"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Η θυσία της οικογένειας του Αναστασίου Γεωργίου Σιατιστέως στον αγώνα της Παλιγγενεσίας

Σας εκθέτω τώρα την αίτηση προς το Βασιλιά, ενός άλλου αγωνιστή.
Του Αναστασίου Γεωργίου Σιατιστέως.
«Αναστάσιος Γεωργίου Σιατιστεύς εκ Μακεδονίας πάροικος εις λαμίαν εξαιτείται ταπεινώς το αργυρούν αριστείον και ένα ανήκοντα βαθμόν απέναντι των προς την πατρίδα στρατιωτικών εκδουλεύσεων και υπερόγκων θυσιών, τοις πάσι γνωστών»..Μεγαλειότατε Βασιλεύ«Ο ευσεβάστως υποφαινόμενος τολμώ με σέβας πολύ να καθυποβάλω υπό τας βαθμίδας του υψηλού και θεοστηρίκτου θρόνου Σου δι’ ακόλουθα δίκαια και απερί φραστα παράπονά μου, επικαλούμενος, Βασιλεύ φιλοδίκαιε, την Βασιλικήν Σου επι είκειαν και προστασίαν.Μεγαλειότατε! Η διακεκριμένη θέση την οποία κατείχον παρά τω διαβοήτω Αλήπασιά, η υπόληψις και η δόξα τας οποίας απελάμβανον ανεξαρτήτως υφ’ όλων των εις εκείνα τα μέρη ήτο γνωστά τοις πάσι και δεν επιθυμώ να απασχολήσω τας πολυτίμους Β στιγμάς Σας με την εξιστόρησιν τούτων, αλλ’ εν συντόμω θέλω εκθέσει τας απ’ αρχής του ιερού αγώνος στρα τιωτικάς εκδουλεύσεις μου και θυσίας εφ’ ων ενθέρμως επικαλούμαι την Βασιλικήν Σου δικαιοσύνην και επιείκειαν, και τας ο ποίας επρόσφερα ενθουσιών προς αυτήν την ελευθέραν μας γην και πατρίδα। Βασιλεύ! Άμα εξερράγη η κατά των Τουρκών Ελληνική επανάστασις δεν έλειψα στιγμήν αλλ’ αφθωρεί έτρεξα και ηνώθηκα μετά των λοιπών συναγωνιστών μου, αγωνισθείς ως Μπουλουξής καθ’ όλην την διάρκειαν του αιματηρού αγώνος μας και καταπατήσας όχι μόνον τιμάς πλούτη και δόξαν, αλλά και αυτήν την ήδη πεινώσαν και γυμνητεύουσαν οικογένειάν μου εγκατέλειψα εις την διάθεσιν των οθωμανών καθώς και άπασαν την λαμπράν περιουσίαν μου συγκειμένην εκ πολυτίμων πραγμάτων και εξ υποστατικών ολοκλήρων χωρίων και την μεν οικογένειά μου δεν απελευθέρωσα από τας χείρας των οθωμανών, ειμή ύστερα από πολλά έτη καθώς και μέρος της κινητής περιουσίας μου το πολυτιμώτερον, όπερ εμπιστευθείς ως παρακαταθήκην ιεράν και απαραβίαστον εις τον Τουρκολάτρην (υποθέσας αυτόν ειλικρινή φίλον μου) και άπιστον Νάσιο Μάνδαλον, τα έχασα δια πάντα καθότι ο ρηθείς και παμμίαρος Νάσιο Μάνδαλος μοι ηρνήθη την απόδοσίν του. Την δε λοιπήν περιουσίαν μου στερούμαι και ήδη, μη δυνάμενος να απέλθω εις την κατά παραχώρησιν δεν εσώθη υπό τον βαρύν ζυγόν των Τουρκών κειμένην και στενάζου σαν πατρίδα μου.Μεγαλειότατε Βασιλεύ μου! αλλ’ ύστερα από τοσαύτας και τοιαύτας δεινοπαθίας μου και αιματηράς εκδουλεύσεις μου και θυσίας, έτυχα την ελαχίστην ανταμοιβήν παρά της πατρίδος ουδεμίαν, Βασιλεύ, μολονότι προανεφέρθην εις τας εξεταστικάς στρατιωτικάς επιτροπάς εξαποστείλας και τα ενδεικτικά έγγραφα και διπλώματά μου μη δυνηθείς να έλθω μόνος ως ευρισκόμενος κατ’ αυτήν εκείνην την εποχήν εκτός του κράτους, όπου εκαταγινόμην και επροσπαθούσα ν’ απελευθερώσω την υ πό τας χείρας των τυράννων ούσαν υποχείριον λαμπράν περιουσίαν μου και πολύτιμα κτήματα.Όθεν, βασιλεύ φιλοδίκαιε, μ’ όλην την φρικτήν και ανομολόγητην δυστυχίαν μου: απεφάσισα να έλθω ενταύθα εις την καθέδραν του Βασιλείου Σου, και ελθών αναφέρομαι ήδη ταπεινώς και προς την ημετέραν Β. Μεγαλειότητα, θερμοπαρακαλώ Αυτήν ίνα, αναλογιζομένη την οποίαν απώλεσα λαμπρά κατάστασίν μου θυσιάσας αυτήν χάριν αυτής της πατρίδος, την θέσιν και υπόληψιν τας οποίας απελάμβανον και κατείχα εις την κοινωνίαν και το δυσμοιρώτερον την απώλειαν όλων των τέκνων μου, θάψας τα μεν εις Μεσσολόγγι τα δε εις Ναύπακτον και μείνας έρημος ελπίδων γηροκομήσεως, όλα ταύτα λέγω εις την φρικτήν και εσχάτην δυστυχίαν, εν η διατελών, λαμβάνουσα υπ’ όψιν Της, ρίψη ίλεων και συμπαθητικόν όμμα και ευδοκούσα εν τη ακροτάτη Αυτής δικαιοσύνη να διατάξη να δικαιωθώ και εγώ, ως εδικαιώθησαν άπαντες οι αγωνιστές με τον ανήκοντά μοι βαθμόν και αργυρούν αριστείον τουλάχιστον, αν όχι και με τας αποδοχάς του βαθμού μου, αμοιβή ήτις όσω ελάσσων των προς την πατρίδα στρατιωτικών μου εκδουλεύσεων και θυσιών, τόσω πλέον θέλει μ’ ευχαριστήσει, δεικνύουσα ότι δεν απέβησαν … όλες οι θυσίες μου αυτές, και το μεγαλύτερον ίσως παραμυθήσει και την στηθοβόρον λύπην: ένεκεν των απωλεσθέντων τέκνων μου υφ’ η καταδιώκομαι। Εύελπις εις την Βασιλικήν επιείκειαν και δικαιοσύνην, υποσημειούμενος με βαθύτατον σέβας και εδαφιαίαν υπόκλισιν και ταπεινότατος και ευπειθέστατος δούλος και πιστός υπήκοος। Αναστάσιος Γεωργίου Σιατιστεύς.
Εν Αθήναις 6: Μαϊου 1843».
Πιστοποιητικόν«Πιστοποιούμε οι υποφαινόμενοι εν καθαρώ συνειδότι ότι ο κ. Αναστάσιος Γεωρ γίου Σιατιστεύς από Σιάτιστα της Μακεδονίας γνωστός τοις πάσι ως εκ της διακεκριμένης θέσεως ήν κατείχε παρά τω Διαβοήτω Αλή-πασά, άμα εξερράγη η κατά των τυράννων Ελληνική επανάστασις κατά τας αρχάς αυτής περί το 1821, καταφρο νήσας και εγκαταλείψας δόξα, πλούτη, κατάστασιν σημαντικήν και το τρομερώ τερον, άπασαν την οικογένειάν του εις τας χείρας και την διάκρισιν των Οθωμα νών, ηνώθη μετά των λοιπών Ελλήνων ανδρείως μα χουμένου υπέρ πίστεως και πατρίδος και έλαβε μέρος εις τον υπέρ ανεξαρτησίας της πατρίδος ιερόν αγώνα ευρεθείς ως μπουλουχτζής εις πολλάς μάχας και πολιορκίας, καθώς και εις την κατά του Σκόδρα διεξαχθείσαν μάχην επισυμβάσαν εις Πέτρα Κούτζιανα, εις την τρομεράν πολιορκίαν του Μεσολογγίου και εις άλλους πολλάς, τας οποίας παραλείπομεν χάριν συντομίας, διεξαχθείσης υπό τας οδηγίας του αειμνήστου Καραϊσκάκη, Ν Στορνάρη, Κώστα Μπότσαρη και άλλων διαφόρων οπλαρχηγών, αγωνισθείς ανδρείως κατά των τυράννων και συμπεριφερόμενος με την ανήκουσαν βοήθειαν και ευπείθειαν προς τους ανωτέρους του। Αι στρατιωτικαί εκδουλεύσεις του ρηθέντος Αναστασίου Σιατιστέως καθώς και αι χρηματικαί θυσίαι τας οποίας ένθους και αυθορμήτως επρόσφερεν ολοκαύτωμα εις τον υπέρ απελευθερώσεως της πατρίδος ιερόν βωμόν είναι σημαντικαί και πασιφα νέσταται। Βλέποντες δε ότι ουδεμίαν αμοιβήν και περίθαλψιν έτυχε παρά της πατρίδος και θεωρούντες αυ τόν πάντη ηδικημένον και παραμελημένον, δίδομεν το παρόν πιστοποιητικόν εις χρήσιν όπως του χρησιμεύσει όπου ανήκει προς υπόληψιν των στρατιωτικών εκδουλεύσεων και θυσιών του και υποφαινόμεθα.Αθήναι τη 15 Μαρτίου 1843
Αθανάσιος λιδωρίκης
Ευάγγελος Μ. Κοντογιάννης
Δημ. Καρατάσιος
Οι υπογράφοντες
Κήτσος Τζαβέλλας
Χριστόδουλος Χατζηπέτρου
Ιωάννης Στράτου
Γιάννης Κώστα.»
«Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Το υπουργείον των εσωτερικών
Προς τον Κύριον Αναστάσιον Σιατιστινόν

Η Διοίκησις σ’ εδιώρισεν έπαρχον της επαρχίας Καρπενησίου με διαταγή της υπ’ αρ. 5168 της οποίας αντίγραφον σ’ εσωκλείει ενταύθα.Το υπουργείον αναγγέλει σοι τούτο σε συγχαίρει και εύχεται να φανής άξιος του υπουργήματός σου και της υπολήψεως, την οποίαν η Διοίκησις έχει δια το υποκείμε νόν σου.Εν Ναυπλίω τη 21 Μαρτίου 1825Ο υπουργός των Εξωτερικών
Γρηγόριος Δικαίος
(Τ.Σ.) Ο Γενικός Γραμματεύς
Γεώργιος Γλαράκης
Ό,τι το πρωτοτύπω
Εν Αθήναις τη 5 Μαϊου 1825
Ο Δήμαρχος αθηνών Τ.Υ. Τ. Σ.»
«Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Η Διευθύνουσα τα της Δυτικής Ελλάδος προσωρινή επιτροπή:
Προς τον Κύριον-Αναστάσιον-Σιατιστινόν

Επειδή δια διαταγής υπ’ αριθ. 5168 και ημερομηνία 20 Μαρτίου του Σεβαστού εκτελεστικού σώματος διωρίσθητε έπαρχος του Καρπενησίου, θέλετε μεταβή
εκείσε δια να αρχίσετε με την ενέργειαν των χρεών σας κατά τας οδηγίας του υπουργείου των Στρατιωτικών υπ’ αρ। 1029 της 21 Μαρτίου. Έρρωσθε

16 Μαρτίου 1825 Μεσολόγγιον (Τ.Σ.)Ιω. Παπαδιαμαντόπουλος
Δ. θέμελης
Γεώργιος Καναβός
Ο Γενικός Γραμματεύς
Β. Πλατής
Ίσα τω πρωτοτύπω Τη 5 Μαϊου 1843
Ο Δήμαρχος αθηνών Τ.Σ. Τ.Υ.».
«Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος».
Το Εκτελεστικόν Σώμα
Δυνάμει του παραγράφου κστ. του Νόμου της Επιδαύρου
Διατάττει
Αον Ο Κύριος Αναστάσιος Σιατιστινός διορίζεται
Έπαρχος Καρπενησίου.
Βον Το υπουργείο των Εσωτερικών να ενεργήση την διαταγήν ταύτην
Εν Ναυπλίω την 20 Μαρτίου 1825
Ο Αντιπρόεδρος
(Τ.Σ.) Γκίκας Μπότασης
Α. Σπηλιωτάκης
Ιωάννης Κωλέττης
Ο προσωρινός Γενικός Γραμματεύς
Ίσον απαραλλάκτω τω πρωτοτύπω (Τ.Υ.) Εν Ναυπλίω τη 21 Μαρτίου/ 1825
Ο Γενικός Γραμματεύς των Εσωτερικών
(Τ.Σ.) Γεώργιος Γλαράκης
Δια απαράλλακτον τω πρωτοτύπω
Τη 5 Μαϊου 1843 Τ.Σ. Ο Δήμαρχος αθηνών Τ.Υ.».
Στην κατάσταση των αξιωματικών που προτάθηκαν για το «Αργυρούν Αριστείον Αγώνος γράφονται για τον Α. Γεωργίου τα εξής:
Ονόματα και Επώνυμον: Αναστάσιος Γεωργίου Σιατιστεύς
Πατρίς: Μακεδονία
Διαμονή: Λαμία
Παρατηρήσεις: Πρόκριτος της επαρχίας του, έλαβεν ενεργητικότατον μέρος εις τον υπέρ ανεξαρτησίας της πατρίδος πόλεμον διακρινόμενος ως Αξιωματικός εις το στρατόπεδον, καθέξας διαφόρους διοικητικάς θέσεις.
ΠΗΓΕΣ
ΓΑΚ ΑΘΗΝΩΝ
ΓΡΙΒΑΣ ΑΡΓΥΡΟΣ ΒΟΚΑΤΟΣ



Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Η θυσία της οικογένειας, Κώστα Κασομούλη, στον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας

Στο Αρχείο Ηρώων και Αγωνιστών του 1821, αναζητήθηκαν πηγές, έγ­γραφα, αναφορές, επιστολές και οτιδήποτε εκεί φιλοξενείται και φυλάγεται ως ιερό κειμήλιο, τεκμήριο του Αγώνα. Με ιερή συγκίνηση και επιβε­βλημένη αυτοσυγκράτηση, ο γράφων, κρατούσε στα χέρια του, και μελε­τούσε «Την αναφορά παραπόνων του Ιωάννου Κασομούλη, υιού Κωνσταντί­νου Κασομούλη του εκ Σιατίστης της Μακεδονίας, κατοίκου της περιοχής Κύμης»।
Αυτή η αναφορά παραπόνων, απευθύνεται από τον Αγωνιστή του Ιερού Αγώνα, Ιωάννη Κασομούλη, «Προς τον Κύριoν Πρόεδρον και τα Μέλη της Επί των Αγώνων και Θυσιών Επιτροπής».Υποβλήθηκε στην ανωτέρω επι­τροπή την 21ην Ι ουνίου 1865.
Το κείμενο της αναφοράς έχει ως εξής:
«Ο ευσεβάστως υποφαινόμενος μέλος ευκαταστάτου οικογενείας υιός του εκ Σιατίστης Kωνσταvτίνoυ Κασομούλη εταιριστού της Φιλικής Εται­ρίας της Επαναστάσεως. Από του 1821 αειμνήστου αυτού πατρός μου, των τριών αδελφών μου, του Νικολάου, Γεωργίου, Δημητρίου, συναγωνισθέντες κατά τον ιερό αγώνα πρώτος ο πατήρ μου απέθανεν ενδόξως εν Να­ούση της Μακεδονίας, πληγωθείς τρις εν τω πολέμω εις το Στήθoς, τον δεξιόν βραχίονα και κατά τον δεξιόν μαστόν παρά των εχθρών। Μετά τον θάνατόν του αιχμαλωτισθείς εγώ, η Μήτηρ μου, και δύο αδελφές μου, μό­λις των συγγενικών αδρών λύτρων η αι χμάλωτος οικογένεια απελευθερώ­θη, εκτός εμού δραπετεύσαντος από τας χείρας των Τούρκων και μεταβάντος εις την Σερβίαv, εκείθεv δε εις Ελλάδα, όπου συvηγωvίσθηv μετά τωv αδελφώv μου। Πασίγvωστος είvαι η μεγάλη θυσία της οικογεvείας μου, και εκ τωv αδελφώv μου είς έπεσε θύμα εις τηv έξοδοv της Φρουράς Μεσολογγίου, ο Δημήτριος। Ο δε Γεώργιος αδελφός μου, το 1838 Αξιωματικός ωv εδολοφοvήθη παρ’ άλλωv.
Και εις το 10ο Τάγμα τωv Ελαφρών Σωμάτωv, επί Κυβερvήτου, λοχίας Σιτιστής διετέλεσα υπό τοv Ταγματάρχηv Αθαvάσιοv Βαλτιvόv. Ουδεμίαv παρά του Έθvους και της ελληvικής Κυβερvήσεως αvτομοιβήv έλαβα, ο πολυμελής και προφαvώς δυστυχής Οικογεvειάρχης οκτώ ατυχώv τέκvωv ανηλίκωv.
Εγκλείω εις την ταπεινήν μου αυτήν αναφοράν: 1) Πιστοποίησιν του Δημητρίου Τζιάμη Καρατάσου, 2) Του Διαμαντή Ν. Ολυμπίου, 3) Του Νότη Βότζαρη και Κίτζου Τζαβέλα, Μήτζου Κοντογιάννη, Ανδρέα Ίσκου, του Γρη­γορίου Λιακατά, 4) Καλλινίκου Τζιάρα, Τόλια Λαζόπουλου, Ν. Στορνάρη, 5) Ν. Στουρνάρα και Γ. Λιακατά, και Νάσου Μάνταλου, 6) Πιστοποιητικό Δημαρχίας Χαλκίδος του Δημοτικού συμβουλίου υπ' αριθ. 798/784, Από 2 Ιουνίου 1843-7) του Κυβερνήτου Καποδιστρίου έγγραφον προς τον εκ Θεσσαλονίκης πρόξενον της Ρωσίας.
Παρακαλώ ευσεβάστως την Σ. Επιτροπήν όπως ευαρεστουμένη με δι­καιώση.
Ευπειθέστατος
Ιωάννης Κ. Κασομούλης».
Πόσο λειψή και ανεπαρκής θα ήταν η γνώση μας για τους Κασομούλη­δες, χωρίς αυτήν την Αναφορά Παραπόνων του Γιάννη Κασομούλη, που απηύθυνε στον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επί των Αγώνων και Θυσιών Επι­τροπής, την 21η lουνίου 1865. Από ό,τι γνωρίζω για πρώτη φορά γίνεται σα­φές ότι ο Κωνσταντίνος Κασομούλης, ευκατάστατος έμπορος, κατάγεται από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας.
Ο Γιάννης Κασομούλης διατρανώνει ότι είναι γιος του εκ Σιατίστης Κωνσταντίνου Κασομούλη, ευκαταστάτου εμπόρου. Για τη δράση ή τα παθή­ματα των άλ λων μελών της οικογένειας, που ήταν γνωστά, τα τονίζει και ο Γιάννης.
Έρχονται όμως οι πολέμαρχοι Μακεδόνες, να πιστοποιήσουν και να κάνουν ευρύτερα γνωστή και του ίδιου την πολεμική συμμετοχή σε σπου­δαίες μάχες στη Μακεδονική γη κατά του Τούρκου κατακτητή, όπου έδει­ξε γενναιότητα και ανδρεία περισσή.
1. Πιστοποίησις του Δημ. Τζιάμη Καρατάσου
«αυτόπτης ο υποφαινόμενος της κατά το 1821 τρομεράς αιχμαλωσίας και καταστροφής της πόλεως Ναούσης ομολογώ εν καθαρά συνειδήσει ότι ο εκ Σιατίστης ευκατάστατος Κωνσταντίνος Κασομούλης στρατιωτικός ήλθεν εντός της πόλεως ταύτης ως συνεργός του πατρός μου, δια την επα­νάστασιν των μερών εκείνων। Επί δε της εισβολής των οθομανών εις την αυτήν πόλιν Νάουσαν, κλησθείς εντός μιάς οικίας μετά της οικογενείας του και άλλοι απέθανεν ενδόξως αντικρούων έσωθεν τους πολιορκήσαντας αυ­τήν Τούρκους. Μετά δε τον θάνατον αυτού, ευθύς αιχμαλωτίσθη άπασα η οικογένειά του, ήτις μετά καιρόν απελευθερώθη δια συνδρομής αδρών λύ­τρων των συγγενών του.
Όθεν δίδομεν το παρόν μου εις τον παρευρεθέντα τότε και συναιχμα­λωτισθέντα κ. Ιωάννην Κασομούλην, δια να τω χρησιμεύση εις ότι δει».
Αθήναι τη 24 Μαΐου 1843
Δημ. Τζιάμη Καρατάσου
Δια την αντιγραφήv
Αθήvαι τη 19 Ιουvίου 1843
Ο Δήμαρχος Αθηvαίωv
Ε. Κουτζικούρης.
Και ο πολέμαρχος, Δημ. Τζιάμη Καρατάσος, βεβαιώνει ότι ο Κώστας Τζιάμη
Κασομούλης, που πολέμησε στη Νάουσα, ήταν πολύ ευκατάστατος και κατήγετο από τη Σιάτιστα. Αναφέρεται και στην αιχμαλωσία μελών της οικο­γένειας του Κ. Κασομούλη, στο ολοκαύτωμα της Νάουσας.
Εξάλλου παραθέτουμε άλλο ένα έγγραφο, του ιερού αγώνα των Ελλή­νων, έγγραφο ηρώων και αγωνιστών του 1821, που υπογράφεται από τους οπλαρχηγούς, Δημ. Τζιάμη Καρατάσο και Διαμαντή Ν. Ολύμπιο. Σ’ αυτό πι­στοποιείται, ότι ο Γιάννης Κασομούλης μαζί με τον πατέρα του βρέθηκε πα­ρών στις μάχες Ντουβρά Μονή, Γάστρας και Ναούσης. Ο Κώστας Κασομούλης τραυματίζε­ται βαριά και λίγο αργότερα πεθαίνει. Ο Γιάννης εξέρχεται από τον οικίσκο και πολεμά γενναία στους δρόμους της Νάουσας. Συλλαμβάνεται αιχμάλω­τος, όταν τραυματίζεται. Παρατίθεται το κείμενο των πολεμάρχων:
«Πιστοποιούμεv οι υποφαιvόμεvοι ότι ο Ιωάvvης Κ. Κασομούλης ευρε­θείς μετά του πατρός του εις τας μάχας vτουβράς Μοvή, Γάστρας και Να­ούσης της Μακεδοvίας κατά στρατιάς μετά τοv θάvατοv του πατρός του πληγωθείς μαχόμεvος εντός της πό λεως Αντρείως και αιχμαλωτισθείς με­τά της Μητρός του ομού με τας δύο του αδελφάς από τους Οθωμαvούς φυ­γώv δε μετέβη εκείθεv εις Σερβίαv και από την Σερβίαv ενταύθα αγονιζόμενος με ζήλοv υπέρ της αvεξαρτησίας της πατρίδος όπου και αν ευρέθη έως ότου εvωθείς και με τους εις την Ελλάδα αγωvιζομέvους τρεις αδελ­φούς του υπερέτησεv με ζήλοv και μέχρι της διαλύσεως τωv Στρατευμάτωv ως υπαξιωματικός.
Όθεv γvωρίζοντες τας θυσίας Μεγάλας της οικογεvείας ταύτης και εκδουλεύσεις του πατρός και τωv τεσσάρωv αδελφώv εκ τωv οποίωv ο μεv εις έπεσεv θύμα εις την έξοδοv της φρουράς του Μεσολογγίου. ο δε δο­λοφοvηθείς κατά το 1838 ως Αξιωματικός εις Βασιλικήv υπερεσίαν και ατο­μικώς τοv ζήλοv του ειρημέvου Ιωάvvου Κασομούλη δίδομεv το παρόv μας δια vα τω χρησιμεύση όπου ανήκει».
Αθήvαι τη 5 Φεβρουαρίου 1841. Διαμαντής Ν. Ολύμπιος
Δη. Τζιάμη Καρατάσος
Δια την αντιγραφήν
Αθήναι τη 19Ιουvίου 1865
Ο Δήμαρχος Αθηναίων
Ε. Κουτζικούρης. Τ.Σ.Τ.Υ.
Ο Ν. Κασομούλης μετά την αποτυχία του Μακεδονικού αγώνα του Ολύ­μπου έρχεται στον Ασπροπόταμο, στον Αρματολό Ν. Στορνάρη και προ­σλαμβάνεται ως γραμματικός. Για λογαριασμό της οικογένειας Κασομούλη και των παθών και δεινών της πέντε οπλαρχηγοί, πρωτοστατούντων των ηρώων της εξόδου του Με σολογγίου Ν. Στορνάρη και Γληγόρη Λιακατά υπέγραψαν και έστειλαν την κάτω θι αναφορά:

Προς την Υπέρτατη Σεβαστή Βουλή το 1823

«
Εμφαvιζόμεθα δια της παρούσης μας vα αvαφέρωμεv τον πατριοτισμόv του Μακα ρίτου Κώvστα Κασομούλη και τωv υιώv του κυρίου Νικολάου και λοιπώv Αυταδέλφωv, ο οποίος είvαι γvωστός και βεβαιωμέvος εις όλους ημάς και εις πολλούς Πελοποvvησίους και άλλους πατριώτας, οίτιvες ευ­ρίσκονται αυτόθι ο μεv πατήρ του vυχθημερώς πολεμώv εις Νιάουσαv κλει­σμέvος εις οικίσκοv αφαvίζωv πολλούς του εχθρού με Μεγάληv γεvvαιότη­τα και ηρωωϊσμόv έγιvεv ευπρόσδεκτος θυσία δια τηv αγάπηv της πατρίδος, οι δε υιοί του κύριος Νικόλαος Κασσομούλης, Γεώργιος και Δημήτριος εφάvησαv εις όλους τους ολυμπιακούς αγώvας και πολέμους έργω τε και λόγω και δια χρημάτωv. Η φαμελιά των έπειτα μετά τον θάvατοv του πα­τρός των εσκλαβώθη εις Nιoύσσαv, η Μητέρα των, δύο Μικραίς αδελφαίς των και ο συμπολε μώv μικρότερος αδελφός των Ιωάvvης η μεv φαμελιά των συvευρισκομέvη με όλους εις Nιαούσαν αιχμαλωτίσθη ως εκείθεv τα δε υπάρχοντά των και όλη η ευκατά στατος περιουσία τωv ευρέθη εις Σιάτισταν και ελεηλατίσθη μέχρι ατόμου από του Χουρσίτ Πασάv και έμειvαv εις μίαv αθλίαv κατάστασιv τόσοv οπού αλλού η ελπίς των δεv μέvει παρά με­τά Θεόv εις τα συμπαθητικά και πατρώα σπλάχvα της κοιvής ημώv Μητρός την οποίαv θερμοπαρακαλούμεv και ημάς ως πολυεύσπλαχvος μήτηρ vα αvοίξη τας αγκάλας της vα δεχθή αυτούς, να φροvτίση την απελευθέρωσίv τωv, να επιμεληθή υπερασπιζομέvη αυτούς ή δια χρηματικής βοηθείας ή δι' άλλου καvε vός ετοίμου αιχμαλώτου οποιωδήποτε τρόπω εθέλει το κρίvη εύλογοv. Δια να εκτε λεσθή εμμέσως η ευσπλαχvία της και vα πληροφορη­θή πέμπεται παρ' ημώv και παρά του Αυταδέλφου του Κυρίου Νικολάου ο Γεώργιος Αυτάδελφός του συvοδευόμεvος παρά των παρακάτω μας, κυρί­ου Νικολάου Καλλίvικου Αvτωvίου Κραvιδιώτου και με την αvά χείρας ιδιό­χειρον επιστολήv της Μητρός και Αδελφού τωv, με το vα αvαγκασθή εδώ. Ο Νικόλαος μέvει εις ημάς συvαγωvιζόμεvος και ότι η κοιvή Μήτηρ μας φροντίση δι’ αυτούς θέλει εvθαρρύvη ημάς τε και άλλους πατριώτας, ότι τα τέκvα των υπέρ αυτής θυσιαζομέvωv δεv θέλουσι μείνη άπορα και ορφαvά εις χείρας των τυράvvωv αvαδεόμεvοι την φιλόστοργοv και σεβασμίαv ημώv κοιvήv Μητέ ρα vα εισακούση τα της δεήσεώς μας και βλέμματι ιλα­ρώ λάβη συμπάθειαv εις αυτά΄ μέvομεv με όλοv το προσήκοv σέβας προ­σκυvούvτες και περιμέvοvτες τηv ταχείαv της περίθαλψιv. 1823 Απριλίου 19».

Εξ ασπροποτάμου πρόθυμοι των εντολώv της και γvήσια τέκvα της.
Νικολός Στορνάρης Γληγόρης Λιακατάς Νάσσος Μάνταλος Καλλίνικος τζάρας Τολιας Λαζόπουλος. Οι σφραγίδες.
Με αυτήν την αναφορά, οι υπογράφοντες αγωνιστές κάνουν γνωστά στη Σεβάσμια Βουλή τις θυσίες στον αγώνα, την πλήρη οικονομική κατα­στροφή της οικογένειας Κασομούλη, τον ηρωϊκό θάνατο του Κώνστα Κασο­μούλη και την αιχμαλωσία της μισής οικογένειας στη Νάουσα. Ζητούν την απελεuθέρωση και τη χρη ματική της ενίσχυση. Πρέπει ιδιαιτέρως να τονι­σθεί και ο ύστερα από σκληρή πάλη τραυματισμός του Γιάννη, στον Αγώνα της Νάουσας.
Είναι η ίδια Αναφορά που επανυποβάλλεται από το Γιάννη Κασομούλη στην Ειδική Επιτροπή του Αγώνα του 1865.
Ό,τι δεν έπραξε η ελεύθερη Ελλάδα για την απελευθέρωση της αιχ­μάλωτης μητέρας Αλεξάνδρας και των παιδιών της Κατερίνας, Σουλτάνας και Γιάννη, το πέτυχαν σuγγενείς της οικογένειας, καταβάλλοντας αδρά λύτρα στον Τουρκαλβανό Διβόλη. Η οικογένεια μένει ελεύθερη.
Το 1829 ο Βεζήρ Μεχμέτ Ρεσίτ Πασιάς εκδίδει την απολυτήριο διατα­γή:
«Ημείς Βεζήρ Μεχμέτ Ρεσίτ Πασσιάς:
Δίδομεν το παρόν αζάτ μπουγιουρντί μας της Κώσταινας τζιάμηνας με­τά του παιδιού της και θυγατέρων της, ότι εις τον καιρόν της Νάουστας εί­χεν υποπέσει εις σκλαβίαν και εξαγοράστη παρά των σύγγενών της, μ’όλον οπού κατά το φετφάϊ σερί υπόκειτο εις πoινήν παντοτινής σκλαβίας. Ημείς όμως μερχαμετέν της χαρίζομεν την ελευθερίαν μαζί με τα παιδιά της και εις το εξής θέλει μείνει ελευθέρα της ποινής ταύτης αυτή τε το παιδί και η θυγατέρες της έχουσα εξουσίαν εις το σπίτι της απείρακτη χω­ρίς να της γένη πλέον κανένας μανές εξ αποφάσεως».
1829 26 Φεβρουαρίου εν Ιωάννινα
ότι ίσον απαράλλακτον του παρουσιασθέντος πρωτοτύπω
Χαλκίς την 1 Ιουνίου 1843
Ο Δήμαρχος Χαλκιδέων Σ. Καλογερόπουλος.
Η οικογένεια είναι ελεύθερη. Η μητέρα Αλεξάνδρα και οι κόρες της Κατερίνα και Σουλτάνα και ο Γιάννης, που δραπέτευσε στη Σερβία. Η πα­νώρια κόρη, άλλωστε, με τη ρομφαία, η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, θα αργήσει αρκετά να πετάξει στου Μεγαλέξαντρου τη χώρα, το 1912.
Την οικονομική κατάσταση του Γιάννη Κασομούλη, ήρωα του 1821, που πο λέμησε γενναία τον εχθρό, τον Οθωμανό, από μικρή ηλικία, τραυματί­στηκε, πέ ρασε τα δεινά της αιχμαλωσίας, την περιγράφει και τη χρωματίζει ο Δήμαρχος Χαλκιδέων τη 2η loυνίoυ 1841:
«Ο Ιωάννης Κασομούλης γέννημα της πόλεως Σιάτιστα και Δημότης και κάτοικος Χαλκίδας δεν έχει, ούτε κινητή, ούτε ακίνητον περιουσίαν, δεν γνωρίζει καμμία τέ χνην ούτε δύναται να μετέλθη καμμίαν βιομηχανίαν και ζη δε μέχρι τούδε ποριζόμενος τα προς το ζην από ενοικιάσεις των δημο­σίων προσόδων.
Εκδίδεται όθεν το παρόν πιστοποιητικόν κατ’ αίτησίν του γνωρίζοντες ότι είναι εις την κατηγορίαν των προταθέντων από την Στρατιωτικήv Εξε­ταστικήν Επιτροπήν προς κατάταξιν εις την φάλαγγαν και μη βαθμολογηθέ­ντων σύμφωνα με τον προτελευταίον παράγραφοv την από 20 Μαΐου 1η Ιουνίου 1838 του Β. Διατάγματος».
Την 2 Ιουνίου 1841 Χαλκίς
Ο Δήμαρχος Χαλκιδέων
Σ. Καλογερόπουλος
Επιβεβαιούντες
Το Δημ. Συμβούλιο
Υπογραφές (δυσαvάγνωστες).
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Διοικητής του τάγματος, που υπηρέτησε ο Γιάννης Κασομούλης, του χορηγεί τεκμήριο-απόδειξη της στρατιωτικής του δράσης, τις υπηρεσίες που πρόσφερε, αλλά εκθέτει και τους λόγους απο­στρατείας του:
«Πιστοποιώ ο υποφαινόμεvος ότι ο Κύριος Ιωάννης Κ. Κασομούλης υπηρετήσας ευπειθώς και αντρείως εις το δέκατον ελαφρόν τάγμα ως υπαξιωματικός μέχρι της διαλύσεως του αυτού τάγματος των στρατευμά­των..
Εις έvδειξιν όθεν δίδεται το παρόν να το παρουσιάση όπου ανήκει.
Την 3 Φεβρουαρίου 1846 Εv Αθήvαις Ο Ταγματάρχης Α.Ι. Βαλτινός»..

Ο Γιάννης Κασομούλης, υπηρέτησε λοχίας σιτιστής, στο 10ο ελαφρό τάγμα με διοικητή το Βαλτινό (όπου υπηρέτησε και ο αδελφός του Γιώργης), ως τη διάλυση του στρατού (Φλεβ. 1833).
Καταθέτω ακόμη ένα έγγραφο-επιστολή, απάντηση του προξένου της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, Α. Μουστοξύδη, στο Νικόλαο Κασομούλη:
«Ευγενέστατε Κύριε Νικόλα Κασομούλη
Το από 18 Ιουνίου ένγγραφόν σας έλαβον και τα εις αυτό Γεγραμμένα σας εγίνει. Είδον ενταύθα να μας ομιλείτε τα περί του αυταδελφού σας ο οποίος αμέσως οπού μας επαρρησιάσθη, του εδώσαμεν την πρέπουσαν υπεράσπισιν κατά το Γραφέν σας και αμέσως επάϊσεν δια Σιάτισταν δια τας αυταδελφάς σας αι οποίαι προ καιρού εις τους εδώ αριβάροντας ευρίσκο­νται.
Περί δε της ιδικής σας υποθέσεως οπού μας λέγετε αμέσως οπού ήλ­θεν ο αυταδελ φός σας τον επρόβαλλα ότι να τον στείλω εις τον Σιατραζά­μην με Γραμματικόν ή και με δραγομάνον μου, αν του κάμη ανάγκη, ο οποί­ος βλέποντας την ανωμαλίαν του τόπου εκείνου και τας επ’ αλλήλους ταραχάς και ανησυχίας του Σιαταραζάμη και Μετά του σκούδρα πασιά απε­φάσισε να λάβη υπομονήν έως ου να λάβη ο τόπος εκείνος ησυχίαν, όσον και ο Σαvταρατζάμης από φροντίδες. Όταν αυτή η υπόθεσις στέκεται εις τας χείρας του αυταδελφού σας και όποτε αποφασίση δια να πηγαίνη θέλω εκτός του δώση την πρέπουσαν υπεράσπισιν, τόσον δια γράμματός μου, όσον και δια δραγομάνου μου, αν λάβη χρείαν.
Προς τούτοις κατά το γράφειν του Εξοχοτάτου και Κυβερνήτου εμέτρησα γρόσια χίλλια εκατό 1.100:
Μένω δε με άκρον σέβας
Εν Θεσσαλονίκη την 26ην Αυγούστου 1831
Αγγ. Μουστοξύδης»
Δια την αvτιγραφήν Αθήναι 1865.
Ο Δήμαρχος
Τ.Υ.Τ.Σ.
Αυτός που επάησεν στη Σιάτιστα, για τις αδελφές και τη μητέρα του, είναι ο Γιώργης Κασομούλης. Αυτόν έστειλε ο Ν. Κασομούλης, κι αυτός πήρε από τον Πρόξενο 1.100 γρόσια. Καταδείξαμε την Αναφορά του Γιάννη Κασομούλη και τα ιδιαίτερης αξίας έγγραφα που συνόδευαν αυτήν. Από την ενδελεχή μελέτη αυτής, συ­νάγονται σπουδαία συμπεράσματα. Οι κλεισμένοι στη Νάουσα για την υπερά σπισή της το 1822, Κώνστας Κασομούλης, Γιάννης Κασομούλης, Αλεξάνδρα, Κα τερίνα και Σουλτάνα, είναι μέλη πλούσιας οικογένειας, από τη Σιάτι­στα.
Οι Καπεταναίοι ή έπρεπε να στείλουν τα γυναικόπαιδα στα νησιά ή να αγωνι στούν στην εκ φύσεως οχυρή, λόγω θέσης, πόλη της Νάουσας। Είχαν το προηγού μενο εγχείρημα του Ζαφειράκη οδηγό, όταν επί 6 μήνες απέ­κρουε και τελικά έ καμψε την ορμή και την πολιορκία των Οθωμανών। Έσω­σε τη Νάουσα। Γι' αυτό επιλέχτηκε ως τόπος αντίστασης και συγκεντρώ­θηκαν σ’αυτήν, μαχητές και γυ ναικόπαιδα. Το ερώτημα όμως που προβάλλει τώρα και χρήζει απάντησης είναι: Πού κατοικοέδρευαν τα άλλα μέλη της οικογένειας του Κώστα Κασομούλη, Νι κόλαος, Γιώργης και Μήτρος; Την απάντηση παίρνουμε από τα «Στρα­τιωτικά Ενθυμήματα» (Τόμος Α' σελ। 190):
«ο αυτάδελφός μου Μήτρος προκαιρού είχεν μεταβεί από Νάουσαν με το άλογόν του εκεί, και περιτριγύριζεν με τον Nτίτζιαν εις τα χωριά.
Ο Ντίτζιας είχεν το κατάλυμά του εις του ευκαταστάτου προεστού Λιάκου αφοσιωμένου».
«Ο Nτίτζιας διώρισεν τον αδελφόν μου Μήτρον αρχιφύλακα εις εν ύψωμα να παρα τηρή προς τον Κολινδρόν».
Από μια επιστολή που παίρνει ο Νικόλαος Κασομούλης από τον πατέρα του, θα ενημε­ρωθούμε για το πού βρίσκεται ο Γιώργης «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» τομ. Ά σ. 201-202:
«Παιδί μου Νικόλα, -Εις τας '19 Φεβρουαρίου 1822' επαvαστατήσαμεv και ημείς εδώ, και εσκοτώσαμεv τον αγάv της Νάουσας και έως 15 Τούρ­κους, οπού έφερvαv κούσπα, (Σαρηγκιολίτες). Έπειτα κιvήθημεv δια Βέροι­αν».
«Εγώ ήλθα έως το ποτάμι να έλθω να σε ιδώ και επειδή εvτουφηκή­σθημεv με τους Τούρκους, δια να μηv αργοπορώ επίστρεψα οπίσω και έστειλα τον Γιώργην. Έγνοια παιδί μου, και συ και ο Γιώργης και ο Μήτρος, διότι δεv ηξεύρετε από πολέμους, vα μη χαθήτε άδικα χωρίς χάκι, και πε­θάvω κι'εγώ από τον καϋμό σας.
Ευρίσκομαι μπερδευμέvος και με τηv μάvα σας και αδελφαίς σας, και με τον Γιάνvηv μικρόv, και ο θεός vα μας ανταμώση ογλήγορα και καλά, με τηv Ελευθερία μας.
-Τη... Μαρτ. Νάουσα-Κώνστας Κασομούλης»..Ο Γιώργης λοιπόν είναι κι αυτός κοντά στο Ν. Κασομούλη.
Ο Συντάκτης αυτού του σημειώματος, πρέπει να τονίσει ότι μέσα από τις πηγές, τα έγγραφα του αγώνα, τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα και την Ανα­φορά του Γιάννη Κασομούλη, προσπάθησε να δείξει τη δράση της οικογέ­νειας του Κωνσταντίνου Κασομούλη. Επίσης να προβεί στην αποκάλυψη με πειστήρια ακαταμάχητα και αδιάβλητα, ότι ο Γιάννης Κασομούλης, και ο πα­τέρας Κώστας Κασομούλης, Εθνικός ήρωας του 1821, είναι Σιατιστινοί.
Για το Ν. Κασομούλη, ο γράφων αρκείται προς το παρόν να πει, εξαι­τίας της οικονομίας του σημειώματος και του χώρου που παραχωρεί η εφη­μερίδα τα εξής:
Δυο φορές ο Ν। Κασομούλης, πράγμα που προαναφέρθηκε, παρακι­νείται από τον πατέρα του να φύγει στην πατρίδα। Πηγαίνει στη Σιάτιστα, στους πατριώτες, συμμαθητές, δασκάλους του, στη μητέρα του, στις αδελ­φές του। Είχαν όλοι τους, δε κα χρόνια να τον δουν। Είναι γύρω στα 25।
Για τη μεταγραφή των Χειρογράφων:
Γρίβας Αργυρός Βοκάτος
ΠΗΓΕΣ
ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΤΜΗΜΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΟΜΟΙΟΤΥΠΩΝ ΕBΕ-[Τ.Χ.Ο.]

1. Αναφορά παραπόνων Ι.Κ. Κασομούλη.
2. Πιστοποίηση Δημ. Τζιάμη Καρατάσου.
3. Πιστοποίηση Διαμαντή Ν. Ολύμπιου-Δημήτ.Τζιάμη Καρατάσου.
4. Προς την Υπερτάτη Σεβαστή Βουλή το 1823.
5. Απολυτήρια Διαταγή.
6. Πιστοποιητικό Δήμου Χαλκιδέων.
7. Έγγραφο του Προξενείου της Ρωσίας (Θεσ/νίκη)

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Η θυσία της οικογένειας του Παπά στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
Αποτυχία και θάνατος του Εμμανουήλ Παπά
Ο Εμμανουήλ Παπάς, δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία δράσεως στη Χαλκιδική, κάτω από τις συνθήκες που επικράτησαν. Άρχισαν να παραλύουν τον αγώνα και να τον μετατρέπουν σε αμυντικό πόλεμο, η αδιαφορία των Ολυμπίων και των Μοναχών του Αγίου Όρους, η απομάκρυνση από τα παράλια της Χαλκιδικής του στόλου που στάλθηκε, γιατί ήταν αδύνατη η συντήρησή του από τον Παπά και την έλλειψη κάθε είδους συνδρομής, από τις αρχές της Πελοπ/σου και Ύδρας.
Εν τω μεταξύ ο Μπεϊράν Πασσιάς εκστρατεύει κατά της Α. Ελλάδας και Πελοποννήσου, διέρχεται από Χαλκιδική κι απωθεί τις στρατοπεδευμένες επαναστατικές δυνάμεις στο Στρυμονικό κόλπο προς τα ορεινότερα μέρη. Εξάλλου οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης, αφού πήραν θάρρος, φθάνουν μέχρι τα Βασιλικά, καίουν και δηώνουν τη χώρα.
Στις πολλές δυσχέρειες προστίθεται η ανάγκη περίθαλψης 5.000 χιλ. γυναικοπαίδων, που από την περιοχή Σερρών-Θεσσαλονίκης, ζητούν σωτηρία στη Χαλκιδική. Τρομερή επιδημία θερίζει τους πρόσφυγες στους καταυλισμούς, που μόλις γλίτωσαν από το σπαθί του Τούρκου. Τρόφιμα δεν υπάρχουν, ούτε χρήματα, ούτε πλοία για την αγορά και μεταφορά τροφίμων από άλλα μέρη. Διότι κι αυτός ακό μη ο Μαργαρίτης που οικειοθελώς απ’ αρχής του αγώνα υπηρέτησε τον Παπά, αποχώρησε και επιδόθηκε σε άλλες πιο προσοδοφόρες ασχολίες. Όλες επιπλέον οι εκκλήσεις και προσπάθειες του Παπά, για να πείσει τους μοναχούς του Αγίου Όρους να ενισχύσουν οικονομικά τουλάχιστον τον αγώνα και να ανακουφίσουν τα γυναικόπαιδα που πεινούν, αποβαίνουν άκαρπες.
Η από 19 Ιουνίου 1821 επιστολή, του Ρήγα Μάνθου προς τον Παπά, περιγράφει τη στάση και το φρόνημα των Αγιορειτών απέναντι στην κατάσταση, που θα μείνει αιώνιο δείγμα της ευθύνης τους για την αποτυχία της ωραίας προσπάθειας του Παπά, στη Χαλκιδική.
«…Κατά την παραίνεσίν της εξακολουθώ, γράφει ο Μάνθος προς τον Παπά, φυλάττων τον στρατό εντός των οχυρωμάτων και μεταχειριζόμενος τινά στρατηγήματα, αποστέλλων στρατιώτας εις τα βουνά, το οποίον ωφέλησε και ωφελεί. Μα τι να κάμη κανείς την μικρολογίαν των αγίων πατέρων; Αυτή η στυγερά ανελευθερι ότης και μικροπρέπεια αυτών μας εμπόδισεν από πολλά ωφέλιμα και πολλά αναγκαία. Άμποτες να μεταβάλη ο αναλλοίωτος θεός την διάθεσίν των, να τους αναδείξη ευσπλάχνους, κριτικούς, γενναίους και ελευθερίους, και με δόκιμον νουν, δια να ευδοκιμήσουν και του πολέμου τα πράγματα, τα οποία χρειάζονται απαραιτήτως και δια την σύστασιν των και δια ευόδωσίν των αυτά τα αγαθά προτερήματα και πλεο νεκτήματα. Εγώ επορεύθην εις Άγιον Όρος μετά και του Λογιωτάτου Δημητρίου κατά πρόσκλησιν της αγιωσύνης των΄πλην κανένα γενναίον δεν εύρον εις αυτούς παρά μίαν επίπλαστον πολίτικαν. Επάσχισα να τους διαθέσω διαφορετικά με τον λόγον όμως από τον σκοπόν των δεν ευγαίνουν. Έχουν τα φρονήματά των τα οποία μόνα εγκρίνουν δια καλά, και τα προσκυνούν και τα λατρεύουν, και φροντίζουν μόνον δια την συντήρησιν των ιδίων των υποκειμένων και μόνον δια την ασφάλειάν των. Τα ιερά μοναστήρια και τον λαόν του θεού δεν τους εμψυχώνουν καθ’όσον δύνα νται προβλέπουσι δε μόνον και προεικάζονται αλλεοτρόπως την ιδίαν των ασφάλειαν, από το οποίον προέρχεται, Αυθέντα μου, η μεγίστη αδυναμία εις τα στρατεύματά μας και η ανάλογος ακαταστασία».
Η επιτυχής όμως απόκρουση από την Κασσάνδρα, κατά το μήνα Ιούλιο, των τουρκικών στρατευμάτων και κατασυντριβή τους, από το σώμα του Διαμαντή Νικολάου, αναπτέρωσε για λίγο τις ελπίδες των επαναστατών. Αλλά η επιτυχία αυτή ή ταν μια μικρή μόνο αναλαμπή, απλά ενδεικτική του τι θα μπορούσε να κατορθωθεί σε περίπτωση καλύτερης οργάνωσης. Τότε και οι μοναχοί του Αγίου Όρους συναι σθανόμενοι τη σοβαρότητα της περίστασης κινήθηκαν για την ενίσχυση του αγώνα. Αλλά η ληφθείσα απόφαση για συνεισφορά εξήκοντα χιλιάδων γροσίων υπό τύπον δανείου από τις μονές συνάντησε αντιρρήσεις και αντιδράσεις και ΜΑΤΑΙΩΘΗΚΕ!
Όταν ο Εμμανουήλ Παπάς δαπανώντας από δικά του χρήματα εξάντλησε τις πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια, τις οποίες έφερε μαζί του από την Κωνσταντινούπολη εκθέτει την όλη κατάσταση και τους κινδύνους του επαναστατικού κινήματος στη Μακεδονία και γράφει προς τον Υψηλάντη σχετικά με τις δαπάνες: «…το ιδιαίτερόν μου ταμείον εξηντλήθη. Πόρους άλλους δεν έχω και αν δεν εφοδιασθή ο στρατός τοιουτοτρόπως και εμψυχωθή διαλύεται».
Αντί όμως άλλης βοήθειας, ο Υψηλάντης από το στρατόπεδο της Τριπολιτσάς του απέστειλε δίπλωμα με το οποίο τον ανακήρυσσε πληρεξούσιο Αρχηγό και Διοι κητή του Αγίου Όρους της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης, ωσάν η έλλειψις του διπλώματος τούτου να εκώλυε την επιτυχία της επανάστασης ή να ήταν αυτό ανα γκαίο για την επαύξηση του γοήτρου του ήρωα. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ο Παπάς έ μεινε και πάλι χωρίς βοήθεια. Επί πλέον εγκαταλείφθηκε και από το Λιάκο τον ο ποίο τον είχε αποστείλει ο Διαμαντής Νικολάου. Η μόνη ελπίδα που του απέμεινε ήταν η υπόσχεση των Ολυμπίων ότι θα κινηθούν, αφού πρώτα ενισχυθούν από τους εφόρους των νησιών και τους αρχηγούς της Πελοποννήσου. Εκείνο που χρειάζονταν η Κασσάνδρα και ο Όλυμπος ήταν ο εφοδιασμός προπαντός με πο λεμικό υλικό. Άνδρες υπήρχαν.
Οι Ολύμπιοι πρέσβεις περί τα τέλη Σεπτεμβρίου συναντούν τον Υψηλάντη στο Άργος. Και οι μεν Ψαριανοί και Υδραίοι προς τους οποίους επίσης προσέφυγαν, ως όρο για την ενίσχυση των παραλίων της Μακεδονίας έθεσαν και πάλι την καταβολή των δαπανών του στόλου, ο δε Υψηλάντης, αφού εκράτησε πλησίον του τον Κασομούλη, απέστειλε με τον Κώστα Νικολάου στους Ολυμπίους μερικά πολε μοφόδια εις δε τον Εμμανουήλ Παπά μια σημαία και μια επιστολή।»

ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ
Όταν οι Ολύμπιοι αποφάσισαν να κινηθούν οριστικά, διορίζεται από το Σουλτάνο ως διοικητής της Θεσσαλονίκης ο Μεχμέτ Αβδούλ Αμπούδ. Ήταν άνθρωπος καταπληκτικής στρατιωτικής σταδιοδρομίας, επέφερε ή καλύτερα επιτάχυνε το τέλος του κινήματος. Η άμεση γενική επίθεση κατά των επαναστατών με μεγάλη στρατιωτική δύναμη επέφερε την πτώση της Κασσάνδρας και την υποταγή της Χερσονήσου του Λόγγου και ολοκλήρου της Χαλκιδικής. Υπολειπόταν ακόμη ο Άθως.
Η είδηση της πτώσης της Κασσάνδρας κατατάραξε όσους βρίσκονταν εκεί. Αντί όμως να λάβουν όλοι οι μοναχοί τα όπλα και να ενισχύσουν τον Παπά στις τελευταίες του προσπάθειες, άρχισαν να δυσφορούν κατ’ αυτού και να τον καταριούνται ως υποκινητή της Επανάστασης και υπεύθυνο του κακού. Ο Αβδούλ Αμπούδ δεν εκστράτευε αμέσως κατά του Αγίου Όρους. Έντεχνα και σκόπιμα διέδιδε την είδηση για την επιείκεια που θα έδειχνε στους Αγιορείτες και ταυτόχρο να φθάνουν οι απεσταλμένοι του κομίζοντας προτάσεις υποταγής των μονών. Ήταν αυτές, η παράδοση όλων των όπλων, των πυροβόλων, η πληρωμή τριών εκατομ. γροσίων και η παράδοση του Εμμανουήλ Παπά. Μόνον επί του ποσού της αποζημίωσης εζήτησαν μείωση. Αυτοί, λοιπόν, που με τις ευλογίες των ανακή ρυτταν πριν λίγο τον Παπά ως «θεόπεμπτον σωτήρα και προστάτην», μετά της με γαλυτέρας ευκολίας δέχθηκαν να προβούν στην άτιμη πράξη της παράδοσης του Εμ. Παπά, αντί να προσπαθήσουν να τον φυγαδεύσουν. Αυτοί, που προ ολίγου αρνούνταν να «ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, ΠΡΟΘΥΜΑ ΣΥΖΗΤΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ».
Απελευθέρωσαν λοιπόν το Ζαμπίτη που κρατούσαν φυλακισμένο και τον απο κατέστησαν στη Διοίκησή του. Η διαταγή του Χασεκή που μόλις απελευθερώθη κε προς τη Μονή Εσφιγμένου και το έγγραφο της Ιεράς Σύναξης που απευθύνεται στους μοναχούς της αυτής Μονής, είναι απτά δείγματα της διαγωγής των Αγιορειτών που θα μένουν αιώνιο στίγμα και η μόνη ευτυχώς «παραφωνία «εν τη διαγωγή» του όλοκλήρου που αγωνίσθηκε σκληρά στην πρώτη γραμμή με τους λοιπούς Έλληνες». Έγραφε λοιπόν ο Χασεκή Χαλήλ Μπέης:
Χθες ο ενδοξώτατος ημών Χασεκή αγάς μας σας έγραψε μουρασελέν, δια να πιάση τε ενέχειρον τον Άρχοντα και τους λοιπούς, καθώς και ο ίδιος σας έγραψε. Λοιπόν σας γράφομε και ημείς οι των είκοσι ιερών μοναστηρίων προϊστάμενοι, οι εν τη ιε ρά συνάξει, να κάμητε το «Προς τους πατέρας της Μονής Εσφιγμένου, διαταγή. (Τ.Σ.)
Εν είδει μουρασελέ σας γράφεται το παρόν εμού του Χασεκή Χαλήλ Βέη, Ζαπίτου του Αγίου Όρους. Προς εσάς άπαντας καλογήρους του μοναστηρίου εσφιγμένου γνωστόν έστιν υμίν, ότι σήμερον απ’ εδώ ταις Καριαίς έφυγεν ο λεγόμενος Άρχοντας μετά του επαράτου και οπαδού του Νικηφόρου, και ήλθον αυτού τους οποίους να τους πιάσητε να μας τους στείλετε, ύστερον θέλετε μείνει αναπολόγητοι και εις το Δουβλέτι και εις εμένα. Προσέξατε καλώς να μη προφασισθήτε ακαίρως προφάσεις και ματαιολογίας, διότι εγώ κάνω το χρέος μου ως καλοθελητής του τόπου και του μοναστηρίου σας όθεν και σεις δεν πρέπει να θελήσητε τον αφανισμόν σας. Ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως και να μοι αποκριθήτε εις τα γραφόμενά μου με τον ίδιον κομιστήν.
1821 νοεμβρίου 9, ημέρα τετάρτη».
Της κοινότητος του Αγίου Όρους: (Τ.Σ.)
«Εις την πανοσιότητά σας άγιοι πατέρες του ιερού κοινοβίου Εσφιγμένου.
Χθές ο ενδοξότατος ημών Χασεκή αγάς μας σας έγραφε μουρασελέ, διά να πιάσητε ενέχειρον τον άρχοντα και τους λοιπούς, καθώς και ο ίδιος σας έγραψε। Λοιπόν σας γράφομε και ημείς οι τον είκοσι ιερών μοναστηρίων προϊστάμενοι,οι εν τη ιερά συν άξει να κάμετε το ίδιον, ομοφώνως δηλαδή, να μας τους φέρητε ενταύθα αναμφι βόλως, και τους ζητούμεν από εσάς αφεύκτως΄και ιδού οπού στέλλομεν επίτηδες αν θρώπους, δια να τους πάρουν। Και όσοι ακολουθούν τον Άρχοντα από τους εντοπί ους Πατέρες, να αφήσουν τον Άρχοντα και επιστρέψουν εις τα κελλία των ειδέ και φανούν παρήκοοι, θέλουν υποπέσει εις οργήν μεγάλην, και θέλει χάσει και τα οσπή τιά των. Ομοίως και όσοι κοσμικοί ευρίσκονται με αυτόν, όλοι να τον αφήσουν, διότι και αυτοί και όσοι άλλοι πιασθούν, έχουν να παιδεύωνται. Ταύτα προς είδησίν σας και μένομεν αωκά Νοεμβρίου ιά. Άπαντες οι τη Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα ιερών μοναστηρίων του Αγίου Όρους Προϊστάμενοι».
Στην αισχρή ανανδρία και μικρότητα, τίμια εξαίρεση αποτέλεσε μόνο ο Ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου και από τη Μονή Ιβήρων ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο Νικηφόρος Χαρτoφύλακας και ο Διδάσκαλος Ονούφριος.
Ο Εμ. Παπάς βρίσκεται στο Άγιο Όρος προ της εκστρατείας του Αβδούλ Α μπούδ. Βλέπει ότι εξασθενεί η άμυνα και αποφασίζει ο ίδιος να μεταβεί στην Ύ δρα να ζητήσει ενισχύσεις. Διορίζει στην αρχηγία το Χατζηπέτρο και αναχωρεί α πό την Κασσάνδρα την 24η Οκτωβρίου με έγγραφη υπόσχεση των Κασσανδρέων, των Καλαμαριωτών και άλλων ότι θα μείνουν πιστοί στις διαταγές του και θα κρατήσουν τις θέσεις τους μέχρι της επανόδου του. Διήλθε και από το Άγιο Όρος για να τακτοποιήσει και τα εκεί πράγματα, αλλά η εκστρατεία του Αβδούλ Αμπούδ, η καταστροφή της Κασσάνδρας, η υποταγή των Αγιορειτών και η κατά δίωξή του επήλθε τόσο ραγδαία, ώστε αναγκάσθηκε να καταφύγει με το Χατζηπέτρο στη Μονή Εσφιγμένου. Από εκεί ζητούσε την παράδοσή του, τόσο ο Ζαμπίτης, όσο και η Ιερά Σύναξη. Καταδιωκόμενος από Τούρκους και Έλληνες, μόλις κατορθώνει να επιβιβασθεί με το γιο του Ιωάννη και μερικούς άλλους συντρόφους του, πάνω στο πλοίο του Χατζηβισβίκη και αναχωρεί για την Ύδρα, για να σώσει τον εαυτό του από την άτιμη και προδοτική καταδίωξη. Δεν πρόκειται να φθάσει ποτέ στην Ύδρα. Εξαντλημένος από τις κακουχίες και προπαντός από τις συγκινήσεις της απρό οπτης και τραγικής περιπέτειας, πεθαίνει από συγκοπή μέσα στο πλοίο κατά τη στι γμή που τούτο περιέπλεε τον Καφηρέα. Ο νεκρός του ήρωα μεταφέρεται στην Ύδρα και κηδεύεται με τιμές στρατηγού. Μετά δε τη μεταβολή του 1843 αναρτάται στο Ελληνικό Βουλευτήριο το όνομά του ως ενός των πρωταγωνιστών του 1821.
Ως αποτελέσματα των δύο διαταγών που προαναφέρθηκαν εκτοξεύονται από τις Ιστορικές πηγές της μετεπαναστατικής περιόδου και γράφονται τα εξής:
«Ουδεμίαν ήδη ο Τούρκος στρατάρχης (Απ-Λουβούτ-Πασσάς) ανάγκην είχεν όπλων και βίας, ότε οι εν τω Άθω προς βεβαίωσιν της πιστής υποταγής εαυτών, ου μόνον αφωπλίσθησαν και ομήρους προσήνεγκον, αλλά και δύο ήμισυ εκατομμύρια γροσίων απηρίθμησαν και την 15 Δεκεμβρίου φρουράν τουρκικήν παρά τα νενομισμένα εδέχθησαν και την τροφήν αυτής εκ τρισχιλίων συγκειμένης, υπεσχέθησαν και εν συνόλω πάν είδος ύβρεων, καταθλίψεων και βιαιοπραγιών επί πολύν χρόνον υπέμειναν. Διέμεινεν εν τω όρει η φρουρά αύτη, εφόσον διήρκεσεν ο Ελληνικός α γών χρόνον, ήτοι επί εννέα έτη.
Δια τοσούτων εξηγόρασαν ούτοι θυσιών την αβελτηρίαν εαυτών πικρώς μεν, αλλ’ ανωφελώς μεταμεληθέντες ύστερον. Εάν εκουσίως εθυσίαζον μέρος, όσων εδα πάνησαν ακουσίως, βεβαίως εσώζοντο και έσωζον τον τόπον υπό την ιεράν του σταυρού σημαίαν. Ούτε οχυρότητος και τηλεβόλων τινών, ούτε όπλων ψιλών και πο λεμοφοδίων ικανών εστερούντο τα μοναστήρια. Και τίνος άλλου στερείται τις έχων λησιν και χρηματικά μέσα; Δεκασχίλιοι μοναχοί, ισαρίθμους άλλους λαϊκούς οπλο φόρους έχοντες και οχυρούμενοι επι του ισθμού, δύο μιλίων έχοντος πλάτος ηδύνα ντο ου μόνον κατά των εν τη Μακεδονία βαρβάρων, αλλά και κατά πολυαριθμοτέ ρου εξωτερικού στρατού. Κατά θάλασσαν δε ως η Σάμος εσώθη υπερασπισθείσα κατά γην και δια του στόλου, ούτω και ο Άθως εσώζετο ευκολώτερον ως μη χορηγών τοις εχθροίς θέσεις ειδικώς δεξιάς προς αποβάσεις. Σωζόμενος τοιουτοτρόπως ο Άθως και αποκαθιστάμενος το επαναστατικόν έναυσμα της Μακεδονίας, το πρόχειρον καταφύγιον των αδυνάτων και ισχυρόν ορμητήριον των ενόπλων εσώζετο και έσωζε, καθ’ όσον μετ’ ου πολύ ηγέρθησαν εις τα όπλα και η Νιάουσα και πολύ του Ολύμπου μέρος. Αλλά προς τούτο απητούντο Βρεσθένεις, Γερμανοί, Δικαίοι, Έ λους Άνθιμοι, Ησαΐαι Σαλώνων και οι τοιούτοι».
Σας παρουσιάζω τώρα τη συμμετοχή στον αγώνα του 1821 της 12μελούς οικογένειας του Εμμανουήλ Παπά και τις θυσίες της:
«Προς την εν Αθήναις Σεβαστήν Επιτροπήν του Αγώνος
Αθήναι την 8 Ιουν. 1865
Ελ. 11 7βρίου 1865 Αριθ. 5529
Αι προς τον ιερόν αγώνα εξ αρχής της Επαναστάσεως θυσίαι της οικογενείας ημών είναι γνωσταί εις άπαν το πανελλήνιον, διότι ο Μακαρίτης πατήρ ημών Εμμα νουήλ Παππά μέλος ών της φιλικής εταιρείας και διατρίβων εν Κωνσταντινουπόλει άμα κηρυχθείσης της Επαναστάσεως αυτός πρώτος εφοπλίσας έν πλοίον δι’ ιδίας του δαπάνης εξέπλευσεν εκείθεν επ’ αυτού και υψώσας την Ελληνικήν Σημαίαν της Ελευθερίας προσωρμίσθη προς το Άγιον Όρος του Άθωνος, όπου μετενεγκών και άπασαν την χρηματικήν του περιουσίαν και συλλέξας και ολίγους Στρατιώτας κατέλαβε την Χερσόνησον της Κασσάνδρας και ήρξατο τον κατά του Τυράννου πόλεμον, υπερασπίζων παντού δια μεγάλου θριάμβου το Ελληνικόν Έθνος. εις όλας τας εκεί γενομένας Μάχας, ως και εκ των σωζομένων εγγράφων κατάδηλον γίνεται Μετ’ ου πολύ θα αναδειχθή παρά του Γενικού Επιτρόπου του Αοιδήμου Δ. Υψηλάντη δι’ επισήμου εγγράφου Αρχιστράτηγος της Μακεδονίας, ηγωνίζετο υπέρ της κοινής ελευθερίας και κρατήσας τον πόλεμον επί εννέα μήνας περίπου από Μάρτιο 1821 Μέχρι Νοεμβρίου εφονεύθησαν άνω των τεσσαράκοντα χιλιάδων εχθρών των εξελεγχθέντων εις την Επιτροπήν της Παλιγγενεσίας κατά το 1858, εκ των οποίων ελήφθησαν αντίγραφα και εκλιπόντων αυτώ των πολεμοφοδίων αναχώρησε δια την Ύδραν ίνα προμηθευθή εκείθεν τοιαύτα, και επανέλθη πάλιν προς εξακολούθησιν του πολέμου. Αλλ’ εν τω πλοίω ατυχώς υπό αποπληξίας αποβιώσας και μετακομισθείς εις Ύδραν ετάφη με τον βαθμόν Αρχιστρατήγου υπό των φιλογενών Υδραίων εις την Μονήν της Ύδρας και την εν Σέρραις οικογένειάν του συλλαβούσα η Οθωμανική Κυβέρνησις κατέκλεισε εν τη ειρκτή τα δε κτήματα και άπασα η περιουσία εδημεύθησαν παρά του Σουλτάνου, μόλις διεσώθημεν εκ της μαχαίρας του τυράν νου, εν τη φυλακή διεμείναμεν μέχρι του 1826.
Μαθόντες δε οι επίλοιποι αδελφοί εις Βιέννη τον θάνατον του πατρός μας και παραλαβόντες και εκ του εκεί καταστήματος την λοιπήν περιουσίαν έσπευσαν ενταύ θα και αρπάσαντες τα όπλα εμάχοντο παντού υπέρ της κοινής ελευθερίας, μέχρις ότου ο μεν ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ πολεμών εις Αταλάντην μετά των Στρατιωτών του και συλ ληφθείς παρά των εχθρών απήχθη εις Χαλκίδα όπου απεκεφαλίσθη, ο δε ΙΩΑΝΝΗΣ εις Νεόκαστρον μαχόμενος και ούτος θύμα του Αγώνος έπεσεν, επίσης και ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ κατατροπόνων ανδρείως τους εχθρούς εις Καματερόν απωλέσθη. Τα κόκαλα τριών Μαχίμων υιών του Εμμανουήλ Παππά διεσκορπισμένα ένθα ηρωϊκώς έπεσαν μαχόμενοι μετεκομίσθησαν εντός του Μαυσωλείου του ενδόξου και αειμνήστου Καραϊσκάκη, όπου κατεγράφη και το όνομά των. Εκ των λοιπών διασωθέντων έζων δεινώς και πολυπαθώς μέχρι του 1858, οπότε απέθανον επί της ψάθας, ο μεν ΓΕΩ ΡΓΙΟΣ εις ΒΟΝΙΤΖΑΝ, ο δε ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ εις Πάτρας, ο δε ΜΙΧΑΗΛ εις Χαλκίδα। Επί σης δε και οι επιζώντες δύο αδελφοί Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος οί εις μικράν ανάγκην και δυστυχίαν ευρίσκονται, ωσαύτως και η επιζώσα αδελφή των Ελένη και ετέρα ανεψιά εκ της μακαριτίσης αδελφής μου Νεράντζως Σοφία…μενη άγαμος ορφανή και δυστυχούσα εις Βραΐλα της Μολδοβλαχίας και ο Κωνσταντίνος κατα διωκόμενος (ως κάτοικος Μακεδονίας) παρά της Οθωμανικής κυβερνήσεως δήθεν υιός πρωταγωνιστού και διαμένων και αυτός εν Ελλάδι ευρίσκεται εις την δεινοτάτην θέσιν περί της μελλούσης συντηρήσεώς του।Όθεν επανα λαμβάνω…Κύριοι! Αφού η σημαντική περιουσία του Εμμανουήλ Παπά ως και άπασα αυτή οικογένειά του εθυσιάσθη υπέρ αυτής της ελευθέρας Ελλάδος από το 1821 μέχρι το 1829(ας μαρτυρήσωσι δε ενσυνειδήτως) δια τα οποία σας εξεθέσαμεν απ’ αρχής μέχρι τέλους οι πλησιέστεροι του Μακαρίτη πατρός μου Εμμ. Παππά, ότε οι κύριοι Ιωάννης Χατζηπέτρου, ο Γραμματεύς αυτού Θεοφάνης, νυν Μητροπολίτης Μαντινείας, ο Αγαθάγγελος Τριανταφύλλου Σερραίος και ο Ταγματάρχης κος Νικόλαος Κασουμούλης συμφώνως μετά του εκ Σερρών επισήμου Μαρτυρικού μας.
Είναι άρα δίκαιον ουδεμία περίθαλψις να μη δοθή εκ μέρους του έθνους δι’ ό λας αυτάς τας θυσίας εις την οικογένειαν ημών. Επομένως δικαίως λέγομεν ότι αδικούμεθα και δικαίως προκαλούμεν την επίβλεψιν των διεπόντων τα πράγματα του έθνους με συνείδησιν ειλικρινούς διανοίας. Όθεν προστρέχοντες εις την Σεβαστήν επιτροπήν του Αγώνος παρακαλούμεν όπως ευαρεστηθή να λάβη υπ’ όψιν την πα ρούσαν έκθεσιν της αναφοράς ημών και ανταμείψη επ’ αξίως της σημαντικής ταύ της θυσίας της οικογενείας μας απαλλάξη δε και ημάς εκ της δυστυχίας και αθλιότητος εις ήν ειρημένοι εσμέν
Μένομεν με το ανήκον Σέβας ευπειθέστατος
Κων. Εμμ. Παππά.
Αποδεικτικό Αγώνος του Εμ. Παππά, μεταγγραμμένο από το πρωτότυπο
Ο φιλογενέστατος Μανωλάκης Παπά στρατολογήσας υπέρ της ελευθερίας του Γένους επολέμει γενναίως τους τυράννους εις τα μέρη της θεσσαλονίκης και της Κασσάνδρας διό και Αρχιστράτηγος των μερών τούτων εψηφίσθη παρ’ ημών. Επει δή δε κακή τύχη απέθανεν εξ αποπληξίας, εις απόδειξιν των υπέρ του Γένους αγώνων και ευεργεσιών του εδόθη εις τους υιούς αυτού το παρόν ημέτερον ενυπόγραφον και ενσφράγιστον μαρτυρικόν.
Δημήτρης Υψηλάντης Εν Κορίνθω τη 25 Δεκεμβρίου 1821.
Αριθ. Προξ. 249 Βεβαίωση του υποπρόξενου της Ελλάδος στις Σέρρες για τους πολίτες που υπογράφουν και πιστοποιούν το Μαρτυρικό (μεταγραφή από το πρωτότυπο).
λαβόντες υπ’ όψιν την παρούσαν αίτησιν εξετάσαντες περί των ενδιαλαμβανομένων προσώπων εξαγάγαμεν τας εξής βασίμους πληροφορίας.
Ο Χρήστος Σκάρδη, Κωνσταντίνος Χατζημανώλη, Ιωάννης Κουκουρείδας, Χατζη κωνσταντής, Χατζηιωάννου, Ιωάννης παπά Δημητρίου και Αποστόλης Κωνσταντί νου, εισίν άπαντες υπήκοοι Έλληνες, ο μεν πρώτος ετών εβδομήκοντα δύο, ο δεύτερος εβδομήκοντα, ο τρίτος ετών εβδομήκοντα τριών, ο τέταρτος εβδομήκοντα οκτώ, ο πέμπτος εξήκοντα εξ και ο έκτος εβδομήκοντα πέντε ως εξάγετε εκ του Μη τρώου του Β। τούτου υ/ποπροξενείου, ο δε Δημήτριος Ν। Σκόρδα, υπήκοος Ρώσος εί ναι ετών ογδοήκοντα ως εβεβαιώθη παρά του ιδίου। Συνάμα δε τα ανωτέρω πρό σωπα είναι εκ των ευϋπολεπτοτέρων εν τη πόλει ταύτη, και δη και εκ των ευποροτέ ρων. Ταύτα κατ’ αίτησιν του αναφερομένου.
Εν Σέρραις τη 20 Μαϊου 1865
Ο Υ/πρόξενος της Ελλάδος
Γ.Α. λαγκαδιάς
Ότι ακριβές αντίγραφο – Εν Σέρραις τη 25 Μαϊου 1865
Τ.Σ. ο Υποπρόξενος Γ.Α. λαγκαδιάς.
Αίτηση του Κων. Εμ. Παπά στον Υποπρόξενο της Ελλάδος στις Σέρρες (μεταγραφή)
Κύριε υ/πρόξενε!
Επειδή το ενταύθα συνημμένον μαρτυρικόν πραγματευόμενον περί των χρηματικών θυσιών του πατρός μου Εμ. Παππά και φέρον τας υπογραφάς του κ.κ. Χρήστου Σκάρδη, Κωνσταντίνου Μανόλη, Ιωάννου Κουκουρείδα, Χατζηκωνσταντίνου, Χατζιωάννου, Δημητρίου και Αποστόλου Κωνσταντίνου, πρόκειται να παρουσιασθεί εις την επί του Αγώνος Επιτροπήν παρακαλώ, όπως ευαρεστηθέντες, γνωστοποιήσετε … γράφων υμών προς την ρηθείσαν Επιτροπήν οποία είναι η ηλικία και τα λοιπά προσόντα των προμνησθέντων προσώπων καθόσον οι με…. υπήκουοι Έλληνες οι δ’ άλλοι… εν τη πόλει ταύτη, και επομένως δύνασθε να πληροφορήσετε κατά πόσον τα πρόσωπα ταύτα είναι αρμόδια να βεβαιώσουν τας δια του Μαρτυρικού αναφερομένας πληροφορίας,
Μένω με το ανήκον σέβας
Ευπειθέστατος Κων. Εμμ. Παππά – Σέρραις τη 19 Μαϊου 1865
Προς τον Κύριον Γ.Α. Λαγκαδιά, Υ/πρόξενον της Ελλάδος εις Σέρρας.
Μαρτυρικόν (μεταγραμμένο από το πρωτότυπο)
Δι ου δηλοποιούμεν και μαρτυρούμεν ευσυνειδήτως οι υποφαινόμενοι ότι ο Αοίμος Εμμανουήλ Παππά, κάτοικος και μεγαλέμπορος της πόλεως ταύτης και έχων δύο άλλα εμπορικά καταστήματα εν Βιέννη και Κωνσταντινουπόλει εκέκτητο σημαντικήν περιουσίαν κινητήν και ακίνητον, αναβαίνουσαν εις τριακοσίας και επέ κεινα χιλιάδας ταλλήρων, Διστήλων.-
Εις μόνον δε τον τότε Διοικητήν Σερρών Ισούφ Πασσά έχων έν δάνειον εκ τεσσαρά κοντα χιλιάδων Μαχμουτιέδων και πωλών ήτοι περί το έν εκατομμύριον Δραχμών απήλθε κατά το 1821 εις Κωνσταντινούπολιν και δια της τοπικής αρχής εισέπραξε το δάνειόν του τούτο, όπερ άμα παραλαβών μετέβη εις Άγιον Όρος εις τον Ισθμόν της Κασσάνδρας και εις τα άλλα μέρη του τόπου εκείνου. Συλλέξας δε όχι ολίγους στρατιώτας ιδίοις αυτού αναλώμασιν απεκατεστάθη παρά του Έθνους Αρχιστράτηγος της Μακεδονίας και εξηκολούθησε τον πόλεμον κατά των τυράννων επί μηνας εννέα, καθ’ ους και την περιουσίαν του όλην εδαπάνησε τα δε κτήματά του και άπα σα η λοιπή εν Τουρκία περιουσία του εδημεύθησαν και η οικογένειά του εσύρετο εις τας φυλακάς μόλις διαφυγούσα την μάχαιραν των τυράννων.
ΠΗΓΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ
ΕΒΕ-ΤΜΗΜΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΥΠΩΝ

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Τα Καλάβρυτα συντρίβουν (Το αήττητο του Ιμπραήμ)

Η ΟΜΙΛΙΑ
«Η επισφράγιση του Απελευθερωτικού αγώνα στη μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου -24 Ιουνίου 1827Δημήτριος Ι Βαρβιτσιώτης – Γενικός Γραμματέας Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως।
"Η ομιλία μου σήμερα δεν θα έχει παράπονα σε αναφορές σε προσπάθειες που έχουν στόχο να μειώσουν την συμμετοχή και σημασία του τόπου μας στην ιστορία। Αυτής της ιερής Καλαβρυτινής Γής που πατάμε και για το γέρεμά της έχει ανακατευτεί το καθάριο ορεινό χώμα με το αίμα χιλιάδων αγωνιστών της λευτεριάς, μαρτύρων των παναθρώπινων αξιών, υπερασπιστών των ιδανικών, εκφρα στών της αδούλωτης ελληνικής ψυχής, που όλα μαζί με καμάρι και ίσως λίγο εγωϊστικά, εμείς εδώ, τα ονομάζουμε Αθάνατη Καλαβρυτινή Ψυχή। Αυτή την Ψυχή που εκτός από το αγωνιστικό φρόνημα διακατέχει και η ανθρώπινη αλληλεγγύη। Σ΄ αυτήν την πλευρά της κοινωνικής διάστασης της προσφοράς του Μεγάλου Σπηλαίου επιτρέψτε μου να επικεντρωθώ επιθυμώντας να δώσω μιαν άλλη πτυχή της διαχρονικής του αξίας.Θα ανατρέξω ενημερωτικά για την ιδιαιτερότητα της σημερινής επετείου στην οποία η Παγκαλαβρυτινή Ενωσις και η Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου αποτίουν κάθε χρόνο φόρο τιμής και μνήμης.
Το 1824 η ελληνική επανάσταση είχε ήδη εξαπλωθεί τόσο, ώστε ο σουλτάνος Μαχμούτ αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Αυτός εμπιστεύθηκε το δύσκολο έργο της καταστολής των εξεγερμένων Ελλήνων στο γιο του Ιμπραήμ.
Ο τελευταίος, έχοντας από το 1824 ως ορμητήριο τη Σούδα της Κρήτης, εξεστράτευσε εναντίον της Πελοποννήσου το 1825. Το Μέγα Σπήλαιο εκείνη την εποχή είχε γίνει πραγματικό καταφύγιο του λαού. Πολλοί πρόκριτοι είχαν καταλύσει στο μοναστήρι παίρνοντας μαζί τους και τις οικογένειές τους. Το ίδιο είχε γίνει και στην έκρηξη της Επανάστασης, όταν, κατά τη μαρτυρία του Φωτάκου, η οικογένεια του Κανέλλου Δεληγιάννη βρήκε εδώ στο Μέγα Σπήλαιο καταφύγιο. Το 1824, ο Λόντος με το συγγενή του Ανδρέα έστειλε την οικογένειά του στο Μέγα Σπήλαιο για ασφάλεια. Το γεγονός ότι το μοναστήρι λειτουργούσε ως καταφύγιο τα δύσκολα χρόνια του αγώνα, οφειλόταν κυρίως στη φυσική οχύρωση που του παρέχει η ορεινή πελοποννησιακή γη και ανέκαθεν το μοναστήρι αυτό θεωρούνταν απόρθητο. Άλλος λόγος ήταν η ακμαία οικονομική κατάστασή του. Πράγματι, πέρα από το σωματικό μόχθο που συνεπαγόταν η φροντίδα τόσων ανθρώπων, οι μοναχοί έπρεπε να διαθέτουν μεγάλους οικονομικούς πόρους και μόνο για τη διατροφή των εκατοντάδων φιλοξενουμένων. Είναι αλήθεια πως οι πατέρες αγόγγυστα παρείχαν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στο λαό που κατέφευγε στο μοναστήρι. Τέλος, δεν πρέπει να παραθεωρηθεί η σημαντική ψυχολογική στήριξη που αντλούσε ο λαός από την παρουσία της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου. Ο λαός ακουμπούσε τις ελπίδες και τους φόβους του υπό την σκέπη της Παναγίας, ως «Υπερμάχου Στρατηγού» και ακατανίκητης εγγυήτριας της ασφάλειάς του. Η «Θαυματουργή Εικόνα» ήταν η έκφραση της πίστης και η επα κόλουθη διατήρηση και ισχυροποίηση του αγωνιστικού φρονήματος του λαού. Στην εκστρατεία του ο Ιμπραήμ το 1825, εκτός από τους συμπατριώτες στρατηγούς του, διέθετε ένα επιτελείο ειδικών Γάλ λων και Ιταλών αξιωματικών, οι οποίοι διαχειρίζονταν τα τεχνικά σώματα του στρατού, δηλαδή το πυροβολικό και το μηχανικό.
Οι Έλληνες, απορροφημένοι στις εσωτερικές διενέξεις, αντιμετώπισαν επιπόλαια τον νέο κίνδυνο αδράνησαν, όταν θα μπορούσαν να καταφέρουν ένα καθοριστικό χτύπημα στον εχθρό, δηλαδή τη στιγμή της απόβασης, και έτσι έδωσαν τη δυνατότητα στους αντιπάλους να συνταχθούν και να αρχίσουν το εφιαλτικό έργο τους, που για χρόνια έσπειρε τον τρόμο και το θάνατο σ' ολόκληρη την Πελοπόννησο. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες των Ελλήνων τη στιγμή της άφιξης των Αιγυπτίων ήταν φυλακισμένοι, ενώ ο λαός στο άκουσμα της είδησης για τον ερχομό των Ιμπραήμ αντιδρούσε ψυχρά. Την υποτίμηση αυτή των αντιπάλων οι Έλληνες, δυστυχώς, έμελλε να πληρώσουν ακριβά. Ο ικανότατος αιγύπτιος στρατηλάτης όργωσε σχεδόν ανενόχλητος την Πελοπόννησο επιδιδόμενος συχνά σε φρικαλεότητες και βανδαλισμούς.Το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου ήταν ήδη γνωστό στον αντίπαλο στρατόπεδο ως ένα ισχυρό ορμητήριο των ελληνικών δυνάμεων και τόπος ιδιαίτερης στρατιωτικής σημασίας για τους επαναστατημένους. Κι όχι μόνον αυτό το μοναστήρι παρείχε στέγη σε πολλές οικογένειες των προυχόντων της περιοχής που, από το φόβο του επιδρομέα, αναζήτησαν κατα φύγιο στους κόλπους του. Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Οικονόμος, «κατά δε το Μέγα Σπήλαιον πανταχόθεν ήσαν κατα φυγόντες χιλιάδες πολλαί, μεθ' ων συνηριθμούντο και πεντακόσιαι ολόκληραι οικογένειαι.
Το μοναστήρι προσέφερε μεγάλη υλική βοήθεια για τις ανάγκες του αγώνα, σε σημείο, πάντα κατά τη μαρτυρία του Οικονόμου, να εκποιήσει και αυτά τα αργυρά ιερά σκεύη. Οι μοναχοί, εξάλλου, δεν δίστασαν να λιώσουν οποιοδήποτε χάλκινο αντικείμενο του μοναστηριού, ακόμη και αυτά τα πόμολα των θυρών, για να γίνουν πυρομαχικά.
Ο Ιμπραήμ, γνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία της μονής, που οφειλόταν κυρίως στη φυσική τοπογραφία της, επιχείρησε τρεις φορές να την κατακτήσει. Ωστόσο, η κατάληψη του Μεγάλου Σπηλαίου δεν ήταν εύκολη, κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας της οχυρής θέσης του. Οι πατέρες του Μ. Σπηλαίου, άλλωστε, αντιμετώπισαν με μεγάλη αίσθηση ευθύνης και ρεαλισμό τις υποχρεώσεις που τους επέβαλε η κρίσιμη εμπόλεμη κατάσταση. Μία σειρά επιστολών από το 1825 και μετέπειτα, μας περιγράφουν τις πυρετώδεις ετοιμασίες της αμυντικής οργάνωσης του μοναστηριού, στη συνει δητοποίηση του μεγάλου κινδύνου που σήμαινε η παρουσία του αιγυπτιακού στρατού στην επα ναστατημένη Ελλάδα. Την πρώτη απόπειρα κατάληψης του Μεγάλου Σπηλαίου επιχείρησε ο Ιμπραήμ το Δεκέμβριο του 1825. Την είδηση για την επίθεση που μηχανευόταν ο αιγύπτιος στρατηλάτης γνω στοποίησε στο μοναστήρι ένας έλληνας αιχμάλωτος που κατάφερε να δραπετεύσει από το αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης με τη βοήθεια των αδελφών του Δημητρίου και Νικολάου στρατολόγησε πάνω από 1.500 άνδρες και έσπευσε στο απειλούμενο μοναστήρι. Έφτασε εκεί στις 3 Δεκεμβρίου 1825. Στο Μέγα Σπήλαιο βρίσκονταν ήδη οι Λόντος, Ζαΐμης, Σ. Χαραλάμπης και Σ. Φωτήλας «και τινες καπετανίσκοι των Πατρών» όπως γράφει ο Φωτάκος. Συνολικά οι ελληνικές δυνάμεις υπερέβαιναν τους 2.000 άνδρες. Αμέσως όλοι επιδόθηκαν στην οχύρωση και αμυντική οργάνωση για την επικείμενη επίθεση του εχθρού, προσέχοντας κυρίως τις πιο ευαίσθητες αμυντικά πλευρές της Μονής. Οργανώθηκαν δύο σκοπιές και ένα «επικουρικό σώμα» με επικεφαλής τους Νικόλαο Φραγκάκη και Γιαννάκη Καραλή. Ο Ιμπραήμ, αφού έσπειρε την καταστροφή στον Κορινθιακό κόλπο, έστειλε από τη Βοστίτσα ένα στρατιωτικό σώμα, για να βολιδοσκοπήσει τις δυνάμεις αντίστασης της Μονής. Το σώμα αυτό αποτελούσαν 3.000 πεζοί και 500 ιππείς. Τελικά, μια εμπροσθοφυλακή από 500 πεζούς και 150 ιππείς του εχθρικού σώματος εστάλη στο μοναστήρι με σκοπό να το προσεγγίσει αθόρυβα και να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Έγινε όμως αντιληπτή από τις φρουρές των αμυνομένων και ακολούθησε συμπλοκή στην ΝΑ πλευρά. Εκεί προσέτρεξαν και άλλοι άνδρες από το μοναστήρι, με αποτέλεσμα οι εχθροί να τραπούν σε φυγή. Στη μάχη αυτή ο εχθρός είχε απώλεια 47 ανδρες, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν από τους συμπολεμιστές τους στο πεδίο της μάχης, και εκατό τραυματίες. Ο Ιμπραήμ, βλέποντας τη μεγάλη δύναμη που προστάτευε το απόρθητο μοναστήρι, ματαίωσε την επίθεση για να «επανέλθει συστηματικότερα μετ’ ολίγων μηνών».
Η δεύτερη απόπειρα του Ιμπραήμ πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1826. Ο αιγύπτιος στρατηλάτης επέστρεφε στην Πελοπόννησο από το πολύπαθο Μεσολόγγι νικητής μεν, αλλά με αποδεκατισμένες τις δυνάμεις του. Σκοπός του ήταν να κατεβεί στην Τριπολιτσά.
Μπήκε ανενόχλητος στα Καλάβρυτα και στις 4 Μαΐου έκαψε τη Μονή της Αγίας Λαύρας, που είχε εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς στο έλεος του βάρβαρου επιδρομέα. Οι θησαυροί και τα κειμήλια της μονής είχαν μεταφερθεί σε ασφαλή μερη. Ένα μέρος των κειμηλίων μεταφέρθηκε στο Μέγα Σπή λαιο. Ο Ιμπραήμ έκαψε και τα μετόχια της μονής, καθώς και τα άδεια χωριά της περιοχής τα οποία οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει. Μία μικρή αλλά σθεναρή αντίσταση συνάντησε στη θέση Καστράκι, όπου του επιτέθηκαν οι καπετάνιοι Νικ. Σολιώτης και Γκολφίνος Πετμεζάς. Η αντίσταση αυτή όμως λόγω της τεράστιας διαφοράς δυνάμεων έληξε σελίγες ώρες.Την επόμενη μέρα (5 Μαΐου) ετοιμάστηκε να επιτεθεί και εναντίον του Μ. Σπηλαίου. Για το σκοπό αυτό έστειλε στο μοναστήρι μια μικρή ανιχνευτική δύναμη. Εκτός από τη γνωστή φυσική οχύρωση, η μονή διέθετε ένα αξιόλογο στρατιωτικό σώμα για την υπεράσπισή της. Έτσι, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να αναβάλει την προσπάθεια, να συνεχίσει για την Τριπολιτσά και να σχεδιάσει μια πιο οργανωμένη επιδρομή.Αυτή η τρίτη επίθεση πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος 1827. Ο Ιμπραήμ είχε στρατοπεδεύσει από τις αρχές Ιουνίου στη θέση Σάλμενα κάτω από το χωριό Σκεπαστό, βολιδοσκοπώντας το μοναστήρι.Οι μοναχοί βλέποντας τις ετοιμασίες ζήτησαν βοήθεια από τον Κολοκοτρώνη. Πράγματι, ο Γενικός Αρχηγός έστειλε στο μοναστήρι στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τους Φωτάκο, Ν. Καραχάλιο, Κ. Μέλλιο και Θεοδόσιο Παπαγιαννακόπουλο, καθώς και ένα τμήμα της σωματοφυλακής του. Με την τρομοκρατία των «προσκυνοχαρτιών» του Ιμπραήμ, οι ανυπόταχτοι Έλληνες είχαν καταφύγει στο Μέγα Σπήλαιο. Την δραματική έκκληση του Νικολάου Πετμεζά διασώζει ο Κολοκοτρώνης με όσα διηγείται ο ίδιος και περιγράφεται σε μια φράση του Ν. Πετιμεζά: «Τρέξε να πάμε εις το Μέγα Σπήλαιο, γιατί τότε παραδίδεται το Σπήλαιον και χάνεται όλη η επαρχία». Ο Αρχηγός τότε στέλνει επιστολή προς τον Ν. Πετμεζά και γράφει μεταξύ άλλων:«Προς τον Στρ. Ν. Πετιμεζάν. Επειδή ο εχθρός συγκεντρωθείς ήδη εις την Μητρόπολιν των Καλαβρύτων επαπειλεί εξαιρέτως το Μέγα Σπήλαιον, και επειδή δια να οχυρωθή αυτή η θέσις, ήτις αποτελεί όχι κατωτέραν δύναμιν ενός φρουρίου, δια τε το οχυρόν αυτής και δια το πλήθος των εν αυτή καταφυγουσών φαμηλιών, έχει ανάγκην ικανής στρατιωτικής δυνά μεως, ήτις αντιπαρατάττεται εις κάθε εχθρικήν προσβολήν, και να φυλάττη πάντοτε την απαιτουμένην εις τε το Μοναστήριον και τους εν αυτώ καταφυγόντας πολίτας ευτα ξίαν, δια τούτο θέλων να προκαταληφθώσιν αυτά σε διατάττω ως εφεξής:
Α'. Να λάβης υπό την οδηγίαν σου εξακοσίους στρατιώτας καλούς, πραγματικούς, των οποίων θέλεις είσαι επί κεφαλής, και θέλεις καταλάβεις και οχυρώσεις με αυτούς όλας τας περί το Σπήλαιον αναγκαίας θέσεις, δια ν' αντιπαραταχθής, χρείας τυχούσης, εις κάθε εχθρικόν κίνημα.
Β'. Θέλεις έχει κατά τούτο, την δυνατήν σύμπραξιν των Πατέρων του ιερού Μοναστηριού καθώς ειδο ποιούνται του το.ΣΤ'. Θέλει με ειδοποιήσεις την κατάστασιν και τας χρείας αυτού του ιερού Μοναστηριού δια να τας αναφέρω όπου ανήκει, και δια να ληφθώσιν εγκαίρως μέτρα περί προμη θείας των αναγκαίων των δι' αυτό. Εύελπις, ότι θέλεις ευαρεστήσει εις τον διορισμόν τούτον, κατά την οποίαν χαίρεις αγαθήν υπόληψιν, μένω.
24 Ιουνίου 1827, ο Γεν. Αρχηγός, Θ. Κολοκοτρώνης»
Εκείνη την εποχή στην ηπειρωτική Πελοπόννησο τρεις ήταν κυρίως οι πυρήνες αντιστάσεως των επαναστατημένων: η Μάνη, το Παλαμήδι και το Μέγα Σπήλαιο. Η οχύρωση της Μονής είχε αρχίσει ήδη από το προηγούμενο έτος (1826), κατά τη δεύτερη απόπειρα του Ιμπραήμ εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου. Αρχικά κατασκευάστηκε ένας πύργος προς τη βορεινή πλευρά του μοναστηριού. Το μοναστήρι υπερασπίζονταν περίπου 600 εμπειροπόλεμοι αγωνιστές υπό το γενικό πρόσταγμα του Ν. Πετμεζά. Μαζί τους συντάχθηκαν και πολλοί μοναχοί με επικεφαλής τον γενναίο μοναχό Γεράσιμο Τορολό. Μάλιστα όταν στο άκουσμα των πολλών χιλιάδων πολεμιστών του Ιμπραήμ το αγωνιστικό φρόνημα κάποιων άρχισε να κάμπτεται, με πρωτοστάτη τον μοναχό Τορολό και άλλοι μοναχοί έβγαλαν τα ράσα, φόρεσαν φουστανέλες και μπήκαν στην πρώτη γραμμή εμψυχώνοντας όλους τους αγωνιστές – υπερασπιστές του μοναστηριού, όπως μας μεταφέρει η παράδοση.
Ο Ιμπραήμ πριν επιτεθεί εναντίον της Μονής, και γνωρίζοντας πόσο δύσκολο θα ήταν να την καταλάβει με πόλεμο παρά τη μεγάλη υπεροχή του σε στρατό, επιχείρησε να δελεάσει τους μοναχούς, προτείνοντάς τους να υποταχθούν οικειοθελώς, ώστε να αποφευχθεί η επίθεση. Για το σκοπό αυτό έστειλε στις 19 Ιουνίου 1827στο μοναστήρι τον αρχιγραμματέα του Σάμη του Σιέχ Νεντσίπ με γράμμα να προσκυνήσουν.Η απάντηση των μοναχών αποτελεί μνημείο αποτύπωσης της Ελληνικής Ψυχής:
«Ὑψηλότατε ἀρχηγὲ τῶν Ὀθωμανικῶν ἁρμάτων, χαῖρε. Ἐλάβαμεν τὸ γράμμα σου καὶ εἴδομεν τὰ ὅσα γράφεις, ἠξεύρομεν πὼς εἶσαι εἰς τὸν κάμπον τῶν Καλαβρύτων πολλὰς ἡμέρας καὶ ὅτι ἔχεις ὅλα τὰ μέσα τοῦ πολέμου. Ἡμεῖς διὰ νὰ προσκυνήσωμεν εἶναι ἀδύνατον, διότι εἴμεθα ὁρκισμένοι εἰς τὴν πίστιν μας, ἢ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἢ νὰ ἀποθάνωμεν πολεμοῦντες καὶ κατὰ τὸ χαΐνι μας δὲν γίνεται νὰ χαλάση ὁ ἱερὸς ὅρκος τῆς πατρίδος μας. Σὲ συμβουλεύουμε ὅμως νὰ ὑπάγης νὰ πολεμήσῃς σὲ ἄλλα μέρη, διότι, ἂν ἔλθης ἐδῶ νὰ μᾶς πολεμήσῃς καὶ μᾶς νικήσῃς, δὲν εἶναι μεγάλον κακόν, διότι θὰ νικήσης παπάδες, ἂν ὅμως νικηθῆς, τὸ ὁποῖον ἐλπίζομεν ἄφευκτα, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχομεν καὶ θέσιν δυνατὴν καὶ θὰ εἶναι ἐντροπή σας καὶ τότε οἱ Ἕλληνες θὰ ἐγκαρδιωθοῦν καὶ θὰ σὲ κυνηγοῦν πανταχοῦ. Ταῦτα σὲ συμβουλεύομεν καὶ ἡμεῖς, κᾶμε ὡς γνωστικὸς τὸ συμφέρον σου, ἔχομεν καὶ γράμματα ἀπὸ τὴν βουλὴν καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ὅτι εἰς πάσαν περίπτωσιν πολλὴν βοήθειαν θὰ μᾶς στείλη, παλληκάρια καὶ τροφὰς καὶ ὅτι ἢ θὰ ἐλευθερωθῶμεν τάχιστα ἢ θὰ ἀποθάνω μεν κατὰ τὸν ἱερὸν ὅρκον τῆς Πατρίδος μας.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ὁ Ἡγούμενος καὶ σὺν ἐμοὶ παπάδες καὶ καλόγεροι τῇ 22ᾳ Ἰουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον».
Μετά απ' αυτή την αποφασιστική απάντηση των πατέρων όλα ήταν έτοιμα για την κρίσιμη αναμέτρηση. Ο Ιμπραήμ είχε 15.000 άνδρες και με το στρατό του Δελή Αχμέτ ο αριθμός των επιτιθεμένων έφθανε τους 20.000 μαχητές. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλευρό του Ιμπραήμ πολεμούσαν περίπου δυό χιλιάδες ένοπλοι προσκυνημένοι Έλληνες με επικεφαλής τον Νενέκο. Η βοήθειά τους στο τουρκικό στρατόπεδο ήταν καθοριστική, γιατί γνώριζαν καλά την τοπογραφία και τα ευπαθή σημεία της περιοχής. Την παραμονή της επίθεσης ο Ιμπραήμ εμφανίστηκε πάνω από το χωριό Ζαχλωρού, συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους και πεζούς. Από κει πάνω από το βράχο που υπάρχει και σήμερα απέναντί μας, ο φοβερός στρατάρχης ατένιζε σχεδόν όλη την ημέρα το μοναστηρι. Ζήτησε από τους ειδικούς τεχνικούς του, Ιταλούς και Γάλλους, να σχεδιάσουν την τοπογραφία του στόχου. Όσοι ήταν στο μοναστήρι βγήκαν έξω και αγνάντευαν τον εχθρό να μηχανεύεται την επικείμενη πολιορκία όπως υπολόγιζαν. Ο Φωτάκος μάλιστα, χρησιμοποιώντας τηλεσκόπιο, κατάφερε να διακρίνει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ιμπραήμ.Οι πολυπληθείς τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις ξεκίνησαν εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου τα ξημερώματα της 24ης Ιουνίου. Τότε αρχίζει η μάχη και ο Ιμπραήμ επιτίθεται από παντού με όλες του τις δυνάμεις, για να αιφνιδιάσει τους αμυνομένους. Σκοπός του ήταν να προκαλέσει σύγχυση στο αντίπαλο στρατόπεδο και να εφορμήσει από τη νοτιοανατολική πλευρά της Μονής, με έδρα επίθεσης τη θέση Ψηλό Σταυρό που κατέλαβε στην αρχή της επίθεσης του, έχοντας εξασφαλίσει τον αποκλεισμό της Μονής από ενδεχόμενη έλευση συμμαχικών δυνάμεων. Τοποθετώντας στο Μεγάλο Σταυρό προς της περιοχή της Βρόσθενας το αρχηγείο του συνεχίζει να επιτίθεται λυσσαλέα από την Κισσωτή, το Τρύπιο Λιθάρι και την Πανηγυρίτσα. Σφοδρή μάχη μαίνεται στο Τρύπιο Λιθάρι πάνω από τη Μονή. Οι Έλληνες επωφελούμενοι από το πυκνό δάσος καθηλώνουν τους αντιπάλους, εμποδίζοντάς τους να προσεγγίσουν τα δύο φρούρια. Η απο τυχία τους οφείλεται τόσο στο κανόνι της Μονής, όσο και στη σθεναρή αντίσταση των οχυρωμένων Ελλήνων που υπεράσπιζαν το μοναστήρι. Όταν ο Πετμεζάς συνειδητοποιεί την υπερίσχυση των ελληνικών δυνάμεων στο Τρύπιο Λιθάρι, αποφασίζει αντεπίθεση εναντίον του εχθρού με σκοπό την κατάληψη του Ψηλού Σταυρού. Το δύσκολο εγχείρημα απο τολμά με τους Φωτάκο, Μέλλιο και Σαρδελιανό. Στη σφοδρή αντίσταση που συναντούν λαβώνεται θανάσιμα ο Σαρδελιανός. Η απώλεια του Ανδρέα Σαρδελιανού δεν κάμπτει τους Έλληνες αντιθέτως, η λυσσαλέα επέλασή τους δεν είναι δυνατόν να αναχαιτισθεί. Οι απώλειες των αντιπάλων είναι μεγάλες, πράγμα που «….ηνάγκασεν τον αιγύπτιον Σατράπην αργά της απογευματινής να αναλάβει την αποτυχίαν του και να διατάξει υποχώρησιν» όπως περιγράφει ο Σπηλιάδης. Η μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου διήρκεσε από τα χαράματα ως το βράδυ της 24ης Ιουνίου. Οι Έλληνες ενωμένοι, με πάθος και στρατηγική επέτυχαν αυτό που έμοιαζε ακατόρθωτο. Οι απώλειες του Τούρκων ήταν μεγάλες. Κατά τον Σπηλιάδη, «από τους εχθρούς εφονεύθησαν και επληγώθη σαν πλέον ή τριακόσιοι». Αντίθετα, από το στρατόπεδο των Ελλήνων μοναδικό θύμα ήταν ο Ανδρέας Σαρδελιανός (όπως τον αναφέρει ο Δ. Παναγόπουλος -Σαρδελιάνος όπως γνωρίζουμε το επώνυμο των απογόνων του σήμερα) από την Κερπινή, καθώς και κάποιοι ελαφρά πληγωμένοι. Ταλαιπωρημένος από τη μάχη ασθένησε και εξέπνευσε στο Μέγα Σπήλαιο μετά από λίγες ημέρες και ο στρατηγός Κ. Μέλλιος από την Τρυφυλλία. Για τις ανδραγαθίες των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου μας διηγείται ο Φωτάκος: «Οι καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς. Εκείνην την ημέραν οι Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πόλεμον». Οι έλληνες πολεμιστές, γύρισαν θριαμβευτές στη Μονή, έγιναν δεκτοί με κωδωνοκρουσίες και εψάλη ευχαριστήριος δοξολογία προς τιμήν της Θεοτόκου. Κατά την παράδοση, ο στρατηγός Νικόλαος Πετμεζάς παρακολούθησε γονυκλινής τη δοξολογία ενώπιον της εικόνας της Παναγίας, στον ιερό χώρο που είμαστε σήμερα και όταν τελείωσε η δοξολογία, ανεφώνησε: «Παναγιά μου, εφ' όσον έχουμε εσένα, δεν χρειάζονται τ' άρματα».
Η νίκη των ελληνικών δυνάμεων του Μεγάλου Σπηλαίου, με επιφανείς τους Ν Πετμεζά, Φωτάκο, Φραγκάκη, Μέλλιο, Σαρδελιανό (Σαρδελιάνο) και τον μοναχό Γεράσιμο Τορολό, επί του φοβερού στρατεύματος του Ιμπραήμ είχε σαν αποτέλεσμα την αναπτέρωση του αγωνιστικού φρονήματος όλων των μαχομένων Ελλήνων।
Το 1827 η Επανάσταση βρίσκεται σε οριακό σημείο, καθώς ο στρατός του Ιμπραήμ θριαμβεύει σε ξηρά και θάλασσα. Μια σειρά πολεμικών αποτυχιών οδήγησαν στην παράδοση της Ακρό πολης στον Κιουταχή στις 27 Μαΐου και στο θάνατο του Καραϊσκάκη. Σ’ αυτή την δύσκολη στιγμή, οι υπερασπιστές του Μεγάλου Σπηλαίου απέκρουσαν τους στρατιώτες του Ιμπραήμ και τους υποχρέωσαν να υποχωρήσουν καταρρίπτοντας το μύθο του αήττητου. Η Μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου απετέλεσε ορόσημο αφού κατέδειξε ότι το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων όχι μόνο δεν είχε καμφθεί αλλά έπαιρνε επικές διαστάσεις και δείχνει τον πολιτικό μονόδρομο της δημιουρ γίας ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους. Το ηθικό των Ελλήννων απ’ άκρου σε άκρο της Επαναστατημένης Ελλάδας αναπτερώνεται. Οι ξένοι αποφασίζουν να παρέμβουν καθοριστικά «για το κλείσιμο του ελληνικού ζητήματος επιτέλους» και μετά από συνεννοήσεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων υπογράφεται το πρωτόκολλο του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827), το οποίο αναγνωρίζει την αυτονομία της Ελλάδας, ενώ οι μοίρες του συμμαχικού στόλου καταπλέουν στις ελληνικές θάλασσες. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 8 Οκτωβρίου έκρινε οριστικά την τύχη του Αγώνα, καθώς ο τουρκο αιγυπτιακός στόλος υφίσταται πανωλεθρία από τον στόλο των Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέυδεν.
Το 1829 ο νέος Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, συνοδευόμενος από τον ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γιόρτασε το Πάσχα στο Μέγα Σπήλαιο, το μεγάλο μοναστικό προπύργιο του Αγώνα και επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα για να τιμήσει τη μεγίστη συνεισφορά τους στον αγώνα.
Τούτος ο Καλαβρυτινός τόπος του Αγώνα έδωσε στην Επανάσταση του 1821 δυό καθοριστικές στιγμές. Και τις δυο από τα μοναστήρια του. Το πρώτο και το τελευταίο ελληνικό τουφέκι.
Τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να υψώνει το Λάβαρο στην Αγία Λαύρα και τους Αγωνιστές και Μοναχούς με τον Ηγούμενο Δαμασκηνό στο Μέγα Σπήλαιο να ξαναφωνάζουν «μολών λαβέ» στον Ιμπραήμ και να επισφραγίζουν τη νικητήρια έκβαση της Επανάσταση.

ΠΗΓΕΣ
Στοχάζομαι ... και γράφω

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Η Μάχη στο Βαλτέτσι. Του Βασίλη Μπούρα.

Ο Βασίλης Μπούρας γράφει για τη "Μάχη Των Μαχών" της Επαναστάσεως.

Η διεξαγωγή της Μάχης στο Βαλτέτσι, 12/13 Μαϊου 1821
Αφού εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση και εκδιώχθηκαν οι τουρκικές φρουρές στην Μεσημβρινή Πελοπόννησο οι κυνηγημένοι και λοιποί Τούρκοι συγκεντρώθηκαν μέσα στα τείχη της Τριπολιτσάς।Ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Πελοποννήσου , Χουρσίτ Πασάς βρισκότανε την χρονική αυτή στιγμή στην Ήπειρο σε μια εκστρατεία εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων।Ευθύς αμέσως που πληροφορήθηκε τα της Επαναστάσεως έστειλε πάραυτα προς καταστολή της τον Μουσταφά-Μπέη –Κεχαγιά εφόσον ο υποδιοικητής Πελοποννήσου νεαρός Κιαμήλ Μπέης φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων। Ο Κεχαγιάς πέρασε γρήγορα από το Αντίριο στο Ρίο και από εκεί στο Αίγιο, Κόρινθο, Αργολίδα και έφθασε έγκαιρα στην Τρίπολη στις 6 Μαϊου 1821। Ο συνωστισμός τόσο μεγάλου πληθυσμού Τούρκων στην πόλη είχε σαν αποτέλεσμα να παρουσιαστούν οι αδυναμίες του συστήματος στο να τους εξυπηρετήσει σε καταλύματα, τρόφιμα αλλά κυρίως σε πόσιμο νερό, αφού το υδραγωγείο της πόλης ελεγχότανε πλέον σε μεγάλο βαθμό από τους επαναστατημένους Έλληνες που μέρα με τη μέρα έσφιγγαν την πολιορκία τους γύρω από την πόλη τοποθετώντας φρουρές σε στρατηγικά σημεία.Ένα από αυτά τα σημεία αυτά, λόγω του απρόσιτου και της μικρής απόστασης από την Τρίπολη , εκτιμώμενος μάλλον σαν τόπος εκκίνησης για επιδρομές κατά των πολιορκημένων και εκ του λόγου ότι σε μικρή απόσταση από αυτόν βρισκόντουσαν οι κύριες πηγές ύδρευσης της Τρίπολης, ήταν το Βαλτέτσι.Στο οχυρό αυτό στρατοπέδευσαν οι Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Ηλίας Μαυρομιχάλης, Σαλαφατίνος, Κατσανός,Παναγιώταρος Μπούρας, Κώστας Μπούρας και τα υπ΄ αυτούς τμήματα. Την ίδια ώρα φρόντισαν να αποκόψουν την παροχή νερού προς την Τρίπολη και εγκατέστησαν φρουρές σε στρατηγικά σημεία.Το σχέδιο του Κεχαγιά ήταν να κινηθεί προς Λιοντάρι και Μεσσηνία να καθυποτάξει πρώτα τις εκεί μικρές ομάδες των επαναστατών και ταυτόχρονα να προστατέψει και να επιδιορθώσει τα υδραγωγεία που έδιναν νερό στην Τριπολιτσά. Αυτή την πληροφορία είχε ο Κολοκοτρώνης όταν προέτρεψε τους οπλαρχηγούς που είχαν οχυρωθεί στο Βαλτέτσι να παραμείνουν και να αμυνθούν εκεί εμποδίζοντας τους Τούρκους να επισκευάσουν το υδραγωγείο της περιοχής.Εντωμεταξύ έσπευσαν στο Βαλτέτσι και συμπαρατάχθηκαν οι οπλαρχηγοί Μήτρος Πέτροβας, Γεώργιος Φραγκίσκος,Παναγιώτης Κεφάλας και Δημήτρης Παπατσώνης με τις δυνάμεις τους.Μετά αυτήν την εξέλιξη ο Κεχαγιάς άλλαξε τα σχέδιά του και θέλησε να καθυποτάξει πρώτα τα επαναστατικά σώματα στο Βαλτέτσι και μετά να μεταβεί στην Μεσσηνία.Τώρα όλα έδειχναν ότι η μοιραία μάχη θα δοθεί στο Βαλτέτσι.Οι επαναστάτες οπλαρχηγοί , ομόφωνα , αναθέτουν την αρχηγία για την διεξαγωγή της μάχης στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.Χαρακτηριστικό είναι το δημοτικό τραγούδι για την περίπτωση:΄΄Ο Κυριακούλης ειν΄αετός της Μάνης το καμάριπου πρώτος είναι στην ορμή και πρώτος στο ντουφέκι του Κεχαγιά εφώναξε και του Ρουμπή του λέει Για΄λάτε προσκυνάτε με επάνω στο Βαλτέτσι॥΄΄Ο αρχηγός των επαναστατών εκτιμώντας τις δυνατότητες των οπλαρχηγών καθόρισε τα σημεία που ο κάθε ένας από αυτούς έπρεπε να υπερασπιστεί.Το κεντρικό ταμπούρι της θολωτής εκκλησιάς όπου θα γινότανε και η κύρια επίθεση των Τούρκων, λόγω του χαμηλού του οχυρώματος, ανατέθηκε να το υπερασπιστεί ο γενναίος οπλαρχηγός Παναγιώταρος Μπούρας , οι αδελφοί του, Χαράλαμπος και Ζαφύρης , με τα παλικάρια τους.Στην ίδια ομάδα συμπαρατάχθηκαν οι Μπουραίοι από το Ραμοβούνι Μεσσηνίας με καπετάνιο τον Θεόδωρο Μπούρα , οι Μπουραίοι του Αρφαρά με προεξέχοντα τον Αναστάσιον Μπούρα και πολλούς άλλους Μπουραίους από χωριά της Μεγαλούπολης, τα Λαγκάδια Γορτυνίας, το Κολύρι Ηλείας, την Σπάρτη Λακωνίας, ακόμη και από την περιοχή Καρπενησίου είχαν κατέλθει να αγωνισθούν τα αδέλφια Παναγιώτης και Θανάσης Μπούρας με οκτώ παλικάρια.Πλησίον αυτών και επί του πετρώδους πρανούς την γνωστή ΄΄Βέργαν΄΄ εκλήθη να υπερασπιστεί ο έτερος αδελφός του Παναγιώταρου Κώστας Μπούρας, που είχε μαζί του τα παιδιά του Παναγιώταρου Σπύρο, Φώτη και Κωνσταντινιά και άλλους συμπολεμιστές.Στο σύνολό τους τα ντουφέκια που υπερασπίστηκαν τα δυο ταμπούρια των Μπουραίων ήσαν 265.Ο γενικός αρχηγός της Μάχης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης ανέλαβε να υπερασπιστεί τον λόφο ΄΄Μύλοι΄΄ ενώ άλλα τμήματά του κάτω από τους Σαλαφατίνο και Ηλία Μαυρομιχάλη με βοηθό του τον Κατσάνο διατάχθηκαν να πολεμήσουν στις οχυρές θέσεις ΄΄Κρικονέϊκο΄΄ και ΄΄Δουβρέϊκο΄΄ αντίστοιχα , το σύνολο αυτών των ομάδων ήσαν 304 τουφέκια.Το λόφο ΄΄Κατσικέϊκο΄΄ ανέλαβαν να υπερασπιστούν οι οπλαρχηγοί Παναγιώτης Κεφάλας και Δημήτρης Παπατσώνης με τα τμήματά τους που ήσαν συνολικά 100 πολεμιστές καιτέλος ο έμπειρος οπλαρχηγός Μητρος Πέτροβας με τον επίσης σπουδαίο πολεμιστή Γεώργιον Φραγκίσκον και τα υπ΄αυτούς επαναστατικά σώματα ανέλαβαν την φύλαξη της διόδου ΄΄Σπηλίτσας΄΄ με 101 άνδρες.Σε αυτούς προστέθηκαν οι υπό τους Ηλία Φλέσσα και Γιαμπαζιώτη πολεμιστές , συνολικά 95 ντουφέκια , που ανέλαβαν να υπερασπιστούν το ύψωμα Κούκος.Τέλος ο οπλαρχηγός Αναγνωσταράς με 56 παλικάρια τοποθετήθηκε σαν δύναμη εφεδρείας εντός του χωρίου Βαλτέτσι.Πέραν αυτών από ελληνικής πλευράς πήραν μέρος, μικρές δυνάμεις υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με 80 ντουφέκια, που έφθασε στο όρος Ρεζινίκο, ευρισκόμενο εκτός της λαβίδας των Τούρκων πολιορκητών, οι οποίες όμως εφαρμόζοντας επακριβώς το σχέδιο του Γέρου του Μοριά, φάνταζαν στα μάτια των Τούρκων σαν πολλές χιλιάδες Ελλήνων που ερχόντουσαν να βοηθήσουν τους υπερασπιστές του Βαλτετσίου.Την ίδια τέλος τακτική χρησιμοποίησε και ο Νικόλαος Καλαμπόκης, που έχοντας μια ομάδα από 8 παλικάρια , την κρίσιμη στιγμή της Μάχης, ανέβηκε στο ύψωμα Στατήρι και με ομοβροντίες παραπλάνησε του Τούρκους κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι διέθετε πολλαπλάσιες δυνάμεις.Σύνολο ελληνικών δυνάμεων 1008 άνδρες και μια γυναίκα η Κωνσταντινιά η κόρη του Παναγιώταρου.Το πρωί της 12ης Μαίου 1821 οι Τούρκοι εξήλθαν από την Τρίπολη σε μεγάλους σχηματισμούς. Ο κυρία δύναμη, 4000 άνδρες, υπό τον Κεχαγιά, κατευθύνεται προς Μάναν του νερού- Κήπους και σταθμεύει στην Μπολέττα .Ο Κεχαγιάς θεωρών ότι ο δεύτερος σχηματισμός με δύναμη 2000 ανδρών υπό τον Ρουμπή Μπαρδουνιώτη θα μπορούσε εύκολα να εκκαθαρίσει τον θύλακα των επαναστατών στο Βαλτέτσι και μετά να συνεχίσει με όλες του τις δυνάμεις προς Λιοντάρι και Μεσσηνία , έκρινε σκόπιμο να μη μεταβεί και ο ίδιος εκεί, αρκούμενος να στείλει προς ενίσχυση του Ρουμπή μόνον 1000 από τους στρατιώτες του.Περί ώρα 10η πρωινή το κύριο μέρος της δύναμης του Ρουμπή έφθασε στο Βαλτέτσι και στρατοπέδευσε στην περιοχή Λούτσα, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις του που έφθασαν περί την 11η πρωινή καταλαμβάνουν τις θέσεις Μαρκόσι, Μελεγάκι και τους πρόποδες του βουνού Στατήρι.Η Μάχη ήταν σκληρή. Και οι δύο πλευρές πολέμησαν με πείσμα.Οι κύριες προσπάθειες του Ρουμπή ήταν να κάμψει πρώτα την αντίσταση στα ευάλωτα, όπως πίστευε σημεία. Ένα από αυτά ήταν το χαμηλό οχυρό της Θολωτής Εκκλησιάς.Εκεί με μαζικές εξορμήσεις και αλαλαγμούς οι στρατιώτες του προσπάθησαν επί πέντε και πλέον ώρες να ανοίξουν ένα κενό. Η άμυνα όμως ήταν τρομερή. Οι Έλληνες καλά ταμπουρωμένοι έριχναν στο ψητό και οι επιτιθέμενοι είχαν τρομερές απώλειες.Το σχέδιο των υπερασπιστών ήταν απλό. Οι αμυνόμενοι της Θολωτής Εκκλησιάς είχαν την απόλυτη υποστήριξη της ομάδας του Κώστα Μπούρα που βρίσκονταν απέναντί τους στην θέση Βέργα. Κάθε κύμα, των μαζικά επιτιθέμενων Τούρκων, που έμενε ακάλυπτο για λίγες στιγμές, όταν αφιονισμένο προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πετύχει να εισχωρήσει στο μικρό οχυρό της Εκκλησιάς, επέτρεπε να γίνεται εύκολος στόχος στα πυρά των πολεμιστών του Κώστα Μπούρα και έτσι να αποδεκατίζεται κάθε φορά.Και στα άλλα όμως σημεία τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν οι Τούρκοι.Παρά την αριθμητική υπεροχή των επιτιθέμενων, ένας προς τρεις εκείνη την στιγμή της ημέρας, η μελετημένη διάταξη των Ελλήνων, κυκλικά σε πολλά μικρά οχυρά, απαιτούσε διασπορά δυνάμεων των Τούρκων.Το λάθος του Κεχαγιά να κρατήσει εκτός μάχης περί τους 3000 στρατιώτες κατά την πρώτη αυτή φάση της πολεμικής αναμέτρησης, έδωσε μια ανάσα στους Έλληνες.Ο Ρουμπής, βλέποντας το αδιέξοδο και εκτιμώντας την αγωνιστική ικανότητα των Ελλήνων, έσπευσε να καλέσει σε βοήθεια τον Κεχαγιά με το κύριο μέρος της στρατιωτικής δύναμης που βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας από το Βαλτέτσι.Πράγματι περί την 6η απογευματινή ώρα της 12ης Μαϊου Ο Κεχαγιάς φθάνει στην είσοδο του Βαλτετσίου με τις υπόλοιπες δυνάμεις του, στην θέση Φρασμένο και καταλαμβάνει την στρατηγική θέση Λακάκι από όπου έχει πλήρη εικόνα του πεδίου της μάχης και όπου τοποθετεί δύο μεγάλα πυροβόλα.Οι Τούρκοι αναθάρρησαν και το ηθικό των Ελλήνων, μετά από αυτή την εξέλιξη, άρχισε να υποχωρεί.Εντούτοις παρά τις νέες, λυσσαλέες επιθέσεις δεν κατάφεραν να αποκομίσουν σοβαρά πλεονεκτήματα.Ο Κεχαγιάς εκτιμώντας ότι το κύριο σημείο αντίστασης των Ελλήνων ήταν τα δύο χαμηλά οχυρά της Θολωτής Εκκλησιάς και της Βέργας χρησιμοποίησε τα πυροβόλα του για να τα εξουδετερώσει.Το οχυρό Βέργα λόγω του βραχώδους αλλά και της σχεδόν αδύνατης σκόπευσής από το Λακάκι πολύ γρήγορα έμεινε εκτός βολών των πυροβόλων.Ως εκ τούτου οι ομοβροντίες τους εστράφησαν αποκλειστικά πλέον εναντίον των υπερασπιστών της Θολωτής Εκκλησιάς.Το στρατιωτικό όμως αυτό πλεονέκτημα του Κεχαγιά έμελλε να καταστεί και η απαρχή της καταστροφής του.Τα πυρά των πυροβόλων, παρά του γεγονότος ότι πολλά από αυτά εξουδετερωνόντουσαν από βράχους που προστάτευαν την Εκκλησία από εκείνη την κατεύθυνση, προξένησαν μεγάλες ζημιές στο μικρό οχυρό.Οι υπερασπιστές του με καρτερία υπόμεναν τα κτυπήματα και εξακολουθούσαν με μεγαλύτερο πείσμα να πυροβολούν ή να σφάζουν με τα γιαταγάνια τους τα κύματα των αφιονισμένων Τούρκων και Αλβανών που επιτίθεντο.Οι ώρες προχωρούσαν και οι κανονιοβολισμοί συνεχίστηκαν όλη την νύκτα. Εδώ ακριβώς έρχεται ένα γεγονός που αλλάζει την έκβαση της Μάχης.Οι χειριστές των πυροβόλων πολλές φορές αστοχούσαν και κατεύθυναν τις βολές τους πολύ υψηλότερα από την Εκκλησία με αποτέλεσμα τα βλήματα να εκρήγνυνται στον στρατηγικής σημασίας λόφο Κουκίστρα που κατείχαν οι Τούρκοι και που είχαν μεγάλες απώλειες από αυτή την αιτία.Μέσα στη νύχτα μη υποφέροντες άλλο αυτόν τον βομβαρδισμό οι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τον λόφο και κατέβηκαν άτακτα προς την θέση Λούτσα.Έγκαιρα αντιληφθείς το γεγονός αυτό ο έμπειρος οπλαρχηγός Παναγιώταρος Μπούρας έστειλε αμέσως στον λόφο τον σημαιοφόρο Γεώργιο Γαλάνη Νάκο να στήσει εκεί το μπαϊράκι των Μπουραίων.Ταυτόχρονα όμως φρόντισε να το πλαισιώσει με καμιά πενηνταριά παλικάρια του, που αναπτύχθηκαν εκεί και ταμπουρώθηκαν μέσα στη νύχτα.Το πρωϊ της 13ης Μαϊου οι Τούρκοι βλέποντες να κυματίζει στην Κουκίστρα το μπαϊράκι του Παναγιώταρου, νομίζουν ότι κατά το διάστημα της νύχτας κατέφθασαν εκεί και εξεδίωξαν τα τουρκικά τμήματα, άλλες σημαντικές ελληνικές ενισχύσεις, όπως άλλωστε με βροντερή φωνή , από βραδύς , είχε προαναγγείλει ο Γέρος του Μοριά από το βουνό Ρεζενίκο. Την ίδια ώρα οι εγκαταλείψαντες το ύψωμα Κουκίστρα Τούρκοι βρίσκονταν σε σύγχυση , μη δυνάμενοι να βρουν και να συνδεθούν με τα τμήματά τους. Την σύγχυσή τους αυτή μετέφεραν και σε πολλούς άλλους στρατιώτες , που ξεκομμένοι από τις μονάδες τους περιφερόντουσαν οδυρόμενοι κατά μήκος των Τουρκικών γραμμών στην θέση Λούτσα.Οι υπερασπιστές της Βέργας δεν έχασαν ευκαιρία. Εξήλθαν με μανία από τα ταμπούρια τους και πετσόκοβαν χωρίς έλεος τους πανικόβλητους Τουρκαλβανούς.Ο Παναγιώταρος δίνει το τελικό κτύπημα , βγαίνει έξω από το οχυρό του και καταδιώκει τους ασύντακτους πλέον τούρκους στρατιώτες.Οι λοιποί Έλληνες βλέποντες την απρόσμενη τροπή της Μάχης κυνηγούν τους Τούρκους σε κάθε μεριά.Ο Μητρο Πέτροβας, Οι Μαυρομιχαλέοι, Ο Φλέσσας,ο Παπατσώνης, ο Γιαμπαζιώτης, ο Φραγκίσκος,ο Αναγνωσταράς, ο Σαλαφατίνος, ο Κατσάνος,ο Καλαμπόκας δίνουν μαθήματα τόλμης και ηρωϊσμού.Μαθήματα στρατηγικής σε αυτή τη Μάχη έδωσε και ο Γέρος του Μοριά που κατάφερε να μειώσει το ηθικό των Τούρκων στο έπακρο.Κατόπιν όλων αυτών η σύγχυση στους τουρκικούς τομείς παίρνει την μορφή πανικού. Οι τούρκοι επιτελείς μη δυνάμενοι να κρατήσουν την συνοχή των στρατιωτικών τους τμημάτων, αλλά και την μεταξύ τους επικοινωνία τρέπονται οι ίδιοι σε φυγή εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης όπλα, εφόδια και αμέτρητους νεκρούς στρατιώτες.Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 135 νεκρούς, των δε τούρκων σε 1450 νεκρούς .Οι τουρκικές απώλειες μπορούσαν να είναι ακόμη και 2000 νεκροί, αν οι καταδιώκοντες αυτούς Έλληνες δεν σταματούσαν να τους κυνηγούν μετά την στενωπό του Αραπόβραχου.Αυτή ήταν η Μάχη των Μαχών του Ιερού Αγώνα του 1821, που κατέδειξε τις αδυναμίες των κατακτητών και τις δυνατότητες των επαναστατημένων Ελλήνων Για την φοβερή αυτή καταστροφή των Τούρκων όλη η ευθύνη βαραίνει τον Κεχαγιά που σε πρώτη φάση εκτίμησε λάθος τις δυνάμεις των Ελλήνων και δεν έστειλε στο Βαλτέτσι έγκαιρα μεγαλύτερες δυνάμεις τοποθετώντας τις στα επίκαιρα στρατηγικά σημεία. Αναγκάστηκε εκ των υστέρων να πολεμήσει σε ένα στενό μέρος, όπου δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά όλες του τις δυνάμεις και τέλος από την ενέργειά του, να κάνει χρήση πυροβολικού από λάθος θέση, με αυτόν τον τρόπο προκάλεσε όχι μόνον τον θάνατο σε δικούς του στρατιώτες, αλλά σύγχυση και πανικό σε όλο του το στράτευμα.Ντροπιασμένος και έχοντας χάσει σχεδόν το ένα τέταρτο των στρατιωτών του , σε μια μόνο μάχη, ο Κεχαγιάς φθάνει το βράδυ της 13ης Μαϊου στην Τρίπολη και έκτοτε δεν τολμά να επιχειρήσει νέα εκστρατεία εναντίον των επαναστατών Ελλήνων.Αρκείται σε εξόδους μικρών ομάδων σε πολύ μικρέ αποστάσεις από τα τείχη της Τριπολιτσάς και μόνον όταν αυτό ήταν απόλυτη ανάγκη.
ΠΗΓΕΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

ΜΕΡΟΣ Β'. ΤΟ 1821 ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ


ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΟ 1821 ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
ΚΑΙ ΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ
Η ΑΛΛΗ ΑΠΟΨΗ
Η πρώτη απόπειρα κατάπνιξης της Ελληνικής Επανάστασης εκδηλώνεται με την Κάθοδο της στρατιάς του Δράμαλη. Επιχειρησιακός της στόχος ήταν η ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και η επαναφορά της απόλυτης Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι μαχόμενες όμως δυνάμεις του Εθνους ανακόπτουν την προς την Τρίπολη πορεία του. Μετά την απροσδόκητη ήττα του, ο υπερόπτης Τούρκος πασάς ενεργεί υποχωρητικό ελιγμό απαγγίστρωσης και διάσωσης της στρατιάς του στο Φρούριο του Ακροκορίνθου. Και βέβαια το πετυχαίνει. Θυσιάζει όμως μέρος της στρατιάς και όλες τις χρυσοφόρες αποσκευές του, όσες δεν πρόλαβε να υφαρπάσει ο Οδυσσέας. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό το αποτέλεσμα. Τίποτα δε θύμιζε την ελεύθερη πορεία του σε απόσταση ανάσας από την Τριπολιτσά. Αν στο Δράμαλη, το προυχοντοστρατιωτικό κατεστημένο-ΠΕΡΊ ΆΛΛΑ ΤΥΡΒΑΖΟΝ- του πρόσφερε ασφαλές κατάλυμα τον Ακροκόρινθο, στον Ιμπραΐμ πρόσφερε την ίδια την ακμάζουσα και ευημερούσα, την ελεύθερη, την Καστροζωσμένη ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ. Αυτό συνέβη γιατί το Στρατιωτικό και πολιτικό κτεσημένο είχε άλλους στόχους και προσδοκίες. Κινητήρια δύναμή του αποτελούσε η αρχομανία, η φιλοπρωτία και η φιλαργυρία. Εξάλλου Ό συνασπισμός τών προκρίτων καί των στρατιωτικών αρχηγών βασίζονταν πάνω σε μια σιωπηρή αξίωση τήν οποία υπέθαλπαν: Να σχηματίσουν έδαφική άριστοκρατία στο Μοριά. Κάτω από αυτήν την επίφαση ενεπλάκησαν στους δυο εμφύλιους πολέμους και ανάλογα διαχειρίστηκαν τα δυο Εθνικά Δάνεια του μαχόμενου Ελληνισμού, υπερχρεώνοντας το Ελληνικό κράτος. Τό πρώτο Έλληνικό δάνειο χορηγήθηκε στις αρχές του 1824. Οι Ελληνες έλαβαν 300 χιλιάδας λίρες στερλίνες, καί ύποσχέθηκαν νά πλη­ρώνουν ετήσια 40 χιλιάδες λίρες ώς τόκο, καθόσον τό κεφάλαιο του δημιουργηθέντος χρέους ήταν 800 χιλ. προς πέντε τοις εκατόν. Οι δανειστές έρριψοκινδύνευσαν τά χρήματά των προς άπελευθέρωση της Ελλάδας, καί δέν ελαβαν ποτέ ένα σελλίνι τόκο, ή μία λέξη ευγνωμοσύνης άπό τις χιλιάδες ανθρώπων τούς οποίους ο χρυσός των έσωσε κι έπλούτισε. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους νικητές των εμφυλίων πολέμων να είναι αισχροκερδείς τόσο, όσο και οί ήττηθέντες ήταν φιλάρπαγες. Τά μέλη του Εκτελεστικού έφθειραν τά προϊόντα τών δανείων με ατιμία όσο καί σπατάλη· καί ή ανώμαλος κατάσταση στην οποία περιήλθε ή Ελλάδα από ηλιθιότητα τής κυβερνή­σεώς της, δέν δύναται σαφέστερα νά παρασταθή παρά μόνο με την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο καταναλώθηκαν τά χρήματα. Οί ΄Ελληνες άκουσαν με αδιαφορία τις παρασκευές τις γενόμενες στούς ναυστά θμους της Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας. Θεωρούσαν τή φημιζόμενη σύμπραξη του Σουλτάνου και του Αιγύπτιου πασσα ώς αδύνατη. Ηδη ό εμφύλιος πόλεμος του Κολοκοτρώνη πίκρανε τούς τελευταίους μήνες της ζωής του Βύρωνα, δι' αμφιβολιών περί του αν έσύμφερε νά έμπιστευθούν στούς ΄Ελληνες μεγάλα ποσά χρημάτων. Προέβλεπε ότι ή ιδιοτέλεια θά εύρισκε περισσότερη τροφή στα ξενικά δάνεια παρά ή φιλοπατρία.
Τά μέλη του Εκτελεστικού δεν είναι καλύτεροι άπό κοινούς κλέφτες. Ή εσωτερική ιστορία της Ελλάδας, άπό την ήττα του Δράμαλη μέχρι την άφιξη του Βασιλιά Όθωνα, έπιμαρτυρεί τήν άλήθεια της αυστηρής αυτής απόφανσης. Ή χώρα καταστράφηκε άπό εμφύλιες έρι­δες, που άφορμή είχαν τήν ιδιωτική πλεονεξία. Μεταξύ τών αταξιών τούτων, προεξέχουσα θέση κα τέχουν οι δύο έπαίσχυντοι εμφύλιοι πόλεμοι, που κατανάλωσαν τό προϊόν τών Αγγλικών δα νείων, εγκατέλειψαν τά Ψαρά και τήν Κάσο που τα κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Προετοίμασαν δε την υποταγή του Μοριά στον Ίμπραΐμ Πασσά.
Ό πρώτος τών εμφυλίων τούτων πολέμων ονομάσθηκε ό πόλεμος του Κολοκοτρώνη, γιατί αυτός ύπήρξεν ό πρωτουργός του. Άρχισε τον Νοέμβρη του 1823 και έληξε τον Ίούνη του 1824. Σταμάτησε αμέσως μόλις έμαθαν οί εμπόλεμοι ότι μία δόση του πρώτου Αγγλικού δανείου έφθασε στη Ζάκυνθο. Ό Πάνος, πρωτότοκος γιός του Κολοκο­τρώνη, που κατείχε τό Ναύπλιο, αμέσως τό παρέδωκε στήν Εκτελε­στική εξουσία αφού έλαβε μερίδα από το Άγγλικό δάνειο. Ή συναλλαγή αυτή συνέβη τήν 24 Μαΐου 1824.
Ό δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, ή πόλεμος τών προκρίτων, δέν υπήρξε μακροχρόνιος. Ό Ζαΐμης ήταν ό πρωτουργός του άνομου τούτου κινήματος, καί ό σκοπός του ήταν ν' αποστερήση τον Κουντουριώτη καί τούς υποστη­ρίζοντες τήν κυβέρνηση του πλούτου καί τής επιρροής, τήν οποίαν άπολάμβαναν διαθέτοντας τά προϊόντα τών Αγγλικών δανείων.
Ό δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, καλούμενος ό Πόλεμος τών Προυχόν­των, ανέδειξε τον Κωλέττη αρχηγό τής Ρουμελιώτικης στρατιωτικής φατρίας, καί κατέστησε τη φατρία αυτή τό ισχυρό τατο κόμμα στην Ελλάδα.
Οί δύο εμφύλιοι πόλεμοι άποτελούν μελανές κηλίδες στην ιστορία τής Ελληνικής Επανάστσης. Είναι αδικαιολόγητοι όσοι έλαβαν τα όπλα κατά της κυβέρνησης και στους δυο εμφυλίους. Όμως στόν δεύτερο πόλεμο ή διαγωγή τών προκρίτων ήταν άξιόμεμπτη. Ή φιλοπατρία βέβαια δεν είχε τίποτα το κοινό σε μία πάλη στην οποία συνέπρατταν κατόπιν συμφωνίας ό Ζαΐμης καί ό Λόντος μέ τόν Κολοκοτρώνη. Η Φιλαρχία και η απληστία ήταν τά μόνα κινούντα αίτια. Ό συνασπισμός τών προκρίτων καί τών στρατιωτικών αρχηγών βασίζονταν πάνω σε μια σιωπηρή αξίωση τήν οποία υπέθαλπαν. Για να σχηματίσουν έδαφική άριστοκρατία στο Μοριά. Οί ήγέτες τών ανταρτών γνώριζαν ότι τό μέγα πλήθος του λαού δυσφορούσε καί επιθμούσε διακαώς νά σχηματίση έθνική άντιπροσωπεία ικανή νά έξελέγχη τό έκτελεστικό σώμα καί νά επιβάλλη τήν οικονομική εύθύνη.
Ετσι σταθερά ο συνασπισμός των προκρίτων και των στρατιωτικών αρχηγών πρόβαλε ορατό το στόχο της συγκρότησης και του σχηματισμού εδαφικής αριστοκρατίας στο Μοριά, αγνοώ ντας το λαϊκό αίτημα και διαψεύδοντας τις προσδοκίες του μαχόμενου ελληνισμού από την Κρήτη ως τον Ολυμπο και τη Νάουσα και στα πολύπαθα νησιά του Αιγαίου. Στην Πελοπόν νησο πνέει ο άνεμος της ελευθερίας , εξαιρουμένης της Πρωτεύουσας των Αχαιών, όλα τα κάστρα έχουν αλωθεί. Μυστράς, Μεθώνη, Κορώνη, Αρκαδιά, Τρίπολη, Ναύπλιο, Ακροκόρινθος, είναι Ελληνικά ύστερα από μακραίωνη δουλεία.
Ο Σουλτάνος όμως και ο Μεχμέτ Αλής της Αιγύπτου έχουν άλλα σχέδια. Η Αίγυπτος αναλαμβά νει την πάταξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Αποφασίζεται κοινή δράση. Ως Αντάλλαγμα προσφέρεται από Οθωμανικής πλευράς η Κρήτη και η Πελοπόνησσος. Ετσι Όταν στα 1824 ο Μεχμέτ δέχτηκε την πρόταση του σουλτάνου, ν’ αναλάβει την καθυπόταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, έκρινε ότι ο Ιμπραήμ ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο να αναλάβει τη δύσκολη αυτή επιχείρηση. Ήταν τότε 35 χρόνων. Διορίζεται από το σουλτάνο Μαχμούτ, Βαλής της Κρήτης και του Μοριά, και συγκροτεί με τους Γάλλους οργανωτές του, στρατό και στόλο αποτελούμενο από 100 πολεμικά πλοία με 2.500 κανόνια και 300 μεταγωγικά. Ο στρατός του πάλι περιλάμβανε 30.000 πεζούς, 10 πυροβολαρχίες, 2.000 Ιππείς, ένα σύνταγμα μηχανικού και 1.500 άτακτους Άλβανούς.
Στις 4 Ιουλίου 1827 η αρμάδα του Ιμπραήμ με 17.000 άνδρες απέπλευσε με προορισμό την Κρήτη. Το επιτελείο του αποτελείτο αποκλειστικά από γάλλους αξιωματικούς, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ντε Σεβ, που έλαβε τον τίτλο του Πασά με το όνομα Σολεϊμάν. Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του Τουρκικού και Αιγυπτιακού στόλου στα επαναστατημένα νησιά του Αιγαίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για απόβαση στην Πελοπόννησο. Έτσι, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέστρεψε τα Ψαρά (20 Ιουνίου 1824) και προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σάμο, αφού συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον ελληνικό στόλο στη Ναυμαχία του Γέροντα (28 Αυγούστου 1824). Τοτε, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Σούδα και να επαναλάβει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις την άνοιξη του 1825. Στις 26 Φεβρουαρίου 1825 αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400 ιππείς και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Τις επόμενες μέρες ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις και ο συνολικός αριθμός του πεζικού του έφθασε τις 15.000. Μέχρι τα τέλη Απριλίου είχε καταλάβει τα στρατηγικά κάστρα της Κορώνης και της Πύλου (Νεόκαστρο), αφού προηγουμένως είχε νικήσει τους Έλληνες στο Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825).
Ο Ιμπραήμ κατατρόπωσε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (19 Μαΐου 1825) και άνοιξε τον δρόμο για την Τριπολιτσά, την οποία κατέλαβε στις 11 Ιουνίου 1825. Την επομένη βάδισε κατά του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά τον σταμάτησε ο Μακρυγιάννης στους βάλτους των Μύλων (12 Ιουνίου 1825). Έκτοτε δεν επιχείρησε άλλη εκστρατεία στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 1825 άφησε την Τρίπολη και μετέβη το Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή που πολιορκούσε την Ιερή πόλη. Μετά την Έξοδο (10 Απριλίου 1826) επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Τον Ιούλιο του 1826 επιχείρησε να καταλάβει τη Μάνη. Με την Επιστροφή των πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών από το χώρο εκτόπισης, στην Τρίπολη, ο Θ. Κολοκοτρώνης ανακηρύσσεται Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου. Τον πανίσχυρο Αιγύπτιο αντιμετώπισε ο Γενικός Αρχηγός σε τρεις μάχες. Οι 'Ελληνες ηττήθηκαν και στις τρείς.
Ο Ανάργυρος Κουτσιλιέρης έγραψε σχετικά: «Με το στράτευμα αυτό των Τουρκοαιγυπτίων, το οποίο έφτασε στην Πελοπόννησο διοικούμενο από τον γιό του Μεχμέτ Αλή τον Ιμπραήμ, οι υπό τον Κολοκοτρώνη Πελοποννήσιοι συγκρούσθησαν, από τις συ γκρούσεις δε αυτές ο Κολοκοτρώνης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι αδύνατον να νικήσουν τον Ιμπραήμ. Συνέστησε να ζητηθεί βοήθεια από τους Άγγλους γιατί μόνο με τη βοήθεια των Άγγλων είναι δυνατόν να ελευθερωθεί η Ελλάδα. Οι υπό τον Κολοκοτρώνη Έλληννες στην Τραμπάλα, στο Παρθένι, στα Τρίκορφα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το στρατό του Ιμπραήμ. Και τις τρεις φορές υπεχώρησαν προ του αντιπάλου.» Υπό την πίεση της ανάγκης ο Κολοκοτρώνης απευθύνεται στους Μανιάτες και προσπαθεί με εγκώμια να τους πείσει να επιτεθούν κατά του Ιμπραήμ. Στην επιστολή που έστειλε τονίζει: "Η Μάνη, εν ω δια τας αρχαίας ανδραγαθίας και ηρωϊκά της κατορθώματα φημίζεται το άνθος της Ελλάδος, αδιαφορούσα δε ήδη εις τον κλονισμόν της Πελοποννήσου αμαυρώνει όλην της την υπόληψιν… μεγάλη ασπλαχνία μέγα κακόν θεωρείται την σήμερον από το μέρος της Μάνης! Αύτη βλέπει την πατρίδα κλονιζομένην και δεν την βοηθεί".
Όμως ο Καρατάσιος στο Σχοινόλακα, οι Αρκαδινοί στο Λάπι Τριφυλίας, ο Πολιτάρχης του Ναυπλίου Μακρυγιάννης, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Μαυρομιχάλης, ο Τόλιος Λάζου στους Μύλους της Λέρνης, κατέρριψαν την εκπεφρασμένη διαπίστωση του Γ. Αρχηγού. Εκείνοι όμως που συνέτριψαν τον Ιμπραήμ και τον ανάγκασαν ντροπιασμένο να γυρίσει στην πρσφερθείσα φωλιά του την Τριπολιτσά, ήταν Οι Μανιάτες.
Ο Donald McPhail έγραψε για τη ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ:
Βέργα-Διρός-Τριήμερη μάχη Πολυάραβου.

Η ΤΡΙΗΜΕΡΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΡΑΒΟΥΗ σημασία των εκστρατειών που πραγματοποίησε ο Αιγυπτιακός στρατός το 1826 εναντίον της Μάνης με την αρχηγία του Ιμπραήμ Πασά είναι πολύ μεγάλη. Εκείνη την εποχή οι Έλληνες πολιτικοί για την εξυπηρέτηση των δικών τους φιλοδοξιών και συμφερόντων είχαν ήδη (από το 1824) αρχίσει τις ραδιουργίες. Η τότε Κυβέρνηση δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του Έθνους. Οι δυνάμεις της ξηράς αλληλοεσφάζοντο ο δε Ελληνικός στόλος αδρανούσε λόγω αδιαφορίας των αρμοδίων για την επάνδρωση και τον ανεφοδιασμό του.
Η ΤΡΙΗΜΕΡΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΡΑΒΟΥ.
Η σημασία των εκστρατειών που πραγματοποίησε ο Αιγυπτιακός στρατός το 1826 εναντίον της Μάνης με την αρχηγία του Ιμπραήμ Πασά είναι πολύ μεγάλη. Εκείνη την εποχή Ο Ιμπραήμ εκμεταλλευόμενος τις Ελληνικές αδυναμίες, αποβιβάσθηκε στη Μεθώνη και κατέλαβε τη Μεσ σηνιακή χερσόνησο και το Ναυαρίνο. Με επιδρομές νίκησε στο Μανιάκι, στη Στερεά Ελλάδα και κατέκτησε το Μεσολόγγι. Ενώ ο Κιουταχής ταλαιπωρούσε την Στερεά Ελλάδα ο Ιμπραήμ διέτρεχε την Πελοπόννησο χιαστί. Η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε. Η Μάνη ήταν η μοναδική αξιόλογη περιοχή της Ελλάδας, από άποψης έκτασης, πληθυσμού, πολεμικού δυναμικού και γεωργικής θέσης, που παρέμενε ακόμη ελεύθερη και δεν είχε πέσει στην κατοχή των Τούρκων ή των Αράβων του Ιμπραήμ που εκστράτευαν για λογαριασμό των Τούρκων.
Εφόσον η Μάνη παρέμενε ελεύθερη στερούσε στον Ιμπραήμ και την Τουρκική διπλωματία του επιχειρήματος ότι τάχα κατέβαλαν την επανάσταση των Ελλήνων στη Μάνη και δια της Μάνης όλη τη χώρα. Στις 22 Ιουνίου 1826 ο Ιμπραήμ επιτέθηκε εναντίον της Βέργας (Μεσσηνιακή - Έξω Μάνη) με 8.000 περίπου άντρες. Οι Μανιάτες τους απέκρουσαν. Στις 25 Ιουνίου 1826 επιχειρείται δεύτερη επίθεση εναντίον της Μάνης αυτή τη φορά στο Διρό (Μέσα Μάνη). Και αυτοί τους απέκρουσαν.
Αποφάσισε λοιπόν να κάνει μία τελευταία επίθεση δυναμικότερη από τις άλλες εναντίον της Μάνης. Ήλπιζε να βρει τις ορεινές διαβάσεις του Ταΰγετου αφύλακτες. Μέσω των χωριών Αρχο ντικό, Μέλισσα, Κόκκινα Λουριά και Άγιο Νικόλαο που κατέλαβε, έφθασε τον Αύγουστο του 1826 στον Πολυάραβο. Το σχέδιό του ήταν εμφανές. Επεδίωκε να μπει στη Δυτική Μάνη από την κορυφογραμμή του Ταϋγέτου που βρίσκονται νότια της κορυφής Ζίζιαλη υψ. 1468μ. και διέρχονται μέσα από τα χωριά Πολυάραβος και Σκυφιάνικα, οδηγούν δε στην περιοχή των χωριών Κελεφάς και Οίτυλο. Εάν ο ελιγμός αυτός του Ιμπραήμ πετύχαινε και κατελάμβανε την Κελεφά και το Οίτυλο θα διχοτομούσε τη Μάνη και θα μπορούσε να την κατακτήσει εύκολα. Μάταια όμως. Επί τρεις ημέρες προσπαθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ να σπάσουν τις αμυντικές γραμμές των Ελλήνων στον Πολυάραβο. Η επιθετική διάταξη του Ιμπραήμ ήταν σύμφωνα με τις τότε επικρατούσες αντιλήψεις από την πείρα των Ναπολεόντειων πολέμων. Από τις 12.000 στρατό που έφθασαν στην περιοχή, έστειλε αρχικά 3.000 σαν εμπροσθοφυλακή για να ανοίξουν το δρόμο. Καθ οδόν προς Πολυάραβο συνάντησαν μεγάλη αντίσταση από την οικογένεια Σταθάκου που ταμπουρωμένοι στον πύργο τους στη Δεσφίνα καθυστέρησαν σημαντικά την προέλαση δίνοντας χρόνο στους Έλληνες που άρχισαν να συγκεντρώνονται στον Πολυάραβο να καταλάβουν τις προθέσεις του Ιμπραήμ και να λάβουν αμυντικές θέσεις. Οι Έλληνες στην πρώτη αμυντική γραμμή που δημιούργησαν στη θέση Προφήτης Ηλίας του Πολυάραβου, απώθησαν εύκολα τους Άραβες που στάλθηκαν σαν ανιχνευτές. Τους εξόντωσαν όλους πλην δύο οι οποίοι γυρίζοντας πίσω στο κυρίως σώμα περιέγραψαν την κατάσταση. Έξαλλος ο επικεφαλής των Αράβων διέταξε ολομέτωπη επίθεση της εμπροσθοφυλακής αλλά απέτυχε και αυτός να σπάσει την αμυντική γραμμή των Ελλήνων. Οι επιθέσεις αυτές επαναλήφθηκαν άλλες δύο φορές. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες δεν είχαν ορίσει κανέναν Γενικό Αρχηγό των επιχειρήσεων, ούτε διέθεταν ενιαία τακτική αλλά όλες οι ομάδες απαρτίζονταν από ντόπιους και άλλους οπλαρχηγούς ή αρχηγούς οικογενειών. Υποχωρώντας ο επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής Χουσνί Μπέης ενημέρωσε τον Ιμπραήμ για την κατάσταση που επικρατούσε και αυτός αφού επανεκτίμησε την κατάσταση αποφάσισε να επιτεθεί μία ακόμα φορά με περισσότερο αυ τή τη φορά στρατό. Μέχρι όμως να ανεβασθούν τα πυροβόλα με τα χέρια στις θέσεις βολής και να οδηγηθούν τα τμήματα στη γραμμή εξόρμησης η ώρα πέρασε και όσες επιθέσεις έγιναν (το σούρουπο πλέον) αντιμετωπίσθηκαν. Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα παρέμειναν επί τόπου έτοιμα να επιτεθούν ξανά με το χάραμα. Όταν όμως έπεσε το σκοτάδι οι Έλληνες οπλαρχηγοί συνεννοήθηκαν με ταξύ τους και τραβήχτηκαν στη δεύτερη γραμμή άμυνας χωρίς να τους αντιλη φθούν οι Άραβες. Με το χάραμα οι Άραβες δεν βρήκαν τους Έλληνες εκεί που τους άφησαν την προηγούμενη αλλά τους είδαν ταμπουρωμένους ψηλότερα στη θέση από Λάκκα του Στεφανάκου μέχρι την έξοδο της στενωπού Δερβέν Φούρκα. Προ της έκπληξης του Ιμπραήμ για την αλλαγή των σχεδίων του διέταξε ένα τάγμα να βαδίσει κυκλικά κατά του χωριού Πολυάραβου ενώ επιχείρησε ολομέτωπη επίθεση κατά της δεύτερης γραμμής άμυνας. Εκεί όμως τον περί μεναν οι Έλληνες που τους αποδεκάτισαν χτυπώντας τους από τρεις μεριές συγχρόνως. Οι Άραβες σε αντιπερισπασμό άρχισαν να βάλουν με τα κανόνια τους εναντίον των θέσεων των Ελλήνων αλλά λόγω της μεγάλης κλίσεως του εδάφους και της δυσκολίας να κινηθούν οι τροχοί στην ανωμαλία του εδάφους δεν κατόρθωσαν και πολλά πράγματα. Οι Άραβες υστερούσαν επίσης γιατί αναγκαζόντουσαν να πολεμούν ακάλυπτοι, σε ανωφέρεια και σε πολύ δύσβατο έδα φος. Οι Έλληνες τουναντίον ήσαν καλά ταμπουρωμένοι και ευρίσκοντο σε πλεονεκτικότερη θέση. Ο Ιμπραήμ ευρίσκετο επί τόπου και διηύθυνε πλέον ο ίδιος τις επιχειρήσεις. Σε μία νέα προσπάθεια διέταξε παραπλανητική μετωπική επίθεση κατά των αμυνομένων στη θέση Δερβέν Φούρκα, ενώ ο ίδιος με την υπόλοιπη δύναμή του δια της ατρα πού Στενοδιάβατα και της ημιονικής οδού Πέρα Κάμπου βάδιζε κυκλικά προς τη Λάκκα Στεφανάκου για να βγει στα νώτα των Ελλήνων αμυνομένων. Είχε δώσει διαταγή, μόλις έφθανε εκεί να ενταθεί η μετωπική επί θεση των άλλων και να επιτεθούν συγχρόνως και δυναμικά εναντίον των αμυνομένων. Αν και το σχέδιο ήταν πολύ έξυπνο, ο συντονισμός δεν πέτυχε διότι το σώμα εκείνο που επετίθετο μετω πικά καθυστέρησε λόγω της αντίστασης των αμυνομένων και έπιασε η νύχτα. Έτσι η συντονι σμένη και ταυτόχρονη επίθεση, μετωπική και πλευρική των εχθρικών τμημάτων εναντίον των αμυνομένων τελικά δεν έγινε.
Οι Έλληνες παρακολουθώντας τις κινήσεις του Ιμπραήμ εγκατέλειψαν τη νύχτα τη δεύτερη γραμμή άμυνας και ταμπουρώθηκαν στο χωριό. Έχοντας το πλεονέκτημα της νέας αμυντικής θέσης τους και το ηθικό πολύ ανεβασμένο σε αντίθεση με τους Άραβες που ήσαν πολύ κουρασμένοι, διψασμένοι και με ηθικό πολύ πεσμένο, η Τρίτη μέρα του πολέμου ξημέρωσε με τον Ιμπραήμ να έχει ανεβάσει όλο το στράτευμά του στον Πολυάραβο και αποφασισμένο να ξεμπερδεύει με το πρόβλημα του Πολυάραβου για να βαδίσει μπροστά και να χωρίσει τη Μάνη στα δύο.
Οι Ελληνικές δυνάμεις βέβαια ολοένα και ενισχύοντο από μαχητές που έφθαναν από όλα τα μέρη της Λακωνίας και τις γύρω περιοχές. Στις 8 το πρωί της Τρίτης μέρας ο Ιμπραήμ επετέθη μετωπικά, πλευρικά και με το πυροβολικό να βάλει από τη θέση Λάκκα του Στεφανάκου. Κατά τις 11 η ώρα οι Άραβες έφθασαν πλησιέστερα στους Έλληνες σε απόσταση βολής και άρχισαν να πυροβολούν ενώ κατά τις 2 είχαν καθηλωθεί εκεί που ευρίσκοντο λόγω των συνεχών βολών των αμυνομένων. Αφού είδαν οι Έλληνες ότι οι Άραβες ήσαν σε αυτή την κατάσταση και πολύ κουρασμένοι, βγήκαν από τα ταμπούρια τους και τους επιτέθηκαν με κραυγές αναγκάζοντές τους να υποχωρήσουν κυνηγώντας τους μέχρι την πρώτη θέση άμυνας κοντά στον Προφήτη Ηλία, έξω από το χωριό. Κάποιο τάγμα που επιχειρούσε πλευρική επίθεση από τα βουνά, μόλις έμαθε ότι οι υπόλοιποι καταδιώχθηκαν, διαλύσανε και αυτοί φεύγοντας προς διάφορες διευθύνσεις για να σωθούν. Μερικές μεμονωμένες διεισδύσεις που έγιναν στο χωριό και ιδιαίτερα προς την πηγή για νερό αντιμετωπίσθηκαν χωρίς πρόβλημα. Η φιλόδοξη εκστρατεία του Ιμπραήμ δεν ευόδωσε και η Μάνη έμεινε για μία ακόμα φορά αδούλωτη. Κατά την τριήμερη μάχη του Πολυάραβου οι απώλειες των Αράβων ήσαν 1.100 νεκροί και 1.400 περίπου τραυματίες οι δε των Ελλήνων (χάρη στο οχυρό της θέσης τους), 28 νεκροί και 75 τραυματίες από τους οποίους 5 γυναίκες.
Ο Ιμπραήμ Πασάς, μία ισχυρή φυσιογνωμία της εποχής του, υπέστη νέα μεγάλη ταπεινωτική ήττα από τους Μανιάτες κατά την τριήμερη μάχη του Πολυάραβου. Ντροπιασμένος, συγκέ ντρωσε τα στρατεύματά του και υπό το φως των γεγονότων και τις πρόσφατες οδυνηρές εμπει ρίες του, επανεκτίμησε τη γενική και την ειδική κατάσταση που αντιμετώπιζε. Αντιλήφθηκε ότι η πολεμική αξία των Μανιατών σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα του εδάφους της Μάνης, ορεινού, διακεκομμένου, δύσβατου και χωρίς συγκοινωνίες διέγραφε για τον στρατό του πολύ σοβαρό κίνδυνο για την ανάληψη παρόμοιων επιχειρήσεων όπου οι Μανιάτες απέδειξαν ότι υπερείχαν κατά πολύ των Αράβων, καθιστάμενοι σχεδόν αήττητοι, αποφάσισε λοιπόν να εγκαταλείψη την Μάνη και αποσύρθηκε στις Κροκεές και ακολούθως στο Έλος και Μονεμβασιά. Στη συνέχεια επανήλθε στην Τρίπολη εγκαταλείποντας οριστικά την Λακωνία. Τον Νοέμβριο του 1826 πήγε στη Μεθώνη για να βγάλει τον χειμώνα μετά δε τη γνωστή ναυμαχία του Ναυαρίνου εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα και γύρισε στην Αίγυπτο.

O Μιχάλης Λαγουδάκος γράφει για τον Καρατάσο: "Σε ενίσχυση των Ελληνικών δυνάμεων κατέφθασε ορμώμενος από την Περιοχή Βερμίου Ναούσης ο «Κολοκο τρώνης του Βορρά» υπέρ εξηκοντούτης Τάσος Καρατάσος. Πληγώθηκε ο εγωϊσμός του όταν έμαθε ότι τον αγνόησαν. Στην πραγματικότητα ήταν ο πλέον άξιος, να αναλάβει την αρχιστραηγία γιατί ήταν εμπειροπόλεμος και στη θάλασσα και στην ξηρά. Είχε πολεμήσει στη Σερβία, Νάουσα, Θεσσαλονίκη, Βέρροια, Τρίκερι, Σκιάθο και σε πολλά άλλα μέρη. Πως ήταν δυνατόν να δεχθεί μιά τέτοια προσβολή...Ο Σκούρτης γνώριζε μόνο ναυτικά παραγγέλματα και «σουταβέ ντο διέταττε», γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα στην εκτέλεση διαταγών. Ετσι ο Καρατάσος πήρε τους υπόλοιπους διακοσίους Μακεδόνες και κατευθύνθηκε για το Νιόκαστρο για να συναντήσει τους άλλους πεντακοσίους που είχε στείλει από πρίν. Φθάνοντας μέσα στο χωριό Σχοινόλακα στρατοπέδευσε στα λίγα σπίτια και τους στάβλους των χωρικών που του προσέφεραν κάθε βοήθεια. Ο Ιμπραήμ όμως που γνώριζε ποιός ήταν ο Καρατάσος, είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις του και έτσι την άλλη ημέρα 15 Μαρτίου 1825, πήγε με εξι χιλιάδες στρατό, ιππικό και καλογυμνασμένους αξιωματικούς, να αντιμετωπίσει τον Καρατάσο. Ο Καρατάσος που γνώριζε τα σχέδια του Ιμπραήμ, μετέτρεψε τους σταύλους και τα σπίτια σε πρόχειρα οχυρά και ετοιμάστηκε να τον... υποδεχθεί. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να αντισταθεί με κάθε θυσία. Τούτον, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ζήλεψε αργότερα ο καλά οχυρωμένος σε Ταμπούρια Παπα φλέσσας. Η επέτειος της νικηφόρας μάχης της Σχοινόλακας εορτάζεται και κάθε χρόνο την 15ην Μαρτίου, με κάθε επισημότητα. από το 1994 από ενέργειες του Κώστα Μπαλαφούτη, βασισμένες ιστορικά σε πολλές πηγές και μελέτες. «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 'Η ΘΑΝΑΤΟΣ.» Την 15ην Μαρτίου το πρωί, ημέρα Κυριακή, στις εννέα η ώρα, άρχισε η επίθεση. Ο Καρατάσος τους περίμενε να φτάσουν σε απόσταση βολής. Έδωσε το σύνθημα και ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Η ημέρα δεν ήταν καλή για τους αραπάδες. Ανοιξε ο ουρανός τους ασκούς του και η βροχή αχρήστεψε τις μπαρούτες τους που δεν έπαιρναν φωτιά. Ντουφεκιά δεν έρριξαν. Ο Καρατάσος, που δεν έχασε το ηθικό του παρότι δέχτηκε τρείς επιθέσεις, ακόμη και από τον ίδιο τον Ρισβάν Μπέη, που ήταν το πρωτο παλίκαρο του Ιμπραήμ, δεν λύγισε. Είχε ζητήσει βοήθεια και πράγματι ήλθε, αλλά δεν την έλαβε δράση ποτέ γιατί όσοι έσπευσαν έπαθαν πανωλεθρία από το Ιππικό του Ιμπραήμ, πριν φτάσουν στο χωριό. Στις σημερινές θέσεις Μνήματα και Σκοτωμένου, έπεσαν περίπου εκατόν πενήντα Ελληνες και κανένας μέσα στο χωριό. Συμπερασματικά, μειώθηκαν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ. Έχασε αρκετό οπλισμό, τον οποίον απέκτησαν οι Έλληνες και τον έστει λαν στην Τρίπολη. Αναπτερώθηκε το ηθικό των Ελλήνων που ήταν καταρρακωμένο. Καθυστέ ρησαν οι επιχειρήσεις του Ιμπραήμ για είκοσιτρείς ημέρες, ώσπου να ετοιμαστεί γιά νέα επίθεση. Η βοήθεια που ζήτησε ο Καρατάσος ήλθε από το χωριό Κρεμμύδια μέσω Κουκουνάρας. Όταν έφτασε όμως σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών από το χωριό ισχυρή δύναμη του ιππικού του Ιμπραήμ την απέκρουσε με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσει αφήνοντας αρκετούς νεκρούς. Η τοποθεσία ακόμη ονομάζεται ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΥ. Εκεί σήμερα υπάρχουν οι τάφοι που υποθέτουμε ότι είναι των αγωνιστών που θάφτηκαν στην περιοχή. Η ερευνητική μας ομάδα επισκέφθηκε την περιοχή και φωτογράφησε τα οστά που βρέθηκαν σε πέτρινο επιφανειακό περίβλημα."

Ο ΤΑΞΙΑΡΧΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΡΗΣ γράφει για τη μάχη στο Λάπι.
ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΛΑΠΙ (
22 Απριλίου 1827)."Τον Απρίλιο του 1827 ο Ιμπραήμ επιχειρεί εισβολή στην ορεινή Τριφυλία. Οι δυνάμεις που είχε ο Ιμπραήμ ήταν πεζοί, ιππείς και πυροβολικό. Προσπαθεί να διαλύσει τη δύναμη των Ντρέδων, γιατί ήταν απειλή στα πλευρά του και διότι άρπα ζαν άλογα, βόδια, καμήλες και αιγοπρόβατα που έβοσκαν γύρω από τα στρατόπεδά του. Στο Λάπι είχαν συγκεντρωθεί όλες οι δυνάμεις Τριφυλίας και Ολυ μπίας. Παρόντες και οι Ντρέδες με στρατηγό τον Δημήτριο Παπατσώρη. Αθανάσιος Γρηγοριάδης. Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης με υπαρχηγό τον Παπατσώρη και με 2000 στρατό οχύρωσαν τα σπίτια στο Λάπι, προτού έρθει ο εχθρός. Ο αδελφός του Γεώργιος και ο Αδάμ Παπατσώρης διατάχτηκαν να καταλάβουν με 500 στρατιώτες τους λόφους δεξιά του χωριού, ενώ ο θείος του Παπαθεοδώρου και ο Αναγνώστης Παπατσώρης με 300 στρατιώτες οχυρώθηκαν αριστερά του χωριού. 'Aλλοι οπλαρχηγοί με 700 στρατιώτες φυλούσαν τα μετόπισθεν. Η συνολική δύναμη του στρατού εκείνου ανερχόταν σε 3000 άντρες. Στις 22 Απριλίου ήρθε ο Ιμπραήμ με 15000 πεζούς Αιγυπτίους, 2000 Αλβανούς, 150 Μαμελούκους και 25 πυροβόλα. Πριν ξεκινήσει η μάχη, είχε στείλει μια πολύ κολακευτική επιστολή με υποσχέσεις για στρατιωτικούς βαθμούς και χρηματική βοήθεια αν υποταχτούν. Την επιστολή αυτή είχαν φέρει στον Αθανάσιο Γρηγοριάδη στις 16-4-1827 τρεις διάσημοι Αλβανοί αρχιστράτηγοι, ο Γαλίπ Μπέης, ο Μουσταφά Μπέης και ο Ασλάν Μπέης με συνοδεία μόνο 100 Αλβανών στρατιωτών και κρατώντας λευκή σημαία. Αφού φιλοξενήθηκαν, έλαβαν την απάντηση των Ντρέδων και επέστρεψαν στρατόπεδό τους. Η απαντητική επιστολή των Σουλιμοχωριτών ήταν η ακόλουθη: Αρχιστράτηγε Ιμβραήμ Πασά, Ελάβομεν την επιστολήν σου και σου αποκρινόμεθα ότι περιφρορούμεν τας περί υποταγής προτάσεις σου, διότι κι εγώ και οι λοιποί συμπατριώται μου έχομεν απόφασιν ορκισθέντες να ελευθερώσωμεν την κινδυνεύουσαν πατρίδα επειδή ματαίως κοπιάζεις. 'Aκουσον όλα αυτά που σου γράφομεν σήμερον και μη επιμένης διότι και ημείς όλοι θα επιμείνωμεν περισσότερον, και η ζημία θα είναι εναντίον σου. Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι. Από του εν τη κώμη Λάπι Γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων. Ο γενικός στρατιωτικός Αρχηγός Αθανάσιος Γρηγοριάδης Οι υπαρχηγοί Δ. Παπατσώρης Δ. Παπαθεοδώρου Γεώργ. Γρηγοριάδης Αδάμ Παπατσώρης Αναγν. Παπατσώρης Γεώργιος Συρράκος και Γεώργιος Γκότζης. Όταν ο Ιμπραήμ έφτασε απέναντι από το χωριό, είχε στα δεξιά του το Αλβανικό και αριστερά του το Αιγυπτιακό πεζικό με τα πυροβόλα. Ο ίδιος με το ιππικό έμεινε πίσω έτοιμος να καταδιώξει τους Έλληνες που ήταν βέβαιος ότι θα υποχωρήσουν. Η μάχη κράτησε επτά ώρες και αποκρούστηκαν εννέα έφοδοι των Αιγυπτίων. 700 Αιγύπτιοι στρατιώτες σκοτώθηκαν και 360 τραυματίστηκαν. Οι απώλειες των Αρκαδίων ήταν 52 νεκροί και 24 πληγωμένοι. Με τη δύση του ήλιου ο Ιμπραήμ υποχώρησε και στρατοπέδευσε σε μια πεδιάδα, σε απόσταση μιάμισης ώρας από τα Σουλιμοχώρια. Οι Αρκάδιοι με Γενικό Αρχηγό το Γρηγοριάδη στρατοπέδευσαν στο χωριό Ψάρι. Εκεί δόθηκε η επόμενη μάχη στις 24 Απριλίου 1827."
Πηγές: ΤΑΞΙΑΡΧΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΡΗΣ.
Οι ήρωες της εξόδου του Μεσολογγιού κατακλύζουν τ΄ΑνάπλιΠρος την Επιτροπήν του προαιρετικού Εράνου της Φρουράς του Μεσολογγίου
Εκ μέρους των Δυτικοελλαδιτών διορίζονται οι Στρατηγοί Ραλλάκης Πάνου, Γιαννάκης Πάνου και ο Χιλίαρχος Νικόλαος Κασομούλης
να συνενωθούν με τους διορισμένους των Σουλιωτών και να αποφασίσουν την διανομήν του πράγματος, και αφού γένει η διατα ή με όποιον όποιον τρόπον τότε θέλει περιλάβουν και το πράγμα από την Επιτροπήν και να μοιρασθή αναλόγως εις τά διάφορα σώματα.
Την 3-Ιουνίου 1826-Ναύπλιον
Οι Πατριώτες
Γεώργιος Βαλτινός
Κώστας Βλαχόπουλος

Το Α΄Σώμα Στρατού με έδρα το Ναύπλιο απαντά στην αναφορά του Χιλιάρχου Νικολάου Κώνστα Κασομούλη, στα Τρίκαλα Κορινθίας.

Τον Γενναιότατον Καπ. Νικόλαον Κασουμούλην
Εις Τρίκκαλα-
Γενναιότατε αδελφέ
Ελάβομεν το γράμμα σου και είδομεν τα εν αυτώ, και ότι το Γενικόν Δημογεροντείον μετά της Γενναιότητός σου μεταβαίνει εις Τρίκκαλα δια να βάλουν πρεπόντως εις πράξιν τας διαταγάς του αρχηστρατήγου μετά άλλων προκριτοδημογερόντων της Κορινθίας. Η Επιτροπή αυτή δεν έχει τι νεώτερον να σας αναγγέλη και της Γενναιότητός Σας και του Δημογεροντίου. Αλλ΄ ελπίζει να ίδη την απαιτουμένην προθυμίαν εκ μέρους της επαρχίας, εις τας κοινάς ανάγκας του φρουρίου και Στρατοπέδου αι οποίαι ωφελούν∙ α) την επαρχίαν, η οποία ελπίζομεν να μείνη εις το εξής η γή της Κορινθίας αμύαντος και απάτητος από τα μυαρά βήματα του εχθρού ….ομίλησον, παράστησον, ενέργησον, πληροφόρησον, τας ειλικρινάς διαθέσεις και αδι κήματά μας, εις τι αποβλέπουν…και ότι το ίδιον φρούριον, και ημείς είμεθα δια το κοινόν συμφέρον. Είσθε ικανός και σε αρκούν…σήμερον ελάβαμε και έτερον γράμμα του Γ. αρχηγού Κολοκοτρώνη… να πέμψωμεν χιλίους στρατιώτας…ότι θέλομεν γράψει προς τον αρχηστράτηγον να αποφασίση…μένωμεν.
Τα μέλη της επιτροπής χθες εισήλθον εις ναύπλιον ο τζιαβέλας-Χριστόδουλος. Χ. πέτρου – Γιώτης εστάλησαν προς την διοίκησιν εις ναύπλιον.
Η Επιτροπή του Α΄Σώματος της Στερεάς Ελλάδος και ακροκορίνθου »νάκος πανουργιά » κώστας χορμόβας » σπύρος μήλιου.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΦΡΟΥΡΑΣ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΥ.
Η Διοίκηση της φρουράς Ακροκορίνθου στέλνει την 11η Ιουλίου 1827 επιστολή υπογραφόμενη από τους Κήτζιο Τζιαβέλα και Νάκο πανουριά: «Προς τους αδελφούς μας Καπ. Νικόλαον Κασο μούλη και Αντώνιον Γεωργαντά, αδελφοί ασπαζομέν σας αδελφικότατα» και με αυτήν ζητά από τους απεσταλμένους στη Διοίκηση να γυρίσουν την επομένη το βράδυ στο φρούριο με Διαταγές αναγκαίες για το Φρούριο και την εποπτείαν της Επαρχίας, αλλά και με 100.000 γρόσια. Στη Σημείωση ο Ν.Κ.Κ., αναφέρει: «Έπεται έγγραφον επίσημον της αναγνωρισθείσης Επιτροπής δι’ ων εξάγεται εκ των θέσεων, ο αριθμός των Στρατιωτών του Ν. Κασομούλη». Η Επιτροπή του Σώματος της Στερεάς Ελλάδος και της Ακροκορίνθου/ προς τον Γενναιότατον Καπετάν Νικόλαον Κασομούλην». Η διαταγή αυτή εκδίδεται την 25ην Σεπτεμ. 1827 στην Ακροκόρινθο και διατάσσει τον Καπετάν Κασομούλη να παραλάβει την ντάμπια που φυλάσσουν οι άνδρες του Καναβού, και να την παραδώσει στους Ηπειροσουλιώτες. Τον Καναβό να τοποθετήσει σε άλλη ντάμπια. Την υπογράφουσα επιτροπή στελεχώνουν οι Κήτζιος τζιαβέλας, Ν. Πανουργιά, Κ.Χορμόβας.
Το μαχόμενο Ελληνικό ‘Εθνος ζητά την παρέμβαση της Αγγλίας τον Ιούνιο του 1825.
«Α'.) Το Ελληνικόν Έθνος, δυνάμει της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας.»

Πράξη της υποτέλειας(ΑΙΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΙΡΟΣ ΤΟ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΟΝ)
Ο Κλήρος, οι Παραστάται, οι Αρχηγοί, Πολιτικοί και Στρατιωτικοί ξηράς και θαλάσσης, του Ελληνικού Έθνους.Αον Παρατηρούντες ότι δια τα ανεξάλειπτα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και κυριότητος, δια τας επικρατούσας αρχάς της Θρησκείας και Ελευθερίας και δια το εκ φύσεως έμφυτον, του να διατηρή και ασφαλίζη έκαστος την ιδίαν ύπαρξιν, οι Έλληνες ενωπλίσθησαν με τα όπλα της Δικαιοσύνης και εις διάστημα πλέον των τεσσάρων ετών υπέστησαν αποφασιστικώς και σταθερώς κατά των Δυνάμεων της Ασίας, της Αφρικής και της Αιγύπτου, πεζών τε και ναυτικών, και εις όλους τούτους τους κινδύνους τώρα ηφάνισαν και τώρα άμπωσαν τας κολοσιαίας δυνάμεις των εχθρών, και, τελευταίον, στερημένοι παντός μέσου ανήκοντος εις τοιούτον υψηλόν εγχείρημα, καθιέρωσαν ούτοι δια του αίματος των τα πολύτιμα αυτών δικαιώματα και έδωκαν εις τον εκπεπληγμένον κόσμον όχι τόσον κοινάς αποδείξεις, δι' όσον είναι ικανός ένας λαός, εκ φύσεως γεννημένος δια να ζη ελεύθερος και όστις ήδη εδυνήθη να διάσπαση τους βρόχους μιας ικανώς πολυχρονίου καταθλιπτικής δουλείας.
Βον Παρατηρούντες, ότι εκ των αποτελεσμάτων μιας πάλης ούτως ανόμοιου, απέκτησαν οι Έλληνες την απαράμιλλον απόφασιν της πολιτικής αυτών κατα­στάσεως.
Γον Σκεπτόμενοι, ότι πράκτορες τίνων ηπειρωτικών Δυνάμεων, αν και χριστιανών, δεν διεφύλαξαν οδηγίαν, συνεχομένην με τας αρχάς, τας οποίας αυτοί εστερέωσαν, αλλά από μέρους των αυτών δεν έλειψαν να εκβώσιν συνεχώς αντιρρήσεις πολιτικαί πολυμόρφου ουσίας και χαρακτήρος.
Δον Παρατηρούντες, ότι τινές τούτων των πρακτόρων παίζουν δια των απεσταλμένων των εντός της Ελλάδος, ώστε να εισχώρηση εις τινός Έλληνας η κλίσις, δια να συστήσουν νέους σχηματισμούς πολιτικούς, αρμοδίους προς το πνεύμα και τα τέλη των τοιούτων παρακινητών.
Εον Παρατηρούντες, ότι όχι ολίγους κατατρεγμούς και παρεκβάσεις υποφέ­ρει η νόμιμος και τακτική κίνησις του ελληνικού Ναυτικού από τους Αρχηγούς των Θαλασσίων Δυνάμεων τινών Βασιλειών, οίτινες κατά πάντα τρόπον πειρά­ζουν τα καθήκοντα της διακηρυχθείσης ουδετερότητος από τας Αυλάς των εις τας Συνελεύσεις του Λέϊβάχ και Βερώνης.
ςον Παρατηρούντες με μεγάλην θλίψιν αυτούς τους Χριστιανούς οπλιζομένους εναντίον των οπαδών του Ευαγγελίου και εις βοήθειαν εκείνων του Αλκορανίου, εις τρόπον, ώστε, στρατιώται ευρωπαίοι, εναντίον πάσης αρχής αληθούς πολιτικής και ηθικής σπεύδουν να διδάξουν, διορίσουν και οδηγήσουν τα στίφη των βαρβάρων, διευθυνόμενα να λεηλατήσουν την ιεράν εκεί νην γην, ήτις σκεπάζει ανάμικτα και συγκεχυμένα τα αθάνατα κόκκαλα των Κιμώνων, των Τσαμαδών, των Λεωνιδών, των Βοτσαρών, των Φιλοποιμένων, των Νικηταραίων και Κολιαίων, όπερ εμποδίζει τας προόδους της ιεράς υποθέσεως της Ελλάδος.
Ζον Παρατηρούντες, ότι η Διοίκησις της Μεγάλης Βρεττανίας, ευτυχής εις το να διευθύνη λαόν ελεύθερον, είναι η μόνη, ήτις διετήρησε μέχρι λεπτού καθαράν την ουδετερότητα, περιφρονούσα να μιμηθή τας αναφανδόν βίας ή τας νεφώδεις διαχειρίσεις, αι οποίαι απ' άλλους αδιακό πως επράχθησαν και πράττο­νται εις την Ελλάδα, Κωνσταντινούπολιν και Αίγυπτον.
Ηον Σκεπτόμενοι, ότι η Βρεττανική αδιαφορία δεν αρκεί να αντιρροπήση τον ήδη επηυξημένον εξωτερικόν κατατρεγμόν προς βλάβην της Ελλάδος.
Θον Παρατηρούντες, ότι η Ελλάς, όχι από χαύνωσιν δυνάμεων, ούτε από αδυνατισμένην απόφασιν, δεν ηδυνήθη μέχρι τούδε να προσεπιχειρή, αλλά δια τα προρρηθέντα αίτια και μά λιστα την πηγάζουσαν από του να μην έλαβε ποτέ Διοίκησιν υπερτέραν των παθών και σχέσεων.
Ιον Παρατηρούντες, ότι οι Έλληνες, εις τοιαύτην γενναίαν μάχην, ή πρέπει να εκβώσιν από ταύτην νικηταί, ή θέλουν είσθαι τελείως αφανισμένοι, επειδή ουδέν μέσον είναι, το οποίον να δύναται να τους απόσπαση από ταύτην την απόφασιν. ήτις ήδη κατήντησεν από τας φοράς του πολέμου και του χρόνου άφευκτος
ΙΑον Παρατηρούντες, τελευταίον, ότι αν από υπερτάτην χάριν της Προνοίας, ευρίσκωνται στερεωμένοι πλησίον μας αι βρεττανικαί δυνάμεις, χρεωστεί η Ελλάς εις την παρούσαν αυτής κατάστασιν να ωφεληθή από τούτο εγκαίρως, ως και να έλπιση εις την ευθύτητα και φιλανθρωπίαν της ισχυρής αυτής Διοικήσεως.
Όθεν, προς ασφάλειαν των ιερών δικαιωμάτων της του Κράτους ελευθερίας και ικανώς στερεάς πολιτικής υπάρξεως, η Ελλάς, δια της παρούσης δημοσίας πράξεως, προσδιορίζει, θεσπίζει, απο φασίζει και βούλεται τον επόμενον Νόμον
Α'.) Το Ελληνικόν Έθνος, δυνάμει της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας.
Β'.) Η παρούσα αύτη οργανική Πράξις του ελληνικού Έθνους συνοδεύεται με επί τούτω διπλούν υπόμνημα προς την Σεβασμίαν Διοίκησιν της Αυτού Βρεττανικής Μεγαλειότητος κατ' ευθείαν εις Λονδίνον και συγχρόνως αποστέλ­λεται εμμέσως δια της Αυτού Εξοχότητος του Λόρδου Μεγάλου Αρμοστού της Αυτού Μεγαλειότητος εις τας Ενωμένος επαρχίας των Ιονι κών Νήσων.
Γ'.) Οι Πρόεδροι των εύτακτων Βουλευτηρίων του Κράτους, ξηράς και θαλάσσης θέλουν ετοίμως εκπλήρωση τον παρόντα ΝΟΜΟΝ.
(Υπό το πρώτον τούτο πρωτόγραφον, ως και υπό το τελευταίον, φέρεται χρονολογία:)
Εν Πελοποννήσω τη... Ιουνίου 1825.
(Και μία υπογραφή:)
Ο Πρόεδρος των κατά ξηράν εύτακτων Βουλευτηρίων του Ελληνικού Κράτους και Γενικός Αρχηγός των κατά γην Δυνάμεων θ. Κολοκοτρώνης.
(Τα λοιπά τέσσαρα φέρουσιν εν τέλει το εξης:)
Ο Πρόεδρος των εύτακτων συσσωματώσεων των Νήσων του Αιγαίου Πελάγους και λοιπών μερών του Ελληνικού Κράτους και αρχιναύαρχος των κατά θάλασσαν Δυνάμεων.
(Έχουσι δε ταύτα χρονολογίας: Το μεν 26 Ιουλίου 1825, τα έτερα τρία απλώς: Ιουλίου 1825 και το τελευταίον 14 Ιουλίου 1825). ( Υπό το πρώτον υπάρχει η υπογραφή:
Ανδρέας Μιαούλης » και μετ' αυτήν αι λοιπαί υπογραφαί, ως εξής:)
Ανατολική και Δυτική Χέρσος Ελλάς
Ο Κλήρος
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης Πορφύριος, Νικοπόλεως και πάσης Αιτωλίας, ο Επίσκοπος Ρογών
(Αρχείο Ρώμα- Α΄σ. 592-595)
Η Πράξη της Υποτέλειας προβλημάτισε τους πολέμαρχους του ολοκαυτώματος της Ιεράς Πόλης του Μεσολογγίου.΄Επτά μήνες γονάτισαν την πανίσχυρη πολεμική μηχανή του Μπραήμη. Πρόκριτοι, στρατιωτικοί, άμαχοι, γυναικόπεδα. Είχαν το χρόνο. Δεν την εγκατέλειψαν. Δεν δραπέτευσαν. Δεν του την πρόσφεραν χωρίς να ματώσει. Ετσι γενναίοι και περήφανοι οι ΑΝΔΡΕΙΟΙ, ξιφήρεις πηδούν το «ΦΡΑΧΤΗ». Λυγίζουν τον εχθρό. Περνούν. Άλλοι οδεύουν για το περιβόλι τ΄ουρανού. Άλλοι πεζοπορούν, ανήσυχοι να προλάβουν να ασφαλίσουν «Τα Κάστρα του Μοριά.» Και το πετυχαίνουν. Μπαίνουν στο Ναύπλιο και στον Ακροκόρινθο. Ο φόβος άλλαξε δρομολόγιο. Τώρα επισκέπτεται το Ιμπραϊμικό στρατόπεδο. Τώρα οι Αιγύπτιοι νοιώθουν σε κάθε βήμα τους την καυτή ανάσα εκείνων που δεν δραπέτευσαν και προπαντός δεν διαλύθηκαν. Κράτησαν τη θέση τους και κατάφεραν να ευτελήσουν και να διασύρουν την πιο σύγχρονη, εκπαιδευμένη και εξοπλισμένη πολεμική μηχανή της Ευρώπης. Νοιώθουν γύρω τους την ανάσα των Νικητών: Μανιατών, Αρκαδινών,(Μακρυγιάννη,Υψηλάντη, Μαυρομιχάλη, Τόλιου Λάζου), Καρατάσου, Φρουράς Μεσολογγίου.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ(Β)
Γρίβας Αργυρός Βοκάτος
Ν. Ψυχικό -Τρίτη 23 Μαρτίου 2010