"Τότε ένιωσα. Τους είπα: "Αφήτε με να με τελειώσουνε έδώ, νά μήν ιδώ τούς Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουνε τό πόστο μου". Τότε οί καημένοι οί "Ελληνες μέ λυπήθηκαν πολύ' πολέμησαν γενναίως, διώξαν τούς Τούρκους άπό τή ντάπια μας και τούς έβαλαν όλους στίς καμάρες...» (Β' 204-205).
Μέ τον ερχομό του Καποδίστρια και κυρίως του Όθωνα αρχίζουν οί τραγικές παρεξηγήσεις ανάμεσα στον κόσμο πού έκανε την επανάσταση και τούς ανθρώπους πού ήταν μοιραίο νά κυβερνήσουν την Ελλάδα γιά τά τριάντα πέντε χρόνια πού θ' ακολουθήσουν. Είναι ένα μακρύ δράμα πού παίζεται ανάμεσα σέ αφηρημένες ιδέες και μιά ζωή πού ξέσπασε γιά νά ελευθερώσει ένα βασανισμένο έθνος, ατίθαση, άν θέλετε, άλλά πού ήταν και δυνατή, και άξια, και ευαίσθητη και πονεμένη, περισσότερο πονεμένη και ευαίσθητη' γιατί είχε ακόμη ανοιχτές τις πληγές πού πήρε στην πρόσφατη τρομαχτική πάλη — θυμωμένη ονομάζει ό λαός την πληγή πού πονεί.
Γιά τούς ανθρώπους πού ανάλαβαν νά διοικήσουν τον τόπο, υπήρχε ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα: νά βάλουν σέ τάξη ένα χάος, όπως έλεγαν νά νοσηλέψουν, νά βοηθήσουν, νά ψυχώσουν ένα λαό πού πέρασε άπό φρικιαστικές δοκιμασίες γιά τή λευτεριά του, όπως θά ήταν πιο σωστό νά πούμε. Τί έκαναν; Κάθησαν και βρήκαν αυθαίρετα τήν ευκολότερη λύση, έσβησαν δηλαδή τό πρόβλημα μέ μιά μονοκοντυλιά. Μεταφράζω: όταν σκοτώθηκε ό Καποδίστριας, ή Ελλάδα δοκίμασε ένα άπό τά χειρότερα χρόνια πού έζησε ποτέ της, τό 1832. Ή αντιβασιλεία έφερε μαζί της ένα δάνειο. Μ' αυτά τά χρήματα μπορούσε νά δώσει ένα κομμάτι ψωμί στους πεινασμένους. Ό τόπος ήταν μοιρασμένος σέ μικρά στρατιωτικά τιμάρια, πού δέν είχαν άλλο σκοπό παρά νά θρέψουν όπως - όπως τά πειναλέα απομεινάρια αγωνιστών πού βοούσαν εξω άπό τις πόρτες του Ναυπλίου. Προτίμησε νά τά διαθέσει γιά τή συντήρηση του βαυαρικού στρατού πού θά στήριζε, καθώς φαντάζουνταν, αυτήν και τον 'Οθωνα. Μ' αυτό τό στρατό διάλυσαν ή έδιωξαν έξω άπό τό κράτος τούς παλιούς αγωνιστές, τούς φοβερούς αυτούς άγριανθρώπους. 'Οπως πίστευαν. Και οί άγριάνθρωποι τί συλλογιζόντουσαν; Ή ακόλουθη συνομιλία του Μακρυγιάννη μέ τον 'Αιντεκ μας τό δείχνει:
«Ό φίλος μου ό Άιντέκ έπειράχτη και μόκρινε μέ πολύ φαρμάκι: "Ό,τι σας λένε αυτό θά κάμετε, και γνώμες δέν μπορείτε νά δώσετε, οτι ή Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγενέτα και φέρνει έδώ και σας ύποτάζει". Τότε βρέθηκα σέ θέση δεινή ... Του λέγω: "Δυστυχία μας των καημένων! Κακά και ψυχρά θά πάμε. Έγώ σου μίλησα αλλιώς κι εσύ μου άπαντείς διαφορετικά μέ μπαγενέτα. Σας λέγω ώς φίλος νά πασκίσετε και τό βασιλέα κι εσάς ν' αγαπούμε κι όχι νά σας φοβόμαστε ... Νά 'ρθει ένας νά μου ειπεί οτι θά πάει ομπρός ή πατρίδα, στρέγομαι νά μού βγάλει και τά δυό μου μάτια. "Οτι αν είμαι στραβός και ή πατρίδα μου είναι καλά, μέ θρέφει. "Αν είναι ή πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νά 'χω, στραβός θανά είμαι ...". Μου λέγει: "Τον βασιλέα δέν τον αγαπάς; "'Οχι" του λέγω "δέν ξέρω ψέματα. "Οταν χαθεί ή πατρίδα μου, ούτε αυτός μ' έχει ύπήκογόν του, ούτε έγώ βασιλέα. Και γι' αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη άπό σας, κι όχι φοβέρτες μέ μπαγενέτες"» (Β' 300).
Ωστόσο ό Μακρυγιάννης δέν ήταν άνθρωπος μέ κακή προαίρεση. "Οταν αράζει ό 'Οθωνας στο Ναύπλιο, σημειώνει: «Σήμερα ξαναγεννιέται ή πατρίδα κι ανασταίνεται πού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβησμένη ... ότι ήρθε ό βασιλέας μας πού αποχτήσαμε μέ τή δύναμη τού Θεού». "Αλλωστε, προσωπικά δέν τόν πολέμησε ποτέ. Απεναντίας προσπαθεί νά τόν προφυλάξει άπό τούς κακούς συμβούλους του, άπό την «μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική», όπως τή λέει. Γι' αυτόν, είναι ό Λουδοβίκος της Βαυαρίας πού είναι υπεύθυνος γιά την αντιβασιλεία, είναι οί πρέσβεις' δέν είναι ό 'Οθωνας:
«...Τούς πήραν και τούς έβαλαν όλους χάψη τούς οπλαρχηγούς' και ήθελαν νά τούς κόψουν μέ τό κοπίδι οπού ήφεραν οί φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης νά κόψουν τούς άγριους 'Ελληνες — κι έπρεπε νά κόψει ή Αγγλία τόν Ντώκινς, τόν πρέσβυ της, ή Γαλλία τό δικό της, και ή Ρουσία τό ίδιο' κι ό βασιλέας της Μπαυαρίας τούς άντιβασιλείς του και ύστερα νά κόψει κι ό ίδιος τό κεφάλι του. 'Οτι ή Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδας μας και του αθώου βασιλέα μας» (Β' 311).
'Αλλά «δέν είναι κοπέλι», δέν υποφέρει νά βλέπει «τό άδικο νά πνίγει τό δίκιο», δέν υποφέρει νά βλέπει τήν κατάντια των αγωνιστών. Ακούστε' ή περικοπή αναφέρεται στην κυβέρνηση τού Καποδίστρια, άλλά τό αίσθημα το Μακρυγιάννη είναι και τώρα τό ίδιο:
«Πατρίς, νά μακαρίζεις γενικώς Ολους τούς Έλληνες, οτι θυσιάστηκαν γιά σένα, νά σ' άναστήσουνε, νά ξαναειπωθείς άλλη μιά φορά ελεύθερη πατρίδα, πού ήσουνε χαμένη και σβησμένη άπό τόν κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς νά τούς μακαρίζεις. 'Ομως νά θυμάσαι και νά λαμπρύνεις εκείνους πού πρωτοθυσιάστηκαν στήν Αλαμάνα, πολεμώντας μέ τόση δύναμη Τούρκων κι εκείνους πού αποφασίστηκαν καί κλείστηκαν σέ μια μαντρούλα μέ πλίθες, αδύνατη, στο χάνι της Γραβιάς' κι εκείνους πού λιώσανε τόση Τουρκιά καί πασάδες στα Βασιλικά' κι εκείνους πού αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, δπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ' αυτές τις δυο θέσες πού 'ναι τα κλειδιά σου — ένα ή Πόρτα του Μακρυνόρου, καί τ' άλλο τών Θερμοπυλών. Κι άφού πήγανε κι άπο τα δυο μέρη ν' ανοίξουνε δρόμο οί Τούρκοι, εκείνοι οί αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Καί τούς καταδιάλυσαν, εκείνοι οί ολίγοι, στ' άλλο τό μέρος τών Θερμοπυλών κι άλλου. Αυτ'ηνοι σέ ανάστησαν καί δεν μπήκε δύναμη καί ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια. Αύτηνοι ψύχωσαν εκείνους πού πολιορκούσαν τούς ντόπιους Τούρκους καί φρουρές' καί νηστικούς κι αδύνατους τούς περίλαβαν καί τούς σφάξαν σάν τραγιά. Καί τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται άπο τούς Έκλαμπρότατους, άπο τούς Έξοχώτατους, άπο νον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. Ό Άγουστίνος κι ό Βιάρος αύτήνων τών σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσα κυνηγούν. Αυτούς τούς άγωνιστάς κατατρέχουν καί τούς λένε να πάνε να διακονέψουν: "Ποιος " : είπε" τούς λένε "να σηκώσετε άρματα νά δύστυχήσετε;"» (Β' 67).
Αυτοί είναι οί λόγοι πού σπρώχνουν τον Μακρυγιάννη νά οργανώσει τη συνωμοσία πού καταλήγει στο Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου. Όρκίζει σ' ολο το κράτος. Ιδού πώς ορκίζει. Ή σκηνή είναι στο σπίτι του Μακρυγιάννη ένα βράδυ' ένας αγωνιστής κάθεται μαζί του' καθώς τσουγκρίζουν τά ποτήρια, ή κουβέντα τελειώνει έτσι:«—Πού το τσάκισες αύτό το χέρι; —Στο Μισολόγγι, μου λέγει. —Που το τσάκισα εγώ αυτό; —Στους Μύλους τ' Άναπλιού. —Γιατί τα τσακίσαμε; —Για τή λευτεριά της πατρίδος. —Πού 'ναι ή λευτεριά κι ή δικαιοσύνη; Σήκω άπάνου!
Τον παίρνω καί πάμε καί τον όρκίζω:»» (Β' 375).
Καί γίνεται το Σύνταγμα καί πέφτει στά χέρια τών πολιτικών καί εξευτελίζεται, κι ο Μακρυγιάννης ολοένα, αποτραβιέται άπό τον κόσμο.
«'Οσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στά χέρια τους» γράφει κατά τό 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι καί μικροί, καί υπουργοί καί βουλευταί, τό 'χουν σέ δόξα, τό 'χουν σέ τιμή, τό 'χουν σέ ίκανότη το νά τούς ειπείς δτι έκλεψαν, δτι πρόδωσαν, δτι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι καί τιμώνται καί βραβεύονται. "Οσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας καί της πολιτείας» (Β' 463). _
Καί πάλι:
Μέ τον ερχομό του Καποδίστρια και κυρίως του Όθωνα αρχίζουν οί τραγικές παρεξηγήσεις ανάμεσα στον κόσμο πού έκανε την επανάσταση και τούς ανθρώπους πού ήταν μοιραίο νά κυβερνήσουν την Ελλάδα γιά τά τριάντα πέντε χρόνια πού θ' ακολουθήσουν. Είναι ένα μακρύ δράμα πού παίζεται ανάμεσα σέ αφηρημένες ιδέες και μιά ζωή πού ξέσπασε γιά νά ελευθερώσει ένα βασανισμένο έθνος, ατίθαση, άν θέλετε, άλλά πού ήταν και δυνατή, και άξια, και ευαίσθητη και πονεμένη, περισσότερο πονεμένη και ευαίσθητη' γιατί είχε ακόμη ανοιχτές τις πληγές πού πήρε στην πρόσφατη τρομαχτική πάλη — θυμωμένη ονομάζει ό λαός την πληγή πού πονεί.
Γιά τούς ανθρώπους πού ανάλαβαν νά διοικήσουν τον τόπο, υπήρχε ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα: νά βάλουν σέ τάξη ένα χάος, όπως έλεγαν νά νοσηλέψουν, νά βοηθήσουν, νά ψυχώσουν ένα λαό πού πέρασε άπό φρικιαστικές δοκιμασίες γιά τή λευτεριά του, όπως θά ήταν πιο σωστό νά πούμε. Τί έκαναν; Κάθησαν και βρήκαν αυθαίρετα τήν ευκολότερη λύση, έσβησαν δηλαδή τό πρόβλημα μέ μιά μονοκοντυλιά. Μεταφράζω: όταν σκοτώθηκε ό Καποδίστριας, ή Ελλάδα δοκίμασε ένα άπό τά χειρότερα χρόνια πού έζησε ποτέ της, τό 1832. Ή αντιβασιλεία έφερε μαζί της ένα δάνειο. Μ' αυτά τά χρήματα μπορούσε νά δώσει ένα κομμάτι ψωμί στους πεινασμένους. Ό τόπος ήταν μοιρασμένος σέ μικρά στρατιωτικά τιμάρια, πού δέν είχαν άλλο σκοπό παρά νά θρέψουν όπως - όπως τά πειναλέα απομεινάρια αγωνιστών πού βοούσαν εξω άπό τις πόρτες του Ναυπλίου. Προτίμησε νά τά διαθέσει γιά τή συντήρηση του βαυαρικού στρατού πού θά στήριζε, καθώς φαντάζουνταν, αυτήν και τον 'Οθωνα. Μ' αυτό τό στρατό διάλυσαν ή έδιωξαν έξω άπό τό κράτος τούς παλιούς αγωνιστές, τούς φοβερούς αυτούς άγριανθρώπους. 'Οπως πίστευαν. Και οί άγριάνθρωποι τί συλλογιζόντουσαν; Ή ακόλουθη συνομιλία του Μακρυγιάννη μέ τον 'Αιντεκ μας τό δείχνει:
«Ό φίλος μου ό Άιντέκ έπειράχτη και μόκρινε μέ πολύ φαρμάκι: "Ό,τι σας λένε αυτό θά κάμετε, και γνώμες δέν μπορείτε νά δώσετε, οτι ή Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγενέτα και φέρνει έδώ και σας ύποτάζει". Τότε βρέθηκα σέ θέση δεινή ... Του λέγω: "Δυστυχία μας των καημένων! Κακά και ψυχρά θά πάμε. Έγώ σου μίλησα αλλιώς κι εσύ μου άπαντείς διαφορετικά μέ μπαγενέτα. Σας λέγω ώς φίλος νά πασκίσετε και τό βασιλέα κι εσάς ν' αγαπούμε κι όχι νά σας φοβόμαστε ... Νά 'ρθει ένας νά μου ειπεί οτι θά πάει ομπρός ή πατρίδα, στρέγομαι νά μού βγάλει και τά δυό μου μάτια. "Οτι αν είμαι στραβός και ή πατρίδα μου είναι καλά, μέ θρέφει. "Αν είναι ή πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νά 'χω, στραβός θανά είμαι ...". Μου λέγει: "Τον βασιλέα δέν τον αγαπάς; "'Οχι" του λέγω "δέν ξέρω ψέματα. "Οταν χαθεί ή πατρίδα μου, ούτε αυτός μ' έχει ύπήκογόν του, ούτε έγώ βασιλέα. Και γι' αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη άπό σας, κι όχι φοβέρτες μέ μπαγενέτες"» (Β' 300).
Ωστόσο ό Μακρυγιάννης δέν ήταν άνθρωπος μέ κακή προαίρεση. "Οταν αράζει ό 'Οθωνας στο Ναύπλιο, σημειώνει: «Σήμερα ξαναγεννιέται ή πατρίδα κι ανασταίνεται πού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβησμένη ... ότι ήρθε ό βασιλέας μας πού αποχτήσαμε μέ τή δύναμη τού Θεού». "Αλλωστε, προσωπικά δέν τόν πολέμησε ποτέ. Απεναντίας προσπαθεί νά τόν προφυλάξει άπό τούς κακούς συμβούλους του, άπό την «μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική», όπως τή λέει. Γι' αυτόν, είναι ό Λουδοβίκος της Βαυαρίας πού είναι υπεύθυνος γιά την αντιβασιλεία, είναι οί πρέσβεις' δέν είναι ό 'Οθωνας:
«...Τούς πήραν και τούς έβαλαν όλους χάψη τούς οπλαρχηγούς' και ήθελαν νά τούς κόψουν μέ τό κοπίδι οπού ήφεραν οί φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης νά κόψουν τούς άγριους 'Ελληνες — κι έπρεπε νά κόψει ή Αγγλία τόν Ντώκινς, τόν πρέσβυ της, ή Γαλλία τό δικό της, και ή Ρουσία τό ίδιο' κι ό βασιλέας της Μπαυαρίας τούς άντιβασιλείς του και ύστερα νά κόψει κι ό ίδιος τό κεφάλι του. 'Οτι ή Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδας μας και του αθώου βασιλέα μας» (Β' 311).
'Αλλά «δέν είναι κοπέλι», δέν υποφέρει νά βλέπει «τό άδικο νά πνίγει τό δίκιο», δέν υποφέρει νά βλέπει τήν κατάντια των αγωνιστών. Ακούστε' ή περικοπή αναφέρεται στην κυβέρνηση τού Καποδίστρια, άλλά τό αίσθημα το Μακρυγιάννη είναι και τώρα τό ίδιο:
«Πατρίς, νά μακαρίζεις γενικώς Ολους τούς Έλληνες, οτι θυσιάστηκαν γιά σένα, νά σ' άναστήσουνε, νά ξαναειπωθείς άλλη μιά φορά ελεύθερη πατρίδα, πού ήσουνε χαμένη και σβησμένη άπό τόν κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς νά τούς μακαρίζεις. 'Ομως νά θυμάσαι και νά λαμπρύνεις εκείνους πού πρωτοθυσιάστηκαν στήν Αλαμάνα, πολεμώντας μέ τόση δύναμη Τούρκων κι εκείνους πού αποφασίστηκαν καί κλείστηκαν σέ μια μαντρούλα μέ πλίθες, αδύνατη, στο χάνι της Γραβιάς' κι εκείνους πού λιώσανε τόση Τουρκιά καί πασάδες στα Βασιλικά' κι εκείνους πού αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, δπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ' αυτές τις δυο θέσες πού 'ναι τα κλειδιά σου — ένα ή Πόρτα του Μακρυνόρου, καί τ' άλλο τών Θερμοπυλών. Κι άφού πήγανε κι άπο τα δυο μέρη ν' ανοίξουνε δρόμο οί Τούρκοι, εκείνοι οί αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Καί τούς καταδιάλυσαν, εκείνοι οί ολίγοι, στ' άλλο τό μέρος τών Θερμοπυλών κι άλλου. Αυτ'ηνοι σέ ανάστησαν καί δεν μπήκε δύναμη καί ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια. Αύτηνοι ψύχωσαν εκείνους πού πολιορκούσαν τούς ντόπιους Τούρκους καί φρουρές' καί νηστικούς κι αδύνατους τούς περίλαβαν καί τούς σφάξαν σάν τραγιά. Καί τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται άπο τούς Έκλαμπρότατους, άπο τούς Έξοχώτατους, άπο νον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. Ό Άγουστίνος κι ό Βιάρος αύτήνων τών σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσα κυνηγούν. Αυτούς τούς άγωνιστάς κατατρέχουν καί τούς λένε να πάνε να διακονέψουν: "Ποιος " : είπε" τούς λένε "να σηκώσετε άρματα νά δύστυχήσετε;"» (Β' 67).
Αυτοί είναι οί λόγοι πού σπρώχνουν τον Μακρυγιάννη νά οργανώσει τη συνωμοσία πού καταλήγει στο Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου. Όρκίζει σ' ολο το κράτος. Ιδού πώς ορκίζει. Ή σκηνή είναι στο σπίτι του Μακρυγιάννη ένα βράδυ' ένας αγωνιστής κάθεται μαζί του' καθώς τσουγκρίζουν τά ποτήρια, ή κουβέντα τελειώνει έτσι:«—Πού το τσάκισες αύτό το χέρι; —Στο Μισολόγγι, μου λέγει. —Που το τσάκισα εγώ αυτό; —Στους Μύλους τ' Άναπλιού. —Γιατί τα τσακίσαμε; —Για τή λευτεριά της πατρίδος. —Πού 'ναι ή λευτεριά κι ή δικαιοσύνη; Σήκω άπάνου!
Τον παίρνω καί πάμε καί τον όρκίζω:»» (Β' 375).
Καί γίνεται το Σύνταγμα καί πέφτει στά χέρια τών πολιτικών καί εξευτελίζεται, κι ο Μακρυγιάννης ολοένα, αποτραβιέται άπό τον κόσμο.
«'Οσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στά χέρια τους» γράφει κατά τό 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι καί μικροί, καί υπουργοί καί βουλευταί, τό 'χουν σέ δόξα, τό 'χουν σέ τιμή, τό 'χουν σέ ίκανότη το νά τούς ειπείς δτι έκλεψαν, δτι πρόδωσαν, δτι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι καί τιμώνται καί βραβεύονται. "Οσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας καί της πολιτείας» (Β' 463). _
Καί πάλι:
«Φανήκετε δλοι τί αξίζετε καί τί κάμετε στην πατρίδα, αρχή καί τέλος. Σας θεωρούσαν οί μέσα καί οί έξω πώς κάτι ήσασταν. Κι είστε δ,τι είστε. "Ησασταν δ,τι θεωρούσαν οί Ευρωπαίοι τδ Σουλτάνο καί δεν τολμούσαν νά τού αφαιρέσουν τδν τίτλο του "Γκραν-σινιόρη". 'Οσο έλεπαν τδ τζαμί στη Βιένα, σκιάζονταν κι έτρεμαν νά μην πάγει καί παραμέσα καί φκιάσει κι άλλα τζαμιά. Κι άπδ αύτδ τδ φόβο κάποτε του πλέρωναν καί φόρο. Κι δταν βήκαν μιά χούφτα άνθρωποι καί τούς απόδειξαν δτι δέν έχει πλέον δ Γκραν-σινιόρης μαστόρους νά χτίσει, τζαμιά" δτι θά πέσουν κι αυτα που εχει, απο τοτε τον λενε ο ουρκος . Και γι' αυτό οί ευεργέτες μας βάνουν τά φώτα τους νά μας προκόψουν. "Ομιος και χωρίς κανένας άπό αυτούς νά μας πειράξει μ' έργα, ας είστε καλά εσείς, πού δέν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους πού είμαστε» (Β' 462).
Μόνο οί παλιοί του σύντροφοι τον βλέπουν. Ωστόσο ή Κυβέρνηση πάντα τον υποψιάζεται. Ό "Οθων ποτέ δέν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του '43. Ό Μακρυγιάννης είναι πάντα γι' αυτούς ενα άγριο θηρίο πού πρέπει νά κλειστεί στο κλουβί. "Ετσι κατά τό Σεπτέμβριο του '51 αρχίζουν και κυκλοφορούν οί κατηγορίες ανυπόστατες, αστήριχτες, πού δέν αποδείχτηκαν ποτέ: Ό Μακρυγιάννης θέλει νά σκοτώσει τό βασιλιά, θέλει νά κάνει δημοκρατία. Ό Μακρυγιάννης συνεννοείται μέ κάτι πρόσφυγες Πολωνούς πού κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. Ό Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ' έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, πού είναι και ό μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του. Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του. Ό Μακρυγιάννης είναι σάπιος άπό τις έφτά πληγές που μάζεψε στον αγώνα. «Αί πληγαί συχνά ήνοίγοντο αίμορροούσαι» γράφει ό γιατρός Γούδας πού μίλησε στην κηδεία του" «ό έξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσεν αυτόν... Βαρείαι νόσοι έπήρχοντο, ή δέ άνάρρωσις έγίνετο βραδύτατη. Ταύτα ήσαν τά αγαθά ών Ελαχεν ό Μακρυγιάννης ώς αμοιβής τών υπέρ πατρίδος οχων υπηρεσιών αύτού. Πληγαί και άσθένειαι πολυώδυνοι, και μετ' αυτών πενία δυσθεράπευτος ομοίως ώς :εκείναι» (Α' μη' - μθ'). Οί πληγές του κεφαλιού, πού πήρε στη μάχη του Σερπετζέ, τον κάνουν κάποτε έξαλλο.
Τρεις μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μήν έχοντας άλλον κριτή νά τον δικαιώσει, δπως στά νιάτα του στην εκκλησιά του Άι - Γιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το Θεό:
«Και δέ μας άκούς και δέ μας βλέπεις ... Και νά σκούζω νύχτα και μέρα άπό τις πληγές μου. Και νά βλέπω τή δυστυχισμένη μου φαμιλιά και παιδιά μου πνιμένα στά κλάματα και ξυπόλητα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σέ δυο άδρασκελιές κάμαρη... Και γιατρό νά μή βλέπομε, ούτε ν' αφήνουν κανένα νά πλησιάσει νά μας ιδεί ... "Ολοι θέλουν νά χαθούμε. Μας κάνουν άνάκρισες όλουνών, κατ' οίκον έρευνα, σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου ... Και τις 13 τουτουνού του μήνα ... ήρθε ό μοίραρχος μέ τή στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει νά πάγω στή φυλακή του Μεντρεσέ, δπου φυλακώνουν τούς κακούργους...» (Α' πα'-πβ').
Άλλά τούτη τή φορά δεν μπόρεσε νά κλείσει τις συμφωνίες μέ τό Θεό. Είχαν αλλάξει τά χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε, και τον κρίνανε σέ μιά δίκη πού ήτανε μιά μεγάλη άδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σέ θάνατο, πού έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου 1854. Ό Μακρυγιάννης είναι πιά ένα λεβέντικο κουρέλι. Δέ μιλά παρά μέ τό Θεό και τά μικρότερα παιδιά του. Τό σπίτι του και τό περιβόλι του είναι ρημάδια. Ό τελευταίος ήχος τής φωνής του —ό τελευταίος πού ξέρουμε και πού θ' ακούσετε τώρα — έρχεται άπό μακριά, πολύ μακριά. Θαρρείς πώς μιά ολόκληρη φυλή πάει νά ξεψυχήσει:
«Άφού μέ λευτέρωσαν και πήγα στό χαλασμένο μου σπίτι και στήν ταλαίπωρή μου οικογένεια. . . μ' άνάδωσαν οί πληγές, τή μιά Λαμπρή έπέρσι και τή Λαμπρή πού πέρασε πάγει δυό χρόνια τώρα... Πήγα στή σπηλιά πού 'ναι στο περιβόλι μου νά ξανασάνω. . . .Καί μέ τό στανιό καί ακουμπώντας μέ τό ξύλο, έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες καί μέ χτυπούν καί μαγαρσές ανθρώπινες απάνω μου: "Φάγε άπ' αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, νά χορτάσεις πού 'θελες νά κάμεις Σύνταμα!" Καί μ' ανοίγουν τόσες νέες πληγές άπό τά χτυπήματα κι άπό τ' άγκυλώματα .. .· έσάπισα, έσκουλήκιασα... Αυτά έστειλα στή δημαρχία κι ακρόαση δέ μου 'δωσε. Καί ξακολούθαγε αυτό ως τήν παραμονή τής Σωτήρος. Κι ανήμερα μέ χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός' δέ στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...» (Α', πς'-πζ')*.
Δεν είναι πολλά χρόνια, ψάχνοντας στο Εθνολογικό Μουσείο νά βρω ενθύμια του Μακρυγιάννη, είδα τό γύψινο αποτύπωμα του νεκρού κεφαλιού του. 'Ηταν σάν ένα μαραγκιασμένο μήλο ή Ένα πετράδι τής ακρογιαλιάς, βαθιά γλειμμένο άπό τό ακαταπόνητο κύμα, λίγο μεγαλύτερο άπό μιά γροθιά. Αυτό τό ταλαίπωρο πράγμα ήταν ό,τι είχε απομείνει, τήν ώρα του θανάτου, άπό τήν ωραία καί τήν ευγενικιά μορφή του μεγαλόψυχου άντρα."
Μόνο οί παλιοί του σύντροφοι τον βλέπουν. Ωστόσο ή Κυβέρνηση πάντα τον υποψιάζεται. Ό "Οθων ποτέ δέν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του '43. Ό Μακρυγιάννης είναι πάντα γι' αυτούς ενα άγριο θηρίο πού πρέπει νά κλειστεί στο κλουβί. "Ετσι κατά τό Σεπτέμβριο του '51 αρχίζουν και κυκλοφορούν οί κατηγορίες ανυπόστατες, αστήριχτες, πού δέν αποδείχτηκαν ποτέ: Ό Μακρυγιάννης θέλει νά σκοτώσει τό βασιλιά, θέλει νά κάνει δημοκρατία. Ό Μακρυγιάννης συνεννοείται μέ κάτι πρόσφυγες Πολωνούς πού κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. Ό Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ' έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, πού είναι και ό μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του. Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του. Ό Μακρυγιάννης είναι σάπιος άπό τις έφτά πληγές που μάζεψε στον αγώνα. «Αί πληγαί συχνά ήνοίγοντο αίμορροούσαι» γράφει ό γιατρός Γούδας πού μίλησε στην κηδεία του" «ό έξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσεν αυτόν... Βαρείαι νόσοι έπήρχοντο, ή δέ άνάρρωσις έγίνετο βραδύτατη. Ταύτα ήσαν τά αγαθά ών Ελαχεν ό Μακρυγιάννης ώς αμοιβής τών υπέρ πατρίδος οχων υπηρεσιών αύτού. Πληγαί και άσθένειαι πολυώδυνοι, και μετ' αυτών πενία δυσθεράπευτος ομοίως ώς :εκείναι» (Α' μη' - μθ'). Οί πληγές του κεφαλιού, πού πήρε στη μάχη του Σερπετζέ, τον κάνουν κάποτε έξαλλο.
Τρεις μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μήν έχοντας άλλον κριτή νά τον δικαιώσει, δπως στά νιάτα του στην εκκλησιά του Άι - Γιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το Θεό:
«Και δέ μας άκούς και δέ μας βλέπεις ... Και νά σκούζω νύχτα και μέρα άπό τις πληγές μου. Και νά βλέπω τή δυστυχισμένη μου φαμιλιά και παιδιά μου πνιμένα στά κλάματα και ξυπόλητα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σέ δυο άδρασκελιές κάμαρη... Και γιατρό νά μή βλέπομε, ούτε ν' αφήνουν κανένα νά πλησιάσει νά μας ιδεί ... "Ολοι θέλουν νά χαθούμε. Μας κάνουν άνάκρισες όλουνών, κατ' οίκον έρευνα, σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου ... Και τις 13 τουτουνού του μήνα ... ήρθε ό μοίραρχος μέ τή στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει νά πάγω στή φυλακή του Μεντρεσέ, δπου φυλακώνουν τούς κακούργους...» (Α' πα'-πβ').
Άλλά τούτη τή φορά δεν μπόρεσε νά κλείσει τις συμφωνίες μέ τό Θεό. Είχαν αλλάξει τά χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε, και τον κρίνανε σέ μιά δίκη πού ήτανε μιά μεγάλη άδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σέ θάνατο, πού έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου 1854. Ό Μακρυγιάννης είναι πιά ένα λεβέντικο κουρέλι. Δέ μιλά παρά μέ τό Θεό και τά μικρότερα παιδιά του. Τό σπίτι του και τό περιβόλι του είναι ρημάδια. Ό τελευταίος ήχος τής φωνής του —ό τελευταίος πού ξέρουμε και πού θ' ακούσετε τώρα — έρχεται άπό μακριά, πολύ μακριά. Θαρρείς πώς μιά ολόκληρη φυλή πάει νά ξεψυχήσει:
«Άφού μέ λευτέρωσαν και πήγα στό χαλασμένο μου σπίτι και στήν ταλαίπωρή μου οικογένεια. . . μ' άνάδωσαν οί πληγές, τή μιά Λαμπρή έπέρσι και τή Λαμπρή πού πέρασε πάγει δυό χρόνια τώρα... Πήγα στή σπηλιά πού 'ναι στο περιβόλι μου νά ξανασάνω. . . .Καί μέ τό στανιό καί ακουμπώντας μέ τό ξύλο, έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες καί μέ χτυπούν καί μαγαρσές ανθρώπινες απάνω μου: "Φάγε άπ' αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, νά χορτάσεις πού 'θελες νά κάμεις Σύνταμα!" Καί μ' ανοίγουν τόσες νέες πληγές άπό τά χτυπήματα κι άπό τ' άγκυλώματα .. .· έσάπισα, έσκουλήκιασα... Αυτά έστειλα στή δημαρχία κι ακρόαση δέ μου 'δωσε. Καί ξακολούθαγε αυτό ως τήν παραμονή τής Σωτήρος. Κι ανήμερα μέ χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός' δέ στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...» (Α', πς'-πζ')*.
Δεν είναι πολλά χρόνια, ψάχνοντας στο Εθνολογικό Μουσείο νά βρω ενθύμια του Μακρυγιάννη, είδα τό γύψινο αποτύπωμα του νεκρού κεφαλιού του. 'Ηταν σάν ένα μαραγκιασμένο μήλο ή Ένα πετράδι τής ακρογιαλιάς, βαθιά γλειμμένο άπό τό ακαταπόνητο κύμα, λίγο μεγαλύτερο άπό μιά γροθιά. Αυτό τό ταλαίπωρο πράγμα ήταν ό,τι είχε απομείνει, τήν ώρα του θανάτου, άπό τήν ωραία καί τήν ευγενικιά μορφή του μεγαλόψυχου άντρα."
(ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ-Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΔΟΚΙΜΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου