Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΟΥ 1821
Από τους Πανηγυρικούς Λόγους Ακαδημαϊκών για «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ», και συγκεκριμένα από την ενότητα,«Στοχασμοί γύρω από το ’21», (23 Μαρ τίου 1821), του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, εκτίθενται αποσπάσματα γεγονότων της Εθνεγερσίας. Η αδιαμφισβήτητη τεκμηρίωση των ιστο- ρουμένων, εκπορεύεται από πληροφορίες που αντλήθηκαν από έργα συναφή προς το μέγα αυτό γεγονός. Έτσι ο αναγνώστης, μπορεί να παρακολουθήσει ευχερέστερα τον ξεσηκωμό του Μοριά και να αξιολο γήσει τους πρωταγωνιστές και τις πράξεις τους.«Τὸ παιχνίδι ἦταν μέγα. Ἄρχισε σὰν εἰδυλλιακὸ πανηγύρι, ἔγινε ἡρωϊκὸ ἔπος, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα φάνηκε, ὅτι εἶχε μέσα του καὶ τὰ σπέρματα τῆς τραγωδίας. Ἂς ποῦμε δυὸ λόγια γιὰ τὸ πανηγύρι. «Ἦταν πανηγύρι ἀληθινὸ ἡ ἐκστρατεία» του Πετρόμπεη στὴν Καλαμάτα, γράφει ὁ Σπῦρος Μελᾶς. Πολὺ σωστά. Ἀλλὰ ὄχι μόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ή όταν προχωρούσε στὴν Ἀρκαδία ὁ Παπαφλέσσας μὲ περικεφαλαία καὶ μ' ἕνα «θεώρατο» καλόγερο, «παπᾶ Τούρταν ὀνομαζόμενον» ὡς προπομπὸ ποὺ κρατούσε ψηλὰ ἕνα μεγάλο σταυρὸ στὸ χέρι, ὄχι μόνο στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἔμοιαζε τὸ ξεσήκωμα του Γένους μὲ πανηγύρι. Δὲν ἔπαψε ποτὲ νἄχῃ λίγο ή πολὺ τὸ χρώμα τούτο.ὁὉ Μακεδὼν ἀγωνιστὴς ποὺ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν ἡ Σιάτιστα,ο Νικόλαος Κασομούλης, διηγείται στὸ διαφωτιστικὸ ἔργο του «Ἐνθυμήματα στρατιωτικά» τὴν ἐντύπωση ποὺ του ἔκαμε τὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι, ὅταν, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1825, κατάφερε καὶ είχε τὴν τιμὴ νὰ μπῇ: «Πατήσας τὸ ἔδαφος μὲ ἐφάνη, ότι ἐμβῆκα εἰς μίαν πανήγυριν. Ἐνῷ ἀκαταπαύστως ἐξακολουθοῦσεν ὁ πόλεμος εἰς τοὺς προμαχώνας, πλῆθος στρατιωτῶν καὶ πολιτῶν, μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκοντο εἰς πανήγυριν, ἔτρεξαν νὰ μας ἰδούν...»«Αὐτὸ είναι τὸ αἰώνιο ρωμαίϊκο», στὴν καλὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, έφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη του Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημείο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο.Τὶς ἴδιες μέρες —στὶς 23 Μαρτίου— στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Ἐλληνικοῦ, στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ὁ ἔξοχος Σερραῖος Ἐμμανουὴλ Παπᾶς ὅπλα καὶ πολεμοφόδια στὸ πλοῖο τοῦ Χατζῆ Βισβίζη καὶ τὰ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν περιλάλητη μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Ἐσφιγμένου. Σοφὰ φρόντισε ἡ παράδοση —ἡ λαϊκὴ καὶ ἡ λογὶα— νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ ξεκινήματα σ' ἕνα συμβολικὸ μέγα ξεκίνημα καὶ νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὴν ἁγία ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.Ἂν στηριχθοῦμε στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐνδόξου Δημητσανίτη, τὰ πράγματα καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τὰ τοιαύτα, ἔμβασαν εὐθὺς τὰς φαμίλιας των εἰς τὸ Κάστρον• εἴτα τῇ 21ῃ Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς πόλεως καὶ περιεκύκλωσαν πρῶτον τὸ ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ Ἕλληνος) , «ὅπου ὑπώπτευον, ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἅρματα• ἀλλά, μὲ τὸ νὰ εὗρον κεκλεισμένας τὰς θύρας, ἄρχισαν τὸν πόλεμον ἔξωθεν, καὶ τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τὸ παράθυρον ἕνα ἄνθρωπον• ὕστερα ἔβαλον πυρκαϊὰν εἰς τὰ πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δὲ τὴν Μητρόπολιν δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι• ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπὸ τὸ Κάστρον μὲ τὰ κανόνια τόσον τὴν Μητρόπολιν, ὅσον καὶ ἄλλα ὀσπίτια• ἡ δὲ πυρκαϊὰ ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανὰ ὀσπίτια• ὅτε τινὲς τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τοὺς δρόμους, οἱ δὲ Τοῦρκοι εὐθὺς ἐκλείσθησαν εἰς τὸ Κάστρον».Καὶ τότε, δυὸ - τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, «ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας», μὲ πεντακόσους ὁπλισμένους ἄνδρες, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης —τοὺς εἶχε ἀπαλλάξει ἤδη ἀπὸ κάθε δισταγμὸ μέσα τους ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, στὴ σύσκεψη τῆς Ἁγίας Λαύρας ποὺ ἔγινε στὶς 10 Μαρτίου— «καὶ εὐθὺς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τουρκῶν εἰς τὸ φρούριον. Κατὰ δὲ τὰς πρώτας προσβολὰς ἐφονεύθησαν τινὲς τῶν ἐχθρῶν, ὅτε ἠρίστευσεν ὅ τε Παναγιώτης Καραντζᾶς» (ἕνας ἁπλὸς Πατρινὸς βιοτέχνης ποὺ ἀναδείχθηκε στρατιωτικὸς ἡγέτης) «καὶ ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη...». Καὶ οἱ Κεφαλλωνῖτες καὶ Ζακυνθινοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα ἀγωνίσθησαν ἄριστα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φαρμακοποιὸ Νικόλαο Γερακάρη.Στὶς 20 ὡς τὶς 22 Μαρτίου εἶχαν, ἐπίσης, ξεσηκωθῆ κ' ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ὁρισμένα τμήματα τῆς Γορτυνίας οἱ Πλαπουταῖοι καὶ οἱ Δεληγιανναῖοι (οἱ Παπαγιαννόπουλοι ἢ Παπαγιανναῖοι, ὅπως ὀνομάζονταν τότε) .Καὶ τὶς ἴδιες μέρες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν γράφει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἀρχηγοὺς τῆς τῶν Πατρῶν πολιορκίας... νὰ μὴν ἀναβάλουν τὸν καιρόν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Κολοκοτρώνης —ὁ Γενναῖος, ὅπως τὸν μετονόμασε ὁ λαός, καπετάνιος σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, ἔπιασε κοντὰ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του ἕναν «διακεκριμένον διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν κακίαν του» ἀράπη — γράφει, ὅτι oἱ πρόκριτοι τῆς Μάνης πῆραν, στὶς 17 Μαρτίου, τὴν ἀπόφαση νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα. Πάντως, στὶς 23 Μαρτίου μπῆκαν στὴν Καλαμάτα οἱ πρῶτοι Μανιάτες καὶ ἀκολουθοῦσε, μὲ δυὸ χιλιάδες ἄνδρες, ὁ Πετρόμπεης, ὄχι πιὰ ὡς ἡγεμών τῆς Μάνης, ἀλλὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων»• καὶ εἶχαν ἑνωθῆ μὲ τοὺς Μανιάτες καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας καὶ πολλοὶ ἄλλοι.«Μαζὶ μὲ αὐτοὺς συνεβάδιζε κρατῶν μακρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον καὶ φέρων τὸ ἐρυθρὸν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσὰν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξὺ τῶν ἐνόπλων», ὅπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ὁ Διονύσιος Κόκκινος.Καὶ ὁ Σπῦρος Μελᾶς —στὸ βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἔργα ποὺ ἀφιέρωσε στοὺς ἥρωες τοῦ 21— γράφει, ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη «ἦταν χτυπητή, μὲ τὸ κράνος, τὴ φλογάτη στολὴ τοῦ ταγματάρχη, στὸ σύνταγμα τοῦ δοῦκα τῆς Ὑόρκης, τὴν ὄμορφη σέλα του, καλὰ σφιγμένη στὸ καμαρωτὸ ἄλογο ποὺ τοὔδωσε ὁ Μούρτζινος» (δηλαδή, ὁ Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης) . Καὶ προσθέτει ὁ Σπῦρος Μελᾶς: «Τὰ ψαρὰ μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους, τὸ μάτι ἔλαμπε χαρούμενο κι ἀνυπόμονο, κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ φρύδι' ἀέρας ἀσφάλειας καὶ ἤρεμης ἐπιβολῆς φυσοῦσε ἀπ' ὅλη τὴ μορφὴ».«Ἔτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι ὅλοι —ἢ μᾶλλον μετέφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο.»ΓΡΙΒΑΣ ΑΡΓΥΡΟΣ ΒΟΚΑΤΟΣ
ΝΕΟ ΨΥΧΙΚΟ.
ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2009-02-24
Από τους Πανηγυρικούς Λόγους Ακαδημαϊκών για «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ», και συγκεκριμένα από την ενότητα,«Στοχασμοί γύρω από το ’21», (23 Μαρ τίου 1821), του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, εκτίθενται αποσπάσματα γεγονότων της Εθνεγερσίας. Η αδιαμφισβήτητη τεκμηρίωση των ιστο- ρουμένων, εκπορεύεται από πληροφορίες που αντλήθηκαν από έργα συναφή προς το μέγα αυτό γεγονός. Έτσι ο αναγνώστης, μπορεί να παρακολουθήσει ευχερέστερα τον ξεσηκωμό του Μοριά και να αξιολο γήσει τους πρωταγωνιστές και τις πράξεις τους.«Τὸ παιχνίδι ἦταν μέγα. Ἄρχισε σὰν εἰδυλλιακὸ πανηγύρι, ἔγινε ἡρωϊκὸ ἔπος, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα φάνηκε, ὅτι εἶχε μέσα του καὶ τὰ σπέρματα τῆς τραγωδίας. Ἂς ποῦμε δυὸ λόγια γιὰ τὸ πανηγύρι. «Ἦταν πανηγύρι ἀληθινὸ ἡ ἐκστρατεία» του Πετρόμπεη στὴν Καλαμάτα, γράφει ὁ Σπῦρος Μελᾶς. Πολὺ σωστά. Ἀλλὰ ὄχι μόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ή όταν προχωρούσε στὴν Ἀρκαδία ὁ Παπαφλέσσας μὲ περικεφαλαία καὶ μ' ἕνα «θεώρατο» καλόγερο, «παπᾶ Τούρταν ὀνομαζόμενον» ὡς προπομπὸ ποὺ κρατούσε ψηλὰ ἕνα μεγάλο σταυρὸ στὸ χέρι, ὄχι μόνο στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἔμοιαζε τὸ ξεσήκωμα του Γένους μὲ πανηγύρι. Δὲν ἔπαψε ποτὲ νἄχῃ λίγο ή πολὺ τὸ χρώμα τούτο.ὁὉ Μακεδὼν ἀγωνιστὴς ποὺ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν ἡ Σιάτιστα,ο Νικόλαος Κασομούλης, διηγείται στὸ διαφωτιστικὸ ἔργο του «Ἐνθυμήματα στρατιωτικά» τὴν ἐντύπωση ποὺ του ἔκαμε τὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι, ὅταν, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1825, κατάφερε καὶ είχε τὴν τιμὴ νὰ μπῇ: «Πατήσας τὸ ἔδαφος μὲ ἐφάνη, ότι ἐμβῆκα εἰς μίαν πανήγυριν. Ἐνῷ ἀκαταπαύστως ἐξακολουθοῦσεν ὁ πόλεμος εἰς τοὺς προμαχώνας, πλῆθος στρατιωτῶν καὶ πολιτῶν, μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκοντο εἰς πανήγυριν, ἔτρεξαν νὰ μας ἰδούν...»«Αὐτὸ είναι τὸ αἰώνιο ρωμαίϊκο», στὴν καλὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, έφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη του Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημείο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο.Τὶς ἴδιες μέρες —στὶς 23 Μαρτίου— στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Ἐλληνικοῦ, στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ὁ ἔξοχος Σερραῖος Ἐμμανουὴλ Παπᾶς ὅπλα καὶ πολεμοφόδια στὸ πλοῖο τοῦ Χατζῆ Βισβίζη καὶ τὰ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν περιλάλητη μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Ἐσφιγμένου. Σοφὰ φρόντισε ἡ παράδοση —ἡ λαϊκὴ καὶ ἡ λογὶα— νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ ξεκινήματα σ' ἕνα συμβολικὸ μέγα ξεκίνημα καὶ νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὴν ἁγία ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.Ἂν στηριχθοῦμε στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐνδόξου Δημητσανίτη, τὰ πράγματα καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τὰ τοιαύτα, ἔμβασαν εὐθὺς τὰς φαμίλιας των εἰς τὸ Κάστρον• εἴτα τῇ 21ῃ Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς πόλεως καὶ περιεκύκλωσαν πρῶτον τὸ ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ Ἕλληνος) , «ὅπου ὑπώπτευον, ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἅρματα• ἀλλά, μὲ τὸ νὰ εὗρον κεκλεισμένας τὰς θύρας, ἄρχισαν τὸν πόλεμον ἔξωθεν, καὶ τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τὸ παράθυρον ἕνα ἄνθρωπον• ὕστερα ἔβαλον πυρκαϊὰν εἰς τὰ πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δὲ τὴν Μητρόπολιν δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι• ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπὸ τὸ Κάστρον μὲ τὰ κανόνια τόσον τὴν Μητρόπολιν, ὅσον καὶ ἄλλα ὀσπίτια• ἡ δὲ πυρκαϊὰ ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανὰ ὀσπίτια• ὅτε τινὲς τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τοὺς δρόμους, οἱ δὲ Τοῦρκοι εὐθὺς ἐκλείσθησαν εἰς τὸ Κάστρον».Καὶ τότε, δυὸ - τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, «ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας», μὲ πεντακόσους ὁπλισμένους ἄνδρες, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης —τοὺς εἶχε ἀπαλλάξει ἤδη ἀπὸ κάθε δισταγμὸ μέσα τους ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, στὴ σύσκεψη τῆς Ἁγίας Λαύρας ποὺ ἔγινε στὶς 10 Μαρτίου— «καὶ εὐθὺς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τουρκῶν εἰς τὸ φρούριον. Κατὰ δὲ τὰς πρώτας προσβολὰς ἐφονεύθησαν τινὲς τῶν ἐχθρῶν, ὅτε ἠρίστευσεν ὅ τε Παναγιώτης Καραντζᾶς» (ἕνας ἁπλὸς Πατρινὸς βιοτέχνης ποὺ ἀναδείχθηκε στρατιωτικὸς ἡγέτης) «καὶ ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη...». Καὶ οἱ Κεφαλλωνῖτες καὶ Ζακυνθινοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα ἀγωνίσθησαν ἄριστα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φαρμακοποιὸ Νικόλαο Γερακάρη.Στὶς 20 ὡς τὶς 22 Μαρτίου εἶχαν, ἐπίσης, ξεσηκωθῆ κ' ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ὁρισμένα τμήματα τῆς Γορτυνίας οἱ Πλαπουταῖοι καὶ οἱ Δεληγιανναῖοι (οἱ Παπαγιαννόπουλοι ἢ Παπαγιανναῖοι, ὅπως ὀνομάζονταν τότε) .Καὶ τὶς ἴδιες μέρες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν γράφει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἀρχηγοὺς τῆς τῶν Πατρῶν πολιορκίας... νὰ μὴν ἀναβάλουν τὸν καιρόν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Κολοκοτρώνης —ὁ Γενναῖος, ὅπως τὸν μετονόμασε ὁ λαός, καπετάνιος σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, ἔπιασε κοντὰ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του ἕναν «διακεκριμένον διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν κακίαν του» ἀράπη — γράφει, ὅτι oἱ πρόκριτοι τῆς Μάνης πῆραν, στὶς 17 Μαρτίου, τὴν ἀπόφαση νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα. Πάντως, στὶς 23 Μαρτίου μπῆκαν στὴν Καλαμάτα οἱ πρῶτοι Μανιάτες καὶ ἀκολουθοῦσε, μὲ δυὸ χιλιάδες ἄνδρες, ὁ Πετρόμπεης, ὄχι πιὰ ὡς ἡγεμών τῆς Μάνης, ἀλλὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων»• καὶ εἶχαν ἑνωθῆ μὲ τοὺς Μανιάτες καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας καὶ πολλοὶ ἄλλοι.«Μαζὶ μὲ αὐτοὺς συνεβάδιζε κρατῶν μακρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον καὶ φέρων τὸ ἐρυθρὸν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσὰν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξὺ τῶν ἐνόπλων», ὅπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ὁ Διονύσιος Κόκκινος.Καὶ ὁ Σπῦρος Μελᾶς —στὸ βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἔργα ποὺ ἀφιέρωσε στοὺς ἥρωες τοῦ 21— γράφει, ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη «ἦταν χτυπητή, μὲ τὸ κράνος, τὴ φλογάτη στολὴ τοῦ ταγματάρχη, στὸ σύνταγμα τοῦ δοῦκα τῆς Ὑόρκης, τὴν ὄμορφη σέλα του, καλὰ σφιγμένη στὸ καμαρωτὸ ἄλογο ποὺ τοὔδωσε ὁ Μούρτζινος» (δηλαδή, ὁ Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης) . Καὶ προσθέτει ὁ Σπῦρος Μελᾶς: «Τὰ ψαρὰ μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους, τὸ μάτι ἔλαμπε χαρούμενο κι ἀνυπόμονο, κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ φρύδι' ἀέρας ἀσφάλειας καὶ ἤρεμης ἐπιβολῆς φυσοῦσε ἀπ' ὅλη τὴ μορφὴ».«Ἔτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι ὅλοι —ἢ μᾶλλον μετέφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο.»ΓΡΙΒΑΣ ΑΡΓΥΡΟΣ ΒΟΚΑΤΟΣ
ΝΕΟ ΨΥΧΙΚΟ.
ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2009-02-24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου