Απαιτήσεις της Φρουράς
Τότε ό πόλεμος δυνάμωσε ώς τά μεσάνυχτα' έπαψε την αυγή. 'Εστειλαν έναν Τούρκον άπόξου νά βγούμε νά μιλήσουμε. Βήκε ό Μπεζαντές, ό Γιατράκος κ' εγώ. Μας είπε ό στελμένος ότι ό πασσάς θέλει τό κάστρο, ή θά μάς πάρη μέ ρισάλτο, καί τί απαίτησες θέλομεν διά νά μην χυθή αδίκως αίμα. Του είπαμεν, θέλομεν καράβια εύρωπαίικα νά βαρκαριοτούμεν υστέρα όλα μας τα άρματα' τρίτο τόν Χατζηχρήστο καί Δεσπότη κι' όλους τούς σκλάβους· καί τους μισστούς μας. Καί τότε του παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο (έφόδιασμα μόνον μέ της σάπιες πέτρες· ολίγος τζεμπιχανές ήταν ακόμα καί ψωμί πολλά ολίγον καί νερό, νά χορτάσουμεν δέν μπορούσαμεν, εκείνη τήν ήμερα νά τό μεράζαμεν). Πήγε ό στελμένος εις τόν Μπραΐμη, του είπε ό,τι του είπαμε. Τόν διάταξε νά γυρίση νά μάς είπή ότι καράβια έχει δικά του καί μάς βαρκαρίζει, δέν έχει ανάγκη άπό ξένα. Τ' άρματα μας τά θέλει όλα. Τούς σκλάβους τους πήρε μέ τό σπαθί του καί τους βαστάει ζωντανούς όσο νά βάλη κ' εμάς είς τό χέρι καί τότε νά μάς σκοτώση όλους μαζί. Μιστούς δέν έχει ουτε λιανό' νά μάς πλερώση ή Διοίκησή μας. Του είπαμε· «Ό πόλεμος είναι ή τύχη μας· καί πολεμάτε καί θά πολεμήσουμε όσο νά λυύωσουμε, νά φάμε ένας τόν άλλον, καί τότε πά' να τό πάρη τό κάστρο. Φωτιά θά βάλωμε νά πάμε σ' τόν αγέρα μ' όλο αυτό.
Τα πλοία βομβαρδίζουν το φρούριο.
Τα πλοία βομβαρδίζουν το φρούριο.
Τά είπε αυτά το Μπραΐμη. Καί τότε άρχισε ό πόλεμος άπ' όλα τά μέρη. Τήν άλλη ήμερα έστειλε τόν Χατζηχρήστον καί Δεσπότη καί Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο νά μάς παρακινήσουν νά παραδοθούμεν. Δέν θελήσαμεν καί φύγαν κι' αυτείνοι. Τότε διατάζει καί μπήκαν τά καράβια μέσα· καί ή κακή μας τύχη πήρε φωτιά ή ντάπια τής θάλασσας καί πήγαν είς τόν αγέρα οί άνθρωποι καί τά κανόνια μας. Τότε οι Τούρκοι όλοι όπού είδαν αυτό σαλαβάτισαν 'σ όλα τά μέρη, ότι ό Θεός βόηθαγε αυτούς κιντύνευε εμάς. Τά καράβια μπήκαν μέσα άπολέμητα· κι' αφού μπήκαν, άρχισαν οί φεργάδες τέσσερες τέσσερες καί μάς βαρούσαν. Ήταν σάπιον αυτό τό κάστρο καί τόκαμαν κόσκινο'και μας αφάνισαν εις τον σκοτωμόν οι φεργάδες κ΄οι άλλοι Τούρκοι άπόξω, της στεργιάς. Δεν είχαμεν που νά σταθούμεν· μας πολέμησαν άπό την αυγή ως τό δειλινό. Θέλησε ό Θεός καί πήρε ένας αγέρας καί πάψαν τά κανόνια τών φεργάδων καί ηύραμεν καιρό καί θάψαμεν τούς σκοτωμένους. Κι' όσοι πληγώνονταν κανένας δέν γιατρεύεταν. Είχαμεν έναν γιατρόν 'Αγγλον τόν πλερώσαμεν κι' αυτόν έγώ κι' ό Μπεζαντές άπό πεντακόσια γρόσια τόν μήνα. Τόν είχε συνφωνήση ή Διοίκηση καί δέν τόν πλέρωνε' καί τόν πλερώσαμεν έμείς οι δυό. Καί μάς πέθαινε τους συντρόφους. Καί μαρτύρησε κι' όλη τήν έλλειψη όπούχαμεν είς τό κάστρο· τήν είπε μέ τήν γλώσσα του είς τόν Φραντζέζο, όταν ήρθε μέ τόν Χατζηχρήστον. 'Ηθελα νά τόν σκοτώσω τόν άτιμον δέν μ' άφησαν. Ύστερα πήγε μέ τόν Μπραΐμη. Τότε διά νυχτός έβγαλαν κι' άλλα κανόνια καί τάβαλαν ολόγυρά μας. Εμείς οί δυστυχισμένοι όληνύχτα δυναμώναμε τήν βέργα, όπου ήταν αδύνατη, καί τ' άλλα τά μέρη καί κουβαλούσαμε ξύλα καί πέτρες καί φκειάναμε τό νερό.
Λειψυδρία στο φρούριο
'Ηταν μία στέρνα είς τόν Ίτσκαλέ· έπιναν τό νερό κρυφά οί στρατιώτες. Είχαν ένα καλάμι τρυπήση μακρύ, τήν στέρνα τήν είχαμεν βουλλωμένη, κι' αυτοί τρύπησαν 'σ ένα μέρος ολίγο καί τήν νύχτα πήγαιναν κρυφά καί πίναν. Τηράμεν μιά ήμέρα, βλέπομεν τήν στέρνα μ' ολίγο νερό, όπού πρωτύτερα τό είχαμεν μετρημένο. Τότε άπολπιστήκαμεν καί οι στρατιώτες μάς βιάζαν νά φύγωμεν. Είχα μιλήση μέ τόν Βελέτζα κι' άλλους νά τούς βγάλωμεν μέ τρόπον έξω αυτούς, όπού φοβέριζαν νά μάς σκοτώσουνε καί ήθελαν χωρίς άλλο νά κάμωμεν όμιλίαν μέ τούς Τούρκους νά παραδώσουμε τό κάστρον, ή νά φύγωμεν μέ γιρούσι'κι' ανάθεμα καί θά γλύτωνε κανένας, καθώς μάς είχαν τρογυρισμένους. Σάν μάς βιάζαν, είπαμε νά τούς βγάλωμεν κατά τήν θέλησίν τους καί νά είπούμεν ότι πάμεν κ' έμες μαζί· κι' άφού τούς βγάλωμεν έξω, νά μείνωμεν όπίσου καί νά βαστήσουμεν μόνον τόν Ίτζκαλέ· καί νά βάλωμεν καί μπαρούτι όλόγυρα μίνες, κι' όταν ή τούρκικη δύναμη μάς πλακώση, φωτιά νά βάλωμεν νά πάμεν όλοι εις τόν αγέρα. Δι' αυτό είχαμεν τηράξι νερό, καί ή κακή μας τύχη, τό είχαν πιωμένο χωρίς νά ξέρωμεν. Τότε άπελπιοτήκαμεν, ότι ήμαστε εις τήν διάκρισιν τών Τούρκων.
Συνομιλία Μακρυγιάννη και Ιμπραήμ
Άφού δυνάμωσε ό Μπραΐμης όλες τής θέσες, στέλνει αυγή άνθρωπον, άν θέλωμεν νά μιλήσωμεν' αύτείνη είναι ύστερνή ομιλία· άλλη βολά δεν ματαθέλει όμιλίαν. Καί ώρες διορία νά βγούμε εις τόν Μπραΐμη νά μιλήσουμε. (Αυτός ήξερε καί τήν έλλειψη του νερού άπό τόν γιατρό μας). Άποφάσισαν όλοι του κάστρου νά πάγω έγώ εις τόν Μπραίμη κι' ο Καράπαυλος κι' ό Σαλβαράς νά κάμωμεν συνθήκες. Παρουσιαοτήκαμεν ήταν 'σ ένα λαμπρό τζαντίρι' είχε καί δυό άξιωματικούς καί το βαστούσαν τά δυό του χέρια μέ μεγαλοπρέπεια, νά ίδούμεν έμείς τό μεγαλείονο του. Μάς ρώτησε πούθεν είμαστε. Ό ένας είπε άπό τήν Πελοπόννησο, ό άλλος άπό την Σπάρτη κ' εγώ «άπό τήν Ρούμελη», του είπα· «Ποίον μέρος;» Του τό είπα. Καί του είπα ψέματα δτ' ήμουν σωματοφύλακας του 'Αλήπασσα' «Μάς σκότωσαν τόν αφέντη μας· κίνησα μέ καμπόσους ανθρώπους νάρθώ εις τό Μισίρι, εις τήν Ύψηλότη σας. Δεν είχαμε τά έξοδά μας, ήρθαμε έδώ, εις τους Ρωμαίγους. Μάς απάτησαν, μάς έβαλαν σέ τούτο τό κάστρο. Πολεμούμεν νύχτα καί ημέρα. Αύτείνοι μάς κάνουν σίγρι άπό μακρυά- θέλουν νά χαθούμεν. Εμείς, διά νά σωθούμεν καί νά πάμεν νά πολεμήσουμεν μ' εκείνους, βιαζόμαστε' καί ήρθαμεν νά κάμωμεν συνθήκες, νά σου παραδώσουμεν, άν συνφωνήσουμεν, κάστρο εφοδιασμένο. (Σάν τό λάβης, τό λέπεις τί 'φόδιασμα έχει. Πού άφίν'νε οί καλωσύνες τών προκομμένων νά 'φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νά πάρωμεν ολίγα ντουφέκια άπό τούς Τούρκους, νά πολεμήσουμεν διά τήν πατρίδα).
Διαπραγματεύσεις
Διά 'κείνο, πασσά μου, θά σού παραδώσουμεν τό κάστρο. - Τί ζητάτε; (Μού λέγει έμένα· αυτούς τούς Μωραίτες άφησέ τους, σέ ολίγες ήμερες τούς κουβεντιάζω). - Ζητούμε καράβια εϋρωπαίικα. Συνθήκες γραφτές σέ τέτοιους ανθρώπους σάν τήν Ύψηλότη σας δέν χρειάζονται. Ό λόγος σας είναι συνθήκη. - Καράβια, λέγει, έχω τά δικά μου. - Του είπα, δέν μπαίνουν οί άνθρωποι εις τά δικά σου, φοβώνται. 'Σ εύρωπαίικα βάλαμε καί τούς Τούρκους τ' Άναπλιού. - Σάν τούς μιλήσης έσύ τών ανθρώπων, μού είπε, δέν τούς πιάνει φόβος. - Δέν μ' άκοϋνε καί δέν σέ γελάγω. Χωρίς εύρωπαίικα καράβια καμμία ομιλία δέν γένεται». Τό τροπολοήσαμεν πολύ, τ' αποφάσισε. «Ποιος θά πλερώση τόν ναύλον τών καραβιών; - Ή Ύψηλότη σου», του λέγω. Μου είπε νά τά πλερώσωμεν έμείς. Του είπα· «Δέν έχομεν χρήματα. "Ο,τι χρήματα είχαμεν, έφοδιάσαμεν τό κάστρο άπό κρασιά καί φαγητά». Συνφωνήσαμεν νά τά πλερώση αυτός. Τ' άρματα, δεν μάς άφίνει ούτε σουγιά. «Κ' έσύ όπου είσαι κουρμπετλής, μου είπε, σου χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ή σπαθιά». Τόν περικάλεσα κ' έγιναν τριάντα πέντε καί του είπα, παράδες όποιος έχει κι' άλλα ασήμια νά μήν τούς πειράζη κανένας. Μείναμεν σέ όλα σύνφωνοι. Μέ ρώτησε πόσους ανθρώπους έχω. Του είπα, όχτακόσους. Νά τους πάρω καί νά πάγω μαζί του. Καί οί άνθρωποι θά γένουν τζιράκια του. Έγώ του είπα· «Γνωρίζομεν τά ότζάκια σας όπου κάνουν τους ανθρώπους τζιράκια. Τώρα ήρθα στελμένος άπό τό κάστρο νά κάμω συνθήκες, κι' όχι νά μπω μιστωτός. Τελειώνοντας ή υπόθεση του κάστρου, τότε τηράμε αυτό».
Εναρξη παράδοσης των πολιορκημένων.
Μείναμε σύνφωνοι 'σ όλα καί στείλαμεν έναν άνθρωπον εμείς κ' έναν αυτός καί πήγαν εις τήν Μοθώνη ό,τι καράβια βρούνε ευρωπαίικα νά τά ναυλώσουνε· (κι' άν εύρη τίποτα καπετάνιους φιλέλληνες, είπα έγώ του δικού μας, νά τους ναυλώσουνε τά καράβια καί νά φέρνουν γύρα καμπόσες ήμέρες, μέ τρόπον πώς συγυρίζουν τά καράβια, νά μή μάς έρθη ή δύναμη του Έκλαμπρότατου «Όμως» Κουντουργιώτη). Άφού πήγαν, τόφεραν γύρα δεκοχτώ ήμερες· δέν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναύλο τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα. Στέλνει ό Μπραΐμης, μού λέγει· «Διά σάς τούς παλιανθρώπους μού γυρεύουν τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα καί δέν τά δίνω. - Ή παλιοί 'μαστε ή καινούργοι άνθρωποι, κατά όπού συνφωνήσαμεν θά τά πλερώσης». Μείναμεν σύνφωνοι νά τά πλερώση, άφού κάμαμεν πλήθος φιλονικίες.
ΠΗΓΕΣ:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου