Τὸ παιχνίδι ἦταν μέγα. Ἄρχισε σὰν εἰδυλλιακὸ πανηγύρι, ἔγινε ἡρωικὸ ἔπος, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα φάνηκε, ὅτι εἶχε μέσα του καὶ τὰ σπέρματα τῆς τραγωδίας.
Ἂς ποῦμε δυὸ λόγια γιὰ τὸ πανηγύρι. «Ἦταν πανηγύρι ἀληθινὸ ἡ ἐκστρατεία» τοῦ Πετρόμπεη στὴν Καλαμάτα, γράφει ὁ Σπῦρος Μελᾶς. Πολὺ σωστά. Ἀλλὰ ὄχι μόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ ὅταν προχωροῦσε στὴν Ἀρκαδία ὁ Παπαφλέσσας μὲ περικεφαλαία καὶ μ' ἕνα «θεώρατο» καλόγερο, «παπᾶ Τούρταν ὀνομαζόμενον» ὡς προπομπὸ ποὺ κρατοῦσε ψηλὰ ἕνα μεγάλο σταυρὸ στὸ χέρι, ὄχι μόνο στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἔμοιαζε τὸ ξεσήκωμα τοῦ Γένους μὲ πανηγύρι. Δὲν ἔπαψε ποτὲ νἄχῃ λίγο ἢ πολὺ τὸ χρῶμα τοῦτο. Ὁ Μακεδὼν ἀγωνιστὴς ποὺ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν ἡ Σιάτιστα, ὁ Νικόλαος Κασομούλης, διηγεῖται στὸ διαφωτιστικὸ ἔργο του «Ἐνθυμήματα στρατιωτικά» τὴν ἐντύπωση ποὺ τοῦ ἔκαμε τὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι, ὅταν, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1825, κατάφερε καὶ εἶχε τὴν τιμὴ νὰ μπῇ: «Πατήσας τὸ ἔδαφος μὲ ἐφάνη, ὅτι ἐμβῆκα εἰς μίαν πανήγυριν. Ἐνῷ ἀκαταπαύστως ἐξακολουθοῦσεν ὁ πόλεμος εἰς τοὺς προμαχῶνας, πλῆθος στρατιωτῶν καὶ πολιτῶν, μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκοντο εἰς πανήγυριν, ἔτρεξαν νὰ μᾶς ἰδοῦν...» Αὐτὸ εἶναι τὸ αἰώνιο ρωμαίικο, στὴν καλὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ἴδιος ὁ Κασομούλης περιγράφει πῶς, τέσσερα χρόνια πρίν, ἔγινε ἡ πρώτη του συνάντηση μὲ τὸν Κολοκοτρώνη. Εἶχε ἐκπορθήσει ὁ Γέρος τὴν Τριπολιτσά. Τὸν ἀναζήτησε ὁ Κασομούλης, εἰκοσιτριῶν τότε χρονῶν, στὸ σπίτι ὅπου εἶχε ἐγκατασταθῆ. Ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν καί, «μὲ τὰ ποτήρια ὅλοι στὸ χέρι», ἄκουγαν τὸν Κολοκοτρώνη νὰ λέη παλιὲς ἰστορίες, «ἰδοὺ καὶ ὁ Π. Μούρτζινος Σπαρτιάτης, χαρούμενος ἐμβαίνει εἰς τὸ τραπέζι». Ὁ Παναγιώτης Τρουπάκης ἢ Μούρτζινος εἶπε στὸν φίλο του καπετὰν Θοδωράκη νὰ προσέχῃ «νὰ μὴ τοῦ τὴν παίξουν» οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί. «Μόνον τοῦτο ἀπεκρίθη ὁ Κολοκοτρώνης• ἄφησε τοὺς κερατάδες, καὶ ἐγὼ τοὺς ταιριάζω, μὴ σὲ μέλλει. Προστάζει ἔπειτα νὰ λαλήσουν αἱ καραμοῦζες καὶ τὰ τύμπανα χορευτικὸν...» Κ' ἐδῶ βέβαια, στὴν ἐλευθερωμένη Τριπολιτσά, ἦταν ἡ ἀτμόσφαιρα αὐτὴ κάτι τὸ φυσικό, μὲ πρωταγωνιστὴ ἄλλωστε τὸν ὑπερφυσικὸ Κολοκοτρώνη.
Ἂς ποῦμε δυὸ λόγια γιὰ τὸ πανηγύρι. «Ἦταν πανηγύρι ἀληθινὸ ἡ ἐκστρατεία» τοῦ Πετρόμπεη στὴν Καλαμάτα, γράφει ὁ Σπῦρος Μελᾶς. Πολὺ σωστά. Ἀλλὰ ὄχι μόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ ὅταν προχωροῦσε στὴν Ἀρκαδία ὁ Παπαφλέσσας μὲ περικεφαλαία καὶ μ' ἕνα «θεώρατο» καλόγερο, «παπᾶ Τούρταν ὀνομαζόμενον» ὡς προπομπὸ ποὺ κρατοῦσε ψηλὰ ἕνα μεγάλο σταυρὸ στὸ χέρι, ὄχι μόνο στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἔμοιαζε τὸ ξεσήκωμα τοῦ Γένους μὲ πανηγύρι. Δὲν ἔπαψε ποτὲ νἄχῃ λίγο ἢ πολὺ τὸ χρῶμα τοῦτο. Ὁ Μακεδὼν ἀγωνιστὴς ποὺ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν ἡ Σιάτιστα, ὁ Νικόλαος Κασομούλης, διηγεῖται στὸ διαφωτιστικὸ ἔργο του «Ἐνθυμήματα στρατιωτικά» τὴν ἐντύπωση ποὺ τοῦ ἔκαμε τὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι, ὅταν, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1825, κατάφερε καὶ εἶχε τὴν τιμὴ νὰ μπῇ: «Πατήσας τὸ ἔδαφος μὲ ἐφάνη, ὅτι ἐμβῆκα εἰς μίαν πανήγυριν. Ἐνῷ ἀκαταπαύστως ἐξακολουθοῦσεν ὁ πόλεμος εἰς τοὺς προμαχῶνας, πλῆθος στρατιωτῶν καὶ πολιτῶν, μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκοντο εἰς πανήγυριν, ἔτρεξαν νὰ μᾶς ἰδοῦν...» Αὐτὸ εἶναι τὸ αἰώνιο ρωμαίικο, στὴν καλὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ἴδιος ὁ Κασομούλης περιγράφει πῶς, τέσσερα χρόνια πρίν, ἔγινε ἡ πρώτη του συνάντηση μὲ τὸν Κολοκοτρώνη. Εἶχε ἐκπορθήσει ὁ Γέρος τὴν Τριπολιτσά. Τὸν ἀναζήτησε ὁ Κασομούλης, εἰκοσιτριῶν τότε χρονῶν, στὸ σπίτι ὅπου εἶχε ἐγκατασταθῆ. Ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν καί, «μὲ τὰ ποτήρια ὅλοι στὸ χέρι», ἄκουγαν τὸν Κολοκοτρώνη νὰ λέη παλιὲς ἰστορίες, «ἰδοὺ καὶ ὁ Π. Μούρτζινος Σπαρτιάτης, χαρούμενος ἐμβαίνει εἰς τὸ τραπέζι». Ὁ Παναγιώτης Τρουπάκης ἢ Μούρτζινος εἶπε στὸν φίλο του καπετὰν Θοδωράκη νὰ προσέχῃ «νὰ μὴ τοῦ τὴν παίξουν» οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί. «Μόνον τοῦτο ἀπεκρίθη ὁ Κολοκοτρώνης• ἄφησε τοὺς κερατάδες, καὶ ἐγὼ τοὺς ταιριάζω, μὴ σὲ μέλλει. Προστάζει ἔπειτα νὰ λαλήσουν αἱ καραμοῦζες καὶ τὰ τύμπανα χορευτικὸν...» Κ' ἐδῶ βέβαια, στὴν ἐλευθερωμένη Τριπολιτσά, ἦταν ἡ ἀτμόσφαιρα αὐτὴ κάτι τὸ φυσικό, μὲ πρωταγωνιστὴ ἄλλωστε τὸν ὑπερφυσικὸ Κολοκοτρώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου