‘Ηρθα εδώ. Ήταν τό Βουλευτικόν σώμα. Στάθηκα κάμποσες ήμέρες· παρουσιάστηκα καί τούς είπα· «Δεν ματαθέλομε όλοι όσοι ήρθαμε νά ξέρουμε άπό καπεταναίους· δ,τι διαταγές είναι άπό τήν Κυβέρνησιν, εκείνο είμαστε πρόθυμοι νά κάμωμε, νά πάμε ομπρός». Είχα καί συντρόφους όλους διαλεμένους πατριώτες. Ζήτησε δύναμη ό Κολοκοτρώνης· ότ' ήταν μέλος 'σ τό Εκτελεστικό σώμα καί κυβερνούσε τήν πατρίδα. Ήταν αυτός, ό Πετρόμπεγης, ό Σωτήρη Χαραλάμπης κι' ό Μεταξάς. Τότε έμαθα τί ήταν φατρία, καθώς θά ίδήτε.
Αφού έμαθε ό Δυσσέας ότι πήγα μέ τόν Κολοκοτρώνη, του παράγγειλε ότι έγώ δεν είμαι μέ τό πνεύμα τών καπεταναίων καί νάχη τό νού του, νά μέ κυβέρνηση. Είναι ή αλήθεια ότι ό Κολοκοτρώνης δέν είναι αιμοβόρος καί μού τό είπε αυτό. Του λέγω του Κολοκοτρώνη· «Έγώ, αδελφέ,γνωρίζω τους μεγαλύτερούς μου, όσοι δουλεύουν δια πατρίδα και θρησκεία δι' αυτά που σηκώσαμε τ' άρματα». Μου είπε νά σταθώ μέ τόν Γενναίον τόν υίγιόν του. Πήγα, βλέπω ένα παιδί. Μου λέγει· «Έσυ 'σαι ό Μακρυγιάννης; - Του λέγω, εγώ. Καί είσαι συ ό Γενναίος; - Έγώ, μου λέγει. - Χαίρομαι» του λέγω. Μέ είχαν ρωτήση τι μιστόν θέλω διά τούς ανθρώπους καί του λόγου μου, νά μάς πλερώνη ή Κυβέρνηση. «Ό,τι πλερώνει καί τόσους άλλους όπούχει, άς πλερώνη καί τούς δικούς μου έγώ δέν θέλω τίποτας. Τά ταιργιάσαμε.
Σέ ολίγες ημέρες μαθαίνω ότι είς την Πελοπόννησο άνοιξε φατρία ό Κολιόπουλος κι' άλλοι μέ τής Κυβερνήσεως τό μέρος καί οι Ντεληγιανναίγοι, Ζαίμης, Λονταϊγοι μέ τ' άλλο. Ρωτάμε έμείς τί πράμα είναι αυτή ή φατρία (δέν τήν ξέραμε είς την πατρίδα μας αύτείνη τήν λέξη, ξέραμε όμως άλλες προκοπές, καπεταναίικες). Μάς λένε· «Μεράστηκαν οί καλοί πατριώτες νά προκόψουν τήν πατρίδα»· - κι' όλος ό τόπος γιομάτος Τούρκους. Μέ διατάζουν τότε κ' εμένα νά πάρω τούς ανθρώπους μου καί νά πάγω μέ τό μέρος τής Κυβέρνησης, νά 'περασπίζωμαι τό Έκτελεοτικόν (άπό τ' άλλο μέρος ήταν τό Βουλευτικόν. Μέ τό Βουλευτικόν ήταν τό δίκιον καί ή πατρίδα. Οι άλλοι ήθελαν νά ρουφούνε τά εθνικά καί μάλλωναν. Δέν ήξερε κανείς τί να κάμη. Ήμουν άμαθος άπό τέτοια. Μέ διατάζουν νά πάγω κ' έγώ νά δοκιμάσω αυτό τό καλό, νά φάγω φατρία μαζί μέ τούς ανθρώπους μου. Τούς είπα- «Δέν ορκίστηκα- όταν ορκίστηκα νά σηκώσουμε ντουφέκι νά πάγω κ' έγώ νά πολεμήσω, μέ Ρωμαίγους είπαμε; Μέ Τούρκους. Καί δέν πάμε». Δέν θέλησα να πάγω. Μέ βάσταξαν έκεί, είς Άνάπλι, καί στείλαν άλλους.
Άφού άναψε εκεί τό ντουφέκι, θέλησε κι' ό Γενναίος νά πάη να πολεμήση τόν Νοταρά, νά πάρη τό κορίτζι του γυναίκα. Μου λέγει ό Κολοκοτρώνης νά τόν ακολουθήσουμε, νά πάμε ες τήν Κόρθο, ότι έχει δουλειά έκει. Εμείς δέν ξέραμε αυτές της συμπεθεριές- πήγαμε είς Κόρθο, τό μάθαμε αυτό. Συνάχτηκαν-οί Νοταραίοι- πήγαινε ν’ άνοιξη τό ντουφέκι φοβερίζαμε ένα; τόν άλλον. Τούς μίλησα έγώ φρόνιμα, ό,τι μπορούσα· σηκωθήκαμε καί πήγαμε πίσου είς τ' Άνάπλι, άφού γυμνώσαμε τους δυστυχισμένους κατοίκους καί τούς φάγαμε τά σφαχτά τους.
Σέ ολίγες ήμέρες τό «κλειδί» τοϋ Κολοκοτρώνη, ό πατριώτης ό Μεταξάς, 'ρεθίζει αυτόν καί τ' άλλα τά μέλη του Εκτελεστικού καί τούς παίρνουν όλους κ' έρχονται είς τ' ‘Αργός, έτοιμοι ν' άνοίξη ό εμφύλιος πόλεμος. Άφού τό φέραν γύρα, μ' έκραξε τό Βουλευτικόν καί μού είπε όλα τά αίτια καί πώς οί άλλοι θέλαν νά τους πάρουν τ' αρχεία, τού Βουλευτικού. Μού ζήτησε βοήθεια. Τότε μιλάμε με τόν καλόν πατριώτη Θοδωρή Ζαχαρόπουλον καί συνφώνως καί οι δυό μας παίρνομε τ' αρχεία όλα τού Βουλευτικού καί τά κρύψαμε, καί δέν τά πήραν οί άλλοι. Τότε ξαναπήγαμε είς τ' Άνάπλι. Μαθαίνοντας όλα αυτά αύτείνοι, τό Εκτελεστικό, ότι έγώ είμαι ό αίτιος πού δέν πήραν τ' αρχεία κι' ότι δέν είμαι πλέον με τό πνεύμα τους, μελέτησαν νά μού την παίξουν χερότερα κι' άπό τόν Δυσσέα καί τόν Γκούρα. Μού διασπάρτισε τούς ανθρώπους μου ό Γενναίος· θέλησε νά μού τούς πάρη μέ ψευτιές - καί τότε χωρίς συντρόφους μόκαναν ό,τι θέλαν. Κατάλαβα τόν σκοπόν τους, πληροφόρησα τούς ανθρώπους μου- κατάλαβαν καί οί ίδιοι ότι είναι ψευτιές αυτά έκεινών νά μάς δισπαρτίσουνε. ‘Εδιωξα τούς αίτιους όπούχαν όργανά τους καί διάγειραν τούς άλλους. Του είπα του Γενναίου· «Δεν ήξερες νά την κάμης καλά αύτείνη τήν δουλειά, όπου 'νεργούσες. Είσαι νέος ακόμα. ‘Ασε νά σέ μάθω έγώ, κ' ύστερα... - Μου λέγει, δέν με μαθαίνεις. – ‘Οποτε είναι καιρός θέλει σέ μάθω· τότε σέ θυμάγω καί τό βλέπεις».
Τήν άλλη 'μέρα, μάθαμε ύστερα, τό Βουλευτικόν διόρισε άλλο Έκτελεστικόν· πήγε είς τό Κρανίδι τό Βουλευτικόν, διόρισε τόν Κουντουργιώτη, τόν Μπόταση, τόν Σπηλιωτάκη, τόν Κωλέτη τόν Λόντο, τόν άδελφόν του Πετρόμπεγη. Τότε ό Σωτήρη Χαραλάμπης κι' ό Μεταξάς μείναν είς τα’ Άνάπλι νά κυβερνηθούνε. Εμείς μέ τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πετρόμπεγη πήγαμε είς τήν Τροπολιτζά νά πολεμήσουμε. Άφού πήγαμε είς Τροπολιτζά άνοιξε τό ντουφέκι καί σκοτωνόμαστε σάν τά σκυλιά είς τ' αμπέλια. Μέθαγε ό αρχηγός Κολοκοτρώνης τους ανθρώπους, οι άναντίοι ήταν κλεισμένοι είς τά σπίτια τους κ' έμείς άπόξω, και σκοτωνόμαστε. Τότε πάμε μέ τόν Χατζή Χρήστο είς τό μισό Βουλευτικό καί μισό Έκτελεστικόν, τά δικά τους, καί τους λέμε «Τήν πολιτείαν τήν γύμνωσαν οί άνθρωποί σας». (Είναι ή αλήθεια του θεού, δέν άφησα τούς ανθρώπους μου νά πάροουν μίαν τρίχα.΄Ενας πήρε ένα σαχάνι νά κενώσουμε τό φαΐ καί το» έδιωξα καί τό πήγε όπίσου έκεί όπου τό πήρε). Τους είπαμε· «Τώρα τήν γύμνωσαν τήν Τροπολιτζά, οί άνθρωποί μας σκοτώνονται ολοένα. Εγώ, τούς λέγω, έχω τρακόσιους άνθρώπους, θά τους δώσω τρακόσια δαβλιά αναμμένα, τό ίδιον και ο Χατζηχρήστος καί οί Χορμοβίτες, καί θά κάψωμετά σπίτια vα βγούνε οί άναντίοι σας όξω νά σκοτωθούμε μ' αυτούς φανερά, όχι νά σκοτώνονται οί άνθρωποι σάν τά σκυλιά μεθυσμένοι «και οί άναντίοι άπό μέσα νά μάς βαρούνε». Τότε λένε όλοι αυτείνοι·«Δέν γίνεται αυτό, ότι καίτε καί τά δικά μας σπίτια. - Λί γο με μέλει, τούς λέγω· τώρα οπού γυμνώθηκαν οί άνθρωποι, θέλετε κ' εσείς τά σπίτια; Ό Θεός θέλησε νά μείνουν άκαγα από τους Τούρκους· εσείς θέλετε νά τά κάψωμε. Αύτείνη τήν λευτερίαν ζητάτε νά μάς φέρετε, νά κάμετε τά κέφια τά δικά σας, να χαθή καί ή πατρίδα μας». Σηκωθήκαμε κι' άναχωρήσαμε. Το δειλινό στείλαν καί πήγαμε όπίσου καί μάς είπανε, μέ το Χατζηχρήστο οί δυό μας νά μιλήσουμε τών άναντίων νά πάψη το ντουφέκι. Μιλήσαμε τότε μ' αυτούς καί ησυχάσαμε.
Τό βράδυ βλέπω έναν φερμένον άπό τό Κρανίδι, Λεωνίδα τον λένε· ήταν στελμένος άπό τήν νέαν Κυβέρνησιν. Τότε τόμαθα αυτό· δέν μάς τόλεγαν πρωτύτερα. Μού λέγει αυτός ότι έγινε νέα Κυβέρνηση, κι' αυτή μέ τό Βουλευτικόν μου παραγγέλνουν νά γυρίσω μ' αυτούς καί μου δίνουν διακόσες χιλιάδες γρόσια. Τούς παραγγέλνω· «Τήν δικαιοσύνη όπούχουν ετούτοι έδώ μήν τήν έχουν κ' εκείνοι εκεί, καί νά κυβερνήσουνε πατριωτικώς ότι κιντυνεύει ή πατρίς· κ' έγώ γρόσια δέν θέλω, δέν πουλιώμαι διά γρόσια· δέν ορκίστηκα δι' αυτά, ορκίστηκα διά πατρίδα. Και άν είναι διά τήν πατρίδα, δέχομαι νά τήν βοηθήσω έγώ· άφήτεμε εμένα νά τούς διαλύσω αύτεινών έδώ τήν δύναμή τους. 'Αλλά νά μήν ξέρη κανένας ότι άγροικιώνται μέτ' έμένα καί κινδυνέψω αδίκως καί δέν βγάλω καί τ' αποτέλεσμα». Μού στείλαν όπίσου δ,τι γνωρίζω νά κάμω καί ή πατρίς θά μού τό γνωρίζει πολύ.
Αφού κυβερνήσαμε τήν Τροπολιτζά καί σκοτώθηκαν κα τόσοι άνθρωποι, κινήσαμε μέ τόν Γενναίον ώς δυό χιλιάδες στράτεμα Πελοποννήσιοι, Χατζηχρήστος, Χορμοβίτες κι' άλλοι πολλοί ξένοι κ' έγώ μέ τό σώμα μου καί βήκαμε σέ κάτι χωριά άπόξω άπό τήν Τροπολιτζά. Συγκατοικούσα έγώ μέ τόν Γενναίον· άποφάγαμε ψωμί· μέ πιστεύτηκε καί μού είπε· «Πάμε Μακρυγιάννη, νά πατήσουμε τά Τρίκκαλα· τώρα έμαθα ότι είναι πολλή δύναμη έκεί· εσείς νά πάρετε τό βιόν του Νοταρά έγώ νά πάρω τό κορίτζι του· ότι αυτός είναι άναντίος τής πατρίδος» (αύτείνοι ήταν καλοί· θά διόρθωναν έτζι την πατρίδα). Έγώ ακούγοντας αυτό, θέλησα 'λικρινώς νά τόν συβουλέψω· τού είπα· «Γυναίκα θά την πάρης ή μορόζα; - Μού λέγει, γυναίκα. - Σά θά την πάρης γυναίκα, πάρε καί μίαν καντιποτένια, φτάνει νά είναι όμορφη νά σε εύκαριστάγη· ότι σάν πάρουμε εμείς τό βιόν κ' έσύ εκείνη ξερή, τί τήν θέλεις καί τί ζωή θά ζήσης μ' αύτείνη καί μέ τους συγγενείς της καί μέ τούς χωργιανούς της; Κάλλιον ν’ αποχτάς φίλους καί νά μετράς, κι' όχι τοιούτους. Πρόσεξε νά μην φύγωμε άπό τούς Τούρκους καί γενούμε άλλοι τοιούτοι χερότεροι». Μ' άκουσε ό Γενναίος εις αυτά, κι' άντίς νά πάμε νά χαλάσουμε τά Τρίκκαλα καί τόν Νοταρά (καί θά τους χαλάγαμε, ότι δέν ήταν δύναμη τελείως εκεί· ήταν ό Νοταράς μέ τό παιδί του καί μέ τόν Λόντο), σηκωθήκαμε και πήγαμε εις τά Κλημαντοκαίσαρα καί φάγαμε τό χωριόν καί τους ανθρώπους τόσες ήμέρες. Εκεί πλησίον ήταν καί καμμιά δεκαργιά χιλιάδες πράματα τού Νοταρά καί Τρικκαλιώτων. Μού είπε πάλε ό Γενναίος, ό Τζόκρης κι' άλλοι νά πάγω νά πάρωτά μισά, νά τά βαστήξω έγώ, καί τ' άλλα νά τά δώσω νά 'φοδιάσουνε τά κάστρα όπούχαν είς τό χέρι τους αύτείνοι. Έγώ ούτε καί τό καζάντι τους ήθελα, νά γυμνώσω αθώους ανθρώπους, ούτε καί τά κάστρα νά είναι 'φοδιασμένα - νά μένουν είς τήν δικαιοσύνη αύτεινών καί τής συντροφιάς τους. Μού λένε· «Νά πας νά τά πάρης, ότι 'σ τήν Τροπολιτζά δέν πήρετε πλιάτζικα- καί νά πάρης αυτά νά φκαριστηθής έσύ καί οί άνθρωποι σου· (ξένα πράματα δικά μας καζάντια). - Τούς λέγω, πάγω». Καί τούς εύκαρίστησα όπού μάς αγαπούνε καί θά μάς καζαντήσουνε. Στέλνω έναν επίτηδες καί τούς είπα τών χωριανών καί τράβησαν τά ζωντανά άπό εκεί. Πήγα έγώ ύστερα δέν ταύρα· γύρισα άδειος όπίσου. Τότε αυτό μαθεύτηκε, ότι έγώ παράγγειλα αυτό. Γγκιχτήκαμε μέ τόν Γενναίον καί τούς άλλους. Πρόσμεναν ακόμα τρεις χιλιάδες ασκέρι άπό Καρύταινα κι' άλλα μέρη νά πάμε νά βαρέσουμε τό Κρανίδι όπουταν τό Βουλευτικόν καί ή νέα Κυβέρνηση. Καί σηκωθήκαμε καί πήγαμε είς τό Μπότζικα κι' ολόγυρα 'σ εκείνα τά χωριά νά προσμείνωμε καί τούς άλλους καί νά πάμε άναντίον της νέας Κυβέρνησης καί του Βουλευτικού. 'Σ τό Κουτζοπόδι πιάστηκα μέ τόν Γενναίον ότι δέν θέλομε νά βαρέσουμε τό Βουλευτικόν. Είχα κουβεντιάση μέ τόν Χατζηχρήστο κι' άλλους καί ήμαστε σύντροφοι καί σύνφωνοι. Άφού μάλλωσα αρκετά, σηκώθηκα πήγα είς τό κονάκι μου. Αύτείνοι μίλησαν πολλών άπό τούς ανθρώπους τους καί τούς έδωσαν χρήματα νά τάξουν τών συντρόφωνέ μου, νά γυρίσουνε μ' αυτούς καί νά μέ βαρέσουν μέ δόλο εμένα. Ενας μπαϊραχτάρης τού Γενναίου, καλό παληκάρι, ήταν παρών κι' άκουγε τά σκέδια τους καί ήρθε καί μού τό είπε. Πήγα είς τόν Γενναίον, τού είπα ότι έγώ άπό αυτούς δέν τραβάγω χέρι, θά πεθάνω μ' αυτούς. Τότε αγαπήσαμε· καθίσαμε ώς τά μεσάνυχτα, φάγαμε· σηκώθηκα νά φύγω, μού είπε μπονόρα νά πάγω νά φάμε τηγανίτες. Ό στραβοραγιάς άς δουλεύη διά 'μάς· εκείνος τρώγει λάχανα άνάλατα, εμείς τηγανίτες κι' αρνάκια. Καί τούς λευτερώσαμε άπό τούς Τούρκους· άπό σένα, χάρε, φεύγω, σέτ' εσένα καί χερότερα κατανταίνω. Τού είπα μπονόρα θά πάγω νά φάγω της τηγανίτες. Ευτύς οπού πήγα είς τό κονάκι μου έστειλα τόν τζαγούση μου καί σύναξε όλους τούς ανθρώπους μου καί πήρα καί καμπόσους δικούς του, τού Γενναίου. Ήταν μία μεγάλη βροχή καί κοντέψαμε νά σωθούμε άπονα παλιόρεμα. Βήκαμε καρσί είς τήν ράχη κι' ανάψαμε φωτιές. Τήν αυγή στέλνει ό Γενναίος νά φάμε της τηγανίτες, δέν βρίσκει κανέναν. Τού παράγγειλα· «Αύτείνη είναι ή τέχνη, όπου πολέμαγες νά μού πάρης τους ανθρώπους μου εις τ' Άνάπλι καί τους δισπάρτισες, διά νά μέ κάμης ό,τι θέλης χωρίς συντρόφους. Εγώ ξόδιαζα έξ ιδίων μου διά τούς συντρόφους κ' έσύ τούς ανακάτευες άναντίον μου. Αύτείνη είναι ή τέχνη πού ήθελες νά μέ μάθης· κι' ό,τι ήθελες νά μού κάμης τόπαθες». Άφού μάθαν ό Χατζηχρήστος καί οί άλλοι ότι έφυγα έγώ, σέ δυό ώρες ήρθαν όλοι είς τόν Αγιον Γιώργη, είς τό χωριόν' ήταν έκεί τής νέας Διοίκησης τ' ασκέρια, ό Noταράς, Λονταίγοι κι' άλλοι. Εμεινε ο Γενναίος μέ σαράντα ανθρώπους μόνον καί πήγαν εις Τροπολιτζά.
Ό Γενναίος πήγε εις την Τροπολιτζά, όπούταν ό πατέρας του. Άφού μιλήσαμε τής προκοπές τών καπεταναίων, όπου θά λευτερώσουνε τήν πατρίδα, πάμε καί εις τους ευγενείς, τους αφεντάδες. Όταν φτάσαμε είς τόν 'Αγιώργη, ήταν έκεί ό Νοταράς κι' ό Λόντος κι' ό θείος του ό Αντρέας. Είχαν τής Κόρθος τάς προσόδους κ' έπρεπε νά πλερώσουνε τά οτροττέματα. Σάν έφυγα άπό τούς Κολοκοτρωναίους, ή Νέα Διοίκηση διάταξε τόν Νοταρά τόν Γιάννη νά μάς πλερώση. Πάγω μίαν ήμέρα είς τό κονάκι του, τόν βρίσκω καί τυραγνούσε έναν πολίτη· τέτοιον τυραγνισμόν δέν τόν ξέραν νά του κάμουν μήτε οί Κατζαντωναίοι όπούταν λησταί. Δεμένος ό πολίτης, κεφάλι κι' ό κώλος ένα, καί του γύρευαν χρήματα. Τότε σιχάθηκα όλως διόλου τό Ρωμαίικο, ότι μάθαμε όλοι τήν ληστείαν γενικώς. Του μίλησα αύτεινού τοού ευγενή ότι δέν είναι καλά τά τοιούτα- «ότι όταν βλέπουν εσάς όπού κάνετε τοιούτα οί άλλοι, οί μικροί, θά φάνε ζωντανούς ανθρώπους». Σας λέγω ώς τίμιος άνθρωπος, είχα ώς τότε μεγάλο σέβας καί 'σ αυτούς καί τούς σιχάθηκα νά μήν τούς βλέπω- κι' αναθεμάτισα τήν λευτερίαν, όπού θά κάμωμε μ' αυτούς όλους. Τότε άπολπίστηκα καί γύρεψα νά φύγω διά έξω· μέ βάσταξαν κ' έμεινα. Άπό έκεί πήγαμε είς τά χωριά, σταθήκαμε κάνα δυό ήμερες κ' ήρθαμε είς "Αργός κι' άπό 'δώ πήγαμε είς Τροπολιτζά καί πολιορκήσαμε Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεγη, Γριβαίους', όπούταν μέ τόν Πετρόμπεγη κι' όλη τήν συντροφιά, καί βαστούσαμε άπόξω τά τείχη τής χώρας, όπούταν κάτι χωριά, καί πολεμούσαμε νύχτα καί ήμερα καί σκοτωνόμαστε άπό τόνα τό μέρος καί τ' άλλο. Οί Κολοκοτρωναίγοι φοβέριζαν έμενα, άν μέ πιάσουνε, θά μέ γδάρουνε ζωντανόν. 'Εβγαιναν πάντοτες καί πολεμούσαμε έξω άπό τά τείχη.
Μίαν ήμερα έγραψαν άπό μέσα έξω είς τούς δικούς τους, Κολιόπουλο κι' άλλους- τους λέγανε- «την αυγή, δυό ώρες νά φέξη, νά πιάσετε όλοι τά Τρίκορφα κι' όλες αυτές τής θέσες καί βγαίνομε κ' εμείς από μέσα κ' έσείς άπόξω, νά ριχτούμε όλοι συχρόνως, νά μήν αφήσουμε γλώσσα άπό τους άντιπατριώτες». 'Σ τό ίδιον χαρτί αποκρίθηκαν εκείνοι όπίσου, ότι δέν είχαν ώς φαίνεται, άλλο χαρτί, κ' έλεγαν. «Είμαστε έτοιμοι καί δυνατοί καί κατά τό γράφει σας πιάνομε τής θέσες· καί νά τους ρίχτουμε συχρόνως νά μήν αφήσουμε ποδάρι άπό τους αποστάτες». (Έμείς ήμαστε αποστάτες, εκείνοι νόμιμοι!). Έγώ ό δυστυχής όλο πρόσεχα τής αναγκαίες θέσες, ότι όλοι αύτείνοι έμένα φοβέριζαν, όπου τούς έγινα άπιστος. 'Ημουνε άπό κάτου τά Τρίκορφα μέσα 'σ ένα ρέμα καί φύλαγα- νά ένας καλόγερος καί διαβαίνει- εύτύς όπού μάς είδε εμάς πέταξε τό γράμμα (δέν τό-δαμε). Τού λέγω- «Καλόγερε, πού πάς; - Πάγου εις τ' 'Αργός. -Πούναι τό γράμμα; τού λέγω ψέματα- τό ξέρω όπούχεις γράμμα. - Δέν έχω, μού λέγει. - Πάρτε τον, σύρτε νά τόν σκοτώσετε! λέγω διά φόβο. - Μού λέγει, στέκα, μή μέ σκοτώνετε-'λάτε νά σάς δώσω τό γράμμα». Πάμε καί τό παίρνομε, άνάβομε κερί καί τό διαβάζομε. Είδαμε όλα αυτά. Εύτύς κατέβηκα εις τό Λόντο καί Νοταρά καί του Ζαΐμη τούς ανθρώπους κι' αφήσαμε άπό λίγους εις τά πόστα. Κ' εύτύς πήρα τό Νάση Φωτομάρα καί πήγαμε ομπρός καί πιάσαμε τά Τρίκορφα κι' όλα εκείνα τά πόστα. Ήρθανε οί φίλοι, ταύραν πιασμένα. Μάς γύρεψαν νά τούς αφήσουμε λεύτερη είσοδον νά πάνε νά μιλήσουν εις την Τροπολιτζά, νά μάς τήν παραδώσουνε καί νά φύγουν. 'Ετζι ακολουθήσαμε. Καί τό δειλινό φύγαν όλοι αύτείνοι καί τήν πήραμε εμείς.
Αφού έμαθε ό Δυσσέας ότι πήγα μέ τόν Κολοκοτρώνη, του παράγγειλε ότι έγώ δεν είμαι μέ τό πνεύμα τών καπεταναίων καί νάχη τό νού του, νά μέ κυβέρνηση. Είναι ή αλήθεια ότι ό Κολοκοτρώνης δέν είναι αιμοβόρος καί μού τό είπε αυτό. Του λέγω του Κολοκοτρώνη· «Έγώ, αδελφέ,γνωρίζω τους μεγαλύτερούς μου, όσοι δουλεύουν δια πατρίδα και θρησκεία δι' αυτά που σηκώσαμε τ' άρματα». Μου είπε νά σταθώ μέ τόν Γενναίον τόν υίγιόν του. Πήγα, βλέπω ένα παιδί. Μου λέγει· «Έσυ 'σαι ό Μακρυγιάννης; - Του λέγω, εγώ. Καί είσαι συ ό Γενναίος; - Έγώ, μου λέγει. - Χαίρομαι» του λέγω. Μέ είχαν ρωτήση τι μιστόν θέλω διά τούς ανθρώπους καί του λόγου μου, νά μάς πλερώνη ή Κυβέρνηση. «Ό,τι πλερώνει καί τόσους άλλους όπούχει, άς πλερώνη καί τούς δικούς μου έγώ δέν θέλω τίποτας. Τά ταιργιάσαμε.
Σέ ολίγες ημέρες μαθαίνω ότι είς την Πελοπόννησο άνοιξε φατρία ό Κολιόπουλος κι' άλλοι μέ τής Κυβερνήσεως τό μέρος καί οι Ντεληγιανναίγοι, Ζαίμης, Λονταϊγοι μέ τ' άλλο. Ρωτάμε έμείς τί πράμα είναι αυτή ή φατρία (δέν τήν ξέραμε είς την πατρίδα μας αύτείνη τήν λέξη, ξέραμε όμως άλλες προκοπές, καπεταναίικες). Μάς λένε· «Μεράστηκαν οί καλοί πατριώτες νά προκόψουν τήν πατρίδα»· - κι' όλος ό τόπος γιομάτος Τούρκους. Μέ διατάζουν τότε κ' εμένα νά πάρω τούς ανθρώπους μου καί νά πάγω μέ τό μέρος τής Κυβέρνησης, νά 'περασπίζωμαι τό Έκτελεοτικόν (άπό τ' άλλο μέρος ήταν τό Βουλευτικόν. Μέ τό Βουλευτικόν ήταν τό δίκιον καί ή πατρίδα. Οι άλλοι ήθελαν νά ρουφούνε τά εθνικά καί μάλλωναν. Δέν ήξερε κανείς τί να κάμη. Ήμουν άμαθος άπό τέτοια. Μέ διατάζουν νά πάγω κ' έγώ νά δοκιμάσω αυτό τό καλό, νά φάγω φατρία μαζί μέ τούς ανθρώπους μου. Τούς είπα- «Δέν ορκίστηκα- όταν ορκίστηκα νά σηκώσουμε ντουφέκι νά πάγω κ' έγώ νά πολεμήσω, μέ Ρωμαίγους είπαμε; Μέ Τούρκους. Καί δέν πάμε». Δέν θέλησα να πάγω. Μέ βάσταξαν έκεί, είς Άνάπλι, καί στείλαν άλλους.
Άφού άναψε εκεί τό ντουφέκι, θέλησε κι' ό Γενναίος νά πάη να πολεμήση τόν Νοταρά, νά πάρη τό κορίτζι του γυναίκα. Μου λέγει ό Κολοκοτρώνης νά τόν ακολουθήσουμε, νά πάμε ες τήν Κόρθο, ότι έχει δουλειά έκει. Εμείς δέν ξέραμε αυτές της συμπεθεριές- πήγαμε είς Κόρθο, τό μάθαμε αυτό. Συνάχτηκαν-οί Νοταραίοι- πήγαινε ν’ άνοιξη τό ντουφέκι φοβερίζαμε ένα; τόν άλλον. Τούς μίλησα έγώ φρόνιμα, ό,τι μπορούσα· σηκωθήκαμε καί πήγαμε πίσου είς τ' Άνάπλι, άφού γυμνώσαμε τους δυστυχισμένους κατοίκους καί τούς φάγαμε τά σφαχτά τους.
Σέ ολίγες ήμέρες τό «κλειδί» τοϋ Κολοκοτρώνη, ό πατριώτης ό Μεταξάς, 'ρεθίζει αυτόν καί τ' άλλα τά μέλη του Εκτελεστικού καί τούς παίρνουν όλους κ' έρχονται είς τ' ‘Αργός, έτοιμοι ν' άνοίξη ό εμφύλιος πόλεμος. Άφού τό φέραν γύρα, μ' έκραξε τό Βουλευτικόν καί μού είπε όλα τά αίτια καί πώς οί άλλοι θέλαν νά τους πάρουν τ' αρχεία, τού Βουλευτικού. Μού ζήτησε βοήθεια. Τότε μιλάμε με τόν καλόν πατριώτη Θοδωρή Ζαχαρόπουλον καί συνφώνως καί οι δυό μας παίρνομε τ' αρχεία όλα τού Βουλευτικού καί τά κρύψαμε, καί δέν τά πήραν οί άλλοι. Τότε ξαναπήγαμε είς τ' Άνάπλι. Μαθαίνοντας όλα αυτά αύτείνοι, τό Εκτελεστικό, ότι έγώ είμαι ό αίτιος πού δέν πήραν τ' αρχεία κι' ότι δέν είμαι πλέον με τό πνεύμα τους, μελέτησαν νά μού την παίξουν χερότερα κι' άπό τόν Δυσσέα καί τόν Γκούρα. Μού διασπάρτισε τούς ανθρώπους μου ό Γενναίος· θέλησε νά μού τούς πάρη μέ ψευτιές - καί τότε χωρίς συντρόφους μόκαναν ό,τι θέλαν. Κατάλαβα τόν σκοπόν τους, πληροφόρησα τούς ανθρώπους μου- κατάλαβαν καί οί ίδιοι ότι είναι ψευτιές αυτά έκεινών νά μάς δισπαρτίσουνε. ‘Εδιωξα τούς αίτιους όπούχαν όργανά τους καί διάγειραν τούς άλλους. Του είπα του Γενναίου· «Δεν ήξερες νά την κάμης καλά αύτείνη τήν δουλειά, όπου 'νεργούσες. Είσαι νέος ακόμα. ‘Ασε νά σέ μάθω έγώ, κ' ύστερα... - Μου λέγει, δέν με μαθαίνεις. – ‘Οποτε είναι καιρός θέλει σέ μάθω· τότε σέ θυμάγω καί τό βλέπεις».
Τήν άλλη 'μέρα, μάθαμε ύστερα, τό Βουλευτικόν διόρισε άλλο Έκτελεστικόν· πήγε είς τό Κρανίδι τό Βουλευτικόν, διόρισε τόν Κουντουργιώτη, τόν Μπόταση, τόν Σπηλιωτάκη, τόν Κωλέτη τόν Λόντο, τόν άδελφόν του Πετρόμπεγη. Τότε ό Σωτήρη Χαραλάμπης κι' ό Μεταξάς μείναν είς τα’ Άνάπλι νά κυβερνηθούνε. Εμείς μέ τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πετρόμπεγη πήγαμε είς τήν Τροπολιτζά νά πολεμήσουμε. Άφού πήγαμε είς Τροπολιτζά άνοιξε τό ντουφέκι καί σκοτωνόμαστε σάν τά σκυλιά είς τ' αμπέλια. Μέθαγε ό αρχηγός Κολοκοτρώνης τους ανθρώπους, οι άναντίοι ήταν κλεισμένοι είς τά σπίτια τους κ' έμείς άπόξω, και σκοτωνόμαστε. Τότε πάμε μέ τόν Χατζή Χρήστο είς τό μισό Βουλευτικό καί μισό Έκτελεστικόν, τά δικά τους, καί τους λέμε «Τήν πολιτείαν τήν γύμνωσαν οί άνθρωποί σας». (Είναι ή αλήθεια του θεού, δέν άφησα τούς ανθρώπους μου νά πάροουν μίαν τρίχα.΄Ενας πήρε ένα σαχάνι νά κενώσουμε τό φαΐ καί το» έδιωξα καί τό πήγε όπίσου έκεί όπου τό πήρε). Τους είπαμε· «Τώρα τήν γύμνωσαν τήν Τροπολιτζά, οί άνθρωποί μας σκοτώνονται ολοένα. Εγώ, τούς λέγω, έχω τρακόσιους άνθρώπους, θά τους δώσω τρακόσια δαβλιά αναμμένα, τό ίδιον και ο Χατζηχρήστος καί οί Χορμοβίτες, καί θά κάψωμετά σπίτια vα βγούνε οί άναντίοι σας όξω νά σκοτωθούμε μ' αυτούς φανερά, όχι νά σκοτώνονται οί άνθρωποι σάν τά σκυλιά μεθυσμένοι «και οί άναντίοι άπό μέσα νά μάς βαρούνε». Τότε λένε όλοι αυτείνοι·«Δέν γίνεται αυτό, ότι καίτε καί τά δικά μας σπίτια. - Λί γο με μέλει, τούς λέγω· τώρα οπού γυμνώθηκαν οί άνθρωποι, θέλετε κ' εσείς τά σπίτια; Ό Θεός θέλησε νά μείνουν άκαγα από τους Τούρκους· εσείς θέλετε νά τά κάψωμε. Αύτείνη τήν λευτερίαν ζητάτε νά μάς φέρετε, νά κάμετε τά κέφια τά δικά σας, να χαθή καί ή πατρίδα μας». Σηκωθήκαμε κι' άναχωρήσαμε. Το δειλινό στείλαν καί πήγαμε όπίσου καί μάς είπανε, μέ το Χατζηχρήστο οί δυό μας νά μιλήσουμε τών άναντίων νά πάψη το ντουφέκι. Μιλήσαμε τότε μ' αυτούς καί ησυχάσαμε.
Τό βράδυ βλέπω έναν φερμένον άπό τό Κρανίδι, Λεωνίδα τον λένε· ήταν στελμένος άπό τήν νέαν Κυβέρνησιν. Τότε τόμαθα αυτό· δέν μάς τόλεγαν πρωτύτερα. Μού λέγει αυτός ότι έγινε νέα Κυβέρνηση, κι' αυτή μέ τό Βουλευτικόν μου παραγγέλνουν νά γυρίσω μ' αυτούς καί μου δίνουν διακόσες χιλιάδες γρόσια. Τούς παραγγέλνω· «Τήν δικαιοσύνη όπούχουν ετούτοι έδώ μήν τήν έχουν κ' εκείνοι εκεί, καί νά κυβερνήσουνε πατριωτικώς ότι κιντυνεύει ή πατρίς· κ' έγώ γρόσια δέν θέλω, δέν πουλιώμαι διά γρόσια· δέν ορκίστηκα δι' αυτά, ορκίστηκα διά πατρίδα. Και άν είναι διά τήν πατρίδα, δέχομαι νά τήν βοηθήσω έγώ· άφήτεμε εμένα νά τούς διαλύσω αύτεινών έδώ τήν δύναμή τους. 'Αλλά νά μήν ξέρη κανένας ότι άγροικιώνται μέτ' έμένα καί κινδυνέψω αδίκως καί δέν βγάλω καί τ' αποτέλεσμα». Μού στείλαν όπίσου δ,τι γνωρίζω νά κάμω καί ή πατρίς θά μού τό γνωρίζει πολύ.
Αφού κυβερνήσαμε τήν Τροπολιτζά καί σκοτώθηκαν κα τόσοι άνθρωποι, κινήσαμε μέ τόν Γενναίον ώς δυό χιλιάδες στράτεμα Πελοποννήσιοι, Χατζηχρήστος, Χορμοβίτες κι' άλλοι πολλοί ξένοι κ' έγώ μέ τό σώμα μου καί βήκαμε σέ κάτι χωριά άπόξω άπό τήν Τροπολιτζά. Συγκατοικούσα έγώ μέ τόν Γενναίον· άποφάγαμε ψωμί· μέ πιστεύτηκε καί μού είπε· «Πάμε Μακρυγιάννη, νά πατήσουμε τά Τρίκκαλα· τώρα έμαθα ότι είναι πολλή δύναμη έκεί· εσείς νά πάρετε τό βιόν του Νοταρά έγώ νά πάρω τό κορίτζι του· ότι αυτός είναι άναντίος τής πατρίδος» (αύτείνοι ήταν καλοί· θά διόρθωναν έτζι την πατρίδα). Έγώ ακούγοντας αυτό, θέλησα 'λικρινώς νά τόν συβουλέψω· τού είπα· «Γυναίκα θά την πάρης ή μορόζα; - Μού λέγει, γυναίκα. - Σά θά την πάρης γυναίκα, πάρε καί μίαν καντιποτένια, φτάνει νά είναι όμορφη νά σε εύκαριστάγη· ότι σάν πάρουμε εμείς τό βιόν κ' έσύ εκείνη ξερή, τί τήν θέλεις καί τί ζωή θά ζήσης μ' αύτείνη καί μέ τους συγγενείς της καί μέ τούς χωργιανούς της; Κάλλιον ν’ αποχτάς φίλους καί νά μετράς, κι' όχι τοιούτους. Πρόσεξε νά μην φύγωμε άπό τούς Τούρκους καί γενούμε άλλοι τοιούτοι χερότεροι». Μ' άκουσε ό Γενναίος εις αυτά, κι' άντίς νά πάμε νά χαλάσουμε τά Τρίκκαλα καί τόν Νοταρά (καί θά τους χαλάγαμε, ότι δέν ήταν δύναμη τελείως εκεί· ήταν ό Νοταράς μέ τό παιδί του καί μέ τόν Λόντο), σηκωθήκαμε και πήγαμε εις τά Κλημαντοκαίσαρα καί φάγαμε τό χωριόν καί τους ανθρώπους τόσες ήμέρες. Εκεί πλησίον ήταν καί καμμιά δεκαργιά χιλιάδες πράματα τού Νοταρά καί Τρικκαλιώτων. Μού είπε πάλε ό Γενναίος, ό Τζόκρης κι' άλλοι νά πάγω νά πάρωτά μισά, νά τά βαστήξω έγώ, καί τ' άλλα νά τά δώσω νά 'φοδιάσουνε τά κάστρα όπούχαν είς τό χέρι τους αύτείνοι. Έγώ ούτε καί τό καζάντι τους ήθελα, νά γυμνώσω αθώους ανθρώπους, ούτε καί τά κάστρα νά είναι 'φοδιασμένα - νά μένουν είς τήν δικαιοσύνη αύτεινών καί τής συντροφιάς τους. Μού λένε· «Νά πας νά τά πάρης, ότι 'σ τήν Τροπολιτζά δέν πήρετε πλιάτζικα- καί νά πάρης αυτά νά φκαριστηθής έσύ καί οί άνθρωποι σου· (ξένα πράματα δικά μας καζάντια). - Τούς λέγω, πάγω». Καί τούς εύκαρίστησα όπού μάς αγαπούνε καί θά μάς καζαντήσουνε. Στέλνω έναν επίτηδες καί τούς είπα τών χωριανών καί τράβησαν τά ζωντανά άπό εκεί. Πήγα έγώ ύστερα δέν ταύρα· γύρισα άδειος όπίσου. Τότε αυτό μαθεύτηκε, ότι έγώ παράγγειλα αυτό. Γγκιχτήκαμε μέ τόν Γενναίον καί τούς άλλους. Πρόσμεναν ακόμα τρεις χιλιάδες ασκέρι άπό Καρύταινα κι' άλλα μέρη νά πάμε νά βαρέσουμε τό Κρανίδι όπουταν τό Βουλευτικόν καί ή νέα Κυβέρνηση. Καί σηκωθήκαμε καί πήγαμε είς τό Μπότζικα κι' ολόγυρα 'σ εκείνα τά χωριά νά προσμείνωμε καί τούς άλλους καί νά πάμε άναντίον της νέας Κυβέρνησης καί του Βουλευτικού. 'Σ τό Κουτζοπόδι πιάστηκα μέ τόν Γενναίον ότι δέν θέλομε νά βαρέσουμε τό Βουλευτικόν. Είχα κουβεντιάση μέ τόν Χατζηχρήστο κι' άλλους καί ήμαστε σύντροφοι καί σύνφωνοι. Άφού μάλλωσα αρκετά, σηκώθηκα πήγα είς τό κονάκι μου. Αύτείνοι μίλησαν πολλών άπό τούς ανθρώπους τους καί τούς έδωσαν χρήματα νά τάξουν τών συντρόφωνέ μου, νά γυρίσουνε μ' αυτούς καί νά μέ βαρέσουν μέ δόλο εμένα. Ενας μπαϊραχτάρης τού Γενναίου, καλό παληκάρι, ήταν παρών κι' άκουγε τά σκέδια τους καί ήρθε καί μού τό είπε. Πήγα είς τόν Γενναίον, τού είπα ότι έγώ άπό αυτούς δέν τραβάγω χέρι, θά πεθάνω μ' αυτούς. Τότε αγαπήσαμε· καθίσαμε ώς τά μεσάνυχτα, φάγαμε· σηκώθηκα νά φύγω, μού είπε μπονόρα νά πάγω νά φάμε τηγανίτες. Ό στραβοραγιάς άς δουλεύη διά 'μάς· εκείνος τρώγει λάχανα άνάλατα, εμείς τηγανίτες κι' αρνάκια. Καί τούς λευτερώσαμε άπό τούς Τούρκους· άπό σένα, χάρε, φεύγω, σέτ' εσένα καί χερότερα κατανταίνω. Τού είπα μπονόρα θά πάγω νά φάγω της τηγανίτες. Ευτύς οπού πήγα είς τό κονάκι μου έστειλα τόν τζαγούση μου καί σύναξε όλους τούς ανθρώπους μου καί πήρα καί καμπόσους δικούς του, τού Γενναίου. Ήταν μία μεγάλη βροχή καί κοντέψαμε νά σωθούμε άπονα παλιόρεμα. Βήκαμε καρσί είς τήν ράχη κι' ανάψαμε φωτιές. Τήν αυγή στέλνει ό Γενναίος νά φάμε της τηγανίτες, δέν βρίσκει κανέναν. Τού παράγγειλα· «Αύτείνη είναι ή τέχνη, όπου πολέμαγες νά μού πάρης τους ανθρώπους μου εις τ' Άνάπλι καί τους δισπάρτισες, διά νά μέ κάμης ό,τι θέλης χωρίς συντρόφους. Εγώ ξόδιαζα έξ ιδίων μου διά τούς συντρόφους κ' έσύ τούς ανακάτευες άναντίον μου. Αύτείνη είναι ή τέχνη πού ήθελες νά μέ μάθης· κι' ό,τι ήθελες νά μού κάμης τόπαθες». Άφού μάθαν ό Χατζηχρήστος καί οί άλλοι ότι έφυγα έγώ, σέ δυό ώρες ήρθαν όλοι είς τόν Αγιον Γιώργη, είς τό χωριόν' ήταν έκεί τής νέας Διοίκησης τ' ασκέρια, ό Noταράς, Λονταίγοι κι' άλλοι. Εμεινε ο Γενναίος μέ σαράντα ανθρώπους μόνον καί πήγαν εις Τροπολιτζά.
Ό Γενναίος πήγε εις την Τροπολιτζά, όπούταν ό πατέρας του. Άφού μιλήσαμε τής προκοπές τών καπεταναίων, όπου θά λευτερώσουνε τήν πατρίδα, πάμε καί εις τους ευγενείς, τους αφεντάδες. Όταν φτάσαμε είς τόν 'Αγιώργη, ήταν έκεί ό Νοταράς κι' ό Λόντος κι' ό θείος του ό Αντρέας. Είχαν τής Κόρθος τάς προσόδους κ' έπρεπε νά πλερώσουνε τά οτροττέματα. Σάν έφυγα άπό τούς Κολοκοτρωναίους, ή Νέα Διοίκηση διάταξε τόν Νοταρά τόν Γιάννη νά μάς πλερώση. Πάγω μίαν ήμέρα είς τό κονάκι του, τόν βρίσκω καί τυραγνούσε έναν πολίτη· τέτοιον τυραγνισμόν δέν τόν ξέραν νά του κάμουν μήτε οί Κατζαντωναίοι όπούταν λησταί. Δεμένος ό πολίτης, κεφάλι κι' ό κώλος ένα, καί του γύρευαν χρήματα. Τότε σιχάθηκα όλως διόλου τό Ρωμαίικο, ότι μάθαμε όλοι τήν ληστείαν γενικώς. Του μίλησα αύτεινού τοού ευγενή ότι δέν είναι καλά τά τοιούτα- «ότι όταν βλέπουν εσάς όπού κάνετε τοιούτα οί άλλοι, οί μικροί, θά φάνε ζωντανούς ανθρώπους». Σας λέγω ώς τίμιος άνθρωπος, είχα ώς τότε μεγάλο σέβας καί 'σ αυτούς καί τούς σιχάθηκα νά μήν τούς βλέπω- κι' αναθεμάτισα τήν λευτερίαν, όπού θά κάμωμε μ' αυτούς όλους. Τότε άπολπίστηκα καί γύρεψα νά φύγω διά έξω· μέ βάσταξαν κ' έμεινα. Άπό έκεί πήγαμε είς τά χωριά, σταθήκαμε κάνα δυό ήμερες κ' ήρθαμε είς "Αργός κι' άπό 'δώ πήγαμε είς Τροπολιτζά καί πολιορκήσαμε Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεγη, Γριβαίους', όπούταν μέ τόν Πετρόμπεγη κι' όλη τήν συντροφιά, καί βαστούσαμε άπόξω τά τείχη τής χώρας, όπούταν κάτι χωριά, καί πολεμούσαμε νύχτα καί ήμερα καί σκοτωνόμαστε άπό τόνα τό μέρος καί τ' άλλο. Οί Κολοκοτρωναίγοι φοβέριζαν έμενα, άν μέ πιάσουνε, θά μέ γδάρουνε ζωντανόν. 'Εβγαιναν πάντοτες καί πολεμούσαμε έξω άπό τά τείχη.
Μίαν ήμερα έγραψαν άπό μέσα έξω είς τούς δικούς τους, Κολιόπουλο κι' άλλους- τους λέγανε- «την αυγή, δυό ώρες νά φέξη, νά πιάσετε όλοι τά Τρίκορφα κι' όλες αυτές τής θέσες καί βγαίνομε κ' εμείς από μέσα κ' έσείς άπόξω, νά ριχτούμε όλοι συχρόνως, νά μήν αφήσουμε γλώσσα άπό τους άντιπατριώτες». 'Σ τό ίδιον χαρτί αποκρίθηκαν εκείνοι όπίσου, ότι δέν είχαν ώς φαίνεται, άλλο χαρτί, κ' έλεγαν. «Είμαστε έτοιμοι καί δυνατοί καί κατά τό γράφει σας πιάνομε τής θέσες· καί νά τους ρίχτουμε συχρόνως νά μήν αφήσουμε ποδάρι άπό τους αποστάτες». (Έμείς ήμαστε αποστάτες, εκείνοι νόμιμοι!). Έγώ ό δυστυχής όλο πρόσεχα τής αναγκαίες θέσες, ότι όλοι αύτείνοι έμένα φοβέριζαν, όπου τούς έγινα άπιστος. 'Ημουνε άπό κάτου τά Τρίκορφα μέσα 'σ ένα ρέμα καί φύλαγα- νά ένας καλόγερος καί διαβαίνει- εύτύς όπού μάς είδε εμάς πέταξε τό γράμμα (δέν τό-δαμε). Τού λέγω- «Καλόγερε, πού πάς; - Πάγου εις τ' 'Αργός. -Πούναι τό γράμμα; τού λέγω ψέματα- τό ξέρω όπούχεις γράμμα. - Δέν έχω, μού λέγει. - Πάρτε τον, σύρτε νά τόν σκοτώσετε! λέγω διά φόβο. - Μού λέγει, στέκα, μή μέ σκοτώνετε-'λάτε νά σάς δώσω τό γράμμα». Πάμε καί τό παίρνομε, άνάβομε κερί καί τό διαβάζομε. Είδαμε όλα αυτά. Εύτύς κατέβηκα εις τό Λόντο καί Νοταρά καί του Ζαΐμη τούς ανθρώπους κι' αφήσαμε άπό λίγους εις τά πόστα. Κ' εύτύς πήρα τό Νάση Φωτομάρα καί πήγαμε ομπρός καί πιάσαμε τά Τρίκορφα κι' όλα εκείνα τά πόστα. Ήρθανε οί φίλοι, ταύραν πιασμένα. Μάς γύρεψαν νά τούς αφήσουμε λεύτερη είσοδον νά πάνε νά μιλήσουν εις την Τροπολιτζά, νά μάς τήν παραδώσουνε καί νά φύγουν. 'Ετζι ακολουθήσαμε. Καί τό δειλινό φύγαν όλοι αύτείνοι καί τήν πήραμε εμείς.
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου