"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Σπηλιάδης-Γερουσία-Κολοκοτρώνης. Πρόκριτοι-Κρεββατάς.

Στόχος του Σπηλιάδη


'Οσα δέ γράφει ό Ταρτούφος Σπηλιάδης είς την Χαλιμάν του δι' εισηγήσεων τών εντολέων του, προσπαθούντων νά διαστρέψουν τό πνεύμα τών ιστορικών συμβάντων και ανακατεύουν, ωσάν τον λαγωόν τό άχνάρι τους είς τό χιόνι, νά μην εύρουν οί κυνηγοί την φωλεάν του, τοιουτοτρόπως γράφουν και αυτοί οι άθλιοι άνθρωποι είς τάς ψευδοϊστορίας των, ώστε δσοι έκ τών επερχομένων γενεών τάς άναγνώσωσι, νά μην δύνανται νά εννοήσουν, όσα προέκυψαν είς τάς διαφόρους έποχάς και έμεσολάβησαν είς πολλάς περιστάσεις, άλλά νά πιστεύουν ότι όλα αυτά τά μεγάλα και λαμπρά κατορθώματα τά έκαμεν ό Κολοκοτρώνης μέ τους υιούς του, μέ τον έξάδελφόν του τον Τασκούλια, μέ τον άνεψιόν του Άποστόλην, μέ τον Νικηταράν, μέ τον Πλαπούταν και τους τοιούτους, οίτινες προσπαθούν διά παντοίων παραλογισμών, αντιφάσεων και ψευδολογιών νά παραμορφώσουν τάς αδιαφιλονίκητους αληθείας, ώς και αυτά τά ίδια πράγματα.
'Ερανος στην Τριπολιτζά
'Ερανος στο Μεσσολόγγι


Γράφουν επίσης ότι ή Γερουσία προσεκάλεσε τους πολίτας είς Τριπολιτσάν είς έκούσιον έρανον νά στείλη είς τάς ναυτικάς νήσους νά απέλθουν τά πλοία νά διαλύσουν την διά θαλάσσης πολιορκίαν του Μισολογγίου, και ότι ό Νικηταράς προσέφερε τό σπαθί του, καθώς και ό Υψηλάντης, ό Παπαφλέσιας και άλλοι τών Γερουσιαστών και στρατιωτικών προσέφεραν τά πολύτιμα σκεύη των. Και ότι οί Υδραίοι έστειλαν τό σπαθί του Νικήτα οπίσω κτλ. Είναι άληθινόν δτι δλοι οί ανωτέρω συνεισέφερον τότε δια τήν άναπόφευκτον έκείνην ανάγκην, άλλα μετ' ού πολύ άπεζημιώθησαν από τήν Κυβέρνησιν, άλλοι με χρήματα καί άλλοι μέ απέραντους έθνικάς γαίας. Τό δε σπαθί του Νικηταρά αξίας μόλις εκατόν γροσίων δεν έκαταδέχθηκαν νά τό κρατήσουν μεγαλόφρονες Υδραίοι δια νά μήν τους θεατρίσουν, δτι επήραν καί τά ξίφη των στρατιωτικών καί έγραψαν μάλιστα πικρώς καί μετ' οργής εις τήν Γερουσίαν, ήτις άπεπειράθη νά προσβάλη τήν άγέρωχον φιλοτιμίαν τους καί τήν έπέπληξαν όχι ολίγον καί τό υπέστρεψαν.
Καί ή μεν Γερουσία άπό τάς ρηθείσας συνεισφοράς, άπό τάς προσόδους τής Πελοποννήσου καί άπό όσα έσύναξεν άπό εν γρόσι άνά πάσαν ψυχήν τότε, έπλήρωσε του Νοεμβρίου τό μηνιαίον είς τά δέκα πλοία τά όποια άπήλθον είς τάς Πάτρας δια τήν τρομεράν έκείνην ανάγκην. Άλλ' άφού είσήλθομεν ήμείς εις τό Μεσολόγγι έτελείωσε τό μηνιαίον εκείνο καί τά εξη Ύδριώτικα άνεχώρησαν, τά δέ τέσσαρα Σπετσιώτικα ήτοιμάζοντο νά αναχωρήσουν καί αυτά, άμα τελειώση τό μηνιαίον νά μας αφήσουν άνευ τροφής καί άνευ ουδεμίας βοηθείας νά μας έλθουν άπό κανέν μέρος, ώστε ήναγκάσθημεν οί πολιορκούμενοι καί έκάμομεν μεταξύ τους έκούσιον ερανον σαράντα οκτώ χιλιάδας γρόσια καί έπληρώσαμεν τό μηνιαίον τοΰ Δεκεμβρίου καί έμειναν τά τέσσαρα Σπετσιώτικα.
Γερουσία -Σπηλιάδης-Κολοκοτρώνης
Οι Πρόκριτοι Οπλαρχηγοί
Είς τον έρανον αυτόν έδωκεν ό Ζαΐμης γρόσια 4.000, ό Πορφύριος 'Αρτης 3.000, ό Μαυροκορδάτος 2.000, οί αδελφοί Δεληγιανναίοι 6.000, ό Μακρής 8.000, ό Αθανάσιος Κότσικας 10.000, ό Μάρκος Βότσιαρης 2.000, ό Γεώργης Κίτσιος 1.000, τά δέ λοιπά οί πρόκριτοι του Μισολογγίου. Καί τό μεν εκατόν γροσίων σπαθί του Νικηταρά άφήκεν έποχήν είς τά χρονικά τής Ελλάδος, αί δέ έδικαί μας, έκούσιαι λαμπραί θυσίαι μάς αφήνουν, κατά τον Ταρτούφον Σπηλιάδην, τό όνομα ολιγαρχικοί ή αναρχικοί!
Λέγουν προς τούτοις άλλον άνούσιον παραλογισμόν, δτι ή Γερουσία σπεύδει νά στείλη έν ταυτώ καί στρατεύματα είς τό Μισολόγγι καί μέ άπαραδειγμάτιστον άναισχυντίαν καί άσυνειδησίαν εκφράζεται δτι «οί ολιγαρχικοί έμενον εις τά ίδια είς τήν έποχήν τής εισβολής του Δράμαλη δια τον φόβον του Κολοκοτρώνη» κτλ. Καί ποίους ονομάζουν αυτοί οί αναιδέστατοι καί χαμερπείς κόλακες ολιγαρχικούς! Τους Δεληγιανναίους, τον Ζαΐμην, τον Κανακάρην, τόν Σ. Χαραλάμπην, τον Φωτήλαν, τον Θεοχαρόπουλον, τον Λόντον, τόν Σισίνην, τους Βιλαέτας, τους Παπατσώνας, τόν Κρεββατάν, τόν Περούκαν, τους Βλάσηδες, τόν Κοπανίτσαν, τόν Εμμανουήλ Μελετόπουλον, τόν Ρήγαν Παλαμίδην, τόν Χριστακόπου-λον, τόν Ν. Ταμπακόπουλον, τους Καραμάνους καί τόσους άλλους προκρίτους, τους θεμελιωτάς τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας! καί προσέτι λέγει, δτι «καί διά νά τους καταστήση καί αυτούς ωφελίμους, διά νά λείψη πάσα ενδεχομένη σύγκρουσις μεταξύ αυτών καί του Κολοκοτρώνη προσεκάλεσε τόν Μαυρομιχάλην νά τούς συμπαραλάβη άπελθών είς Καλάβρυτα καί νά μεταβή είς τό Μισολόγγι». Άναιδώς καί άσυνειδήτως ψεύδονται καί κατά τούτο οί κακοήθεις αυτοί Ταρτούφοι, καθότι δλοι οί κατ' αυτούς ολιγαρχικοί, αυτοί δλοι έν μιά ψυχή καί καρδία ελαβον τό ένεργητικώτερον μέρος είς τήν κατά του Δράμαλη έκστρατείαν. Ό Κρεββατάς ήτον μέ 1200 στρατιώτας, οί τέσσαρες αδελφοί Δεληγιανναίοι μέ 800 (καθότι έγώ ήμην τότε είς τήν Άκαρνανίαν μέ 600), οί Μαυρομιχάλαι μέ 700 Μανιάτας, ο Παπατσώνης μέ 600, ό Καραμάνος καί Κοντάκης μέ 400, ό Παναγιώτης καί Κωνσταντίνος Ζαφειρόπου-λοι μέ 300, ό Τζαννέτος Χριστόπουλος, Κανελλόπουλοι καί οί Ζαριφαίοι μέ 400, οί Άρκαδινοί καί Καλαματιανοί καί νησιώται μέ 800, οί Κορίνθιοι μέ 700. Ιδού τά 3/4 του στρατού. Έκτος τούτων οί Τριπολιτσιώται Παλαμίδης, Ν. Ταμπακόπουλος καί Χριστακόπουλος, οί Άργείοι Κακάνης, Νέζος καί Μεϊντής, ό Στάϊκος, καί άλλοι πρόκριτοι τών επαρχιών μ' άλλας δύο σχεδόν χιλιάδας ανήκοντες άπαντες είς τήν υγιά μερίδα τών προυχόντων. Δεν μάς λέγει λοιπόν πόθεν είχον αυτά τά στρατεύματα οί Κολοκοτρωναίοι, ό Πλαπούτας, ό Νικήτας, οί Πετιμεζαΐοι, μέ τά όποία ήθελον ν έκφοβίσουν τους προύχοντας; Ό Ζαΐμης, ό Σισίνης, ό Κανακάρηι ό Χαραλάμπης, ό Λόντος, ό Φωτήλας, ό Θεοχαρόπουλος καί δλο οί του νομού τής Αχαΐας εύρίσκοντο είς τήν πολιορκίαν τών Πατρών, δποο έπολέμουν μέ δέκα περίπου χιλιάδας Τούρκους, άκαταπαύστως εξερχόμενων καί λεηλατούντων τάς επαρχίας έκείνας Είς τά ίδια άνεπαύοντο αυτοί καί αδιαφορούσαν καί δέν έλαβον μέρος; Δεν ήτον αυτή ανάγκη τής πατρίδος;
Κολοκοτρώνης-Δράμαλης-Γερουσία
Λέγουν προς τούτοις, ότι διέταξεν ή Γερουσία τόν Μαυρομιχάλην νά μάς συμπαραλάβη καί νά μεταβή είς τό Μισολόγγι! Κατήντησαν οί άθλιοι, ώς έκ του ιοβόλου πάθους των, παράφρονες καί γελοιωδέστατοι νά λέγουν, δτι ή Γερουσία διέταξεν ημάς! άλλ' έν ποία δυνάμει ήδύνατο ή αυτή ή καί ή Κυβέρνησις νά μάς διατάξουν είς τοιούτον καιρόν αναρχίας, δτε τό δικαίωμα ήτον του ισχυρότερου; "Οσον διά τήν έθνικήν Κυβέρνησιν έχρεωστούσαμεν νά τήν σεβώμεθα καί νά ΰπακούωμεν είς τάς διαταγάς της, καθότι ήτον ανεπηρέαστος διά νά ύπάρχη αυτή ή σκιά διά τόν έξω κόσμον, νά λαμβάνη τό παράδειγμα μας καί ό λαός, νά ύπακούη καί δέν παρηκούσαμεν ποτέ είς τάς διαταγάς της. Μέ τήν Γερουσίαν δμως ουδέποτε είχομεν άλληλογραφίαν μήτε διαταγήν της έλάβομεν είς δλην τήν διάρκειάν της, καθότι καμμίαν δικαιοδοσίαν δέν είχε προς ημάς, μάλιστα άφου έγινεν υποχείριος τών κολάκων τής Κολοκοτρωναϊκής συμμορίας καί ήνώθη ακουσίως μέ αυτήν. Ποίος ήρώτα άν υπήρχε; Άλλ' ουδέ ή εθνική Κυβέρνησις ηθέλησε νά γνωρίση τόν Κολοκοτρώνην ώς άρχιστράτηγον, μήτε κανένας έκ τών προκρίτων ή οπλαρχηγών τής Πελοποννήσου,] παρά μόνον οί συγγενείς του, οί κόλακες του καί τίνες καπετανίσκοι χωρίων αναλφάβητοι υπέγραψαν μίαν αναφοράν χωρίς να γνωρίζουν να την αναγνώσουν ή να ηξεύρουν τι διαλαμβάνει, και ψευδώς αναφέρουν τα τυφλά όργανά των, ότι η Γερουσία διέταξε τον Κολοκοτρώνην να κινηθή κατά του Δράμαλη, καθότι και τα μικρά παιδία γνωρίζουν, δτι ό Κολοκοτρώνης δεν ευρέθη αυτοπροσώπως νά διοικήση στρατόν ή νά στρατηγήση εις ούδεμίαν κατά του Δράμαλη μάχην, άλλ' ευρίσκετο πάντοτε πέντε ώρας μακράν προφυλαγμένος είς τά όρη, ώς όπισθεν έρρέθη, και ή καταστροφή του Δράμαλη αποδίδεται αποκλειστικώς είς τους προκρίτους και οίκοκυραίους της Πελοποννήσου.
Γερουσία - Πρόκριτοι Οπλαρχηγοί
Επίσης δεν ήδύνατο ή Γερουσία νά διάταξη μήτε τον Μαυρομιχάλην νά συμπαραλάβη ημάς, καθότι έγνώριζεν δτι ημείς δεν είμεθα μήτε Μανιάται καπετανίσκοι μήτε Καλαματιανοί, άλλ' ούδ' ημάς έτολμούσε ποτέ όχι νά διάταξη ουδέ νά προτρέψη, καθότι οί Δεληγιανναίοι, ό Ζαΐμης, ό Σισίνης, ό Παπατσώνης, ό Λόντος, ό Χαραλάμπης, ό Κανακάρης, ό Κρεββατάς καί οι λοιποί πρόκριτοι δέν είμεθα μήτε της Γερουσίας μισθωτοί μήτε καπετανίσκοι του Μαυρομιχάλη μισθωτοί νά μάς διορίση ύπό την όδηγίαν του, άλλ' ούδ' αυτός ό Μαυρομιχάλης έσυλλογίσθη ποτέ δτι δύναται νά διατάξη αρχηγούς δυνατού καί εκλεκτού στρατού ωσάν ημάς, νά τον ακολουθήσουν, καθότι δέν είχε περισσοτέρους τών είχομεν αυθόρμητοι καί ανεξαρτήτως ό είς του άλλου καί φιλικώς καί άδελφικώς συνυπακουόμεθα, καθότι δλοι οί άνω είρημένοι πρόκριτοι της Πελοποννήσου έπρεσβεύαμεν τάς αύτάς αρχάς της φιλοπατρίας καί μάς συνέδεε ό αδιάρρηκτος δεσμός της ελευθερίας της πατρίδος μας καί είναι γελοιωδέστατον νά πιστεύη πώς, δτι ήδύνατο ή ό Μαυρομιχάλης ή άλλος νά διάταξη ημάς, ή ήμείς αυτόν, καί δταν άπεφασίσαμεν νά υπάγωμεν νά πολιορκηθώμεν είς τον προφανή εκείνον κίνδυνον του Μισολογγίου, νά θυσιασθώμεν, ύπήγομεν αυθόρμητοι, κινούμενοι άπό μόνον τό αίσθημα της πατρίδος, χωρίς μάλιστα νά ειδοποιήσωμεν ούδ' αυτήν τήν Κυβέρνησιν (προς την οποίαν έχρεωστούσαμεν σέβας) διά τό κατεπείγον της ανάγκης, καθώς έμπροσθεν φαίνεται αντιγραμμένη ή διαταγή της, έκ της οποίας αποδεικνύεται δτι ύπήγομεν αυθόρμητοι καί έξ οικείας προαιρέσεως είς τό Μισολόγγι νά πολιορκηθώμεν, νά πολεμήσωμεν καί νά άποθάνωμεν έκεί διά μόνην τήν σωτηρίαν της πατρίδος χωρίς νά γνωρίζη μήτε ή Γερουσία μήτε ουδείς άλλος άλλ' ουδέ και αύτη ή οικογένεια μας.
Σχέδιο δολοφονίας προκρίτων οπλαρχηγών
Δολοφονία Κρεβαβατά
Όλίγας τινάς ημέρας μετά τήν από Ναύπλιον άναχώρησίν μας δια τό Μισολόγγι άνεχώρησε και ό Κρεββατάς άπό τον Μισθράν δια νά υπάγη εις τό Κρανίδι όπου εύρίσκετο τότε ή Κυβέρνησις, έχων μεθ' έαυτού προς συνοδίαν 15 καν 20 στρατιώτας. Ό Γεωργάκης και ό Νικολάκης, αδελφοί Γιατράκηδες, γνωρίζοντες άπό τήν προτεραίαν, ότι ό Κρεββατάς ήτοιμάζετο νά αναχωρήση, έστειλαν ένα καπετανίσκον τους, Γρηγόρην λεγόμενον, διά νυκτός μέ τριάντα στρατιώτας του και ένέδρευεν εις τήν θέσιν λεγομένην του Κρεββατά τό γεφύρι, και τήν επαύριον διαβαίνων εκείθεν ό Κρεββατάς άνυπόπτως τον έπυροβόλησαν αίφνης και τον έδολοφόνησαν.
Ή στυγερά αυτή συνωμοσία έχαλκεύθη εις τό Σούλι εις τό κέντρον του στρατοπέδου της Κορίνθου κατά προτροπήν και παραγγελίαν τοΰ αιμοβόρου Όδυσσέως εις τον Νικηταράν, ότι νά είπη εις τους αρχηγούς του συστήματος τά έξής: ότι, εάν θέλουν νά υπάρξουν αυτοί και τό σύστημα τους είναι άναγκαίον νά δολοφονήσουν τους προύχοντας της Πελοποννήσου, τους δύο ή τρεις αδελφούς Δεληγιανναίους, τον Κανακάρην, τον Κρεββατάν, τον Ζαΐμην, τον Σ. Χαραλάμπην, τον Φωτήλαν, τον Παπατσώνην, τον Λόντον, τον Περούκαν, τον Σισίνην και άλλους τινάς πολιτικούς προκρίτους, οίτινες παρεμβάλουν πάντοτε προσκόμματα εις τούς σκοπούς των. Έκαμαν λοιπόν τήν άπόφασιν αυτήν και ώρκίσθησαν ότι νά εκτελέσουν αυτόν τον σκοπόν άπαραβάτως και νά διατηρηθή μεγάλη εχεμύθεια νά μήν τό μάθωμεν ήμείς και λάβωμεν προφυλακτικά μέτρα. (Τον Παναγιωτάκην Γιατράκον όμως, μή συνάδοντα ποτέ μέ τά φρονήματα των και μή εμβαίνοντα εις τοιαύτας ανόμους συνωμοσίας, δεν ενέκριναν να τον μυήσουν αυτό τό στυγερόν μυστήριον, παρά μόνον τον Γεωργάκην και Νικολάκην). Και τούς μεν Δεληγιανναίους νά τούς δολοφονήσουν ή μέρος ή όλους οι Κολοκοτρωναίοι και ό Πλαπούτας. Τον Ζαΐμην, Χαραλάμπην, Φωτήλαν και Λόντον ol Πετιμεζαίοι, έκτός του Κωνσταντή και Αναγνώστη, και ό Νικολάκης Σολιώτης. Τον Θ. Κανακάρην οί Κουμανιώται, τον Σισίνην ό Κρασάκης και ό Νάνος. Τον Παπατσώνην ο Κεφάλας και ό Πέτροβας. Τον Κρεββατάν οί Γιατρακαίοι, τον Περούκαν ό Φλέσιας και ό Τσώκρης. Και έκαστος καπετανίσκος εις την έπαρχίαν του, όποιον πολιτικόν συνάδει μέ τούς άνω είρημένους προύχοντας.
Και ατυχώς υπέστη αυτόν τον άτιμον θάνατον της δολοφονίας μόνος αυτός ό αγαθός και τω όντι φιλόπατρις άντρας ό Κρεββατάς, ένεκα της άψηφησίας του, καθότι πολλοί τών φίλων του τον ειδοποίησαν προ ολίγων ήμερών περί της στυγερός αυτής συνωμοσίας, αλλά δεν ηθέλησε νά πεισθή. Έξεφράσθη μάλιστα, ότι προσπαθούν διά τοιούτων δολίων εισηγήσεων νά ενσπείρουν την δυσπιστίαν και διαίρεσιν, νά κατασπαράξουν την πατρίδα κτλ. Και ούτως έχασεν ή πατρίς πάρωρα ένα έκ τών έξοχων ανδρών και έκ τών ίκανωτέρων προυχόντων τής Πελοποννήσου.
Τα παρεπόμενα της Δολοφονίας του Προκρίτου
Οπλαρχηγού Κρεββατά.
'Αμα ήκούσθη ή αποτρόπαιος αύτη δολοφονία του Κρεββατά, ό μεν Γεωργάκης και Νικολάκης Γιατράκοι έξήλθον προς καταδίωξιν δήθεν τών δολοφόνων και συλλαβόντες τον Γρηγόρην (εις μόνον τον όποιον είχον έμπιστευθή μέ πολλάς και μεγάλας υποσχέσεις τό άτιμον αυτό μυστήριον τής δολοφονίας και αυτός διεκοίνωσεν εις τούς συντρόφους του τον όποίον άπηγχόνισαν τήν νύκταν έκείνην τής συλλήψεως του, διά νά μήν όμολογήση αυτούς συνενόχους.
Ή δε Γερουσία έστειλε άκουσα τον άλλον συνωμότην Δ. Πλαπούταν κατ' έπίμονον διαταγήν τού αρχιστρατήγου καταδιώξη δήθεν τους δολοφόνους καί άπελθών ούτος εις το Μισθρά ήθέλησεν έκ προθέσεως να ενοχοποίηση πολλούς έκ των αθώων πολιτών ώς συνενόχους, τούς οποίους άργυρολογήσας αρκετά έξηρκέσθη έπειτα εις τήν κατά του Γρηγόρη πράξιν των Γιατράκηδων καί ύπέστρεψεν εις τήν Τριπολιτσάν. Έμπαθώς δε καί άσυνειδήτως αναφέρει αυτός ό κακοήθης καί αισχρός συκοφάντης, ό ψευδοϊστοριογράφος Σπηλιάδης, εις τήν σελίδα 148, ότι:
Ζώντος του Κρεββατά καί ηνωμένου μετά του Κολοκοτρώνη δεν ήδύνατο ό Ζαΐμης ούτε άλλοι ολιγαρχικοί νά πράξουν ό,τι ήθελον κτλ. και λέγεται, οτι ο Ζαΐμης συνεννοήθη με τον Γ. Γιατράκον νά φονευθή ό Κρεββατάς, διότι άφού είσέβαλεν ό Δράμαλης, ώρκίσθη νά συμπράττη με τον Κολοκοτρώνην κατά πάντα καί ότι ειχεν άπόφασιν νά καταστήση τί Νικηταράν άρχηγόν τών όπλων της επαρχίας του Μισθρός κτλ. κτλ. Αναιδεστέρα συκοφαντία, αισχρότερα παραμόρφωσις τής αληθείας φρονώ, ότι άπ' αυτήν δεν γίνεται άλλη μεγαλυτέρα' νά τολμά αυτός ό ασυνείδητος λιβελλογράφος να γράφη τοιαύτα ληρήματα δι' άνδρα εγνωσμένου χαρακτήρος καί μηδέποτε καν συλλογισθέντος νά βάψη χείρα δολοφόνου εις άδελφικόν αίμα, τό όποίον ούδ' αυτός ούδ' άλλος των προυχόντων συλλογίσθη ποτέ, οίτινες αν ήθελον, δεν είχον ούδεμίαν δυσκολίαν νά καταστρέψουν αυτούς τούς φερεοίκους καί λυμεώνας τής πατρίδος καί όχι τούς προμάχους αυτής.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Οι Επαναστάτες απελευθερώνουν την Καλαμάτα.

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΟΥ 1821


Από τους Πανηγυρικούς Λόγους Ακαδημαϊκών για «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ», και συγκεκριμένα από την ενότητα,«Στοχασμοί γύρω από το ’21», (23 Μαρ τίου 1821), του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, εκτίθενται αποσπάσματα γεγονότων της Εθνεγερσίας. Η αδιαμφισβήτητη τεκμηρίωση των ιστο- ρουμένων, εκπορεύεται από πληροφορίες που αντλήθηκαν από έργα συναφή προς το μέγα αυτό γεγονός. Έτσι ο αναγνώστης, μπορεί να παρακολουθήσει ευχερέστερα τον ξεσηκωμό του Μοριά και να αξιολο γήσει τους πρωταγωνιστές και τις πράξεις τους.«Τὸ παιχνίδι ἦταν μέγα. Ἄρχισε σὰν εἰδυλλιακὸ πανηγύρι, ἔγινε ἡρωϊκὸ ἔπος, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα φάνηκε, ὅτι εἶχε μέσα του καὶ τὰ σπέρματα τῆς τραγωδίας. Ἂς ποῦμε δυὸ λόγια γιὰ τὸ πανηγύρι. «Ἦταν πανηγύρι ἀληθινὸ ἡ ἐκστρατεία» του Πετρόμπεη στὴν Καλαμάτα, γράφει ὁ Σπῦρος Μελᾶς. Πολὺ σωστά. Ἀλλὰ ὄχι μόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ή όταν προχωρούσε στὴν Ἀρκαδία ὁ Παπαφλέσσας μὲ περικεφαλαία καὶ μ' ἕνα «θεώρατο» καλόγερο, «παπᾶ Τούρταν ὀνομαζόμενον» ὡς προπομπὸ ποὺ κρατούσε ψηλὰ ἕνα μεγάλο σταυρὸ στὸ χέρι, ὄχι μόνο στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἔμοιαζε τὸ ξεσήκωμα του Γένους μὲ πανηγύρι. Δὲν ἔπαψε ποτὲ νἄχῃ λίγο ή πολὺ τὸ χρώμα τούτο.Ὁ Μακεδὼν ἀγωνιστὴς ποὺ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν ἡ Σιάτιστα,ο Νικόλαος Κασομούλης, διηγείται στὸ διαφωτιστικὸ ἔργο του «Ἐνθυμήματα στρατιωτικά» τὴν ἐντύπωση ποὺ του ἔκαμε τὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι, ὅταν, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1825, κατάφερε καὶ είχε τὴν τιμὴ νὰ μπῇ: «Πατήσας τὸ ἔδαφος μὲ ἐφάνη, ότι ἐμβῆκα εἰς μίαν πανήγυριν. Ἐνῷ ἀκαταπαύστως ἐξακολουθοῦσεν ὁ πόλεμος εἰς τοὺς προμαχώνας, πλῆθος στρατιωτῶν καὶ πολιτῶν, μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκοντο εἰς πανήγυριν, ἔτρεξαν νὰ μας ἰδούν...»«Αὐτὸ είναι τὸ αἰώνιο ρωμαίϊκο», στὴν καλὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, έφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη του Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημείο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο.Τὶς ἴδιες μέρες —στὶς 23 Μαρτίου— στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Ἐλληνικοῦ, στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ὁ ἔξοχος Σερραῖος Ἐμμανουὴλ Παπᾶς ὅπλα καὶ πολεμοφόδια στὸ πλοῖο τοῦ Χατζῆ Βισβίζη καὶ τὰ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν περιλάλητη μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Ἐσφιγμένου. Σοφὰ φρόντισε ἡ παράδοση —ἡ λαϊκὴ καὶ ἡ λογὶα— νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ ξεκινήματα σ' ἕνα συμβολικὸ μέγα ξεκίνημα καὶ νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὴν ἁγία ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.Ἂν στηριχθοῦμε στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐνδόξου Δημητσανίτη, τὰ πράγματα καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τὰ τοιαύτα, ἔμβασαν εὐθὺς τὰς φαμίλιας των εἰς τὸ Κάστρον• εἴτα τῇ 21ῃ Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς πόλεως καὶ περιεκύκλωσαν πρῶτον τὸ ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ Ἕλληνος) , «ὅπου ὑπώπτευον, ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἅρματα• ἀλλά, μὲ τὸ νὰ εὗρον κεκλεισμένας τὰς θύρας, ἄρχισαν τὸν πόλεμον ἔξωθεν, καὶ τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τὸ παράθυρον ἕνα ἄνθρωπον• ὕστερα ἔβαλον πυρκαϊὰν εἰς τὰ πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δὲ τὴν Μητρόπολιν δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι• ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπὸ τὸ Κάστρον μὲ τὰ κανόνια τόσον τὴν Μητρόπολιν, ὅσον καὶ ἄλλα ὀσπίτια• ἡ δὲ πυρκαϊὰ ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανὰ ὀσπίτια• ὅτε τινὲς τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τοὺς δρόμους, οἱ δὲ Τοῦρκοι εὐθὺς ἐκλείσθησαν εἰς τὸ Κάστρον».Καὶ τότε, δυὸ - τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, «ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας», μὲ πεντακόσους ὁπλισμένους ἄνδρες, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης —τοὺς εἶχε ἀπαλλάξει ἤδη ἀπὸ κάθε δισταγμὸ μέσα τους ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, στὴ σύσκεψη τῆς Ἁγίας Λαύρας ποὺ ἔγινε στὶς 10 Μαρτίου— «καὶ εὐθὺς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τουρκῶν εἰς τὸ φρούριον. Κατὰ δὲ τὰς πρώτας προσβολὰς ἐφονεύθησαν τινὲς τῶν ἐχθρῶν, ὅτε ἠρίστευσεν ὅ τε Παναγιώτης Καραντζᾶς» (ἕνας ἁπλὸς Πατρινὸς βιοτέχνης ποὺ ἀναδείχθηκε στρατιωτικὸς ἡγέτης) «καὶ ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη...». Καὶ οἱ Κεφαλλωνῖτες καὶ Ζακυνθινοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα ἀγωνίσθησαν ἄριστα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φαρμακοποιὸ Νικόλαο Γερακάρη.Στὶς 20 ὡς τὶς 22 Μαρτίου εἶχαν, ἐπίσης, ξεσηκωθῆ κ' ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ὁρισμένα τμήματα τῆς Γορτυνίας οἱ Πλαπουταῖοι καὶ οἱ Δεληγιανναῖοι (οἱ Παπαγιαννόπουλοι ἢ Παπαγιανναῖοι, ὅπως ὀνομάζονταν τότε) .Καὶ τὶς ἴδιες μέρες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν γράφει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἀρχηγοὺς τῆς τῶν Πατρῶν πολιορκίας... νὰ μὴν ἀναβάλουν τὸν καιρόν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Κολοκοτρώνης —ὁ Γενναῖος, ὅπως τὸν μετονόμασε ὁ λαός, καπετάνιος σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, ἔπιασε κοντὰ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του ἕναν «διακεκριμένον διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν κακίαν του» ἀράπη — γράφει, ὅτι oἱ πρόκριτοι τῆς Μάνης πῆραν, στὶς 17 Μαρτίου, τὴν ἀπόφαση νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα. Πάντως, στὶς 23 Μαρτίου μπῆκαν στὴν Καλαμάτα οἱ πρῶτοι Μανιάτες καὶ ἀκολουθοῦσε, μὲ δυὸ χιλιάδες ἄνδρες, ὁ Πετρόμπεης, ὄχι πιὰ ὡς ἡγεμών τῆς Μάνης, ἀλλὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων»• καὶ εἶχαν ἑνωθῆ μὲ τοὺς Μανιάτες καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας καὶ πολλοὶ ἄλλοι.«Μαζὶ μὲ αὐτοὺς συνεβάδιζε κρατῶν μακρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον καὶ φέρων τὸ ἐρυθρὸν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσὰν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξὺ τῶν ἐνόπλων», ὅπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ὁ Διονύσιος Κόκκινος.Καὶ ὁ Σπῦρος Μελᾶς —στὸ βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἔργα ποὺ ἀφιέρωσε στοὺς ἥρωες τοῦ 21— γράφει, ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη «ἦταν χτυπητή, μὲ τὸ κράνος, τὴ φλογάτη στολὴ τοῦ ταγματάρχη, στὸ σύνταγμα τοῦ δοῦκα τῆς Ὑόρκης, τὴν ὄμορφη σέλα του, καλὰ σφιγμένη στὸ καμαρωτὸ ἄλογο ποὺ τοὔδωσε ὁ Μούρτζινος» (δηλαδή, ὁ Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης) . Καὶ προσθέτει ὁ Σπῦρος Μελᾶς: «Τὰ ψαρὰ μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους, τὸ μάτι ἔλαμπε χαρούμενο κι ἀνυπόμονο, κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ φρύδι' ἀέρας ἀσφάλειας καὶ ἤρεμης ἐπιβολῆς φυσοῦσε ἀπ' ὅλη τὴ μορφὴ».«Ἔτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι ὅλοι —ἢ μᾶλλον μετέφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο.»ΓΡΙΒΑΣ ΑΡΓΥΡΟΣ ΒΟΚΑΤΟΣ
ΝΕΟ ΨΥΧΙΚΟ.
ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2009-02-24




Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Οι Πολέμαρχοι του Ελληνικού Έθνους σπεύδουν ταχέως στο πολιορκούμενο Μεσσολόγγι.

0 Στρατηγός Κ.Δεληγιάννης πολιορκεί το Ναύπλιο.

Διαπραγματεύσεις για την παράδοσή του.


Έγώ διαμένων, ώς είρηται, είς τήν πολιορκίαν το Ναυπλίου, έπανέλαβον πάλιν οί Τούρκοι περί τά μέσα 8βρίου τήν περί συνθήκης διαπραγμάτευση. Έξήλθον λοιπόν μίαν ήμέραν ό Τσιζδάρμπεης, ό Άγιαδουλάμπεης και ό Μπιμπασιόγλους κατά τάς 17 ιδίου εις την Νάριαν και έφερον μία έγγραφον συνθήκην, δι' ής έζήτουν ν' απέλθουν μ' δσην δύνανται να φέρουν από την κινητήν περιουσίαν των και μέ πλοία φράγκικα ή Ιονικά νά συνοδευθούν έως την Σμύρνην. Νά αναχωρήσουν δλοι μέ τά δπλα των και άλλα τοιαύτα και τά μεν φρούρια νά τά παραδώσουν εις τήν Κυβέρνησιν, εγώ δε νά τους δώσω έγγραφον υπόσχεσιν διά τήν άσφάλειάν των. Τους απήντησα, δτι έγώ εις τοιαύτα δεν δύναμαι νά ανακατευθώ, καθότι αυτοί έκαμαν πρότερον συνθήκην μέ τήν Κυβέρνησιν και άντήλλαξαν ομήρους και ότι είναι αδύνατον νά άκυρωθή ή πρώτη συνθήκη. Όμιλήσαντες λοιπόν αρκετά μ' αυτούς, έβεβαιώθημεν δτι ήτον εις τόσην πείναν, ώστε κατήντησαν νά τρώγουν δέρματα, φραγκοσυκιές, και δσοι άπέθνησκον έκοπτον τά κρέατα των και τά έψηνον και τά έτρωγον. Έγραψα αμέσως εις τήν Κυβέρνησιν δλα τ' ανωτέρω μέ τήν παρατήρησιν δτι νά λάβη πρόνοιαν νά φροντίση δσον τό συντομώτερον νά παραδοθή αυτός ό προμαχών της Πελοποννήσου εις χείρας της διά πολλούς λόγους.


Περί επιστολής Θ. Κολοκοτρώνη


Μετά τινας δέ έγραψεν ό Κολοκοτρώνης εις τους Ναυπλιείς Τούρκους από τό στρατόπεδον νά παραδοθώσιν εις αυτόν, καθότι θά κάμη τήν έφοδον νά τους άπεράση έν στόματι μαχαίρας κτλ. αυτό είναι ψεύδος άναίσχυντον, καθώς είναι και τά λοιπά δσα ή ψευδοχαλιμά του απονενοημένου Σπηλιάδη αναφέρει, επειδή και εις τήν τρίμηνον έκεί διαμονήν μου δεν ήδύνατο ό Κολοκοτρώνης όχι νά γράψη εις τους Ναυπλιείς, άλλ' ουδέ νά άναφέρη τι περί Ναυπλίου. Άλλ' ουδέ ό Στάϊκος έδέχετο κατά τήν άναχώρησίν μου τοιαύτην προσβολήν, ώς ανέκαθεν αρχηγός αυτής της πολιορκίας και ατρόμητου χαρακτήρος άνθρωπος.

Συμφιλίωση Ζαΐμη και Χαραλαμπάκη


Κατ' έκείνην τήν έποχήν ήκολούθησε μικρά τις δυσαρέσκεια και σύγχυσις μεταξύ του Ανδρέα Ζαΐμη και του Σωτηράκη Χαραλαμπάκη ένεκα επαρχιακών συμβεβηκότων και διαφόρων αντικειμένων και από δολίους εισηγήσεις τών περικυκλούντων και τούς δύο κολάκων, έπαπειλείτο μία διαίρεσις καί ρήξις μεταξύ των, ήτις ήθελεν επιφέρει τήν καταστροφήν τής πατρίδος, καθότι δλοι οί Πελοποννήσιοι ήθελον λάβει μέρος, άλλοι μέ τον ένα καί άλλοι μέ τον άλλον. Τούτο μαθούσα ή Κυβέρνησις ώμίλησε μέ τον γέροντα Μαυρομιχάλην διαμένοντα τότε εις τούς Μύλους. Τον προέτρεψε, τον παρεκάλεσε, τον υποχρέωσε καί αύτη και δλοι οί έκεί ευρεθέντες πρόκριτοι νά άπέλθη εις τα Καλάβρυτα να μεσολάβηση, νά προσπαθήση μ' δσους τρόπους δυνηθή νά φέρη ενα συμβιβασμόν έντιμον καί τήν προτέραν αυτών ενωσιν κτλ. Έχων καί αυτός τάς αύτάς διαθέσεις καί τήν αυτήν έπιθυμίαν τής ενώσεως, άνεχώρησεν αμέσως μέ είκοσι Μανιάτας τούς οποίους είχεν καί έφθασεν εις τά Καλάβρυτα καί όμιλήσας εις αμφότερους καί μεσολαβήσας άδελφικώς, ειλικρινώς καί άμερολήπτως, συναισθανθέντες δέ καί αυτοί τό μέγεθος του κινδύνου από μίαν τοιαύτην ρήξιν καί άπό τάς συνεπείας αυτής αίτινες έπρομήνυον τήν καταστροφήν τής πατρίδος, εις τοιαύτας μάλιστα περιστάσεις, απεφάσισαν καί έρριψαν εις τήν αίώνιον λήθην τά προγεγονότα, καί άνταμωθέντες μέσον του Μαυρομιχάλη ένηγκαλίσθησαν, έφιλήθησαν καί ώρκίσθησαν αμφότεροι παρρησία αίώνιον ένωσιν νά άποθάνουν υπέρ τής ελευθερίας τής πατρίδος, καί ουτω κατά τήν έπιθυμίαν δλων τών εύφρονούντων έτελείωσε καί αυτή ή λυπηρά σκηνή.


Θ. Γρίβας κομιστής γραμμάτων - Ζαΐμης - Λόντος

Στρατάρχης Κιοταχής και πασάδες: Ομέρ Βριώνης, Ισμαήλ

Πλιάσιας, Χασάν και Βόσνα Πολιορκούν το Μεσολόγγι.



Ένώ λοιπόν διεπραγματευόμεθα, ώς άνω είρηται, μέ τούς Ναυπλιείς Τούρκους, έφθασαν άλλεπαλλήλως απεσταλμένοι ίππείς προς έμέ άπό τον Ζαΐμην καί τον γέροντα Μαυρομιχάλην καί μέ γράφουν τήν λυπηράν άγγελίαν δτι εστάλη προς τον Ζαΐμην καί Λόντον ό Θεόδωρος Γρίβας μέ γράμματα του Μαυροκορδάτου, του Πορφυρίου 'Αρτης, του Μάρκου Βότσιαρη καί των λοιπών αρχηγών καί προκρίτων του Μισολογγίου καί τους γράφουν ότι ό στρατάρχης του Σουλτάνου Κιοταχής, ό Όμέρ πασιάς Βριώνης, ό Ισμαήλ πασιάς Πλιάσιας, ό Χασάν πασιάς καί ό Βόσνα πασιάς μέ έπέκεινα τών είκοσι χιλιάδων τούρκικου εκλεκτού στρατού, μέ δώδεκα κανόνια καί τρία χοβάκια (μπόμπες), μέ αξιωματικούς Αυστριακούς καί Γάλλους, μέ μηχανικούς καλούς καί άρκετόν Ιππικόν έφθασαν εκεί καί έπολιόρκησαν τό Μισολόγγι στενώς καί, καθώς ό Γρίβας θέλει τους έξηγηθή προφορικώς εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται οί πολιορκούμενοι καί πόσοι ευρίσκονται μέσα νά προσκαρτερέσουν τήν πολιορκίαν καί ποία μέσα μετεχειρίσθησαν δια νά δώσουν μάκρος διά τινας ημέρας νά αποφύγουν τον έφοδον, άλλα νά τό παραδώσουν μέ συνθήκας! 'Έγραφον δέ προς τον Ζαΐμην καί Λόντον μέ τόσην άπελπισίαν καί τούς έλεγον δτι νά ειδοποιήσητε αμέσως καί τον Κανέλλον Δεληγιάννην δι' αυτήν τήν κατάστασιν μας καί άν δέν προφθάσετε εντός δέκα ήμερών τό πολύ μέ τρεις χιλιάδες Πελοποννησιακά στρατεύματα νά σώσωμεν αυτό τό προπύργιον της Πελοποννήσου, νά δψεσθε καί νά δώσετε λόγον εις τον Θεό δι' όσα αίματα χυθούν καί διά τήν αίχμαλωσίαν τών αθώων γυναικόπαιδων, ήτις θά άκολουθήση, καθότι άμα παραδοθή τό Μισολόγγι, όχι μόνον αυτά τά εχθρικά στρατεύματα τά οποία μάς πολιορκούν θά έλθουν αμέσως εις τήν Πελοπόννησον άλλ' όλη ή Αλβανία θά συρρεύση νά τήν κατάπνιξη καθώς εις τούς 1769. Καί μέ τούς Τούρκους μαζί θά έλθουν καί όλοι οί Τουρκοκαπεταναίοι, οίτινες τούς συνοδεύουν ήδη, νά καταστρέψουν καί τήν Πελοπόννησον.
Αυτά καί άλλα πολλά έγραφον.Τά γράμματα αυτά καί τά κοινά καί τά ιδιαίτερα, μέ τά έστειλεν ό Ζαΐμης καί ιδιοχείρως μέ έγραφεν ότι:

Επιστολή Ζαΐμη προς Κανέλλο Δεληγιάννη


«Αδελφέ! Άπό τά γράμματα των πολιορκουμένων βλέπεις εις ποίαν άπε λπισίαν έφθάσαμεν και ήμείς και όλη ή πατρίς, και βεβαίως, άν χάσωμεν αυτό τό Μισολόγγι, συγκαταστρέφεται μ' αυτό και ή πατρίς! αν σώσωμεν τό Μισολόγγι, τότε σώζεται και ή πατρίς! Γνωρίζω, αδελφέ, και τά αισθήματα σου και την φιλοτιμίαν σου και δτι επιθυμείς νά παραδοθή διά σού τό Ναύπλιον εις τήν Κυβέρνησιν και όχι νά πέση εις χείρας των κακούργων. Και έχεις δίκαιον, καθότι και έκοπίασες και έθυσίασες και υπέφερες πολλά δι' αυτό. Άλλ' άν πάρης τό Ναύπλιον, τί μάς ωφελεί; τούτο μόνον θά κερδίσωμεν ώστε νά συγκαταστραφώμεν μετά δύο ή τρείς μήνας με αυτό. Άλλ' άν σώσωμεν τό Μισολόγγι, τότε σώζεται ή πατρίς και τό Ναύπλιον είναι πάντοτε έδικόν μας. Νά μην καταδεχθής όμως νά γενής όμοιος μέ τους φερεοίκους, οίτινες μήτε είχον μήτε έχουν νά χάσουν τίποτε, και άν χαθή ή πατρίς αυτοί τήν τέχνην τήν ήξεύρουν και απέρχονται όθεν ήλθον! Σέ λέγω δέ και σέ ορκίζω εις τήν κινδυνεύουσαν πατρίδα, χωρίς νά συλλογισθής κανένα έφ' όσα αδικήματα υπέφερες, νά πάρης όλους τούς στρατιώτας σας μέ τούς αδελφούς σου και νά τρέξετε νυχθημερόν, νά προφθάσωμεν εις τό Μισολόγγι εως εις τάς 10 ή τό πολύ 12 του μηνός, όπου ώς τότε έμπορούν νά παίξουν τό πράγμα νά βαστάξουν νά μήν παραδοθή, και μίαν ήμέραν θά εύρωμεν δικαιοσύνην, άν ζήσωμεν και άν σωθή ή πατρίς. Σήμερον ειδοποιήθημεν ότι έφθασαν και τέσσαρα Σπετσιώτικα πολεμικά πλοία εις του Πάπα και διέλυσαν τήν διά θαλάσσης πολιορκίαν των Τούρκων και παραπλέουν εις τό Καραβοστάσι του Πάπα νά μάς μεταβιβάσουν εις τό Βασιλάδι και σας περιμένω».
Αυτά και άλλα τοιαύτα μέ έγραφε μέ πολύ ένθουσιασμόν και πατριωτισμόν.


Ο Στρατηγγός Κανέλλος Δεληγιάννης εκστρατεύει

απότο Ναύπλιο στο Μεσολόγγι.

Προσεκάλεσα αμέσως τον Στάϊκον και τους λοιπούς αρχη­γούς και καπεταναίους μου και τούς διεκοίνωσα δλα τ' ανω­τέρω. Τούς άνέγνωσα τα γράμματα του Μισολογγίου και τινά αποσπάσμα τα άπό τά το Ζαΐμη. Και επί τέλους τούς είπον δτι, ιδού! ακούσατε και τά γράμματα, βλέπετε και τούς απεσταλμένους, αίσθάνεσθε βεβαίως τό μέγεθος του κινδύνου, άλλ' επιθυμώ νά έκφρασθή τε και την γνώμην σας καί τήν συγκατάθεσίν σας τί πρέπει νά ακολουθήσω! Ολοι έσκυψαν τάς κεφαλάς καί έσυλλογίζοντο. Άπέρασαν ως δέκα λεπτά τής ώρας καί εν βαθεία σιωπή καί πάλιν τούς ειπον: Τί έσκέφθητε; ας έκφρασθή έκαστος ελευθέρως τήν γνώμην του! Τότε έν μια φωνή με λέγουν άπαντες, δτι δλοι γνωρίζομεν δτι ή έδώ διαμονή σου διά τήν παράδοσιν του Ναυπλίου ήτον καί είναι αναγκαία καί διά τό Έθνος καί δι' ημάς αυτούς, καθότι δεν ήδύνατο νά υπερισχύση ή αυθαιρεσία του Κολοκοτρώνη καί τής συμμορίας του, διά νά άδικηθή καί ή Κυβέρνησις καί ήμείς. Άλλ' επειδή αίσθανόμεθα άπαντες τον άναπόφευκτον αυτόν κίνδυνον καί τήν ανάγκην τής πατρίδος δχι νά σε παρακινήσωμεν νά ύπάγης, άλλά νά σε παρακαλέσωμεν θερμώς νά κάμης καί αυτήν τήν μεγάλην καί κινδυνώδη θυσίαν, νά ύπάγης. Καί αν (καθώς είναι έπόμενον) άδικηθώμεν ήμείς καί τό Δημόσιον ήμείς εύχαριστούμεθα!
Αυτούς καί άλλους προτρεπτικούς λόγους εξέφρασαν γέμοντας πατριωτισμόν. Τότε έστρεψα τον λόγον προς τούς κα­πεταναίους καί μπουλουκτζήδες μου καί τούς λέγω: Ήκούσατε δσα ώμιλήσαμεν; Μ' απήντησαν: Ναί! Λοιπόν ύμεές τί φρονείτε περί τούτου; Έν μια φωνή άπαντες μ' απήντησαν: ήτον περιττόν νά μας ερώτησης, στρατηγέ! 'Αφού αποφασίζεις σύ, οί αδελφοί σου καί ό Ζαΐμης, νά πέσετε αυθόρμητοι εις τοιούτον κίνδυνον, νά θυσιασθήτε, είναι τάχα πολυτιμωτέρα ή δική μας ζωή; Γνωρίζεις, δτι ήμείς είμεθα ορκισμένοι καί αποφασισμένοι από την πρώτην ήμέραν της Επαναστάσεως να συναποθάνωμεν μαζί σου δλοι εις τον πόλεμον μέχρι ενός, και τότε ν' αποθάνετε σεις οί τελευταίοι, και εις καμμίαν περίστασιν ποτέ δεν σέ είπομεν όχι. Διατί ηθέλησες να μάς δοκιμάσης τώρα;
Αυτά και άλλα τοιαύτα εξεφράσθησαν. Τελευταίον τούς ηύχαρίστησα, έπήνεσα τά γενναία αισθήματα τους και την προς ήμας άγάπην και έμπιστοσύνην τους και τους είπον νά είναι έτοιμοι, ώστε μετά την δύσιν του ηλίου νά άναχωρήσωμεν δια νά μην εννοήσουν οί Τούρκοι την άναχώρησίν μας. Απήντησα δέ αμέσως είς τον Ζαΐμην ότι ξεκινώ έκείνην την έσπέραν και άνεχώρησαν παρ' ευθύς οί απεσταλμένοι του, και εις εν ήμερονύκτιον έφθασαν είς τά Καλάβρυτα και τον έπληροφόρησαν. Άλλ' αυτός έχων τοσαύτην πεποίθησιν είς έμέ, ότι ήτον αδύνατον νά μην υπάγω άν και με πενήντα μόνους στρατιώτας έμενον, άν δεν μέ ακολουθούσαν όλοι, και προτού λάβη την άπάντησίν μου έγραψε προς την Κυβέρνησιν ότι έξεκίνησα, και ούτως άνεχώρησε διά τον Ριόλον μέ τον γέροντα Μαυρομιχάλην.
Έδωσα δέ είς τούς καπεταναίους μου, τούς έχοντας άνάγκας, είς άλλον εκατόν γρόσια και είς άλλον 150, επίσης και εις τούς περισσοτέρους στρατιώτας είς άλλους 50 και είς άλλους περισσότερα ή και όλιγώτερα διά νά στείλουν είς τάς οικογενείας των, τά όποία υπερέβησαν τάς τριάντα χιλιάδας γρόσια, και ούτω την 3 Νοεμβρίου τό εσπέρας άνεχωρήσαμεν άπό τήν Νάριαν του Ναυπλίου και τρέχοντες νυχθημερόν έφθάσαμεν είς τά Καλάβρυτα, και εύρόντες έγγραφον παραγγελίαν του Ζαΐμη ότι μας περιμένει είς τά Μαύρα Βουνά, άνεχωρήσαμεν αμέσως και έφθάσαμεν είς τον Ριόλον τήν 8 ιδίου, όπου εύρομεν τον Ζαΐμην και τον Μαυρομιχάλην και μας περιέμενον.
Άπό τό Ναύπλιον έγραψα ευθύς δι' επίτηδες ιππέων προς τούς φίλους μου Πέτρον Μήτσου και Γιάννην Διάκον εις τον Πύργον και τού Τσεκούρα και Άνδρέα Άλουποχωρίτη Γαστουναίων νά συνάξουν δσους στρατιώτας δυνηθούν καί νά προφθάσουν νά τούς εύρω εις τά Μαύρα Βουνά νά μέ συνακολουθήσουν εις τό Μισολόγγι, καί αμέσως έξεκίνησαν καί έπρόφθασαν την αυτήν ήμέραν καθ' ήν έφθασα καί εγώ εκεί, οί μεν μέ στρατιώτας 146, οί δέ μέ 237.
ΠΗΓΕΣ
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ