"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Μακρυγιάννης(Αρκαδιά-Τρ/τσά-Ναύπλιο-Αθήνα-Κορινθία-Γαστούνη-Θα μέ γδάρει ζωντανό σαν πρόβατο).

Ο Μακρυγιάννης συμβουλεύει τους αντάρτες

Τότε τους μίλησα κα( τούς έδωσα λόγον της τιμής καί κατέ­βηκαν κι' ανταμωθήκαμε οί αρχηγοί τους καί πολλοί άπό αυ­τούς. Τούς είπα· «Αυτό τό έθνος σήκωσε ντουφέκι τοϋ Σουλτά­νου - καί δέν τό υπόταξε. Εσείς θά τό υποτάξετε καί δέν θέλετε Διοίκησιν; Καί ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν καί νόμους ευδοκί­μησε καί δέν έχάθη; Κ' εμείς χωρίς νόμους δέν πάμε ομπρός· καί δέν μάς γνωρίζουν καί τ' άλλα τά έθνη. Θά μάς λένε κλέφτες καί παντίδους. Καί οι Τούρκοι δέν χάθηκαν μέ τούς ντόπιους εκεί­νους όπού σκοτώσετε εσείς κ' εμείς' ήρθαν είς τήν Ρούμελη νέγοι Τούρκοι καί, καθώς τρωγόμαστε, θά μπούνε κ' έδώ· καί θά σάς πατήσουνε αύτείνοι τά γερά σας χώματα, όπού φωνάζετε όπου σάς τά πατήσαμεν έμείς. Εμείς είμαστε συνάδελφοί σας κ' Έλ­ληνες. Κ' άν δέν μάθετε γνώση, θά τά πατήσουν αύτείνοι καί θά χαθήτε κ' εσείς κ' εμείς. - Είναι ή Πελοπόννησο, μου λένε, όλη άναντίον σας καί θά κάμωμε δική μας Διοίκηση. - Στοχάζεστε; τούς λέγω. Σάς κουβεντιάζω ώς χριστιανός, ότι θά πάθετε· ότι ή Κυβέρνηση έχει τόσα στρατέματα, Καρατασσαίους, Καραϊ­σκάκη, Σουλιώτες κι' άλλους πολλούς κι' άπό τ' άλλα τά μέρη τά έξω. Ότι δέν κάψαν τά σπίτια τους εκείνοι κι' όλη ή Ρούμελη διά νά σκοτώσετε έσείς δυό ψωρότουρκους ντόπιους καί νά μάς κάνετε κάθε στιμή νόμους κ' έφύλιους πολέμους καί φα­τρίες δικές σας. Καί θά μπούνε μέσα όλοι αύτείνοι· κι' άν δέν βαίνετε εσείς γνώση, θά σάς βάλωμε έμείς. Συναχτήτε 'σ ένα μέ­ρος κ' έρχομαι μ' έναν άνθρωπον μόνον νά σάς μιλήσω καί είστε νοικοκυραίοι νά κάμετε ό,τι αγαπάτε».

Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται

Μείναμεν σύνφωνοι είς αυτό, ότι νύχτωσε, καί τήν αυγή να πάγω 'στό Λιάτανι. Έκεί πλησίον είναι καί ή Άρκαδιά καί τα χωριά της κ' έκεί συνάζονται· καί νά πάγω νά μιλήσουμε. Κι άναχωρήσανε αύτείνοι κ' έμείς. Πήγα είς τούς Κωσταντίνους. μίλησα αυτά καί μέ τόν Φλέσια, νά μπούμε μέ τρακόσιους αν­θρώπους είς τήν Άρκαδιά (καί τόσοι μείναμε πραματικώς του ντουφεκιού, ότι πήραν πλιάτζικα εκείνοι όπούταν άπό τά σώ­ματα κι' αναχώρησαν οϊ περισσότεροι). Τήν άλλη ήμέρα πήρα έναν άνθρωπον κ' έναν όδηγόν καί πήγα 'σ τό Λιάτανι. Ήταν μαζωμένοι άπ' ούλα τά μέρη· τούς τά μίλησα παρουσία μέ λύπη τής ψυχής μου κ' έκλαψα· κι' αύτείνοι οί καλοί άνθρωποι μάκουσαν ό,τι τους είπα. Τους είχε σηκώση τό νου τους ένας κέ­ρατο καλόγερος, τόν λεγαν Πρωτοσύγκελον, τζιράκι τών Κολοκοτρωναίων· κι' αυτός ό άτιμος τούς 'ρέθισε, ότ' ήταν εις τό ποδάρι του δεσπότη, και σηκώθηκαν, κι' ό Θανάσης Γληγοριάδης ένας συνάδελφος του Πρωτοσύγκελου καί κλεφτοαλευράς. Είχαμε τ' αλεύρια διά τ' ασκέρι, διά τούς Τούρκους νά τους πολεμήσουμε, κι' αυτός έκλεβε τ' αλεύρια κι' άφινε τό στρατόπεδο νηστικό. Αυτοί 'ρέθισαν τους ανθρώπους κι' άλλοι 'ομοιοί τους. Μείναμε σύνφωνοι νά μπούμε εις τήν Άρκαδιά μέ τρακόσους ανθρώπους· καί γνωρίζουν τήν Κυβέρνησιν καί μέ περικάλεσαν νά γράψω μέ τόν Παπαφλέσια εις τήν Κυβέρνησιν νά τους συχωρέση. Εύκαριστήθηκαν οί άνθρωποι όλοι άπό μένα κι' έγώ άπό αυτούς. Πήρα τούς αρχηγούς τους νά μιλή­σουμε καί μέ τόν Παπαφλέσια νά μπούμε μέσα είς τήν χώρα, καθώς συνφωνήσαμε. Πήγαμε άπόξω τούς Κωσταντίνους είς τήν ράχη, ήρθε κι' ό Φλέσιας· μείναμε σύνφωνοι ό,τι μίλησα μέ τούς Άρκάδιους έγώ νά γίνη.

Ο Μακρυγιάννης μεταβάίνει στην Τριπολιτσά

Πήρε νά σουρουπώση· έρχονται είς τούς Άρκάδιους, όπο έκεί, οί αρχηγοί, τούς λένε ότι τούς έγραψε ό Κολοκοτρώνης, ό Ζαΐμης, οί Ντεληγιανναίγοι κι' άλλοι πολλοί, ότι μία μεγάλη δύναμη άπ' ούλους αυτούς τους συντρόφους έρχονται πρός βοήθειάν τους καί νά μην τελειώσουνε τίποτας ομιλίες δια συβιβασμόν. Είχε πάγη όρισε τά φουσάτα του άναντίον μας- καί τους είπε με θέλει ζωντανό νά μέ γδάρη σάν πρόβατο. (Ότ' ήταν χασάπης είς τήν Ζάκυθο καί γνώριζε τήν τέχνη αύτείνη- κι' άφού ήρθε γυμνός είς τήν "Ελλάδα καί πλούτηναν κ' έγιναν Κιαμιλμπέηδες αυτός καί οι σύντροφοί του, κα­θημερινώς δουλεύουν τήν πατρίδα μ' έφύλιους πολέμους καί νέες φατρίες). Τότε αναχώρησαν οί Άρκάδιοι οί αρχηγοί άπό τήν όμιλίαν μας. Σέ ολίγον σουρουπώνοντας ακούμε έναν μεγάλον ντουφέκισμόν, νά ψυχώσουνε οί εδικοί τους, άπάνου είς τήν ράχη τό μέρος της Καρύταινας. Τότε γυρέψαμε έμείς νά κλει­στούμε είς τούς Κωσταντίνους κ' ετοίμαζα τά σπίτια- τηράγω διά φουσέκια, γυρεύω τού άγιου Φλέσια, μου δίνει ώς είκοσι τεστέδες, ότι δέν έχει άλλα καί προσμένει άπό τήν Καλαμάτα. Αφού μόδωσε αυτά τά φουσέκια, μου παίρνει κρυφίως τ' ασκέρι καί φεύγει. Εγώ είχα πάρη καμμίαν σαρανταριά αν­θρώπους καί ντουφεκιώμουνε μέ κάτι άναντίους' γυρεύω φου­σέκια, δέν βρίσκω μήτε κι' ανθρώπους. Τότε μέ τρόπο βγήκα σ' τήν ράχη, είναι ένα παλιόκαστρον, καί δέν ξέραμε καί τόν τόπον πούθε νά πάμε, ήμαστε όλοι ξένοι' καί νύχτα. Τότε ό αρχηγός Κολοκοτρώνης θάβαινε τήν θέλησίν του 'σ ένέργειαν' θά μάς πιάναν τούς ολίγους νά μάς κάμουν ό,τι ή συνείδηση τους τούς υπαγόρευε. Μέσα είς τό Σαντάνι ήταν τήν νύχτα κρυφίως μπα­σμένοι ό Πάνος Κολοκοτρώνης κι' ό Κανέλλος Ντεληγιάννης καί όταν θά περάσουμε άπό τό γιοφύρι, κ' έκεί είναι τό χωριόν, νά μάς χτυπήσουν. Αυτό έμαθε ό Παπαφλέσιας καί πήρε τούς συν­τρόφους κ' έφυγε χωρίς νά μού είπή τίποτας' 'λικρινής σύν­τροφος (- πεθαμένος διά τήν πατρίδα. Δέν θέλω κατηγορήση τήν διαγωή του' ή τύχη μου καί ή δικαιοσύνη τού Θεού μέ φύ­λαξε' ότι εγώ δούλευβα διά τήν πατρίδα αθώα). Έκεί όπού βήκαμε είς τό παλιόκαστρο μέ τούς ολίγους, κι' ώς ξένοι δέν ξέ­ραμε πούθε νά κάμωμε, καί θά κατανταίναμε είς τό Σαντάνι είς τά χέρια τών άναντίων μας, τότε έκεί όπου συλλογιώμαστε νά κινηθούμε, έρχεται ένας άνθρωπος μ' έναν τεσκερέ άπό τον Σταϊκάκη καί μούγραφε μυστικώς ότι ήρθαν διά νυχτός έκεί καί οί φίλοι φοβερίζουν χωρίς άλλο έμένα καί νά πάρω μέτρα. Τότε παίρνω αυτόν τόν άνθρωπον καί εις τόν δρόμον ηύρα κ' έναν ντόπιον άπό τό Σαντάνι, τόν δένω καλά νά μή μο φύγη, κι' όλο μέσα τό ποτάμι, ότι τ' άλλα τά μέρη τάπιασαν οί άναντίοι, βήκαμε εις τό Μελιγαλά. Έκεί μάς πλάκωσε ό Μητροπέτροβας, μάς ντουφέκισε· τόν πήραμε μέ τά μαχαίρια καμπόσο κυνηγών­τας. Έπιασα μέ τρόπον τούς σημαντικούς το χωριού καί τούς έδεσα κ' εκείνους, πήρα τούς λαβωμένους όπούχα εις τής κούλιες τού Μελιγαλά, έστειλα έναν χωργιάτη καί είπε τού Μητροπέτροβα, άν έβγουν καί μάς ντουφεκίσουνε, θά τούς κόψω όλους τούς δεμένους. Τότε δέν μάς πείραξαν κι' όληνύχτα πή­γαμε εις τήν Σκάλα τό χωριόν. Ήταν ό άγιος Φλέσιας εκεί καί οί σύντροφοι· τούς είπα όσα τούς τύχαιναν· καί διά νυχτός ανα­χωρήσαμε άπό 'κεί, άπό τά Σαμπάσικα μέσα των βουνών τόν δρόμον, καί πέσαμε εις τά Καλύβια τής Τροπολιτζάς. Έκεί άφησα τούς ανθρώπους μου' ήταν ό Βάσιος έκεί. Θέλησε νά τούς πολεμήση ό Πάνος ό Κολοκοτρώνης καί τόν σκότωσαν. Αυτό είναι τό αίμα όπού χύθηκε Κολοκοτρωναίικον διά τήν λευ­τεριά τής Ελλάδος.

Επάνοδος Μακρυγιάννη στο Ναύπλιο

Άφού άφησα τό σώμα μου εις τά Καλύβια τής Τροπολιτζάς, πήγα εις Άνάπλι τούς λαβωμένους καί είπα τά τρέχοντα κι' ότι τό μέρος τής Κυβέρνησης αδυνάτισε καί τ' άναντίον άξάνει. Εί­χαν στείλη εις Αθήνα, όταν έμαθαν ότι σηκώθη ή περισσότερη Πελοπόννησο άναντίον τής Κυβέρνησης, είχαν στείλη τόν Άδάμη Δούκα νά φέρη εις τήν Πελοπόννησον τόν Γκούρα καί Καρατάσιον μ' όλους τούς καπεταναίους.

Αποστολή Μακρυγιάννη στην Αθήνα

Σάν δέν έκαμε τίποτας ό Δούκας (δέν ήθελε νά 'μπή ό Γκούρας· τό είχε γυρίση μέ τούς άναντίους· δέν κόταγε νά κάμη καί κίνημα έξ αιτίας των Καρατασσαίων όπούταν εις την Αθήνα· κ' έμείς άγροικιώμαοτε μέ τόν Καρατάσιον καί Γάτζο κατά τόν όρκον όπούχαμεν είς τή Νύδρα, όταν ήμαστε έκεί), μέ προστάζει ή Κυβέρνηση νά πάγω είς Αθήνα νά μπάσω Υ ασκέρια μέσα τοϋ Καρατάσσου και Γκούρα' έγώ δέν θέλησα. Ήμουν γγισμένος έξ αιτίας το Παπαφλέσια, είς τήν άπάτη όπου μόκαμε καί μου πήρε τους αν­θρώπους είς τούς Κωσταντίνους· καί κιντύνεψα νά χαθώ καί νά ντροπιαστώ' καί μ' άφησε καί χωρίς πολεμοφόδια· κι' αύτα ήταν δολερά κινήματα 'σ έμενα. Μέ περικάλεσε πολύ ή Κυβέρ­νηση - ήξερε δτ' είμαι φιλιωμένος μέ τούς Καρατασσαίους - καί μόδωσε καί χρήματα νά μ' έλκύση. Τούς είπα· «Θά πάγω, άλλά θέλω νά σάς αποδείξω ότι έγώ δέν είμαι πραματευτής νά κάνω πραμάτεια τήν πατρίδα μου διά χρήματα· δέν έχω κρέας διά το μακελλειόν. Διά τήν στερέωση τής πατρίδος μου καί νόμους, δια 'κείνο πεθαίνω, όχι διά άλλο. Καί οί Γύφτοι νάχουν τήν Κυβέρ-νησιν, έγώ θά ύποτάζωμαι. Χρήματα μάτα μού στείλετε κι' δταν ήμουν μέ τόν Κολοκοτρώνη, δέν τά δέχτηκα· όμως παραπονιώ μαι ότι έγώ δουλεύω 'λικρινώς κι' άλλοι μ' επιβουλεύονται». Με περι κάλεσαν πολύ. Έλαβα τήν διαταγή καί κίνησα δι' Αθήνα τής 16 Νοεβρίου 1824.
Πήγα είς Αθήνα, μίλησα πρώτα τοϋ Γκούρα, ώς φίλος μο. παλιός, του είπα τήν κατάστασιν τής πατρίδος. Δέν δέχτη τε­λείως. Δέν τόκρινα άλλο, νά τόν βιάσω. Έφάγαμε είς τό κάστρο καί κατέβηκα κάτου· καί του είπα· «Ξαναμιλούμε».

Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται στην κορινθία

Αντάμωσα τόν Καρατάσιον καί Γάτζο, τους γενναίους κι' αγαθούς πατριώτες. Άφού τούς ξηγήθηκα πώς είναι ή πατρίς 'σ άχλιαν κατάστασιν κι' όσα μιλήσαμε 'σ την Νύδρα όλα αυτείνοι οί έγωϊστές τά βαίνουν 'σ την ενέργεια· καί ή πατρίς κιντυνεύει· καί χύνεται άθφον αίμα, τότε προθύμως αποφάσισαν νά μπούνε. Φέραμε καί τούς άλλους τούς καπεταναίους εκεί, του Καρατάσιου· κι' αυτείνοι ήταν πρόθυμοι όλοι, οί αθάνατοι, Ντουμπιώτης, Πη­νειός, Βελέτζας, Αποστολάκης, Ζορμπάς κι' άλλοι πολλοί. Άφοΰ ετοιμάζονταν αυτείνοι νά φύγουν, μού στέλνει ό Γκούρας νά σμίξουμε' δέν πήγα. Τότε έρχεται κι' ανταμωνόμαστε. Του λέγω· «Σάν δέν θέλεις, μείνε». Μέ περικάλεσε νά μήν μαθευτή εις τήν Κυβέρνησιν ότι δέν ήθελε ν' άκούση εις τήν διαταγήν της καί μπαίνει κι' αυτός. Κ' ετοιμάστηκαν. Καί πάνε άπόξω, άπό τήν Λεψίνα, διά τήν Κόρθο.
Εις τόν Άγιώργη, χωριό τής Κόρθος, ήταν συνασμένοι πολλοί άναντίοι, οί Λονταίγοι, οί Νοταραίγοι, του Ζαΐμη, ό Νικήτας
κι' άλλοι πολλοί. Αυτείνοι όλοι οί δικοί μας, Καρατασσαίοι κι' ό Γκούρας, πήγαν διά έκεί κ' έγώ του πελάγου δι' 'Ανάπλι. Πηγαίνοντας εις 'Ανάπλι, διόρισε ή Διοίκηση τον Κωλέτη διευτυντή κ' έμενα φρουρά του νά φυλάμε τά χρήματα των άνθρώπων όπούχε μαζί του ό Κωλέτης διά τους μιστούς. Πήγαμε εις τόν Άγιώργη· είχαν κάμη δυό τρεις πολέμους ο δικοί μας μέ τους άναντίους καί τους χάλασαν τούς δικούς μας, ότι ήταν κ' εκείνα δυνατοί καί μέσα εις τό χωριόν, καί οί εδικοί μας έξω είς το χιόνι. Έπιασαν καί μίαν μεγάλη διχόνοιαν οί Καρατασσαίοι με τόν Γκούραν καί γύρευαν νά γυρίσουν μέ τούς άναντίους. Ότι ο Γκούρας τόν Καρατάσσιον καί Γάτζο τούς άφησε πεζούς άπό τήν Αθήνα ως τόν Άγιώργη κι' αυτός είχε άλογα άδεια καί τα τράβαγε γεντέκια. Καί ήθελαν νά γυρίσουνε μέ τούς άναντίους νά τούς πολεμήσουνε. Τότε πήγαμε εκεί μέ τόν Κωλέτη. Μαθαίνοντας έγώ αυτό, είχα ένα άτι δικό μου, τό χάρισα του Καρατάσιου. Τούς έκαμα ένα σκέδιον τούς είπα' «Εδώ οι άναντίοι είνα μέσα σέ χωριόν, σέ φωτιά, σέ κρασί κι' άλλα· εμείς έξω είς το χιόνι - καί σέ πολλή διχόνοια». (Ήξερα τούς τόπους άπ' όταν ήμουν μέ τόν Κολοκοτρώνη). Τούς είπα νάρθή ό Γκούρας κι' ό Καρατάσιος μ' έμένα καί οί άλλοι νά σταθούν μέ τόν Κωλέτη. Κ' έγώ μέ τόν Γκούρα νά πάμε νά πιάσουμε τά Κλημαντοκαίσαρο «κ' έσείς, άφού κινηθούμε, νά είπήτε "πάμε είς τά Τρίκκαλα και 'σ τ' άλλα τά μέρη τών Λονταίων κι' άλλουνών"· καί τότε ο άναντίοι, μαθαίνοντας αυτό, θά φύγουν διά νά πάνε διά προφύλαξιν τών σπιτιών τους. Καί τότε αύτείνοι θά κινηθούν ομ­πρός, κ' έσείς άπό πίσου τους κ' εμείς άπό 'μπροστά, τούς χορεύομε εις τόν κάμπον κι' όχι νά μάς σκοτώνουν άπό 'μέσα άπό τά σπίτια». Τότε βάλαμε τό σκέδιον 'σ ένέργειαν. Πήρα τόν Γκούρα με συνφωνίαν νά πάμε μαζί μέσα, είς τά Κλημαντοκαί­σαρα, χωρίς νά γύμνώση ανθρώπους τ' ασκέρι του. Πήγαμε μέσα· αυτόν τόν άφησα μ' ανθρώπους μου είς τά Κλημαντοκαίσαρα, ότι δέν ξέραν, δέν ματαείχαν έρθη είς Πελοπόννησον, κ' έγώ έπιασα τό Ντούσια. Άφού μάς είδαν οί άνθρωποι άφησαν τά σπίτια τους 'σ τήν διάκριοίν μας καί πήραν τά χιόνια καί τά βουνά. Μία γυναίκα είχε τό παιδί μισογεννημένον καί τόβγαλαν παράωρα καί ή λεχώνα πήρε τά βουνά μέ τους άλλους· καί τελείωσε είς τό χιόνι. Τήν άλλη ήμερα πήγα μόνος μου 'σ τό βουνό καί τους ορκίστηκα ότι δέν θέλω τούς πειράξη. Καί ήρθαν είς τά σπίτια τους. Καθίσαμε δεκαπέντε ήμερες εκεί. Καί δέν μάς άφιναν νά φύγωμε ότι μάθαιναν τί τράβαγαν τ' άλλα τά χωριά άπό 'κείνους όπούταν μέσα. Ό Νοταράς μαθαίνοντας τόν Γκούρα είς Κλημαντοκαίσαρα, πήγε καί τόν έφερε είς Τρίκκαλα. Τόν έπιασε αυτός καί τού πήρε καμπόσες χιλιάδες γρόσια· κι' ό Σοφιανόπουλος, ό συβουλάτορας του Γκούρα (ότ' είναι κι' αυτός, ό καλός άνθρωπος, είς τόν Γκούρα καθώς ό κόμητας Μεταξάς όπούναι του Κολοκοτρώνη) πήρε, ώς διερμηνέας του χίλια βενετικά. Άφού είδαν τό κίνημα διά Κλημαντοκαίσαρα, όπου πήγαμε μέ τόν Γκούρα, εύτύς άφησαν τήν θέσιν τού Άγιωργιού καί πήγε ό καθείς διά τό σπίτι του' καί διαλύθηκαν. Τό Νοταρόπουλον πήγε είς Τρίκκαλα καί τόστειλε ό Γκούρας είς τήν Κυβέρνησιν. Μπήκαν κι' ό Καραϊσκάκης,Σαφάκας Πανουργιάς, Καλτζοδήμος, Δυοβουνιώτης, Σουλιώτες· άφού μάθαν ότι τής Αθήνας τά στρατέματα μπήκαν μέσα, τότε μπήκαν κι' αύτείνοι· καί πέρασαν τήν Βοστίτζα καί πήγαν είς τήν Κερπινή, είς τό σπίτι του κυρίου Ζαΐμη· καί ό Καραϊσκάκης τό κυβέρνησε, όπου δεν του άφησαν οι άνθρωποί του ούτε στάχτη μέσά' καί οί άλλοι πήγαν εις τ' άλλα σπίτια καί χωριά.

Ο Μακρυγιάννης στη Γαστούνη

Ό Καρατάσιος έκαμε μέ τό σώμα του κατά τά Λαγκάδια, κι' ό Κωλέτης, ό Γκούρας κ' έγώ κι' ό Γκριτζώτης κατ' τό Γαστούνι. 'Στόν δρόμον ανταμώσαμε τόν Χρύσαντον Σισίνη μέ καμπόσους αξιωματικούς. Τούς δώσαμε λόγον τής τιμής· όρκίστη ό Γκούρας ότι δέν θέλει τούς πειράξουμε- (ότι αυτός δέν συμετέχεταν εις αυτά τά κινήματα' ό πατέρας του ήταν καί οί άλλοι. Αυτός ήταν εις τ' ορδί τής Πάτρας άναντίον τών Τούρκων). Πρώτος πήγα έγώ καί μπήκα μέ τό σώμα μου εις τό Γαοτούνι· πήγα εις τό σπίτι του Σισίνη, είχε όλο του τό βιόν μέσα. Μά τήν πατρίδα, ένα κοντύλι πήρα νά γράψω κ' ένα μπάλωμα τζαρουχιών άφησα έναν στρατιώτη μου καί πήρε. Σηκώθηκα καί πήγα είς τό παζάρι νά ησυχάσω τούς ανθρώπους καί ν' ανοίξουν τ' αρ­γαστήριά τους· καί βαστούσα τήν ήσυχίαν. Μπήκε ό Γκούρας μέ τούς ανθρώπους του εις τό σπίτι το Σισίνη καί τοϋ πήραν όλο του τό βιόν καί τά ζωντανά του καί τά πήγαν είς τήν Αθήνα. Καί τά μαγαζειά μέ τά γεννήματα αύτεινών κι' όλης τής συν­τροφιάς τά πήραν όλα. Γγιχτήκαμε δι' αυτά μέ τόν Γκούρα' ήταν καί συβουλές τοϋ Σοφιανόπουλου. Τότε γύρεψα ν' ανα­χωρήσω μέ τό σώμα μου, ότι τέτοιοι νόμοι δέν μ' αρέσουνε, νά γυμνώνουν τούς ανθρώπους από πλούτη καί τιμή. Εκρίθη εύλογον νά πάγω καί τό Σισινόπουλον είς τ' Άνάπλι είς τήν Κυ­βέρνηση, περνώντας το κι' άπό τά Λαγκάδια, όπούταν ό Κωλέτης. Μέ συβουλεύει ό Σοφιανόπουλος κι' ό Γκούρας 'σ τόν δρό­μον νά γυμνώσω αυτό κι' όλους τούς αξιωματικούς του καί νά τά κάμωμε μερίδια, ένα ό Κωλέτης, ένα ό Φλέσιας, ένα ό Γκούρας, ένα ό Σοφιανόπουλος, ό συνβουλάτοράς του, κ' ένα έγώ. Καλά, τους είπα, ό,τι θέλουν τά κάνω). Τόν πήρα νά φύγω διά νά ακολουθήσω ό,τι μέ συνβούλεψαν. Καί ό,τι μόλεγαν τους ύποσκόμουν. Ότι γύρευα νά μην είμαι μ' αυτούς· ότι αυτά όπου έβλεπα μέ πείραζαν. Ότι την έπανάστασίν μας θά την καταντήσουμε ληστεία· καί ή πατρίς κατάντησε ή παλιόψαθα τών άτίμων.


ΠΗΓΕΣ:


ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: