"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

"Ο Κολοκοτρώνης όμως...κι ο Μεταξάς ...θέλουν και φατρίες'.. από αυτούς προχώρησαν οι Αράπηδες".-( Μακρυγιάννης)

Δεν ήταν πλέον υποψία είς τή Νύδρα καί ήρθε διαταγή άπό τήν Κυβέρνησιν έγώ νά περάσω μέ τό σώμα μου είς Άργος κι' ό Καρατάσιος μέ τό σώμα του είς τήν Αθήνα καί οί άλλοι άλλούθεν. Είς τή Νύδρα όπούμαστε έφερνα όλο τό σέβας είς τόν Καρατάσιον, ώς άρχηγόν όπου τόν είχαμε όλοι κι' ώς γεροντότερον, καί μ' αγαπούσε κι' αυτός ώς παιδί του. Κι' όλοι του οί καπεταναίοι ήταν μ' εμένα ώς αδελφοί' γενναίοι άντρες. Τού είπα τού Καρατάσιου κι' όλουνών τών καπεταναίων του ότι· «Εμείς ό τόπος μας έχάλασε, τού κάθε ένού, καί καταξοχή ό δικός σας, όπούστε άπόξω. Τό λοιπόν, επειδή τις κι' ό τόπος σας έμεινε έξω, ό Δυσσέας, ό Γκούρας καί οί άλλοι οί Ρουμε­λιώτες, καθώς καί οί Πελοποννήσιοι σάς θέλουν νά σάς έχουν ώς δούλους, μέ τήν δύναμή σας νά τηράνε τά νιτερέσια τους, νά γυμνώνουν τήν πατρίδα, καθώς τό λέπετε, νά παίρνουν τά καλύτερα υποστατικά καί νά κάνουν συχνούς έφύλιους πολέμους. Καί διά νά χαίρωνται αυτά όπου άδραξαν όλοι αύτείνοι, κάθε ολίγον έφύλιους πολέμους φέρνουν είς τήν πατρίδα καί φα­τριασμούς, καθώς τό είδαμε ώς τώρα πόσοι άνθρωποι σκοτώ­θηκαν άπό 'μάς διά τά κέφια έκεινών. Καί ή πατρίς κιντυνεύει· κ' εμάς θά μάς κάμουν κοπέλια τους. Καί διά νά δυναμώση ή πατρίς πρέπει νά ενωθούμε στενά έμείς καί μ' όσους άλλους μπορέσουμε. Καί νά είμαστε μέ τήν Διοίκησιν καί μέ τούς νό­μους, νά δυναμώνουμε αυτά'ότι έτσι δυναμώνει γενικώς ή πα­τρίδα κι' όχι τά άτομα. Όρκιστήκαμε είς αυτό ό Καρατάσιος, ό Γάτζος κ' έγώ νά είμαστε σύνφωνοι κι' αχώριστοι διά τήν πα­τρίδα καί θρησκεία κατά τόν όρκον όπού κάμαμε όταν πρωτοσηκωθήκαμεν διά τήν λευτερίαν μας. Μίλησα ξεχωριστά καί μέ τούς άλλους καπεταναίους του καί καταξοχή μέ τόν γενναίον κι' αγαθόν Βελέτζα κι' άφησα αυτόν νά τούς βαστάγη, νά μήν τούς διαγείρη κανένας καί τούς άπατήση, ότι είναι αγαθοί άνθρωποι καί μπορούν ν΄ απατηθούν. Φιληθήκαμε, καί πάνε αύτείνοι είς τήν Αθήνα κ' έγώ ήρθα είς τ' Άργος. Καί συνφωνήσαμε ό,τι μαθαίνω ν΄ άγροικιώμαοτε συχνά. Κι' ακολουθούσαμε αυτό, χωρίς νά μάς παίρνουν χαμπέρι οί επίβουλοι τής πατρίδος καί οί 'διοτελείς.
Άμα ήρθα εδώ, είς Άργος, μέ διατάζει ή Διοίκηση νά πάρω τό σώμα μου κι' άπ' ούλα τ' άλλα σώματα όπούταν είς τ' Άνάπλι, τού Χατζηχρήστου κι' άλλουνών, νά γένουν όλοι αύτείνοι ώς χίλιοι διακόσοι άνθρωποι κι' αρχηγός νά είμαι έγώ 'σ αυτούς κι' ό Παπαφλέσσας είς τά πολιτικά, νά πάμε είς τήν Άρκαδιάν, ότι 'ρέθισαν τούς κατοίκους έκεί ό Κολοκοτρώνης μέ τόν συβουλάτορά του Μεταξά κι' όλοι οί συγγενείς του Κολοκοτρώνη καί οί σύντροφοί του οί νέοι, όλοι τής Πελοπόννησος οί κοτζαμπασήδες. - Άφού θέλησε ό Θεός νά γίνωμε κ' έμείς έθνος, δι' αυτό σκλαβώθηκαν οί σημαντικοί τής Ρούμελης, σκοτώθηκαν, θυ­σιάστηκαν ήταν νοικοκυραίοι, έγιναν διακοναραίοι· κι' άλλοι διά τήν πατρίδα έλειψαν καί χάθηκαν ολότελα. Αυτοί πρίν άπο τήν έπανάστασιν βάσταγαν τήν πατρίδα όσο ναύρη μίαν ήμέρα αρμόδια νά λευτερωθή, καθώς ό θεός φώτισε κ' ευρέθη. Ποιοί ήταν αύτείνοι; Ήταν ό Αλέξης Νούτζος, όπου ξεκρέμαγε άπο τά χέρια τών Τούρκων τούς χριστιανούς καί θυσιάστηκε καί εις τήν έπανάστασιν. Έδωσε περίτου απόνα μιλλιούνι γρόσια και βασανίζονταν είς τά στρατόπεδα Σουλίου, Άρτας κι' αλλού. Οί Νακαίγοι θυσίασαν είς τήν έπανάστασιν πραματικώς, ό Φίλων, ό Λογοθέτης καί οί άλλοι. Οί Σαλωνίτες, οί Φηβαίγοι, οί Ταλαντιναίγοι, οί Λιδορικιώτες, οί Κραβαρίτες, οί Μισολογγίτες, όπούγιναν στάχτη, οί Άποκουρίτες, οί Βραχωρίτες, όλο τό Κάρελι κι' ό Βάλτος - οί Μεγαπαναίγοι, οί Μαυροματαίγοι, οί Καραγιανναίγοι -, οί Καρπενησιώτες καί τ' άλλα τά μέρη τής Ρού­μελης, πλούσιοι νοικοκυραίοι καί κάτοικοι καί πολλοί γενναίοι οπλαρχηγοί. Είς τήν Ρούμελη, αφού ό Τούρκος κοιμόταν μέ τήν γυναίκα του είς τήν Λάρσα, τ' άλλο τό βράδυ ήταν είς τό σπίτι τού Ρουμελιώτη. Τόν κατασκότωνε, τόν κατασκλάβωνε καί τόν έκαιγε. Πέστε μου ένα σπίτι παλιόν είς τήν Ρούμελη όπού νά μήν είναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν νά μήν κάηκε καί οί γές έρημες καί μπαίρια ώς τήν σήμερον. Σάς είπα τής θυσίες τής Ρούμελης. Κι' αδικημένη είναι κι' αφανισμένη. Νόμους γυρεύει καί σύστημα νά πάγη ή πατρίς ομπρός.
Ό Κολοκοτρώνης όμως κι' ό Μεταξάς καί οί άλλοι οί τοιούτοι καθημερινούς έφύ­λιους πολέμους θέλουν καί φατρίες· αύτείνοι τής γέννησαν κι' άπό αυτούς προχώρεσαν κ' οί Αράπηδες.
Τά 1824 Όκτωβρίου 14 έλαβα τήν διαταγή νά περιλάβω τούς ανθρώπους 'σ τήν όδηγίαν μου καί νά πάγω - ότι δέν προσηκώθη ό Κουντουργιώτης είς τόν Ζαΐμη· ότ' είχε άλλη δουλειά καί δέν προσηκώθη είς τό καράβι, αντάρτης ό Ζαΐμης. Πήγαμε 'σ τήν Τροπολιτζά· εκεί συναχτήκαμε όλοι νά πάμε είς τήν Αρ­καδία κι' ό Παπαφλέσιας μαζί. "Ομως κι' αύτεινού τού μακα­ρίτη ό χαραχτήρας ήταν σάν έκεινών. Είχαμε πιαστή πρωτύτερα καί βριστήκαμε ομπρός είς τήν Κυβέρνησιν. Ήθελαν νά στείλουν καί πρωτύτερα εμένα 'σ αύτείνη τήν άνταρσίαν καί δέν θέλησα, καί στείλαν τόν Χριστόδουλον Ποργιώτη καί τόν έπια­σαν οί αντάρτες ζωντανόν μ' όλους του τους ανθρώπους είς τήν Μεσσηνίαν. Καί ήθελε κ' έμενα ό άγιος Αρχιμανδρίτης νά με στείλη, (ήθελε νά κάνη τους πατριώτες του παληκάρια) κ' έγώ του είπα νά κοπιάση νά πάμε μαζί, ότι έγώ δέν γνωρίζω ούτε τής θέσες, ούτε τούς ανθρώπους. Αφού πήγαμε είς τήν Τροπολιτζά, ό Σταϊκούλης (ήταν έκεί· ήμαστε φίλοι) μού είπε ότι οί Κολοκοτρωναίγοι έχουν πάθος 'σ εμένα καί θά μέ πιάσουνε ζωντανόν ή σκοτωμένον.
Ότι έγώ τούς βήκα άπιστος κ' έφυγα άπό τά ότζάκια αυτά, άπό Δυσσέα καί Κολοκοτρώνη, καί τώρα μέ διατάττει ή Κυβέρνηση καί τούς πάγω άναντίον τους. Κι' όσα μπορέσουνε, μού είπε, θά ξοδιάσουνε ή μέ δικούς μου ανθρώ­πους, ή μέ δικούς τους θά μέ ξεμπερδέψουνε. Ό Σταϊκούλης είχε μίαν ανιψιά καί ήθελε νά μέ κάμη γαμπρό καί δέν τουλεγα τό όχι κ' έλπιζε. Ήταν κι' αυτός, καθώς μούλεγε, παρών 'σ τήν όμιλίαν τους έκεινών, όπού μιλούσαν άναντίον μου. Έγώ τού είπα· «Δέν πάγω πουθενά νά γυμνώσω ή νά διατιμήσω κανέ­ναν· ή πατρίς μου χωρίς νόμους καί διοίκησιν κιντυνεύει. Πάγω δι' αύτείνη κι' ό Θεός είναι αρχηγός καί προστάτης του καλού». Τού είπα τού Σταϊκούλη ό,τι μαθαίνη νά μού στέλνη μέ σίγουρον άνθρωπον.
Ό Παπαφλέσιας πήρε μίαν γυναίκα μ' ένα ντέφι κ' έναν μέ βιολί καί πήγαμε είς Λιοντάρι. Άπό τά σώματα, τούς χίλιους διακόσους ανθρώπους, δέν ακολούθησαν μαζί μας μήτε έξακόσοι· δέν θέλαν νάρθουν· τούς ανακάτωναν οί άναντίοι καί τούς δείλιαζαν, σάν χάλασαν οί Μεσσήνιοι τόν Ποργιώτη είς τούς Λάκκους. Σηκωθήκαμε μ' αυτούς πήγαμε είς Λιοντάρι. Κρατεί αυτό τό μεγαλύτερο σώμα έκεί ό Παπαφλέσιας, κ' έμένα μέ δια­κόσους πενήντα, όπούχα δικούς μου, μού είπε νά κατέβω είς τούς Λάκκους όσο νά συνάξη πατριώτες του ό Παπαφλέσιας καί τήν αυγή έρχονται κι' αύτείνοι. Μπιστεύτηκα, πήρα τούς ανθρώπους μου καί κατέβηκα είς τούς Λάκκους. Τό βράδυ τό μαθαίνουν οί Άρκαδηνοί, οί λεγόμενοι Ντρέδες, καί διά νυχτός αυτείνοι κι' άλλοι άπό τά κοντινά μέρη έρχονται καί μέ κλείνουν ολόγυρα καί πιάνουν όλα τά τριγυρινά χωριά. Μαθαίνοντας έγώ αυτό, μπονόρα - ήταν καρσί τό Μελιγαλά κ' έχει καμπόσες κούλιες, έστειλα καί τήραξα, δέν τής είχαν πιασμένες ακόμα -σηκώθηκα καί πήγα καί τής έπιασα αυτές καί τό χωριόν καί δυναμωθήκαμε άπό κάτου. Πλάκωσαν πεζούρα, καβαλλαρία πλήθος· μου παραγγέλνουν ν΄ αδειάσω τό χωριόν, ότι θά μπούνε αυτείνοι, όπου λευτέρωσαν αυτούς τους τόπους· καί θά φάνε αυτείνοι κόττες καί γάλλους καί πήτες· κ' έγώ νά φύγω νά πάγω άπό 'κεί όπούρθα· ότι πήγα καί τούς πάτησα τά γερά τους χώματα. Κι' άν δέν φύγω, νά τούς καρτερέσω· καί θά μού ριχτούνε· καί θά τό πάθω χερότερα άπό τόν Ποργιώτη. Εκείνους τούς έσπλαχνίστηκαν καί τούς πήραν τ' άρματα τους καί τούς απόλυσαν εμάς καί τ' άρματά μας θά μάς πάρουν καί τά κόκκαλά μας θά μείνουν έκεί.
Τότε στοχάστηκα κι' αυτούς τούς αποστάτες τής πατρίδος ν' απατήσω, διά νά μην πάθωμεν καμμίαν ντροπή, ξένοι άνθρωποι κι' ολίγοι, σέ τόση δύναμιν όπούταν αυτείνοι, καί τόν γενναίον Παπά Φλέσια, όπου γλεντάγει εις τό Λιοντάρι μέ τής γυναίκες καί τά λαλούμενα - καί διά νά γλεντάγη βάσταξε κι' όλους τούς ανθρώπους (διά νά πάθω έγώ μέ τούς συντρόφους μου), πρέπει νά φέρω καί τήν άγιωσύνην του έδώ νά μιλήση μέ τούς πατριώτες του τούς Άρκάδιους, οπού γνωρίζουν τόν πατριωτισμό καί τήν αρετή ένας του άλ­λου. Λέγω τών Άρκάδιων όπούρθαν πλησίον μου· άφού ρώ­τησα πώς λένε τούς αρχηγούς, τόν καθένα, τούς λέγω νά βγούνε αλάργα άπό τούς ανθρώπους τους αυτείνοι όλοι, οί αρ­χηγοί, ότι θέλω νά τούς μιλήσω· ότ' είμαι διαταμένος άπό τήν Κυβέρνησιν. Συνάχτηκαν όλοι 'σ ένα μέρος· δυνάμωσα τό χω­ριόν καλά, πήρα κι' ανθρώπους μαζί μου καί πήγα.
Εκείνων όπου άφησα εις τό χωριόν τούς είπα, άν έρθω μαζί μ' εκείνους καί τούς κάμω τό σινιάλο, νά τούς βαρέσουνε, όταν πλησιάσω άπό κάτου τήν κούλια, άν θελήσουνε νάρθουν μαζί μου νά μπούνε εις τό χωριόν, όπως έλεγαν νά τ' αδειάσουμε έμείς νά μπούνε έκείνοι. Πήγα μέ πεντέξι κάτου, έκεί όπού ήταν οι αρχηγοί, τούς χαιρέτησα, τούς είπα' «Ποιος είναι ό αρχηγός; - Ό Μήτρος». Μού τόν δείξαν τόν πήρα καί πήγαμε οι δυό μας παραπέρα. Του είπα· «Ή Κυβέρνηση διά τήν γενναιότητα κι' αγώνες όπούχεις πρός τήν πατρίδα έστειλε τόν άγιον Παπαφλέσιαν, τόν πατριώτη σας, κ' έχει τόσες λίρες γιά σένα. (΄Οτι τότε μάς δώσαν τής λίρες νά λευτερωθούμε κι' όχι όποιοι είναι κεφαλές νά τής φάνε. Μούτζες καί στρούτζες νάχουν καί τόνα τό μέρος καί τ' άλλο). Του είπα του γενναίου άντρός τής λίρες όπούχει ό Παπαφλέσιας καί τόν βαθμό του καί διά τά παληκάρια του άλλες λίρες. (Αφού σκότωσαν τους ντόπιους Τούρ­κους αυτείνοι, πήραν τό βιόν τους. Κι' όλα τά δικαιώματα αυ­τείνοι τά είχαν κι' όλο έφύλιους πολέμους κάναν). Αυτόν τόν άρχηγόν τόν ηύρα πολλά φτωχόν καί τόν πλούτηνα μέ χρήματα καί βαθμούς - λόγια τής όρεξής του - οπού τάχει ό άγιος Πα­παφλέσιας, ό πατριώτης του (κι' αυτός δέν είχε άλλο τίποτα άπό τά παιγνίδια όπου πήρε άπό τήν Τροπολιτζά καί γλένταγε μέ τής συμπατριώτισσες του). Άφού διόρθωσα τόν άρχηγόν, τόν ρώτησα τί γενναιότητα έχει ό καθείς άπό τους άλλους καί τί πρέπει νά μεσιτέψω εις τόν άγιον Παπαφλέσια. Μου σύστησε εκείνους όπούθελε. Πήρα τόν καθέναν, τόδωσα άπονα άσκί μ' αγέρα - όσο νάρθή ό άγιος Παπαφλέσιας· τούς ανάπαψα όλους.
Γύρευαν νά μείνω 'στό μισό χωριό έγώ, 'στό Μελιγαλά, καί στο άλλο μισό νά μπούνε κι' άπό 'κείνους. Τούς περικάλεσα νά πάνε 'σ άλλα χωριά νά μείνουν μίαν βραδειά όσο νάρθή ό Παπαφλέσιας νά λάβουν τά δίκια τους· κι' όπως μείνουν σύνφωνοι, γίνεται ύστερα. Τούς ησύχασα· πιάσαν τά χωριά τού Ριζού καί Μπούγα καί μέρος άπό τού Κάμπου καί τούς Κωσταντίνους. Έκεί είχανε καί τήν διοίκησίν τους, τά πρωτοκολλά τους κι' όλα τους τ' αναγκαία, ώς κεντρικόν χωριόν καί δυνατό.
Αφού έφυγα άπό αυτούς, φκειάνω ένα γράμμα τού άγιου Παπαφλέσια καί του λέγω· «Έδώ μαθαίνοντας τόν καλό σου ερχομό, όλοι οί 'Αρκαδηνοί καί τά κοντινά μέρη ήρθαν μικροί μεγάλοι καί προσμένουν τόν πατριώτη τους, τόν σωτήρα τους· καί ήθελαν νάρθούνε αύτού καί τούς άλκότησα· τούς είπα ότι απόψε είσαι 'δώ, καί μείναν. Νά μην χάσης καιρό, μίαν ώρα αρχύτερα νά κοπιάσης, ότ' είναι καί πολλοί σημαντικοί όπου σέ προσμένουν». Τό γράμμα τόδωσα ένού ανθρώπου μου όπού νάναι τέτοιος ψεύτης, νά ψυχώνη τόν Παπαφλέσια νάρθη. Εύτύς όπου τόλαβε άφησε όλα του τά παιγνίδια καί ξημέρωσε είς τό χωριόν Σαντάνι. Βρέθη εύλογον άπό τους Άρκάδιους νά σ
ταθή εκεί, νά είναι σέ κεντρικόν μέρος, αλάργα άπό μέναν καί πλησίον 'σ αυτούς. Όταν ήμαστε είς τ' 'Ανάπλι έλεγε ό άγιος Παπαφλέσιας τής Κυβέρνησης ότι θά φέρη τόν αδελφό του Νι­κήτα κι' άλλους συγγενείς του περίτου άπό δυό χιλιάδες, χωριστά τό σώμα όπου μου βάσταξε έμένα, κ' έγώ έμεινα μέ δια­κόσους πενήντα ανθρώπους. Ήρθε ό αδελφός του μ' όχτώ μό­νον ανθρώπους.
Ό άγιος Παπαφλέσιας ξημέρωσε εις τό Σαντάνι, νά τόν δε­χτούνε οί πατριώτες του, μόνον μέ τό σώμα όπου τάφησα, κι' ό αδελφός του καί οί άλλοι οί συγγενείς του όλοι όχτώ. Πάνε οί γενναίοι Ντρέδες διά τά βραβεία τών άντραγαθημάτωνε τους, διά χρήματα καί βαθμούς, νά τούς τά δώση ό Παπαφλέσιας. Ό Παπαφλέσιας γύρευε τής έπιδέξες, ότι άφησε τά παιγνίδια καί ήρθε όληνύχτα' οί 'Αργάδιγοι όλο τά βραβεία. Δέν είχε κανένας τίποτα αλήθεια νά δώση του άλλου. Τότε στέλνουν επίτηδες νά πάγω έγώ νά τούς ξηγήσω τήν ύπόθεσιν. Τούς αποκρίθηκα· «Έγώ είμαι ξένος άνθρωπος, δέν γνωρίζω άπό αυτά. - Ντου­φέκι!» τού λένε οί 'Αρκάδιγοι του Παπαφλέσια· κι' άρχισε τό ντουφέκι. Κινιώνται καί διά 'μένα όσ' ήταν είς τό Μπούγα καί 'σ τά Ριζοχώρια κι' όλα εκείνα τά μέρη, περισσότερη κι' άντρειότερη δύναμη, ένα ότι τούς απάτησα καί τ' άλλο ότι τούς μόλυνα τά γερά τους χώματα - τ' άπολέμητα. Πήρα εκατό ανθρώπους διαλεμένους δικούς μου καί καμμίαν πενηνταριά Μελιγαλιώτες διά νά τούς τραβήσω άπό τό χωριό νά μή μού κάμουν καμμίαν άπιστιά, καί πήγα κ' έπιασα τό παλιό 'Αλειτρούγι· τόχαν καμένο οί Ντρέδες καί σώζονται μιά παλιοκούλια καί χαλάσματα. Όλα αυτά τά χωριά ρωτούσαν πόσοι είμαστε κι' άν έχομε καί καλά άρματα, νά τά πρωτοπάρη ό καθείς, όποια κολώνα μάς κυργέψη. Άπό τού Ριζού τό μέρος ήταν ό Μήτρο Πέτροβας, ό Γκρίτζαλης κι' ό Καλαμπόκης· άπό τό Μπούγα ήταν πολλές κεφαλές κι' ώς χίλιοι άνθρωποι, όλοι ελεύτεροι είς τά ποδάρια. Μάς ρίχτηκαν εκείνοι καί τόσο μάς πλάκωσαν -τό μπαγιράκι τό δικό μας κ' έκεινών πλησίασαν ήμαστε χαμένοι. Βγάλαμε τά μαχαίρια, σκοτώσαμε τόν μπαϊραχτάρη τους, πήραμε τό μπα­γιράκι τους, σκοτώσαμε καί άλλους πεντέξι, πιάσαμε καί καμ­πόσους ζωντανούς καί τούς κυνηγήσαμε πέρα άπό τό Μπούγα. Μ' εκείνη τήν ορμή ριχτήκαμε καί τών άλλουνών καί τούς βγά­λαμε καμπόσο άπάνου. Τόν Παπαφλέσια τόν έμασαν πολλοί εις τό γιοφύρι του Σαντανιού καί τόν πήγαν ώς τό Σαντάνι· καί σκότωσαν δυό τρείς δικούς του καί τόν Χατζή Ηλία, ένα παληκάρι σπάνιον.
Τότε, διά νά ξεθυμάνωμε τόν πόλεμον τού Φλέσια, πάμε είς τό Μπούγα καί τούς δίνομε ένα τζάκισμα καί τούς πήγαμε κυνηγώντας ώς τό Καλυβοχώρι, όπούνε λωβιασμένοι, κ' έκεί τούς αφήσαμε. Οί άνθρωποι μου πήραν λάφυρα πολλά, όταν τούς χαλάσαμε, κι' άπό 'κείνους κι' άπ' όσους δέν φταίγαν δέν μπορούσα νά τούς βαστήσω τούς ανθρώπους είς τήν άγανάχτησιν όπούχαν εναντίον τών 'Αρκάδιων, ότι μάς φοβέ­ριζαν νά μάς σκοτώσουνε όπου τούς πατήσαμε τά γερά τους χώμοττα. Μού λαβώθηκαν κι' άπό τούς δικούς μου καμπόσοι.
Χαλάγοντας αυτούς ριχτήκαμε καί είς εκείνους οπού ήταν είς τόν Παπαφλέσια· τούς πήραμε τής πλάτες καί τζακίστηκαν. Καί σουρούπωσε' καί πήρα τούς πληγωμένους καί πήγα είς τό Μελιγαλά. Καί διά νυχτός συνάχτηκαν οί 'Αρκάδιγοι πίσου είς τό Μπουγά καί Κωσταντίνους. Καί τ' αριστερά χωριά έπιασαν καί δυνάμωσαν κατά τής Καρύταινας τό μέρος, νάχουν τόν τόπον άνοιχτόν άπό 'κείνο τό μέρος· ότι πρόσμεναν μιντάτι άπό 'κείθε τήν αυγή, τή δύναμη τους τήν πολλή' τούς ήρθε κι' άλλη δύναμη διά νυχτός καί πιάσαν άπό τό Μπούγα καί Κωσταντίνους κ' εκείνη τή ράχη ώς τά πρόποδα του γεφυριού 'σ τό Σαντάνι. Τότε πήγα κ' έγώ είς τό Σαντάνι καί πήρα τούς ανθρώπους, κ' έστειλα καμμιά εκατοστή καί τούς πήραν τής πλάτες· καί συχρόνως τούς χτύπησα κ' έγώ άπό 'μπρός κ' εκείνοι άπό τής πλάτες καί τούς χαλάσαμε άπ' ούλα εκείνα τά μέρη· καί τούς ριχτήκαμε μέσα είς τούς Κωσταντίνους. Τούς χαλάσαμε κ' εκεί καί πιάσαμε ζωντανούς, τούς πήραμε τά πραχτικά τους κι' όλα τους τ' αναγκαία καί τούς πήγαμε κυνηγώντας ώς τήν άλλου ψηλότερη ράχη, όπούναι άπό πίσου τούς Κωσταντίνους. Όταν χαλάστηκαν αυτείνοι είς τούς Κωοταντίνους, άφησαν καί τό Μπούγα καί κόλλησαν όλοι 'σ εκείνο τό μέρος."
ΠΗΓΕΣ:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: