"Ο Παπααλέξης έγραφε προς τον Θεοδωράκην Δεληγιάννην: «Έ! παιδί μου Θεοδωράκη! τό πεπρωμένον μας έφθασε και ή θεία Πρόνοια απεφάσισε και συμφέρει άντί ενός δυο άπολέσθαι υπέρ της πατρίδος. Έλα λοιπόν νά δώσωμεν ήμείς πρώτοι τό παράδειγμα, νά προσφέρωμεν τον εαυτόν μας αυθόρμητοι έκούσιον θυσίαν εις τον βωμόν της πατρίδος, ίνα δι' ημών σωθή ή πατρίς». Και άλλους τοιούτους απελπιστικούς λόγους τού έγραφε με πολύν ένθουσιασμόν και γενναιότητα και επί τέλους τον γράφει, ότι, «έάν δεν προφθάσης νά έλθης εντός τριών ημερών, θά γίνης ό πρωταίτιος της προσκαίρου καταστροφής της πατρίδος, καθότι δλοι οί Τούρκοι μικροί τε και μεγάλοι εις εσένα έχουν τό μάτι, και άν δεν προφθάσης, έχουν άπόφασιν νά κατασφάξουν όλους τους Χριστιανούς της πρωτευούσης και αμέσως νά εξέλθουν δλοι εις τάς επαρχίας διά τού πυρός καί τού σιδήρου νά καταστρέψουν δλον τον τόπον, και ή αμαρτία αύτού τού λαοού θά σε παιδεύση εσένα μόνον καί εις αυτήν τήν ζωήν καί εις την άλλην, καθότι θά γίνης αίτιος νά χυθούν τόσα αθώα αίματα χωρίς νά ώφεληθή ή πατρίς. Όχι καί προφθάσης εγκαίρως, συ πάλιν θά όνομασθής ευεργέτης καί σωτήρ αυτής κ.λπ.»
Ό Θεοδωράκης έσύναξεν αμέσως δλους τους έκεί εύρεθέντας προεστώτας καί προκρίτους τών κωμοπόλεων καί χωρίων τής επαρχίας, υπέρ τούς έβδομήκοντα, καί τους λέγει περί τών είς Τριπολιτσάν διατρεχόντων, τούς άνέγνωσε καί τό γράμμα τοΰ Παπααλέξη άπαιτήσας καί τήν γνώμην αυτών νά άποφασίση νά ύπάγη, ή δχι! καί άπαντες έν μια φωνή καί γνώμη τον άπεκρίθησαν νά μήν ύπάγη, προτείνοντες προς αυτόν, δτι, «αν σύ ύπάγης, δλοι οί προύχοντες καί αρχιερείς θά λάβουν τό παράδείγμά σου καί θά απελπισθούν νά υπάγουν δλοι, καί τότε καταντούμεν εις τελείαν άπελπισίαν άπαντες καί ούτω ματαιούνται δλα τά σχέδια τής Επαναστάσεως, τά όποία βεβαίως θά προδοθούν, καί είναι αδύνατον νά μή τά μάθη ή εξουσία καί τότε καί σεις θά χαθήτε, χωρίς νά ώφεληθή ή πατρίς, καί ημείς άπαντες θά καταστραφώμεν», προσπαθούντες μ' αυτούς τούς λόγους νά τον εμποδίσουν νά μήν ύπάγη. Άφού τά ήκουσε με πολλήν συγκίνησιν τής καρδίας του δλα τ' ανωτέρω καί σκεφθείς ολίγον τούς απήντησε λέγων: «'Ήκουσα μέ πολλήν προσοχήν τάς παρατηρήσεις σας, αί όποίαι είναι φρόνιμαι καί γέμουσαι πατριωτισμού, άλλ' εγώ φρονώ τό εναντίον, δτι, εάν εγώ δεν υπάγω, θά άκολουθήση άφεύκτως εκείνο, όπού γράφει ό Παπααλέξης, καθότι είμεθα ακόμη ανέτοιμοι καί θά εξέλθουν οί Τούρκοι δλοι κατά τής εδικής μας επαρχίας, τήν οποίαν γνωρίζουν δτι εΐναι τό κέ-ντρον τής δυνάμεως τής Πελοποννήσου, νά πέσουν κατ' αυτής μέ λύσσαν καί άπελπισίαν καί δεν θα δυνηθώμεν να άνθέξωμεν ουδέ τρείς ημέρας καί κατόπιν ημών καί δλη ή Πελοπόννησος• καί τότε καί εγώ θα χαθώ καί ύμείς καί όλη ή πατρίς καί θα πάρωμεν τον άθώον λαόν καί τάς οικογενείας μας εις τον λαιμόν μας, χωρίς νά μείνη ποτέ ουδεμία έλπίς σωτηρίας. Άλλ' αν υπάγω εγώ, οί Τούρκοι θά λάβουν θάρρος καί ελπίδας, θα κερδίσωμεν καιρόν νά έτοιμασθώμεν έως τέλη Μαρτίου τουλάχιστον καί αν αποθάνω εγώ καί μερικοί άλλοι, τότε σώζεται ή πατρίς. Έκ του εναντίου καί ζήσω έγώ καί ολίγοι προύχοντες καί προεστώται, τότε χάνεται καί ή πατρίς καί ημείς.΄Αρα συμφέρει νά προσφέρωμεν ημείς αυτοί αυθορμήτως τον εαυτόν μας θύμα εις τον βωμόν της πατρίδος, καί άν ό Θεός άπεφάσισεν ή ούτως ή άλλως νά καταστραφώμεν, γενηθήτω τό θέλημά του!» Τον λέγουν: «Άφού έκαμες τοιαύτην γενναίαν άπόφασιν καί προσφέρεις εκουσίως τον εαυτόν σου θύμα, ήμείς τί νά κάμωμεν; Τους απήντησε μέ εν γλυκύ μειδίαμα λέγων: «Έχετε ώς άλλον έμέ τον άδελφόν μου, τον Κανέλλον καί άλλους τέσσαρους αδελφούς μας, καί ό,τι σας είπούν αυτοί καί ό,τι κάμουν, νά ακολουθήσετε όλοι τήν άπόφασίν τους και από έμέ μην περιμένετε πλέον οδηγίας».
Ήμείς μαθόντες εις Λαγκάδια τήν τολμηράν ταύτην άπόφασίν του, ότι απεφάσισε νά ύπάγη άφεύκτως εις τό μακελεΐον της Τριπολιτσάς, τον έγράψαμεν οί πέντε αδελφοί, ότι, άφοΰ βλέπει κατεπείγουσαν τήν ανάγκην, καί σωτήριον δια τήν πατρίδα τήν εις Τριπολιτσάν μετάβασίν του, ήμείς δεν του έμποδίζομεν αυτήν τήν έθνοσωτήριον άπόφασιν, άλλά τον έπροτρέπαμεν παρακλητικώς νά έλθη εις τήν πατρίδα μας Λαγκάδια, νά μείνη μόνον εν εσπέρας καί τό πρωί νά αναχωρήση, καί τούτο, διά νά τον ιδή ή γηραιά μητέρα μας, ή σύζυγός του καί τά δύο ανήλικα τέκνα του καί ή λοιπή οικογένειά μας, νά δώσωμεν τον τελευταίον άσπασμόν. Έστείλαμεν καί τον έδικόν μας Άναγνώστην Κατζίκαν, προς τον όποίον, είχε μεγάλην υπόληψιν, νά τον παρακινήση νά έλθουν μαζί, άλλ' έστάθη αδύνατον να πεισθή και μας άπήντησεν ώς έξης.
«Έλαβον τό γράμμα σας, με είπε καί ό Αναγνώστης τάς προφορικάς παραγγελίας σας, καί εδον με πόνον της ψυχής μου την έπιθυμίαν, την οποίαν έχετε άπαντες νά μέ ίδήτε, καί έγώ, αδελφοί, την ιδίαν είχον καί έχω, διότι έχω δέκα μήνους, όπου δεν σας είδον (έκτος τοϋ Κανέλλου καί του Πανάγου) άλλα μέ λύπην καί άθυμίαν της ψυχής μου δεν αποφασίζω νά ελθω, διά νά μην σάς αφήσω τοιαύτας θλιβεράς αναμνήσεις, καί αναχωρώ σήμερον, δπου μέ προσκαλεί ή μόνη σωτηρία της πατρίδος. Γνωρίζετε, αδελφοί! τό Εύαγ-γέλιον, όπου λέγει: ότι ό αγαπών πατέρα ή μητέραν ή τέκνα ή αδελφούς ή άδελφάς υπέρ έμέ ούκ έστιν μου άξιος. Τό αυτό φωνάζει σήμερον καί εις έμέ ή πατρίς! Θεοδωράκη! Πρόφθασον! Σώσον με! άρα πρέπει νά υπακούσω εις την φωνήν της. Καθότι, τί την θέλομεν τοιαύτην ζωήν, αδελφοί! χωρίς πατρίδα, χωρίς αύτονομίαν, χωρίς ελευθερίας, χωρίς δικαιώματα ανθρώπινα; Του πατρός μας τό αίμα τό έχετε καθημέραν εμπρός σας καί τό βλέπετε! Τί μας ωφελεί ή δόξα; τά πλούτη, αί Ίδιοκτησίαι, όταν οί τύραννοι μας σφάζουν μέσα εις την κλίνην; Καί τά πλούτη τοΰ Κροίσου αν έχομεν, τι μας ώφελούν, άφού οί αδελφοί μας οί Χριστιανοί κατατυραννούνται, καταδυναστεύονται,καταπιέζονται, καί δέν έχουν ούτε τσαρούχι εις τούς πόδας νά φορέσουν καί λιμοκτονούν τά τέκνα τους; Τί μας ωφελεί ή τόση ευδαιμονία, όταν στενάζει τό έθνος μας τέσσαρους αιώνας υπό τον σκληρότατον ζυγόν τοΰ Τυράννου;» καί άλλα τοιαύτα μας έγραψε καί μας παρήγγειλεν καί επιτέλους μάς γράφει, ότι: «από έμέ σηκώσατε πάσαν ελπίδα συμβουλής καί οδηγίας καί λάβετε υπ' όψιν σας καί υποθέσατε διά μίαν στιγμήν ότι απέθανα καί μην έχετε ούδεμίαν προσδοκίαν. Διά τελευταίαν φοράν σάς λέγω: Νά σταθήτε γενναίοι καί ατρόμητοι, νά εξακολουθήσετε τον δρόμον τής ετοιμασίας της Επαναστάσεως, νά μήν σάς δειλιάση κανέν περιστατικόν, νά μήν σας άπελπίση καμμία αποτυχία, ουδείς κίνδυνος, άλλ' ουδέ ή τελεία καταστροφή σας και αυτός ό θάνατος! Και άμα φθάση τό πλήρωμα τοΰ χρόνου, τό όποιον απεφασίσθη εις τάς απορρήτους βουλάς του Υψίστου, νά τρέξετε τό ένδοξον στάδιον του πολέμου. Καί τό μόνον άντικείμενον του κινήματός σας νά μήν είναι άλλο, παρά ή άπολύτρωσις της πατρίδος, καί τό σύνθημα σας ή Ελευθερία ή Θάνατος! καί έάν ή Θεία πρόνοια άποφασίση νά ζήσω καί έγώ καί άνταμωθώμεν θέλει νομιζόμεθα ευτυχείς καθότι έξεπληρώσαμεν τά προς τήν πατρίδα ιερά χρέη μας, καί ας ζήσωμεν πτωχοί, καθώς καί οί λοιποί αδελφοί μας Χριστιανοί, νά έβγάνωμεν λάχανα νά τρέφωμεν τάς οικογενείας μας. "Οχι καί είναι τό πεπρωμένον νά μήν ιδωθώμεν εις τήν παρούσαν ζωήν, θά άνταμωθώμεν εις τήν μέλλουσαν μέ καθαράν συνείδησιν, καθότι έξεπληρώσαμεν τά προς τήν πατρίδα ιερά χρέη μας. Ή μόνη δε παράκλησίς μου είναι, νά έχετε τά δύο τέκνα μου, τον Κωνσταντίνον καί Βασιλάκην (αν σωθήτε), καθώς καί εδικά σας, καί νά φροντίσετε νά τους δώσετε καλήν άνατροφήν, νά σπουδάσουν, τήν δε νύμφην σας νά παρηγορήτε ώστε νά ίδωμεν τήν άπόφασίν του Θεού καί τό τέλος του αγώνος».
Καί ούτως συμβουλεύσας καί προτρέψας καί τον Μητροπολίτην Χριστιανουπόλεως, ευρεθέντα περιστατικώς έκεί, δια να ύπάγη καί αυτός κατόπι, άνεχώρησε καί αυθημερόν εφθασεν εις Τριπολιτσάν, όπου υπήγε καί έξαπέζευσεν εις τό Σαράγι (παλάτι) τού Καϊμακάμη καί εισήλθε εις τήν σάλαν της υποδοχής αίφνης καί χωρίς νά ελπίζουν τον πηγαιμόν του. Τούτο μαθόντες οί Τούρκοι πάσης τάξεως, μικροί τε καί μεγάλοι, δντες άπαντες απελπισμένοι, έσκίρτησαν από τήν χαράν, λέγοντες καί συγχαίροντες ό εις τον άλλον: «'Έ! Γιαραμπή σιουκιόυρ! (ας είναι εύλογητόν τό δνομα τοΰ Υψίστου!) Ό Θ. Δεληγιάννης ήλθε. Δεν είναι ουδεμία υποψία άποστασίας! Έσώθημεν! Όλα ήτον σπερμολογίαι του άντάρτου Άλή πασιά!» Ώς και αί γυναίκες των έκραύγαζον: «Ό Δεληγιάννης ήλθε! Τον είδομεν με τα ομμάτιά μας. Νά ζήση, Γιαραμπή. Δεν είναι τίποτε». Και αμέσως κατευνάσθησαν τα κατεταραγμένα πνεύματα των Τούρκων και δέν ήκουον τάς συμβουλάς και τους ερεθισμούς το Κιαμίλμπεη, τού Σιέχ Νετζίπ έφένδη και άλλων δια την σύναξιν των δπλων και την σφαγήν των Χριστιανών."
Πηγές: Κανέλλου-Δεληγιάννη- Απομνημονεύματα.
Ό Θεοδωράκης έσύναξεν αμέσως δλους τους έκεί εύρεθέντας προεστώτας καί προκρίτους τών κωμοπόλεων καί χωρίων τής επαρχίας, υπέρ τούς έβδομήκοντα, καί τους λέγει περί τών είς Τριπολιτσάν διατρεχόντων, τούς άνέγνωσε καί τό γράμμα τοΰ Παπααλέξη άπαιτήσας καί τήν γνώμην αυτών νά άποφασίση νά ύπάγη, ή δχι! καί άπαντες έν μια φωνή καί γνώμη τον άπεκρίθησαν νά μήν ύπάγη, προτείνοντες προς αυτόν, δτι, «αν σύ ύπάγης, δλοι οί προύχοντες καί αρχιερείς θά λάβουν τό παράδείγμά σου καί θά απελπισθούν νά υπάγουν δλοι, καί τότε καταντούμεν εις τελείαν άπελπισίαν άπαντες καί ούτω ματαιούνται δλα τά σχέδια τής Επαναστάσεως, τά όποία βεβαίως θά προδοθούν, καί είναι αδύνατον νά μή τά μάθη ή εξουσία καί τότε καί σεις θά χαθήτε, χωρίς νά ώφεληθή ή πατρίς, καί ημείς άπαντες θά καταστραφώμεν», προσπαθούντες μ' αυτούς τούς λόγους νά τον εμποδίσουν νά μήν ύπάγη. Άφού τά ήκουσε με πολλήν συγκίνησιν τής καρδίας του δλα τ' ανωτέρω καί σκεφθείς ολίγον τούς απήντησε λέγων: «'Ήκουσα μέ πολλήν προσοχήν τάς παρατηρήσεις σας, αί όποίαι είναι φρόνιμαι καί γέμουσαι πατριωτισμού, άλλ' εγώ φρονώ τό εναντίον, δτι, εάν εγώ δεν υπάγω, θά άκολουθήση άφεύκτως εκείνο, όπού γράφει ό Παπααλέξης, καθότι είμεθα ακόμη ανέτοιμοι καί θά εξέλθουν οί Τούρκοι δλοι κατά τής εδικής μας επαρχίας, τήν οποίαν γνωρίζουν δτι εΐναι τό κέ-ντρον τής δυνάμεως τής Πελοποννήσου, νά πέσουν κατ' αυτής μέ λύσσαν καί άπελπισίαν καί δεν θα δυνηθώμεν να άνθέξωμεν ουδέ τρείς ημέρας καί κατόπιν ημών καί δλη ή Πελοπόννησος• καί τότε καί εγώ θα χαθώ καί ύμείς καί όλη ή πατρίς καί θα πάρωμεν τον άθώον λαόν καί τάς οικογενείας μας εις τον λαιμόν μας, χωρίς νά μείνη ποτέ ουδεμία έλπίς σωτηρίας. Άλλ' αν υπάγω εγώ, οί Τούρκοι θά λάβουν θάρρος καί ελπίδας, θα κερδίσωμεν καιρόν νά έτοιμασθώμεν έως τέλη Μαρτίου τουλάχιστον καί αν αποθάνω εγώ καί μερικοί άλλοι, τότε σώζεται ή πατρίς. Έκ του εναντίου καί ζήσω έγώ καί ολίγοι προύχοντες καί προεστώται, τότε χάνεται καί ή πατρίς καί ημείς.΄Αρα συμφέρει νά προσφέρωμεν ημείς αυτοί αυθορμήτως τον εαυτόν μας θύμα εις τον βωμόν της πατρίδος, καί άν ό Θεός άπεφάσισεν ή ούτως ή άλλως νά καταστραφώμεν, γενηθήτω τό θέλημά του!» Τον λέγουν: «Άφού έκαμες τοιαύτην γενναίαν άπόφασιν καί προσφέρεις εκουσίως τον εαυτόν σου θύμα, ήμείς τί νά κάμωμεν; Τους απήντησε μέ εν γλυκύ μειδίαμα λέγων: «Έχετε ώς άλλον έμέ τον άδελφόν μου, τον Κανέλλον καί άλλους τέσσαρους αδελφούς μας, καί ό,τι σας είπούν αυτοί καί ό,τι κάμουν, νά ακολουθήσετε όλοι τήν άπόφασίν τους και από έμέ μην περιμένετε πλέον οδηγίας».
Ήμείς μαθόντες εις Λαγκάδια τήν τολμηράν ταύτην άπόφασίν του, ότι απεφάσισε νά ύπάγη άφεύκτως εις τό μακελεΐον της Τριπολιτσάς, τον έγράψαμεν οί πέντε αδελφοί, ότι, άφοΰ βλέπει κατεπείγουσαν τήν ανάγκην, καί σωτήριον δια τήν πατρίδα τήν εις Τριπολιτσάν μετάβασίν του, ήμείς δεν του έμποδίζομεν αυτήν τήν έθνοσωτήριον άπόφασιν, άλλά τον έπροτρέπαμεν παρακλητικώς νά έλθη εις τήν πατρίδα μας Λαγκάδια, νά μείνη μόνον εν εσπέρας καί τό πρωί νά αναχωρήση, καί τούτο, διά νά τον ιδή ή γηραιά μητέρα μας, ή σύζυγός του καί τά δύο ανήλικα τέκνα του καί ή λοιπή οικογένειά μας, νά δώσωμεν τον τελευταίον άσπασμόν. Έστείλαμεν καί τον έδικόν μας Άναγνώστην Κατζίκαν, προς τον όποίον, είχε μεγάλην υπόληψιν, νά τον παρακινήση νά έλθουν μαζί, άλλ' έστάθη αδύνατον να πεισθή και μας άπήντησεν ώς έξης.
«Έλαβον τό γράμμα σας, με είπε καί ό Αναγνώστης τάς προφορικάς παραγγελίας σας, καί εδον με πόνον της ψυχής μου την έπιθυμίαν, την οποίαν έχετε άπαντες νά μέ ίδήτε, καί έγώ, αδελφοί, την ιδίαν είχον καί έχω, διότι έχω δέκα μήνους, όπου δεν σας είδον (έκτος τοϋ Κανέλλου καί του Πανάγου) άλλα μέ λύπην καί άθυμίαν της ψυχής μου δεν αποφασίζω νά ελθω, διά νά μην σάς αφήσω τοιαύτας θλιβεράς αναμνήσεις, καί αναχωρώ σήμερον, δπου μέ προσκαλεί ή μόνη σωτηρία της πατρίδος. Γνωρίζετε, αδελφοί! τό Εύαγ-γέλιον, όπου λέγει: ότι ό αγαπών πατέρα ή μητέραν ή τέκνα ή αδελφούς ή άδελφάς υπέρ έμέ ούκ έστιν μου άξιος. Τό αυτό φωνάζει σήμερον καί εις έμέ ή πατρίς! Θεοδωράκη! Πρόφθασον! Σώσον με! άρα πρέπει νά υπακούσω εις την φωνήν της. Καθότι, τί την θέλομεν τοιαύτην ζωήν, αδελφοί! χωρίς πατρίδα, χωρίς αύτονομίαν, χωρίς ελευθερίας, χωρίς δικαιώματα ανθρώπινα; Του πατρός μας τό αίμα τό έχετε καθημέραν εμπρός σας καί τό βλέπετε! Τί μας ωφελεί ή δόξα; τά πλούτη, αί Ίδιοκτησίαι, όταν οί τύραννοι μας σφάζουν μέσα εις την κλίνην; Καί τά πλούτη τοΰ Κροίσου αν έχομεν, τι μας ώφελούν, άφού οί αδελφοί μας οί Χριστιανοί κατατυραννούνται, καταδυναστεύονται,καταπιέζονται, καί δέν έχουν ούτε τσαρούχι εις τούς πόδας νά φορέσουν καί λιμοκτονούν τά τέκνα τους; Τί μας ωφελεί ή τόση ευδαιμονία, όταν στενάζει τό έθνος μας τέσσαρους αιώνας υπό τον σκληρότατον ζυγόν τοΰ Τυράννου;» καί άλλα τοιαύτα μας έγραψε καί μας παρήγγειλεν καί επιτέλους μάς γράφει, ότι: «από έμέ σηκώσατε πάσαν ελπίδα συμβουλής καί οδηγίας καί λάβετε υπ' όψιν σας καί υποθέσατε διά μίαν στιγμήν ότι απέθανα καί μην έχετε ούδεμίαν προσδοκίαν. Διά τελευταίαν φοράν σάς λέγω: Νά σταθήτε γενναίοι καί ατρόμητοι, νά εξακολουθήσετε τον δρόμον τής ετοιμασίας της Επαναστάσεως, νά μήν σάς δειλιάση κανέν περιστατικόν, νά μήν σας άπελπίση καμμία αποτυχία, ουδείς κίνδυνος, άλλ' ουδέ ή τελεία καταστροφή σας και αυτός ό θάνατος! Και άμα φθάση τό πλήρωμα τοΰ χρόνου, τό όποιον απεφασίσθη εις τάς απορρήτους βουλάς του Υψίστου, νά τρέξετε τό ένδοξον στάδιον του πολέμου. Καί τό μόνον άντικείμενον του κινήματός σας νά μήν είναι άλλο, παρά ή άπολύτρωσις της πατρίδος, καί τό σύνθημα σας ή Ελευθερία ή Θάνατος! καί έάν ή Θεία πρόνοια άποφασίση νά ζήσω καί έγώ καί άνταμωθώμεν θέλει νομιζόμεθα ευτυχείς καθότι έξεπληρώσαμεν τά προς τήν πατρίδα ιερά χρέη μας, καί ας ζήσωμεν πτωχοί, καθώς καί οί λοιποί αδελφοί μας Χριστιανοί, νά έβγάνωμεν λάχανα νά τρέφωμεν τάς οικογενείας μας. "Οχι καί είναι τό πεπρωμένον νά μήν ιδωθώμεν εις τήν παρούσαν ζωήν, θά άνταμωθώμεν εις τήν μέλλουσαν μέ καθαράν συνείδησιν, καθότι έξεπληρώσαμεν τά προς τήν πατρίδα ιερά χρέη μας. Ή μόνη δε παράκλησίς μου είναι, νά έχετε τά δύο τέκνα μου, τον Κωνσταντίνον καί Βασιλάκην (αν σωθήτε), καθώς καί εδικά σας, καί νά φροντίσετε νά τους δώσετε καλήν άνατροφήν, νά σπουδάσουν, τήν δε νύμφην σας νά παρηγορήτε ώστε νά ίδωμεν τήν άπόφασίν του Θεού καί τό τέλος του αγώνος».
Καί ούτως συμβουλεύσας καί προτρέψας καί τον Μητροπολίτην Χριστιανουπόλεως, ευρεθέντα περιστατικώς έκεί, δια να ύπάγη καί αυτός κατόπι, άνεχώρησε καί αυθημερόν εφθασεν εις Τριπολιτσάν, όπου υπήγε καί έξαπέζευσεν εις τό Σαράγι (παλάτι) τού Καϊμακάμη καί εισήλθε εις τήν σάλαν της υποδοχής αίφνης καί χωρίς νά ελπίζουν τον πηγαιμόν του. Τούτο μαθόντες οί Τούρκοι πάσης τάξεως, μικροί τε καί μεγάλοι, δντες άπαντες απελπισμένοι, έσκίρτησαν από τήν χαράν, λέγοντες καί συγχαίροντες ό εις τον άλλον: «'Έ! Γιαραμπή σιουκιόυρ! (ας είναι εύλογητόν τό δνομα τοΰ Υψίστου!) Ό Θ. Δεληγιάννης ήλθε. Δεν είναι ουδεμία υποψία άποστασίας! Έσώθημεν! Όλα ήτον σπερμολογίαι του άντάρτου Άλή πασιά!» Ώς και αί γυναίκες των έκραύγαζον: «Ό Δεληγιάννης ήλθε! Τον είδομεν με τα ομμάτιά μας. Νά ζήση, Γιαραμπή. Δεν είναι τίποτε». Και αμέσως κατευνάσθησαν τα κατεταραγμένα πνεύματα των Τούρκων και δέν ήκουον τάς συμβουλάς και τους ερεθισμούς το Κιαμίλμπεη, τού Σιέχ Νετζίπ έφένδη και άλλων δια την σύναξιν των δπλων και την σφαγήν των Χριστιανών."
Πηγές: Κανέλλου-Δεληγιάννη- Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου