"Μετά την είς την Γράναν ήτταν των Τούρκων, ως άνω είρηται, και άπελπισθέντων ότι δέν ήτον δυνατόν πλέον νά , κάμουν έπιδρομήν τινα, απεφάσισαν νά κάμουν προπύργιον τό χωρίον Μαντσαγρά, αντίκρυ τού Σαραγιού, νά τό οχυρώσουν διά νά έξέρχωνται ενίοτε ευκόλως νά παίρνουν νερόν έδιώρισαν λοιπόν 1.500 Αλβανούς και 1.500 εντοπίους, νά φρουρή έκαστον σώμα έν ήμερονύκτιον και νά αλλάζουν. Αίφνης λοιπόν κατέλαβον τό χωρίον εκείνο και τό ώχύρωσαν αρκετά, ώστε μας διέκοψαν την κοινωνίαν μέ τά γύρωθεν τού φρουρίου στρατιωτικά σώματα. Συνεκροτήσαμεν μ' αυτήν τήν φρουράν διαφόρους αψιμαχίας αλλά δέν ήδυνήθημεν νά τούς κλονίσωμεν τήν γενναιότητα ή νά τούς βλάψωμεν, καθότι προς τό δυτικόν μέρος ύπερασπίζετο από τά κανονοστάσια του Σαραγιού και του Ναυπλίου της θύρας. Κατά τήν 6 Σεπτεμβρίου παρατηρούντες την πρωίαν έως τό μεσημέρι δέν είδομεν ούδ' ένα Τούρκον εκεί έκάμαμεν διαφόρους τρόπους νά κατορθώσωμεν δια νά πληροφορηθώμεν αν τω όντι δεν υπάρχουν, ή είναι κρυμμένοι και προσποιούνται, νά ύπάγωμεν άπροσέκτως έκεί, νά μάς κτυπήσουν, αλλά μετά πολλάς αποπείρας είδομεν δτι τω όντι δεν ήτον ουδέ είς.
Ή αιτία έστάθη ούτως: οί Αλβανοί έζήτουν νά φρουρούν δύο ημέρας οί εντόπιοι καί μίαν αυτοί διότι ήτον όλιγώτεροι, άλλ' οί εντόπιοι δέν έδέχθηκαν τούτο καί δέν ύπήγον έκείνην την ήμέραν. Συνήχθημεν άπαντες οί οπλαρχηγοί νά άποφασίσωμεν νά στείλωμεν 2.000 στρατιώτας ή τουλάχιστον 1.500 μέ ένα άξιον άρχηγόν νά καταλάβουν έκείνην την θέσιν ως άναγκαιοτάτην. Έπροτείναμεν λοιπόν νά ύπάγη ό Κολοκοτρώνης καί νά του δώσωμεν κατ' άναλογίαν από τά διάφορα σώματα 2000, αλλά δέν τό εδέχθη, καί δι' απείρων προφάσεων τό απέφυγε. Έπροτείναμεν τον Γιατράκον, αλλά καί αυτός μάς απήντησε τά αυτά καί ότι δέν γίνεται κατώτερος τοΰ Κολοκοτρώνη. Έπροτείναμεν τον Δημήτρην Κολιόπουλον ή Πλαπούταν, αλλά καί αυτός διά πολλών αδικαιολογήτων προφάσεων τό απέφευγε. Είπομεν νά ύπάγη ό Γιαννάκης Τασκούλιας, εξάδελφος τοΰ Κολοκοτρώνη, αλλά καί αυτός καταγόμενος από χάνικην γενεάν δέν άπεφάσιζε νά ριψοκινδυνεύση την πολύτιμον ζωήν του καθότι ό κίνδυνος ήτον προφανής. Τότε ό τω όντι ατρόμητος εκείνος άνδρας, ό Δημητράκη Δεληγιάννης, ό αναδειχθείς καί είς του Λάλα καί είς τήν Γράναν πάντων τολμηρότερος, άναστάς λέγει: Αδελφοί συστρατιώται! βλέπω ότι από φιλοζωίαν, ή από άνανδρίαν, ή από σκοπόν συμφερόντων γίνεσθε επίορκοι καί προσποιείσθε καί δέν υπακούετε είς τήν φωνήν της κινδυνευούσης πατρίδος, υπέρ της όποίας ώρκίσθημεν νά άποθάνωμεν. Τούτου λοιπόν ένεκα αποφάσισα νά πηγαίνω έγώ αυθορμήτως μέ τό στρατιωτικόν σώμα μας καί δεν απαιτώ από κανένα από σας συνδρομήν ή έπικουρίαν, παρά από τον άδελφόν μου, τον Παπατσώνη καί τον Κίντζιον. Καί αμέσως στρέφει τον λόγον προς τους καπεταναίους καί στρατιώτας μας καί τούς λέγει μέ βροντώδη φωνήν: «Συστρατιώται! μ' άκολουθήτε νά συναποθάνωμεν υπέρ της πατρίδος; "Αλλος ενδοξότερος θάνατος δεν είναι από αυτόν!» Έν μια φωνή έκραξαν άπαντες: όπου άποθάνης σύ, θά άποθάνωμεν πρώτοι ήμείς!
"Απαντες οί ευρεθέντες εκεί έθαύμασαν την άτρόμητον ταύτην άπόφασίν του καί τον έπήνεσαν, οί δέ προταθέντες καί άρνηθέντες άνεχώρησαν έρυθριώντες καί κατησχυμένοι. Ήμείς δέ έκλέξαντες από όλον τό στρατιωτικόν σώμα μας υπέρ τούς χιλίους, τους δεδοκιμασμένους, τολμηρούς, τριών ήμερων τροφήν καί πολεμοεφόδια, μερικάς άξίνας, πτυάρια καί άλλα εργαλεία έτοιμάσαντες καί μετά την δύσιν του ηλίου, καταλαβόντος του σκότους, άνεχώρησε, καί δι' όλης εκείνης της νυκτός έκαμε τάφρους καί όχυρώματα καί άπεκατέστησεν τό χωρίον εκείνο άκαταμάχητον.
Την πρωίαν μετά την άνατολήν του ηλίου φωνάζει τούς έν τω κανονοστασίω τοϋ Σαραγιού Τούρκους καί τούς λέγει: «Καλημέρα σας, αγάδες! καλώς σας ηύραμεν!» Τούτο Ίδόντες αίφνης οί Τούρκοι άπενεκρώθησαν καί απελπίσθηκαν. Έξήλθον προ μεσημβρίαν άπαντες κατ' αυτού, ώρμησαν πεζοί τε καί ιππείς κατά των προμαχώνων του, του έρριψαν πλήθος κανονιών, έκαμαν τοσαύτας καί τοιαύτας τρομεράς καί άπελπιστικάς εφορμήσεις διά νά δυνηθούν νά τούς διαλύσουν. Έτρέξαμεν αμέσως καί ήμείς μετά του Παπατσώνη, Κίντζιου καί Π. Γιατράκου, Μαυρομιχάλη καί άλλων υπέρ τάς τρεις χιλιάδας καί έκάμαμεν δυνατόν άντιπερισπασμόν, άλλ' οί ατρόμητοι εκείνοι μαχηταί έμενον ακλόνητοι. Έξήλθον καί τήν δευτέραν ήμέραν καί την τρίτην πανστρατιά, έπολέμησαν υπέρ τάς έπτά ώρας, άλλ' ίδόντες ότι έφονεύοντο άπειροι έξ αυτών χωρίς να κατορθώσουν σκοπόν, κατήντησαν πλέον είς την έσχάτην άπελπισίαν, άποφασίσαντες τελευταίον να μην έξέρχωνται είς μάχην μετά τών Ελλήνων άλλα νά αρχίσουν νά έμβουν είς διαπραγμάτευσιν συνθηκολογίας μ' οποιονδήποτε τρόπον δυνηθούν συμφερώτερον δι' αυτούς."
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Ή αιτία έστάθη ούτως: οί Αλβανοί έζήτουν νά φρουρούν δύο ημέρας οί εντόπιοι καί μίαν αυτοί διότι ήτον όλιγώτεροι, άλλ' οί εντόπιοι δέν έδέχθηκαν τούτο καί δέν ύπήγον έκείνην την ήμέραν. Συνήχθημεν άπαντες οί οπλαρχηγοί νά άποφασίσωμεν νά στείλωμεν 2.000 στρατιώτας ή τουλάχιστον 1.500 μέ ένα άξιον άρχηγόν νά καταλάβουν έκείνην την θέσιν ως άναγκαιοτάτην. Έπροτείναμεν λοιπόν νά ύπάγη ό Κολοκοτρώνης καί νά του δώσωμεν κατ' άναλογίαν από τά διάφορα σώματα 2000, αλλά δέν τό εδέχθη, καί δι' απείρων προφάσεων τό απέφυγε. Έπροτείναμεν τον Γιατράκον, αλλά καί αυτός μάς απήντησε τά αυτά καί ότι δέν γίνεται κατώτερος τοΰ Κολοκοτρώνη. Έπροτείναμεν τον Δημήτρην Κολιόπουλον ή Πλαπούταν, αλλά καί αυτός διά πολλών αδικαιολογήτων προφάσεων τό απέφευγε. Είπομεν νά ύπάγη ό Γιαννάκης Τασκούλιας, εξάδελφος τοΰ Κολοκοτρώνη, αλλά καί αυτός καταγόμενος από χάνικην γενεάν δέν άπεφάσιζε νά ριψοκινδυνεύση την πολύτιμον ζωήν του καθότι ό κίνδυνος ήτον προφανής. Τότε ό τω όντι ατρόμητος εκείνος άνδρας, ό Δημητράκη Δεληγιάννης, ό αναδειχθείς καί είς του Λάλα καί είς τήν Γράναν πάντων τολμηρότερος, άναστάς λέγει: Αδελφοί συστρατιώται! βλέπω ότι από φιλοζωίαν, ή από άνανδρίαν, ή από σκοπόν συμφερόντων γίνεσθε επίορκοι καί προσποιείσθε καί δέν υπακούετε είς τήν φωνήν της κινδυνευούσης πατρίδος, υπέρ της όποίας ώρκίσθημεν νά άποθάνωμεν. Τούτου λοιπόν ένεκα αποφάσισα νά πηγαίνω έγώ αυθορμήτως μέ τό στρατιωτικόν σώμα μας καί δεν απαιτώ από κανένα από σας συνδρομήν ή έπικουρίαν, παρά από τον άδελφόν μου, τον Παπατσώνη καί τον Κίντζιον. Καί αμέσως στρέφει τον λόγον προς τους καπεταναίους καί στρατιώτας μας καί τούς λέγει μέ βροντώδη φωνήν: «Συστρατιώται! μ' άκολουθήτε νά συναποθάνωμεν υπέρ της πατρίδος; "Αλλος ενδοξότερος θάνατος δεν είναι από αυτόν!» Έν μια φωνή έκραξαν άπαντες: όπου άποθάνης σύ, θά άποθάνωμεν πρώτοι ήμείς!
"Απαντες οί ευρεθέντες εκεί έθαύμασαν την άτρόμητον ταύτην άπόφασίν του καί τον έπήνεσαν, οί δέ προταθέντες καί άρνηθέντες άνεχώρησαν έρυθριώντες καί κατησχυμένοι. Ήμείς δέ έκλέξαντες από όλον τό στρατιωτικόν σώμα μας υπέρ τούς χιλίους, τους δεδοκιμασμένους, τολμηρούς, τριών ήμερων τροφήν καί πολεμοεφόδια, μερικάς άξίνας, πτυάρια καί άλλα εργαλεία έτοιμάσαντες καί μετά την δύσιν του ηλίου, καταλαβόντος του σκότους, άνεχώρησε, καί δι' όλης εκείνης της νυκτός έκαμε τάφρους καί όχυρώματα καί άπεκατέστησεν τό χωρίον εκείνο άκαταμάχητον.
Την πρωίαν μετά την άνατολήν του ηλίου φωνάζει τούς έν τω κανονοστασίω τοϋ Σαραγιού Τούρκους καί τούς λέγει: «Καλημέρα σας, αγάδες! καλώς σας ηύραμεν!» Τούτο Ίδόντες αίφνης οί Τούρκοι άπενεκρώθησαν καί απελπίσθηκαν. Έξήλθον προ μεσημβρίαν άπαντες κατ' αυτού, ώρμησαν πεζοί τε καί ιππείς κατά των προμαχώνων του, του έρριψαν πλήθος κανονιών, έκαμαν τοσαύτας καί τοιαύτας τρομεράς καί άπελπιστικάς εφορμήσεις διά νά δυνηθούν νά τούς διαλύσουν. Έτρέξαμεν αμέσως καί ήμείς μετά του Παπατσώνη, Κίντζιου καί Π. Γιατράκου, Μαυρομιχάλη καί άλλων υπέρ τάς τρεις χιλιάδας καί έκάμαμεν δυνατόν άντιπερισπασμόν, άλλ' οί ατρόμητοι εκείνοι μαχηταί έμενον ακλόνητοι. Έξήλθον καί τήν δευτέραν ήμέραν καί την τρίτην πανστρατιά, έπολέμησαν υπέρ τάς έπτά ώρας, άλλ' ίδόντες ότι έφονεύοντο άπειροι έξ αυτών χωρίς να κατορθώσουν σκοπόν, κατήντησαν πλέον είς την έσχάτην άπελπισίαν, άποφασίσαντες τελευταίον να μην έξέρχωνται είς μάχην μετά τών Ελλήνων άλλα νά αρχίσουν νά έμβουν είς διαπραγμάτευσιν συνθηκολογίας μ' οποιονδήποτε τρόπον δυνηθούν συμφερώτερον δι' αυτούς."
Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου