" Ό συγγραφεύς αποδίδει δικαιοσύνην εις τον Π. Μαυρομιχάλην, ώς προκα λέσα ντα πρώτον τον σχηματισμόν μιας κεντρικής Διοικήσεως, έργον, το όποίον έθεώ ρησαν ώς πρωτίστης ανάγκης ίδιον, άμα φθάσαντες εις τήν Ελλάδα, και ό Υψηλάντης καί ό Μαυροκορδάτος. Ό πόλεμος είχεν ήδη τήν μεγαλητέραν ανάγκην του ύλικού, κάί μόνη ή συγκέντρωσις τών θελήσεων έδύνατο νά φέρη τήν συστη ματικήν διεύθυνσιν τούτου, καθ' όσον συνεχώρει ή συμφυής με περιστάσεις παρό μοιας ανωμαλία. Έξω τούτων ή μόρφωσις ενός οποιουδήποτε συστήματος πολιτικού, παρά τήν έμψύχωσιν του εσωτερικού έμελλε πολύ πλέον νά παραλύση εξωτερικών τινών τάς συκοφαντίας περί του ληστρικού χαρακτήρος του Πολέμου. Έπησχολημένος εις τά στρατιωτικά ό Γερμανός δεν έλαβε μέρος εις τήν εκ προχείρου γενομένην σύστασιν τής πρώτης έν ταις Καλτετζιαίας Πελοποννησιακής Γερουσίας. Άλλά τά συμβάντα τών Βερβαίνων μεταξύ Ύψηλάντου και τής Γερουσίας ταύτης τον έλύπησαν τόσον, ώστε άνέλαβεν έπειτα μόνος τό βάρος του νά συμβιβάση τάς μεταξύ των είρημένων διαφοράς περί του νέου Όργανισμού τής Πελοποννήσου. Τής οικογενείας του ή λαμπρότης, του αδελφού του Αλεξάνδρου ή αρχηγία ή προς αυτόν αγάπη του λαού, ό πραύς χαρακτήρ, ή συνένωσίς του μέ τό Στρατιωτικόν και ελπίδες άρχαίαι, άλλά νεάζουσαι έτι ώς προς τήν Ρωσίαν, άπεκαθίστων τον Ύψηλάντην άναγκαίον, μ' όσας οί Πολιτικοί Πελοποννήσιοι είχον λάβει αιτίας δυσαρεσκειών εκ τής ταραχής τών Βερβαίνων, κάί μεγάλων υποψιών άπό τήν άπαίτησιν τής Πληρεξουσίου Άρχιστρατηγίας. Ό Γερμανός ήτο τό πρόσωπον, προς τό όποίον έπετείνοντο κάί ό Υψηλάντης κάί οί ενάντιοί του Γερουσιασταί, έξηγούμενοι τά δίκατά των, καί ζητούντες τήν συνδρομήν του. Ό Γερμανός έπανήλθεν είς Τρίκορφα παρά τώ Υψηλάντη, πληρεξούσιος τής Αχαΐας καί Ήλιδος, διά νά προσέχη τήν ύπεροχήν του Στρατιωτικού. Όπωσδήποτε καί άν έσυλλογίζετο, φανερόν είναι ότι μήτε τού Ύψηλάντου τήν άπαίτησιν ήθελε νά θωπεύση, μήτε τών Πολιτικών τάς υποψίας νά καταφρονήση. Καί τον Ύψηλάντην, ώς άναγκαίον, έπεθύμει σύντροφον του Αγώνος μέ ένα άνάλογον βαθμόν στρατιωτικής ισχύος, καί τών Πελοποννησίων εκείνων, εις τους οποίους ώφείλοντο αί πρώται του Πολέμου άρχαί, δεν έκρινε δικαίαν τήν έξασθένησιν, διδομένης εις τό Στρατιωτικόν τής υπεροχής όλης. Εις ένα λόγον έζήτει νά καταστήση διά το Ύψηλάντου τήν μεταξύ τών Πολιτικών καί τών Στρατιωτικών ίσορροπίαν. Γενομένης λοιπόν τής είς Ζαράκοβαν Συνελεύσεως τών Πελοποννησίων, παρουσιάζεται είς τό στρατόπεδο ν τών Τρικόρφων, καί ικέτης τρόπον τινά τής Πατρίδος γινόμενος διά τό έγγυμονούν όλέθριον σχίσμα, μεσολαβεί προς τον Ύψηλάντην, έξαιτούμενος τό νά ύπογράψη ούτος τον Όργανισμόν τής Τοπικής Διοικήσεως, όποίον είδε αρμόδιον ή ρηθείσα Συνέλευσις. Έδωσε λόγους, ύπεσχέθη, παρεκάλεσε, καί (καθ' όσον είμεθα βέβαιοι άπό του στόματος του ιδίου Ύψηλάντου), Άρχιερεύς σεβάσμιος κατεδέχθη νά κύψη ζητών νά άσπασθή τήν χείρα τούτου, διά νά προλάβη τήν εκ τής αρνήσεως τής υπογραφής του διαίρεσιν. Άλλ' ό Υψηλάντης, άν καί πεπεισμένος έλαβεν είς χείρας του τον κάλαμον, εμποδίζεται είς τήν στιγμήν παρά τών είσελθόντων είς τήν σκηνήν τών Πολεμικών, καί, δείλαιος μάλλον ή προβλεπτικός, άρνείται την ύπογραφήν του εις τά περί του Στρατιωτικού Άρθρα, απαιτών την πληρεξούσιον Άρχιστρατηγίαν. Τότε ό Γερμανός, φέρων εις την καρδίαν του την βαθείαν λύπην περί των μελλόντων δυστυχημάτων, αναχωρεί και στενάζων προλέγει, ώς άλλος Σπαρτιάτης· «Οίων κακών άρχεται ή ημέρα αύτη!» Και τω όντι! από της εποχής αυτής χρονολογείται τό μέγα τού Πολιτικού και Στρατιωτικού σχίσμα, το όποίον, ώς από κέντρου διεδόθη καθ' όλην την Ελλάδα, και διατηρείται εισέτι μετά δεκαεξαετίαν. Ό Μαυροκορδάτος κάί οί συμβοηθοί του Νέγρης κάι λοιποί άπό την ιδίαν ώφελήθησαν περίστασιν του νά ένωθώσι με τους Πολιτικούς τής Πελοποννήσου και τους ισχυρούς της Ύδρας, κάι νά σπείρωσι την διχόνοιαν και μέχρις αυτής του χωρικού τής καλύβης. Τό σχίσμα τούτο έδωσε την άφορμήν εις την άδυσώπητον καταδρομήν του Ύψηλάντου, έζωογόνησε τους όργανισθέντας εμφυλίους πολέμους, έγέννησε παραφυάδας νέων διαιρέσεων, εξευτέλισε την Ελλάδα ενώπιον τών εξωτερικών θελήσεων, έδωσε χώραν εις τάς εχθρικάς προόδους, έθρεψε την ξένην ραδιουργίαν τών 1830, κάι έξέμεσε την συνδρομήν τών καταχθόνιων πολιτικών μέτρων τών 1833. Ό ιεράρχης Γερμανός έθρήνησεν έκτοτε την Ελλάδα, κάι οιονεί εμπνευσμένος προείδε τά οικτρότατα δεινά, τών οποίων έπέπρωτο νά δοκιμάση μέρος κατά τά 1825. Ό Γερμανός ήτον ό άνθρωπος μάλλον τής Ελλάδος άπάσης, ή τής Πελοποννήσου. Θεωρών τό πνεύμα του Ύψηλάντου κάι την άντενέργειαν τών πολιτικών Πελοποννησίων, άπηλπίσθη του νά ίδή κατορθωτήν εις την Πελοπόννησον την ύπαρξιν Κεντρικού Συστήματος, τό όποιον έμελλε νά όργανίση των συγκάλεσιν Συνελεύσεως Γενικής όλων τών Επαρχιών τής Ελλάδος διά την σύστασιν Εθνικής Διοικήσεως. Έντεύθεν πρώτος συνέλαβε την Ίδέαν του νά σχηματισθή Διοίκησις Εθνική, άφ' ού συστηθώσι πρότερον εις την Στερεάν αί Κεντρικαί Διοικήσεις, και την ίδέαν του αυτήν διεκοίνωσεν εις τους Πελοποννησίους και τους Ρουμελιώτας, οί όποίοι τήν άπεδέχθησαν ώς άρίστην, κάι τήν ενέργησαν διά του Μαυροκορδάτου και Νέγρη, σκοπός τών οποίων ήτο νά λάβωσι μετοχήν, και νά κάμωσιν έποχήν εις τά πράγματα. Τήν ίδέαν του αυτήν έστεφάνωσεν αρίστη επιτυχία, διότι μετά τήν σύστασιν τών Κεντρικών Διοικήσεων, δηλονότι του Αρείου Πάγου τής Ανατολικής, κάί τής Γερουσίας τής Δυτικής Ελλάδος, οί Πληρεξούσιοι τής Στερεάς πρώτοι είσήλθον εις τήν Πελοπόννησον και έπροκάλεσαν όγλίγωρον τήν Α' Συνέλευσιν τής Επιδαύρου, καθ' ην έποχήν και οί Πελοποννήσιοι ήρχισαν συναθροιζόμενοι εις τό Άργος. Ό Γερμανός δεν άπεχωρίσθη πώποτε άπό τήν πολιτικήν γραμμήν, τήν οποίαν έχάραξεν άπαξ. Ό Άγων τον ήνωσε στενώτερα με τους Πολιτικούς, καθ' όσον έθεώρει τά αισθήματά των χρήσιμα προς τήν Πατρίδα. Έπ' ουδεμία όμως περιστάσει έδείχθη σύμφωνος εις τά μέτρα τών ιδίων, όσα έκρινεν επιζήμια προς τον πόλεμον. Διά τούτο, μετριώτατος εις τά πολιτικά του πάθη, δεν προσεφέρετο προς τον Ύψηλάντην, τον Κολοκοτρώνην κάι τους άλλους τής αντικείμενης στάσεως, καθ' όν οί άλλοι έπολιτεύοντο άπότομον και αμοιβαίως έπίβουλον τρόπον. Έγνώριζε και τούτων τους πλάγιους σκοπούς, και τών άλλων τήν άνοικονόμητον άγερωχίαν ουδέ έκρύπτετο ομολόγων τήν μεγαλητέραν δυστυχίαν τών πραγμάτων εις τήν περίπτωσιν, καθ' ην ήθελε κλίνει αποκλειστικώς τής υπεροχής ή πλάστιγξ εις μίαν τών διαφερομένων στάσεων. Ώς τοιούτος συνεσκέπτετο εις Άργος (1821) μετά του Ύψηλάντου, αν κάί συνηνωμένου μετά τών Πολεμικών, περί του άρμοδιωτέρου οργανισμού τής Πελοποννησιακής Γερουσίας κάί τής Εθνικής Διοικήσεως· κάί εις τήν συζήτησιν περί του ποσού τής εξαγοράς τών χαρεμιών του Χουρσίτ Πασά συνεψήφισεν, ώς πολίτης τίμιος, μετά του Ύψηλάντου εναντίον τών φίλων του. Διά τάς γνώσεις, τον πατριωτισμόν και τήν μεγάλην ύπόληψίν του συνεργασθείς εις τήν έν Έπιδαύρω Α΄ Έθνοσυνέλευσιν, προσεκλήθη εις τήν Έλληνικήν Βουλήν τής Α' Περιόδου, άλλά δεν συνεμερίσθη διά τούτο και τά έξημμένα κατά του Ύψηλάντου πάθη εκείνων, όσοι δεν είχον νά πρεσβεύσωσί τι ιερόν ενώπιον τών πολιτικών σκοπών του. Τά οθωμανικά στρατεύματα τών Ιωαννίνων, έξοντώσαντα τον Άλή Πασάν, έπαπείλουν τήν γενικήν έπιδρομήν των κατά τής Ελλάδος άπάσης. και ή Στερεά, πρώτη υποκείμενη εις τάς ορμάς των, επικαλείται δι' αλλεπαλλήλων πρεσβειών τήν βοήθειαν τών Πελοποννησίων, δυναμένων ήδη μετά τήν έξ εφόδου άλωσιν τής Τριπολιτζάς και την πτώσιν της Ακροκορίνθου. Συστηθείσης της Εθνικής Διοικήσεως, αποφασίζεται ή βοήθεια, και ό Υψηλάντης, Πρόεδρος ήδη τής Βουλής, προσκαλείται επί κεφαλής τής προς το Άνατολικόν μέρος προσδιορισμένης εκστρατείας. Άλλα τό άναφερόμενον παρά του συγγραφέως Έκτελεστικόν Σώμα, δηλονότι ό Μαυροκορδάτος, Πρόεδρος αύτού, και οί συνάδελφοι του Κανακάρης (Ρούφος), Δεληγιάννης και Νέγρης, άντιτείνουσι πτοούμενοι την νέαν εις τά Στρατιωτικά μετοχήν του, μολονότι αυτός θέσας αυτόματος υπό τάς διαταγάς τής αρτισύστατου Διοικήσεως, τό όποίον έσχημάτισε και έδιοίκησε μέχρι τούδε Τακτικόν Σώμα, έβεβαίωσεν, ότι είναι μακράν του ν' άπαιτή στρατιωτικήν ύπεροχήν, ύπαρχούσης μιας συστηματικής τάξεως πραγμάτων. Τάχα άδιάφορον ήτον εις αυτούς, άν αί έκτιθειμέναι έπαρχίαι τής Στερεάς κατεστρέφοντος άστραπηδόν, κάί οί Όθωμανοί ύψωνον τυχόν τάς σημαίας των και έπί του Ίσθμού; Τάχα τά δυστυχήματα αυτά έκρίνοντο προτιμότερα, από τήν οποίαν ονειροπολούν ούτοι νέαν εις τά στρατιωτικά ύπεροχήν του Ύψηλάντου; Ήθέλαμεν διστάζει, άν δεν έβλέπομεν, ότι ήνοιξαν τάς Θερμοπύλας και άφησαν άπρόσβλητον όχι πλέον τήν μέχρι του Ίσθμού, αλλά μέχρι τής Ναυπλίας, έπιδρομήν του Μαχμούτ Πασά τής Δράμας, αί ραδιουργηθείσαι άποτυχίαι τής εκστρατείας, ή διηνεκής άντίπραξις του Έκτελεστικού και των οργάνων τούτου, των Αρεοπαγιτών τής Λιθάδος, τό σπρώξιμον του Όδυσσέως Ανδρούτσου εις τό έγκλημα, ή άνάκλησις του Ύγηλάντου εις τήν Προεδρίαν, τά μέτρα κατά του Στρατιωτικού, και αί εις Άργος έριδες περί τής βαπτίσεως ή μή. τών Τούρκων, κάί άλλα τοιαύτα. Παρόντες είς τό στρατόπεδον τής Κορίνθου, 1822, έβλέπομεν τον Μητροπολίτην Γερμανόν ενεργούντα άφ' ενός τήν ένστασιν τής Βουλής είς τήν παράλογην θέλησιν τοϋ Εκτελεστικού, καί προτρέποντα άφ' ετέρου τον Ύψηλάντην είς τήν όγλίγωρον έκστρατείαν του διά τον προσεχή έπαπειλούμενον καταποντισμόν τής Στερεάς. Υπερίσχυσε κατά του Εκτελεστικού κάί ύπεσχέθη προς τον Ύψηλάντην εκστρατεύοντα τήν δυνατήν συνδρομήν του. Υποσχόμενος δε ταύτην, δεν ήλπιζε, φαίνεται, νά ίδη όχι πλέον άπλήν άντενέργειαν, αλλά και τήν μέχρι τής ζωής του Ύψηλάντου έπιβουλήν του Έκτελεστικού. Τον πατριωτισμόν και τήν φρόνησιν τούτου του ανδρός βεβαιούσιν εκ προσθήκης αναφερόμενα περι τών είς Άργος διαφωνιών μεταξύ τής Βουλής και του Έκτελεστικού. Τό Έκτελεστικόν, άτίθασσον είς τάς ορμάς του, κατέστη τότε άντίπαλον τής Βουλής, και γενικεύον είς εαυτό τό προνόμιον τών Έκτακτων Μέτρων, ένήργει περί όλων άπ' ευθείας χωρίς τής παρά του Όργανικού Νόμου απαιτουμένης προειδοποιήσεως τής Βουλής. Ή τοιαύτη διαίρεσις δεν ήθελεν ίσως είναι τόσον λυπηρά, εάν αί πράξεις του Έκτελεστικού συνεφώνουν μέ τό πνεύμα εκείνο, τό όποίον έπρεπε νά παραταχθή κατά τών νέων κινδύνων τής Πατρίδος. Είς μάτην ήδη αγωνιά και ό ιεράρχης Γερμανός, και ό Υψηλάντης και οί φίλοι των νά προλάβωσι τήν όλεθρίαν ρήξιν μεταξύ Διοικήσεως και Όδυσσέως, μεταξύ Διοικήσεως και του Στρατιωτικού εν γένει. Τό Έκτελεστικόν προκηρύττει τήν κεφαλικήν ποινήν του Όδυσσέως ως κακεργάτου και κακοήθους, έπ' αμοιβή 5.000 γροσίων, και παραδέχεται ένεργούν ακολούθως τήν στρατιωτικήν ύπεροχήν τών Πολιτικών. Αμφιβολία δεν είναι, ότι οίστρηλατείτο άπό εκδικήσεις τόσον άτόπους, τόσον άφανιστικάς, όσον ισχυρά ύπερπότε δύναμις οθωμανική, διαβάσα τελευταίον άπροφυλάκτους τάς Θερμοπύλας, και προχωρήσασα είς τήν Βοιωτίαν, διευθύνετο επί τά Μεγάλα Στενά τής Μεγαρικής και του Ίσθμού. Είς τον ίεράρχην Γερμανόν, θρηνούντα, ώς τον Δημόκριτον, τον έπικείμενον κίνδυνον τής Πατρίδος, δεν έμενεν άλλο πλέον, εί μή βεβαιούμενος τήν είς Κόρινθον είσβολήν τής εχθρικής δυνάμεως, κάί βλέπων διαλελυμένην στιγμηδόν τήν Διοίκησιν του Άργους, νά συσκεφθή μέ τον Ύψηλάντην περί του κινδύνου, νά τρέξη είς τήν Τριπολιτσάν, και άναλαμβάνων εκ νέου τό πρόσωπον του ίκέτου τής Πατρίδος, πνεούσης τά λοίσθια, νά δυσωπήση τον άδυσώπητον τού Θ. Κολοκοτρώνη διερεθισμόν κατά τών μέτρων τής Διοικήσεως, νά τον ενθουσιάση εναντίον τών εχθρών, και δι' αύτού, απολαμβάνοντος τήν πρώτην έπήρειαν ήδη, νά θέση είς κίνησιν τήν Πελοπόννησον όλην. Είς τον ίεράρχην Γερμανόν, βλέποντα τήν μεγάλην και πεισματικήν άκολουθούσαν διαίρεσιν καθ' όλην τήν Ελλάδα, και άπηλπισμένον του νά ίδη βελτίωσιν τινά έσωτερικήν, ένώ ή καταστροφή των Τούρκων έδιδε νέον θάρρος, νέαν εύκαιρίαν, εις τάς διενέξεις, δεν έμενεν άλλο πλέον, ειμή νά τρέξη ικέτης επίσημος της Πατρίδος του ενώπιον της Ευρώπης."
Παλαιών Πατρών Γερμανού
Απομνημονεύματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου