπότης τής Αρκαδίας κι' ανακατώνει τούς ανθρώπους καί μπαίνουν σέ μιά διχόνοια κ άνεμένω μόνον μέ τόν Αναγνώστη Παπατζώρη, γενναίον κα τίμιον πατριώτη. Έμεινε αυτός κι' άλλοι καμπόσοι αξιωματικό Άρκάδιοι ώς εκατό άνθρωποι. Τούς άλλους τούς έβαλε είς διχό­νοια ό Δεσπότης' τούς ήθελε νά πάνε μαζί του καί δέν τόν θέ­λανε. Καί διά νυχτός σκόρπησαν. Πιάστηκα μέ τόν άγιον' το κακό, μόβαλαν καί τούς δικούς μου ανθρώπους είς διχόνοια. Τέτοιοι κακοί πειρασμοί στάθηκαν. Καθώς έμαθα υστέρα, δέν ήθελαν νά πάγω είς τούς Αράπηδες νά μήν άδυνατίση ή πα­τρίδα τους καί μπούνε οί Τούρκοι μέσα.
Ο Κατσής Μαυρομιχάλης από το Νεόκαστρο στο Στρατηγό Μακρυγιάννη.

Σέ ολίγες ήμερες ήρθε τού Πετρόμπεγη ό αδελφός ό Κατζής είς τούς Γαργαλιάνους καί μ' αντάμωσε καί μοΰ λέγει· «"Ημουν είς τό Νιόκαστρον κι' ό Μπραΐμης μάς έστένεψε πολύ· μάς ζύ­γωσαν οι Αράπηδες άπό κάτου άπό τό κάστρο καί δέν μάς άφίνουν νά ρίξωμε κανονιά. Καί δέν κοιμώμαστε ούτε νύχτα, ούτε ημέρα· καί γυρεύουν νά μάς πιάσουνε καί τό Παλιόκαστρο, τούς Παλιοβαρίνους. Κι' άν πιάση αύτείνη τήν θέση, τό Νιόκαοτρο κιντυνεύει, ότι δέν έχομε νερό μέσα. Μ' έστειλαν οι πολιορκημένοι καί πήγα είς τόν Κουντουργιώτη όπούναι είς τής Χώρες μέ δεκάξι χιλιάδες, τούς ειπα αυτό, δέν πηγαίνει κανένας. Ήρθα καί 'σ εσένα νά ειπώ αυτό τό κακόν όπου θά γένη είς τήν πατρίδα· θ' αφήσουνε τό κάστρο νά φύγουν, άν δέν πάγη δύ­ναμη». Τού λέγω· «Πάγω έγώ καί πιάνω τούς Άβαρίνους, νά μή γένη αυτό τό δυστύχημα τής πατρίδος, καί στείλε είδησιν τών πολιορκημένων νά Βαστήξουν όσο νά πάγω». 'Εστειλε ό Κατζής· τούς παράγγειλα κ' έγώ. Παίρνω όλους τούς ανθρώπους καί τους μιλώ τήν ανάγκη τής πατρίδος καί νά ετοιμαστούμε. Οι μισοί ήταν υπέρ έμού, νά πάμε, οι μισοί γύρευαν μιστούς, καί «ή Κυβέρνηση, μόλεγαν, δέν μάς διόρισε διά τούς Αράπηδες, μάς διόρισε διά τήν Άρκαδιά». Λόγον σέ λόγον, πιάσαμε πόλεμο αναμεταξύ μας· ήρθε ό Κατζής μάς ξεχώρισε. Έσύχασαν. Βά­σταξα τό μπαγιράκι κ' εκείνους όπούταν παληκάρια καί πα­τριώτες' τούς έβαλα πλησίον είς τήν εκκλησιά, είς τά σπίτια. Τά μεσάνυχτα περνώντα, έστειλα καί πήρα τόν παπά καί μάς ξεμολόγησε καί λειτρούγησε καί μεταλάβαμε. Καί πήραμε τόν άθάνατον Αναγνώστη Παπατζώρη, όπούξερε τόν δρόμον, καί τήν αυγή ξημερώσαμε είς τούς Παλιοβαρίνους. 'Αφησα τόν Πα­πατζώρη άπό τό πέρα μέρος, όπούναι ό άμμος τών Άβαρίνων,κ' έγώ πήγα άπό τό στόμιον, όπούναι ή Σφαχτηρία τό νησί, καρσί' καί φκειάσαμε τά ταμπούρια μας. Τό δειλινό ήρθαν καί οι φιλόζωοι οπού μάς πολέμησαν εις τούς Γαργαλιάνους.

Συγκρούσεις με τους Αιγυπτίους

Άφού φκειάσαμε τά ταμπούρια μας, τούς κιοτήδες, όπου ανακάτωναν τούς ανθρώπους, τούς έστειλα εις τό Παλιόκαστρο νά φκειάσουνε 'μπρός είς την πόρτα ταμπούρια κι' ούθε ήταν χαλασμένο. Ήταν καί μία παλιοστέρνα κ' έβαλα καί κου­βάλησαν καμπόσο νερό καί ρίξαμε μέσα. Κ' έβαλα όλους τούς ανθρώπους κ' έμασαν ξύλα, νά είναι διά δέκα φωτιές τά ξύλα του καθενός· δτ' ήταν έκεί πλησίον πολλά. Σύναξαν καθώς τούς είπα κ' έβαλαν αλάργα ό καθείς τά ξύλα του. Τό βράδυ, νυχτώ­νοντας, τούς είπα κι' άναψαν φωτιές ό καθείς άπό δέκα καί τής κουμαντάριζαν, νά φαίνωνται ότ' είναι άπό πολλούς ανθρώπους. Τήραγε ό Μπραΐμης ' δέν ήταν μισή ώρα αλάργα άπό , 'μάς· άφού είδε τόσες φωτιές, έλπιζε ότι κατέβηκε ό Κουντουργιώτης μ' όλο τό σώμα, όπούταν είς τής Χώρες. Τήν αυγή δυό ώρες νά φέξη πλάκωσε ό Μπραΐμης, πεζούρα καί καβαλλαρία, καί ήρθανε πολλά πλησίον μας. Είναι ένα γιοφύρι ένού γιβαριού καί πέρασαν έκεί καί στάθηκαν. Έγώ κατέβασα καμμιά εικοσα­ριά παιδιά καί πιάσαν τόν χορόν καί τραγουδούσαν καί χό­ρευαν. Τηράνε οι Τούρκοι, πλησιάζουν κι' άρχισαν μέ τούς κατζαδόρους καί καραμπίνες τόν ντουφεκισμόν. Εμείς τούς είπα καί δέν έρριχνε κανένας. Εκεί όπου ρίχναν μού λάβωσαν δυό παιδιά, είς τόν χορόν. Κέρασα άπόνα ρακί τούς Έλληνες, τούς αθάνατους, τά γενναία λιοντάρια, όπου ανάθεμα τούς αίτιους όπου τούς γιόμωσαν φατρίες καί διχόνοιες, καί γίνηκαν άπό αυτά οοι Αράπηδες παληκάρια κι' άφησαν εποχή. Άφού κέ­ρασα τό ρακί τών Ελλήνων, ζύγωσαν οοι Τούρκοι κοντότερα. Τότε άρχισε ό πόλεμος καί βάσταξε ώς έφτά ώρες. Έκαμαν πολλά γιρούσια οι Τούρκοι. Οι Έλληνες οι καλύτεροι' τούς είχα κάτου είς τόν άμμον κ' εμείς τούς φυλάγαμε τήν πλάτη τους άπό τό τζουγκρί. Ύστερα βγάλαν τά μαχαίρια οι Έλληνες καί τούς δίνουν ένα τζάκισμα καλόν καί τούς ρίξαν άπό μέσα τ' αυ­λάκι κ' έβλεπες ένα θέατρο. Καί σκοτώθηκαν άπό 'κείνο οπού συνπεράναμε, οπού βλέπαμε, καμμιά έβδομηνταριά άπάνου κάτου κι' άχώρια οι λαβωμένοι. Δέν είχαμε μπαρούτι καλό. "Υστερα αναχώρησαν πίσου διά την θέση τους καί Νιόκαστρον. Τότε γράφει ό Αναγνωσταράς του Κουντουργιώτη καί του λέγει αυτά· καί τού λέγει· «'Οσους ανθρώπους ήφερε ό Μακρυγιάννης είς τους Άβαρίνους, την θέση την πλησίον του όχτρού, όπου κάθονται είς της Χώρες τόσα ασκέρια καί δέν αποφάσισαν νάρθούν νά την πιάσουνε, αύτείνοι οί ολίγοι πολέμησαν άντρείως. Διά τούτο όλους αύτείνους νά τους κάμη ή πατρίς αξιωματικούς κατά την τάξη». Μόστειλε ό Κουντουριώ­της ένα εύκαριστήριον καί «θέλει στείλη κι' όλουνών, όταν πάγη ό υπουργός». Πέρασαν ολίγες ημέρες, ξαναήρθε όπίσου ό Μπραΐμης, έκαμε άκροβολισμόν τρεις τέσσερες ώρες· καί παρα­τηρούσαν τήν θέση μέ τά κιάλια διά νάρθούνε συστηματικώς.

Ο Μακρυγιάννης μπαίνει στο Νεόκαστρο.

Τόν Μάρτη μήνα πήγα είς τους Παλιοβαρίνους. Μου γρά­φουν άπό τό Νιόκαστρο νά πάγω μέσα, ότι τους στένεψαν πολύ, κι' άν δέν πάγω, νά δώσω λόγον διά τό κάστρο· μόκαναν διαμαρτύρηση ό φρούραρχος καί οί άλλοι. Πήρα εκατόν δεκάξη ανθρώπους καί πήγα τό Μεγάλο Σαββάτο τό βράδυ είς τό Νιό­καστρο. Τούς άλλους τους άφησα είς τούς Άβαρίνους. Τήν Δευτέρα τής Λαμπρής πάγει μπονόρα ό Μπραίμης, πεζούρα καί καβαλλαρία καί κανόνια, είς τούς Άβαρίνους νά μου πολεμήση τούς ανθρώπους μου, κι' ώς ολίγους θά μου τους χάλαγε. Τότε βιασμένος βήκα έξω είς τά κανόνια του, καί μέσα 'σ ένα ρέμα είς τήν άκρη τήν θάλασσα δίνομε έναν χαλασμόν τών Τούρκων μεγάλον πέταγαν τής μπαγιοννέττες καταγή καί τούς πελέκαγαν οί 'Ελληνες σάν βόιδια. Πήγε μετζίλι είς τόν Μπραΐμη καί γύρισε όπίσου μέ τ' ασκέρια του, χωρίς νά λάβη καιρόν νά πολεμήση είς τούς Άβαρίνους. Άφού γύρισε όλη ή δύναμη τών Τούρκων, μάς χάλασαν, κ' εκεί κιντύνεψα νά σωθώ, ότι μού λαβώθη ένας σύντροφος μου καί οί Τούρκοι μέ πλάκωσαν έκεί όπού πολεμούσα νά τόν σώσω· κ' έμεινα μόνος μου κι' άπό τρίχα ένας Κιουλεμένης θά μόκοβε τό κεφάλι' τόν φοβέριζα με τό ντουφέκι ' ήταν ένα λιθάρι καί άπό πίσου oi Τούρκοι' καί δεν τους άφινα νά κόψουν σύντροφον. Ύστερα ξαναγύρισαν οοι σύντροφοι μου δαν όπου κιντυνεύαμε· καί βαρέθηκαν άπό τους δικούς μου, είς τόν πληγωμένον άλλοι δεκάξι, σκοτωμένοι καί πληγωμένοι. Τότε τούς σηκώσαμε χωρίς νά μάς τούς πάρουν oi Τούρκοι, και τους πληγωμένους τούς δέσαμε καί τούς έστειλα εις την Αρκαδιά. Καί καθώς μάς είπε ό Μιαούλης κι' ό Άναστάσης Τζαμαδός, (τους είχε είπή ένας Άουοτριακός καπετάνιος, οπούταν ειςτό τζαντίρι του Μπραίμη κ' έμαθε) σκοτώθηκαν Τούρκοι τρακόσιοι εβδομήντα. Περισσότεροι ήταν, λιγώτεροι έγώ δεν ξ'ερω. Αύτείνοι μάς τό είπανε, ότι μάθαν ότι σκοτώθηκαν ταν πολλοί. 'Οτι τούς είχα στενούς φίλους καί τόν Τζαμαδόν καί κάθισαν καί φάγαμε ψωμί μέσα στο κάστρο· καί μου τά είπαν αυτά.

ΠΗΓΕΣ:

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Ο κατά την Ανατολικήν Ελλάδα Στρατάρχης Εξακοντίζει τα Σύνορα στη Λαμία. Σεπτέμβρη 1829.















Μάχη της Πέτρας-(1829).

Συσσωματώσας, ως είρηται, τους Έλληνας εκ νέου, ενέκρινε να τους διαμοιράση εις Στεβενίκον, Αράχωβαν, Δίστομον και Άμφισσαν, εωσού λάβη παρά της Κυβερνήσεως τα αναγκαιούντα, και κίνηση πάλιν εις τας Θήβας' ανεφέρθη αμέσως προς αυτήν παρακαλών να φυλαχθή αμερόληπτος η κηδεμονία της εις όλα τα στρατόπεδα της Ελλάδος, άλλως κινδυνεύει εκ τούτου να προκύψωσι συγχύσεις, διχόνοιαι και, επομένως αταξίαι λυπηραί' ενώ το στρατιωτικόν επεριφρονείτο τοιουτοτρόπως και εκαταράτο αδιάκο­πος τους αντενεργούντας, διέβη ο Ασλάμπεης από τας Θερμοπύλας εις Μποδόνιτζαν, Τουρκοχώρι και Λιβαδείαν, με χιλίους πεντακόσιους ανδρεί­ους Τουρκαλβανούς' εντεύθεν διευθύνθη εις τας Αθήνας, διά να συνοδεύση και μεταθέση το εκείσε τακτικόν στράτευμα εις Λάρισαν, κατά την οποίαν έδωκεν υπόσχεσιν εις τον Μεχμέτ πασά, τον Ρούμελη Βαλεσή' αν την εισβολήν του δεν επρόλαβεν ο Υψηλάντης να εμποδίση εγκαίρως, την έξοδον όμως, καίτοι ισχυροτέραν, αποφάσισε να την κτυπήση εις το στενόν της Πέτρας, κείμενον μεταξύ Θηβών και Λιβαδείας. Περί το λυκαυγές λοιπόν της δωδεκάτης Σεπτεμβρίου, αφήσαντες οι Τούρκοι μικράν φρουράν εις το οχυρωμένον στρατόπεδόν των, εκινήθησαν συσσωματωμένοι κατά της Πέτρας, φέροντες μεθ' αυτών και όλον το πυροβολικόν, συνιστάμενον εκ πέντε κανονίων' αφού ειδοποίησαν προηγουμέ­νως τους εις Λιβαδείαν Τούρκους διά του συνθήματος κανονοβολίσματος, το ιππικόν των, εξακόσιοι τον αριθμόν, εσχηματίσθη εις δύο γραμμάς υπό τους πρόποδας, οι πεζοί τακτικοί, όντες τέσσαρες ήμισυ χιλιάδες, διαιρεθέντες εις δύο ισομεγέθη σώματα, διεύθυνον το βήμα των κατά των προμαχώ­νων του πρώτου και τρίτου διά να περιστείλωσι την δύναμίν των, κατέλαβον συγχρόνως το προσεχές χωρίον των Βρεστεμητών τριακόσιοι πεζοί και ιππείς προς υπεράσπισιν των οπισθίων της κατά του τρίτου προμαχώνος κινηθείσης δυνάμεως'
το επικουρικόν σώμα της φρουράς, υπ' οδηγίαν του Σπύρου Μίλιου, υπεχρεώθη να καταλάβη εν άλλο ύψωμα δυνατόν προς το πλάγιον των Βρεστεμητών, ο πεντακοσίαρχος Ιωάννης Μπαϊρακτάρης κατέβη από του Ζαγαρά εις τον Πύργον των Βρεστεμητών ην δε όλον το σώ­μα των Ελλήνων ωσεί δύο χιλιάδες τριακόσιοι.
Οι Έλληνες, αν και απηγορευμένοι κατά τούτο, εδέχθησαν την έναρξιν της μάχης έξω των προμαχώνων ο Ασλάμπεης με τους Αλβανούς διεύθυνε το βήμα του κατά του Διάσελου, όπου εγνωρίσθη ήδη η μέλλουσα των Τούρκων επίθεσις' άμα επλησίασαν ώρμησε κατά του προμαχώνος, αλλ' επέπεσον αι έξωθεν επικουρίαι, ήτοι ο Κριζιώτης, ο Μαμούρης και ο Ψαροδήμος, με επτακόσιους σχεδόν συντρόφους· το πυρ του πολέμου άναψεν αμφοτέρωθεν με αρειμανή τόλμην' οι Τουρκαλβανοί παιανίζοντες έκαμαν την έφοδόν των, προηγουμένου του Ασλάμπεη, αλλ' εματαιώθη μ' όλην την οποίαν έδειξαν γενναιότητα, φθάσαντες σχεδόν να εισπηδήσουσι τον προμα­χώνα" η ανδρεία ανθίστασις της εις τούτον περιεχόμενης δυνάμεως και η τολμηρά επίθεσις της επικουρίας έκαμαν ακαριαίαν την κρίσιν της μάχης" οι Τουρκαλβανοί εκυνηγήθησαν και μετά δίωρον μάχην όλη η δύναμις των Οθωμανών εβιάσθη ν' αποσυρθή εις τα οχυρώματά της, βλαπτομένη από τον αδιάκοπον και ενθουσιώδη πυροβολισμόν των Ελλήνων"
εις την αυτήν στιγμήν επέπεσε και ο Σ. Μίλιος κατά της δυνάμεως των Βρεστεμητών, την οποίαν και απέβαλεν ανδρείως διακινδυνεύσας μετά των συντρόφων του"έπεσον εις ταύτην την μάχην, εκ μεν των Οθωμανών ωσεί εκατόν εκτός των πληγωμένων, εκ δε των Ελλήνων, τρεις και πληγωμένοι δώδεκα.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ 13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Ηττηθέντες, ως είρηται, οι Τούρκοι, έχασαν διά τούτο και την ελπίδα της εξόδου, όθεν έπεμψαν το πρωί τον αρχηγόν του ιππικού των Αχμέτ μπέην, άνδρα φρόνιμον και δόκιμον να πραγματευθή την συνθήκην' κατά διαταγήν του Στρατάρχου Υψηλάντη, συνήλθαν με τον διαληφθέντα Τούρκον εις προκαταρκτικήν ομιλίαν ο στρατοπεδάρχης Γ. Λασσάνης και ο γραμματεύς I. Φιλήμων' εις το πρόβλημα περί της εκ συνθήκης ειρηνικής διαβάσεως του στρατού των Τούρκων, επέμενον οδηγημένοι ούτοι εις την ευκαίρωσιν των κρατουμέ­νων από τον Ασλάμπεη θέσεων της Λιβαδειάς, Κατοίκου Χάνι, Τουρκοχώρι και Φοντάνας αφήνονται αι άλλαι ειδικότητες, ως διαλαμβανόμεναι εις την ακόλουθον συνθήκην.
Μετά τις παρατηρήσεις, γενομένας εκ των δύο μερών, επεφορτίσθη την ολικήν διαπραγμάτευσιν της συνθήκης ο γραμματεύς I. Φιλήμων, όστις, κατά ζήτησιν του Αχμέτμπεη κατέβη εις το τουρκικόν στρατόπεδον, και συνδιαλεχθείς μετά του Οτζάκ Αγά και Ασλάμπεη, εύρε τον δεύτερον ανένδοτον εις την περί της Φοντάνας πρότασιν' καταχωρίζεται η προς τον Στρατάρχην απάντησις τούτου του Αλβανού, γεγραμμένη από τον ίδιον.

«Τίμιε φίλε Κυρ Στρατάρχη Υψηλάντη, σε ακριβοασπάζομαι και με το κά­μνοντας φιλικόν χαιρετισμόν σε ειδοποιώ εδώ ήλθεν ο απεσταλμένος γραμμα­τικός σου εις τον Οσμάν Αγά Οτζάκ Αγά, και με είπεν, οπού διά του δρόμου, οπού να απολώσης διά να πάμε, να σου απολυθούν οι τόποι, οπού έχω πιάση εγώ από Λειβαδίων έως Αλαμάνα, και έτσι λοιπόν να αλλάξωμεν τα ρεχέμια' αυτό εγώ λοιπόν δεν ημπορώ να το κάμω χωρίς να μη ρωτήσω τον αυθέντην μου, ημπορώ μόνον και μόνον χωρίς ρώτησιν του αφεντός μου, να σου απο­λύσω Λιβαδειά, Κατοίκου Χάνι, και Τουρκοχώρι ειδέ και διά τα άλλα, ενόσου να πηγαίνω εις Λάρισαν να ανταμωθώ με τον αφέντην μου (εννόει τον Μεχμέτ Πασάν Ρούμελην Βαλεσή) και απόψε προσμένω απόκρισίν σου, διά να αλλάξωμεν τα ρεχέμια' ότι να γένη απόψε να γένη, να πάρη τέλος η δουλιά και καθώς εστάθης έως τώρα εις την τιμήν σου, έτσι λοιπόν και τώρα δενπρέπει να κάμης διαφορετικά παρά να βαστάξης την μπέσσα σου. Και υγίαινε.

1829 Σεπτεμβρίου13,Πέτρα
Τ.Σ. Ασλάμπεης
Η διδομένη υπόσχεσις παρά του Ασλάμπεη περί της Λιβαδειάς και λοι­πών, δεν εσήμαινε τίποτε, όταν διεκρατείτο από τον ίδιον και η Φουντάνα' διότι ευκολύνετο πάντοτε η επιδρομή των Τούρκων κατά του πεδίου Λιβα­δειάς και μήτε εμποδίζετο η είσοδος νέων στρατευμάτων διά των Θερμοπυ­λών, αλλ' υστερούμενος ούτος την θέσιν ταύτην, εβιάζετο να κενώση και τας λοιπάς της Μπουδονίτζας και των Θερμοπυλών, ως μη διακρατουμένας πλέον, και εντεύθεν εματαιώνετο όλη η εκστρατεία του ως προς τα οποία επεφορτίσθη χρέη' ωμολόγησε κατά συνέπειαν και προφορικώς τας τε επα­κόλουθους ζημίας του περί μισθοδοσίας και την άτιμον έκβασιν της εκ­στρατείας του' αλλ' εβιάσθη να υπακούση εις την ανάγκην, διότι ο Υψηλά­ντης έμενεν αμετάβλητος εις τας απαιτήσεις του, ο Οτζάκ Αγάς υποχρεώνε­ται εκ της περιστάσεως του εις την αναγνώρισίν της, βιασμένος από τούτον και ο Ασλάμπεης την συνυπογράφει περί τα μέσα της νυκτός, ως εφεξής.
Οι υποφαινόμενοι Οτζάκ Αγάς Οσμάνης, και Ασλάμπεης Μουχουρδάρης, πολεμηθέντες, εις την Πέτραν την δωδεκάτην ημέραν του τρέχοντος μηνός, και αδυνατίσαντες να περάσωμεν με πόλεμον ταύτην τη θέσιν, παρεκαλέσαμεν τον Στρατάρχην κύριον Δημήτριον Υψηλάντην, οδηγήσαντα την εναντίον μας ειρημένην μάχην, και αξιούμεθα την συγκατάθεσίν του διά το ελεύθερον πέρασμα μας από την Πέτραν, κατά την ακόλουθον συνθήκην.
Άρθρον πρώτον
Η Εκλαμπρότης του ο κατά την Ανατολικήν Ελλάδα Στρατάρχης κύριος Δημήτριος Υψηλάντης υπόσχεται να αδειάση τον επάνω της προμαχώνα, ευρισκόμενον υπό την υπεράσπισιν του χιλιάρχου Χριστοδούλου Χατζή Πέτρου άμα εξημέρωση, και ανταλλαχθώσι τα αμοιβαία ενέχυρα.

Άρθρον δεύτερον
Δίδει όσους έχει εις το στρατόπεδόν του αιχμλώτους Τούρκους, άμα δο­θούν οι ευρισκόμενοι εις το τουρκικόν στρατόπεδόν αιχμάλωτοι Έλληνες.

Άρθρον τρίτον
Δίδει τρία αμοιβαία ενέχυρα εις τον Οτζάκ Αγάν Οσμάνην' τον πρώτον πεντακοσίαρχον της τετάρτης χιλιαρχίας Νάκον Πανουριάν, τον πρώτον πεντακοσίαρχον της πέμπτης χιλιαρχίας Τόλιαν Νικολάου και τον εκατόνταρχον ιππέα Κ. Μοναστερλήν.

Άρθρον τέταρτον
Συντροφεύει το τουρκικόν στρατόπεδόν με την ανήκουσαν δύναμιν προς ασφάλειάν του μέχρι της Μπουδονίτζης, όπου θέλουσιν αλλαχθή και τα ενέχυ­ρα η δε ενδοξότης του ο Οτζάκ Αγάς Οσμάνης, και Ασλάνμπεης Μουχουρδάρης υπόσχονται.

Άρθρον πέμπτον
Εις το πέρασμά των από Πέτρας μέχρι της Μπουδονίτζας να μη κάμωσι την παραμικράν ζημίαν εις τους εγκατοίκους, τα γεννήματα και τα ζωντανά των.

Άρθρον έκτον
Να λάβωσι πλησίον των τας ευρισκομένας φύλακάς των εις την πόλιν της Λιβαδειάς, εις το Χάνι του Κατοίκου, το Τουρκοχώρι, και την Φοντάναν' δη­λονότι να αδειάσουν εντελώς όλας αυτάς τας θέσεις, και εις την Μπουδονίτζαν μέχρι των Θερμοπυλών, και της Αλαμάνας, ν' αφήσωσι μόνην την ευρισκομένην εις αυτάς φρουράν, χωρίς να κάμωσι προσθήκην καμμίαν.

Άρθρον έβδομον

Δίδουσιν εκ μέρους των ο μεν Οτζάκ Αγάς Οσμάνης δύο ενέχυρα, τον Αχμέτμπεην Κολ Αγάν, και τον Καχραμάν Αγά Κολ Αγάν ο δε Ασλάνμπεης Μουχουρδάρης τον Μπελούκμπασην Νουρ εδίν Αγάν.

Άρθρον όγδοον
Το κίνημα του τουρκικού στρατοπέδου διά της Πέτρας θέλει αρχίσει εκ προειδοποιήσεως του Στρατάρχου άμα τελειωθή τελεία η αλλαγή των ενεχύ­ρων, και αδειάση ο προμαχών, ο επάνω της Πέτρας.

Άρθρον ένατον
Δίδουσιν όσους έχουν Έλληνας αιχμαλώτους εις το στρατόπεδον των πριν λάβωσι την είδησιν της διαβάσεως των διά της Πέτρας.

Άρθρον δέκατον
Εις πίστωσιν τούτων όλων γεγραμμένων εν λόγω τιμής, έγιναν δύο όμοια αντίγραφα της παρούσης συνθήκης, υπογεγραμμένα, και εσφραγισμένα αμοι­βαίως και από τα δύο μέρη.



Εν τω Στρατοπέδω της Πέτρας, την 13 Σεπτμβρ. 1829

Ο Οσμάν Αγάς Οτζάκ Αγάς,

Ασλάν Μπουχουρδάρης
(Τ.Σ.)
Ο κατά την Ανατολικήν Ελλάδα Στρατάρχης

Α. Υψηλάντης


Τοιαύται υπήρξαν αι πράξεις και τα συμβάντα της κατά την Ανατολικήν Ελλάδα εκστρατείας του Δημητρίου Υψηλάντη, έμειναν δε τινα ασημείωτα διά την έλλειψιν τινών αναγκαίων εγγράφων ο γραμματεύς του Ιωάννης Φιλήμων, φέρων όλα τα έγγραφα της εκστρατείας του, και σκοπεύων να τα εκδώση, ελπίζω ν' αναπληρώση τας ελλείψεις μας' άδεται μολοντούτο λό­γος ότι ήλλαξε το πρωτότυπον της Ιστορίας του, μεταμορφώσας τα γεγονό­τα" γνωρίζοντες τον χαρακτήρα του ανδρός, δεν πειθόμεθα να ενικήθη επ' ουδεμιάς περιστάσεως, ώστε να σιωπήση, ή αμαυρώση την αλήθειαν, ήτις, πασίγνωστος ούσα δεν επιδέχεται τινα τροπολόγησιν.
Χρεωστούμεν εντοσούτω να ομολογήσωμεν εις το τέλος της Ιστορίας και εκστρατείας ταύτης, ότι ο Υψηλάντης ήρχισε τον πόλεμον υπέρ της ανε­ξαρτησίας, ο Υψηλάντης εσφράγισε και την ειρήνην υπέρ της δόξης των Ελλήνων το έθνος μέλλει βέβαια επί της ωρίμου ηλικίας του να κάμη τας ανήκουσας ανακρίσεις, παρατηρήσεις, και κρίσεις των κατά το μάλλον και ήττον υπέρ ανεξαρτησίας αγωνισθέντων' επαναλαμβάνομεν όμως εκ του ετέρου να το υπενθυμίσωμεν ότι οι Έλληνες, ενώ είχαν κύριον και τρομερόν αντικείμενον του σκοπού των τον Τούρκον, επεβουλεύοντο'προς τού­τοις μέχρι τινός και παρά των ισχυρότερων επικρατειών της Ευρώπης' η ε­πιμονή και ανδρεία κατά του πρώτου, η υπομονή και τα παράπονα των προς τους δεύτερους, συνοδευμένα με αιματοχυσίας, αιχμαλωσίας, πυρκαϊάς, γυμνότητα, πείναν και παντός είδους πολυχρονίου κακοπαθείας, υπερισχύσαντα, ηξιώθησαν της ανεξαρτησίας' ταύτα εκθέσαντες, αφήνομεν προς γνώσιν και υπογραμμόν των μεταγενεστέρων, παρά των οποίων δεν ζητούμεν τινα ανταμοιβήν' διότι δεν επράξαμεν, παρά τα προς την πατρίδα χρέη μας' επιθυμούμεν όμως και παρακαλούμεν αυτούς, την με τοσαύτας θυσίας και δάκρυα αναστηθείσαν Ελλάδα, να την υψώσωσιν εις την πρώτην της λαμπρότητα και ευδαιμονίαν, διά της σοφίας, ευνομίας και ανδρείας' τότε και αι ψυχαί ημών θέλει αγάλλονται, ως μη μάτην υπέρ αυτής αγωνισθείσαι και ως γνησίους απογόνους καταλιπούσαι.

ΠΗΓΕΣ:
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ

Μακρυγιάννης-Σισίνης-Ναύπλιο-Επεισόδια-Γκούρας-Ανδρούτσος-Κωλέττης.









Επάνοδος στο Ναύπλιο

Πήρα τό Σισινόπουλον μέ τούς αξιωματικούς, καμμίαν τριανταριά όλοι, όπου αγωνίζονταν μέ τούς Τούρκους νά λευ­τερώσουν την πατρίδα κ' εμείς νά τούς γυμνώσουμε αδίκως καί παραλόγως! Θέ, δώσε μας γνώση κι' αρετή νά σωθούμε, νά μήν χαθούμε παράωρα! Τούς πήρα όλους αυτούς· είχα τό σώμα μου, ώς τρακόσους πενήντα ανθρώπους, τίμια παληκάρια καί καλοί πατριώτες, καί τούς είχα σέ μίαν καλή τάξη. Είπα καί του Σισίνη κι' αξιωματικών του νά μήν έχουν καμμίαν ύποψίαν ότι έγώ θά τούς πειράξω μίαν τρίχα. Καί τούς ορκίστηκα ώς τίμιος άνθρωπος. Οι' άνθρωποί μου άφού είδαν τ' ασκέρια του Γκούρα κι' άλλουνών όπου γύμνωναν τούς κατοί­κους κ' έγώ αυτούς δέν τούς άφινα, τότε κι' αύτείνοι δεν μ' άκουγαν είς τόν δρόμον. 'Σ ένα χωριόν πλησίον είς τό Τριπόταμον καμπόσοι άπό αυτούς γυμνώνουν τό χωριόν χωρίς νά μέ στοχάζωνται ώς μεγαλύτερόν τους. Φοβήθηκα μή μου γυμνω­θούνε καί τό Σισινόπουλο κι' άλλους καί φανώ ψεύτης κι' άπι­στος. Τούς είπα νά πάνε είς άλλο χωριόν καί ν' ακολουθούν άχώρια άπό 'μάς. Αφού γύμνωσαν αύτείνοι τό χωριόν, καί οι δυστυχισμένοι οι κάτοικοι παρουσιάζονταν 'σ έμένα καί κλαίγαν κ' έγώ δέν μπορούσα νά τούς βοηθήσω, αυτό ήταν θάνατος διά έμένα. Πήρα τό μπαγιράκι μου καί καμμίαν εικοσαριά, όπού είχα μάγκα είς τό κονάκι μου, κ' έφυγα κρυφίως, χωρίς νά μάθουνε αύτείνοι οι' άτιμοι στρατιώτες μου, καί κατεβαίνομε είς τό ποτάμι. Ήταν κατεβασμένο, ότ' ήταν χειμώνας, τών Χρι­στουγέννων έγώ μέ τό άτι μου κι' άλλα ζώα δυνατά, κιντυνέ­ψαμε νά περάσουμε. Άφού οί στρατιώτες μάθαν όπούφυγα κρυφίως, ακολούθησαν κοντά μου.
Όσα συνέβησαν στο δρόμο
Είς τόν δρόμον ηύρανε τέσσερους Πελοποννήσιους καί τούς πιάνουν καί μέ τήν αράδα πέρασαν τούς μισούς άπό τ' ασκέρι εις τό νώμο τους (οί άλλοι είχαν ζώα καί ττέρασαν). Άφού τους πέρασα πέρα άπό τό ποτάμι - ήμουν κ' εγώ καί είχα φωτιά αναμμένη μέ την μάγκα μου καί τρώγαμε ψωμί - βλέπω όλη αυτείνη την τυραγνίαν όπούκαναν αυτεινών τών τέσσερων ανθρώπων, όπου τους αφάνισαν είς τό ποτάμι καί καταμαύρισαν σάν Αράπηδες άπό τό κρύγιο· καί διά τό σπολλάτη όπου τους σώσαν άπό τό ποτάμι, είχαν καί κάτι άρματα καί τούς τά πήραν κ' εκείνα· καί τους άφησαν γυμνούς· καί κλαίγαν σάν μικρά παιδιά· καί τρέμαν άπό τό κρύον. Τούς λυπήθηκα πολύ καί είπα ότι τό θερίον είπαν θερίον' κι' ό άνθρωπος είναι χερότερος. Άφού οί άνθρωποι είδαν εμένα, σκούζαν κι' αγαναχτούσαν άναντίον μου καί μόλεγαν «Μαθαίνοντας ότι περνάς έσύ, ό Μακρυγιάννης, όπούχεις τήν μεγαλύτερη εύταξίαν είς τούς ανθρώπους σου, μπιστευτήκαμε κι' αφήσαμε τό πράμα μας καί δέν τό κρύψαμε· καί μάς γυμνώ­σετε· καί είς τό ποτάμι κιντυνέψαμε διά νά τούς περάσουμε· καί μάς πήρανε καί τ' άρματα μας καί σκουτιά μας καί τρέμομε· καί θά πουντιάσωμε». Περιποιήθηκα τούς ανθρώπους καί τούς είπα νά μού δείξουν εκείνους όπού τούς γύμνωσαν. Αποφά­σισα νά σκοτωθώ μ' αυτούς. Βάρεσα τ' άλογον, τούς έπιασα μέ τά πράματα τών ανθρώπων τούς πήρα μαζί μου εκείνους όπούταν γυμνωμένοι καί τούς αίτιους, πήγα είς τό χωρίον τό βράδυ, όπού θά κόνευα. Στέλνω καί κόβω βέργες καλές γερές κ' έστειλα καί ήρθαν όλοι οί αξιωματικοί. Τούς είπα· «Σάς έχω τόσα χρόνια τούς περισσότερους· σάς άφησα ποτές άπλέρωτους ή νηστικούς; "Οταν κάναμε ώς πατριώτες τά χρέη μας, καί οί πολίτες μάς τίμαγαν καί μάς τάιζαν μ' εύκαρίστησίν τους καί μάς δίναν κ' ευκαριοτήρια 'σ τήν Κυβέρνησή μας καί μάς πλέρωνε."Οταν φέρνεσταν τιμίως, ήμουν κ' έγώ αρχηγός σας· τώρα όπου γενήκετε του κεφαλιού σας καί γυμνώσετε τό χω­ρίον; .όπού μάς καρτέρεσαν οί άνθρωποι ώς αδελφούς τους, οί χριστιανοί τούς χριστιανούς, τούς γυμνώσετε άπό τό βιόν τους, τά ζωντανά τους κ' έχετε κοπάδια μαζί σας. Δεν γένομαι έγώ εσάς πιστικός· σύρτε νά βρήτε άλλον άρχηγόν, είτε τόν βίον του χωριού καί ζωντανά νάρθούνε οί χωργιάτες νά τούς τά δώσετε χωρίς νά τούς λείψη τίποτας· κι' όταν μού δώσουνε οί χωργιά­τες αυτείνη τήν άπόδειξιν, τότε καθίστε μαζί μου. Είδε, βρήτε άλλον άρχηγόν. Κι' ό,τι λείπει άπό τό χωριόν θά ειπώ τής Κυ­βέρνησης νά τά κρατήση άπό τούς μιστούς σας, νά πλερωθούν οί άνθρωποι». Τότε στείλαμε καί ήρθαν οί κάτοικοι του χωριού καί πήραν τό πράμα τους καί πήρα απόδειξη άπό τούς ίδιους.
Τότε φέρνω εκείνους οπού γύμνωσαν τούς ανθρώπους εις τό ποτάμι, βάνω τούς αξιωματικούς άπό πέντε καί βάσταγαν τόν καθέναν. Έγώ έδερνα. Σήκωσα της πιστιόλες καί είπα· «Όποιος άπολύση άπό αυτούς όπου κρατούνε κανέναν, ή θέλει νά τούς 'περασπιστή, νά σιάση τ' άρματα του νά σκοτωθούμε· όχι νά γένουν ζώα οί άνθρωποι εις τό ποτάμι νά τούς περά­σουνε εις τό νώμον καί ύστερα διά τήν καλωσύνη νά τούς γυμνώσουνε!».
Τους έβαλα κάτου τούς τέσσερους καί τούς βα­στούσαν απλωμένους. Μέ τήν αράδα τούς έδερνα όλους όσο οπού τούς πάγαινε τό αίμα άπό τόν κώλον. Έγώ γίνηκα χερότερα άπό αυτούς· μάτωσαν τά χέρια μου έκαμα τόσες ήμέρες άστενής. Τότε τούς έβαλα εις τής προβιές, τούς πλέρωσα τά μηναία τους, τούς έδωσα καί τό διαβατήριόν τους· τούς άφησα είς τό χωριόν, όσο ν" αναλάβουν νά τούς συγυρίζουν. Άπό τότε σάς λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ποτέ μου ώς τήν σήμερον άτιμον κι' άρπαγον άνθρωπον δέν είδα· κι' όπου πάνε άπό τούς ανθρώπους μου, τούς δέχονται οί κάτοικοι ώς αδελφούς τους.
Επεισόδια στο Ναύπλιο
Τό Σισινόπουλον τό πήγα είς τά Λαγκάδια. Μού είπε ό Κωλέτης νά τούς γυμνώσω καί ν' ακολουθήσω καθώς μού είπε κι' ό Σοφιανόπουλος κι' ό Γκούρας νά γίνουν τά μερίδια· όμως τ' άλογα τά καλύτερα θέλουν αύτείνοι. Του ύποσκέθηκα ότι θ' ακολουθήσω αυτό καί μέ μάλλωσε διατί ακόμα δέν τόκαμα. Τού είπα· «Είς τού Νταούλη τό χάνι είναι ένα ρέμα, εκεί τούς γυ­μνώνω· είναι δυνατός καί παράμερος τόπος». Μείναμε σύνφωνοι· πήρα τούς ανθρώπους. Άπ' όξω τ' Άνάπλι είπα καί δώσαν τ' άρματα τους τών άνθρώπωνέ τους καί μπήκανε μέσα εις τ' Άνάπλι ξαρμάτωτοι· καί τούς παρουσίασα είς τήν Κυβέρνησιν καί τούς είπα πού ήταν είς τ' ορδί τής Πάτρας καί πώς αδίκως κατατρέχονται· «κ' έγώ, τούς είπα, τούς ήφερα χωρίς νά τούςπειράξω. "Αν φταίνε, άς τούς κάμουν οί νόμοι δ,τι θέλουν». Τους ξηγήθηκα καί της οδηγίες όπούχα άπό τόν Γκούρα καί Σοφιανόπουλον. Αύτείνοι ό,τι μου είπανε δεν μου κακοφάνη· όμως ό Κωλέτης μέ ψύχρανε καί μ' άπόλπισε, ότι έτζι δέν θά κάμωμε νόμους. "Οτι οί νόμοι θά παλουκώσουν τους κακούς· καί κρίμα όπου σκοτωνόμαστε· κι' ανάθεμα τούς αίτιους τοϋ έφύλιου πολέμου καί της φατρίας, όπου κατάντησαν τό Έθνος σέ άχλιαν κατάστασιν.
Πήρα όλους αυτούς, τό Σισινόπουλον κι' αξιωματικούς, εις τό κονάκι μου καί συνκατοικούσαμε μαζί καί τρώγαμε. Είπα της Κυβέρνησης ότι έγώ σέ έφύλιον πόλεμον, καί νόμους φκειάνοντας, δέν ματαμπαίνω· μπεζέρησα· νά μου δώσουνε μίαν δια­ταγή νά πάγω εις Ρούμελη ν' αγωνιστώ διά τούς Τούρκους, είδε νά διαλύσω τό σώμα μου·
«ή βάλτε άλλον κ' έγώ κάθομαι ώς απλός πολίτης όμως διά έφύλιον πόλεμον διαταγή δέν μάτα άκούγω». Μου είπαν νά λάβουν σκέψη δι' αυτό· καί τό σώμα μου νά τό τοποθετήσω εις τά χωριά, εις τ' Άργος.
Τόν Κολοκοτρώνη καί συντροφιά του τούς πιάσανε όλους καί τούς στείλαν εις τή Νύδρα, εις τόν Άγιλιά. Φέραν καί τόν Γεροσισίνη.
Έγώ έλειπα εις τά χωριά μέ τό σώμα μου. Πιάνε; τόν Γεροσισίνη καί Σισινόπουλον ό άγιος Παπαφλέσιας υπουρ­γός (είδε ότι έλειπα έγώ) καί τούς βάνει 'σ ένα παλιοκάικον με χωρίς δούλο καί σκουτιά καί τούς στέλνει διά τή Νύδρα· πιάνε πρώτα καί τούς γυμνώνει αυτούς καί τούς αξιωματικούς τους.Τούς πήραν τό βιόν τους καί τ' άλογά τους· μου τό παράγγειλαν έμένα. Πήγα εις Άνάπλι, έμαθα αυτό· πήγα εις τήν Κυβέρνησιν της μίλησα χοντρά καί πατριωτικά· «Έγώ, τούς είπα, μικρός άνθρωπος δεν καταδέχτηκα νά γυμνώσω αυτούς, άλλά ξοδιάζω έξ ιδίων μου ώς αδελφός τους καί τούς έχω είς τό κονάκι μου· κι' αυτό τό κάνω, ότ' είναι ξένοι άνθρωποι έδώ, Εύρωπαίγοι όπου μάς παρατηρούν, καί θέλω νά βλέπουν ότι κι' όντως διψάμε διά λευτεριά καί νόμους· κι' όχι ότ' είμαστε άρπαγες». Τού κακοφάνη το Φλέσια καί των άλλουνών όπου δεν τούς άκουσα νά γυμνώσω τούς συναγωνιστάς, καί τούς γύμνωσε αυτός εμπρός είς τά μάτια τής Κυβέρνησης. Τότε, είναι ή αλή­θεια, ό Κουντουργιώτης δέν ήξερε αυτό καί διατάττει τόν Παπαφλέσια νά δώση πίσου τά ειδίσματα όλουνών τών ανθρώ­πων καί τόδωσε βρισές, όπου δέν τής έδινε του δούλου του. Κ' εύτύς τάδωσε όλα τά ειδίσματά τους. Καί πιαστήκαμε μέ τόν Παπαφλέσια οί δυό μας, όπου γενήκαμε άπό άσπρου. Κ' έπεσα σέ όλουνών αύτεινών τήν όργή.
Αναφορά στο Γκούρα και Ανδρούτσο
Όσα χρήματα πήγαμε έξω νά πλερώσουμε τούς ανθρώ­πους, οπού τά είχε ό κύριος Κωλέτης, έβαλε φύλακά τους τόν μπατζανάκη του Γκούρα τόν Κατζικοοτάθη, καί γιόμωσε τόν Γκούρα ό Κωλέτης λίρες· τού γιόμωσε τό δισάκκι του άπό αυτές κι' άπό τά λάφυρα του Νοταρά καί Σισίνη κι' άλλουνών. Τό ίδιον καί τόν Κατζικοοτάθη. Αφού τούς έκαμε αύτείνη τήν καλωσύνη ό Κωλέτης, τόν πουλημένον άνθρωπον κι' άρπαγον τόν έκαμε άρχηγόν νά πάγη άναντίον του Δυσσέως κι' ό Σοφιανόπουλος συνβουλάτορας. Αυτό μαθαίνει ό Δυσσέας, άλλο δεν είχε καταφύγιον νά σταθή εις την Ελλάδα, σηκώνεται καί πάγει εις τούς Τούρκους· καί γίνεται μέ τό στανιόν Τούρκος νά γλυτώση. Καθώς έκαμε ό Μαυροκορδάτος τόν Βαρνακιώτη κι' άλ­λους καί πήγαν είς τούς Τούρκους καί γλύτωσαν, έτζι πάγει κι' ό δυστυχής Δυσσέος. Ήρθε τούτες τής ήμέρες έδώ ό Γκούρας, γόμωσε τό δισάκκι του λίρες, επικύρωσε καί είς την Κυβέρνηση άλλες οχτακόσες χιλιάδες γρόσια, ότι κάνει νά λάβη άπό τήν Κυ­βέρνηση ακόμα, κι' άχώρια μουκατάδες Αθήνας, Φήβας, Λι­βαδειάς καί τά έξής. Κι' όλο τό φουσάτο όπού πλερώνει ποτές δέν είναι διακόσιοι πενήντα άνθρωποι· τόν έναν είς τήν πλε­ρωμή τόν κάνει δέκα.
Πήγανε άναντίον τού δυστυχή Δυσσέα. Ακούγοντας ότι έρ­χεται άναντίον του ό δικός του ό Γκούρας, τό παιδί του, όπού αυτός τόν δόξασε, μπιστεύτηκε καί βήκε καί παραδόθη είς τό παιδί του. Τόν πήγε είς τήν Αθήνα καί τόν σκότωσε. Τελείωσε πλέον ό κύριος ΚωλΈτης κι' άπό τόν τρίτον άντίζηλόν του. Δυσ­σέα Άντρίτζο, Αλέξη Νούτζο, Χρήστο Παλάσκα καί τούς τρείς τούς σκότωσε.
Ή Κυβέρνηση, όταν πήγαμε διά τούς άναντίους νά τούς πο­λεμήσουμε, μάς είπε, διά νά τούς αδυνατίσουμε, όσους ανθρώ­πους μπορέσουμε νά τούς τραβούμε άπό αυτούς καί νά τούς πλερώνωμε έξ ιδίων μας καί ύστερα μάς πλερώνει ή Κυβέρνηση καί τούς βαστάγει άπό τούς καταλόγους των άναντίων. Πήρα κ' έγώ καμπόσους τού Νοταρά ανθρώπους καί του Σισίνη. Ό Κουντουργιώτης πήγε είς τή Νύδρα κι' άφησε είς τό ποδάρι τουτόν Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο. Του είπα νά μου δώση αυτούς τους μιστούς νά πλερώσω τούς ανθρώπους καί νά λάβω κι' ό,τι έδωσα. Λέγει του Παπαφλέσια, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μόκανε· όμως νά του χαρίσω της πιστιόλες μου, ότι της λιμπίστη. Του παράγγειλα κ' έγώ νά του γαμήσω τό κέρατο, όχι θά του δώσω τ' άρματά μου, όπου τάχου άπό δεκαοχτώ χρονών παιδί. Τόν μούτζωσα καί δέν του ξαναμίλησα. Πήγε κι' ό Κωσταντής Λευκάδιος καί του ζήτησε τούς μιστούς, καί του πήρε τής πιστιόλες του. Κ' είχε ξύλινες 'σ τό ζουνάρι του· τόν ρώτησα καί μου τό είπε. Όρίστε κι' Αρβανίτικη αρετή. Ώς τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη· ορίστε κι' Αρβανίτικη. Νά δικαιοσύνη, νά κυβερνήται τών νέων Ελ­λήνων!


ΠΗΓΕΣ:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ