"Αλλά δεν αισχύνεται ό άθλιος ψευδοϊστοριογράφος νά λέγη, ότι είχε τον Δημητράκην Δεληγιάννην υπό την όδηγίαν του, στρατοπεδευμένον και πολεμούντα εις του Λάλα άπό τάς 17 Μαρτίου, απέχοντα άπό τό Χρυσοβίτσι είκοσι σχεδόν ώρας μακράν; χωρίς νά έχη μ' αυτόν ούδ' άλληλογραφίαν ποτέ; μήτε τον είδε, άφού διεσκορπίσθημεν ειςτηνΚαρύταιναν! Δεν αισχύνεται επίσης νά λέγη, ότι και ό υιός του ό Πάνος ήταν οπλαρχηγός εις τήν Καρύταιναν, τον Άπρίλιον, ένώ ήτον ακόμη είς τήν Ζάκυνθον παιδάριον και άσήμαντον όν, και μετά τά μέσα Απριλίου έξήλθεν εκείθεν μετά του άδελφού του Γιάννη, έπονομασθέντος παρ' έμού έπειτα Γενναίος, μεθ' ενός μόνου Ζακυνθίου και ενός Ζυγοβιστινού εις τον Πύργον και εκείθεν εις τήν Καρύταιναν, τρέχοντες άπό κωμόπολιν εις κωμόπολιν διασκεδάζοντες, ήλθον είς τά Τρίκορφα μετά τήν μάχην τού Βαλτετσίου, περί τά τέλη του Μαΐου, καθώς έν τω οίκείω τόπω ρηθήσεται!
Όσοι δε πρόκριτοι, καπεταναίοι, μπουλουκτσήδες και στρατιώται ευρέθησαν τότε μετ' έμού είς τήν Πιάναν, υπέρ τους οκτακόσιους, έστάθη αδύνατον νά συγκατανεύσουν νά υπάγουν είς τό Χρυσοβίτσι, άφού ό Κολοκοτρώνης τους προσεκάλεσε άπαξ και δίς και ό ίδιος υπήγε και τους παρεκίνησε νά υπάγουν. Και έγώ τούς προέτρεψα, ότι, άν θέλουν με ευχαρίστησίν τους νά τον ακολουθήσουν, με απήντησαν άποτόμως ότι είναι αδύνατο νά χωρισθούν άπό έμέ και νά γνωρίσουν άρχηγόν άλλον, τον οποίον δεν είδον ποτέ• τά αυτά και έτι περισσότερα απήντησαν προς αυτόν, οίτινες έμειναν πάντοτε πιστοί εις έμέ και μετά ταύτα συνήχθησαν και άλλοι οκτακόσιοι μεχρισότου έτελείωσεν ό άγών. Ό δέ Πλαπούτας έμενε και αυτός παρ' έμοί έως ότου άπέθανεν ό αδελφός του ό Γεωργάκης εις του Λάλα και τον έστείλαμεν άπό τά Τρίκορφα έπιτροπικόν του άνηλίκου άνεψιού του κατά τον Ίούνιον, καθώς έν τω οίκείω τόπω ρηθήσεται."
" Άφού, ως είρηται, έδωκα ένα δρόμον εις αυτό τό άντικείμενον, άνεχώρησα εκείθεν (χωρίς νά γνωρίζη ούδ' ό Κολοκοτρώνης, ούδ' άλλος) και φθάσας εις τό Λεοντάρι έκοινοποίησα προς τούς Μαυρομιχάλας, Κυριακούλην και Ήλίαν, προς τον Παπατσώνην, Φλεσσαίους, Άναγνωσταράν και λοιπούς όσα ό Ζαΐμης και Λόντος μέ έγραφον διά τό έκεί φθάσιμον του Κεχαγιάμπεη και τον διορισμόν του Σαλήχ Κιοσέ Μεχμέτ πασιά και Όμέρ Βριώνη διά την Πελοπόννησον, και τον κίνδυνον, εις τον όποίον έτρέχαμεν, τούς έξηγήθην και δι' όσα έπραξα εις την Πιάναν και Χρυσοβίτσι, ώς ανωτέρω, και ότι απέρχομαι εις την Καλαμάταν προς αντάμωσιν τον Πετρόμπεη και λοιπών καπεταναίων της Μάνης, νά τούς παραστήσω, τον κίνδυνον της πατρίδος, νά τούς παρακινήσω και παρακαλέσω νά προτρέψουν τούς Μανιάτας νά έκστρατεύσουν χίλιοι τουλάχιστον διά νά άπαντήσωμεν την πρώτην όρμήν τών έλθόντων Τούρκων, νά έβγη και ό Μπέης, νά έλθη εις τό Λεοντάρι, νά σχηματίση Γεν. στρατόπεδον, ώς διορισμένος άπό ήμάς εις του Πάπορι. Παρεκίνησα δέ και αυτούς νά επιστρέψουν εις τό Βαλτέτσι νά οχυρωθούν πάλιν έκεί διά νά είμεθα πλησίον, ώστε εις πάσαν περίσταση νά δίδη συνδρομήν τό εν στρατόπεδον του άλλου. Παρεδέχθησαν τάς ομιλίας και προτροπάς μου ευχαρίστως και μέ ύπεσχέθησαν ότι μετά δύο ημέρας καταλαμβάνουν πάλιν τό Βαλτέτσι (καθώς και τό κατέλαβον) και ότι θέλουν συνυπακουσθή και μέ τούς έν Βερβένοις οπλαρχηγούς. Διά τον διορισμόν όμως τον όποίον έκαμα τού Κολοκοτρώνη δυσηρεστήθησαν άπαντες και ιδίως ό Αναγνωσταράς καί με ώμίλησαν με πικρίαν, λέγοντες ότι, άφού δεν γνωρίζεις την διάθεσιν αύτού τού άνθρώπου, έπρεπε νά ερωτήσεις καί ημάς οπού τον γνωρίζομεν υπέρ πάντα άλλον, καί τότε νά άποφασίσης νά κάμης τοιαύτην θυσίαν, διά την οποίαν γρήγορα θά μετανοήσης άλλ' άνωφελώς. Άνεχώρησα λοιπόν μετά δέκα ιππέων αμέσως καί την πρώτην Μαΐου έφθασα εις την Καλαμάταν, όπου άνταμώσας ευθύς τον Μπέην, τούς γέροντας Μούρτζινον καί Γ. Καπετανάκην καί τον Ήλίαν Χρυσοσπάθην, τούς εξιστόρησα όλα τά άνω είρημένα καί τον έπικείμενον κίνδυνον, εις τον οποίον έτρέχομεν, καί μέ πολλήν συναίσθησιν ήκουσαν τάς παρατηρήσεις μου καί τάς παρεδέχθησαν ευχαρίστως καί παρευθύς έξεκίνησαν τον Ήλίαν Χρυσοσπάθην καί υπήγεν εις την Μάνην, έγραψαν δέ καί εις όλους τούς καπεταναίους καί προκρίτους τό μέγεθος του κινδύνου καί τούς προέτρεπον καί τούς παρεκάλουν νά ξεκινήσουν όλοι, όσοι δύνανται νά φέρουν όπλα καί όσοι πιστεύουν εις Χριστόν, νά προφθάσουν οί μέν εις τό Βαλτέτσι οί δέ εις την Βέρβαιναν. Έξεκίνησαν δέ ευθύς τον Ίωάννην υίόν του μέ εκατόν Μανιάτας εύρεθέντας εκεί, τον όπλαρχηγόν της Καλαμάτας Θανασούλην Κυριακόν μ' άλλους όγδοήκοντα νά προφθάσουν όσον ένεστι ταχύτερον εις τό Βαλτέτσι, ύποσχεθέντες ότι μετά οκτώ ή δέκα ημέρας έρχονται καί αυτοί εις τό Λεοντάρι μ' όσους Μανιάτας προφθάσουν νά έλθουν, καί μ' όσους Πελοποννησίους τούς ακολουθήσουν. Καί ούτως άναχωρήσας εις τάς δύο Μαΐου έφθασα αυθημερόν εις τό Χρυστοβίτσι καί έκοινοποίησα εις άπαντας τούς προκρίτους της επαρχίας μας τά άνωθεν ρηθέντα καί τά περί τού εις Καλάμας πηγαιμού μου.
Την δέ επαύριον ύπήγον καί εις τό Βαλτέτσι καί έξηγήθην καί μέ τούς έκείνην τήν ήμέραν φθάσαντες έκεί Μαυρομιχάλας, Παπατσώνην και λοιπούς καί έκ συμφώνου έγράψαμεν προς τούς Καλαβρυτινούς καί είς τούς εν Βερβαίνοις όσα έπράξαμεν παρακινούντες ιδίως τούς Καλαβρυτινούς να προφθάσουν να καταλάβουν τό συντομώτερον τό Λεβίδι, διά να είμεθα τα τέσσαρα στρατόπεδα συγκεντρωμένα περί τήν Τριπολιτσάν καί πλησίον τό εν εις τό άλλο. Καί ούτως ήκολούθησαν καί αυτοί καί οί εν Βερβαίνοις.
"Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα. (σ.275-278)
Όσοι δε πρόκριτοι, καπεταναίοι, μπουλουκτσήδες και στρατιώται ευρέθησαν τότε μετ' έμού είς τήν Πιάναν, υπέρ τους οκτακόσιους, έστάθη αδύνατον νά συγκατανεύσουν νά υπάγουν είς τό Χρυσοβίτσι, άφού ό Κολοκοτρώνης τους προσεκάλεσε άπαξ και δίς και ό ίδιος υπήγε και τους παρεκίνησε νά υπάγουν. Και έγώ τούς προέτρεψα, ότι, άν θέλουν με ευχαρίστησίν τους νά τον ακολουθήσουν, με απήντησαν άποτόμως ότι είναι αδύνατο νά χωρισθούν άπό έμέ και νά γνωρίσουν άρχηγόν άλλον, τον οποίον δεν είδον ποτέ• τά αυτά και έτι περισσότερα απήντησαν προς αυτόν, οίτινες έμειναν πάντοτε πιστοί εις έμέ και μετά ταύτα συνήχθησαν και άλλοι οκτακόσιοι μεχρισότου έτελείωσεν ό άγών. Ό δέ Πλαπούτας έμενε και αυτός παρ' έμοί έως ότου άπέθανεν ό αδελφός του ό Γεωργάκης εις του Λάλα και τον έστείλαμεν άπό τά Τρίκορφα έπιτροπικόν του άνηλίκου άνεψιού του κατά τον Ίούνιον, καθώς έν τω οίκείω τόπω ρηθήσεται."
" Άφού, ως είρηται, έδωκα ένα δρόμον εις αυτό τό άντικείμενον, άνεχώρησα εκείθεν (χωρίς νά γνωρίζη ούδ' ό Κολοκοτρώνης, ούδ' άλλος) και φθάσας εις τό Λεοντάρι έκοινοποίησα προς τούς Μαυρομιχάλας, Κυριακούλην και Ήλίαν, προς τον Παπατσώνην, Φλεσσαίους, Άναγνωσταράν και λοιπούς όσα ό Ζαΐμης και Λόντος μέ έγραφον διά τό έκεί φθάσιμον του Κεχαγιάμπεη και τον διορισμόν του Σαλήχ Κιοσέ Μεχμέτ πασιά και Όμέρ Βριώνη διά την Πελοπόννησον, και τον κίνδυνον, εις τον όποίον έτρέχαμεν, τούς έξηγήθην και δι' όσα έπραξα εις την Πιάναν και Χρυσοβίτσι, ώς ανωτέρω, και ότι απέρχομαι εις την Καλαμάταν προς αντάμωσιν τον Πετρόμπεη και λοιπών καπεταναίων της Μάνης, νά τούς παραστήσω, τον κίνδυνον της πατρίδος, νά τούς παρακινήσω και παρακαλέσω νά προτρέψουν τούς Μανιάτας νά έκστρατεύσουν χίλιοι τουλάχιστον διά νά άπαντήσωμεν την πρώτην όρμήν τών έλθόντων Τούρκων, νά έβγη και ό Μπέης, νά έλθη εις τό Λεοντάρι, νά σχηματίση Γεν. στρατόπεδον, ώς διορισμένος άπό ήμάς εις του Πάπορι. Παρεκίνησα δέ και αυτούς νά επιστρέψουν εις τό Βαλτέτσι νά οχυρωθούν πάλιν έκεί διά νά είμεθα πλησίον, ώστε εις πάσαν περίσταση νά δίδη συνδρομήν τό εν στρατόπεδον του άλλου. Παρεδέχθησαν τάς ομιλίας και προτροπάς μου ευχαρίστως και μέ ύπεσχέθησαν ότι μετά δύο ημέρας καταλαμβάνουν πάλιν τό Βαλτέτσι (καθώς και τό κατέλαβον) και ότι θέλουν συνυπακουσθή και μέ τούς έν Βερβένοις οπλαρχηγούς. Διά τον διορισμόν όμως τον όποίον έκαμα τού Κολοκοτρώνη δυσηρεστήθησαν άπαντες και ιδίως ό Αναγνωσταράς καί με ώμίλησαν με πικρίαν, λέγοντες ότι, άφού δεν γνωρίζεις την διάθεσιν αύτού τού άνθρώπου, έπρεπε νά ερωτήσεις καί ημάς οπού τον γνωρίζομεν υπέρ πάντα άλλον, καί τότε νά άποφασίσης νά κάμης τοιαύτην θυσίαν, διά την οποίαν γρήγορα θά μετανοήσης άλλ' άνωφελώς. Άνεχώρησα λοιπόν μετά δέκα ιππέων αμέσως καί την πρώτην Μαΐου έφθασα εις την Καλαμάταν, όπου άνταμώσας ευθύς τον Μπέην, τούς γέροντας Μούρτζινον καί Γ. Καπετανάκην καί τον Ήλίαν Χρυσοσπάθην, τούς εξιστόρησα όλα τά άνω είρημένα καί τον έπικείμενον κίνδυνον, εις τον οποίον έτρέχομεν, καί μέ πολλήν συναίσθησιν ήκουσαν τάς παρατηρήσεις μου καί τάς παρεδέχθησαν ευχαρίστως καί παρευθύς έξεκίνησαν τον Ήλίαν Χρυσοσπάθην καί υπήγεν εις την Μάνην, έγραψαν δέ καί εις όλους τούς καπεταναίους καί προκρίτους τό μέγεθος του κινδύνου καί τούς προέτρεπον καί τούς παρεκάλουν νά ξεκινήσουν όλοι, όσοι δύνανται νά φέρουν όπλα καί όσοι πιστεύουν εις Χριστόν, νά προφθάσουν οί μέν εις τό Βαλτέτσι οί δέ εις την Βέρβαιναν. Έξεκίνησαν δέ ευθύς τον Ίωάννην υίόν του μέ εκατόν Μανιάτας εύρεθέντας εκεί, τον όπλαρχηγόν της Καλαμάτας Θανασούλην Κυριακόν μ' άλλους όγδοήκοντα νά προφθάσουν όσον ένεστι ταχύτερον εις τό Βαλτέτσι, ύποσχεθέντες ότι μετά οκτώ ή δέκα ημέρας έρχονται καί αυτοί εις τό Λεοντάρι μ' όσους Μανιάτας προφθάσουν νά έλθουν, καί μ' όσους Πελοποννησίους τούς ακολουθήσουν. Καί ούτως άναχωρήσας εις τάς δύο Μαΐου έφθασα αυθημερόν εις τό Χρυστοβίτσι καί έκοινοποίησα εις άπαντας τούς προκρίτους της επαρχίας μας τά άνωθεν ρηθέντα καί τά περί τού εις Καλάμας πηγαιμού μου.
Την δέ επαύριον ύπήγον καί εις τό Βαλτέτσι καί έξηγήθην καί μέ τούς έκείνην τήν ήμέραν φθάσαντες έκεί Μαυρομιχάλας, Παπατσώνην και λοιπούς καί έκ συμφώνου έγράψαμεν προς τούς Καλαβρυτινούς καί είς τούς εν Βερβαίνοις όσα έπράξαμεν παρακινούντες ιδίως τούς Καλαβρυτινούς να προφθάσουν να καταλάβουν τό συντομώτερον τό Λεβίδι, διά να είμεθα τα τέσσαρα στρατόπεδα συγκεντρωμένα περί τήν Τριπολιτσάν καί πλησίον τό εν εις τό άλλο. Καί ούτως ήκολούθησαν καί αυτοί καί οί εν Βερβαίνοις.
"Πηγές: Κανέλλος Δεληγιάννης-Απομνημονεύματα. (σ.275-278)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου