Και στο εκτιθέμενο χειρόγραφο του Ν.Κ.Κασομούλη, συνεχίζεται η παρεμβατική επιλεκτική διαγραφή μέρους του κειμένου. Ο Διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους αλλοιώνει τη μορφή του περιεχομένου. Πράξη ακατανόητη, επονείδιστη. Ενέργεια δυσανάλογη προς την υψηλόβαθμη θέση της ιεραρχίας των κρατικών λειτουργών που κατείχε. Αυτά τα μηνύματα τα έφερε στο φως και ξεκλείδωσε η εμφάνιση του Χειρογράφου Κασομούλη στα αναγνωστήρια. Δεν του αρκούσαν όλων των άλλων ειδών οι παρεμβάσεις, προήγαγε την υψηλή αισθητική του ιστοριοδίφη στο επίπεδο της διαγραφής και μετάπλασης των χειρογράφων που αναλάμβανε να εκδώσει, αφού εξασφάλιζε και την εξαφάνιση αυτών. Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση!… Για την προαγωγή του πολιτισμού. Κατά τα άλλα ευθύνεται η Πολιτεία για το έλλειμμα πολιτισμού στην Ελλάδα.
Ο Καθηγητής Ν.Β. Τωμαδάκης έγραψε:
«Εάν ήτο υποχρεωμένος τις να εκλέξη μεταξύ των απομνημονευματογράφων, ένα θα έπρεπε, χωρίς να παρορά την αξίαν των συγγραφών του Σπυρομίλιου ή του Σπηλιάδη ή του Φωτάκου ή άλλου τινός των σπουδαίων αγωνιστών και καλαμαράδων του Ιερού Αγώνος, να περιορίση την τελικήν εκλογήν μεταξύ τριών: του Ν. Κασομούλη (Α΄- Γ΄, 1940-1942), ανδρός Μακεδόνος, και γραφειοκράτου πολεμιστού, γνωρίσαντος καλώς τα κατά την κλεφτουριάν και τα καπετανάτα, καθώς και τα έξω του Μοριά γεγονότα, του Γεωργίου Τερτσέτη, γνωστού δικαστικού και λογοτέχνου, διατάξαντος, συν τοις άλλοις, ως είπομεν ήδη, καθ’ υπαγόρευσιν εις απλήν γλώσσαν τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, και του Ρουμελιώτου αγωνιστού Γιάννη Μακρυγιάννη, του οποίου τα Απομνημονεύματα κατέστησαν κατά τον αιώνα μας πασίγνωστον και αγαπητόν ανάγνωσμα, πολλάκις δε και πρόσχημα πολεμικής επίς συγχρόνων γεγονότων.
Και περί μεν των απομνημονευμάτων όσα εξεμαίευσεν ο Τερτσέτης σιγώ, ευλαβούμενος την μνήμην εκείνου και των μεγάλων ηρώων εις τους οποίους αναφέρονται, τούτο μόνον λέγων ότι την μέχρι ξηρότητος λιτότητα και απλότητά των παρακολουθεί τόση ακρίβεια όση η τοποθέτησις έναντι των προσώπων του Αγώνος και των κατ’ αυτόν παθημάτων των συνεχώρουν εις τε τους διηγουμένους και τον διασκευάσαντα τας διηγήσεις αυτών. Ο Κολοκοτρώνης υπαγορεύων φαίνεται ότι μετριάζει τας ακρότητας των ενεργειών του και λειαίνει τας οξύτητας της δράσεώς του.
Περί δε των άλλων κειμένων λέγων σήμερον τούτο: Ότι κοινός εκδότης αυτών υπήρξε ο ιστοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος τα επρολόγισε και υπεμνημάτισεν, αποδεδειγμένως δε ανέπτυξε το κείμενον του Κασομούλη δι’ απαραδέκτων προσθηκών και άλλων αναπτύξεων, τας οποίας εσήμανε δι’ αγκυλών.
Και του μεν Κασομούλη το κείμενον εσώθη χειρόγραφον και διησφαλίσθη, το δε του Μακρυγιάννη κατεστράφη υπό αγνώστους συνθήκας. Ως εκ τούτου δεν γνωρίζομεν πώς ακριβώς είχον τα γραφέντα υπό του Μακρυγιάννη εις το χειρόγραφόν του, εκτός ελαχίστου κειμένου (όπου υπάρχει φωτογραφία) και ποίαι είναι αι προσθήκαι του Βλαχογιάννη. Πολύ δε φοβούμαι ότι και δεν θα μάθωμεν ποτέ εις ποίον εκ των δύο οφείλεται η λογοτεχνική υφή και, υποψιάζω, βαρύτατοι κατά των Μοραϊτών χαρακτηρισμοί του εν λόγω κειμένου. Και η μεν γλωσσική μορφή, το ύφος και η καλλιέπεια είναι δυνατόν να είναι ανεξάρτητα της αληθείας και άσχετα προς την δικαίαν κρίσιν και την στεγανήν μνήμην. Εάν δε η επέμβασις του εκδότου έφθασεν και εις παραλείψεις ή εις την παρεμβολήν ή διόρθωσιν ιστορικών γεγονότων ή ειδήσεων, χαρακτηρισμών και σκέψεων, τούτο μένει μόνον ως υπόθεσις, υποχρεούμεθα και σήμερον να δεχώμεθα ότι ο αυθορμητισμός, η αφέλεια, η ζωηρότης, ο δυναμισμός των εν λόγω αξιοσπουδάστων Απομνημονευμάτων ανήκουν όντως εις τον Μακρυγιάννην, ο οποίος και ως ήρως και ως απόμαχος έδειξεν ανάλογα προσόντα».
Ο Καθηγητής Ν.Β.Τωμαδάκης, υπήρξε Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και χρημάτισε Διευθυντής των Γ.Α.Κ της Αθήνας (1947-1950). Το χειρόγραφο Μακρυγιάννη χάθηκε από το έτος μεταγραφής από το Βλαχογιάννη (1909). Αντίθετα το χειρόγραφο έργο, των Στρατιωτικών Ενθυμημάτων, του Ν.Κ.Κασομούλη «εσώθη» κατά τον Καθηγητή Ν.Β.Τωμαδάκη. Το «σωθέν» όμως χειρόγραφο είδε το φως αναγνωστηρίων στο τέλος του ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 2006. Τόσον καλώς «διησφαλίσθη». 176 χρόνια από την έναρξη της συγγραφής του… Τόσο νωρίς!
Αναχώρηση από τη Σιάτιστα του Ν.Κ.Κασομούλη για τη σύσκεψη του Ολύμπου με 25 ενόπλους Σιατιστείς.
Τωρινή μεταγραφή Χειρογράφου Κασομούλη από τον γράφοντα:
Η αη Σεπ: 1821: ήτον η προοιμιάζουσα πένθιμος ημέρα ως προς την υστέρησιν των συγκενών μου φίλων και την οικογένειάν μου – ήτον οιωνός των δυστυχημάτων μου και αυτών εις δέκα χρόνους μόλις αξιώθηκαν να με ιδούν πέντε μήνες, καθώς επιθύμουν και ηύχοντο και έξαφνα να παρηγορηθούν και ιδού με υστερούντε. αι γωνίαι γέμισαν από τα δάκρυα των δύο μικρών και χαριτωμένων αδελφιδών μου αικατερίνας και Σουλτάνας και της μητρός μου (Μητρειά) αλεξάνδρας και λοιπών συγκενών μου.
από τον πατέραν μου και αδελφόν μου Γεώργιον καμμίαν θετικήν είδησιν δεν είχα αν υπάρχουν ή όχι να τους παρηγορήσω. η μόνη παρηγορεία οπού άφησα εις όλους αυτούς ήτον η καλή υπόληψις και η ευπορία προς το ζην άφησα και τον θεοδωρήν φίλον μου ως προστάτην ασπάσθηκα όλους γλυκά και το χώμα. και είπα, εάν δεν το ιδώ ελεύθερον από τους Τούρκους/ οθωμανούς να μη επιστρέψω το απολαύσω.
την ιδίαν ημέραν λαβών μαζή μου 25: ένοπλους απέρασα εις το μοναστήρι Ζάμπορτας (τμήμα Βεντζιών) κείμενον/ εις την…
Η αναχώρηση του Κασομούλη από τη Σιάτιστα με 25 ενόπλους άνδρες Σιατιστείς και η πορεία του προς τον Όλυμπο κατά το Βλαχογιάννη (Τόμ.Α΄σελ. 145):
“Η α΄Σεπτ. 1821, προοιμιάζουσα πένθιμος ημέρα ως προς την οικογένειάν μου, ήτον οιωνός των δυστυχημάτων μου και αυτών1). Εις δέκα χρόνους, μόλις αξιώθηκαν να με ιδούν πέντε μήνες, καθώς επιθύμουν και ηύχοντο να παρηγορηθούν- και ιδού, με υστερούντο.
Αι γωνίαι γέμισαν από τα δάκρυα των δύο μικρών και χαριτωμένων αδελφιδών μου Αικατερίνας και Σουλτάνας και της μητρός μου (μητρυιά) Αλεξάνδρας και λοιπών συγγενών μου2).
Από τον πατέραν μου και αδελφόν μου Γεώργην καμμίαν θετικήν είδησιν δεν είχα, αν υπάρχουν ή όχι, να τους παρηγορήσω3).
Η μόνη παρηγορία, οπού άφησα εις όλους αυτούς, ήτον η καλή υπόληψις και η ευπορία. Άφησα και τον Θεοδωρήν [Ποντίκην] φίλον μου ως προστάτην. Ασπάσθηκα όλους γλυκά, και το χώμα, και είπα
εάν δεν το ιδώ ελεύθερον από τους Τούρκους, [ποτέ] να μη το απολαύσω4).
Την ιδίαν ημέραν, λαβών μαζί μου 25 ενόπλους, απέρασα εις το μοναστήρι Ζάμπορτας (τμήμα Βεντζιών) κείμενον εις την άκραν του ποταμού Βίστριτζας, εις λόφον υψηλόν και απότομον5)΄εξηγήθην με τον ηγούμενον, και με οδή-
_________________-
1) Η συννεφιασμένη μέρα ήτανε για το συγγραφέα πένθιμη γιατί άρχιζε κακά, αφού θ’ άφινε την οικογένειά του, και προμηνούσε ακόμα τα δικά του «δυστυχήματα». Λείπει απ’ αυτόν η καθαυτό λέξη, π.χ. «περιπέτειαι» , ή κάποια άλλη ανάλογη΄γιατί όσο κι αν η ζωή του πέρασε πολυκίνδυνη, δε δοκίμασε όμως ο άνθρωπος καμιά συμφορά, παρά τον τίμιο θάνατο του αδερφού του στην έξοδο του Μεσολογγιού. Και αυτών, της οικογένειάς του.
2) Οι άκρες, ρίζες των ματιών, οι «κανθοί». Αδελφιδών = μικρών αδελφών΄ο συγγρ. θα ήθελε να πη με την ελληνικούρα του «αδελφάκια», αν δεν ήθελε να πη αδέλφια από άλλη μητέρα.
3) Τη μητέρα του και τους άλλους στο σπίτι.
4) Ο συγγρ. εδώ δε μπορεί να βρη την κυριολερξία, π.χ. «να μην το χαρώ» (ελεύτερο).
5) Ο συγγρ. εδώ και πάλι λησμονεί να δώση καθαρή εξήγηση του σκοπού του ταξιδιού του. Το μοναστήρι Ζάμπορτας βρίσκεται στην περιφέρεια Βεντσών (Βέντσι-κόλι) ανωκέφαλα.
Η συγκριτική μελέτη , Χειρογράφου Κασομούλη και μεταγραφής Βλαχογιάννη, αποκαλύπτει τον ανέντιμο «πέλεκυ» της παρέμβασης του Διευθυντού των ΓΑΚ της Αθήνας. Αυτός διαγράφει σε καίρια σημεία προτάσεις και λέξεις του κειμένου ή αποφεύγει να περιλάβει στις 5 σημειώσεις το αναδυόμενο μηνυματικό σημαινόμενο. Τόσες παρεμβάσεις απέχουν πολύ από το ακούσιο ή τυχαίο γεγονός. Δηλώνουν σκοπιμότητα. Είναι απορίας άξιο, όχι το πόθεν εκπορεύεται αυτή η παρεμβατική προσπάθεια, αλλά το ποιοι έχουν πρόσβαση και με ποια ανταλλάγμαρα κατευθύνουν τη γραφίδα παροχής ποικίλων υπηρεσιών του Γιάννη Βλαχογιάννη, σε καίρια σημεία του χειρογράφου, αλλά και στο Βιογραφικό Σημείωμα. Στις σημειώσεις καταβάλλει έντονη την προσπάθεια να απομακρύνει τον επισκέπτη μελετητή ή τον απλό αναγνώστη από το νόημα των θιγομένων στο Χειρόγραφο. Επιθυμώ να μείνω με την άποψη ότι σπάνια το πέτυχε.
Διαγράφονται:
Ήτον η/την υστέρησιν των συγκενών μου φίλων και/ και έξαφνα και/ προς το ζην/οθωμανούς/ επιστρέψω.
Μεταγραφή I. Βλαχογιάννη (τόμος Α΄, (148-149). Ο Ν.Κ.Κασομούλης δεν παρέλαβε ποτέ γράμμα για τον Εμμανουήλ Παπά από το Διαμαντή Ολύμπιο και Γούλα Δράσκου.
Αποφασίσθη ως εκ μέρους όλων2) των Καπιταναίων του Ολύμπου να πηγαίνωμεν προς τον Υψηλάντην, Κολοκοτρώνην και λοιπούς προκρίτους της Πελοπ[οννήσου] εγώ και ο Καπιτάν Κώστας αδελφός του Διαμαντή πληρεξούσιοι –και έγιναν τα γράμματα και από αυτούς3)- [αλλά] να διαβούμεν από τον Εμμ. Παπά, και να μας εφοδιάση και αυτός με τα αναγκαία συστατικά.
Οι πλοίαρχοι Ψαριανοί από το άλλον μέρος διώρισαν μίαν γολέτταν 14 κανονιών, και με τα συστατικά των4) να μας πηγαίνη εις τα Ψαρά, και από εκεί με άλλην να μας στείλουν δια Ύδραν, Σπέτζαις και εις Μύλους- να σταθή δε [εκεί] έως να επιστρέψωμεν.
Ο Εμμανουήλ Παπά αποτυχών εις την μάχην και βλέπων την παράλυσιν του στρατοπέδου από τας ελλείψεις, με την ώραν εστοχάσθη5) να μεταβή προσωπικώς εις το πέραν μέρος του Ολύμπου να ενεργήση την αποστασίαν,[και ούτω] να ελαφρωθή [ο εν Κασσάνδρα αγών] με τον αντιπερισπασμόν των Ολυμπίων. Πλην ενώ εστοχάζετο αυτό, έφθασα και εγώ με τα γράμματα προς αυτόν΄γνωρισμένος μικρόθεν με τους υιούς του και αχώριστος [αυτών], νυχθημερώς συναναστρεφόμενοι, με θεωρούσεν απ’ αρχής ως άλλον υιόν του. Είδεν τας πληρεξουσιότητας και τας απαιτήσεις6), είδεν ακόμη το νόημα των γραμμάτων, ότι ήθελεν αποτύχει του να ζητήση αποστασίαν [του Ολύμπου] χωρίς προετοιμασίαν και προμήθειαν.
Εγνώριζεν αυτός καλώς ότι ο Υψηλάντης τίποτες από αυτά δεν έφερεν, αλλ’ ούτε είχεν, πλην δεν με αντίσκοψεν.
Είχε πλησίον του γραμματέαν τον Κον Θεοφάνην ιεροδιάκονον Σιατιστεύν7) και τον Κον Γιαννάκην Χ΄΄Πέτρου Ασπροποταμίτην2).
Λαβών ταύτην την ευκαιρίαν, συσταίνοντάς μας εις όλους τους προκρίτους των νήσων και εις τον Υψηλάντην ως πληρεξουσίους [του Ολύμπου], περίγραφεν την κατάστασιν του στρατοπέδου του εις Κασσάνδραν3)».
Οι καπετάνιοι του Ολύμπου αποφάσισαν να στείλουν πληρεξουσίους εκπροσώπους στον Υψηλάντη, τον Κολοκοτρώνη και τους λοιπούς προκρίτους της Πελοποννήσου. Γι’ αυτούς έγραψαν τις επιστολές. Επιλέχτηκαν ως πληρεξούσιοι, ο Ν.Κ.Κασομούλης και ο Κ. Διαμαντής. Διατάχθηκαν όμως, πριν αναχωρήσουν για την Πελοπόννησο να «διαβούν» από τον Εμμανουήλ Παπά να τους εφοδιάσει «με τα αναγκαία συστατικά». Τα κείμενα και τα έγγραφα αποκαλύπτουν μια και μόνη υπογραφή, ισόβια συνοδό: «Ν.Κ.Κασομούλης». Ποτέ ο Σιατιστεύς Συνταγματάρχης δεν υπόγραψε με ψευδώνυμο.
Πάμε τώρα στο επίμαχο σημείο του Χειρογράφου. Γράφει ο Ν.Κ.Κασομούλης: «Πλην ενώ εστοχάζετο αυτό (ο Εμ. Παπάς), έφθασα και εγώ με τα γράμματα προς αυτόν». Ο Ν.Κ.Κ. «έφθασε προς αυτόν» με τα γράμματα που απευθύνονταν στον Υψηλάντη, Κολοκοτρώνη και στους προκρίτους της Πελοποννήσου. Τα είδε ο Παππάς και έμμεσα αντιλήφθηκε, ότι οι Ολύμπιοι δεν επαναστατούν, αν δε λάβουν βοήθεια από την Πελοπόννησο. Ας αφήσω το κείμενο να μιλήσει:
«Είδεν τας πληρεξουσιότητας και τας απαιτήσεις, είδεν ακόμη από το νόημα των γραμμάτων ότι ήθελεν αποτύχει του να ζητήσει αποστασία του Ολύμπου, χωρίς προετοιμασίαν και προμήθειαν». Η οικογένεια Παπά, γνώριζε την καταγωγή του Ν.Κ.Κασομούλη και του εμπορευόμενου στις Σέρρες από το 1809 πατέρα του, Κώστα Κασομούλη. Επίσης οι πρέσβεις των Ολυμπίων δεν παρέδοσαν επιστολή στους Ψαριανούς πλοιάρχους που τους χορήγησαν συστατικές επιστολές για τους κομισάριους των Ψαρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου