"Κατά τά 1769 έχουσαι διενέξεις πολιτικάς ή Ρωσία καί ή Τουρκία καί μή συμβιβασθείσαι έκίνησεν ή πρώτη κατά της δευτέρας τον πόλεμον καί διά νά δώση ενα άντιπερισπασμόν της Τουρκίας, νά την ζαλίση, νά ρίψη την προσοχήν της εις την Πελοπόννησον καί είς τάς νήσους του Αιγαίου Πελάγους, είχε στείλει πρότερον ή Μεγάλη Αίκατερίνα τόν Πρίγκιπα Όρλώφ με ενα στολίσκον και εν σύνταγμα στρατιωτών να περιφέρεται εις τάς Κυκλάδας νήσους, και εις τά παράλια της Μάνης, νά έμπορέση να έπιφέρη μίαν ταραχήν, να πέση η προσοχή του Σουλτάνου εις αυτήν, δια νά έχη καιρόν να κατάκτηση την Κριμαίαν και δλην την Τουρικήν.
Ο Ορλώφ συνυπακουσθείς με τον τότε δυνατόν Μπενάκην έκ Καλαμάτας, μέ τον άρχιεπίσκοπον Ζαρνάτας της Μάνης, υίόν του παρά του Χομουτσαποσιά φονευθέντος Δεληγιάννη έκ Λαγκαδιών, ώς είρηται, και δι' αυτών μ' δλους τούς προεστώτας και προκρίτους της Πελοποννήσου νά κινήσουν μίαν έπανάστασιν κατά τών Τούρκων, υποσχόμενος προς αυτούς ό Όρλώφ θαλάσσιον δύναμιν και στρατεύματα δια την ξηράν και απείρους ελευθερίας και πλεονεκτήματα άπό την Αύτοκρατόρισσαν Αικατερίναν διά νά κατορθώση τον έδικόν του σκοπόν, υποσχόμενος προς αυτούς πράγματα αδύνατα. Αυτοί δέ έχοντες τό πρίσμα της έκδικήσεως κατά τών Τούρκων διά τον φόνον τών προυχόντων και άπατηθέντες άπό τάς υποσχέσεις τοϋ Όρολώφ και τών λοιπών αξιωματικών Ρώσων, ενήργησαν δλοι οί προύχοντες καί οί πρόκριτοι μετά τών αρχιερέων εις δλην την Πελοπόννησον καί έκινήθησαν άπαντες εις έπανάστασιν. Καί εξελθόντες έως πεντακόσιοι Μανιάται καί ένωθέντες μετά τών Πελοποννησίων εις την Μεσσηνίαν, κατέσφαξαν τούς Τούρκους της Άνδρούσης καί άλλους κατεπυρπόλησαν μέσα εις τούς πύργους, άνδρας, γυναίκας καί παιδιά υπέρ τάς τρεις χιλιάδας. Επίσης έπραξαν τά αυτά καί εις του Μισθρά καί εις δλας τάς επαρχίας της Πελοποννήσου καί κατέσφαξαν δσους Τούρκους εύρον έκτός τών φρουρίων. Καί απεφάσισαν νά κινηθούν κατά της Τριπολιτσάς ώς κέντρον της Πελοποννήσου.
Προσέτρεξαν εις τον Όρολώφ καί άπήτησαν έπικουρίαν τρεις τουλάχιστον χιλιάδας στρατόν τακτικόν καί πυροβολικόν μέ κανόνια, άλλα μή έχων τόσον στρατόν, τους έδωκε μόλις τριακόσιους πεντήκοντα στρατιώτας έκ του πεζικού, και εξ κανονάκια ορεινά και συνοδευθέντες έκ τεσσάρων χιλιάδων Πελοποννησίων, τότε απειροπολέμων, και μ' δλους τούς προκρίτους του τόπου έφθασαν εις την Συλίμναν έξωθεν της Τριπολιτσάς και ώχυρώθηκαν εκεί. Εις την Τριπολιτσάν ήτον συνηγμένοι υπέρ τάς δέκα χιλιάδες Τούρκοι έμπειροπόλεμοι, οίτινες βλέποντες την τοιαύτην τόλμην των Ελλήνων έξεστράτευσαν κατ' αυτών και συμπλακέντες συνεκρούσθησαν αμοιβαίως μέ λύσσαν και άπελπισίαν αμφότερα τα μέρη, και πολεμήσαντα δέκα περίπου ώρας μέ άπαραδειγμάτιστον καρτερίαν, ώρμησε τελευταίον τό ίππικόν των Τούρκων υπέρ τάς δύο ήμισυ χιλιάδες κατά τών Ρώσων και των Ελλήνων και έπεσαν μέσα εις τά οχυρώματά των και κατεσφάγησαν αμοιβαίως. Έφονεύθηκαν όλοι οί Ρώσοι μέχρι ενός και υπέρ τους οκτακόσιους Πελοποννήσιοι. Άπό δέ τους Τούρκους έφονεύθηκαν υπέρ τάς δύο χιλιάδας άλλ' ένίκησαν και ούτως έτράπησαν εις φυγήν άπαντες και διελύθησαν εις τά εξ ων συνετέθησαν έκ της αποτυχίας.
Ό Βεζύρης της Πελοποννήσου γνωρίζων πρό τίνος καιρού τάς ενεργείας τών προυχόντων Χριστιανών είχε προειδοποιήσει την Πύλην περί τών κινημάτων αυτών, και είχε προτρέψει αυτήν νά προλάβη νά στείλη πολλά στρατεύματα πρό του κινηθή ή έπανάστασις, νά την προλάβη. Και ή Πύλη είχε διατάξει τάς αρχάς και τούς Δερεμπεήδες της Αλβανίας, και έξεκίνησαν υπέρ τάς είκοσι χιλιάδες Αλβανοί και έφθασαν εις την Πελοπόννησον είκοσι ημέρας μετά τήν ήτταν της Συλίμνας και έπλημμύρισαν άπασαν τήν Πελοπόννησον, ώστε οί μέν προύχοντες και αρχιερείς, όσοι έλαβον ένεργητικόν μέρος φανερά εις τήν άποστασίαν έκείνην, άνεχώρησαν και άπήλθον εις τήν Ζάκυνθον και διεσώθησαν. Οί δέ πρόκριτοι τών επαρχιών άλλοι έκρύβησαν προς καιρόν εις τα μοναστήρια και σπήλαια και εις τα όρη και οί λοιποί έφονεύθηκαν και άπωλέσθησαν.
Άφού οί Αλβανοί κατετρόπωσαν τούς Πελοποννησίους Χριστιανούς και τούς κατεβασάνισαν τόσα ετη (ώς έν τω οικείω τόπω ρηθήσεται) καί άφού έπανήλθεν ή ησυχία μετά την καταστροφήν αυτών, καί άφού ή Πελοπόννησος υπέστη τόσος καταστροφάς ένεκα της διαμονής τού ρώσικου στόλου εις τό Αιγαίον Πέλαγος, έσυνείθισαν οί Μανιάται διά τινα καιρόν είς την θαλασσοπλοίαν καί βαθμηδόν είς την πειρατείαν ένωνόμενοι πότε με Ζακυνθινοκεφαλλήνας, καί πότε μέ Μαλτέζους (κατεχομένων τότε καί των δυο αυτών μερών υπό την άποτρόπαιον Ένετικήν έκείνην άριστοκρατίαν, καί ύπαρχούσης καί αυτής καί εις την παρακμήν της) έπραττον τάς τρομερωτέρας πειρατείας καί κακουργήματα είς τάς διαφόρους σημαίας τών Εύρωπαίων, καί άπαντες απαιτούσαν αποζημιώσεις από τήν Πελοπόννησον, ήτις ύποχρεούτο από τήν Πύλην καί έπλήρωνε κατ' έτος υπέρ τά δύο εκατομμύρια γρόσια, χωρίς νά λαμβάνη μέρος ή Μάνη είς αυτά τά βάρη τών εξόδων καί δοσιμάτων τής Πελοποννήσου, καθότι αύτη έκατοικείτο τότε μόλις από δέκα πέντε χιλιάδες πτωχόν καί άνυπότακτον λαόν καί δεν ήδύνατο νά πληρώση. Άπαυδήσαντες λοιπόν οί τότε πρόκριτοι καί προεστώται τής Πελοποννήσου καί συσκεφθέντες πώς ήδύναντο νά κατορθώσουν ένα σωτήριον σκοπόν, νά απαλλαχθούν από τήν καταβολήν τών Τούρκων, οίτινες τούς έσυκοφάντουν τούς παθόντας Ευρωπαίους, δτι αυτοί δήθεν ύπέθαλπον τήν πειρατείαν (νά τούς έχουν ένοχοποιημένους ώς άποστάτας) καί νά απαλλάξουν τον τόπον από τάς αδίκους πληρωμάς τόσων πλοίων, τά οποία έγύμνωναν οί Μανιάται, απεφάσισαν λοιπόν άπαντες έκ συμφώνου καί ύπεχρέωσαν τον Άνδρουτσάκην Ζαΐμην νά τον στείλουν βεκίλην εις την Κωνσταντινούπολη νά ένεργήση καί νά κατορθώση δύο σωτήρια πράγματα δια την πατρίδα. Πρώτον νά απόσπαση την Μάνην από την όλομέλειαν της Πελοποννήσου και νά την ένωση με την Διοίκησιν των νήσων του Αιγαίου Πελάγους καθ' δλα υπό την διοίκησιν το Καπετάν πασιά (άρχιναυάρχου της Πύλης) νά άπαλλαχθή ή Πελοπόννησος από τάς άδικους πληρωμάς της πειρατείας, νά λείψη καί ή γλωσσαλγία καί αί συκοφαντίαι των Τούρκων κατά των προυχόντων Χριστιανών. Νά σηκωθή δε καί ό αυθαίρετος δεσποτισμός καί ή δικαιοδοσία του Μόρα βαλεσί (ήγεμόνος της Πελοποννήσου) από αυτήν, νά είναι ελευθέρα, νά την έχουν πάντοτε άσυλον, νά καταφεύγουν εις αυτήν έν καιρώ ανάγκης καί εις πάσαν καταδρομήν καί καταδίωξίν τους από τους Βεζυράδες καί άπό τους εντοπίους Τούρκους, καί δι' άλλους μέλλοντας σκοπούς. Καί άπελθών ό Ζαΐμης καί διαμείνας εις Κωνσταντινούπολη δύο περίπου ετη έκατόρθωσε διά παντοίων μέσων καί άπεχωρίσθη ή Μάνη άπό την όλομέλειαν της Πελοποννήσου καθ' δλα με Χάτι Χουμαγιούν καί μετέβη εις τήν δικαιοδοσίαν του Καπετάν πασια. Και ούτως απηλλάγη ή Πελοπόννησος άπ' δλα τά δεινά καί έκέρδισεν δλους τους σκοπούς της. Καί ούτως επέστρεψε καί ό Ζαίμης εις τήν πατρίδα.
Ή Πύλη τότε συσκεφθείσα μετά το Καπετάν πασά απεφάσισαν νά διορίζουν εκεί εις τό έξής, ένα έντόπιον έκ τών προκρίτων, διοικητήν ή έπαρχον διά τήν ήσυχίαν καί άσφά-λειαν το τόπου καί ιδίως διά τήν έξάλειψιν της πειρατείας καί ως τοιούτον έδιώρισαν τότε τον Τσανέτον Κουτήφαρην καί τον ώνόμασαν τουρκιστί «Μπάσιμπογου» δ εστί πρώτος πνιγμένος ή άπηγχονισμένος• είς τον τόπον δε τον ώνόμασαν Μανιάτμπεην καί έως τήν έπανάστασίν μας τον ώνομάζαμεν άπαντες μπέην.
Μετά τον είρημένον Κουτήφαρην έδιορίσθη ό Τσιανέτμπεης ή Μπεκρήμπεης λεγόμενος καί μετ' αυτόν ό Παναγιώτης Κουμουντούρος, ό Αντώνιος Κουτσογληγόρης, δ Θεοδωρόμπεης, ό Κωνσταντής Ζερβάκος, και τελευταίον κατά τους 1816 ό γέρων Πέτρος Μαυρομιχάλης, όστις συνετέλεσε πάντοτε δια την άναγέννησιν της πατρίδος."
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Ο Ορλώφ συνυπακουσθείς με τον τότε δυνατόν Μπενάκην έκ Καλαμάτας, μέ τον άρχιεπίσκοπον Ζαρνάτας της Μάνης, υίόν του παρά του Χομουτσαποσιά φονευθέντος Δεληγιάννη έκ Λαγκαδιών, ώς είρηται, και δι' αυτών μ' δλους τούς προεστώτας και προκρίτους της Πελοποννήσου νά κινήσουν μίαν έπανάστασιν κατά τών Τούρκων, υποσχόμενος προς αυτούς ό Όρλώφ θαλάσσιον δύναμιν και στρατεύματα δια την ξηράν και απείρους ελευθερίας και πλεονεκτήματα άπό την Αύτοκρατόρισσαν Αικατερίναν διά νά κατορθώση τον έδικόν του σκοπόν, υποσχόμενος προς αυτούς πράγματα αδύνατα. Αυτοί δέ έχοντες τό πρίσμα της έκδικήσεως κατά τών Τούρκων διά τον φόνον τών προυχόντων και άπατηθέντες άπό τάς υποσχέσεις τοϋ Όρολώφ και τών λοιπών αξιωματικών Ρώσων, ενήργησαν δλοι οί προύχοντες καί οί πρόκριτοι μετά τών αρχιερέων εις δλην την Πελοπόννησον καί έκινήθησαν άπαντες εις έπανάστασιν. Καί εξελθόντες έως πεντακόσιοι Μανιάται καί ένωθέντες μετά τών Πελοποννησίων εις την Μεσσηνίαν, κατέσφαξαν τούς Τούρκους της Άνδρούσης καί άλλους κατεπυρπόλησαν μέσα εις τούς πύργους, άνδρας, γυναίκας καί παιδιά υπέρ τάς τρεις χιλιάδας. Επίσης έπραξαν τά αυτά καί εις του Μισθρά καί εις δλας τάς επαρχίας της Πελοποννήσου καί κατέσφαξαν δσους Τούρκους εύρον έκτός τών φρουρίων. Καί απεφάσισαν νά κινηθούν κατά της Τριπολιτσάς ώς κέντρον της Πελοποννήσου.
Προσέτρεξαν εις τον Όρολώφ καί άπήτησαν έπικουρίαν τρεις τουλάχιστον χιλιάδας στρατόν τακτικόν καί πυροβολικόν μέ κανόνια, άλλα μή έχων τόσον στρατόν, τους έδωκε μόλις τριακόσιους πεντήκοντα στρατιώτας έκ του πεζικού, και εξ κανονάκια ορεινά και συνοδευθέντες έκ τεσσάρων χιλιάδων Πελοποννησίων, τότε απειροπολέμων, και μ' δλους τούς προκρίτους του τόπου έφθασαν εις την Συλίμναν έξωθεν της Τριπολιτσάς και ώχυρώθηκαν εκεί. Εις την Τριπολιτσάν ήτον συνηγμένοι υπέρ τάς δέκα χιλιάδες Τούρκοι έμπειροπόλεμοι, οίτινες βλέποντες την τοιαύτην τόλμην των Ελλήνων έξεστράτευσαν κατ' αυτών και συμπλακέντες συνεκρούσθησαν αμοιβαίως μέ λύσσαν και άπελπισίαν αμφότερα τα μέρη, και πολεμήσαντα δέκα περίπου ώρας μέ άπαραδειγμάτιστον καρτερίαν, ώρμησε τελευταίον τό ίππικόν των Τούρκων υπέρ τάς δύο ήμισυ χιλιάδες κατά τών Ρώσων και των Ελλήνων και έπεσαν μέσα εις τά οχυρώματά των και κατεσφάγησαν αμοιβαίως. Έφονεύθηκαν όλοι οί Ρώσοι μέχρι ενός και υπέρ τους οκτακόσιους Πελοποννήσιοι. Άπό δέ τους Τούρκους έφονεύθηκαν υπέρ τάς δύο χιλιάδας άλλ' ένίκησαν και ούτως έτράπησαν εις φυγήν άπαντες και διελύθησαν εις τά εξ ων συνετέθησαν έκ της αποτυχίας.
Ό Βεζύρης της Πελοποννήσου γνωρίζων πρό τίνος καιρού τάς ενεργείας τών προυχόντων Χριστιανών είχε προειδοποιήσει την Πύλην περί τών κινημάτων αυτών, και είχε προτρέψει αυτήν νά προλάβη νά στείλη πολλά στρατεύματα πρό του κινηθή ή έπανάστασις, νά την προλάβη. Και ή Πύλη είχε διατάξει τάς αρχάς και τούς Δερεμπεήδες της Αλβανίας, και έξεκίνησαν υπέρ τάς είκοσι χιλιάδες Αλβανοί και έφθασαν εις την Πελοπόννησον είκοσι ημέρας μετά τήν ήτταν της Συλίμνας και έπλημμύρισαν άπασαν τήν Πελοπόννησον, ώστε οί μέν προύχοντες και αρχιερείς, όσοι έλαβον ένεργητικόν μέρος φανερά εις τήν άποστασίαν έκείνην, άνεχώρησαν και άπήλθον εις τήν Ζάκυνθον και διεσώθησαν. Οί δέ πρόκριτοι τών επαρχιών άλλοι έκρύβησαν προς καιρόν εις τα μοναστήρια και σπήλαια και εις τα όρη και οί λοιποί έφονεύθηκαν και άπωλέσθησαν.
Άφού οί Αλβανοί κατετρόπωσαν τούς Πελοποννησίους Χριστιανούς και τούς κατεβασάνισαν τόσα ετη (ώς έν τω οικείω τόπω ρηθήσεται) καί άφού έπανήλθεν ή ησυχία μετά την καταστροφήν αυτών, καί άφού ή Πελοπόννησος υπέστη τόσος καταστροφάς ένεκα της διαμονής τού ρώσικου στόλου εις τό Αιγαίον Πέλαγος, έσυνείθισαν οί Μανιάται διά τινα καιρόν είς την θαλασσοπλοίαν καί βαθμηδόν είς την πειρατείαν ένωνόμενοι πότε με Ζακυνθινοκεφαλλήνας, καί πότε μέ Μαλτέζους (κατεχομένων τότε καί των δυο αυτών μερών υπό την άποτρόπαιον Ένετικήν έκείνην άριστοκρατίαν, καί ύπαρχούσης καί αυτής καί εις την παρακμήν της) έπραττον τάς τρομερωτέρας πειρατείας καί κακουργήματα είς τάς διαφόρους σημαίας τών Εύρωπαίων, καί άπαντες απαιτούσαν αποζημιώσεις από τήν Πελοπόννησον, ήτις ύποχρεούτο από τήν Πύλην καί έπλήρωνε κατ' έτος υπέρ τά δύο εκατομμύρια γρόσια, χωρίς νά λαμβάνη μέρος ή Μάνη είς αυτά τά βάρη τών εξόδων καί δοσιμάτων τής Πελοποννήσου, καθότι αύτη έκατοικείτο τότε μόλις από δέκα πέντε χιλιάδες πτωχόν καί άνυπότακτον λαόν καί δεν ήδύνατο νά πληρώση. Άπαυδήσαντες λοιπόν οί τότε πρόκριτοι καί προεστώται τής Πελοποννήσου καί συσκεφθέντες πώς ήδύναντο νά κατορθώσουν ένα σωτήριον σκοπόν, νά απαλλαχθούν από τήν καταβολήν τών Τούρκων, οίτινες τούς έσυκοφάντουν τούς παθόντας Ευρωπαίους, δτι αυτοί δήθεν ύπέθαλπον τήν πειρατείαν (νά τούς έχουν ένοχοποιημένους ώς άποστάτας) καί νά απαλλάξουν τον τόπον από τάς αδίκους πληρωμάς τόσων πλοίων, τά οποία έγύμνωναν οί Μανιάται, απεφάσισαν λοιπόν άπαντες έκ συμφώνου καί ύπεχρέωσαν τον Άνδρουτσάκην Ζαΐμην νά τον στείλουν βεκίλην εις την Κωνσταντινούπολη νά ένεργήση καί νά κατορθώση δύο σωτήρια πράγματα δια την πατρίδα. Πρώτον νά απόσπαση την Μάνην από την όλομέλειαν της Πελοποννήσου και νά την ένωση με την Διοίκησιν των νήσων του Αιγαίου Πελάγους καθ' δλα υπό την διοίκησιν το Καπετάν πασιά (άρχιναυάρχου της Πύλης) νά άπαλλαχθή ή Πελοπόννησος από τάς άδικους πληρωμάς της πειρατείας, νά λείψη καί ή γλωσσαλγία καί αί συκοφαντίαι των Τούρκων κατά των προυχόντων Χριστιανών. Νά σηκωθή δε καί ό αυθαίρετος δεσποτισμός καί ή δικαιοδοσία του Μόρα βαλεσί (ήγεμόνος της Πελοποννήσου) από αυτήν, νά είναι ελευθέρα, νά την έχουν πάντοτε άσυλον, νά καταφεύγουν εις αυτήν έν καιρώ ανάγκης καί εις πάσαν καταδρομήν καί καταδίωξίν τους από τους Βεζυράδες καί άπό τους εντοπίους Τούρκους, καί δι' άλλους μέλλοντας σκοπούς. Καί άπελθών ό Ζαΐμης καί διαμείνας εις Κωνσταντινούπολη δύο περίπου ετη έκατόρθωσε διά παντοίων μέσων καί άπεχωρίσθη ή Μάνη άπό την όλομέλειαν της Πελοποννήσου καθ' δλα με Χάτι Χουμαγιούν καί μετέβη εις τήν δικαιοδοσίαν του Καπετάν πασια. Και ούτως απηλλάγη ή Πελοπόννησος άπ' δλα τά δεινά καί έκέρδισεν δλους τους σκοπούς της. Καί ούτως επέστρεψε καί ό Ζαίμης εις τήν πατρίδα.
Ή Πύλη τότε συσκεφθείσα μετά το Καπετάν πασά απεφάσισαν νά διορίζουν εκεί εις τό έξής, ένα έντόπιον έκ τών προκρίτων, διοικητήν ή έπαρχον διά τήν ήσυχίαν καί άσφά-λειαν το τόπου καί ιδίως διά τήν έξάλειψιν της πειρατείας καί ως τοιούτον έδιώρισαν τότε τον Τσανέτον Κουτήφαρην καί τον ώνόμασαν τουρκιστί «Μπάσιμπογου» δ εστί πρώτος πνιγμένος ή άπηγχονισμένος• είς τον τόπον δε τον ώνόμασαν Μανιάτμπεην καί έως τήν έπανάστασίν μας τον ώνομάζαμεν άπαντες μπέην.
Μετά τον είρημένον Κουτήφαρην έδιορίσθη ό Τσιανέτμπεης ή Μπεκρήμπεης λεγόμενος καί μετ' αυτόν ό Παναγιώτης Κουμουντούρος, ό Αντώνιος Κουτσογληγόρης, δ Θεοδωρόμπεης, ό Κωνσταντής Ζερβάκος, και τελευταίον κατά τους 1816 ό γέρων Πέτρος Μαυρομιχάλης, όστις συνετέλεσε πάντοτε δια την άναγέννησιν της πατρίδος."
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου