Τα Μακεδονικά-Ολυμπιακά στρατεύματα στη Νότια Ελλάδα από το 1822-1829.
Θεωρώ άτοπο και άδικο συνάμα να μην αναφερθώ, έστω και περιεκτικά, στη δράση των Μακεδονικών στρατευμάτων κατά το 1821, μετά το ολοκαύτωμα και τις θυσίες της Μακεδονίας, εκούσια προσφορά στον αγώνα ανάκτησης της εθνικής ελευθερίας και παλιγγενεσίας του έθνους. Από την επομένη της κατάπνιξης της Μακεδονικής επανάστασης που πέτυχαν, ύστερα από συνεχείς και αλλεπάλληλες επιθέσεις στρατευμάτων δεκάδων χιλιάδων, οι Οθωμανοί και Αλβανοί πασάδες και μπέηδες, οι αγωνιστές και οπλαρχηγοί του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, με χίλιους κινδύνους συρρέουν στα κρησφύγετα του συμβόλου της ελευθερίας, τον Όλυμπο.
Στο τέλος Απριλίου 1822, ελληνική επαναστατική δύναμη δρα αναγεννημένη από την τέφρα και δραστηριοποιείται με αρχηγούς το Γερο Καρατάσιο και το Διαμαντή Ολύμπιο. Με ευφυέστατο στρατιωτικό τέχνασμα στη Γέφυρα του Μπαμπά κυκλώνουν και εξολοθρεύουν σημαντική δύναμη από Γενιτσάρους. Την έστειλε, ο Κεχαγιάς του Ρούμελη Βαλεσή από Λάρισα, προς ενίσχυση της οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης της Κατερίνης. Όμως αυτή ήταν μια μικρή νίκη. Ολόκληρη η Μακεδονική χώρα πλημμύρισε από τις στρατιές των Εμπού Λουμπούτ, Χουρσίτ και Μπεχλιβάν Μπαμπά. Τα μακεδονικά μαχητικά κέντρα καταστράφηκαν. Οι πλείστοι των πολεμιστών θυσιάστηκαν στο πεδίο της τιμής. Οι φυλακές ήταν γεμάτες από Έλληνες. Ολέθριο πλανιόταν το φάσμα του θανάτου στη Μακεδονική γη. Η συνέχιση του αγώνα σε οποιοδήποτε σημείο της Μακεδονίας είναι αδύνατη. Σε σύσκεψη στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου αποφασίστηκε η κάθοδος των μακεδονικών στρατευμάτων στην κάτω του Ολύμπου Ελλάδα.
Ο Διαμαντής Ολύμπιος με 250 πολεμιστές και τους εμπειροπόλεμους αξιωματικούς-οπλαρχηγούς, Γούλα Δράσκο, Λιάκο και Μπίνο, αναχώρησε για Σκόπελο και Σκιάθο. Ο επιφανέστερος των Μακεδόνων αρχηγών Καρατάσιος με υπαρχηγό το Γάτσο και τους αρματολούς Δουμπιώτη, Συρόπουλο, Λάζο, Κώτα και πρωτοπαλίκαρο το γιο του, Τζιάμη Καρατάσιο και 300 πολεμιστές πέρασε τη Θεσσαλία και κατευθύνθηκε στον Ασπροπόταμο. Στο χωριό Μερόκοβο εγκατάστησε συγγενείς τους και τις οικογένειες των συμπολεμιστών του και συνέπραξε με τους Καραϊσκάκη και Ράγκο στην εκκαθάριση των Αγράφων από τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα. Ύστερα επικεφαλής 300 Μακεδόνων κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι και τέθηκε στη διάθεση και τις διαταγές του Αλεξ. Μαυροκορδάτου.
Τον Ιούνιο 1822 ο ηγέτης της Δ. Ελλάδας Αλέξ. Μαυροκορδάτος εξεστράτευσε εναντίον του Μεχμέτ Ρεσήτ και του Ισμαήλ Πλιάσσα. Αυτοί ενώ κατέβαιναν προς Μεσολόγγι πολιόρκησαν την Κιάφα. Ύστερα από σύσκεψη στο Κομπότι Άρτας 21 Ιουνίου, ο Μπότσαρης με 300 Σουλιώτες, ο Καρατάσιος με 300 Μακεδόνες, καθώς και οι Ίσκος και Βλαχόπουλος με συνολική δύναμη 1200 πολεμιστών αναχώρησαν για την Πλάκα. Το εκστρατευτικό σώμα του Καρατάσιου επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά της Πλάκας, διέλυσε και κατέσφαξε την τουρκική φρουρά και προχώρησε προς Σίδερο. Βρέθηκε αντιμέτωπο με τριπλάσια εχθρική δύναμη. Οι Έλληνες τραβήχτηκαν στη γύρω ορεινή περιοχή και επιτέθηκαν στους Τούρκους. Οι ιππείς κινούνταν δύσκολα. Σκότωσαν 180 από αυτούς και τον αρχηγό τους. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή. Οι ενισχυθέντες εχθροί διενήργησαν επίθεση πάλι, εκτόπισαν τον Κουτελίδα κι ανάγκασαν τους Γρίβα και Ίσκο να υποχωρήσουν. Απ’ όλους μόνον ο Καρατάσιος κατόρθωσε να διατηρήσει τη θέση του. Συνέλαβε 50 γενιτσάρους αιχμαλώτους καθώς και 5 μπέηδες. Τελικά τραβήχτηκε από τη θέση του με τάξη, να συναντήσει τους άλλους φέρνοντας μαζί του τους αιχμαλώτους.
Την Πλάκα κατείχαν οι γενναίοι Σουλιώτες του Μ. Μπότσαρη. 10.000 Γκέκηδες και Τόσκηδες με αρχηγό τον Αχμέτ Βρυώνη προσβάλλουν το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Την 4η μέρα της μάχης, ο εμπειροπόλεμος Αλβανός ηγέτης, δημιουργεί ρήγμα μεταξύ Μπότσαρη, Βλαχόπουλου, Μπουκουβάλα, παραλύοντας έτσι την άμυνα των Ελλήνων. Ο Καρατάσιος δεν εγκαταλείπει τους 37 νεκρούς Μακεδόνες στο πεδίο της μάχης και τον νεκρό Πέτρο Γάτσο.Κατορθώνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Αλβανών, να παραλάβει τους νεκρούς και τραυματίες και να υποχωρήσει στα ορεινά συγκροτήματα του Σουλιού. Μετά την Πλάκα και το Πέτα, ο Καρατάσιος και οι πολεμιστές του μεταστάθμευσαν στην Εύβοια.
Ο Άρειος Πάγος, το πολιτικόν σώμα της Ανατολικής Ελλάδος, αντιμετώπισε την εχθρότητα του Ο. Ανδρούτσου. Στέλνει στα τέλη Ιουνίου 1822 τον Αρεοπαγίτη, Θεόκλητο Φαρμακίδη, στις Β. Σποράδες, να πετύχει τη μεταφορά των μακεδονικών στρατευμάτων στην Εύβοια. Ο Διαμαντής απουσίαζε στον Όλυμπο. Ο Φαρμακίδης ,κατόρθωσε να μεταφέρει στην Εύβοια με το πλοίο του Χατζηβισβίζη, 600 Μακεδόνες με αρχηγούς τους Μπίνο, Λιάκο και Καρακώστα. Οι Τούρκοι ύστερα από κρατερή μάχη εκτοπίζονται από τα Βρυσάκια Χαλκίδας.
Ο πρόκριτος του Πηλίου Γρηγόριος Κωνσταντάς, για την καλύτερη οργάνωση του κινήματος στην Εύβοια και Θετταλομαγνησία, υποδεικνύει αρχηγό το Διαμαντή Ολύμπιο. Έτσι ο Διαμαντής διορίζεται αρχηγός των δυνάμεων του προς τη Χαλκίδα τμήματος της Εύβοιας. Αρχές Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Μακεδόνας πολέμαρχος επικεφαλής ικανής δύναμης πολεμιστών αποβιβάστηκε με το πλοίο του Χατζηβισβίζη στα Βρυσάκια, επιτέθηκε και διέλυσε το τουρκικό στρατόπεδο της Λιθάδας.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου να αναθέσει την αρχηγία των στρατευμάτων της περιοχής Χαλκίδας στο Δ. Ολύμπιο προκάλεσε μεγάλη αντίδραση. Οι Τομαράς και Γιαννάκης Δημητρίου, τέως αρχηγοί του Ευβοϊκού στρατοπέδου, υποκινούμενοι από τον Ανδρούτσο και τους προκρίτους της Εύβοιας, έγραψαν στην κυβέρνηση ότι δεν ανέχονται «τον επήλυδα Διαμαντή» και εκστρατεύουν εναντίον του. Ο Διαμαντής νίκησε τους Ευβοείς στα Καμάρια και τους ανάγκασε δια της Αταλάντης να προσφύγουν στην ενδοχώρα της Στερεάς Ελλάδας, για να ζητήσουν από τον Ανδρούτσο στρατιωτική βοήθεια για την εκδίωξη του Διαμαντή από την Εύβοια.
Η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την έκρυθμη νέα κατάσταση, προβιβάζει στο βαθμό του στρατηγού, τους Μακεδόνες αρχηγούς. Διορίζει το Διαμαντή αρχηγό της εκστρατείας εναντίον του Φρουρίου της Χαλκίδας, το δε Καρατάσιο αρχηγό της πολιορκίας της Καρύστου. Από το Ιστορικό Αρχείο της Ύδρας σας παρουσιάζω το σχετικό έγγραφο:
«Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Προς τους ευγενεστάτους προκρίτους της Ν. Ύδρας
Κατά συνέπειαν της ραδιουργίας των κακοβούλων εις ανατροπήν των Νόμων της γεγονοίας τον παρελθόντα Ιούλιον, το εσωτερικόν της νήσου Ευβοίας διεταράχθη καθώς και άλλων επαρχιών της Ελλάδος ηύξησε δε την ταραχήν εκείσε και η σύγχρονος παρουσία του εχθρού εις το φρούριον και εκινδύνευσεν η νήσος εκ των δύο τούτων όχι μικρά. Η Διοίκησις ούσα εις χρέος να καθησυχάση τα εκεί πράγματα και δύναμιν να καταστήση ικανήν κατά του εχθρού διώρισεν δύο ευρεθέντας καπετανέους να συντρέξωσιν εις Εύβοιαν με όσους είχον στρατιώτας τον καπετ. Διαμαντήν Ολύμπιον και τον καπετάν Τάσον Ολύμπιον (σημ. γραφ. Καρατάσιο) γνωστούς καπετανέους οίτινες και μετέβησαν…».
Εν Ερμιόνη τη κθ Οκτωβρίου αωκβ
Αθανάσιος Κανακάρης, Αντιπρόεδρος, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος.
Ο Κριεζώτης όμως αρνήθηκε να δεχτεί την απόφαση της κυβέρνησης και διεμήνυσε στο Διαμαντή ότι δεν τον αναγνωρίζει γενικό αρχηγό. Τους Κριεζώτη, Δημητρίου, Τομαρά στήριζε και υποκινούσε ο Ανδρούτσος. Μοιραία επήλθε η νέα σύγκρουση. Ο Διαμαντής Ολύμπιος απέστειλε κατά του Κριεζώτη το σύγγαμβρό του Καρακώστα, το Βασιλείου και τον Κότα επικεφαλής 1200 ανδρών. Τα στρατεύματα του Ευβοιώτη οπλαρχηγού διασκορπίστηκαν στο Μακρυχώρι. Ο ίδιος ο Κριεζώτης εξαναγκάστηκε να αποχωρήσει στον Άγιο Λουκά. Ήταν στασιαστής και αντίθετος με τις αποφάσεις της κυβέρνησης.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ενοχλήθηκε με την προαγωγή του Διαμαντή σε στρατηγό. Επιθυμούσε να είναι στρατιωτικός ηγέτης της Α. Ελλάδος. Αντιπολιτεύεται και πολεμά τη νόμιμη κυβέρνηση, τον Άρειο Πάγο. Στέλνει στο Ξηροχώρι τους Ευβοείς φίλους του Τομαρά, Χαλκιά, Βερούση. Αυτοί λεηλατούν, διαπράττουν αδικήματα κάθε είδους, σκοτώνουν. Η γυναίκα του Διαμαντή Ολύμπιου μόλις απέφυγε την αιχμαλωσία. Ο Διαμαντής ύστερα από αυτήν την τροπή μετασταθμεύει σε Σκόπελο και Σκιάθο, όπου βρίσκονταν εγκαταλειμμένες οι οικογένειες των Μακεδόνων πολεμιστών. Παραμένει όμως ο Καρατάσιος με τη μεγαλύτερη δύναμη των βορειο- Ελλαδιτών πολεμιστών.
Νέα όμως πολεμικά γεγονότα εκτυλίσσονται. Ο Σελήχ Πασάς ενώνεται με τα αλβανικά στρατεύματα του Περκόφτσαλη και κατέρχεται από Λάρισα προς Στερεά. Καταλαμβάνει τα Βρυσάκια. Άλλη φάλαγγα με επικεφαλής τον Ισμαήλ Μπότα καταλαμβάνει τα Λεχώνια Πηλίου και προελαύνει προς Τρίκκερι. Εκεί ήταν στρατοπεδευμένος ο στρατός των Πηλιορειτών υπό το Μήτρο Βασδέκη. Οι Τρικκεριώτες καταθορυβούνται και ο Βασδέκης ζητά κατεπειγόντως τη βοήθεια του Γερο Καρατάσιου που σπεύδει επικεφαλής τμήματος των μακεδονικών στρατευμάτων δύναμης 2000 εμπειροπόλεμων ανδρών. Φθάνει στο Τρίκκερι, καταλαμβάνει την οχυρή θέση Παναγιά και κατασκευάζει οχυρωματικά έργα. Την άμυνα του Τρίκκερι αναθέτει στον Αγγελή Γάτσο. Ο ίδιος παραλαμβάνει 500 Μακεδόνες παλαιούς συναγωνιστές του Βερμίου και Ολύμπου και βοηθούμενος από τη Μαντώ Μαυρογένους αποβιβάζεται στο νησί Αλατά, κατεχόμενο από ισάριθμους Τούρκους. Η επίθεση των Μακεδόνων ήταν ορμητική. Οι Τούρκοι κατατροπώνονται. Στρατιωτικοί και Τούρκοι κάτοικοι του χωριού κατασφάζονται. Όμως 240 απ’ αυτούς οχυρώνονται στο παλιό μοναστήρι της νησίδας. Ύστερα από απεγνωσμένη άμυνα αποφασίζουν έξοδο, για να διασπάσουν τον κλοιό των πολιορκητών. Κατασφάζονται όλοι, εκτός από 6 σημαίνοντες Τούρκους, που κράτησε ο Καρατάσιος, για να ανταλλάξει με Έλληνες αιχμαλώτους.
Την επομένη της μάχης, ο Γερο Καρατάσιος γύρισε στο Τρίκκερι. Ο Σελήχ Πασάς επικεφαλής 10.000 ανδρών προσβάλλει τις δυνάμεις του Γάτσου. Αποκρούεται όμως σθεναρά από τον αρματολό της Έδεσσας. Η επίθεση των Αλβανών επαναλήφθηκε και την επομένη με μεγαλύτερη ορμή κατά των οχυρωμάτων της Παναγίας από τους Αλβανούς. Η άμυνα των Ελλήνων σύντριψε τις επιθετικές ενέργειες των Αλβανών. Ο Γερο Καρατάσιος (Γερω Τσεκούρα τον αποκαλούσαν οι συμπολεμιστές του) ατάραχος και ψύχραιμος (καθόταν σε μια πέτρα) έδινε διαταγές στους συμπολεμιστές του και η ευστοχία των πυροβολισμών θέριζε τους Αλβανούς. Οι Κλέφτες των μακεδονικών βουνών αντιπαρατάχτηκαν σε τακτικό αγώνα με εμπειροπόλεμα στρατεύματα κι ύστερα από αποφασιστικό αγώνα βγήκαν νικητές. Ο Καρατάσιος υποχρεώνει τον περήφανο Αλβανό ηγέτη Σελήχ σε υποχώρηση και εγκατάλειψη του Τρίκκερι. Τα υπολείμματα των Αλβανών ενισχύονταν από τον Κιουταχή που βαδίζει κατά του Καρατάσιου με 7.000 άνδρες. Ο Κιουταχής προτείνει ειρήνη στον Καρατάσιο και δίνει την υπόσχεση να παραδώσει τις οικογένειες Καρατάσιου και Γάτσου που ήταν αιχμάλωτες των Τούρκων στη Θεσσαλονίκη. Οι Περραιβός και Ορλάνδος κατηγορούν γι’ αυτήν την ειρήνη, τον Καρατάσιο. Ο Περραιβός συνεχώς υπέβλεπε το γέροντα Καρατάσιο ζώντα, αλλά δεν κατόρθωσε τίποτα, φθάνει σε σημείο να τον κατηγορεί μετά θάνατον ψευδολογώντας.
Όμως ο Ν. Κ. Κασομούλης στα Ενθυμήματα αποκαθιστά την αλήθεια και σώζει την τιμή του Καρατάσιου: (Τ.Α. σελ. 310, σημ. 2). Ο Γερο Καρατάσιος τραβήχτηκε με τη δύναμη των Μακεδόνων του στη Σκιάθο. Την 26/8/1823, σε κοινή σύσκεψη 9 Ολυμπίων αρχηγών και του εκπροσώπου της Κυβέρνησης Περραιβού, υπογράφτηκε συνυποσχετικό Αγώνα για την εθνική ελευθερία. Ορκίστηκαν συνέχιση του Αγώνα, αφού παμψηφεί αναγνώρισαν ως Γεν. Αρχηγό το στρατηγό Καρατάσιο και υποσχέθηκαν υπακοή σ’ αυτόν και το μινίστρο Χριστ. Περραιβό που αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Καρατάσιο.
Στα τέλη Σεπτέμβρη 1823 ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν Μωχαμέτ Χοσρέφ Τοπάλ Πασά, φθάνει στα παράλια της Χαλκιδικής. Στέλνει στις Σκιάθο και Σκύρο το διερμηνέα Βογορίδη, να ζητήσει την υποταγή τους. Οι Σκιαθίτες πρόκριτοι δηλώνουν υποταγή και ζητούν από τον Τούρκο ναύαρχο απόβαση αγημάτων για εκδίωξη των Ολυμπιακών στρατευμάτων. Ο Χοσρέφ με 13 πλοία την 8η/10/ περιέπλεε αυτήν, για να βρει κατάλληλο μέρος για απόβαση. Ο αντιπρόσωπος του Χοσρέφ ήδη είχε εγκατασταθεί στο φρούριο. Ακολουθεί σύσκεψη των Ολυμπίων. Συμμετέχουν: Διαμαντής, Γάτσος, Περραιβός, Μπίνος, Γούλας, Συρόπουλος. Έγινε δεκτή η γνώμη του Γάτσου. Να αντιταχτούν και αποτρέψουν την απόβαση αγημάτων στη νήσο. Τα γυναικόπαιδα στάλθηκαν στο Μοναστήρι της Παναγιάς Ευαγγελίστριας. Συνοδός υπερασπιστής ο Τζιάμης Καρατάσιος με 150 άντρες. Επίκαιρες θέσεις κατέλαβαν οι: Γερο Καρατάσιος, Περραιβός, Μπίνος με το Συρόπουλο, Γάτσιος και Διαμαντής με το Γούλα. Ήταν όλοι 800 πολεμιστές. Την 9η/10/ ο στόλος αφού πλησίασε ύστερα από σφοδρό κανονιοβολισμό των αμυντικών θέσεων των Ελλήνων, επιχείρησε να αποβιβάσει αγήματα. Οι Μακεδόνες με συνεχείς πυροβολισμούς επέφεραν μεγάλες βλάβες στον εχθρό και ανάγκασαν τις λέμβους να απομακρυνθούν. Τελευταία απόπειρα απόβασης γίνεται το απόγευμα. Επικεφαλής των αγημάτων τίθεται ο υποναύαρχος Ταχήρ Πασάς. Παρά το πυκνό και εύστοχο πυρ των Ελλήνων, οι Τούρκοι αποβιβάζονται στην παραλία. Οι αμυνόμενοι φοβούμενοι την κατάληψη της νήσου, επιτέθηκαν κατά του Ταχήρ Πασά και με αιματηρότατο εκ του συστάδην αγώνα τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από την παραλία. Την επομένη ο Χοσρέφ απελπισμένος από το αποτέλεσμα αναχωρεί για τον Παγασητικό, όπου ο στόλος του καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Υδραίους του Μιαούλη.
Ο Γερο Καρατάσιος επικεφαλής 1000 πολεμιστών μετά τη σωτηρία της Σκιάθου μετακινείται προς την Κάρυστο, με εντολή της κυβέρνησης να συνεργήσει με τον Ανδρούτσο στην πολιορκία κι απελευθέρωση της πόλης αυτής από τον Οθωμανικό ζυγό. Ο Ομέρ Πασάς Εύβοιας υπόφερε από το λιμό και δεν μπορούσε να εφοδιαστεί από τη θάλασσα τα απαιτούμενα εφόδια, γιατί ήταν αποκλεισμένος από τα ελληνικά πλοία που περιέπλεαν την Κάρυστο. Οι Έλληνες όμως της πόλης αυτής ειδοποίησαν με αγγελιαφόρο τα ελληνικά σώματα που με τα ληφθέντα μέτρα ανάγκασαν τον Ομέρ Πασά στα στενά της κακής Σκάλας, κοντά στο χωριό Βαθύ, να γυρίσει στην Κάρυστο με πολλές απώλειες. Από την Κάρυστο ο Καρατάσιος ξαναγύρισε στη Σκιάθο και με νέα διαταγή της κυβέρνησης επικεφαλής του σώματός του κατευθύνεται στην Ύδρα που απειλείται με απόβαση στρατευμάτων από τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ. Παρέμεινε εκεί μέχρι τέλη Νοεμβρίου κι ύστερα επέστρεψε στην Αθήνα.
Οι πηγές αναφέρουν αυτά που διαδραματίστηκαν το 1824, όπου υπό την ηγεσία του Καρατάσιου συγκεντρώθηκαν αξιόμαχες δυνάμεις του επαναστατημένου Έθνους.
«Στα 1824 επεράσαμε εις Ύδρα όλοι οι οπλαρχηγοί της Θεσσαλίας και Μακεδονίας οπού είχαμε αρχηγόν τον Καρατάσιον, την οποίαν φοβέριζεν ο Μπραϊμης και ο Σουλτάνος να την χαλάση καθώς χάλασε και τα Ψαρά. Όντας εκεί εφιλιωθήκαμε με τον Μακρυγιάννη και συνομιλήσαμε με τον Καρατάσιον και τους άλλους οπλαρχηγούς ότι χωρίς Διοίκησιν και νόμους δεν υπάρχωμεν και να είναι εις την διάκρισιν ολόκληρον το Έθνος του Κολοκοτρώνη και της συντροφειάς καθώς και του Οδυσσέα και επίλοιπων και πολλάς ιστορίας θα αποδείξουν τας πράξεις των, εμείναμε να είμαστε υπέρ των Νόμων της πατρίδος. Και όσοι είμεθα με τον Καρατάσιον αναχωρήσαμε από Ύδρα και ήρθαμε στην Αθήνα να ξεχειμάσωμε. Όντας εμείς στην Αθήνα εμάθαμε ότι σηκώθηκεν ο Κολοκοτρώνης, Ζαϊμης, Ντεληγιαννέοι, Νοταραίοι, Λονταίοι σχεδόν όλη η Πελοπόννησος εναντίον των Νόμων.
Η Διοίκησις έστειλε τον Αδάμ Δούκα όντας υπουργόν Πολέμου να μας πάρη να πάμε εις Πελοπόννησον εναντίον των αντάρτηδων το σώμα του Καρατάσιου και του Γκούρα. Αφού μας παρεκίνησε κανένας δεν θέλησε να πάγη και γύρισε άπρακτος, και ύστερα βιάστηκε η διοίκησις και απέστειλε τον Μακρυγιάννην και ήλθε στην Αθήνα και συνωμίλησε μαζύ και παρεκίνησε τον Καρατάσιον΄ο Γκούρας το έπεζε ότι ήταν το ένα με τους αντάρτηδες καθώς και ο Δυσσέας και άλλοι Ρουμελιώτες. Αφ’ ού είδε ο Γκούρας οπού κίνησε ο Καρατάσιος, τότε εκίνησε και αυτός και πήγαμε στον Άγιο Γιώργη…».
Σε άλλο σημείο οι πηγές έντονα επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχει η επανάσταση: «Η επανάστασις εις την Πελοπόννησον είχεν επιβληθή διότι οι αγώνες της Μακεδονίας, της Ρούμελης αλλά και της Δ. Ελλάδος είχον καθηλώσει τας σημαντικωτέρας των Τουρκικών δυνάμεων. Η δόξα του Κολοκοτρώνη αντιλαλούσε απ’ άκρου εις άκρον εις την Πελοπόννησον, ο δε γενναίος αρχιστράτηγος αναδειχθείς δια τας τοπικάς νίκας του, άρχισε δυστυχώς με κίνδυνον των ελπίδων της αγωνιζομένης περαιτέρω Ελλάδος ν’ αναμιγνύηται εις την πολιτικής και να παρεκτράπηται. Είχεν εκλεγή τη επιμονή των στρατιωτικών κύκλων, αλλά και τινων πολιτικών δυσηρεστημένων αντιπρόεδρος του εκτελεστικού εις το Ναύπλιον. Ο Κολοκοτρώνης και οι περισσότεροι εκ των Πελοποννησίων ηγετών συνεκρούοντο με τους νησιώτας. Μόλις ο αήρ της ελευθερίας ήρχισε να θωπεύη τους σκληρώς αγωνιζομένους Έλληνας, ενεφανίσθησαν τα εθνοφόρα πολιτικά πάθη και τα κακά του εμφυλίου σπαραγμού τα οποία ήσαν ασυγκρίτως μεγαλύτερα και φοβερώτερα από τους εχθρούς. Ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης γόνος ενδόξου οικογενείας, η οποία τα πάντα είχε προσφέρει στον αγώνα του Γένους, τυγχάνων πρόεδρος του Βουλευτικού, συνεκρούσθη προς τον Κολοκοτρώνην. Εκ της συγκρούσεως ταύτης προήλθον αποτελέσματα τα οποία έθεσαν εις μέγιστον κίνδυνν ου μόνον τον Αγώνα αλλά και την ζωήν του Ελληνικού Έθνους.
Ο Κουντουριώτης εκτός των νησιωτών είχεν συνεργάτας τους Μανιάτας, αλλά και αρκετούς Πελοποννησίους αντιπάλους του Κολοκοτρώνη. Παρ’ όλα ταύτα μη δυνάμενος να καταβάλλη τους επαναστάτας απέστειλε τον Αδάμ Δούκαν και Μακρυγιάννην εις την Στ. Ελλάδα, ίνα μετακαλέση τους Ρουμελιώτας του στρατηγού Γκούρα, τους Σουλιώτας του Τζαβέλλα και εξ Αθηνών τους Ολυμπίους του Καρατάσιου προτιθέμενος να χρησιμοποιήση τα στρατεύματα ταύτα, ως λίαν εμπειροπόλεμα κατά των ανταρτών του Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης εθεωρήθη ο μάλλον ενδεδειγμένος δια την ενέργειαν ταύτην, ήτο ιδιαίτερος φίλος του υπουργού των Στρατιωτικών Κολέττη, καθώς και των Ρουμελιωτών και Ολυμπίων».
Την 22αν Νοεμβρίου οι Γκούρας και Καρατάσιος φθάνουν στην Κόρινθο. Οι επαναστάτες, μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξίν τους, γνωρίζοντας καλά την πολεμική αξία των Ρουμελιωτών και Μακεδόνων καταθορυβήθηκαν. Συνήλθαν στην Καρύταινα και προεδρεύοντος του Αναγνώστη Δεληγιάννη απέστειλαν στους Καρατάσιο και Γκούρα την εξής αξιομνημόνευτη και περίεργη για τις αντιλήψεις των επιστολήν: «Γενναιότατοι Καπετανέοι Ρουμελιώται, ημείς με το να έχομεν δικαίωμα και ιντερέσα της πατρίδος μας Πελοποννήσου εκινήθημεν εναντίον της τυραννίας μερικών ατόμων και επειδή είμεθα πατριώται δεν επιθυμούμεν να κινηθώμεν μεταξύ μας εις εμφύλιον πόλεμον. Όθεν αν είσθε Έλληνες και πατριώται δεν πρέπει να ανακατωθήτε εις τα της Πελοποννήσου πράγματα, αλλά να σταθήτε αδιάφοροι και αν έχετε κανένα δίκαιον θέλει το λάβετε εν καιρώ τω δέοντι΄ ει δε και θελήσετε να ανακατωθήτε εις της Πελοποννήσου πράγματά μας, ότι σας ακολουθήσει όψεσθε και ημείς μένομεν ανεύθυνοι».
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ - ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Θεωρώ άτοπο και άδικο συνάμα να μην αναφερθώ, έστω και περιεκτικά, στη δράση των Μακεδονικών στρατευμάτων κατά το 1821, μετά το ολοκαύτωμα και τις θυσίες της Μακεδονίας, εκούσια προσφορά στον αγώνα ανάκτησης της εθνικής ελευθερίας και παλιγγενεσίας του έθνους. Από την επομένη της κατάπνιξης της Μακεδονικής επανάστασης που πέτυχαν, ύστερα από συνεχείς και αλλεπάλληλες επιθέσεις στρατευμάτων δεκάδων χιλιάδων, οι Οθωμανοί και Αλβανοί πασάδες και μπέηδες, οι αγωνιστές και οπλαρχηγοί του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, με χίλιους κινδύνους συρρέουν στα κρησφύγετα του συμβόλου της ελευθερίας, τον Όλυμπο.
Στο τέλος Απριλίου 1822, ελληνική επαναστατική δύναμη δρα αναγεννημένη από την τέφρα και δραστηριοποιείται με αρχηγούς το Γερο Καρατάσιο και το Διαμαντή Ολύμπιο. Με ευφυέστατο στρατιωτικό τέχνασμα στη Γέφυρα του Μπαμπά κυκλώνουν και εξολοθρεύουν σημαντική δύναμη από Γενιτσάρους. Την έστειλε, ο Κεχαγιάς του Ρούμελη Βαλεσή από Λάρισα, προς ενίσχυση της οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης της Κατερίνης. Όμως αυτή ήταν μια μικρή νίκη. Ολόκληρη η Μακεδονική χώρα πλημμύρισε από τις στρατιές των Εμπού Λουμπούτ, Χουρσίτ και Μπεχλιβάν Μπαμπά. Τα μακεδονικά μαχητικά κέντρα καταστράφηκαν. Οι πλείστοι των πολεμιστών θυσιάστηκαν στο πεδίο της τιμής. Οι φυλακές ήταν γεμάτες από Έλληνες. Ολέθριο πλανιόταν το φάσμα του θανάτου στη Μακεδονική γη. Η συνέχιση του αγώνα σε οποιοδήποτε σημείο της Μακεδονίας είναι αδύνατη. Σε σύσκεψη στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου αποφασίστηκε η κάθοδος των μακεδονικών στρατευμάτων στην κάτω του Ολύμπου Ελλάδα.
Ο Διαμαντής Ολύμπιος με 250 πολεμιστές και τους εμπειροπόλεμους αξιωματικούς-οπλαρχηγούς, Γούλα Δράσκο, Λιάκο και Μπίνο, αναχώρησε για Σκόπελο και Σκιάθο. Ο επιφανέστερος των Μακεδόνων αρχηγών Καρατάσιος με υπαρχηγό το Γάτσο και τους αρματολούς Δουμπιώτη, Συρόπουλο, Λάζο, Κώτα και πρωτοπαλίκαρο το γιο του, Τζιάμη Καρατάσιο και 300 πολεμιστές πέρασε τη Θεσσαλία και κατευθύνθηκε στον Ασπροπόταμο. Στο χωριό Μερόκοβο εγκατάστησε συγγενείς τους και τις οικογένειες των συμπολεμιστών του και συνέπραξε με τους Καραϊσκάκη και Ράγκο στην εκκαθάριση των Αγράφων από τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα. Ύστερα επικεφαλής 300 Μακεδόνων κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι και τέθηκε στη διάθεση και τις διαταγές του Αλεξ. Μαυροκορδάτου.
Τον Ιούνιο 1822 ο ηγέτης της Δ. Ελλάδας Αλέξ. Μαυροκορδάτος εξεστράτευσε εναντίον του Μεχμέτ Ρεσήτ και του Ισμαήλ Πλιάσσα. Αυτοί ενώ κατέβαιναν προς Μεσολόγγι πολιόρκησαν την Κιάφα. Ύστερα από σύσκεψη στο Κομπότι Άρτας 21 Ιουνίου, ο Μπότσαρης με 300 Σουλιώτες, ο Καρατάσιος με 300 Μακεδόνες, καθώς και οι Ίσκος και Βλαχόπουλος με συνολική δύναμη 1200 πολεμιστών αναχώρησαν για την Πλάκα. Το εκστρατευτικό σώμα του Καρατάσιου επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά της Πλάκας, διέλυσε και κατέσφαξε την τουρκική φρουρά και προχώρησε προς Σίδερο. Βρέθηκε αντιμέτωπο με τριπλάσια εχθρική δύναμη. Οι Έλληνες τραβήχτηκαν στη γύρω ορεινή περιοχή και επιτέθηκαν στους Τούρκους. Οι ιππείς κινούνταν δύσκολα. Σκότωσαν 180 από αυτούς και τον αρχηγό τους. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή. Οι ενισχυθέντες εχθροί διενήργησαν επίθεση πάλι, εκτόπισαν τον Κουτελίδα κι ανάγκασαν τους Γρίβα και Ίσκο να υποχωρήσουν. Απ’ όλους μόνον ο Καρατάσιος κατόρθωσε να διατηρήσει τη θέση του. Συνέλαβε 50 γενιτσάρους αιχμαλώτους καθώς και 5 μπέηδες. Τελικά τραβήχτηκε από τη θέση του με τάξη, να συναντήσει τους άλλους φέρνοντας μαζί του τους αιχμαλώτους.
Την Πλάκα κατείχαν οι γενναίοι Σουλιώτες του Μ. Μπότσαρη. 10.000 Γκέκηδες και Τόσκηδες με αρχηγό τον Αχμέτ Βρυώνη προσβάλλουν το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Την 4η μέρα της μάχης, ο εμπειροπόλεμος Αλβανός ηγέτης, δημιουργεί ρήγμα μεταξύ Μπότσαρη, Βλαχόπουλου, Μπουκουβάλα, παραλύοντας έτσι την άμυνα των Ελλήνων. Ο Καρατάσιος δεν εγκαταλείπει τους 37 νεκρούς Μακεδόνες στο πεδίο της μάχης και τον νεκρό Πέτρο Γάτσο.Κατορθώνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Αλβανών, να παραλάβει τους νεκρούς και τραυματίες και να υποχωρήσει στα ορεινά συγκροτήματα του Σουλιού. Μετά την Πλάκα και το Πέτα, ο Καρατάσιος και οι πολεμιστές του μεταστάθμευσαν στην Εύβοια.
Ο Άρειος Πάγος, το πολιτικόν σώμα της Ανατολικής Ελλάδος, αντιμετώπισε την εχθρότητα του Ο. Ανδρούτσου. Στέλνει στα τέλη Ιουνίου 1822 τον Αρεοπαγίτη, Θεόκλητο Φαρμακίδη, στις Β. Σποράδες, να πετύχει τη μεταφορά των μακεδονικών στρατευμάτων στην Εύβοια. Ο Διαμαντής απουσίαζε στον Όλυμπο. Ο Φαρμακίδης ,κατόρθωσε να μεταφέρει στην Εύβοια με το πλοίο του Χατζηβισβίζη, 600 Μακεδόνες με αρχηγούς τους Μπίνο, Λιάκο και Καρακώστα. Οι Τούρκοι ύστερα από κρατερή μάχη εκτοπίζονται από τα Βρυσάκια Χαλκίδας.
Ο πρόκριτος του Πηλίου Γρηγόριος Κωνσταντάς, για την καλύτερη οργάνωση του κινήματος στην Εύβοια και Θετταλομαγνησία, υποδεικνύει αρχηγό το Διαμαντή Ολύμπιο. Έτσι ο Διαμαντής διορίζεται αρχηγός των δυνάμεων του προς τη Χαλκίδα τμήματος της Εύβοιας. Αρχές Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Μακεδόνας πολέμαρχος επικεφαλής ικανής δύναμης πολεμιστών αποβιβάστηκε με το πλοίο του Χατζηβισβίζη στα Βρυσάκια, επιτέθηκε και διέλυσε το τουρκικό στρατόπεδο της Λιθάδας.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου να αναθέσει την αρχηγία των στρατευμάτων της περιοχής Χαλκίδας στο Δ. Ολύμπιο προκάλεσε μεγάλη αντίδραση. Οι Τομαράς και Γιαννάκης Δημητρίου, τέως αρχηγοί του Ευβοϊκού στρατοπέδου, υποκινούμενοι από τον Ανδρούτσο και τους προκρίτους της Εύβοιας, έγραψαν στην κυβέρνηση ότι δεν ανέχονται «τον επήλυδα Διαμαντή» και εκστρατεύουν εναντίον του. Ο Διαμαντής νίκησε τους Ευβοείς στα Καμάρια και τους ανάγκασε δια της Αταλάντης να προσφύγουν στην ενδοχώρα της Στερεάς Ελλάδας, για να ζητήσουν από τον Ανδρούτσο στρατιωτική βοήθεια για την εκδίωξη του Διαμαντή από την Εύβοια.
Η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την έκρυθμη νέα κατάσταση, προβιβάζει στο βαθμό του στρατηγού, τους Μακεδόνες αρχηγούς. Διορίζει το Διαμαντή αρχηγό της εκστρατείας εναντίον του Φρουρίου της Χαλκίδας, το δε Καρατάσιο αρχηγό της πολιορκίας της Καρύστου. Από το Ιστορικό Αρχείο της Ύδρας σας παρουσιάζω το σχετικό έγγραφο:
«Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Προς τους ευγενεστάτους προκρίτους της Ν. Ύδρας
Κατά συνέπειαν της ραδιουργίας των κακοβούλων εις ανατροπήν των Νόμων της γεγονοίας τον παρελθόντα Ιούλιον, το εσωτερικόν της νήσου Ευβοίας διεταράχθη καθώς και άλλων επαρχιών της Ελλάδος ηύξησε δε την ταραχήν εκείσε και η σύγχρονος παρουσία του εχθρού εις το φρούριον και εκινδύνευσεν η νήσος εκ των δύο τούτων όχι μικρά. Η Διοίκησις ούσα εις χρέος να καθησυχάση τα εκεί πράγματα και δύναμιν να καταστήση ικανήν κατά του εχθρού διώρισεν δύο ευρεθέντας καπετανέους να συντρέξωσιν εις Εύβοιαν με όσους είχον στρατιώτας τον καπετ. Διαμαντήν Ολύμπιον και τον καπετάν Τάσον Ολύμπιον (σημ. γραφ. Καρατάσιο) γνωστούς καπετανέους οίτινες και μετέβησαν…».
Εν Ερμιόνη τη κθ Οκτωβρίου αωκβ
Αθανάσιος Κανακάρης, Αντιπρόεδρος, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος.
Ο Κριεζώτης όμως αρνήθηκε να δεχτεί την απόφαση της κυβέρνησης και διεμήνυσε στο Διαμαντή ότι δεν τον αναγνωρίζει γενικό αρχηγό. Τους Κριεζώτη, Δημητρίου, Τομαρά στήριζε και υποκινούσε ο Ανδρούτσος. Μοιραία επήλθε η νέα σύγκρουση. Ο Διαμαντής Ολύμπιος απέστειλε κατά του Κριεζώτη το σύγγαμβρό του Καρακώστα, το Βασιλείου και τον Κότα επικεφαλής 1200 ανδρών. Τα στρατεύματα του Ευβοιώτη οπλαρχηγού διασκορπίστηκαν στο Μακρυχώρι. Ο ίδιος ο Κριεζώτης εξαναγκάστηκε να αποχωρήσει στον Άγιο Λουκά. Ήταν στασιαστής και αντίθετος με τις αποφάσεις της κυβέρνησης.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ενοχλήθηκε με την προαγωγή του Διαμαντή σε στρατηγό. Επιθυμούσε να είναι στρατιωτικός ηγέτης της Α. Ελλάδος. Αντιπολιτεύεται και πολεμά τη νόμιμη κυβέρνηση, τον Άρειο Πάγο. Στέλνει στο Ξηροχώρι τους Ευβοείς φίλους του Τομαρά, Χαλκιά, Βερούση. Αυτοί λεηλατούν, διαπράττουν αδικήματα κάθε είδους, σκοτώνουν. Η γυναίκα του Διαμαντή Ολύμπιου μόλις απέφυγε την αιχμαλωσία. Ο Διαμαντής ύστερα από αυτήν την τροπή μετασταθμεύει σε Σκόπελο και Σκιάθο, όπου βρίσκονταν εγκαταλειμμένες οι οικογένειες των Μακεδόνων πολεμιστών. Παραμένει όμως ο Καρατάσιος με τη μεγαλύτερη δύναμη των βορειο- Ελλαδιτών πολεμιστών.
Νέα όμως πολεμικά γεγονότα εκτυλίσσονται. Ο Σελήχ Πασάς ενώνεται με τα αλβανικά στρατεύματα του Περκόφτσαλη και κατέρχεται από Λάρισα προς Στερεά. Καταλαμβάνει τα Βρυσάκια. Άλλη φάλαγγα με επικεφαλής τον Ισμαήλ Μπότα καταλαμβάνει τα Λεχώνια Πηλίου και προελαύνει προς Τρίκκερι. Εκεί ήταν στρατοπεδευμένος ο στρατός των Πηλιορειτών υπό το Μήτρο Βασδέκη. Οι Τρικκεριώτες καταθορυβούνται και ο Βασδέκης ζητά κατεπειγόντως τη βοήθεια του Γερο Καρατάσιου που σπεύδει επικεφαλής τμήματος των μακεδονικών στρατευμάτων δύναμης 2000 εμπειροπόλεμων ανδρών. Φθάνει στο Τρίκκερι, καταλαμβάνει την οχυρή θέση Παναγιά και κατασκευάζει οχυρωματικά έργα. Την άμυνα του Τρίκκερι αναθέτει στον Αγγελή Γάτσο. Ο ίδιος παραλαμβάνει 500 Μακεδόνες παλαιούς συναγωνιστές του Βερμίου και Ολύμπου και βοηθούμενος από τη Μαντώ Μαυρογένους αποβιβάζεται στο νησί Αλατά, κατεχόμενο από ισάριθμους Τούρκους. Η επίθεση των Μακεδόνων ήταν ορμητική. Οι Τούρκοι κατατροπώνονται. Στρατιωτικοί και Τούρκοι κάτοικοι του χωριού κατασφάζονται. Όμως 240 απ’ αυτούς οχυρώνονται στο παλιό μοναστήρι της νησίδας. Ύστερα από απεγνωσμένη άμυνα αποφασίζουν έξοδο, για να διασπάσουν τον κλοιό των πολιορκητών. Κατασφάζονται όλοι, εκτός από 6 σημαίνοντες Τούρκους, που κράτησε ο Καρατάσιος, για να ανταλλάξει με Έλληνες αιχμαλώτους.
Την επομένη της μάχης, ο Γερο Καρατάσιος γύρισε στο Τρίκκερι. Ο Σελήχ Πασάς επικεφαλής 10.000 ανδρών προσβάλλει τις δυνάμεις του Γάτσου. Αποκρούεται όμως σθεναρά από τον αρματολό της Έδεσσας. Η επίθεση των Αλβανών επαναλήφθηκε και την επομένη με μεγαλύτερη ορμή κατά των οχυρωμάτων της Παναγίας από τους Αλβανούς. Η άμυνα των Ελλήνων σύντριψε τις επιθετικές ενέργειες των Αλβανών. Ο Γερο Καρατάσιος (Γερω Τσεκούρα τον αποκαλούσαν οι συμπολεμιστές του) ατάραχος και ψύχραιμος (καθόταν σε μια πέτρα) έδινε διαταγές στους συμπολεμιστές του και η ευστοχία των πυροβολισμών θέριζε τους Αλβανούς. Οι Κλέφτες των μακεδονικών βουνών αντιπαρατάχτηκαν σε τακτικό αγώνα με εμπειροπόλεμα στρατεύματα κι ύστερα από αποφασιστικό αγώνα βγήκαν νικητές. Ο Καρατάσιος υποχρεώνει τον περήφανο Αλβανό ηγέτη Σελήχ σε υποχώρηση και εγκατάλειψη του Τρίκκερι. Τα υπολείμματα των Αλβανών ενισχύονταν από τον Κιουταχή που βαδίζει κατά του Καρατάσιου με 7.000 άνδρες. Ο Κιουταχής προτείνει ειρήνη στον Καρατάσιο και δίνει την υπόσχεση να παραδώσει τις οικογένειες Καρατάσιου και Γάτσου που ήταν αιχμάλωτες των Τούρκων στη Θεσσαλονίκη. Οι Περραιβός και Ορλάνδος κατηγορούν γι’ αυτήν την ειρήνη, τον Καρατάσιο. Ο Περραιβός συνεχώς υπέβλεπε το γέροντα Καρατάσιο ζώντα, αλλά δεν κατόρθωσε τίποτα, φθάνει σε σημείο να τον κατηγορεί μετά θάνατον ψευδολογώντας.
Όμως ο Ν. Κ. Κασομούλης στα Ενθυμήματα αποκαθιστά την αλήθεια και σώζει την τιμή του Καρατάσιου: (Τ.Α. σελ. 310, σημ. 2). Ο Γερο Καρατάσιος τραβήχτηκε με τη δύναμη των Μακεδόνων του στη Σκιάθο. Την 26/8/1823, σε κοινή σύσκεψη 9 Ολυμπίων αρχηγών και του εκπροσώπου της Κυβέρνησης Περραιβού, υπογράφτηκε συνυποσχετικό Αγώνα για την εθνική ελευθερία. Ορκίστηκαν συνέχιση του Αγώνα, αφού παμψηφεί αναγνώρισαν ως Γεν. Αρχηγό το στρατηγό Καρατάσιο και υποσχέθηκαν υπακοή σ’ αυτόν και το μινίστρο Χριστ. Περραιβό που αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Καρατάσιο.
Στα τέλη Σεπτέμβρη 1823 ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν Μωχαμέτ Χοσρέφ Τοπάλ Πασά, φθάνει στα παράλια της Χαλκιδικής. Στέλνει στις Σκιάθο και Σκύρο το διερμηνέα Βογορίδη, να ζητήσει την υποταγή τους. Οι Σκιαθίτες πρόκριτοι δηλώνουν υποταγή και ζητούν από τον Τούρκο ναύαρχο απόβαση αγημάτων για εκδίωξη των Ολυμπιακών στρατευμάτων. Ο Χοσρέφ με 13 πλοία την 8η/10/ περιέπλεε αυτήν, για να βρει κατάλληλο μέρος για απόβαση. Ο αντιπρόσωπος του Χοσρέφ ήδη είχε εγκατασταθεί στο φρούριο. Ακολουθεί σύσκεψη των Ολυμπίων. Συμμετέχουν: Διαμαντής, Γάτσος, Περραιβός, Μπίνος, Γούλας, Συρόπουλος. Έγινε δεκτή η γνώμη του Γάτσου. Να αντιταχτούν και αποτρέψουν την απόβαση αγημάτων στη νήσο. Τα γυναικόπαιδα στάλθηκαν στο Μοναστήρι της Παναγιάς Ευαγγελίστριας. Συνοδός υπερασπιστής ο Τζιάμης Καρατάσιος με 150 άντρες. Επίκαιρες θέσεις κατέλαβαν οι: Γερο Καρατάσιος, Περραιβός, Μπίνος με το Συρόπουλο, Γάτσιος και Διαμαντής με το Γούλα. Ήταν όλοι 800 πολεμιστές. Την 9η/10/ ο στόλος αφού πλησίασε ύστερα από σφοδρό κανονιοβολισμό των αμυντικών θέσεων των Ελλήνων, επιχείρησε να αποβιβάσει αγήματα. Οι Μακεδόνες με συνεχείς πυροβολισμούς επέφεραν μεγάλες βλάβες στον εχθρό και ανάγκασαν τις λέμβους να απομακρυνθούν. Τελευταία απόπειρα απόβασης γίνεται το απόγευμα. Επικεφαλής των αγημάτων τίθεται ο υποναύαρχος Ταχήρ Πασάς. Παρά το πυκνό και εύστοχο πυρ των Ελλήνων, οι Τούρκοι αποβιβάζονται στην παραλία. Οι αμυνόμενοι φοβούμενοι την κατάληψη της νήσου, επιτέθηκαν κατά του Ταχήρ Πασά και με αιματηρότατο εκ του συστάδην αγώνα τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από την παραλία. Την επομένη ο Χοσρέφ απελπισμένος από το αποτέλεσμα αναχωρεί για τον Παγασητικό, όπου ο στόλος του καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Υδραίους του Μιαούλη.
Ο Γερο Καρατάσιος επικεφαλής 1000 πολεμιστών μετά τη σωτηρία της Σκιάθου μετακινείται προς την Κάρυστο, με εντολή της κυβέρνησης να συνεργήσει με τον Ανδρούτσο στην πολιορκία κι απελευθέρωση της πόλης αυτής από τον Οθωμανικό ζυγό. Ο Ομέρ Πασάς Εύβοιας υπόφερε από το λιμό και δεν μπορούσε να εφοδιαστεί από τη θάλασσα τα απαιτούμενα εφόδια, γιατί ήταν αποκλεισμένος από τα ελληνικά πλοία που περιέπλεαν την Κάρυστο. Οι Έλληνες όμως της πόλης αυτής ειδοποίησαν με αγγελιαφόρο τα ελληνικά σώματα που με τα ληφθέντα μέτρα ανάγκασαν τον Ομέρ Πασά στα στενά της κακής Σκάλας, κοντά στο χωριό Βαθύ, να γυρίσει στην Κάρυστο με πολλές απώλειες. Από την Κάρυστο ο Καρατάσιος ξαναγύρισε στη Σκιάθο και με νέα διαταγή της κυβέρνησης επικεφαλής του σώματός του κατευθύνεται στην Ύδρα που απειλείται με απόβαση στρατευμάτων από τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ. Παρέμεινε εκεί μέχρι τέλη Νοεμβρίου κι ύστερα επέστρεψε στην Αθήνα.
Οι πηγές αναφέρουν αυτά που διαδραματίστηκαν το 1824, όπου υπό την ηγεσία του Καρατάσιου συγκεντρώθηκαν αξιόμαχες δυνάμεις του επαναστατημένου Έθνους.
«Στα 1824 επεράσαμε εις Ύδρα όλοι οι οπλαρχηγοί της Θεσσαλίας και Μακεδονίας οπού είχαμε αρχηγόν τον Καρατάσιον, την οποίαν φοβέριζεν ο Μπραϊμης και ο Σουλτάνος να την χαλάση καθώς χάλασε και τα Ψαρά. Όντας εκεί εφιλιωθήκαμε με τον Μακρυγιάννη και συνομιλήσαμε με τον Καρατάσιον και τους άλλους οπλαρχηγούς ότι χωρίς Διοίκησιν και νόμους δεν υπάρχωμεν και να είναι εις την διάκρισιν ολόκληρον το Έθνος του Κολοκοτρώνη και της συντροφειάς καθώς και του Οδυσσέα και επίλοιπων και πολλάς ιστορίας θα αποδείξουν τας πράξεις των, εμείναμε να είμαστε υπέρ των Νόμων της πατρίδος. Και όσοι είμεθα με τον Καρατάσιον αναχωρήσαμε από Ύδρα και ήρθαμε στην Αθήνα να ξεχειμάσωμε. Όντας εμείς στην Αθήνα εμάθαμε ότι σηκώθηκεν ο Κολοκοτρώνης, Ζαϊμης, Ντεληγιαννέοι, Νοταραίοι, Λονταίοι σχεδόν όλη η Πελοπόννησος εναντίον των Νόμων.
Η Διοίκησις έστειλε τον Αδάμ Δούκα όντας υπουργόν Πολέμου να μας πάρη να πάμε εις Πελοπόννησον εναντίον των αντάρτηδων το σώμα του Καρατάσιου και του Γκούρα. Αφού μας παρεκίνησε κανένας δεν θέλησε να πάγη και γύρισε άπρακτος, και ύστερα βιάστηκε η διοίκησις και απέστειλε τον Μακρυγιάννην και ήλθε στην Αθήνα και συνωμίλησε μαζύ και παρεκίνησε τον Καρατάσιον΄ο Γκούρας το έπεζε ότι ήταν το ένα με τους αντάρτηδες καθώς και ο Δυσσέας και άλλοι Ρουμελιώτες. Αφ’ ού είδε ο Γκούρας οπού κίνησε ο Καρατάσιος, τότε εκίνησε και αυτός και πήγαμε στον Άγιο Γιώργη…».
Σε άλλο σημείο οι πηγές έντονα επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχει η επανάσταση: «Η επανάστασις εις την Πελοπόννησον είχεν επιβληθή διότι οι αγώνες της Μακεδονίας, της Ρούμελης αλλά και της Δ. Ελλάδος είχον καθηλώσει τας σημαντικωτέρας των Τουρκικών δυνάμεων. Η δόξα του Κολοκοτρώνη αντιλαλούσε απ’ άκρου εις άκρον εις την Πελοπόννησον, ο δε γενναίος αρχιστράτηγος αναδειχθείς δια τας τοπικάς νίκας του, άρχισε δυστυχώς με κίνδυνον των ελπίδων της αγωνιζομένης περαιτέρω Ελλάδος ν’ αναμιγνύηται εις την πολιτικής και να παρεκτράπηται. Είχεν εκλεγή τη επιμονή των στρατιωτικών κύκλων, αλλά και τινων πολιτικών δυσηρεστημένων αντιπρόεδρος του εκτελεστικού εις το Ναύπλιον. Ο Κολοκοτρώνης και οι περισσότεροι εκ των Πελοποννησίων ηγετών συνεκρούοντο με τους νησιώτας. Μόλις ο αήρ της ελευθερίας ήρχισε να θωπεύη τους σκληρώς αγωνιζομένους Έλληνας, ενεφανίσθησαν τα εθνοφόρα πολιτικά πάθη και τα κακά του εμφυλίου σπαραγμού τα οποία ήσαν ασυγκρίτως μεγαλύτερα και φοβερώτερα από τους εχθρούς. Ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης γόνος ενδόξου οικογενείας, η οποία τα πάντα είχε προσφέρει στον αγώνα του Γένους, τυγχάνων πρόεδρος του Βουλευτικού, συνεκρούσθη προς τον Κολοκοτρώνην. Εκ της συγκρούσεως ταύτης προήλθον αποτελέσματα τα οποία έθεσαν εις μέγιστον κίνδυνν ου μόνον τον Αγώνα αλλά και την ζωήν του Ελληνικού Έθνους.
Ο Κουντουριώτης εκτός των νησιωτών είχεν συνεργάτας τους Μανιάτας, αλλά και αρκετούς Πελοποννησίους αντιπάλους του Κολοκοτρώνη. Παρ’ όλα ταύτα μη δυνάμενος να καταβάλλη τους επαναστάτας απέστειλε τον Αδάμ Δούκαν και Μακρυγιάννην εις την Στ. Ελλάδα, ίνα μετακαλέση τους Ρουμελιώτας του στρατηγού Γκούρα, τους Σουλιώτας του Τζαβέλλα και εξ Αθηνών τους Ολυμπίους του Καρατάσιου προτιθέμενος να χρησιμοποιήση τα στρατεύματα ταύτα, ως λίαν εμπειροπόλεμα κατά των ανταρτών του Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης εθεωρήθη ο μάλλον ενδεδειγμένος δια την ενέργειαν ταύτην, ήτο ιδιαίτερος φίλος του υπουργού των Στρατιωτικών Κολέττη, καθώς και των Ρουμελιωτών και Ολυμπίων».
Την 22αν Νοεμβρίου οι Γκούρας και Καρατάσιος φθάνουν στην Κόρινθο. Οι επαναστάτες, μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξίν τους, γνωρίζοντας καλά την πολεμική αξία των Ρουμελιωτών και Μακεδόνων καταθορυβήθηκαν. Συνήλθαν στην Καρύταινα και προεδρεύοντος του Αναγνώστη Δεληγιάννη απέστειλαν στους Καρατάσιο και Γκούρα την εξής αξιομνημόνευτη και περίεργη για τις αντιλήψεις των επιστολήν: «Γενναιότατοι Καπετανέοι Ρουμελιώται, ημείς με το να έχομεν δικαίωμα και ιντερέσα της πατρίδος μας Πελοποννήσου εκινήθημεν εναντίον της τυραννίας μερικών ατόμων και επειδή είμεθα πατριώται δεν επιθυμούμεν να κινηθώμεν μεταξύ μας εις εμφύλιον πόλεμον. Όθεν αν είσθε Έλληνες και πατριώται δεν πρέπει να ανακατωθήτε εις τα της Πελοποννήσου πράγματα, αλλά να σταθήτε αδιάφοροι και αν έχετε κανένα δίκαιον θέλει το λάβετε εν καιρώ τω δέοντι΄ ει δε και θελήσετε να ανακατωθήτε εις της Πελοποννήσου πράγματά μας, ότι σας ακολουθήσει όψεσθε και ημείς μένομεν ανεύθυνοι».
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ - ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Η ανωτέρω πολιτική αποτελεί σφοδρόν κατηγορητήριον κατά τηςαντεθνικής πολιτικής ήτις εμφανιζομένη κατ’ αραιά ευτυχώς διαστήματα κηλιδώνει την Ελληνικήν Ιστορίαν. Ελληνικαί χώραι ακόμη εσφάδαζον υπό το πέλμα του τυράννου, ο Αιγυπτιακός κίνδυνος επέκειτο, άνδρες δε κατέχοντες αδιαφιλονεικήτους στρατηγικάς αρετάς ηχρήστευον αυτάς δια την πατρίδα, ελησμόνουν τον Πανελλήνιον Αγώνα και εχρησιμοποίουν την νομιζομένην ευφυΐαν και ρητορικήν, ελαυνόμενοι υπό της τοπικής αρχομανίας. Η Ελληνική Κυβέρνησις η κατά τεκμήριον τουλάχιστον, εκπροσωπούσα το σύνολον του σκληρώς αγωνιζομένου Πανελληνίου υπελαμβάνετο υπ’ αυτών ως ενδιαφέρουσα τα μικρά όρια της ιδιαιτέρας των πατρίδος και ότι οι άλλοι Έλληνες, οι νησιώται, οι Ρουμελιώται, οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώται, δεν είχαν δικαιώματα ν’ αναμιγνύωνται εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της γενετείρας των Σπουδαρχούντων. Ουχ’ ήττον οι άνδρες αυτοί οι επαναστατούντες εναντίον της κυβερνήσεως, έμελλον και απέβλεπον να κυβερνούν όλην την Ελλάδα, την εκτός του Ισθμού εις την οποίαν όμως ηρνούντο την ισοπολιτείαν».
Εκτελώντας τις διαταγές της νόμιμης κυβέρνησης ο Καρατάσιος με το Γκούρα επιτέθηκαν κατά του Ακροκόρινθου και εξανάγκασαν τους συμπράττοντες με τους Κολοκοτρώνη, Λόντο, Νοταρά, πολιορκητές του Ακροκόρινθου, που κατεχόταν από κυβερνητικά στρατεύματα, να λύσουν την πολιορκία και να απέλθουν στον Άγιο Γεώργιο. Εκεί οι στασιαστές αναγκάστηκαν να δώσουν μάχη, νικήθηκαν και διασκορπίστηκαν από μια φάλαγγα του Καρατάσιου. Ο Καρατάσιος με το Γκούρα προχωρούν, καταλαμβάνουν την Κερπινή και πολιορκούν το Ζαϊμη στα Καλάβρυτα. Άλλη φάλαγγα με το Χατζηχρήστο που βοηθείται από το Βάσο, και απόσπασμα Μακεδόνων υπό τον Τζιάμη Καρατάσιο βαδίζει προς την Τριπολιτσά. Παράλληλα ο Ιμπραήμης αποβιβάζει δυνάμεις στην Πελοπόννησο. Τότε ο πολέμαρχος Γερο Καρατάσιος, ο δάσκαλος της πολεμικής τέχνης, αγανακτεί προ της γενικής αδιαφορίας και με 200 παλιούς συμπολεμιστές, οι άλλοι παρέμειναν υπό το Γάτσο, οχυρώθηκε στο χωριό Σχοινόλακα Μεσσηνίας, κατά του οποίου βαδίζει η εμπροσθοφυλακή του εχθρού. Εκθέτω από τις πηγές την επίθεση της εμπροσθοφυλακής του εχθρού στο Σχοινόλακα κατά των Μακεδόνων του Καρατάσιου: «Την πρωίαν της 18ης Μαϊου 1825 η εμπροσθοφυλακή του Ιμπραήμ αποτελουμένη από 3000 λογχοφόρους του τακτικού, 1000 ατάκτους Αλβανούς και 700 ιππείς Μαμελούκους επετέθη λυσσωδώς κατά των ευαρίθμων Μακεδόνων. Οι αμυνόμενοι έχοντες επίκαιρον υψηλήν και δεσπόζουσαν τοποθεσίαν βάλλουν ψυχραίμως και με συνοχήν, οι δε Αιγύπτιοι θερίζονται΄ο αρχηγός Καρατάσιος όρθιος και ακάλυπτος κατά το σύνηθες διατρέχει το πεδίον της μάχης, εμψυχώνει τους πολεμιστάς και αναγκάζει τους στρατιώτας του Ιμπραήμ εις υποχώρησιν. Δευτέρα και τρίτη επίθεσις Αιγυπτίων αποτυγχάνουν αδόξως όπως και η πρώτη. Το απόγευμα και περί ώραν 3ην η επίθεσις επαναλαμβάνεται και τίθεται επικεφαλής ο αντιστράτηγος Ρισβάν μπέης αρχηγός των Μαμελούκων. Και πάλιν η επίθεσις των Αιγυπτίων υπήρξεν θυελλώδης αλλ’ εις μάτην. Οι Αιγύπτιοι αποδεκατίζονται, η επίθεσίς των μένει άνευ αποτελέσματος και πάλιν, ενώ μακρόθεν ακούονται πυροβολισμοί και αλλαλαγμοί προερχόμενοι από το χωρίον Βουφράσιον.
…Εν τω μεταξύ κατά τας εσπερινάς ώρας άρχισε βροχή ραγδαιοτάτη μετ’ αστραπών και βροντών, του οποίου η θέσις καθίστατο κρίσμος από στιγμής εις στιγμήν, επωφεληθείς της κακοκαιρίας και του επελθόντος σκότους εις την Λιγούδιτσαν συναντηθείς με τους Αρκάδας».
Ο Καρατάσιος, μετά τη μάχη του Σχοινόλακα είναι στρατοπεδευμένος στη Χώρα, εκθέτει στην κυβέρνηση την κατάσταση της αναρχούμενης Πελοποννήσου και ζητά να αποχωρήσει προς κατευνασμό των παθών. Ο Αιγυπτιακός όμως στόλος στο Αιγαίο απειλούσε τα νησιά και ιδιαίτερα την Ύδρα. Οι Υδραίοι με την από 29/4/1825 επιστολή τους προς το Εκτελεστικό ζήτησαν την αποστολή στρατιωτικής δύναμης 1500-2000 ανδρών υπό τον Καρατάσιο, καθώς και τη δύναμη των 500 ανδρών των Ολυμπίων, υπό το Μήτρο Λιακόπουλο. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα των πηγών: «Όντως ο Καρατάσιος αναχωρήσας εκ Μεσσηνίας έφθασεν εις Ερμιόνην και εκείθεν δια πλοίων διεπεραιώθη επί κεφαλής 1200 Μακεδόνων πολεμιστών εις την Ύδραν ένθα συνήντησε τον Μήτρον Λιακόπουλον με 300 Ολυμπίους, τον Αποστολάραν με 170 και τον Ιωάννην Εμμαν. Παπάν με ετέρους 70 Μακεδόνας. Η παρουσία στρατηγού εμπειροπολέμου και γνωστοτάτου εις την Ύδραν εκ της πρώτης εκστρατείας και εκ των λαμπρών κατορθωμάτων των απανταχού της Ελλάδος, διεσκέδασε τον φόβον των Υδραίων. Εντός ολίγου έφθασεν εις την Ύδραν και ο ΘοδωράΚης Γρίβας με 400 Ρουμελιώτας καθώς και 200 άλλοι εκ Σαλαμίνος ταχθέντες άπαντες υπό τον Καρατάσιον…Ο Τουρκικός στόλος πληροφορηθείς τας αποσταλείσας ενισχύσεις δεν ετόλμησε να προσβάλη αυτήν». Στην Ύδρα ο Καρατάσιος παρέμεινε μέχρι το τέλος του 1825, όταν ανακλήθηκε στην Πελοπόννησο, για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.
Καταθέτω απόσπασμα της υπ’ αριθ. 15934/31-12-1825 διαταγής προς τους προκρίτους της Ύδρας. Με αυτήν ανακαλείται ο Καρατάσιος στην Πελοπόννησο.
«…Επειδή μετά την αποτυχία του σχεδίου κατά της Τριπολιτζάς εσκορπίσθησαν όλα τα στρατεύματα των επαρχιών, και επόμενον να δειλιάση ο λαός και τα εκ της δειλίας αποτελέσματα να είναι ολέθρια, η Διοίκησις έκρινεν αναγκαίον να φέρη εις την Πελοπόννησον τον στρατηγόν Καρατάσιον με τους υπό την οδηγίαν του οπλαρχηγούς δια να ευρίσκεται εν καιρώ χρείας έν σώμα αρκετόν και συγκείμενον από ανδρείους και εμπειροπολέμους στρατιώτας και να χρησιμεύση εναντίον του εχθρού…Αλλά και ο αρχιστράτηγος Κολοκοτρώνης βλέπων την διάλυσιν των Πελοποννησίων παρεκάλεσε κατ’ επανάληψιν την Διοίκησιν ν’ ανακαλέση εις Πελοπόννησον τον γενναίον Καρατάσιον, η δε Διοίκησις απαντώσα δια της υπ’ αριθ. 55/25-6-1825 επιστολής της προς τον Κολοκοτρώνην έγραφεν: Όσον λυπηρά και αν είναι η περίστασις, δεν πρέπει να μας απονεκρώση. Η Διοίκησις έγραψεν μετ’ επιμονής εις την Ύδραν δια να μεταφέρη όλα τα εκεί ευρισκόμενα σώματα υπό την οδηγίαν του στρατηγού Καρατάσιου συμποσούμενα εις 3.000 χιλ. περίπου».
Ο Γέρω Καρατάσιος με εντολή της κυβέρνησης αναχώρησε από την Ύδρα και ήλθε στα Βέρβενα της Πελοποννήσου, να συμπράξη με το Χατζημιχάλη. Υπαρχηγό είχε τον οπλαρχηγό της Έδεσσας, Αγγελή Γάτσο. Κατέλαβε την περιφέρεια από Τζιπχιανά έως το Παρθένι, για να αντιμετωπίσει τη φάλαγγα του Ιμπραήμ που προήλαυνε προς την Καρύταιναν. (Σημ. γραφ., του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ και του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ).
Από την άλλη μεριά και στη Θεσσαλία έχομε δυσάρεστες εξελίξεις. Οι Τρικκεριώτες υποτάσσονται στον Τούρκο. Το ίδιο έκανε και ο Διαμ. Ολύμπιος. Στην Πελοπόννησο παρέμεινε ο Αγγελής Γάτσος επικεφαλής των Μακεδόνων. Άλλοι 200 Μακεδόνες με αρχηγό τον Τόλιο Λάζο αναχώρησαν με την αποστολή του Καλλέργη για Κρήτη, να συνδράμουν την επανάσταση της Μεγαλονήσου. Αλλά και οι Θεσσαλοί με την αναχώρηση των περισσοτέρων Ολυμπίων υποτάχθηκαν στον Κιουταχή. Μετά το Διαμαντή το αυτό έπραξε και ο Γούλας Δράσκου και ο Πιλάλας. Ο υποκινητής της υποταγής των Ολυμπίων οπλαρχηγών είναι ο Αλβανός αρχηγός Ταχήρ Κονίτσας. Οι πηγές για την προσπάθεια προσέγγισης και υποταγής του Καρατάσιου στην Τουρκιά αναφέρουν: «Ο υποκινών τους αρματωλούς Αλβανός αρχηγός Ταχήρ Κονίτσας απέστειλε δια του Τσακμάκη χρήματα και διάφορα δώρα εις τον Καρατάσιον. (Αλ’ ούτος ο αγαθός γέρων (Καρατάσιος), γράφει ο Σπηλιάδης, αφ’ ού επολέμησεν εις την Μεσσηνίαν τον Ιμβραήμ, δεν ήτο ποτέ δυνατόν να συνδιαλλαγή με τους εχθρούς). Απέπεμψε τον αισχρόν Έλληνα απεσταλμένο. Ειδοποίησε πάραυτα την κυβέρνησιν να λάβη τα μέτρα της, διότι ο Ταχήρ Κονίτσας και ο Ομέρ της Καρύστου επρόκειτο να επιτεθούν κατά της Σκιάθου της οποίας οι κάτοικοι και πάλιν άρχισαν να δεικνύουν διαθέσεις υποταγής εις τους Τούρκους. Κατόπιν των ανωτέρω κατά μήνα Νοέμβριον 1826 η Κυβέρνησις διώρισεν εκ νέου τον Καρατάσιον αρχηγόν της περιφ/είας ταύτης».
Τι όμως έπραξε ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος; «Ο Διαμαντής Νικολάου ανδρείος πολεμιστής αλλ’ εμπαθούς χαρακτήρος είχεν αποχωρήσει από την Σκίαθον κατόπιν διαφωνίας με τους άλλους αρματωλούς και συνδιαλλαγείς προσωρινώς με τον Ταχήρ Κονίτσαν παρέμεινεν επ’ ολίγον εις Θεσσαλίαν και ακολούθως επανήλθεν εις Όλυμπον (εις την περιφέρειαν του Λιτοχώρου) ένθα εκάλεσε και άλλους διασκορπισμένους οπλαρχηγούς Ολυμπίους προς σύσκεψιν. Την 3ην Νοεμβρίου 1827 συνεκροτήθη η σύσκεψις αύτη εις το Μοναστήριον Αγίου Διονυσίου και οι συνελθόντες απέστειλαν το κατωτέρω έγγραφον:
«Προς τον περιπόθητον αδελφόν και συμπολίτην μας κύριον Χρ.. Περραιβόν, από ψυχής ασπαζόμενοι,
Εξοχώτατε, Ο παρών καιρός μας καλεί προς ένωσιν και ταχείαν συνενέργειαν εναντίον του εχθρού. Ημείς ταύτα πάντα κρίναντες και παραδειγματισθέντες από την ματαίαν παραδρομήν του τοσούτου καιρού, συνενώθημεν και εκάμαμεν όρκον να αποθάνωμεν υπέρ της πατρίδος και των δικαιωμάτων μας. Και καθώς χρειάζεται η πολυχειρία εις τα παρόμοια, ούτως είναι αναγκαία και η συνδρομή των φρονίμων συμπατριωτών μας. Όθεν και συμφώνως σας καλούμεν εις τον κοινόν τούτον αγώνα ως ένα των καλών πατριωτών και εμπειροπόλεμον και παρακινούντες σας να ταχύνετε τον ερχομόν σας με όσους δυνηθήτε συντρόφους στρατιώτας χωρίς δισταγμόν και συναγωνιζόμενοι ομού και συμπράττοντες να ωφεληθώμεν τον παρόντα καιρόν, όπου οι τρεις φιλάνθρωποι μεγάλαι ευρωπαϊκαί δυνάμεις υπερασπίζουσι τα δικαιώματά μας, προς υπεράσπισιν και ημείς της κοινής και ιδίας μας πατρίδος. Υγιαίνετε
Οι συμπολίται και συνάδελφοί σας οπλαρχηγοί Ολύμπιοι.
Εκ του στρατοπέδου του κατά την μονήν του Αγίου Διονυσίου
Εν Ολύμπω τη 3 Νοεμβρίου 1827».
Έπονται υπογραφαί και πλείσται σφραγίδες και κάτωθεν τα εξής ιδιοχείρως από τον Διαμαντήν.
«Αδελφέ. Ανταποκρίσου με όλους τους συμπατριώτας μας. Όσοι αγαπήσουν ας έλθουν να συναγωνισθώμεν όλοι μαζί διότι εβαρέθηκα εις τους λάκκους και σπηλιές να κατοικώ ωσάν τους λύκους. ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ».Τίποτα από αυτά δεν αναφέρει στην Ιστορία του ο Φιλήμονας, ισόβειος αυλικός της οικογένειας Υψηλάντη, (την εκτίμηση της οποίας έχαιρον και κάποιοι άλλοι).
Ύστερα από τον τραγικό θάνατο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, αρχιστράτηγος της Α. Ελλάδος διωρίσθηκε ο Γκούρας. Προσκαλεί τον Καρατάσιο και τα Ολυμπιακά στρατεύματα να κατέλθουν στα Μέγαρα, για να πολεμήσουν εναντίον του Κιουταχή που τα κατέλαβε. Ο Καρατάσιος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και μεταστάθμευσε στα Μέγαρα, όπου δημιουργήθηκε νέο ελληνικό στρατόπεδο υπό τον Καραϊσκάκη. Νέα διαταγή όμως της κυβέρνησης διατάσσει τον Καρατάσιο να διαπεραιωθεί στην Εύβοια και να επιτεθεί εναντίον των εκεί ευρισκομένων Τούρκων. Ο Καρατάσιος με τα Μακεδονικά στρατεύματα έρχεται στην Εύβοια και λεηλατεί το νησί. Εξαναγκάζει με αυτόν τον τρόπο τους Τούρκους που εκστράτευαν με τον Κιουταχή να γυρίσουν πίσω. Ο Μακεδόνας στρατηγός περιφερόμενος στην Εύβοια και λεηλατώντας την είχε κατορθώσει να αιχμαλωτίσει δυο τουρκικά πλοία γεμάτα πολεμοφόδια, τρόφιμα και 80 ναύτες. Όλα τα έστειλε στην κυβέρνηση. Το στρατηγικό σχέδιο Καρατάσιου ήταν διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε Εύβοια και Εύριπο σε συνδυασμό με διάθεση πρόσθετης σοβαρής στρατιωτικής κατά ξηρά δύναμης και ναυτικής στήριξης που πιεστικά ζητούσε ο Καρατάσιος από τους Υδραίους για να αποβιβασθεί στην Αταλάντη και να προσβάλει τα νώτα και τους σταθμούς ανεφοδιασμού του εχθρού. Αυτός ήταν ο κύριος επιχειρησιακός στόχος του. Αν διαθέτονταν οι ζητούμενες δυνάμεις, η έκβαση της εκστρατείας του Κιουταχή και η τύχη του ίσως ήταν άλλη.
Η Κυβέρνηση κατά το Σεπτέμβρη αποστέλνει τον Κωλέττη σε Εύβοια, Ταλαντονήσι, Σκιάθο να συνεννοηθεί μ’ αυτόν για την ενέργεια απόβασης στην Αταλάντη και προέλαση των δυνάμεων προς τη Θήβα. Ο αντιπερισπασμός οργανώθηκε για διευκόλυνση και ευόδωση της εκστρατείας του Καραϊσκάκη. Τα Ολυμπιακά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Αταλάντη την 3η Νοέμβρη. Την 8η Γάτσος επικεφαλής 500 Μακεδόνων επιτέθηκε κατά της Αταλάντης και κατέλαβε το σταθμό ανεφοδιασμού (αλλά οι καιροί ου μενετοί). Παίρνοντας την είδηση ότι ο Μουστάμπεης πλησιάζει προς Θήβα, καταλαμβάνει ένα σημείο του δρόμου. Κατά τη συμπλοκή ο αγώνας είναι άνισος. Το ιππικό του Μουστάμπεη δίνει τη διαφορά. Το σώμα του Γάτσου υφίσταται μεγάλη φθορά. Δεν υποχωρεί όμως. Με 80 άνδρες κυριεύει μια ερειπωμένη εκκλησία. Επί 8ωρο αμύνεται απεγνωσμένα. Η άφιξη της εμπροσθοφυλακής των στρατευμάτων Καρατάσιου με επικεφαλής το γιο του, Τζιάμη Καρατάσιο, τρέπει σε φυγή τους Τούρκους, σώζει το Γάτσο και τους άνδρες του.
Το Τρίκκερι είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων. Οι Μακεδόνες αρχηγοί αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του Τρίκκερι, να οχυρωθούν μέσα σ’ αυτό και επεκτείνοντας τις πολεμικές ενέργειες στη Θεσσαλία να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον εχθρό. Αυτήν τη χρονική περίοδο πασάς στη Λάρισα διορίζεται ο Αλβανός Ομέρ Βρυώνης. Πριν μεταβεί όμως στη νέα του θέση έστειλε τον υπαρχηγό του στη Λάρισα με ισχυρή δύναμη Αλβανών. Αυτήν διηύθυναν επίλεκτοι αξιωματικοί. Μεταξύ αυτών και ο Νούρκα Σέρβανης. Τη νύκτα της 5ης/11/1827 ελληνικά στρατεύματα υπό τους Καρατάσιον, Γάτσον, Μπίνον, Λιακόπουλον, Βελέντζαν, Αποστολάραν με τη συμμετοχή του Ευβοϊκού αποσπάσματος που έστειλε ο Κριεζώτης επετέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά του λιμανιού του Τρίκκερι, κατέλαβαν τις αποθήκες εφοδιασμού. Ακολουθεί η σφαγή και η αιχμαλώτιση της Αλβανικής φρουράς και η πορεία προς την πόλη. Ο Ταχήρ Κονίτσας όμως επικεφαλής ισχυράς δύναμης αποκρούει όλες τις μακεδονικές επιθέσεις.Συνάμα ζητά ενισχύσεις από τη Λάρισα. Στάλθηκαν 1500 Αλβανοί πολεμιστές υπό τον Νούρκα Σερβάνην. Δεν επρόκειτο όμως να φθάσουν ποτέ. Ο Καρατάσιος παρατάσσει μικρή δύναμη πολεμιστών να φυλάγει και κρατεί σε απόσταση τον οχυρωμένο Ταχήρ Κονίτσα, που επικεφαλής 2000 ανδρών προήλασε για συνάντηση του Νούρκα Σερβάνη.
Η σύγκρουση γίνεται σφοδρή στα παλαιά οχυρώματα της Παναγίας. Η μάχη πεισματώδης. Τελικά οι Αλβανοί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην επίθεση και άρχισαν να υποχωρούν. Κυκλώνονται όμως με ευφυές στρατήγημα του Καρατάσιου. Στο πεδίο της μάχης πίπτει νεκρός ο αρχηγός των Νούρκα Σερβάνης. Κατασφάγηκαν σχεδόν όλοι οι εχθροί. Οι δυνάμεις του Καρατάσιου αδυνατούν να καταλάβουν την πόλη του Τρίκκερι. Επέστρεψαν όμως ύστερα από την καταδρομική–αποβατική ενέργεια του Τρίκκερι ασφαλείς στα στρατόπεδα της Σκιάθου και Σκοπέλου. Στη συνέχεια με παρέμβαση του εκπροσώπου της κυβέρνησης Κωλέτη οι Καρατάσιος, Γάτσος και λοιποί Ολύμπιοι ενεργούν νέο αποκλεισμό του Ευρίπου, για να είναι αδύνατος ο εφοδιασμός των Κιουταχή και Ομέρ Πασά της Καρύστου από το Βόλο. Ενώ ο αποκλεισμός του Ευρίπου συνεχίζεται, 250 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Αγγελή Γάτσο αναχώρησαν για Πελοπόννησο, όπου παρέμειναν ως το τέλος του Αγώνα του ’21, άλλοι 200 με το Μήτρο Λιακόπουλο και τον Ψαροδήμο εστάλησαν ως βοήθεια στον Κριεζώτη που διεξήγαγε επιχειρήσεις κατά της Χαλκίδας. Ο Καρατάσιος μεταστάθμευσε στη Ναύπακτο επικεφαλής σημαντικού τμήματος Μακεδόνων, στην περιοχή του Ευρίπου παρέμεινε ο Τζιάμης Καρατάσιος.
Ο Κριεζώτης με τον Τόλιο Λάζο και τον Μήτρο Λιακόπουλο δρούσαν υπό την αρχηγία του στρατάρχου της ανατολικής Ελλάδος Δ. Υψηλάντη. Καταλαμβάνουν την 18ην Μαΐου 1829 τη θέση Ανυφορήτη, απέναντι από τη Χαλκίδα οι Μήτρος Λιακόπουλος και Τόλιος Λάζος. Ο Κριεζώτης κρατούσε το φρούριο Καραμπαμπά με το υπόλοιπο της δύναμης. Ο Ομέρ Πασάς ευρίσκετο σε δύσκολη θέση. Αιφνιδιαστικά επιτίθεται με 1000 άνδρες εναντίον του Κριεζώτη στη θέση του Ανυφορήτη. Είχε υπό τας διαταγάς του 800 άνδρες. Ο Κριεζώτης βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Την κατάσταση έσωσε ο πεντηκόνταρχος Νικόλαος Λιακόπουλος που επιτέθηκε την κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης, οι Τούρκοι ανέκοψαν την ορμητική επίθεση και απεχώρησαν. Όταν πλέον οι άτακτοι πολεμιστές οργανώνονται και εντάσσονται σε χιλιαρχίες, ο πιο επιφανής αρχηγός των Μακεδόνων, ο Γερο Καρατάσιος, ονομάσθηκε χιλίαρχος και ανέλαβε τη διοίκηση της 7ης χιλιαρχίας με έδρα τη Ναύπακτο. Εκεί ανοίγει την πύλη των αθανάτων και εντάσσεται στο πάνθεο των μπαρουτοκαπνισμένων Αγωνιστών του ’21, ως ΑΘΑΝΑΤΟΣ. Τα ιστορικά εγχειρίδια κράτησαν και κρατούν κάτι, παρμένο από το χώρο της αιώνιας ανάπαυσης των ΑΘΑΝΑΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΟΛΥΜΠΙΩΝ, για τη μεγάλη προσφορά τους. ΤΗ ΝΕΚΡΙΚΗ ΣΙΓΗ! Απόλυτη Σιωπή.Τη μεγίστη πράξη αναγνώρισης δέχονται οι δυο κορυφαίοι Μακεδόνες οπλαρχηγοί τη 15η Οκτωβρίου του 1823 με το υπ’ αριθ. 431 έγγραφο του Βουλευτικού. Παραθέτω απόσπασμά του: «Επειδή και ο στρατηγός Καρατάσιος Ολύμπιος και Γάτσος υπέρ του κοινού και ιερού αγώνος πολεμούντες απώλεσαν πολλά και το τιμαλφέστερον πάντων τας οικογενείας των, διατάττεσθε εν καιρώ οπού ευδοκήσει ο Κύριος την παράδοσιν της Ακροκορίνθου να κρατήσητε όλους τους σημαντικούς Τούρκους δια να διαπραγματευθή η λύτρωσις και απαλλαγή των κινδυνευουσών Χριστιανικών ψυχών, των οικογενειών δύο αρίστων πολεμιστών, θερμών υπερμάχων της ελληνικής ελευθερίας».
Πώς άραγε εισέπραξαν αυτήν την πολιτική απόφαση οι μεγαλόσχημοι Πελοποννήσιοι; Το έδειξαν ύστερα από λίγο καιρό με τις ανακοινώσεις και ποικίλες αντιδράσεις.
Εκτελώντας τις διαταγές της νόμιμης κυβέρνησης ο Καρατάσιος με το Γκούρα επιτέθηκαν κατά του Ακροκόρινθου και εξανάγκασαν τους συμπράττοντες με τους Κολοκοτρώνη, Λόντο, Νοταρά, πολιορκητές του Ακροκόρινθου, που κατεχόταν από κυβερνητικά στρατεύματα, να λύσουν την πολιορκία και να απέλθουν στον Άγιο Γεώργιο. Εκεί οι στασιαστές αναγκάστηκαν να δώσουν μάχη, νικήθηκαν και διασκορπίστηκαν από μια φάλαγγα του Καρατάσιου. Ο Καρατάσιος με το Γκούρα προχωρούν, καταλαμβάνουν την Κερπινή και πολιορκούν το Ζαϊμη στα Καλάβρυτα. Άλλη φάλαγγα με το Χατζηχρήστο που βοηθείται από το Βάσο, και απόσπασμα Μακεδόνων υπό τον Τζιάμη Καρατάσιο βαδίζει προς την Τριπολιτσά. Παράλληλα ο Ιμπραήμης αποβιβάζει δυνάμεις στην Πελοπόννησο. Τότε ο πολέμαρχος Γερο Καρατάσιος, ο δάσκαλος της πολεμικής τέχνης, αγανακτεί προ της γενικής αδιαφορίας και με 200 παλιούς συμπολεμιστές, οι άλλοι παρέμειναν υπό το Γάτσο, οχυρώθηκε στο χωριό Σχοινόλακα Μεσσηνίας, κατά του οποίου βαδίζει η εμπροσθοφυλακή του εχθρού. Εκθέτω από τις πηγές την επίθεση της εμπροσθοφυλακής του εχθρού στο Σχοινόλακα κατά των Μακεδόνων του Καρατάσιου: «Την πρωίαν της 18ης Μαϊου 1825 η εμπροσθοφυλακή του Ιμπραήμ αποτελουμένη από 3000 λογχοφόρους του τακτικού, 1000 ατάκτους Αλβανούς και 700 ιππείς Μαμελούκους επετέθη λυσσωδώς κατά των ευαρίθμων Μακεδόνων. Οι αμυνόμενοι έχοντες επίκαιρον υψηλήν και δεσπόζουσαν τοποθεσίαν βάλλουν ψυχραίμως και με συνοχήν, οι δε Αιγύπτιοι θερίζονται΄ο αρχηγός Καρατάσιος όρθιος και ακάλυπτος κατά το σύνηθες διατρέχει το πεδίον της μάχης, εμψυχώνει τους πολεμιστάς και αναγκάζει τους στρατιώτας του Ιμπραήμ εις υποχώρησιν. Δευτέρα και τρίτη επίθεσις Αιγυπτίων αποτυγχάνουν αδόξως όπως και η πρώτη. Το απόγευμα και περί ώραν 3ην η επίθεσις επαναλαμβάνεται και τίθεται επικεφαλής ο αντιστράτηγος Ρισβάν μπέης αρχηγός των Μαμελούκων. Και πάλιν η επίθεσις των Αιγυπτίων υπήρξεν θυελλώδης αλλ’ εις μάτην. Οι Αιγύπτιοι αποδεκατίζονται, η επίθεσίς των μένει άνευ αποτελέσματος και πάλιν, ενώ μακρόθεν ακούονται πυροβολισμοί και αλλαλαγμοί προερχόμενοι από το χωρίον Βουφράσιον.
…Εν τω μεταξύ κατά τας εσπερινάς ώρας άρχισε βροχή ραγδαιοτάτη μετ’ αστραπών και βροντών, του οποίου η θέσις καθίστατο κρίσμος από στιγμής εις στιγμήν, επωφεληθείς της κακοκαιρίας και του επελθόντος σκότους εις την Λιγούδιτσαν συναντηθείς με τους Αρκάδας».
Ο Καρατάσιος, μετά τη μάχη του Σχοινόλακα είναι στρατοπεδευμένος στη Χώρα, εκθέτει στην κυβέρνηση την κατάσταση της αναρχούμενης Πελοποννήσου και ζητά να αποχωρήσει προς κατευνασμό των παθών. Ο Αιγυπτιακός όμως στόλος στο Αιγαίο απειλούσε τα νησιά και ιδιαίτερα την Ύδρα. Οι Υδραίοι με την από 29/4/1825 επιστολή τους προς το Εκτελεστικό ζήτησαν την αποστολή στρατιωτικής δύναμης 1500-2000 ανδρών υπό τον Καρατάσιο, καθώς και τη δύναμη των 500 ανδρών των Ολυμπίων, υπό το Μήτρο Λιακόπουλο. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα των πηγών: «Όντως ο Καρατάσιος αναχωρήσας εκ Μεσσηνίας έφθασεν εις Ερμιόνην και εκείθεν δια πλοίων διεπεραιώθη επί κεφαλής 1200 Μακεδόνων πολεμιστών εις την Ύδραν ένθα συνήντησε τον Μήτρον Λιακόπουλον με 300 Ολυμπίους, τον Αποστολάραν με 170 και τον Ιωάννην Εμμαν. Παπάν με ετέρους 70 Μακεδόνας. Η παρουσία στρατηγού εμπειροπολέμου και γνωστοτάτου εις την Ύδραν εκ της πρώτης εκστρατείας και εκ των λαμπρών κατορθωμάτων των απανταχού της Ελλάδος, διεσκέδασε τον φόβον των Υδραίων. Εντός ολίγου έφθασεν εις την Ύδραν και ο ΘοδωράΚης Γρίβας με 400 Ρουμελιώτας καθώς και 200 άλλοι εκ Σαλαμίνος ταχθέντες άπαντες υπό τον Καρατάσιον…Ο Τουρκικός στόλος πληροφορηθείς τας αποσταλείσας ενισχύσεις δεν ετόλμησε να προσβάλη αυτήν». Στην Ύδρα ο Καρατάσιος παρέμεινε μέχρι το τέλος του 1825, όταν ανακλήθηκε στην Πελοπόννησο, για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.
Καταθέτω απόσπασμα της υπ’ αριθ. 15934/31-12-1825 διαταγής προς τους προκρίτους της Ύδρας. Με αυτήν ανακαλείται ο Καρατάσιος στην Πελοπόννησο.
«…Επειδή μετά την αποτυχία του σχεδίου κατά της Τριπολιτζάς εσκορπίσθησαν όλα τα στρατεύματα των επαρχιών, και επόμενον να δειλιάση ο λαός και τα εκ της δειλίας αποτελέσματα να είναι ολέθρια, η Διοίκησις έκρινεν αναγκαίον να φέρη εις την Πελοπόννησον τον στρατηγόν Καρατάσιον με τους υπό την οδηγίαν του οπλαρχηγούς δια να ευρίσκεται εν καιρώ χρείας έν σώμα αρκετόν και συγκείμενον από ανδρείους και εμπειροπολέμους στρατιώτας και να χρησιμεύση εναντίον του εχθρού…Αλλά και ο αρχιστράτηγος Κολοκοτρώνης βλέπων την διάλυσιν των Πελοποννησίων παρεκάλεσε κατ’ επανάληψιν την Διοίκησιν ν’ ανακαλέση εις Πελοπόννησον τον γενναίον Καρατάσιον, η δε Διοίκησις απαντώσα δια της υπ’ αριθ. 55/25-6-1825 επιστολής της προς τον Κολοκοτρώνην έγραφεν: Όσον λυπηρά και αν είναι η περίστασις, δεν πρέπει να μας απονεκρώση. Η Διοίκησις έγραψεν μετ’ επιμονής εις την Ύδραν δια να μεταφέρη όλα τα εκεί ευρισκόμενα σώματα υπό την οδηγίαν του στρατηγού Καρατάσιου συμποσούμενα εις 3.000 χιλ. περίπου».
Ο Γέρω Καρατάσιος με εντολή της κυβέρνησης αναχώρησε από την Ύδρα και ήλθε στα Βέρβενα της Πελοποννήσου, να συμπράξη με το Χατζημιχάλη. Υπαρχηγό είχε τον οπλαρχηγό της Έδεσσας, Αγγελή Γάτσο. Κατέλαβε την περιφέρεια από Τζιπχιανά έως το Παρθένι, για να αντιμετωπίσει τη φάλαγγα του Ιμπραήμ που προήλαυνε προς την Καρύταιναν. (Σημ. γραφ., του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ και του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ).
Από την άλλη μεριά και στη Θεσσαλία έχομε δυσάρεστες εξελίξεις. Οι Τρικκεριώτες υποτάσσονται στον Τούρκο. Το ίδιο έκανε και ο Διαμ. Ολύμπιος. Στην Πελοπόννησο παρέμεινε ο Αγγελής Γάτσος επικεφαλής των Μακεδόνων. Άλλοι 200 Μακεδόνες με αρχηγό τον Τόλιο Λάζο αναχώρησαν με την αποστολή του Καλλέργη για Κρήτη, να συνδράμουν την επανάσταση της Μεγαλονήσου. Αλλά και οι Θεσσαλοί με την αναχώρηση των περισσοτέρων Ολυμπίων υποτάχθηκαν στον Κιουταχή. Μετά το Διαμαντή το αυτό έπραξε και ο Γούλας Δράσκου και ο Πιλάλας. Ο υποκινητής της υποταγής των Ολυμπίων οπλαρχηγών είναι ο Αλβανός αρχηγός Ταχήρ Κονίτσας. Οι πηγές για την προσπάθεια προσέγγισης και υποταγής του Καρατάσιου στην Τουρκιά αναφέρουν: «Ο υποκινών τους αρματωλούς Αλβανός αρχηγός Ταχήρ Κονίτσας απέστειλε δια του Τσακμάκη χρήματα και διάφορα δώρα εις τον Καρατάσιον. (Αλ’ ούτος ο αγαθός γέρων (Καρατάσιος), γράφει ο Σπηλιάδης, αφ’ ού επολέμησεν εις την Μεσσηνίαν τον Ιμβραήμ, δεν ήτο ποτέ δυνατόν να συνδιαλλαγή με τους εχθρούς). Απέπεμψε τον αισχρόν Έλληνα απεσταλμένο. Ειδοποίησε πάραυτα την κυβέρνησιν να λάβη τα μέτρα της, διότι ο Ταχήρ Κονίτσας και ο Ομέρ της Καρύστου επρόκειτο να επιτεθούν κατά της Σκιάθου της οποίας οι κάτοικοι και πάλιν άρχισαν να δεικνύουν διαθέσεις υποταγής εις τους Τούρκους. Κατόπιν των ανωτέρω κατά μήνα Νοέμβριον 1826 η Κυβέρνησις διώρισεν εκ νέου τον Καρατάσιον αρχηγόν της περιφ/είας ταύτης».
Τι όμως έπραξε ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος; «Ο Διαμαντής Νικολάου ανδρείος πολεμιστής αλλ’ εμπαθούς χαρακτήρος είχεν αποχωρήσει από την Σκίαθον κατόπιν διαφωνίας με τους άλλους αρματωλούς και συνδιαλλαγείς προσωρινώς με τον Ταχήρ Κονίτσαν παρέμεινεν επ’ ολίγον εις Θεσσαλίαν και ακολούθως επανήλθεν εις Όλυμπον (εις την περιφέρειαν του Λιτοχώρου) ένθα εκάλεσε και άλλους διασκορπισμένους οπλαρχηγούς Ολυμπίους προς σύσκεψιν. Την 3ην Νοεμβρίου 1827 συνεκροτήθη η σύσκεψις αύτη εις το Μοναστήριον Αγίου Διονυσίου και οι συνελθόντες απέστειλαν το κατωτέρω έγγραφον:
«Προς τον περιπόθητον αδελφόν και συμπολίτην μας κύριον Χρ.. Περραιβόν, από ψυχής ασπαζόμενοι,
Εξοχώτατε, Ο παρών καιρός μας καλεί προς ένωσιν και ταχείαν συνενέργειαν εναντίον του εχθρού. Ημείς ταύτα πάντα κρίναντες και παραδειγματισθέντες από την ματαίαν παραδρομήν του τοσούτου καιρού, συνενώθημεν και εκάμαμεν όρκον να αποθάνωμεν υπέρ της πατρίδος και των δικαιωμάτων μας. Και καθώς χρειάζεται η πολυχειρία εις τα παρόμοια, ούτως είναι αναγκαία και η συνδρομή των φρονίμων συμπατριωτών μας. Όθεν και συμφώνως σας καλούμεν εις τον κοινόν τούτον αγώνα ως ένα των καλών πατριωτών και εμπειροπόλεμον και παρακινούντες σας να ταχύνετε τον ερχομόν σας με όσους δυνηθήτε συντρόφους στρατιώτας χωρίς δισταγμόν και συναγωνιζόμενοι ομού και συμπράττοντες να ωφεληθώμεν τον παρόντα καιρόν, όπου οι τρεις φιλάνθρωποι μεγάλαι ευρωπαϊκαί δυνάμεις υπερασπίζουσι τα δικαιώματά μας, προς υπεράσπισιν και ημείς της κοινής και ιδίας μας πατρίδος. Υγιαίνετε
Οι συμπολίται και συνάδελφοί σας οπλαρχηγοί Ολύμπιοι.
Εκ του στρατοπέδου του κατά την μονήν του Αγίου Διονυσίου
Εν Ολύμπω τη 3 Νοεμβρίου 1827».
Έπονται υπογραφαί και πλείσται σφραγίδες και κάτωθεν τα εξής ιδιοχείρως από τον Διαμαντήν.
«Αδελφέ. Ανταποκρίσου με όλους τους συμπατριώτας μας. Όσοι αγαπήσουν ας έλθουν να συναγωνισθώμεν όλοι μαζί διότι εβαρέθηκα εις τους λάκκους και σπηλιές να κατοικώ ωσάν τους λύκους. ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ».Τίποτα από αυτά δεν αναφέρει στην Ιστορία του ο Φιλήμονας, ισόβειος αυλικός της οικογένειας Υψηλάντη, (την εκτίμηση της οποίας έχαιρον και κάποιοι άλλοι).
Ύστερα από τον τραγικό θάνατο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, αρχιστράτηγος της Α. Ελλάδος διωρίσθηκε ο Γκούρας. Προσκαλεί τον Καρατάσιο και τα Ολυμπιακά στρατεύματα να κατέλθουν στα Μέγαρα, για να πολεμήσουν εναντίον του Κιουταχή που τα κατέλαβε. Ο Καρατάσιος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και μεταστάθμευσε στα Μέγαρα, όπου δημιουργήθηκε νέο ελληνικό στρατόπεδο υπό τον Καραϊσκάκη. Νέα διαταγή όμως της κυβέρνησης διατάσσει τον Καρατάσιο να διαπεραιωθεί στην Εύβοια και να επιτεθεί εναντίον των εκεί ευρισκομένων Τούρκων. Ο Καρατάσιος με τα Μακεδονικά στρατεύματα έρχεται στην Εύβοια και λεηλατεί το νησί. Εξαναγκάζει με αυτόν τον τρόπο τους Τούρκους που εκστράτευαν με τον Κιουταχή να γυρίσουν πίσω. Ο Μακεδόνας στρατηγός περιφερόμενος στην Εύβοια και λεηλατώντας την είχε κατορθώσει να αιχμαλωτίσει δυο τουρκικά πλοία γεμάτα πολεμοφόδια, τρόφιμα και 80 ναύτες. Όλα τα έστειλε στην κυβέρνηση. Το στρατηγικό σχέδιο Καρατάσιου ήταν διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε Εύβοια και Εύριπο σε συνδυασμό με διάθεση πρόσθετης σοβαρής στρατιωτικής κατά ξηρά δύναμης και ναυτικής στήριξης που πιεστικά ζητούσε ο Καρατάσιος από τους Υδραίους για να αποβιβασθεί στην Αταλάντη και να προσβάλει τα νώτα και τους σταθμούς ανεφοδιασμού του εχθρού. Αυτός ήταν ο κύριος επιχειρησιακός στόχος του. Αν διαθέτονταν οι ζητούμενες δυνάμεις, η έκβαση της εκστρατείας του Κιουταχή και η τύχη του ίσως ήταν άλλη.
Η Κυβέρνηση κατά το Σεπτέμβρη αποστέλνει τον Κωλέττη σε Εύβοια, Ταλαντονήσι, Σκιάθο να συνεννοηθεί μ’ αυτόν για την ενέργεια απόβασης στην Αταλάντη και προέλαση των δυνάμεων προς τη Θήβα. Ο αντιπερισπασμός οργανώθηκε για διευκόλυνση και ευόδωση της εκστρατείας του Καραϊσκάκη. Τα Ολυμπιακά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Αταλάντη την 3η Νοέμβρη. Την 8η Γάτσος επικεφαλής 500 Μακεδόνων επιτέθηκε κατά της Αταλάντης και κατέλαβε το σταθμό ανεφοδιασμού (αλλά οι καιροί ου μενετοί). Παίρνοντας την είδηση ότι ο Μουστάμπεης πλησιάζει προς Θήβα, καταλαμβάνει ένα σημείο του δρόμου. Κατά τη συμπλοκή ο αγώνας είναι άνισος. Το ιππικό του Μουστάμπεη δίνει τη διαφορά. Το σώμα του Γάτσου υφίσταται μεγάλη φθορά. Δεν υποχωρεί όμως. Με 80 άνδρες κυριεύει μια ερειπωμένη εκκλησία. Επί 8ωρο αμύνεται απεγνωσμένα. Η άφιξη της εμπροσθοφυλακής των στρατευμάτων Καρατάσιου με επικεφαλής το γιο του, Τζιάμη Καρατάσιο, τρέπει σε φυγή τους Τούρκους, σώζει το Γάτσο και τους άνδρες του.
Το Τρίκκερι είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων. Οι Μακεδόνες αρχηγοί αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του Τρίκκερι, να οχυρωθούν μέσα σ’ αυτό και επεκτείνοντας τις πολεμικές ενέργειες στη Θεσσαλία να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον εχθρό. Αυτήν τη χρονική περίοδο πασάς στη Λάρισα διορίζεται ο Αλβανός Ομέρ Βρυώνης. Πριν μεταβεί όμως στη νέα του θέση έστειλε τον υπαρχηγό του στη Λάρισα με ισχυρή δύναμη Αλβανών. Αυτήν διηύθυναν επίλεκτοι αξιωματικοί. Μεταξύ αυτών και ο Νούρκα Σέρβανης. Τη νύκτα της 5ης/11/1827 ελληνικά στρατεύματα υπό τους Καρατάσιον, Γάτσον, Μπίνον, Λιακόπουλον, Βελέντζαν, Αποστολάραν με τη συμμετοχή του Ευβοϊκού αποσπάσματος που έστειλε ο Κριεζώτης επετέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά του λιμανιού του Τρίκκερι, κατέλαβαν τις αποθήκες εφοδιασμού. Ακολουθεί η σφαγή και η αιχμαλώτιση της Αλβανικής φρουράς και η πορεία προς την πόλη. Ο Ταχήρ Κονίτσας όμως επικεφαλής ισχυράς δύναμης αποκρούει όλες τις μακεδονικές επιθέσεις.Συνάμα ζητά ενισχύσεις από τη Λάρισα. Στάλθηκαν 1500 Αλβανοί πολεμιστές υπό τον Νούρκα Σερβάνην. Δεν επρόκειτο όμως να φθάσουν ποτέ. Ο Καρατάσιος παρατάσσει μικρή δύναμη πολεμιστών να φυλάγει και κρατεί σε απόσταση τον οχυρωμένο Ταχήρ Κονίτσα, που επικεφαλής 2000 ανδρών προήλασε για συνάντηση του Νούρκα Σερβάνη.
Η σύγκρουση γίνεται σφοδρή στα παλαιά οχυρώματα της Παναγίας. Η μάχη πεισματώδης. Τελικά οι Αλβανοί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην επίθεση και άρχισαν να υποχωρούν. Κυκλώνονται όμως με ευφυές στρατήγημα του Καρατάσιου. Στο πεδίο της μάχης πίπτει νεκρός ο αρχηγός των Νούρκα Σερβάνης. Κατασφάγηκαν σχεδόν όλοι οι εχθροί. Οι δυνάμεις του Καρατάσιου αδυνατούν να καταλάβουν την πόλη του Τρίκκερι. Επέστρεψαν όμως ύστερα από την καταδρομική–αποβατική ενέργεια του Τρίκκερι ασφαλείς στα στρατόπεδα της Σκιάθου και Σκοπέλου. Στη συνέχεια με παρέμβαση του εκπροσώπου της κυβέρνησης Κωλέτη οι Καρατάσιος, Γάτσος και λοιποί Ολύμπιοι ενεργούν νέο αποκλεισμό του Ευρίπου, για να είναι αδύνατος ο εφοδιασμός των Κιουταχή και Ομέρ Πασά της Καρύστου από το Βόλο. Ενώ ο αποκλεισμός του Ευρίπου συνεχίζεται, 250 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Αγγελή Γάτσο αναχώρησαν για Πελοπόννησο, όπου παρέμειναν ως το τέλος του Αγώνα του ’21, άλλοι 200 με το Μήτρο Λιακόπουλο και τον Ψαροδήμο εστάλησαν ως βοήθεια στον Κριεζώτη που διεξήγαγε επιχειρήσεις κατά της Χαλκίδας. Ο Καρατάσιος μεταστάθμευσε στη Ναύπακτο επικεφαλής σημαντικού τμήματος Μακεδόνων, στην περιοχή του Ευρίπου παρέμεινε ο Τζιάμης Καρατάσιος.
Ο Κριεζώτης με τον Τόλιο Λάζο και τον Μήτρο Λιακόπουλο δρούσαν υπό την αρχηγία του στρατάρχου της ανατολικής Ελλάδος Δ. Υψηλάντη. Καταλαμβάνουν την 18ην Μαΐου 1829 τη θέση Ανυφορήτη, απέναντι από τη Χαλκίδα οι Μήτρος Λιακόπουλος και Τόλιος Λάζος. Ο Κριεζώτης κρατούσε το φρούριο Καραμπαμπά με το υπόλοιπο της δύναμης. Ο Ομέρ Πασάς ευρίσκετο σε δύσκολη θέση. Αιφνιδιαστικά επιτίθεται με 1000 άνδρες εναντίον του Κριεζώτη στη θέση του Ανυφορήτη. Είχε υπό τας διαταγάς του 800 άνδρες. Ο Κριεζώτης βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Την κατάσταση έσωσε ο πεντηκόνταρχος Νικόλαος Λιακόπουλος που επιτέθηκε την κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης, οι Τούρκοι ανέκοψαν την ορμητική επίθεση και απεχώρησαν. Όταν πλέον οι άτακτοι πολεμιστές οργανώνονται και εντάσσονται σε χιλιαρχίες, ο πιο επιφανής αρχηγός των Μακεδόνων, ο Γερο Καρατάσιος, ονομάσθηκε χιλίαρχος και ανέλαβε τη διοίκηση της 7ης χιλιαρχίας με έδρα τη Ναύπακτο. Εκεί ανοίγει την πύλη των αθανάτων και εντάσσεται στο πάνθεο των μπαρουτοκαπνισμένων Αγωνιστών του ’21, ως ΑΘΑΝΑΤΟΣ. Τα ιστορικά εγχειρίδια κράτησαν και κρατούν κάτι, παρμένο από το χώρο της αιώνιας ανάπαυσης των ΑΘΑΝΑΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΟΛΥΜΠΙΩΝ, για τη μεγάλη προσφορά τους. ΤΗ ΝΕΚΡΙΚΗ ΣΙΓΗ! Απόλυτη Σιωπή.Τη μεγίστη πράξη αναγνώρισης δέχονται οι δυο κορυφαίοι Μακεδόνες οπλαρχηγοί τη 15η Οκτωβρίου του 1823 με το υπ’ αριθ. 431 έγγραφο του Βουλευτικού. Παραθέτω απόσπασμά του: «Επειδή και ο στρατηγός Καρατάσιος Ολύμπιος και Γάτσος υπέρ του κοινού και ιερού αγώνος πολεμούντες απώλεσαν πολλά και το τιμαλφέστερον πάντων τας οικογενείας των, διατάττεσθε εν καιρώ οπού ευδοκήσει ο Κύριος την παράδοσιν της Ακροκορίνθου να κρατήσητε όλους τους σημαντικούς Τούρκους δια να διαπραγματευθή η λύτρωσις και απαλλαγή των κινδυνευουσών Χριστιανικών ψυχών, των οικογενειών δύο αρίστων πολεμιστών, θερμών υπερμάχων της ελληνικής ελευθερίας».
Πώς άραγε εισέπραξαν αυτήν την πολιτική απόφαση οι μεγαλόσχημοι Πελοποννήσιοι; Το έδειξαν ύστερα από λίγο καιρό με τις ανακοινώσεις και ποικίλες αντιδράσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου