Δυσαρέσκεια των υπερασπιστών του Νεοκάστρου.
Ό Μπεζαντέ Γιωργάκης Μαυρομιχάλης κι' ό Γιατράκος είχαν διχόνοια με τόν Κουντουργιώτη. Κάνουν μίαν εταιρία μέσα εις τό κάστρο καί τάζαν άπό τριάντα γρόσια του κάθε άνθρώπου νά βγούνε έξω, νά μαζώξουν κι' άλλους νά πολεμήσουνε τόν Κουντουργιώτη - ν' ανοίξουνε πάλε έφύλιον πόλεμον! Καί είχαν καί τά καΐκια 'σ την άκρη, είς την πόρτα του γιαλού, έτοιμα, την νύχτα νά μπούνε μέσα νά φύγουν. Κάτι στρατιώτες τόμαθαν άπόναν μπιστεμένον τους καί τό είπαν του φρουράρχου καί συχρόνως κ' έμενα καί πιαστήκαμε· καί πήγαμε νά σκοτωθούμε. Τους είπα· «Έγώ ξέροντας εσάς, ήρθα 'δώ 'σ εσάς καί κατασκότωσα τους συντρόφους μου' κ' εσείς πλερώνετε μιστούς νά πάρετε τους ανθρώπους άπό του κάστρου τήν φρουρά νά πάτε ν' ανοίξετε νέον έφύλιον πόλεμον, όπου γιόμωσε ό τόπος Τουρκιά;» Σκούζω καί συνάχτηκαν όλοι οί Ρουμελιώτες μ' έμενα καί τούς είπα· «Χωρίς άλλο νά βουλιάξετε τά καΐκια· καί νάρθής έσύ, Μπεζαντέ, κι' ό Γιατράκος είς τό πόστο μου, είς τόν Ίτζκαλέ, νά είμαστε μαζί, καί είς τά πόστα σας θά βάλω άλλους ανθρώπους δικούς μου. - 'Εχομεν πόλεμον αναμεταξύ μας καί θ' ανοίξω τής πόρτες νά μπούνε καί οί Τούρκοι μέσα!». Τότε βούλιαξαν τά καΐκια· καί τούς πήρα είς τό πόστο μου κ' έπιασα τά πόστα τους έγώ μ' ανθρώπους σίγουρους· κ' έτζι έσυχάσαμε.
Ο Μακρυγιάννης εξευμενίζει τη Φρουρά
Καί κάθονταν εις τό πόστο μου' καί μέ περικάλεσαν νά μην μαθευτή αυτό έξω. Κ' έκαμα τεμπίχι τους ανθρώπους καί δεν τό είπαμε κανενού. Όμως έγώ τό βάνω έδώ. Μου είπε ό ίδιος ό Μπεζαντές ότι τό είχε γινάτι, ότι έκείνοι κάθονται εις της Χώρες κ' έμείς σκοτωνόμαστε νύχτα καί ήμερα μ' εβδομήντα δράμια νερό· έγώ τό μέραζα· καί 'σ τό ύστερνό τούς μέραζα τριάντα πέντε δράμια μοναχά. Αφανιστήκαμε άπό τήν δίψα· ξεράθηκε ή γλώσσα μας.
Ό Μπραΐμης έδίπλωσε τά κανόνια του καί μπόμπες καί γρανάτες. Καί δέν μάς άφιναν ούτε νύχτα, ούτε 'μέρα· ακατάπαυτα πόλεμος. Τό κάστρο ήταν σάπιον καί γκρεμίζεταν· κ' έμείς φκειάναμεν μέ ξύλα σαν κασσόνια άπό μέσα καί τά γιομίζαμε χώμα. Καί δουλεύαμε καί πολεμούσαμε νύχτα καί ήμέρα· καί ταινιάσαμε. Κι' αρρώστησαν οι περισσότεροι έξ αιτίας του αγώνος του πολλού καί τής δίψας. Οί κανονιαραίοι καί οι τζενιέριδες του Μπραΐμη ήταν όλοι Γάλλοι κι' αφάνισαν τό κάστρο. Όσα ασκέρια ήταν εις τής Χώρες μέ τόν Κουντουργιώτη τρώγαν αρνιά καί τά πλέρωσε μιστούς καί γεμεκλίκια άπό έξι μηναία' τούς δικούς μου όσους είχα είς Παλιοβαρίνους καί είς Νιόκαστρο δέν τούς έδωσε μήτε λεπτό. Θύμωσαν οί άνθρωποι καί γύρευαν νά μέ πάρουν νά πάμε πίσου είς τήν Άρκαδιά. Καί πέφτουν όλου του κάστρου οί άνθρωποι άπάνου μου νά μέ βαστήξουν, είδε φεύγουν όλοι. Καί τότε βιάστηκα νά πλερώσω έξ ιδίων μου τούς ανθρώπους. Ό Αναγνωσταράς έλεγε νά γένωμε όλοι αξιωματικοί όσοι πιάσαμε τούς Άβαρίνους· έκείνοι ουτε καί τόν μιστόν μάς δίνουν. Οι κόλακες αγαπούνε τούς κόλακας καί οί ψεύτες τούς ψεύτες. Πλέρωσα τούς ανθρώπους έξ ιδίων μου, δανείστηκα, καί τούς έστειλα είς τά πόστα τους.Όσους είχα είς τούς Άβαρίνους δεν μπορούσαν νά βαστήξουν μόνοι τους πλέον, ότι φοβέριζαν οί Τούρκοι νά τούς ριχτούν διά νυχτός κι' ώς ολίγους νά τούς χαλάσουνε και νά κερδέψουνε τήν θέσιν. 'Αρχισε πρώτα ό Μπραίμης κ' έκοψε τέσσερα χαντάκια άπό τήν μίαν άκρη της θάλασσας ώς τήν άλλη καί τά γιόμωσε άπό πίσου ασκέρι, 'σ τό κάθε χαντάκι. Καί είς τά δύο ανάμεσα είχε σαν πιάτζα· κ' έκεί είχε τό τζαντίρι του καί πεζούρα, διαλεμένο ασκέρι, καί καβαλλαρία. Άπό τήν Μοθώνη ώς τό Νιόκαστρον ήταν γιομάτο τζαντίρια κι' ασκέρια. Αφού τελείωσε αυτά τά χαρακώματα κι' ασφάλισε τά κανόνια του, ότι φοβώνταν νά μήν βγούμε πίσου άπό τό κάστρο έξω είς τά κανόνια του, κι' άφού 'τοιμάστηκε, είχε νά κινηθή άναντίον των ολίγων είς τούς Άβαρίνους. Τότε έστειλαν τόν άξιωμαπκόν άπό τούς Άβαρίνους καί μού είπανε ότι πηγαίνουν Τούρκοι έκεί καί παρατηρούν μέ τά κιάλια τήν θέσιν των Άβαρίνων διά νά κάμουν κίνημα. Καί μού παράγγειλαν άπό τούς Άβαρίνους, άν δέν έρθουν κι' άλλα στρατέματα άπό της Χώρες, όπου κάθονται εκεί περίτου άπό δεκάξι χιλιάδες, «τότε εμείς, άν δέν έρθουν κι' άπό αυτούς, θ' αφήσουμε τήν θέσιν νάρθούμε κ' έμείς αυτού είς τό κάστρο, ή θά πάμε είς τήν Άρκαδιά». Τάστειλα αυτά επίτηδες του Κουντουριώτη τόσες φορές καί ήρθε εις Άβαρίνους μέ τό σώμα του ό Χατζηχρήστος κ' έπιασε τήν θέσιν μαζί μέ τους ανθρώπους μου.
Ό Μπραΐμης έδίπλωσε τά κανόνια του καί μπόμπες καί γρανάτες. Καί δέν μάς άφιναν ούτε νύχτα, ούτε 'μέρα· ακατάπαυτα πόλεμος. Τό κάστρο ήταν σάπιον καί γκρεμίζεταν· κ' έμείς φκειάναμεν μέ ξύλα σαν κασσόνια άπό μέσα καί τά γιομίζαμε χώμα. Καί δουλεύαμε καί πολεμούσαμε νύχτα καί ήμέρα· καί ταινιάσαμε. Κι' αρρώστησαν οι περισσότεροι έξ αιτίας του αγώνος του πολλού καί τής δίψας. Οί κανονιαραίοι καί οι τζενιέριδες του Μπραΐμη ήταν όλοι Γάλλοι κι' αφάνισαν τό κάστρο. Όσα ασκέρια ήταν εις τής Χώρες μέ τόν Κουντουργιώτη τρώγαν αρνιά καί τά πλέρωσε μιστούς καί γεμεκλίκια άπό έξι μηναία' τούς δικούς μου όσους είχα είς Παλιοβαρίνους καί είς Νιόκαστρο δέν τούς έδωσε μήτε λεπτό. Θύμωσαν οί άνθρωποι καί γύρευαν νά μέ πάρουν νά πάμε πίσου είς τήν Άρκαδιά. Καί πέφτουν όλου του κάστρου οί άνθρωποι άπάνου μου νά μέ βαστήξουν, είδε φεύγουν όλοι. Καί τότε βιάστηκα νά πλερώσω έξ ιδίων μου τούς ανθρώπους. Ό Αναγνωσταράς έλεγε νά γένωμε όλοι αξιωματικοί όσοι πιάσαμε τούς Άβαρίνους· έκείνοι ουτε καί τόν μιστόν μάς δίνουν. Οι κόλακες αγαπούνε τούς κόλακας καί οί ψεύτες τούς ψεύτες. Πλέρωσα τούς ανθρώπους έξ ιδίων μου, δανείστηκα, καί τούς έστειλα είς τά πόστα τους.Όσους είχα είς τούς Άβαρίνους δεν μπορούσαν νά βαστήξουν μόνοι τους πλέον, ότι φοβέριζαν οί Τούρκοι νά τούς ριχτούν διά νυχτός κι' ώς ολίγους νά τούς χαλάσουνε και νά κερδέψουνε τήν θέσιν. 'Αρχισε πρώτα ό Μπραίμης κ' έκοψε τέσσερα χαντάκια άπό τήν μίαν άκρη της θάλασσας ώς τήν άλλη καί τά γιόμωσε άπό πίσου ασκέρι, 'σ τό κάθε χαντάκι. Καί είς τά δύο ανάμεσα είχε σαν πιάτζα· κ' έκεί είχε τό τζαντίρι του καί πεζούρα, διαλεμένο ασκέρι, καί καβαλλαρία. Άπό τήν Μοθώνη ώς τό Νιόκαστρον ήταν γιομάτο τζαντίρια κι' ασκέρια. Αφού τελείωσε αυτά τά χαρακώματα κι' ασφάλισε τά κανόνια του, ότι φοβώνταν νά μήν βγούμε πίσου άπό τό κάστρο έξω είς τά κανόνια του, κι' άφού 'τοιμάστηκε, είχε νά κινηθή άναντίον των ολίγων είς τούς Άβαρίνους. Τότε έστειλαν τόν άξιωμαπκόν άπό τούς Άβαρίνους καί μού είπανε ότι πηγαίνουν Τούρκοι έκεί καί παρατηρούν μέ τά κιάλια τήν θέσιν των Άβαρίνων διά νά κάμουν κίνημα. Καί μού παράγγειλαν άπό τούς Άβαρίνους, άν δέν έρθουν κι' άλλα στρατέματα άπό της Χώρες, όπου κάθονται εκεί περίτου άπό δεκάξι χιλιάδες, «τότε εμείς, άν δέν έρθουν κι' άπό αυτούς, θ' αφήσουμε τήν θέσιν νάρθούμε κ' έμείς αυτού είς τό κάστρο, ή θά πάμε είς τήν Άρκαδιά». Τάστειλα αυτά επίτηδες του Κουντουριώτη τόσες φορές καί ήρθε εις Άβαρίνους μέ τό σώμα του ό Χατζηχρήστος κ' έπιασε τήν θέσιν μαζί μέ τους ανθρώπους μου.
Οι Αιγύπτιοι αποβιβάζονται στη Σφακτηρία.
Σέ δυό 'μέρες είδαμε καρσί είς τήν Μοθώνη καί Σφαχτηρία ώς εκατόν τριάντα κομμάτια καράβια τούρκικα του Σουλτάνου, τού Μπραίμη, τών Άλτζερίνων καί τών άλλουνών ότζακιών. Σέ δυό ήμερες ήρθε κι' ό Μιαούλης μέ τά ελληνικά ώς τριάντα κομμάτια· καί ήταν καρσί είς τά τούρκικα· καί φαίνονταν τά ελληνικά σάν φελούκες 'μπρός είς τά τούρκικα. Τότε σάν ήρθε ό στόλος του Μπραίμη, στέλνει έναν Τούρκον άπόξω τό κάστρο νά μιλήσουμε. Βήκαμε άπό τό κάστρο διορισμένοι ό Μπεζαντές Μαυρομιχάλης άπό τούς Σπαρτιάτες, ό Γιατράκος άπό τους Πελοποννήσιους, εγώ άπό τους Ρουμελιώτες. Του λέμε του Τούρκου· «Τί ορίζεις; - Ό πασσάς μ' έστειλε ν' αφήσετε τό κάστρο νά φύγετε, νά μη χαθήτε. - Δέν πρέπει ό πασσάς, του είπαμε, νά μάς λυπάται τόσο' άς κοπιάση νά τό πάρη μέ πόλεμον, κι' όταν μάς κυργέψη, φαίνεται ή έσπλαγχνία του. Καί σύρε εις την δουλειά σου». 'Εφυγε ό Τούρκος. Βλέπομε άπό τά καράβια έρχονται πλήθος φελούκες κ' έμπαιναν ασκέρια καί τά πήγαιναν εις τά καράβια. Εις τήν Σφαχτηρία τό νησί είχαμε έξι κομμάτια κανόνια καί φύλαγαν τό στόμιον του λιμανιού καί καμπόσους ανθρώπους εκεί άπάνου. Όταν οί φελούκες τελείωσαν τ' ασκέρι τό τούρκικον, τόβαλαν είς τά καράβια τους. Τότε βλέπομεν τά καράβια πλησιάζουν, όσα είχαν τ' ασκέρι, κοντά είς τό νησί κι' Άβαρίνους. Όσοι ήταν είς τό νησί γυρεύουν δύναμιν - γύρευε ό Αναγνωσταράς ό υπουργός νά βγώ έγώ μέ τούς ανθρώπους μου εις τό νησί, όπούταν κι' αυτός, καί νά πάρω κ' εκείνους άπό τούς Άβαρίνους νά πάμε όλοι 'σ τό νησί νά δυναμώσουμε εκείνη τήν θέσιν. Ακούγοντας αυτό δά ήταν είς τό κάστρο, πώς θά πάγω μέ τό σώμα μου είς τό νησί, δέν θέλησαν άν βγώ έγώ μέ τούς ανθρώπους μου, βγαίνουν κ' εκείνοι. Καί γράφει ό φρούραρχος ότι εμένα δέν μ' άφίνουν άπό τό κάστρο νά βγώ. Τότε βγάλαμεν τόν Τζόκρη καί τόν Σταύρο Σαΐνη μέ καμπόσους καί πήγαν είς τό νησί· κ' έστειλε κι' ό Χατζηχρήστος καμπόσους δικούς του άπό τούς Άβαρίνους.
'Ηττα της Ελληνικής φρουράς.
Τότε τά καράβια τά τούρκικα βαρούγαν εκείνους είς τό νησί μέ τά κανόνια· δέν τούς έδωσαν καιρόν νά οχυρωθούνε- καί ήταν είς τό σιάδι. Οί φελούκες πλήθος μέ τ' ασκέρια τά τούρκικα κάμανε ντισμπάρκο άπάνου είς τό νησί. Αυτείνοι πολλοί, οί εδικοί μας αδύνατοι - καί κάτι ολίγοι γλύτωσαν άπό τούς δικούς μας κατά τό μέρος τού Άβαρίνου. Ρίχνονταν είς τήν θάλασσα κι' όσοι μέναν χωρίς νά πνιγούνε εκείνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν έκεί κεφαλές ό Τζαμαδός, ό Αναγνωσταράς, ό Σαΐνης, ό Σίμος κι' άλλοι πολλοί. Είς τόν ίδιον καιρόν πήγε κι' ό Μπραίμης μ' όλες του τής δύναμες καί πολέμαγε τούς Άβαρίνους μέ κανόνια καί ντουφέκια καί τά καράβια του τού πελάγου. Τότε βήκαμεν κ' εμείς άπό τό κάστρο άναντίον τών Τούρκων είς τά χαρακώματά τους, τους πολεμήσαμεν γενναίους.
Παράδοση των Παλαιών Ναυαρίνων
Βλέποντας αυτό οοι Τούρκοι τού νησιού, μας βαρούσαν με τά κανόνια τά δικά μας, όπούχαμεν εις τό νησί· μας βαρούσαν άπό της πλάτες κ' ήφεραν κι' ασκέρια άπό τό νησί άναντίον μας· και δυναμώθηκαν καλά οί Τούρκοι. Σκοτώσαμεν ολίγους· κι' άπό 'μάς σκοτώθηκαν καμπόσοι και πληγώθηκαν. Μάς αφάνισαν τά κανόνια. Μπήκαμεν πίσου εις τό κάστρο. Ό Μπραΐμης πήρε και τους Άβαρίνους μέ συνθήκες· κι' άλλοι φύγαν μέ γιρούσι, κι' άπ' αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν. Πήρε και σκλάβους τόν Χατζηχρήστον, τόν Δεσπότη Μοθώνης όπούταν έκεί· κ' εκείνον όπούχα κεφαλή εις τούς ανθρώπους μου τόν πλήγωσαν καί τόν πιάσανε· καί τόν πήγαν είς τό Μισίρι. Στάθη τέσσερα χρόνια έκεί κι' ολίγον καιρόν έχει όπούρθε. Τόν λένε Στάμον Βελέτζα.
Έξοδος της φρουράς του Νεοκάστρου.
Είς τό νησί άπάνου ήταν κι' ό Μαυροκορδάτος· μπήκε είς τό καράβι τού Τζαμαδού, μπήκε κι' ό Σαχτούρης μέσα ό φρούραρχος τού Νιόκαστρου, καί πολεμώντας μ' όλα τά καράβια τών Γούρκουν σώθηκαν μέ μεγάλον κίντυνο καί μ' άπερίγραφη γενναιότητα όπούδειξαν αυτείνοι οί άνθρωποι του καραβιού. 'Αλλο ήταν νά τό λέπη ό άνθρωπος κι' άλλο νά τό λέγη. Σώθηκαν μέ την βοήθεια τού Θεού, δίνοντας τους αντρεία πολλή.
Λυσσώδης επίθεση κατά του Νεοκάστρου.
Αύτείνη ή 'μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή διά τήν πατρίδα, όπούχασε τόσα παληκάρια καί σημαντικούς άντρες, στεργιανούς καί θαλασσινούς' διά όλη τήν πατρίδα ήταν φαρμάκι εκείνη ή 'μέρα καί διά 'μάς πεθαμός, ότι χάσαμεν τούς συντρόφους μας. Κι' ό πόλεμος αύγάτησε τώρα. Ή θέση εκτεταμένη· εμείς ολίγοι. Καί νερό τελείως. Κι' άγυπνοι νύχτα καί ήμέρα. Καί oι σημαντικοί αρχηγοί της πατρίδας όλοι μάς κάναν σίγρι άπό τήν ράχη' τόσες δύναμες μάς έβλεπαν μέ τά κιάλια αδιάφοροι σάν νά μήν ήμαστε αδελφοί τους καί συναγωνισταί τους. Μάς βλέπαν κι' άκουγαν τόν θρήνο τών κανονιών μας, όπου πετζοκοβόμαοτε. Γιόμωσε καί τό λιμάνι πνιμένους, σάν νά ήταν μπακακάκια είς τόν βάλτο, έτσι έπλεγαν κι' αύτείνοι εις την θάλασσα. Καί τό νησί καί τ' άλλα μέρη γιομάτα κουφάρια σκοτωμένους. Κ' οί ελληνικές δύναμες μάς τήραγαν άπό αλάργα.
Προτάσεις παράδοσης
Άφού ό Μπραΐμης κυρίεψε όλες της θέσες, τότε έβγαλε καί κανόνια άπό τά καράβια καί κρυφίως διά νυχτός άπό τά μαγαζειά κι' άπάνου, τίρα πιστολιάς, τό γιόμωσε κανόνια πέρα καί πέρα ξημερώθηκαν όλα φκειασμένα. Κι' άρχισε ό πόλεμος. Ό κανονοβολισμός καί ή μπόμπα καί ή γρανάτα μάς αφάνισαν.'Εστειλε δυό ανθρώπους έναν δικόνε μου, όπούπιασε είς τούς Άβαρίνους, κ' έναν του Χατζηχρήστου, νά ειπούνε τόν χαλασμό τους καί νά παραδοθούμεν. Ερριξα μίαν τριχιά, τους πήρα άπάνου είς τό κάστρο, τους είπα τί νά ειπούνε τών ανθρώπων μας νά μήν τους κρυώσουνε, δτ' είχαμεν ελπίδες ακόμα νά μήν έρθη τό μιντάτι μας, καί νά μήν παραδοθούμεν. Μίλησαν τών ανθρώπων παρουσία ό,τι τούς είπαμε συνφώνως μέ τόν Μπεζαντέ, νά τούς παρηγορηθούνε, τούς πολιορκημένους, ότι γύρευαν νά σκοτώσουνε τόν Μπεζαντέ κ' έμένα. 'Οτι άμα ήταν ό Μπραίμης εις τούς Άβαρίνους, νά θέλαμε φεύγαμε, άφίναμε τό κάστρο καί σωνόμαστε όλοι, ότ' ήταν λίγη δύναμη, κ' εμείς οι δύο δέν θελήσαμεν. Καί μάς φοβέριζαν νά μάς σκοτώσουνε. Γύρεψε πίσου τούς ανθρώπους τούς δύο ό Μπραΐμης, του είπαμε ψέματα ότι τούς σκότωσε μπόμπα.
ΠΗΓΕΣ:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΑΝΝΗΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου