Παρασπόνδηση του Ιμπραήμ
Άφού τελειώσαμεν αυτά όλα, φεύγει ένα Τουρκόπουλο άπό τό κάστρο καί πάγει είς τόν Μπραΐμη• τού λέγει τήν έλλειψη του κάστρου άπό τό νερό κι' άλλα κι' ότ' είναι δυό Τούρκισσες καλές είς τό κάστρο. 'Ηταν δυό Τζορτζούρες, ώραίες γυναίκες' τής είχαν οι Οίκονομίδηδες, ντόπιοι, ώς γυναίκες τους. Έγώ δέν τής ήξερα ή ήταν ή όχι. Τότε ό Μπραΐμης στέλνει καί μέ φωνάζει. Άφού πήγα πολλές φορές (στέλναν μόνον εμένα, ότι μέ διόρισαν όλοι οί πολιορκημένοι έπίτροπόν τους ν' άγροικιώμαι μ' αυτόν μόνος μου• κι' αυτός είχε έναν Τούρκον άπό την Τροπολιτζά κ' έναν άπό την Κάρυστον. Ξέραν τά Ρωμαΐικα, κι' αυτείνοι οί δυο έρχονταν καί μου μιλούσαν καί πήγαινα είςτόν Μπραΐμη'καί μ' αυτούς ξηγώμουν τήν γλώσσα τους), μου λέγει' «Μέσα εις τό κάστρο είναι δυό Τούρκισσες, τής ξέρεις; - Τού λέγω, τή ντάπια όπου φυλάγω ξέρω, όχι γενικώς' ούτε Τούρκισσες ξέρω, ούτε Ρωμιές». (Γύρευε νά με κάμη καί κοντόση, γαμώ τό Ρεσούλη του). Τί νά τού κάμω οπού δέν είχα νερό καί δεν έβλεπε κάστρο. 'Οτ' είχα λιοντάρια μέσα). Μου λέγει ό πασσάς' «Νά στείλης νά τής φέρης». Έστειλα τόν μπαϊραχτάρη μου καί τής ήφερε. Τής πήρε καί τής ξέταξε διά τ' αναγκαία του κάστρου. Εκείνοι όπού τής είχαν αυτές τής γυναίκες τής είχαν ώς πνεματικούς καί ξέραν όλα τους τά μυστήρια καί τού κάστρου. Τού είπαν ότ' είναι κι' άλλοι Τούρκοι μέσα καί ξέρουν όλα τά πράματα τού κάστρου (αφού αυτές τά ήξεραν). Μού ζητάγει νά τού στείλω καί τούς άλλους Τούρκους (νά μάθη κι' άλλα). Ήταν ό Μπραΐμης μεθυσμένος' πίνει ρούμι καί κρασί μποτίλλιες. Μπεκρής πολύ καί παραλυμένος είς γυναίκες καί παιδιά. Μού δίνει τούς δύο Τούρκους όπου ξέραν τήν γλώσσα, πήγαμεν είς τό κάστρο καί τούς άφησα άπόξω τά τείχη. Τούς είπα έκεινών όπούχαν τούς Τούρκους δούλους τά αίτια καί μου τούς ήφεραν. Καί τούς κατέβασα κάτου από τό κάστρο καί τούς είπα'«Σϋρτε τους είς τόν πασιά, κι' άν θέλει νά βαστήση τόν λόγον του, κατά τής συνθήκες όπού κάμαμεν, καλά, ειδέ αρχινάτε τόν πόλεμον νά μάς πάρετε μέ τό σπαθί σας. 'Οτι τοιούτως δέν κάνουν οί μεγάλοι άνθρωποι' κάστρο χωρίς νά παραδοθή, ανθρώπους δέν ζητούνε άπό μέσα' σήμερα γυναίκες κι' αύριον άντρες. Κι' όσα θά τού ειπούνε όλοι αύτείνοι' ούτε νερό έχομεν, ούτε άλλα' είναι άνεφόδιαστο όλως δι' όλου τό κάστρο. 'Ομως ένας τόν άλλον θά φάμε οί άνθρωποι' καί τό κάστρο μαζί' δέν θ' αφήσουμε τοίχον γερόν, ούτε σημάδι. Καί πέστε του, ή ντουφέκι ή συνθήκες! Καί κοντόσηδες μάς έκαμε!» Πιάστηκα μέ τούς πολιορκημένους διατί μίλησα τοιούτως.
Μήνυμα στην Αγγλική Φρεγάτα.
Τό βράδυ είχε έρθη μιά φεργάδα Αγγλική καί τά Τούρκικα καράβια την είχαν 'σ την μέση νά μήν άνταποκρινώμαστε εμείς μ' αύτείνη' φοβώνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής. Τόν πήραν χαμπέρι τά Τούρκικα και τον κυνήγησαν όληνύχτα• καί τόπεσαν τά γράμματα εκεί όπου βούταγε εις την θάλασσα. Καί πήγε εις τήν φεργάδα• καί μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τόν κρεμάσανε καί βήκε το νερό' καί τόβαλαν σπίρτα κι' άναστήθη. Καί είπε τών 'Αγγλων τον χαμόν τών γραμμάτων, όπου του είχαμε δομένα. Είπε στοματικώς τήν κατάστασιν τοϋ κάστρου καί τής πρόφασες του Μπραΐμη. Καί τόν πήρε ή φεργάδα καί πήγαν είς τήν Ζάκυθο αυτά το ναυάρχου. Τότε ό ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι.
Συνομιλία Μακρυγιάννη με Ιμπραήμ
Πρίν έρθη τό μπρίκι στέλνει ό Μπραΐμης νά έτοιμαστούμε ότι ήρθαν τά καράβια όπούχαμε ναυλώση. Όταν με φώναξε ήταν 'σ τά μαγαζειά• κι' όλο του τό στράτεμα. Ήταν νά νυχτώση. Του λέγω• «Πότε θά βαρκαριστούμε' προστάζεις; Οι' πόρτες θέλουν αρκετές ώρες νά ξεπλακωθούνε όπού τής έχομεν χτισμένες• θά περάσουνε τά μεσάνυχτα και να μην ξεπλακωθούνε. Έχομε λαβωμένους, έχομε άρρώστους. Αύριον τήν αυγή κάνομεν άρχή καί βαρκαριζόμαοτε». Αυτός αντιστάθη ότι γύρευε πρόφασιν. Μου λέγει• «Απόψε άν θέλετε καλά' ειδέ, οι' συνθήκες είναι χαλασμένες όπου κάμαμε.- Όταν στείλης καί ίδής άν προφασιζόμαοτε, τότε φταίμε εμείς. Ειδέ θέλεις νά τής χαλάσης τής συνθήκες». Του είπαν κι' άλλοι ότι απόψε δικοί μας είναι κι' αυύριον». 'Οτ' είχε νά μάς σκοτώση. Μόδωσε δυό Τούρκους• τούς έδειξα τής πόρτες και άλλα. Τους έδωσα τών Τούρκων κι' άπό μίαν ζυγή άρματα καλά. Μίλησαν του πασιά. Τήν αυγή μπονόρα έστειλε έναν συγγενή του με σαράντα ανθρώπους νά περιλάβη τ' άρματα. Έγώ είπα του Βελέτζα και κάθεταν εις τον Ίτζκαλέ,να μη μας κάνουν τίποτας,να μείνουμε μέσα' καί βγάλαμεν άπό έκεί όλους τους άλλους. Ξαρματώσαμε καμπόσους, τους βγάλαμεν άπό τό κάστρο. Ούτε 'σ τά καράβια τους βαίναν. ουτε 'σ τά δικά μας, ουτε 'σ τά δικά τους. Βγάλαμεν κι άλλους, τό ίδιον. Τ' ασκέρια του Μπραΐμη ήταν όλα συνασμένα έκεί.
Ο Ιμπραήμ κρατά ομήρους Μπεζαντέ και Γιατράκο- Ενέργειες Μακρυγιάννη
Τότε κλειούμεν εκείνους τους Τούρκους όπούρθαν νά περιλάβουν τό κάστρο, καί τους λέγω' «Οι δικοί σας άς φάνε εκείνους όπου βγάλαμεν έξω, κ' εμείς τρώμε εσάς καί μάς σώνει». Καί κλείσαμεν τό κάστρο. Φωνάζουν αυτείνοι• νά βγάλουν άνθρωπον νά μιλήση του Μπραΐμη• τους βγάλαμεν έναν. Τότε καβαλλίκεψε ό ίδιος ό Μπραΐμης 'σ ένα άλογον καί διαλούσε τ' ασκέρια του νά φύγουν άπό 'κεί. Κι' άρχισαν νά βαρκαρίσουν τούς δικούς μας εις τά ξένα καράβια, όπούχαμεν συνφωνήση νά μπούνε οι άνθρωποι. Τότε βήκαν κι' άπό τό Άγγλικόν όπούρθε άπό την Ζάκυθον μ' εκείνον όπου στείλαμεν της πλεγής. Τούς ρώτησε ό Μπραΐμης. Του είπανε• «Στελμένοι είμαστε άπό τόν ναύαρχον νά ίδούμεν άν θά σταθής μέ τούς 'Ελληνες 'σ όσες συνφωνίες κάμετε. Τότε, άποβαρκαριστήκαμεν• άλλου στερνά πέρασα έγώ μ' όσους άλλους είχαμεν τ' άρματα, όπου μάς χάρισε. (Τά μέρασα άναλογίαν σέ όλους τούς αρχηγούς, κατά τους ανθρώπους όπούχε ό καθείς). Εύκήθηκα τόν Μπραΐμη διά την περιλαβή τοϋ κάστρου• μπήκα μέσα είς τό καράβι• ήταν τρία Άγγλικόν, Γαλλικόν κι' Άουστριακόν. Έγώ μπήκα είς τό καράβι τό Άγγλικόν. 'Ερχεται ένας δούλος το Γιατράκου άπό αυτόν κι' άπό τόν Μπεζαντέ καί μου λέγει ότι τούς βάσταξε ό Μπραΐμης. Τότε συνάζω όλους τούς καραβοκυραίους 'σ τό Άγγλικόν κ' εκείνους όπούρθαν μέ τό μπρίκι τό Άγγλικόν άπό την Ζάκυθον καί τούς λέγω• «'Εμείς σταθήκαμεν είς τόν λόγον μας κι' ό Μπραΐμης δέν στάθη. Έγώ έκαμα τής συνθήκες», τούς λέγω. Καί τους είπα όσα μας έκαμεν. Και πήραν πολλών χρήματα κι' ασήμια. Καί μας κράτησαν καί τούς ανθρώπους, Μπεζαντέ καί Πατράκο. Τότε πήγαν αύτείνοι εις τόν Μπραΐμη. Τούς είπε• «Τούς δυό τούς κρατώ, ότι θέλω τούς πασσάδες του Άναπλιού. Καί οί Ρωμαίγοι, τούς είπε, κάμαν συνθήκες καί βάσταξαν τούς πασσάδες».
Μακρυγιάννης: "...Μάς κλέψαν κ'εξηντατρείς ανθρώπους εκεί οπού πέρναγαν να βαρκαριστούν."
Εμείς δέν ξέραμεν άπό αυτά. Τότε δέν μπορούσαν νά ειπούνε τίποτα οί καραβοκυραίγοι. Μάς κλέψαν κ' έξηντατρείς ανθρώπους έκεί οπού πέρναγαν νά βαρκαριοτούν. Τούς έπαιρναν οί κολώνες καί τούς έκρυβε μία τήν άλλη• καί τούς έσφαξαν είς τό κάστρο κουρμπάνι. Όταν μπήκανε μέσα, τούς θυσίασαν όλους καί τούς έξηντατρείς.
'Αγγλος καπετάνιος φιλοξενεί τον Μακρυγιάννη
'Οταν ήμαστε είς τ' Άγγλικόν καράβι, όπούχαμεν ναυλωμένον, καί ήμουν μέ καμπόσους αξιωματικούς μέσα καί στρατιώτες 'Ελληνες, μου λέγει ό καπετάνιος τού καραβιού' ήξερε τήν γλώσσα μας αυτός• είχε καί τήν γυναίκα του μέσα - μού λέγει νά φωνάξω όλους τούς αξιωματικούς νά πάμε νά φάμε ψωμί είς τήν κάμαρη. Πήγα εις τήν κάμαρη μέ καμπόσους αξιωματικούς. Είχε ένα πουλί είς τήν κάμαρη, παπαγάλλον. Αφού μάς είδαν, έκλαιγε ή γυναίκα, έκλαιγε καί τό πουλί. Βλέπω έγώ αυτό, ρωτάγω τόν καπετάνιον τού καραβιού, τού λέγω- «Εσείς μάς προσκαλέσετε νά φάμε και έδώ όπούρθαμε βλέπω ένα πουλί καί έναν άνθρωπον όπου κλαίνε». Τότε λέγει ή γυναίκα του καραβοκύρη- «Δίκιον μεγάλον έχομεν νά κλαίμεν άνθρωποι καί πουλιά, ότι ή Ελλάς ή δυστυχισμένη θάχανε τόσα παληκάρια. Πού θά τά ματαύρισκε είς την ανάγκη της; Ό Ίμπραίμης μάς ναύλωσε καί μάς είπε, φορτώσουμε, δέν φορτώσουμε, τό ναύλο νά πάρωμε καί νά μην ειπούμε τίποτας. Καί διά νά μήν μπήτε είς τά καράβια θά οάς θανάτωνε όλους έξω. Καί δέν είχαμεν τόν τρόπον νά σάς τό είπούμεν, νά μήν πιστευτήτε εις τής συνθήκες». Τής είπα• «Ό Θεός είναι μέγας καί μάς γλύτωσε• κι' άς γλυτώση κ' εκείνους όπου βάσταξε ό Τούρκος».
Ο Μακρυγιάννης στην Καλαμάτα
Φύγαμε από 'κει καί πήγαμεν είς Καλαμάτα. Εκεί βήκαν οϊ Καλαματιανοί. Εμείς ήμαστε ξαρμάτωτοι, μέ τά λίγα εκείνα τάρματα, οπού μόδωσε ό Μπραΐμης καί τά μέρασα όλουνών. Βγαίνοντας είς τήν Καλαμάτα, οί Καλαματιανοί ήταν είς τά περιβόλια κ' έκαναν γλέντια μέ τά λαλούμενα. Ήρθαν καί μάς είδανε'καί μάς λένε• «Πούθε έρχεστε; -Τούςλέμε, άπό τό Νιόκαστρο. -Μάς λένε, δέν βαστάγετε καμπόσον καιρόν κ' ερχόμαστε νά σάς βγάλωμεν άπό 'κει; Αφήσετε τέτοιον κάστρο καί φύγετε;» Δέν θέλησαν νά μάς δώσουνε ούτε ένα κονάκι, μόνε μάς αφήσανε είς τής περιβόλες έξω, είς τ' αργαστήρια εμάς όλους, καί λαβωμένους' καί καθίσαμεν έκεί ένα δυό ήμέρες νά χορτάσουμεν νερό καί νά φύγωμεν. 'Εστειλα είς τήν Άρκαδιά νά μου φέρουν τ' άλογά μου καί τούς παράγγειλα νά φύγουν, ότι θά βγή ό Μπραΐμης καί νά μήν τούς σκλαβώση. Άναμέρησαν οι άνθρωποι. Είπα καί τών Καλαματιανών αυτά. Λυπήθηκα τούς αθώους κι' όχι τούς αχάριστους, νά μήν σκλαβωθούνε. 'Οτι μού είπε ό Μπραΐμης εύτύς θά κινηθή καί νά πάγω κ' έγώ νά τόν ανταμώσω, νά μένω μαζί του. Τότε μού λέγει ό Αντωνάκης Μαυρομιχάλης' «Ξέρεις τί παληκάρια είμαστε εμείς; Πεντακόσοι πολεμούμεν μέ πέντε έξι χιλιάδες, καί δέν είμαστε σάν εσάς οπού αφήσετε τό κάστρο άπολέμητο καί φύγετε. - Ό θεός, του είπα, κάνει κι' αντρείους, κάνει καί κιοτήδες. Οι κιοτήδες φοβήθηκαν, οι αντρείοι χόρευαν είς τήν Καλαμάτα κι' άλλού. Τό κάστρο τώρα τόχει ό Μπραΐμης. Σάς είπα κ' έγώ ό,τι ήξερα' συχωράτε με». Σηκωθήκαμεν καί φύγαμεν. Είς τό χάνι ηύραμεν καί τόν Παπαφλέσια μέ καμπόσους• πάγαινε άναντίον τοϋ Μπραΐμη. Μου είπε νά πάγω κ' έγώ. Του είπα• «Μέ τά ραβδιά δέν πολεμούν πολεμούν μέ ντουφέκια. Έμείς έχομεν ραβδιά, ξύλα, κι' όχι ντουφέκια». Πέρασε άπό τό Λιοντάρι καί ήταν ενθουσιασμένος. Πήγε καί χάθηκε.
Ο Μακρυγάννης στην Τρίπολη
Πήγα εις τήν Τροπολιτζά. Μέ κλείσανε όσους είχα μαζί μου καί εις Παλιοβαρίνους καί εις Άρκαδιά καί μού λένε' «"Οταν ήρθαμεν μ' εσένα, είχαμεν ασημένια άρματα' τώρα μάς τά πήρε ό Μπραίμης, όσοι ήμαστε είς Νιόκαστρο κι' Άβαρίνους». Μέ κλείνουν στενά• άπολπίοτηκα. Ήθελα νά σκοτωθώ, νά μην τραβάγω αυτά άπό Ρουμαίγους και Τούρκους. "Εγραψα είς τήν Κυβέρνησιν τό κακό• δανείστηκα, γυμνώθηκα ολότελα, καί τούς πλέρωσα έξ ίδίων μου.
ΠΗΓΕΣ:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου