"Ευρισκόμενος ως είρηται εις την πατρίδα μου Λαγκάδια και βεβαιωθείς τό κίνημα των Φαναρίτων και λοιπών Τούρκων δια την Καρύταιναν και Τριπολιτσάν από διάφορα γράμματα και από τα συνθήματα των σκοπιών, έστειλα αμέσως επίτηδες ιππείς και προσεκάλεσα τούς άδηλφούς μου Δημητράκην και Κωνσταντάκην ευρισκομένους με τό περισσότερον μέρος του στρατού μας ό μεν εις τά μέρη τής Άκοβας προσέχων τά κινήματα τών Λαλαίων, ό δε εις τό μέρος τών Καλαβρύτων, νά προφθάσουν αμέσως πανστρατιά και αν δεν προφθάσουν έμένα έκεί νά ξεκινήσουν άνευ στιγμιαίας αναβολής διά νυκτός και να έλθουν είς την Καρύταιναν. Έγώ παραλαβών τούς στρατιώτας Λαγκαδιών καί τινας εκ τών πλησιοχώρων εύρεθέντας έκεί υπέρ τούς 500 έξεκίνησα παραχρήμα εις τάς 4 μ.μ. τών 27 Μαρτίου έγραψα δε καί είς τάς κωμοπόλεις Βαλτεσινίκου, Μαγουλιάνων, Βυτίνας καί είς όλα τά χωρία εκείνα νά τρέξουν όσοι δύνανται νά φέρουν όπλα καί νά ξεκινήσουν ευθύς όλοι οι πρόκριτοι αμέσως καί νά προφθάσουν είς την Καρύταιναν προτού φωτίση ή ημέρα τών 28. Εγώ δε διαμείνας εις τό Ζυγοβίτσι έως τό μεσονύκτιον άνεχώρησα καί προς τά ξημερώματα έφθασα είς την Καρύταιναν καί μετά παρέλευσιν τριών ωρών εφθασεν ό αδελφός μου Δημητράκης ως είρηται, καί όλοι οί πρόκριτοι τών κωμοπόλεων καί χωρίων μέ τούς συγχωρίους των, ώστε εύρέθην συσσωματωμένος με δύο ήμισυ σχεδόν χιλιάδες Καρυτινών στρατιωτών περί τήν μεσημβρίαν. Προ μεσημβρίας έφθασε καί ό γυναικάδελφός μου Δημήτριος Παπατσώνης μέ τούς περί αυτόν από τήν Τριφυλλίαν έπέκεινα τών χιλίων επίσης καί οι Άρκαδινοί Παπατσώρης, Τούφας, Μέλιος καί λοιποί υπέρ τούς πεντακόσιους, ό Ηλίας Μαυρομιχάλης μέ έπέκεινα τών πεντακοσίων Μανιατών, Καλαματιανών καί άλλων καί τελευταίον περί τό δειλινόν, ό Αναγνωσταράς, Παπαφαλέσιας, Σιώρης, Κατριμάνος, Κουλόχερας μέ διακόσιους ώς έγγιστα Λεονταρίτας, ώστε συνεπληρώθη τό όλον του στρατοπέδου μας πέντε ώς έγγιστα χιλιάδες στρατός. (Ψευδώς δ' αναφέρει ό ψευδοϊστοριογράφος Σπηλιάδης είς τήν Χαλιμάν του, ότι έγώ είχον μαζί μου τον Ηλίαν Σαλαφατίνον, Μανιάτην, καθότι έως εκείνην τήν έποχήν μήτε έγνώριζα αυτόν τον άνθρωπον, μήτε είχον άκουσμένον τοιούτον όνομα, άσήμαντον τότε, αν ύπήρχεν, άλλ' ουδέ είς τήν μάχην τής Καρυταίνης ευρέθη αυτός μετά τών άλλων Μανιατών). Συναχθέντες λοιπόν άπαντες οί άνω ρηθέντες οπλαρχηγοί τήν ήμέραν έκείνην, έκρίνομεν κατεπείγον καί άναγκαίον νά στείλωμεν 1500 στρατιώτας είς τό νά καταλάβουν τήν Λαγκάδαν καί 1500 τού Σιάλεσι καί Άλίκα, αν τυχόν έμπορέση νά έλθη βοήθεια τών πολιορκουμένων Τούρκων (ώς ήτον έπόμενον) άπό τήν Τριπολιστάν διά νά τούς σώση, νά τούς κτυπήσουν είς έκείνα τά στενά μέρη, καί ήτον αδύνατον νά διέλθουν εκείθεν οί εχθροί.
Διά τήν Λαγκάδαν έδιορίσαμεν τον Θ. Κολοκοτρώνην (έκεί κατά πρώτην φοράν τον είδον καί ήνταμώθημεν, τον έχαιρέτησα ώς συνεπαρχιώτην καί φίλον, τον ύπεδέχθην φιλικώς, τον έπεριποιήθην, όσον έκαλούσαν αί περιστάσεις εκείνης τής εποχής, πεπεισμένος καί έλπίζων είς τό έμπειροπόλεμον αυτού. Άλλ' ουδείς των προκρίτων και των οπλαρχηγών ηθέλησε να τον άκολουθήση δια την προτέραν διαγωγήν του, εκτός τινών συγγενών του, οίτινες τον έπλησίασαν μεν και τον (εδέχθησαν, αλλά και αυτοί δέν τον ήκολούθησαν)• μαζί με αυτόν έδιόρισα και τον Άντώνην Κολοκοτρώνην, τον Παπαδημήτρην άπό τό Χρυσοβίτζι, τον Κορέλαν και τον Κωνσταντήν Άλέξανδρον άπό Στεμνίτσαν (ό όποίος αν και είχε μετοχήν εις την δολοφονίαν τού άδελφού μου Αναγνώστη εις την Κωνσταντινούπολιν, και ήδυνάμην τότε και αυτόν και τον Αναγνωσταράν, ώς δολοφόνον και αυτόν, νά τούς εκδικηθώ νά τούς κόψω τάς κεφάλας δωρεάν, χωρίς νά ερωτήση κανένας διατί, δέν έκατεδέχθην όμως ουδέ κάν νά τό συλλογισθώ, άλλά τούς έδέχθην και τούς περιποιήθην ώς αδελφούς μου μ' όλην την άπάθειαν, χωρίς νά τούς αποδείξω την παραμικράν ψυχρότητα ή μνησικακίαν) ώς γνωρίζοντας αυτήν την θέσιν μέ 1500.
Διά δέ του Σιάλεσι και Αλίκα τον Άναγνωσταράν, Παπαφλέσιαν, Κεφάλαν, Κουλόχεραν, Σιώρην και άλλους μέ 1500 και αυτούς ώς γνωρίζοντες και αυτοί τάς θέσεις. Άπεφασίσαμεν δέ και πόσους στρατιώτας νά δώση έκαστος αρχηγός υπό την όδηγίαν τών ώς ανωτέρω διορισθέντων νά άναχωρήσωσι την έσπέραν έκείνην, νά προκαταλάβουν διά νυκτός τάς δύο αύτάς θέσεις και ύπεσχέθηκαν, ότι θέλουν αναχωρήσει μετά τό εσπέρας. Ήμείς δέ διετάξαμεν νά γίνη γενική προσβολή κατά τών κρατούντων Τούρκων όλας τάς οικίας της πόλεως Καρύταινας, νά τούς έβγάλωμεν εκείθεν,να τούς περιορίσωμεν εις τό έρειπωμένον εκείνο φρούριον, νά τους στενοχωρήσωμεν νά παραδοθούν όσον ένεστι ταχύτερον, υποπτευόμενοι τήν έκ Τριπολιτσας έπικουρίαν. Τούς έρρίφθημεν άπ' όλα τά μέρη, τούς έκτυπήσαμεν άπτοήτως και μετά πεντάωρον άντίστασιν ίσχυράν, ύπεχώρησαν πολεμούντες και εισήλθον εις την πόλιν, έκάμαμεν αμέσως δυνατά όχυρώματα γύρωθεν του φρουρίου καί τούς έπολεμούσαμεν ακαταπαύστως, ώστε βλέποντες ότι έπλησιάσαμεν, έκτισαν άπό μέσα την θύραν του φρουρίου και τους κατέλαβε τόσος τρόμος καί δεν έτολμούσαν να έβγουν ουδέ είς τάς επάλξεις. Δεν είχον δε μέσα ούδεμίαν τροφήν, άλλ' ουδέ νερόν αλλά μίαν παλαιάν Ένετικήν στέρναν με ολίγον νερόν της βροχής συναγμένον προ πολλών χρόνων βρωμερόν καί άκάθαρτον, το όποίον ήτον ή μόνη παρηγοριά τους καί τό έμοίραζαν μέ τό φλυτζιάνι του καφέ, ενα είς κάθε άνθρωπον την ήμέραν.
Την έπιούσαν βλέπομεν τους διά την Λαγκάδαν καί Σιάλεσι διορισθέντας καί υπήρχον ακόμη έκεί τους έπροσκαλέσαμεν, έγώ, ό Παπατσώνης καί ό Ηλίας Μαυρομιχάλης παρόντων καί τών λοιπών ύποοπλαρχηγών διατί δεν ύπήγον, καί μάς έπρότειναν πολλάς καί διαφόρους προφάσεις καί ότι είναι έτοιμοι καί την έσπέραν έκείνην άναχωρούν, αλλά μάς ήπάτησαν καί δεν ύπήγον καί έμενον εκεί περιμένοντες ως εκ της πτώχειας των νά άρπάσουν τά πλούσια εκείνα λάφυρα τών Τούρκων.
Τό πρωί ήρχισεν ό άκροβολισμός καθώς την προτεραίαν. Έστειλαν αμέσως άλλην πρεσβείαν και μας παρεκάλεσε νά λάβωμεν ύπομονήν έως τό μεσημέρι τό πολύ, νά συμβιβάσουν τό σχέδιον της συνθήκης, νά στείλουν με αυτό τρείς πληρεξουσίους, νά τό υπογράψωμεν ημείς οί τρεις και οί τρεις αυτοί και νά παραδίδωνται. Όλην την προτεραίαν των 28 και από τό πρωΐ των 29 έπροσπαθήσαμεν διά παντοίων τρόπων νά αναχωρήσουν οί διορισθέντες διά την Λαγκάδαν και Σιάλεσι νά προκαταβάλουν έκείνας τάς άναγκαιοτάτας θέσεις, δια νά εχωμεν βεβαίαν την έπιτυχίαν της παραδόσεως των πολιορκουμένων, άλλ' αδύνατον έστάθη νά τούς πείσωμεν, καθότι έπερίμεναν την στιγμήν διψασμένοι νά βουτήξουν νά άρπάσουν τά λάφυρα... Βλέποντες λοιπόν μετά τήν μεσημβρίαν τήν δολίαν πολιτικήν των Τούρκων, οίτινες έπροσπαθούσαν νά κερδίσουν ώρας ή στιγμάς, εννόησαν άπαντες ότι περιέμενον έκ Τριπολιτσάς βοήθειαν νά τούς σώση. Άλλ' οί διορισθέντες ν' απέλθουν εις τήν Λαγκάδαν και Σιάλεσι δέν ήθελαν νά τό πιστεύσουν, άφού τούς τό είπομεν πολλάκις και ότι θά άποτύχωμεν και θά πάθωμεν, λέγοντες μ' όλα ταύτα ότι είχον άπόφασιν πλέον νά αναχωρήσουν έκείνην τήν έσπέραν. Οί Τούρκοι μ.μ. έστειλαν τό σχέδιον της συνθήκης προς ημάς ολίγον μπερδεμένον διά νά μας απασχολήσουν ώρας τινάς, έκάμαμεν και ήμείς μερικάς προσθαφαιρέσεις και ύπήγεν ή επιτροπή νά τήν υπογράψουν οί αγάδες, έφέντηδες και όλοι οί πρόκριτοι και νά μάς τήν φέρουν νά τήν ύπογράψωμεν και ήμείς ώστε νά νυκτώση και νά μείνη ή παράδοσις διά τήν αύριον νά κερδίσουν καιρόν. Και ενώ έπεριμέναμεν νά επιστρέψουν, βλέπομεν αίφνης πυρκαϊάς πολλάς και μεγάλους καπνούς εις του Άλίκα και Σιάλεσι, χωρία του Λέονταρίου, απέχοντα της Καρυταίνης τεσσάρας ώς έγγιστα ώρας. Και οί μέν ένόμισαν ότι είναι ό Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, όστις έπεριμένετο εκεί μέ τούς Μανιάτας, άλλοι δτι είναι Μισθριώται, και οί περισσότεροι και είδημονέστεροι ελεγον, ότι είναι Τούρκοι. Οί πολιορκούμενοι εις τό φρούριον Τούρκοι έγνώρισαν τό σύνθημα δτι είναι ή επικουρία τους και ήρχισαν νά τουφεκίζουν και νά φωνάζουν από τάς επάλξεις, «τώρα νά ίδήτε κιαφίρηδες (άπιστοι), όπού μάς έφθασε τό ίμιντάτι». Και μετ' όλίγην στιγμήν έξήλθον οί περισσότεροι έκ φρουρίου και κατέλαβον τούς προμαχώνας, τούς οποίους κατείχον οί Έλληνες, άφού άψύχησαν και τούς έκένωσαν ένεκα τών καπνών, καί ήρχισαν έξ αυτών να πολεμούν τούς έν τη πόλει Έλληνας. Ό Κολοκοτρώνης τότε, χωρίς να μάς ειδοποίηση και χωρίς να τον ίδούμεν, είπεν εις μερικούς καπετανίσκους και στρατιώτας, ότι απεφάσισε και πηγαίνει πέραν τοΰ Φλωριού εις τό χωρίον Μαυριά, εις ενα ύψηλόν λόφον απέχοντα άπό τό Γ. Στρατόπεδον ήμισείαν περίπου ώραν, νά παρατηρήση άπ' έκεί με τό κανοκιάλι καί, αν οί ερχόμενοι είναι Έλληνες θά έχη την σημαίαν του άνοικτήν νά κυματίζη, αν δε είναι Τούρκοι θά την κλείση καί τότε νά πάρωμεν μέτρα. Άφού λοιπόν είδον άπαντες τούς τόσους καπνούς, έτρεξαν όλοι οί σωματάρχαι έκαστος εις τό μέρος του νά τοποθέτηση καί ενισχύση τούς στρατιώτας του εις τά όχυρώματά των. Ό .Δ. Παπατσώνης καί ό Παπαφλέσιας ευρεθέντες έκείνην την στιγμήν εντός της πόλεως όπου είχον τούς ίππους καί τάς άποσκευάς των εις δύο τουρκικάς οικίας, χωρίς νά ειδοποιηθούν τον έκ Τριπολιτσάς έρχομόν της τουρκικής επικουρίας, έπολεμούσαν μέ τούς έξελθόντας έκ τού φρουρίου Τούρκους διά νά βαστάξουν τό μέρος εκείνο ώς τό ώχυρώτερον τής πόλεως, νά αναχαιτίσουν τήν όρμήν τών εχθρών, νομίζοντες ότι καί όλοι οί άλλοι ήθελον ακολουθήσει τό ίδιον, άλλ' άπαντες, άφού είδον τό κλείσιμον τής σημαίας του Κολοκοτρώνη, ώς πρωτόπειροι ύπώπτευσαν κίνδυνον καί ολίγον κατ' ολίγον άπεσύρθησαν προς τό όρος του προφήτου Ήλιού καί άλλοι προς τό πέραν τού ποταμού μέρος, ώστε έμειναν μόνοι αυτοί οί δύο μέ 60 ώς έγγιστα στρατιώτας των, καί έπολεμούσαν άπτοήτως μήν γνωρίζοντες, ότι τούς έγκατέλειπον μόνους όλοι οί άλλοι καί άπεσύρθησαν οί δέ Τούρκοι κατέλαβον όλας σχεδόν τάς οικίας τής πόλεως, καί αυτοί έμειναν πολιορκημένοι. Επίσης έμειναν καί οί Πλαπουταίοι εις τό δυτικόν μέρος τού φρουρίου προς τον ποταμόν τού Χαλούλαγα και κανένας δεν έφρόντισε νά τους ειδοποίηση τό φθάσιμον των Τούρκων έκ Τριπολιτσάς και διεκινδύνευσαν και αυτοί.
Άφού, ώς είρηται, έπλησίασαν οί εχθροί εις τά Καρβουνάρια της Καρύταινας, οί μεν Άρκαδινοί, Μεσσήνιοι, Φαναρίται και οί Μανιάται άπέρασαν τό πέραν μέρος το πόταμού άνωθεν τοΰ Φλωριού και την νύκτα έκείνην άπήλθεν έκαστος εις τα ίδια έκ της απελπισίας δια νά διασφαλίσουν τας οικογενείας των, ό δε Ηλίας Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτας άπέρασεν εκείθεν εις τά Κουτρουμπούχια και Πάπαρι, χωρίς νά λιποτακτήση ουδείς Μανιάτης, καθώς έμπαθώς αναφέρουν οί ψευδοϊστοριογράφοι. Ό Αναγνωσταράς, ό Παναγιώτης Μπούρας και Κεφάλας μ' ολίγους τινάς Μεσσηνίους έπεσαν κατά τό μέρος του Άτσιχόλου, (όπου εύρον και τους Πλαπουταίους και ήνώθησαν μετ' αυτών). Ό δε Κολοκοτρώνης άμα είδεν, ότι οί εμφανισθέντες εις τού Σιάλεσι και Άλίκα ήτον Τούρκοι και έσφάλισε την σημαίαν, ώς είρηται, άνεχώρησε μετά τού ψυχογιού του από τό λοφίδιον εκείνο και διερχόμενος μακράν τού στρατοπέδου εύρεν ένα ποιμένα και τού επήρε μίαν πάλαιάν τραγόκαπαν όπου είχε και την έφόρεσε νά μη τον γνωρίζουν και άπεράσας όπισθεν τού Άγιολιά διευθύνθη προς την γέφυραν τού Άτσιχόλου, χωρίς νά ειδοποίηση ούδένα εξ ημών, οίτινες ώς πρωτόπειροι διετρέχαμεν κίνδυνον, άλλ' ουδέ τους συγγενείς του Πλαπουταίους και ιδίως τον Γεωργάκην, όστις του διέσωσε την ζωήν (ώς όπισθεν είρηται) κατά τά 1806 με την προφανή καταστροφήν του, οί όποίοι «ευρέθησαν και αυτοί πολιορκημένοι και εις μεγάλον κίνδυνον, χωρίς νά πλησιάσουν προς αυτόν οί Τούρκοι και χωρίς νά ριψοκινδυνεύση (καθώς αναφέρουν άναιδώς οί ψευδοϊστοριογράφοι νά τον δικαιολογήσουν).
Πηγή:( Απομ.-Κανέλλος Δεληγιάννης ).(σ211-214),(216-219).
Διά τήν Λαγκάδαν έδιορίσαμεν τον Θ. Κολοκοτρώνην (έκεί κατά πρώτην φοράν τον είδον καί ήνταμώθημεν, τον έχαιρέτησα ώς συνεπαρχιώτην καί φίλον, τον ύπεδέχθην φιλικώς, τον έπεριποιήθην, όσον έκαλούσαν αί περιστάσεις εκείνης τής εποχής, πεπεισμένος καί έλπίζων είς τό έμπειροπόλεμον αυτού. Άλλ' ουδείς των προκρίτων και των οπλαρχηγών ηθέλησε να τον άκολουθήση δια την προτέραν διαγωγήν του, εκτός τινών συγγενών του, οίτινες τον έπλησίασαν μεν και τον (εδέχθησαν, αλλά και αυτοί δέν τον ήκολούθησαν)• μαζί με αυτόν έδιόρισα και τον Άντώνην Κολοκοτρώνην, τον Παπαδημήτρην άπό τό Χρυσοβίτζι, τον Κορέλαν και τον Κωνσταντήν Άλέξανδρον άπό Στεμνίτσαν (ό όποίος αν και είχε μετοχήν εις την δολοφονίαν τού άδελφού μου Αναγνώστη εις την Κωνσταντινούπολιν, και ήδυνάμην τότε και αυτόν και τον Αναγνωσταράν, ώς δολοφόνον και αυτόν, νά τούς εκδικηθώ νά τούς κόψω τάς κεφάλας δωρεάν, χωρίς νά ερωτήση κανένας διατί, δέν έκατεδέχθην όμως ουδέ κάν νά τό συλλογισθώ, άλλά τούς έδέχθην και τούς περιποιήθην ώς αδελφούς μου μ' όλην την άπάθειαν, χωρίς νά τούς αποδείξω την παραμικράν ψυχρότητα ή μνησικακίαν) ώς γνωρίζοντας αυτήν την θέσιν μέ 1500.
Διά δέ του Σιάλεσι και Αλίκα τον Άναγνωσταράν, Παπαφλέσιαν, Κεφάλαν, Κουλόχεραν, Σιώρην και άλλους μέ 1500 και αυτούς ώς γνωρίζοντες και αυτοί τάς θέσεις. Άπεφασίσαμεν δέ και πόσους στρατιώτας νά δώση έκαστος αρχηγός υπό την όδηγίαν τών ώς ανωτέρω διορισθέντων νά άναχωρήσωσι την έσπέραν έκείνην, νά προκαταλάβουν διά νυκτός τάς δύο αύτάς θέσεις και ύπεσχέθηκαν, ότι θέλουν αναχωρήσει μετά τό εσπέρας. Ήμείς δέ διετάξαμεν νά γίνη γενική προσβολή κατά τών κρατούντων Τούρκων όλας τάς οικίας της πόλεως Καρύταινας, νά τούς έβγάλωμεν εκείθεν,να τούς περιορίσωμεν εις τό έρειπωμένον εκείνο φρούριον, νά τους στενοχωρήσωμεν νά παραδοθούν όσον ένεστι ταχύτερον, υποπτευόμενοι τήν έκ Τριπολιτσας έπικουρίαν. Τούς έρρίφθημεν άπ' όλα τά μέρη, τούς έκτυπήσαμεν άπτοήτως και μετά πεντάωρον άντίστασιν ίσχυράν, ύπεχώρησαν πολεμούντες και εισήλθον εις την πόλιν, έκάμαμεν αμέσως δυνατά όχυρώματα γύρωθεν του φρουρίου καί τούς έπολεμούσαμεν ακαταπαύστως, ώστε βλέποντες ότι έπλησιάσαμεν, έκτισαν άπό μέσα την θύραν του φρουρίου και τους κατέλαβε τόσος τρόμος καί δεν έτολμούσαν να έβγουν ουδέ είς τάς επάλξεις. Δεν είχον δε μέσα ούδεμίαν τροφήν, άλλ' ουδέ νερόν αλλά μίαν παλαιάν Ένετικήν στέρναν με ολίγον νερόν της βροχής συναγμένον προ πολλών χρόνων βρωμερόν καί άκάθαρτον, το όποίον ήτον ή μόνη παρηγοριά τους καί τό έμοίραζαν μέ τό φλυτζιάνι του καφέ, ενα είς κάθε άνθρωπον την ήμέραν.
Την έπιούσαν βλέπομεν τους διά την Λαγκάδαν καί Σιάλεσι διορισθέντας καί υπήρχον ακόμη έκεί τους έπροσκαλέσαμεν, έγώ, ό Παπατσώνης καί ό Ηλίας Μαυρομιχάλης παρόντων καί τών λοιπών ύποοπλαρχηγών διατί δεν ύπήγον, καί μάς έπρότειναν πολλάς καί διαφόρους προφάσεις καί ότι είναι έτοιμοι καί την έσπέραν έκείνην άναχωρούν, αλλά μάς ήπάτησαν καί δεν ύπήγον καί έμενον εκεί περιμένοντες ως εκ της πτώχειας των νά άρπάσουν τά πλούσια εκείνα λάφυρα τών Τούρκων.
Τό πρωί ήρχισεν ό άκροβολισμός καθώς την προτεραίαν. Έστειλαν αμέσως άλλην πρεσβείαν και μας παρεκάλεσε νά λάβωμεν ύπομονήν έως τό μεσημέρι τό πολύ, νά συμβιβάσουν τό σχέδιον της συνθήκης, νά στείλουν με αυτό τρείς πληρεξουσίους, νά τό υπογράψωμεν ημείς οί τρεις και οί τρεις αυτοί και νά παραδίδωνται. Όλην την προτεραίαν των 28 και από τό πρωΐ των 29 έπροσπαθήσαμεν διά παντοίων τρόπων νά αναχωρήσουν οί διορισθέντες διά την Λαγκάδαν και Σιάλεσι νά προκαταβάλουν έκείνας τάς άναγκαιοτάτας θέσεις, δια νά εχωμεν βεβαίαν την έπιτυχίαν της παραδόσεως των πολιορκουμένων, άλλ' αδύνατον έστάθη νά τούς πείσωμεν, καθότι έπερίμεναν την στιγμήν διψασμένοι νά βουτήξουν νά άρπάσουν τά λάφυρα... Βλέποντες λοιπόν μετά τήν μεσημβρίαν τήν δολίαν πολιτικήν των Τούρκων, οίτινες έπροσπαθούσαν νά κερδίσουν ώρας ή στιγμάς, εννόησαν άπαντες ότι περιέμενον έκ Τριπολιτσάς βοήθειαν νά τούς σώση. Άλλ' οί διορισθέντες ν' απέλθουν εις τήν Λαγκάδαν και Σιάλεσι δέν ήθελαν νά τό πιστεύσουν, άφού τούς τό είπομεν πολλάκις και ότι θά άποτύχωμεν και θά πάθωμεν, λέγοντες μ' όλα ταύτα ότι είχον άπόφασιν πλέον νά αναχωρήσουν έκείνην τήν έσπέραν. Οί Τούρκοι μ.μ. έστειλαν τό σχέδιον της συνθήκης προς ημάς ολίγον μπερδεμένον διά νά μας απασχολήσουν ώρας τινάς, έκάμαμεν και ήμείς μερικάς προσθαφαιρέσεις και ύπήγεν ή επιτροπή νά τήν υπογράψουν οί αγάδες, έφέντηδες και όλοι οί πρόκριτοι και νά μάς τήν φέρουν νά τήν ύπογράψωμεν και ήμείς ώστε νά νυκτώση και νά μείνη ή παράδοσις διά τήν αύριον νά κερδίσουν καιρόν. Και ενώ έπεριμέναμεν νά επιστρέψουν, βλέπομεν αίφνης πυρκαϊάς πολλάς και μεγάλους καπνούς εις του Άλίκα και Σιάλεσι, χωρία του Λέονταρίου, απέχοντα της Καρυταίνης τεσσάρας ώς έγγιστα ώρας. Και οί μέν ένόμισαν ότι είναι ό Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, όστις έπεριμένετο εκεί μέ τούς Μανιάτας, άλλοι δτι είναι Μισθριώται, και οί περισσότεροι και είδημονέστεροι ελεγον, ότι είναι Τούρκοι. Οί πολιορκούμενοι εις τό φρούριον Τούρκοι έγνώρισαν τό σύνθημα δτι είναι ή επικουρία τους και ήρχισαν νά τουφεκίζουν και νά φωνάζουν από τάς επάλξεις, «τώρα νά ίδήτε κιαφίρηδες (άπιστοι), όπού μάς έφθασε τό ίμιντάτι». Και μετ' όλίγην στιγμήν έξήλθον οί περισσότεροι έκ φρουρίου και κατέλαβον τούς προμαχώνας, τούς οποίους κατείχον οί Έλληνες, άφού άψύχησαν και τούς έκένωσαν ένεκα τών καπνών, καί ήρχισαν έξ αυτών να πολεμούν τούς έν τη πόλει Έλληνας. Ό Κολοκοτρώνης τότε, χωρίς να μάς ειδοποίηση και χωρίς να τον ίδούμεν, είπεν εις μερικούς καπετανίσκους και στρατιώτας, ότι απεφάσισε και πηγαίνει πέραν τοΰ Φλωριού εις τό χωρίον Μαυριά, εις ενα ύψηλόν λόφον απέχοντα άπό τό Γ. Στρατόπεδον ήμισείαν περίπου ώραν, νά παρατηρήση άπ' έκεί με τό κανοκιάλι καί, αν οί ερχόμενοι είναι Έλληνες θά έχη την σημαίαν του άνοικτήν νά κυματίζη, αν δε είναι Τούρκοι θά την κλείση καί τότε νά πάρωμεν μέτρα. Άφού λοιπόν είδον άπαντες τούς τόσους καπνούς, έτρεξαν όλοι οί σωματάρχαι έκαστος εις τό μέρος του νά τοποθέτηση καί ενισχύση τούς στρατιώτας του εις τά όχυρώματά των. Ό .Δ. Παπατσώνης καί ό Παπαφλέσιας ευρεθέντες έκείνην την στιγμήν εντός της πόλεως όπου είχον τούς ίππους καί τάς άποσκευάς των εις δύο τουρκικάς οικίας, χωρίς νά ειδοποιηθούν τον έκ Τριπολιτσάς έρχομόν της τουρκικής επικουρίας, έπολεμούσαν μέ τούς έξελθόντας έκ τού φρουρίου Τούρκους διά νά βαστάξουν τό μέρος εκείνο ώς τό ώχυρώτερον τής πόλεως, νά αναχαιτίσουν τήν όρμήν τών εχθρών, νομίζοντες ότι καί όλοι οί άλλοι ήθελον ακολουθήσει τό ίδιον, άλλ' άπαντες, άφού είδον τό κλείσιμον τής σημαίας του Κολοκοτρώνη, ώς πρωτόπειροι ύπώπτευσαν κίνδυνον καί ολίγον κατ' ολίγον άπεσύρθησαν προς τό όρος του προφήτου Ήλιού καί άλλοι προς τό πέραν τού ποταμού μέρος, ώστε έμειναν μόνοι αυτοί οί δύο μέ 60 ώς έγγιστα στρατιώτας των, καί έπολεμούσαν άπτοήτως μήν γνωρίζοντες, ότι τούς έγκατέλειπον μόνους όλοι οί άλλοι καί άπεσύρθησαν οί δέ Τούρκοι κατέλαβον όλας σχεδόν τάς οικίας τής πόλεως, καί αυτοί έμειναν πολιορκημένοι. Επίσης έμειναν καί οί Πλαπουταίοι εις τό δυτικόν μέρος τού φρουρίου προς τον ποταμόν τού Χαλούλαγα και κανένας δεν έφρόντισε νά τους ειδοποίηση τό φθάσιμον των Τούρκων έκ Τριπολιτσάς και διεκινδύνευσαν και αυτοί.
Άφού, ώς είρηται, έπλησίασαν οί εχθροί εις τά Καρβουνάρια της Καρύταινας, οί μεν Άρκαδινοί, Μεσσήνιοι, Φαναρίται και οί Μανιάται άπέρασαν τό πέραν μέρος το πόταμού άνωθεν τοΰ Φλωριού και την νύκτα έκείνην άπήλθεν έκαστος εις τα ίδια έκ της απελπισίας δια νά διασφαλίσουν τας οικογενείας των, ό δε Ηλίας Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτας άπέρασεν εκείθεν εις τά Κουτρουμπούχια και Πάπαρι, χωρίς νά λιποτακτήση ουδείς Μανιάτης, καθώς έμπαθώς αναφέρουν οί ψευδοϊστοριογράφοι. Ό Αναγνωσταράς, ό Παναγιώτης Μπούρας και Κεφάλας μ' ολίγους τινάς Μεσσηνίους έπεσαν κατά τό μέρος του Άτσιχόλου, (όπου εύρον και τους Πλαπουταίους και ήνώθησαν μετ' αυτών). Ό δε Κολοκοτρώνης άμα είδεν, ότι οί εμφανισθέντες εις τού Σιάλεσι και Άλίκα ήτον Τούρκοι και έσφάλισε την σημαίαν, ώς είρηται, άνεχώρησε μετά τού ψυχογιού του από τό λοφίδιον εκείνο και διερχόμενος μακράν τού στρατοπέδου εύρεν ένα ποιμένα και τού επήρε μίαν πάλαιάν τραγόκαπαν όπου είχε και την έφόρεσε νά μη τον γνωρίζουν και άπεράσας όπισθεν τού Άγιολιά διευθύνθη προς την γέφυραν τού Άτσιχόλου, χωρίς νά ειδοποίηση ούδένα εξ ημών, οίτινες ώς πρωτόπειροι διετρέχαμεν κίνδυνον, άλλ' ουδέ τους συγγενείς του Πλαπουταίους και ιδίως τον Γεωργάκην, όστις του διέσωσε την ζωήν (ώς όπισθεν είρηται) κατά τά 1806 με την προφανή καταστροφήν του, οί όποίοι «ευρέθησαν και αυτοί πολιορκημένοι και εις μεγάλον κίνδυνον, χωρίς νά πλησιάσουν προς αυτόν οί Τούρκοι και χωρίς νά ριψοκινδυνεύση (καθώς αναφέρουν άναιδώς οί ψευδοϊστοριογράφοι νά τον δικαιολογήσουν).
Πηγή:( Απομ.-Κανέλλος Δεληγιάννης ).(σ211-214),(216-219).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου