Ό Όδυσσεύς άπήλθεν άπό τό Ναύπλιον είς τήν Άνατολικήν Ελλάδα μ' όσους τών αποτυχόντων τής πληρεξιουσιότητος καί τής βουλευτικής θέσεως διά νά σπείρουν καί είς έκείνας τάς επαρχίας τόν σπόρον τής ασυδοσίας, απείθειας καί αναρχίας κατά τής Κυβερνήσεως κατά τά είς Ναύπλιον σχέδια τους. Τοποθετηθέντων δέ αυτών είς τήν Συλήμναν έξέδωκαν έγκυκίους είς όλας τάς επαρχίας κατηγορούντες τήν Κυβέρνησιν, ώς παρανόμως δήθεν συστηθείσαν, προτρέποντες τούς λαούς τής Πελοποννήσου είς τήν άπείθειαν προς αυτήν καί τήν παντελή άσυδοσίαν καί ότι νά έκλέξη εκάστη επαρχία άλλους πληρεξουσίους νά τούς στείλουν έκεί νά συγκροτήσουν νέαν 'Εθνικήν Συνέλευσιν καί νά σχηματίσουν νόμιμον Κυβέρνησιν. Καί μέ τάς εγκυκλίους αύτάς ύπήγον όλοι οί άνω είρημένοι είς τάς επαρχίας νά ομιλήσουν είς τούς κατοίκους προφορικώς διά νά βάλουν είς ένέργειαν τό σχέδιόν τους. Ό δέ Κολοκοτρώνης, ό Υψηλάντης, ό Νέγρης καί άλλοι τινές απάτριδες έτοποθετήθησαν είς τά πέριξ χωρία μέ έπέκεινα τών πεντακοσίων στρατιωτών έκ διαφόρων μερών καί ποιοτήτων, έσύναζον αυθαιρέτως τροφάς, πρόβατα, γελάδια άπό τά χωρία, καταπιέζοντες καί βασανίζοντες τούς κατοίκους. Ή Κυβέρνησις βλέπουσα αυτό τό άπονενοημένον κίνημα τό όποίον έκαταντούσε καταστρεπτικόν διά τήν πατρίδα κατ' έκείνας τάς δεινάς περιστάσεις καί σκεφθείσα ώρίμως περί αύτού τού αντικειμένου, διά νά μήν γίνη αυτή ή ίδια πρωταίτια τής καταστροφής τής πατρίδος, καθότι έλαβε βεβαίας ειδήσεις, ότι ό Σουλτάνος έξεκίνησε μεγάλας δυνάμεις κατά τής Ελλάδος τόν μεν Μπερκόφτσιαλην μέ τριάντα πέντε χιλιάδες καί εισέβαλε είς τήν Άνατολικήν Ελλάδα καί έφθασε έως εις τον Σάλωνα καί εις τα πέριξ αυτών τών επαρχιών, χωρίς να απαντήση την παραμικράν άντίστασιν είς κανέν μέρος καί έλεηλάτησε καί κατερήμωσε τάς επαρχίας έκείνας, τον δε Κιοταχήν με δέκα χιλιάδες εις την Άταλάντην, ήτοιμάζοντο νά εισβάλουν καί είς την Δυτικήν Ελλάδα έπέκεινα τών είκοσι χιλιάδων, (έκτος τών είς τα φρούρια της Μεσσηνίας, Πατρών καί Ευβοίας διαμενόντων είκοσι σχεδόν χιλιάδων) συμφωνήσασα και μέ την Βουλήν απεφάσισε νά κάμη καί αυτήν τήν θυσίαν της υψηλής θέσεως της νά διορίση Άντιπρόεδρον του Εκτελεστικού τον Θ. Κολοκοτρώνην, διά νά παύση πασα διαίρεσις, περί πλέον δε νά τον αποσπάσουν άπό έκείνην τήν άπονενοημένην συντροφίαν, ώς γινόμενον πάντοτε αυτόν τό κέντρον τών τοιούτων ένεκα της ματαιότητός του. Έδιόρισε λοιπόν μίαν έπιτροπήν έκ δύο Στερεοελλαδιτών έκ τών έγκριτωτέρων καί ένα νησιώτην επίσης έκ του σώματος της Βουλής νά υπάγουν νά ανταμώσουν τον Κολοκοτρώνην νά τον ομιλήσουν καί αν κατορθώσουν μέ αυτόν ένα έντιμον διά τήν άξιοπρέπειαν τής Κυβερνήσεως συμβιβασμόν, νά του προσφέρουν τήν Άντιπροεδρίαν του Εκτελεστικού, νά αναπαύσουν τήν κουφόνοιαν καί φιλοδοξίαν του' άλλ' επειδή τά μέλη αυτά τής επιτροπής δεν έγνώριζον τά ιδιώματα καί τάς αδυναμίας του Κολοκοτρώνη, γνωρίζουσα δε καί τήν μεταξύ μας διαπραγμάτευση περί τής μελλούσης συγγενείας, μέ προσεκάλεσαν ό Πετρόμπεης καί ό Ζαΐμης καί μέ είπον τό σχέδιόν τους τούτο, ένταυτώ καί μέ παρεκάλεσαν υποχρεωτικώς νά υπάγω καί έγώ εξωδίκως νά ομιλήσω προς τον Κολοκοτρώνην, νά τον πείσω είς τον ορθόν λόγον διά νά δεχθή νά προληφθή μία τοιαύτη ρήξις, ήτις ήτον έπόμενον νά έπιφέρη τον τέλειον ολεθρον τής Πατρίδος. Μ' όσας προσπάθειας μετεχειρίσθην νά αποφύγω αυτήν τήν άποστολήν ώς άντιβαίνουσαν είς τάς αρχάς μου καί είς τά αισθήματα μου, έστάθη αδύνατον νά τήν αποφύγω. 'Ωστε ήναγκάσθην καί άπό τήν Βουλήν καί άπό τό Έκτελεστικόν καί περί πλέον άπό τον Ζαΐμην καί τον Πετρόμπεην προς τους οποίους έσωζα φιλικά καί αδελφικά αισθήματα,ώς ανέκαθεν αναπόσπαστους συντρόφους καί συναγωνιστάς μου, νά παραδεχθώ καί τήν έπιούσαν άπήλθομεν, άλλ' ώμίλησα εύθύς προς τον Τριπόλεως ότι νά προδιάθεση τον Κολοκοτρώνην νά παραδεχθή τήν αίτησιν τής Κυβερνήσεως, καθότι είς έναντίαν περίπτωσιν καί δέν τήν δεχθή διά μέσον ημών είμαι κάγώ αναγκασμένος έκ τής θέσεως μου νά μήν παραδεχθώ όσα ώμιλήσαμεν.
Φθάσαντες είς τήν Συλήμναν ευρομεν τον Κολοκοτρώνην μετά τίνων έκ τών υποδεεστέρων οπαδών του (καθότι οί τών επαρχιών άπήλθον μέ τάς προκηρύξεις διά νά κινήσουν τον λαόν είς άπείθειαν καί άσυδοσίαν καί εί δυνατόν μέ τά όπλα κατά τής Κυβερνήσεως), εύρομεν δέ καί τον Τριπόλεως έκεί προτού φθάσωμεν ημείς, όστις τον είχε προδιατεθειμένον. Τον ώμίλησαν τά μέλη τής επιτροπής δι' όλα τ' ανωτέρω περί τής αποστολής του, του παρέστησαν τό μέγεθος του κινδύνου, τάς εκστρατείας του έχθρού διά ξηράς τε καί θαλάσσης, τήν άθλίαν κατάστασιν τών επαρχιών καί όλα τά διατρέχοντα είς τά διάφορα μέρη του Κράτους, καί συζητήσεως πεισματώδους γενομένης εξ αμφοτέρων τών μερών, τον είπεν έπί τέλους ή επιτροπή, ότι, έάν (δέν) δεχθής αυτό, τό όποιον τό Έθνος καί ή Κυβέρνησίς του σέ προσφέρει καί αν δέν γράψης τών συνωμοτών σου νά ησυχάσουν καί νά παύσουν πάν κατά τής Κυβερνήσεως κίνημα, είναι είς τήν δυσάρεστον θέσιν καί τά δύο σώματα νά σάς αποκηρύξουν άντάρτας καί νά σάς καταδιώξουν ώς άποστάτας καί εχθρούς τής πατρίδος, καί αν είς αυτήν τήν πάλην υπερισχύσετε (τό όποίον δέν δυνάμεθα νά πιστεύσωμεν), τότε είμεθα αναγκασμένοι νά προκηρύξωμεν είς τον έσω καί έξω κόσμον, ότι σεις έκ προθέσεως προδίδετε τήν Πατρίδα καί νά διαλυθώμεν, ν' άπέλθωμεν έκαστος εις τήν έπαρχίαν μας, νά πληροφορήσωμεν τους κατοίκους δι' αυτόν τον τρόπον σας καί νά φροντίσωμεν όλοι οί Στερεοελλαδίται καί οί νησιώται νά κάμωμεν ενα έντιμον συμβιβασμόν μέ τους Τούρκους, οίτινες τον επιθυμούν καί μας τον έπρότεινον δι' άλλων μεγάλων μέσων νά μας εξασφαλίσουν μέ εγγυήσεις καί μας παρακαλούν περί τούτου, καί τότε σεις οί Πελοποννήσιοι κάμετε καί ανταρσίας καί ασυδοσίας καί αναρχίας καί δ,τι άλλο θέλετε, καί αμέσως έσηκώθηκαν όρθιοι καί οί τρεις νά αναχωρήσουν. Ό Κολοκοτρώνης κατεταράχθη δι' αύτούς τούς λόγους καί μεταμεληθείς διά τάς άπειλάς καί άλλας ανούσιους ομιλίας, τάς οποίας μέ θυμόν έξεφράσθη, ηθέλησε νά τό κολάση τό πράγμα καί στραφείς πρός τε τον Τριπόλεως καί έμέ λέγει: Ήκούσατε καί τών δύο μερών τους λόγους καί ώς ουδέτεροι δύνασθε νά επιφέρετε κρίσιν, ποίον έκ τών δύο μερών έχει περισσότερον δίκαιον! (ό Κολοκοτρώνης είχε τούς γραμματικούς του καί τινας τών χαμερπών κολάκων του, οίτινες έσυνηγορούσαν υπέρ τού μέρους των είς τήν διάρκειαν τής ομιλίας). Ό Τριπόλεως άπήντησεν ότι έχει δίκαιον ή Κυβέρνησις, ώς κοινή μήτηρ, καί έν μέρει έχει δίκαια τινα παράπονα ό Κολοκοτρώνης, άλλά χάριν τής πασχούσης πατρίδος είναι συμφέρον νά τά ρίψουν όλα είς τον βυθόν τής λήθης. Έγώ δέ μέ άταραξίαν τούς είπον, ότι, όποίων έκ τών δύο άντιφερομένων μερών θυσιάζει μέρος τής φιλοτιμίας του καί παραβλέψει τά προγεγονότα, αυτό έχει περισσοτέραν άρετήν καί αγαπά περισσότερον τήν πατρίδα. Ιδού λοιπόν τήν θυσίαν αυτήν τήν έκαμε πρώτη ή Κυβέρνησις καί έστειλαν αμφότερα τά σώματα έπιτροπήν άπό επίσημα πρόσωπα. Μένει ήδη είς τον Κολοκοτρώνην! Τότε άναστάς αυτός λέγει μέ βροντώδη φωνήν, ότι έγώ θυσιάζω τό όλον καί όχι μέρος καί υπακούω εις τάς φρόνιμους συμβουλάς σας καί είς τάς διαταγάς τής Κυβερνήσεως καί είμαι πρόθυμος καί έτοιμος είς τήν φωνήν τής πατρίδος κτλ.
Φθάσαντες είς τήν Συλήμναν ευρομεν τον Κολοκοτρώνην μετά τίνων έκ τών υποδεεστέρων οπαδών του (καθότι οί τών επαρχιών άπήλθον μέ τάς προκηρύξεις διά νά κινήσουν τον λαόν είς άπείθειαν καί άσυδοσίαν καί εί δυνατόν μέ τά όπλα κατά τής Κυβερνήσεως), εύρομεν δέ καί τον Τριπόλεως έκεί προτού φθάσωμεν ημείς, όστις τον είχε προδιατεθειμένον. Τον ώμίλησαν τά μέλη τής επιτροπής δι' όλα τ' ανωτέρω περί τής αποστολής του, του παρέστησαν τό μέγεθος του κινδύνου, τάς εκστρατείας του έχθρού διά ξηράς τε καί θαλάσσης, τήν άθλίαν κατάστασιν τών επαρχιών καί όλα τά διατρέχοντα είς τά διάφορα μέρη του Κράτους, καί συζητήσεως πεισματώδους γενομένης εξ αμφοτέρων τών μερών, τον είπεν έπί τέλους ή επιτροπή, ότι, έάν (δέν) δεχθής αυτό, τό όποιον τό Έθνος καί ή Κυβέρνησίς του σέ προσφέρει καί αν δέν γράψης τών συνωμοτών σου νά ησυχάσουν καί νά παύσουν πάν κατά τής Κυβερνήσεως κίνημα, είναι είς τήν δυσάρεστον θέσιν καί τά δύο σώματα νά σάς αποκηρύξουν άντάρτας καί νά σάς καταδιώξουν ώς άποστάτας καί εχθρούς τής πατρίδος, καί αν είς αυτήν τήν πάλην υπερισχύσετε (τό όποίον δέν δυνάμεθα νά πιστεύσωμεν), τότε είμεθα αναγκασμένοι νά προκηρύξωμεν είς τον έσω καί έξω κόσμον, ότι σεις έκ προθέσεως προδίδετε τήν Πατρίδα καί νά διαλυθώμεν, ν' άπέλθωμεν έκαστος εις τήν έπαρχίαν μας, νά πληροφορήσωμεν τους κατοίκους δι' αυτόν τον τρόπον σας καί νά φροντίσωμεν όλοι οί Στερεοελλαδίται καί οί νησιώται νά κάμωμεν ενα έντιμον συμβιβασμόν μέ τους Τούρκους, οίτινες τον επιθυμούν καί μας τον έπρότεινον δι' άλλων μεγάλων μέσων νά μας εξασφαλίσουν μέ εγγυήσεις καί μας παρακαλούν περί τούτου, καί τότε σεις οί Πελοποννήσιοι κάμετε καί ανταρσίας καί ασυδοσίας καί αναρχίας καί δ,τι άλλο θέλετε, καί αμέσως έσηκώθηκαν όρθιοι καί οί τρεις νά αναχωρήσουν. Ό Κολοκοτρώνης κατεταράχθη δι' αύτούς τούς λόγους καί μεταμεληθείς διά τάς άπειλάς καί άλλας ανούσιους ομιλίας, τάς οποίας μέ θυμόν έξεφράσθη, ηθέλησε νά τό κολάση τό πράγμα καί στραφείς πρός τε τον Τριπόλεως καί έμέ λέγει: Ήκούσατε καί τών δύο μερών τους λόγους καί ώς ουδέτεροι δύνασθε νά επιφέρετε κρίσιν, ποίον έκ τών δύο μερών έχει περισσότερον δίκαιον! (ό Κολοκοτρώνης είχε τούς γραμματικούς του καί τινας τών χαμερπών κολάκων του, οίτινες έσυνηγορούσαν υπέρ τού μέρους των είς τήν διάρκειαν τής ομιλίας). Ό Τριπόλεως άπήντησεν ότι έχει δίκαιον ή Κυβέρνησις, ώς κοινή μήτηρ, καί έν μέρει έχει δίκαια τινα παράπονα ό Κολοκοτρώνης, άλλά χάριν τής πασχούσης πατρίδος είναι συμφέρον νά τά ρίψουν όλα είς τον βυθόν τής λήθης. Έγώ δέ μέ άταραξίαν τούς είπον, ότι, όποίων έκ τών δύο άντιφερομένων μερών θυσιάζει μέρος τής φιλοτιμίας του καί παραβλέψει τά προγεγονότα, αυτό έχει περισσοτέραν άρετήν καί αγαπά περισσότερον τήν πατρίδα. Ιδού λοιπόν τήν θυσίαν αυτήν τήν έκαμε πρώτη ή Κυβέρνησις καί έστειλαν αμφότερα τά σώματα έπιτροπήν άπό επίσημα πρόσωπα. Μένει ήδη είς τον Κολοκοτρώνην! Τότε άναστάς αυτός λέγει μέ βροντώδη φωνήν, ότι έγώ θυσιάζω τό όλον καί όχι μέρος καί υπακούω εις τάς φρόνιμους συμβουλάς σας καί είς τάς διαταγάς τής Κυβερνήσεως καί είμαι πρόθυμος καί έτοιμος είς τήν φωνήν τής πατρίδος κτλ.
Τότε όσοι παρευρέθηκαν είς τήν σκηνήν έκείνην τον έφώναξαν. Εύγε! Εύγε! καί έπήνεσαν τήν φρόνησιν καί τον πατριωτισμόν του. Άλλ' οί αισχροί εκείνοι κόλακες του έσκυθρώπασαν ευθύς, έρριψαν κάτω τά μούτρα καί απέδειξαν τήν άπαρέσκειάν των. Άλλ' έκείνην τήν στιγμήν άφού έδωκε τον λόγον του πλέον δέν ήδύνατο νά τον αποτρέψουν νά παλινωδήση. Είδοποιήσαμεν λοιπόν αυτά τά πρακτικά μας αμέσως είς τήν Κυβέρνησιν καί μετά τό πρόγευμα άναχωρήσαντες ομοθυμαδόν είσήλθομεν είς Τριπολιτσάν διά κανονοβολισμών καί πλήθος λαού μας προυπάντησε μέ ζητωκραυγάς διά τήν ένωσιν τήν οποίαν ήλπιζον άπαντες ώς καλόν οίωνόν καί έθνοσωτήριον. Καί τήν επαύριον συνεδριάσασα ή Βουλή άπεφήνατο παμψηφεί τον διορισμόν τού Κολοκοτρώνη ώς αντιπροέδρου τού Έκτελεστικού' τού έστειλαν αμέσως άντίγραφον του προβουλεύματος καί εισήλθεν είς τό Έκτελεστικόν καί έδωκε τον δρκον καί ούτως έτελείωσεν αύτη ή πολυθρύλητος σκηνή. Τήν δέ προσεχή Κυριακήν έκάμαμεν επισήμως τους αρραβώνας, προσκεκλημένων έξ αμφοτέρων τών μερών, τών εκτελεστικών καί απάντων τών βουλευτών καί τών υπουργών καί όλων τών ευρεθέντων προκρίτων καί οπλαρχηγών είς Τριπολιτσάν κατ' έκείνην τήν έποχήν.
Προτού αναχωρήση ό Κολοκοτρώνης άπό τήν Συλήμναν έγραψεν είς εκείνους όπου άπήλθον νά όργανίσουν είς τάς επαρχίας νά μήν κάμουν καμμίαν ένέργειαν τών σχεδίων τους μεχρισότου ύπάγετο είς Τριπολιτσάν καί τότε θέλει τους γράψει θετικώς τί νά ακολουθήσουν. Άλλ' οί περικυκλούντες αυτόν κόλακες, οί γραμματικοί του καί λοιποί, βλέποντες ότι ή παραδοχή τής Αντιπροεδρίας του άντέκειτο είς τά σχέδια τους καθότι άπό τήν άσυδοσίαν, άπείθειαν καί άναρχίαν ήλπιζαν νά κάμουν μεγάλα συμφέροντα, έγραψαν μυστικώς καί ιδίως άπό αυτόν εις τούς διοργανιστάς, ότι τον Κολοκοτρώνην τον ήπάτησαν καί τον παρέσυραν καί παρεδέχθη τήν άντιπροεδρίαν έπιβούλως, διά νά τον ρίψουν, ώς έκ τής αγνοίας καί απειρίας του, είς πολλά καί μεγάλα λάθη, νά εύρουν αιτίας δικαιολογημένας, νά τον συκοφαντήσουν, νά τον ρίψουν κακήν κακώς άπό τήν θέσιν, νά καταστρέψουν καί τήν υπόλψίν του καί αυτών καί όλους τους συγγενείς καί φίλους του. Καί τούς προέτρεπον νά μήν παραδεχθή κανένας έξ αυτών τήν πραξιν ταύτην παρά νά τήν αποδοκιμάσουν, ώς άπάδουσαν είς τούς σκοπούς των καί νά εξακολουθήσουν τό σχέδιόν του νά δείχνουν φανερά όλοι εναντίον του καί νά τον υποχρεώσουν νά δώση τήν παραίτησίν του. 'Ωστε παραδεχθέντες πρώτοι οί υιοί του, Πάνος καί Γενναίος, τήν γνώμην ταύτην καί ακολούθως οί Γιαννάκης Τασκούλιας, ό Αποστόλης, ό Πλαπούτας, ό Νικηταράς καί όλοι οί λοιποί, ώς συντελεστικήν είς τά σχέδια τους, τού έγραψαν ομοφώνως (ιδίως έκαστος) προτρέποντες αυτόν υποχρεωτικώς νά δώση τήν παραίτησίν του, άλλως είναι αναγκασμένοι νά εξακολουθήσουν τό σχέδιόν τους, χωρίς νά οπισθοδρομήσουν καί ότι θέλει κηρυχθούν άπαντες φανερά εναντίον του. Ό Όδυσσεύς μάλιστα τον είχεν ειπεί καί συμβουλεύσει πρότερον είς τό Ναύπλιον, ότι ό 'Αλή πασιάς είχε σύστημα, ώστε όποιον έσκόπευε νά καταστρέψη έκατόρθωνε καί τον έκαμνε πρώτον συμπένθερον καί έπειτα τον κατέστρεφεν ευκόλως· καί τον έγραφεν καί τότε, ότε ήκουσεν ότι έκαμεν έμέ συμπένθερον, του έκαμε τήν επανάληψιν, διά νά μήν τό άλησμονήση (καθώς τούτο τό αναφέρει ό άθλιος Σπηλιάδης είς τήν Χαλιμάν του)· άλλ' ό Κολοκοτρώνης μήτε 'Αλή πασιάς ήδύνατο νά γίνη ποτέ, διότι ή κεφαλή του καί τά προσόντα του δέν είχον ούδεμίαν παρομοίωσιν μέ εκείνα του μεγάλου καί έξοχου εκείνου ανδρός. Άλλ' ουδέ οί συμπένθεροι του Κολοκοτρώνη ήτον άπό εκείνους οίτινες ήδύναντο νά δολοφονηθώσι τόσον ευκόλως κατά τήν γνωμοδότηση του Όδυσσέως καί τών λοιπών συγγενών του Κολοκοτρώνη, καθότι είχον λάβει τά μέτρα τους, άπό τά προλαβόντα καί άπό πολλάς καί διαφόρους προκύψασας απόπειρας τοιαύτας καί τελευταίον άπό έκείνην του Κρεββατά, έκ τής οποίας ήναγκάσθην καί ένεκα τής στρατολογίας καί διά τήν άσφάλειαν του έαυτού μου καί ένώ είχον πάντοτε τριάντα ή σαράντα Ρουμελιώτας μισθωτούς στρατιώτας επήρα έκτοτε έπέκεινα τών διακοσίων καί ενίοτε τριακοσίων μισθωτών, τούς μέν στρατιώτας προς τριάντα γρόσια τον μήνα καί τσαρούχια καί φουσέκια, τούς δε μπουλουκτσήδες καί καπετανίσκους άπό εκατόν πενήντα έως διακόσια κατά μήνα καί τούς έπλήρωνα έξ ιδίων μου, έκ τών οποίων είχον τον Πάνον Διαμάντην Σουλιώτην, τον Κίτζιον καί Σταύρον Σουλιώτας, τον Παναγήν Γαλάνην, τον Γιαννάκην Λογοθέτην, τον Παναγιώτην Άλμυριώτην, τον Τουρκογεώργην, τον Καραμπούλα, τον Καββαδίαν καί τόσους άλλους διακεκριμένους μπουλουκτσήδες καί τους έβάστηξα μέχρι του έρχομού τοου Κυβερνήτου 1828 καί τότε τους διέλυσα. — 'Οσας λοιπόν ηθέλησαν νά κάμουν μετά ταύτα τοιαύτας αίσχράς καί δολίους απόπειρας δολοφονίας, φρονώ, ότι τούς έκόστισαν ακριβά. Οί νέοι συμπένθεροι του Κολοκοτρώνη μήτε είχον, μήτ' έλαβον ποτέ ανάγκην άπό αυτόν, μήτε τήν συνδρομήν του έκαταδέχοντο νά ζητήσουν διά νά κάμουν συμφέροντα ή νά αποκτήσουν έπιρροήν καί υπόληψιν διά τής ηθικής δυνάμεως αυτού, καθότι όλη ή Πελοπόννησος γνωρίζει καί ουδείς δύναται νά άρνηθή, ότι ή Δεληγιανναίικη οικογένεια ήτον ή πλουσιωτέρα, ή πολυκτημονεστέρα καί καθόλα δυνατωτέρα διά τάς συγγενείας καί σχέσεις τάς οποίας είχεν είς όλας τάς επαρχίας τής Πελοποννήσου καί είχεν καθιερωμένην τήν ύπόληψιν καί έπιρροήν της διά τάς πολυειδείς ευεργεσίας τάς οποίας ανέκαθεν καί είς διαφόρους έποχάς τε καί περιστάσεις έκαμεν είς όλας τάς επαρχίας καί ιδίως είς τήν έπαρχίαν τής Καρύταινας, καί ήτον ή προς αυτήν αγάπη καί τό σέβας όλων τών κατοίκων έγκεχαραγμένον μέ άνεξαλείπτους χαρακτήρας είς τάς καρδίας απάντων, έκτος ολίγων, όλιγιότων τινών άχαρίστων καί φθονερών, καθώς τούτο απεδείχθη πραγαματικώς, είς τήν αρχήν τής επαναστάσεως, ότε όλαι αί έπαρχίαι τής Πελοποννήσου καί ιδίως ή τής Καρύταινας ένητένιζον τούς οφθαλμούς προς αυτήν καί άπ' αυτήν ήλπιζον τήν σωτηρίαν όλης τής πατρίδος. Διά δέ τάς ύπονοίας, τάς οποίας ένέσπειραν οί κόλακες του Κολοκοτρώνη είς τον έγκέφαλόν του καί ιδίως οί υιοί του, ό Πλαπούτας καί ό Αποστόλης Τασκούλιας ότι ημείς συνελάβομεν τήν ίδέαν νά τον δολοφονήσωμεν καί ότι τον ύβρίζαμεν κτλ. αυτά όλα είναι πλάσματα τής φαντασίας των καί σκοποί χαμερπείς διά νά μεγαλώνουν τον Κολοκοτρώνην καί αποδείξουν δήθεν μέ τούτο, ότι αυτός ήτον μεγαλεπήβολος άνδρας, άλλος Ναπολέων, καί ότι ήδύνατο νά πράξη μεγάλα κατορθώματα έάν ημείς δέν του έγινόμεθα προσκόμματα, καί ότι τον έπιβουλόμεθα νά τον δολοφονήσωμεν κτλ. Διά νά καλύψουν μέ τάς τοιαύτας προφάσεις καί αναιδείς συκοφαντίας τάς έδικάς των άγνωμοσύνας, αισχρουργίας καί έπιβουλάς, έκοινοποιούσαν τά τοιαύτα ανούσια ψεύδη δια νά δικαιωθούν εις την κοινήν γνώμην καί εις δσους δεν γνωρίζουν την διαγωγήν τους και τον έπίβουλον τρόπον τους καί προσπαθούν νά προσάψουν εις ημάς συκοφαντίας, ωσάν έκείνην την κακότροπον γυναίκαν της παροιμίας, ήτις έλεγεν ότι «τό δικόν μου τ' δνομα πάρ' το σύ, γειτόνισσαν. Ό Κολοκοτρώνης πολλάκις καί εις την Τριπολιτσάν καί εις την έν Λαγκαδίοις οίκίαν μας ήρχετο άπροφυλάκτως καί άνυπόπτως εις τοιούτον βαθμόν, ώστε δέν έβαστούσε μεθ' εαυτού ουδέ τον ψυχογιόν του, καί έκοιμάτο μόνος του καί ενίοτε, ένεκα του καύσωνος, ήτον εκτεθειμένος ού μόνον εις την έδικήν μας διάθεσιν, των υπηρετών καί στρατιωτών μας, αλλά καί παντός άλλου τυχόντος, χωρίς ποτέ νά λάβη την παραμικράν υπόνοιαν άπό ημάς, καθότι έγνώριζεν ότι ήτον αδύνατον νά ύποπέσωμεν ημείς εις τοιούτον στυγερόν άνοσιούργημα δολοφονίας, επειδή αίσθανόμεθα τάς συνεπείας του' καί τοιαύτην άποτρόπαιον πράξιν, ουδέποτε καν έσυλλογίσθημεν, μήτε ή ανατροφή μας άλλ' ούδ' ή ηθική μας τήν έσυγχωρούσε ποτέ.
Προτού αναχωρήση ό Κολοκοτρώνης άπό τήν Συλήμναν έγραψεν είς εκείνους όπου άπήλθον νά όργανίσουν είς τάς επαρχίας νά μήν κάμουν καμμίαν ένέργειαν τών σχεδίων τους μεχρισότου ύπάγετο είς Τριπολιτσάν καί τότε θέλει τους γράψει θετικώς τί νά ακολουθήσουν. Άλλ' οί περικυκλούντες αυτόν κόλακες, οί γραμματικοί του καί λοιποί, βλέποντες ότι ή παραδοχή τής Αντιπροεδρίας του άντέκειτο είς τά σχέδια τους καθότι άπό τήν άσυδοσίαν, άπείθειαν καί άναρχίαν ήλπιζαν νά κάμουν μεγάλα συμφέροντα, έγραψαν μυστικώς καί ιδίως άπό αυτόν εις τούς διοργανιστάς, ότι τον Κολοκοτρώνην τον ήπάτησαν καί τον παρέσυραν καί παρεδέχθη τήν άντιπροεδρίαν έπιβούλως, διά νά τον ρίψουν, ώς έκ τής αγνοίας καί απειρίας του, είς πολλά καί μεγάλα λάθη, νά εύρουν αιτίας δικαιολογημένας, νά τον συκοφαντήσουν, νά τον ρίψουν κακήν κακώς άπό τήν θέσιν, νά καταστρέψουν καί τήν υπόλψίν του καί αυτών καί όλους τους συγγενείς καί φίλους του. Καί τούς προέτρεπον νά μήν παραδεχθή κανένας έξ αυτών τήν πραξιν ταύτην παρά νά τήν αποδοκιμάσουν, ώς άπάδουσαν είς τούς σκοπούς των καί νά εξακολουθήσουν τό σχέδιόν του νά δείχνουν φανερά όλοι εναντίον του καί νά τον υποχρεώσουν νά δώση τήν παραίτησίν του. 'Ωστε παραδεχθέντες πρώτοι οί υιοί του, Πάνος καί Γενναίος, τήν γνώμην ταύτην καί ακολούθως οί Γιαννάκης Τασκούλιας, ό Αποστόλης, ό Πλαπούτας, ό Νικηταράς καί όλοι οί λοιποί, ώς συντελεστικήν είς τά σχέδια τους, τού έγραψαν ομοφώνως (ιδίως έκαστος) προτρέποντες αυτόν υποχρεωτικώς νά δώση τήν παραίτησίν του, άλλως είναι αναγκασμένοι νά εξακολουθήσουν τό σχέδιόν τους, χωρίς νά οπισθοδρομήσουν καί ότι θέλει κηρυχθούν άπαντες φανερά εναντίον του. Ό Όδυσσεύς μάλιστα τον είχεν ειπεί καί συμβουλεύσει πρότερον είς τό Ναύπλιον, ότι ό 'Αλή πασιάς είχε σύστημα, ώστε όποιον έσκόπευε νά καταστρέψη έκατόρθωνε καί τον έκαμνε πρώτον συμπένθερον καί έπειτα τον κατέστρεφεν ευκόλως· καί τον έγραφεν καί τότε, ότε ήκουσεν ότι έκαμεν έμέ συμπένθερον, του έκαμε τήν επανάληψιν, διά νά μήν τό άλησμονήση (καθώς τούτο τό αναφέρει ό άθλιος Σπηλιάδης είς τήν Χαλιμάν του)· άλλ' ό Κολοκοτρώνης μήτε 'Αλή πασιάς ήδύνατο νά γίνη ποτέ, διότι ή κεφαλή του καί τά προσόντα του δέν είχον ούδεμίαν παρομοίωσιν μέ εκείνα του μεγάλου καί έξοχου εκείνου ανδρός. Άλλ' ουδέ οί συμπένθεροι του Κολοκοτρώνη ήτον άπό εκείνους οίτινες ήδύναντο νά δολοφονηθώσι τόσον ευκόλως κατά τήν γνωμοδότηση του Όδυσσέως καί τών λοιπών συγγενών του Κολοκοτρώνη, καθότι είχον λάβει τά μέτρα τους, άπό τά προλαβόντα καί άπό πολλάς καί διαφόρους προκύψασας απόπειρας τοιαύτας καί τελευταίον άπό έκείνην του Κρεββατά, έκ τής οποίας ήναγκάσθην καί ένεκα τής στρατολογίας καί διά τήν άσφάλειαν του έαυτού μου καί ένώ είχον πάντοτε τριάντα ή σαράντα Ρουμελιώτας μισθωτούς στρατιώτας επήρα έκτοτε έπέκεινα τών διακοσίων καί ενίοτε τριακοσίων μισθωτών, τούς μέν στρατιώτας προς τριάντα γρόσια τον μήνα καί τσαρούχια καί φουσέκια, τούς δε μπουλουκτσήδες καί καπετανίσκους άπό εκατόν πενήντα έως διακόσια κατά μήνα καί τούς έπλήρωνα έξ ιδίων μου, έκ τών οποίων είχον τον Πάνον Διαμάντην Σουλιώτην, τον Κίτζιον καί Σταύρον Σουλιώτας, τον Παναγήν Γαλάνην, τον Γιαννάκην Λογοθέτην, τον Παναγιώτην Άλμυριώτην, τον Τουρκογεώργην, τον Καραμπούλα, τον Καββαδίαν καί τόσους άλλους διακεκριμένους μπουλουκτσήδες καί τους έβάστηξα μέχρι του έρχομού τοου Κυβερνήτου 1828 καί τότε τους διέλυσα. — 'Οσας λοιπόν ηθέλησαν νά κάμουν μετά ταύτα τοιαύτας αίσχράς καί δολίους απόπειρας δολοφονίας, φρονώ, ότι τούς έκόστισαν ακριβά. Οί νέοι συμπένθεροι του Κολοκοτρώνη μήτε είχον, μήτ' έλαβον ποτέ ανάγκην άπό αυτόν, μήτε τήν συνδρομήν του έκαταδέχοντο νά ζητήσουν διά νά κάμουν συμφέροντα ή νά αποκτήσουν έπιρροήν καί υπόληψιν διά τής ηθικής δυνάμεως αυτού, καθότι όλη ή Πελοπόννησος γνωρίζει καί ουδείς δύναται νά άρνηθή, ότι ή Δεληγιανναίικη οικογένεια ήτον ή πλουσιωτέρα, ή πολυκτημονεστέρα καί καθόλα δυνατωτέρα διά τάς συγγενείας καί σχέσεις τάς οποίας είχεν είς όλας τάς επαρχίας τής Πελοποννήσου καί είχεν καθιερωμένην τήν ύπόληψιν καί έπιρροήν της διά τάς πολυειδείς ευεργεσίας τάς οποίας ανέκαθεν καί είς διαφόρους έποχάς τε καί περιστάσεις έκαμεν είς όλας τάς επαρχίας καί ιδίως είς τήν έπαρχίαν τής Καρύταινας, καί ήτον ή προς αυτήν αγάπη καί τό σέβας όλων τών κατοίκων έγκεχαραγμένον μέ άνεξαλείπτους χαρακτήρας είς τάς καρδίας απάντων, έκτος ολίγων, όλιγιότων τινών άχαρίστων καί φθονερών, καθώς τούτο απεδείχθη πραγαματικώς, είς τήν αρχήν τής επαναστάσεως, ότε όλαι αί έπαρχίαι τής Πελοποννήσου καί ιδίως ή τής Καρύταινας ένητένιζον τούς οφθαλμούς προς αυτήν καί άπ' αυτήν ήλπιζον τήν σωτηρίαν όλης τής πατρίδος. Διά δέ τάς ύπονοίας, τάς οποίας ένέσπειραν οί κόλακες του Κολοκοτρώνη είς τον έγκέφαλόν του καί ιδίως οί υιοί του, ό Πλαπούτας καί ό Αποστόλης Τασκούλιας ότι ημείς συνελάβομεν τήν ίδέαν νά τον δολοφονήσωμεν καί ότι τον ύβρίζαμεν κτλ. αυτά όλα είναι πλάσματα τής φαντασίας των καί σκοποί χαμερπείς διά νά μεγαλώνουν τον Κολοκοτρώνην καί αποδείξουν δήθεν μέ τούτο, ότι αυτός ήτον μεγαλεπήβολος άνδρας, άλλος Ναπολέων, καί ότι ήδύνατο νά πράξη μεγάλα κατορθώματα έάν ημείς δέν του έγινόμεθα προσκόμματα, καί ότι τον έπιβουλόμεθα νά τον δολοφονήσωμεν κτλ. Διά νά καλύψουν μέ τάς τοιαύτας προφάσεις καί αναιδείς συκοφαντίας τάς έδικάς των άγνωμοσύνας, αισχρουργίας καί έπιβουλάς, έκοινοποιούσαν τά τοιαύτα ανούσια ψεύδη δια νά δικαιωθούν εις την κοινήν γνώμην καί εις δσους δεν γνωρίζουν την διαγωγήν τους και τον έπίβουλον τρόπον τους καί προσπαθούν νά προσάψουν εις ημάς συκοφαντίας, ωσάν έκείνην την κακότροπον γυναίκαν της παροιμίας, ήτις έλεγεν ότι «τό δικόν μου τ' δνομα πάρ' το σύ, γειτόνισσαν. Ό Κολοκοτρώνης πολλάκις καί εις την Τριπολιτσάν καί εις την έν Λαγκαδίοις οίκίαν μας ήρχετο άπροφυλάκτως καί άνυπόπτως εις τοιούτον βαθμόν, ώστε δέν έβαστούσε μεθ' εαυτού ουδέ τον ψυχογιόν του, καί έκοιμάτο μόνος του καί ενίοτε, ένεκα του καύσωνος, ήτον εκτεθειμένος ού μόνον εις την έδικήν μας διάθεσιν, των υπηρετών καί στρατιωτών μας, αλλά καί παντός άλλου τυχόντος, χωρίς ποτέ νά λάβη την παραμικράν υπόνοιαν άπό ημάς, καθότι έγνώριζεν ότι ήτον αδύνατον νά ύποπέσωμεν ημείς εις τοιούτον στυγερόν άνοσιούργημα δολοφονίας, επειδή αίσθανόμεθα τάς συνεπείας του' καί τοιαύτην άποτρόπαιον πράξιν, ουδέποτε καν έσυλλογίσθημεν, μήτε ή ανατροφή μας άλλ' ούδ' ή ηθική μας τήν έσυγχωρούσε ποτέ.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου