Από την Κάρυστο ο Καρατάσιος ξαναγύρισε στη Σκιάθο και με νέα διαταγή της κυβέρνησης επικεφαλής του σώματός του κατευθύνεται στην Ύδρα που απειλείται με απόβαση στρατευμάτων από τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ. Παρέμεινε εκεί μέχρι τέλη Νοεμβρίου κι ύστερα επέστρεψε στην Αθήνα.
Οι πηγές αναφέρουν αυτά που διαδραματίστηκαν το 1824, όπου υπό την ηγεσία του Καρατάσιου συγκεντρώθηκαν αξιόμαχες δυνάμεις του επαναστατημένου Έθνους.
«Στα 1824 επεράσαμε εις Ύδρα όλοι οι οπλαρχηγοί της Θεσσαλίας και Μακεδονίας οπού είχαμε αρχηγόν τον Καρατάσιον, την οποίαν φοβέριζεν ο Μπραΐμης και ο Σουλτάνος να την χαλάση καθώς χάλασε και τα Ψαρά. Όντας εκεί εφιλιωθήκαμε με τον Μακρυγιάννη και συνομιλήσαμε με τον Καρατάσιον και τους άλλους οπλαρχηγούς ότι χωρίς Διοίκησιν και νόμους δεν υπάρχωμεν και να είναι εις την διάκρισιν ολόκληρον το Έθνος του Κολοκοτρώνη και της συντροφειάς καθώς και του Οδυσσέα και επίλοιπων και πολλάς ιστορίας θα αποδείξουν τας πράξεις των, εμείναμε να είμαστε υπέρ των Νόμων της πατρίδος. Και όσοι είμεθα με τον Καρατάσιον αναχωρήσαμε από Ύδρα και ήρθαμε στην Αθήνα να ξεχειμάσωμε. Όντας εμείς στην Αθήνα εμάθαμε ότι σηκώθηκεν ο Κολοκοτρώνης, Ζαϊμης, Ντεληγιαννέοι, Νοταραίοι, Λονταίοι σχεδόν όλη η Πελοπόννησος εναντίον των Νόμων.
Η Διοίκησις έστειλε τον Αδάμ Δούκα όντας υπουργόν Πολέμου να μας πάρη να πάμε εις Πελοπόννησον εναντίον των αντάρτηδων το σώμα του Καρατάσιου και του Γκούρα. Αφού μας παρεκίνησε κανένας δεν θέλησε να πάγη και γύρισε άπρακτος, και ύστερα βιάστηκε η διοίκησις και απέστειλε τον Μακρυγιάννην και ήλθε στην Αθήνα και συνωμίλησε μαζύ και παρεκίνησε τον Καρατάσιον΄ο Γκούρας το έπεζε ότι ήταν το ένα με τους αντάρτηδες καθώς και ο Δυσσέας και άλλοι Ρουμελιώτες. Αφ’ ού είδε ο Γκούρας οπού κίνησε ο Καρατάσιος, τότε εκίνησε και αυτός και πήγαμε στον Άγιο Γιώργη…».
Σε άλλο σημείο οι πηγές έντονα επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχει η επανάσταση: «Η επανάστασις εις την Πελοπόννησον είχεν επιβληθή διότι οι αγώνες της Μακεδονίας, της Ρούμελης αλλά και της Δ. Ελλάδος είχον καθηλώσει τας σημαντικωτέρας των Τουρκικών δυνάμεων. Η δόξα του Κολοκοτρώνη αντιλαλούσε απ’ άκρου εις άκρον εις την Πελοπόννησον, ο δε γενναίος αρχιστράτηγος αναδειχθείς δια τας τοπικάς νίκας του, άρχισε δυστυχώς με κίνδυνον των ελπίδων της αγωνιζομένης περαιτέρω Ελλάδος ν’ αναμιγνύηται εις την πολιτικής και να παρεκτράπηται. Είχεν εκλεγή τη επιμονή των στρατιωτικών κύκλων, αλλά και τινων πολιτικών δυσηρεστημένων αντιπρόεδρος του εκτελεστικού εις το Ναύπλιον. Ο Κολοκοτρώνης και οι περισσότεροι εκ των Πελοποννησίων ηγετών συνεκρούοντο με τους νησιώτας. Μόλις ο αήρ της ελευθερίας ήρχισε να θωπεύη τους σκληρώς αγωνιζομένους Έλληνας, ενεφανίσθησαν τα εθνοφόρα πολιτικά πάθη και τα κακά του εμφυλίου σπαραγμού τα οποία ήσαν ασυγκρίτως μεγαλύτερα και φοβερώτερα από τους εχθρούς. Ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης γόνος ενδόξου οικογενείας, η οποία τα πάντα είχε προσφέρει στον αγώνα του Γένους, τυγχάνων πρόεδρος του Βουλευτικού, συνεκρούσθη προς τον Κολοκοτρώνην. Εκ της συγκρούσεως ταύτης προήλθον αποτελέσματα τα οποία έθεσαν εις μέγιστον κίνδυνν ου μόνον τον Αγώνα αλλά και την ζωήν του Ελληνικού Έθνους.
Ο Κουντουριώτης εκτός των νησιωτών είχεν συνεργάτας τους Μανιάτας, αλλά και αρκετούς Πελοποννησίους αντιπάλους του Κολοκοτρώνη. Παρ’ όλα ταύτα μη δυνάμενος να καταβάλλη τους επαναστάτας απέστειλε τον Αδάμ Δούκαν και Μακρυγιάννην εις την Στ. Ελλάδα, ίνα μετακαλέση τους Ρουμελιώτας του στρατηγού Γκούρα, τους Σουλιώτας του Τζαβέλλα και εξ Αθηνών τους Ολυμπίους του Καρατάσιου προτιθέμενος να χρησιμοποιήση τα στρατεύματα ταύτα, ως λίαν εμπειροπόλεμα κατά των ανταρτών του Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης εθεωρήθη ο μάλλον ενδεδειγμένος δια την ενέργειαν ταύτην, ήτο ιδιαίτερος φίλος του υπουργού των Στρατιωτικών Κολέττη, καθώς και των Ρουμελιωτών και Ολυμπίων».
Οι πηγές αναφέρουν αυτά που διαδραματίστηκαν το 1824, όπου υπό την ηγεσία του Καρατάσιου συγκεντρώθηκαν αξιόμαχες δυνάμεις του επαναστατημένου Έθνους.
«Στα 1824 επεράσαμε εις Ύδρα όλοι οι οπλαρχηγοί της Θεσσαλίας και Μακεδονίας οπού είχαμε αρχηγόν τον Καρατάσιον, την οποίαν φοβέριζεν ο Μπραΐμης και ο Σουλτάνος να την χαλάση καθώς χάλασε και τα Ψαρά. Όντας εκεί εφιλιωθήκαμε με τον Μακρυγιάννη και συνομιλήσαμε με τον Καρατάσιον και τους άλλους οπλαρχηγούς ότι χωρίς Διοίκησιν και νόμους δεν υπάρχωμεν και να είναι εις την διάκρισιν ολόκληρον το Έθνος του Κολοκοτρώνη και της συντροφειάς καθώς και του Οδυσσέα και επίλοιπων και πολλάς ιστορίας θα αποδείξουν τας πράξεις των, εμείναμε να είμαστε υπέρ των Νόμων της πατρίδος. Και όσοι είμεθα με τον Καρατάσιον αναχωρήσαμε από Ύδρα και ήρθαμε στην Αθήνα να ξεχειμάσωμε. Όντας εμείς στην Αθήνα εμάθαμε ότι σηκώθηκεν ο Κολοκοτρώνης, Ζαϊμης, Ντεληγιαννέοι, Νοταραίοι, Λονταίοι σχεδόν όλη η Πελοπόννησος εναντίον των Νόμων.
Η Διοίκησις έστειλε τον Αδάμ Δούκα όντας υπουργόν Πολέμου να μας πάρη να πάμε εις Πελοπόννησον εναντίον των αντάρτηδων το σώμα του Καρατάσιου και του Γκούρα. Αφού μας παρεκίνησε κανένας δεν θέλησε να πάγη και γύρισε άπρακτος, και ύστερα βιάστηκε η διοίκησις και απέστειλε τον Μακρυγιάννην και ήλθε στην Αθήνα και συνωμίλησε μαζύ και παρεκίνησε τον Καρατάσιον΄ο Γκούρας το έπεζε ότι ήταν το ένα με τους αντάρτηδες καθώς και ο Δυσσέας και άλλοι Ρουμελιώτες. Αφ’ ού είδε ο Γκούρας οπού κίνησε ο Καρατάσιος, τότε εκίνησε και αυτός και πήγαμε στον Άγιο Γιώργη…».
Σε άλλο σημείο οι πηγές έντονα επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχει η επανάσταση: «Η επανάστασις εις την Πελοπόννησον είχεν επιβληθή διότι οι αγώνες της Μακεδονίας, της Ρούμελης αλλά και της Δ. Ελλάδος είχον καθηλώσει τας σημαντικωτέρας των Τουρκικών δυνάμεων. Η δόξα του Κολοκοτρώνη αντιλαλούσε απ’ άκρου εις άκρον εις την Πελοπόννησον, ο δε γενναίος αρχιστράτηγος αναδειχθείς δια τας τοπικάς νίκας του, άρχισε δυστυχώς με κίνδυνον των ελπίδων της αγωνιζομένης περαιτέρω Ελλάδος ν’ αναμιγνύηται εις την πολιτικής και να παρεκτράπηται. Είχεν εκλεγή τη επιμονή των στρατιωτικών κύκλων, αλλά και τινων πολιτικών δυσηρεστημένων αντιπρόεδρος του εκτελεστικού εις το Ναύπλιον. Ο Κολοκοτρώνης και οι περισσότεροι εκ των Πελοποννησίων ηγετών συνεκρούοντο με τους νησιώτας. Μόλις ο αήρ της ελευθερίας ήρχισε να θωπεύη τους σκληρώς αγωνιζομένους Έλληνας, ενεφανίσθησαν τα εθνοφόρα πολιτικά πάθη και τα κακά του εμφυλίου σπαραγμού τα οποία ήσαν ασυγκρίτως μεγαλύτερα και φοβερώτερα από τους εχθρούς. Ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης γόνος ενδόξου οικογενείας, η οποία τα πάντα είχε προσφέρει στον αγώνα του Γένους, τυγχάνων πρόεδρος του Βουλευτικού, συνεκρούσθη προς τον Κολοκοτρώνην. Εκ της συγκρούσεως ταύτης προήλθον αποτελέσματα τα οποία έθεσαν εις μέγιστον κίνδυνν ου μόνον τον Αγώνα αλλά και την ζωήν του Ελληνικού Έθνους.
Ο Κουντουριώτης εκτός των νησιωτών είχεν συνεργάτας τους Μανιάτας, αλλά και αρκετούς Πελοποννησίους αντιπάλους του Κολοκοτρώνη. Παρ’ όλα ταύτα μη δυνάμενος να καταβάλλη τους επαναστάτας απέστειλε τον Αδάμ Δούκαν και Μακρυγιάννην εις την Στ. Ελλάδα, ίνα μετακαλέση τους Ρουμελιώτας του στρατηγού Γκούρα, τους Σουλιώτας του Τζαβέλλα και εξ Αθηνών τους Ολυμπίους του Καρατάσιου προτιθέμενος να χρησιμοποιήση τα στρατεύματα ταύτα, ως λίαν εμπειροπόλεμα κατά των ανταρτών του Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης εθεωρήθη ο μάλλον ενδεδειγμένος δια την ενέργειαν ταύτην, ήτο ιδιαίτερος φίλος του υπουργού των Στρατιωτικών Κολέττη, καθώς και των Ρουμελιωτών και Ολυμπίων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου