"Την Τετράδην το πρωί εις τας 13 Απριλίου ήρχισε να έλαττούται ή θέρμη μου καί αμέσως διέταξα τον Σαλαφατίνον καί τον Δ. Πλαπούταν νά παραλάβουν τους 38 Μανιάτας και υπέρ τούς 70 Λαγκαδινούς, οίτινες ευρέθηκαν έτοιμοι, νά απέλθουν εις την Βυτίναν διέταξα επίσης και εις τά πλησιέστερα χωρία νά ξεκινήσουν τήν επαύριον δλοι ανεξαιρέτως οί οπλοφόροι νά προφθάσουν εις τήν Βυτίναν νά συγκεντρωθούν όλοι έκεί, καί αν αναλάβω όπωσούν τήν Πέμπτην ή τήν Παρασκευήν εις τάς 15 απέρχομαι καί εγώ εκεί νά καταλάβωμεν πάλιν τό Διάσελον της Άλωνίσταινας, ως τό όχυρώτερον μέρος, νά συνυπακουσθώμεν καί μέ τά πέριξ της Tριπολιτσάς στρατιωτικά σώματα, νά προσδιορίσωμεν τάς θέσεις εις ποίαν νά όχυρωθή έκαστος, και νά βοηθούμεθα αμοιβαίως. Καί τέλος κατήντησεν δλη ή Πελοπόννησος νά ρίψη τό όμμα καί νά ένατενίζη εις μόνην τήν έδικήν μας οίκογένειαν καί εις αυτήν νά έλπίζη καί από αυτήν νά περιμένη τήν σωτηρίαν της.
Φθάσαντες, ώς άνω είρηται, ό Πλαπούτας καί Σαλαφατίνος τό εσπέρας εκείνο εις τήν Βυτίναν, ένεψύχωσαν τους εύρεθέντας έκεί τούς διεκοίνωσαν τάς διαταγάς μου καί τά διατρέχοντα καί εύχαριστήθησαν άπαντες. Τό πρωί εις τάς 14 περί τήν άνατολήν του ηλίου έφώναξαν αί σκοπιαί από τά διάφορα μέρη, ότι εις τό Λεβίδι έκλεισαν οί Τούρκοι τούς Καλαβρυτινούς, καί καίγεται τό λιθάρι από τον πόλεμον. Έξεκίνησαν αμέσως ό Σαλαφατίνος και ό Πλαπούτας μέ τους περί αυτών, έξεκίνησαν και ό Νικολής Ταμπακόπουλος και τους ήκολούθησαν και όσοι Βυτινιώται ώπλισμένοι ευρέθηκαν έκεί και εξ άλλων χωρίων και έγιναν υπέρ τούς 350• έφθασαν εις τό όρος τής Πατερίτσας καί εύρον έκεί τούς Δημητρακαίους Σταύρον καί Γεώργην μετά 250 περίπου Άλωνιστιανιώτας και άλλους καί συσσωματωθέντες έξεκινησαν δια τό Λεβίδι. Ειδοποίησαν καί έμέ ευθύς καί αμέσως τούς έστειλα έως 200 στρατιώτας, οίτινες είχον φθάσει είς Λαγκάδια καί διέταξα αύθωρεί εις όλας τάς κωμοπόλεις καί χωρία να ξεκινήσουν όσοι πιστοί νά προφθάσουν νά σώσουν τούς κινδυνεύοντας αδελφούς μας καί έξεκίνησαν άπαντες μέ άπαραδειγμάτιστον ζήλον καί προθυμίαν.
Την δευτέραν ήμέραν του Πάσχα, είχον καταλάβει τό Λεβίδι ό Σωτήριος Χαραλάμπης καί ό Σωτήριος Θεοχαρόπουλος καί ό Κωνσταντής Πετιμεζάς, έχοντες μεθ' εαυτών τον Γκολφίνον, Γεώργην καί Ίωάννην Πετιμεζαίους, τον Στριφόμπολαν Άναγνώστην, τον Κολιόν Δαριώτην καί τον Νικολάκην Σολιώτην, οίτινες ύπήρχον υπέρ τούς 1.500 καί έπερίμενον εισέτι καί τον Ασημάκην Σκαλτσάν, τον Δαγρέν καί άλλους καπετανίσκους, νά συσσωματωθούν καί νά οχυρωθούν έκεί.
Ό Βασίλης καί Νικολάκης Πετιμεζαίοι μήτε υπήγον, μήτε ευρέθηκαν έκεί (καθώς αναφέρει ό ψευδοιστοριογράφος Σπηλιάδης)• άλλ' ό Νικολάκης απερχόμενος διά τής Βυτίνας μέ τον γαμβρόν του Σ. Χαραλάμπη νά υπάγουν προς τον Πετρόμπεην τό έγγραφον, τό όποίον ύπεγράψαμεν εις τού Πάπαρι, ως άνω είρηται, καί τό όποίον παρεδέχθηκαν και οι προύχοντες τής Αχαίας, τούς έστειλαν νά τον παρακαλέσουν καί αυτοί νά έξέλθη είς τό Λεοντάρι καί άνεχώρησαν ευθύς χωρίς νά υπάγουν είς τό Λεβίδι. Τό ότι δέ του έστειλαν χρήματα οί Καλαβρυτινοί του Πετρόμπεη, είναι όλως διόλου άνυπόστατον και ψεύδος των ανωτέρω ψευδοϊστοριογράφων, καθότι οί Καλαβρυτινοί και Βοστιτζιάνοι (έκτός ενός Μουρτογιάννη) δεν είχον νά οικονομήσουν ουδέ τάς άνάγκας των στρατιωτών τους καί διέκειντο εις άρχηματίαν.
Την 14 Απριλίου προς τά έξημερώματα έφθασαν έκ Τριπολιτσάς τρείς χιλιάδες πεζοί και χίλιοι περίπου ιππείς Τούρκοι και αίφνης έπολιόρκησαν τους ανωτέρω και ό μέν Σωτήρης Χαραλάμπης και Σ. Θεοχαρόπουλος ευρεθέντες εις όχι τόσον ισχυράν θέσιν, άπεσύρθησαν μαχόμενοι προς τό όρος, οί δέ ατρόμητοι τρεις μαχηταί, ό Κωνσταντής Πετιμεζάς μέ τον υίόν του, δστις έφονεύθη, ό Αναγνώστης Στριφτόμπολας και ό Κολιός Δαριώτης μετά των λοιπών, ευρεθέντες εις την ην θέσιν προσεχώρουν οί Τούρκοι, απεφάσισαν και έκλείσθησαν είς 8 οικίας μέ 180 στρατιώτας και έπολέμουν άμυντικώς και καρτερικώς μέ τεσσάρας χιλιάδας Τούρκους έμπειροπολέμους. Ή μάχη διήρκεσεν υπέρ τάς 5 ώρας, ότε οί Τούρκοι έπλησίασαν και έβαλαν πυρ εις αύτάς τάς οικίας. Οί γενναιόψυχοι ούτοι άνδρες, μηδόλως πτοηθέντες, ετρύπησαν αύτάς και κατέλαβον άλλας και έπειτα άλλας, αλλά μέ ολίγας ώρας έβαλαν και εις αυτάς πύρ, ώστε ήρχισαν νά καταφλέγωνται ως και τά ενδύματά των. Άλλ' ουδόλως εδειλίασαν. Την στιγμήν δ' εκείνην έφθασαν ό Πλαπούτας, Σαλαφατίνος, Δημητρακαίοι και λοιποί άνωθεν του Λεβιδίου και αμέσως έπυροβόλησαν δις διά νά δώσουν θάρρος είς τους πολιορκημένους. Συγχρόνως είχον φθάσει αντίπεραν τούτων ό Ασημάκης Σκαλτσάς και ό Δαγρές μ' άλλους 500, έπυροβόλησαν επίσης και αυτοί τήν αυτήν στιγμήν έπυροβόλησαν και οί περί τον Χαραλάμπην και Θεοχαρόπουλον ωσάν νά είχον σύνθημα και έκινήθησαν ένταυτώ τά τρία σώματα κατά τών εχθρών. Ό πρώτος, όστις έδωκε τό παράδειγμα της εύτολμίας, ήτον ό Σαλαφατίνος, όστις έφώναξεν, ότι, όποιος είναι Χριστιανός και αγαπά την πατρίδα να άκολουθήση να σώσωμεν τους κινδυνεύοντας αδελφούς μας, και ώρμησε τρέχων κατά των Τούρκων τον ήκολούθησαν οί Δημητρακαίοι, ό Πλαπούτας και όλοι οί στρατιώται. Βλέποντα τα άλλα σώματα αυτό τό κίνημα, φιλοτιμηθέντα ώρμησαν και αυτά και φθάσαντα αμφότερα εις τό χωρίον πυροβολούντα και φωνάζοντα, ότι «τούς έπήραμεν τους μουρτάτες!», φρίκη κατέλαβε τούς Τούρκους και αμέσως έτράπησαν εις άτακτον φυγήν εις τάς 3 μ.μ., τούς οποίους καταδιώξαντες ολίγον διάστημα υπέστρεψαν εις τό Λεβίδι τροπαιούχοι και έκαμαν άπαντες δοξολογίαν εις τον "Υψιστον και τον εν Χριστώ άσπασμόν δι' αυτήν τήν πρώτην νίκην. Και οί μεν Τούρκοι έφθασαν περί τό μεσονύκτιον εις Τριπολιτσάν έντρομοι και απελπισμένοι, ό Ταμπακόπουλος, οί Δημητρακαίοι, Πλαπούτας και Σαλαφατίνος με τούς περί αυτούς εις τό Διάσελον της Άλωνίσταινας, καθώς τούς είχον διατάξει. Οί δε Καλαβρυτινοί ώπισθοδρόμησαν και άπήλθον εις τό χωρίον Παγκράτι και ώχυρώθησαν εκεί. Εις αυτήν τήν μάχην έπεσαν ένδόξως υπέρ πατρίδος ό Αναγνώστης Στριφτόμπολας, ό Σωτήρης Σαλμενίκος και εννέα άλλοι στρατιώται έπληγώθηκαν επτά, έξ ών και απέθανε μετά δύο ημέρας ό Ιωάννης Πετιμεζάς. Έφονεύθηκαν και Τούρκοι 116 και έμειναν τά πτώματα των ύπό τά όπλα τών Ελλήνων και 100 ως έγγιστα έπληγώθηκαν. Και ούτως έτελείωσεν αυτή ή σκηνή."
Πηγές: Κανέλλου Δεληγιάννη-Απομνημονεύματα.
Φθάσαντες, ώς άνω είρηται, ό Πλαπούτας καί Σαλαφατίνος τό εσπέρας εκείνο εις τήν Βυτίναν, ένεψύχωσαν τους εύρεθέντας έκεί τούς διεκοίνωσαν τάς διαταγάς μου καί τά διατρέχοντα καί εύχαριστήθησαν άπαντες. Τό πρωί εις τάς 14 περί τήν άνατολήν του ηλίου έφώναξαν αί σκοπιαί από τά διάφορα μέρη, ότι εις τό Λεβίδι έκλεισαν οί Τούρκοι τούς Καλαβρυτινούς, καί καίγεται τό λιθάρι από τον πόλεμον. Έξεκίνησαν αμέσως ό Σαλαφατίνος και ό Πλαπούτας μέ τους περί αυτών, έξεκίνησαν και ό Νικολής Ταμπακόπουλος και τους ήκολούθησαν και όσοι Βυτινιώται ώπλισμένοι ευρέθηκαν έκεί και εξ άλλων χωρίων και έγιναν υπέρ τούς 350• έφθασαν εις τό όρος τής Πατερίτσας καί εύρον έκεί τούς Δημητρακαίους Σταύρον καί Γεώργην μετά 250 περίπου Άλωνιστιανιώτας και άλλους καί συσσωματωθέντες έξεκινησαν δια τό Λεβίδι. Ειδοποίησαν καί έμέ ευθύς καί αμέσως τούς έστειλα έως 200 στρατιώτας, οίτινες είχον φθάσει είς Λαγκάδια καί διέταξα αύθωρεί εις όλας τάς κωμοπόλεις καί χωρία να ξεκινήσουν όσοι πιστοί νά προφθάσουν νά σώσουν τούς κινδυνεύοντας αδελφούς μας καί έξεκίνησαν άπαντες μέ άπαραδειγμάτιστον ζήλον καί προθυμίαν.
Την δευτέραν ήμέραν του Πάσχα, είχον καταλάβει τό Λεβίδι ό Σωτήριος Χαραλάμπης καί ό Σωτήριος Θεοχαρόπουλος καί ό Κωνσταντής Πετιμεζάς, έχοντες μεθ' εαυτών τον Γκολφίνον, Γεώργην καί Ίωάννην Πετιμεζαίους, τον Στριφόμπολαν Άναγνώστην, τον Κολιόν Δαριώτην καί τον Νικολάκην Σολιώτην, οίτινες ύπήρχον υπέρ τούς 1.500 καί έπερίμενον εισέτι καί τον Ασημάκην Σκαλτσάν, τον Δαγρέν καί άλλους καπετανίσκους, νά συσσωματωθούν καί νά οχυρωθούν έκεί.
Ό Βασίλης καί Νικολάκης Πετιμεζαίοι μήτε υπήγον, μήτε ευρέθηκαν έκεί (καθώς αναφέρει ό ψευδοιστοριογράφος Σπηλιάδης)• άλλ' ό Νικολάκης απερχόμενος διά τής Βυτίνας μέ τον γαμβρόν του Σ. Χαραλάμπη νά υπάγουν προς τον Πετρόμπεην τό έγγραφον, τό όποίον ύπεγράψαμεν εις τού Πάπαρι, ως άνω είρηται, καί τό όποίον παρεδέχθηκαν και οι προύχοντες τής Αχαίας, τούς έστειλαν νά τον παρακαλέσουν καί αυτοί νά έξέλθη είς τό Λεοντάρι καί άνεχώρησαν ευθύς χωρίς νά υπάγουν είς τό Λεβίδι. Τό ότι δέ του έστειλαν χρήματα οί Καλαβρυτινοί του Πετρόμπεη, είναι όλως διόλου άνυπόστατον και ψεύδος των ανωτέρω ψευδοϊστοριογράφων, καθότι οί Καλαβρυτινοί και Βοστιτζιάνοι (έκτός ενός Μουρτογιάννη) δεν είχον νά οικονομήσουν ουδέ τάς άνάγκας των στρατιωτών τους καί διέκειντο εις άρχηματίαν.
Την 14 Απριλίου προς τά έξημερώματα έφθασαν έκ Τριπολιτσάς τρείς χιλιάδες πεζοί και χίλιοι περίπου ιππείς Τούρκοι και αίφνης έπολιόρκησαν τους ανωτέρω και ό μέν Σωτήρης Χαραλάμπης και Σ. Θεοχαρόπουλος ευρεθέντες εις όχι τόσον ισχυράν θέσιν, άπεσύρθησαν μαχόμενοι προς τό όρος, οί δέ ατρόμητοι τρεις μαχηταί, ό Κωνσταντής Πετιμεζάς μέ τον υίόν του, δστις έφονεύθη, ό Αναγνώστης Στριφτόμπολας και ό Κολιός Δαριώτης μετά των λοιπών, ευρεθέντες εις την ην θέσιν προσεχώρουν οί Τούρκοι, απεφάσισαν και έκλείσθησαν είς 8 οικίας μέ 180 στρατιώτας και έπολέμουν άμυντικώς και καρτερικώς μέ τεσσάρας χιλιάδας Τούρκους έμπειροπολέμους. Ή μάχη διήρκεσεν υπέρ τάς 5 ώρας, ότε οί Τούρκοι έπλησίασαν και έβαλαν πυρ εις αύτάς τάς οικίας. Οί γενναιόψυχοι ούτοι άνδρες, μηδόλως πτοηθέντες, ετρύπησαν αύτάς και κατέλαβον άλλας και έπειτα άλλας, αλλά μέ ολίγας ώρας έβαλαν και εις αυτάς πύρ, ώστε ήρχισαν νά καταφλέγωνται ως και τά ενδύματά των. Άλλ' ουδόλως εδειλίασαν. Την στιγμήν δ' εκείνην έφθασαν ό Πλαπούτας, Σαλαφατίνος, Δημητρακαίοι και λοιποί άνωθεν του Λεβιδίου και αμέσως έπυροβόλησαν δις διά νά δώσουν θάρρος είς τους πολιορκημένους. Συγχρόνως είχον φθάσει αντίπεραν τούτων ό Ασημάκης Σκαλτσάς και ό Δαγρές μ' άλλους 500, έπυροβόλησαν επίσης και αυτοί τήν αυτήν στιγμήν έπυροβόλησαν και οί περί τον Χαραλάμπην και Θεοχαρόπουλον ωσάν νά είχον σύνθημα και έκινήθησαν ένταυτώ τά τρία σώματα κατά τών εχθρών. Ό πρώτος, όστις έδωκε τό παράδειγμα της εύτολμίας, ήτον ό Σαλαφατίνος, όστις έφώναξεν, ότι, όποιος είναι Χριστιανός και αγαπά την πατρίδα να άκολουθήση να σώσωμεν τους κινδυνεύοντας αδελφούς μας, και ώρμησε τρέχων κατά των Τούρκων τον ήκολούθησαν οί Δημητρακαίοι, ό Πλαπούτας και όλοι οί στρατιώται. Βλέποντα τα άλλα σώματα αυτό τό κίνημα, φιλοτιμηθέντα ώρμησαν και αυτά και φθάσαντα αμφότερα εις τό χωρίον πυροβολούντα και φωνάζοντα, ότι «τούς έπήραμεν τους μουρτάτες!», φρίκη κατέλαβε τούς Τούρκους και αμέσως έτράπησαν εις άτακτον φυγήν εις τάς 3 μ.μ., τούς οποίους καταδιώξαντες ολίγον διάστημα υπέστρεψαν εις τό Λεβίδι τροπαιούχοι και έκαμαν άπαντες δοξολογίαν εις τον "Υψιστον και τον εν Χριστώ άσπασμόν δι' αυτήν τήν πρώτην νίκην. Και οί μεν Τούρκοι έφθασαν περί τό μεσονύκτιον εις Τριπολιτσάν έντρομοι και απελπισμένοι, ό Ταμπακόπουλος, οί Δημητρακαίοι, Πλαπούτας και Σαλαφατίνος με τούς περί αυτούς εις τό Διάσελον της Άλωνίσταινας, καθώς τούς είχον διατάξει. Οί δε Καλαβρυτινοί ώπισθοδρόμησαν και άπήλθον εις τό χωρίον Παγκράτι και ώχυρώθησαν εκεί. Εις αυτήν τήν μάχην έπεσαν ένδόξως υπέρ πατρίδος ό Αναγνώστης Στριφτόμπολας, ό Σωτήρης Σαλμενίκος και εννέα άλλοι στρατιώται έπληγώθηκαν επτά, έξ ών και απέθανε μετά δύο ημέρας ό Ιωάννης Πετιμεζάς. Έφονεύθηκαν και Τούρκοι 116 και έμειναν τά πτώματα των ύπό τά όπλα τών Ελλήνων και 100 ως έγγιστα έπληγώθηκαν. Και ούτως έτελείωσεν αυτή ή σκηνή."
Πηγές: Κανέλλου Δεληγιάννη-Απομνημονεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου