" Όντας είμεθα εις την Τριπολιτσά αποφασίσαμε τον Π. Γιατράκο να πολιορκήσει την Πάτρα με Μιστριώτες και τες άλλες επαρχίες τες είχαμε να έλθουν εις το Δερβένι, και έφθασε εις την Τριπολιτσά με αλάι πασαλίτικο, με δέκα ζυγιές νταβούλια και με άλλα μασκαραλίκια του Γιατράκου. Την ίδια ώρα ήλθαν εις την Τριπολιτσά τετρακόσιοι Αρκαδιανοί με το Γρίτζαλη, Μήτρο Αναστα σόπουλο, Παπατσώρη, να έλθουν εις τα Δερβένια. Εις το παζάρι επιάσθηκαν οι Αρκαδιανοί και οι Μιστριώτες, επάνω εις το κρασί, και σκοτώνονται δεκαπέντε από το ένα μέρος και άλλο. Της ευθύς το Βουλευτικό έστειλε ταχυδρόμο καβαλλάρη και μας το είπαν. Εκράταγαν την μισήν χώρα οι Αρκα διανοί, την άλλην Μιστριώτες και το τουφέκι εδούλευε. Ακούοντας ημείς αυτό, με αποφασίζουν να πάγω στην Τριπολιτσά το γληγορότερο, να παύσω τη φωτιά. Τους είπα: «Δεν Πάγω» - με φορτώθηκαν δια να πάγω, απεφάσισα. Τους άφησα μη εντελείς.
Εκίνησα με τα ηλιοβασιλεύματα, ολονυκτίς και με βίαν έφθασα εις ένα χωριό, τρεις ώρες μακρά από την Τριπολιτσά, και έστειλα ένα γράμμα: «Σακίμ, όποιος ρίξει τουφέκι είναι εχθρός μου, κι ας με καρτερεί». Πηγαίνοντας η διαταγή μου, εσκόλασε το τουφέκι. Μετά δύο ημέρες επήγα και εγώ Πηγαινάμενος εκεί, έκραξα τους Αρκάδιους. Την άλλην ημέραν τους έστειλα, πάνε στο Δερβένι. Την άλλην ημέρα πάγει και ο Γιατράκος στην Πάτρα.
Έμεινα εγώ εκεί και έστειλα ταχυδρόμο και έδωσα είδησιν της Κυβερνήσεως τα όσα έκαμα. Μία ημέρα βλέπω και έρχεται ο Μαυροκορδάτος να με χαιρετήσει, όταν έπαυσαν τα δεινά της πόλεως. Του είπα: «Γιατί, κυρ Αρχιγραμματέα, δεν ήλθες κοντά εις την κυβέρνηση;» Μου αποκρίθηκε προφάσεις, που δεν είχαν τον τόπο τους, και μου βγάνει ενα γράμμα προσκλητικό, που τον προσκάλεσε δια Πρόεδρο του Βουλευτικού. Μου έβγαλε και μία κόπια της απαντήσεως του, που δεν ήθελε γιατί είναι Αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού. Εγώ του είπα: «Έκαμες ως πατριώτης, και στέκεσαι και εις τον λόγο σου, γιατί αν έμβαινες εις το Βουλευτικό, το Εκτελεστικό εχάλαγε, γιατί η ψυχή του Εκτελεστικού είσαι η ευγενία σου, και αποκρίθηκες πολύ καλά». Εγώ εξέγνοιασα και η δουλειά εδούλευε εις το Βουλευτικό.
Μία των ημερών, το Βουλευτικό έκλεξε τον Άρτης και άλλους να μου ομιλήσουν δια να δώκω γράμμα, να τους δεχθεί ο μακαρίτης ο Πάνος, που ήτον εις το Ναύπλιο φρούραρχος, δια να κάτσει το Βουλευτικό εις τ' Ανάπλι. Εγώ επήρα τον Αναγνώστη Δελιγιάννη και τον Παπαφλέσσα δια να ομιλήσομε χωριστά εις μίαν κάμαρα του Βουλευτικού. Σαν επήγαμε, άρχισε ο Άρτης την ομιλίαν, να τους δώσω το γράμμα: «Τα ασκέρια τουφεκίζονται κλπ.». Αποκρίθηκα: «Δεν είναι καιρός να πάτε στ' Ανάπλι, το Εκτελεστικό πάει στα Δερβένια, και να πάει το Βουλευτικό στ' Ανάπλι δεν φθάνει να παρακινεί τες επαρχίες. Όταν γυρίσει και το Εκτελεστικό, συναζόμεθα και πάμε στ' Ανάπλι». Ο Άρτης εμίλησε με θυμό και εβάρεσε το χέρι του εις το μηρί του, λέγει: «Έτσι το θέλει το έθνος», με πεισματώδη ομιλία. Και εγώ σηκώθηκα δια να του αποκριθώ καθώς έπρεπε, όμως με εμπόδισεν ο Δελιγιάννης και ο Παπαφλέσσας, και έτσι ανεχώρησε και έπαυσε αυτούνο το ζήτημα.
Σε δύο ημέρες ακούμε, ότι ο Μαυροκορδάτος κάθεται επί θρόνου πρόεδρος. Ακούοντας ημείς, ότι έκατσε πρόεδρος, μας εφάνη παράξενο, γιατί ούτε τα αρχεία έδωσε, και το Εκτελεστικό θα εχάλαγε. Λέγει ο Δελιγιάννης: «Άσε να τον ρίξομε πολιτικώς». Του είπα: «Καλά...πολιτικώς δεν ρίχνεται, μόνε εγώ, εγώ έχω τον τρόπο' θέλει βία το ρίξιμο του». Κάθεται τρεις ημέρες κοντά κοντά πρόεδρος. Επάνω σε τούτες τες τρεις ημέρες η γνώμη του Βουλευτικού ήτον να τον κάμουν πρόεδρο και να τον στείλουν με τον Α. Δεληγιάννη εις την Πορτογαλίαν δια βασιλέα και μας προσκάλεσαν να κάμομε συνέλεψη εις του Πανούτσου Νοταρά το σπίτι. Εκάλεσαν και μένα. Μέρος Βουλευτικού, συνάχθη. Ο Δεσπότης Άρτης, ο Παπαφλέσσας, Δελιγιάννης εμαζώχθησαν έως τριάντα όλοι. Εγώ κάτι εχασομέρησα και επήγα όλο στερνά. Ομιλούσαν μέσα, επήγα και εγώ σαν με προσκάλεσαν. Μπαίνοντας μέσα, προσηκώθηκαν και μου είπαν να κάτσω στην απάνω μεριά ως Αντιπρόεδρος· τους είπα: «Κάθομαι εδώ», και έτσα στην πόρτα. Παύουν την ομιλία και κάνουν σιωπή έως δέκα λεπτά. Τους είπα: «Αν έχετε καμμία μυστική δουλειά και σας αντίσκοψα, να πάγω να σεργιανήσω εγώ». Μου αποκρίθηκαν:«Όχι, έχομεν ομιλίαν να ειπούμεν, και σαν έντεσες από το Εκτελεστικό Αντιπρόεδρος, να ειπείς την γνώμην σου». Εγώ τους αποκρίθηκα: «Τι ανάγκη η γνώμη μου να τη δώσω; Εις μερικά ερωτάτε το Εκτελεστικό, εις άλλα όχι, τι πάει να ειπεί αυτό;». Επετάχθηκε ο Άρτης: «Σε ποιο δε σ' ερωτήσαμε;» «Δεν μ' ερωτήσατε όταν εβάλετε και Πρόεδρο του Βουλευτικού». - Ένα μήνα πρωτύτερα ο Άρτης και ο Μαυροκορδάτος ήτον εις τα μαχαίρια. - «Το Βουλευτικό, λέγει ο Άρτης, ήτο χηρευάμενο». Εγώ είπα: «Εχάθηκαν τόσοι πατριώται να βάλετε, μόνε να βάλετε τον Αρχιγραμματέα;» Με αποκρίθηκε: «Δεν είναι κανένας προκομένος σαν τον μαυροκορδάτο». Και εγώ του είπα: «Μου φαίνεται και κουβεντιάσαμε... και μου λε-γες τόσα για τον Μαυροκορδάτο... πώς εις ένα μήνα έγινε καλός;» Αποκρίθηκε: «Ο καλός είναι και κακός». «Σαν τον έκλεξες για καλό, πάρτον εις την Άρτα, όχι εδώ εις Ελλάδα, και μη μου βροντάς το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι». Εις τον θυμό μου λέγω τέτοια. - Ακούοντας ο Δεσπότης σηκώνεται να φύγει. «Σαν δεν μας θέλετε τους ξένους...» και φόρεσε τα πασουμάκια του. -«Προφάσεις είναι αυτές για τους ξένους, αυτά είναι της φαντασίας σου λόγια», και έτσι διαλύθηκε η ομιλία.
Την ίδια ώρα επήγα εις το σπίτι μου και εβγήκε και ο Δελιγιάννης, και ο Δελιγιάννης έβαλε αστυνομία στο σπίτι μου να μη κράξω τον Μαυροκορδάτο. Έστειλα να έλθει ο Μαυροκορδάτος, εις το κονάκι μου, ήτον βράδι-βράδι. Μπαίνοντας ο Μαυροκορδάτος ήλθε και ο Αναγνώστης. Εκάτσαμε οι τρεις, και εκλείσαμε την πόρτα και αρχίνησα να ειπώ του Μαυροκορδάτου: «Διατί να κάμεις αυτό;» Αυτός αρχίνησε να μου απολογηθεί με τα γέλια τα συνηθισμένα, και μου λέγει ότι: «Είναι συμφερώτερον δια το έθνος το Βουλευτικό παρά το Εκτελεστικό».- «Σου λέγω τούτο, κύριε Μαυροκορδάτε, ότι εσυναναστραφημεν σαράντα ημέρας εις το Εκτελεστικό, και δεν ημπορώ... σου λέγω, μη καθήσεις πρόεδρος, διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με την βελάδα που ήλθες». - Και εβγήκα εις σουλάτσο. Ο κυρ Αναγνώστης, οπού έμεινε οπίσω, του είπε: «Έντεσο εγώ και εγλύτωσες, ειμή θα σε σκότωνε» - και έρριξε το φαρμάκι του και αυτός. Την ίδια νύκτα επήρε τα πλυμμένα του ο Μαυροκορδάτος και επέρασε στο Κρανίδι και έπειτα εις την Ύδρα.
Όταν ήτον εις την τάξιν το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, εδόθη η άδεια να πραγματευθεί το δάνειον. Εκάμαμε την πράξη δια το δάνειο, πριν να διαιρεθούμεν το Βουλευτικό με το Εκτελεστικό. Έμεινα μερικές ημέρες εις την Τριπολιτσά και επήγα εις την Μεσσηνίαν, δια να συνάξω τον έρανον οπού είχαμεν ρίξει δια να βαστάξομε τα στρατεύματα εις τα Δερβένια. Εις την Δημητσάνα ήτον συναγμένοι δια τους προσόδους και εκεί επιάσθηκαν του Κολιόπουλου οι άνθρωποι με ανθρώπους των Δελιγιανναίων. Εκεί έρριξε ένας στρατιώτης του Κολιόπουλου και ελάβωσε τον Ανάστο Δελιγιάννη. Ο Κανέλος, οπού ήτον διορισμένος δια τα Δερβένια, εγύρισεν οπίσω εις την Καρύταιναν. Εις την Καλαμάτα αρρώστησα εγώ, αρρώστησε και ο Κανέλος, και εγύρισα εις την Τριπολιτσά. Από τότε άρχισαν αναφανδόν να εχθρεύονται οι Δελιγιανναίοι με τον Κολιόπουλο. Εγώ δεν ήθελα το κακό ούτε του ενός, ούτε του άλλου» ο ένας ήτον συγγενής μου και ο άλλος συμπέθερός μου.
Το Εκτελεστικό, συνθεμένον από τον Μαυρομιχάλην, Σωτήρ Χαραλάμπην και Μεταξάν έμεινε τρεις μήνες εις την Σαλαμίνα, και έπειτα επέστρεψαν εις την Τριπολιτσάν. Εκεί εσμίξαμε' ήμουν ακόμη Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού. Ένα μέρος του Βουλευτικού έφυγεν από την Τριπολιτσά και επήγε εις το Άργος. Ο Πάνος έλαβε διαταγήν από το Εκτελεστικό να πάρει τα αρχεία του Βουλευτικού. Ο Θεοδωρής Ζαχαρόπουλος, ο οποίος ήτον φρούραρχος του Βουλευτικού του κόμματός των υπερασπίσθη και δεν τα έδωσε τα αρχεία απ' εκεί το Βουλευτικό ανεχώρησε δια το Κρανίδι. Εκεί έρριξαν το Εκτελεστικό, οπού ήτον εκλεγμένο από την Συνέλευση του Άστρους και εδιόρισαν τον Κουντουριωτην, πρόεδρον του Εκτελεστικού, Ιωάννην Κωλέττην, Π. Μπότασην και Α. Σπηλιωτάκην. Έπειτα εμβήκαν εις τα καράβια, και έστειλαν εις το Ναύπλιον δια να παραδώσει ο Πάνος το φρούριο του Ναυπλίου. Αυτός αποκρίθηκεν ότι: «Η Κυβέρνησις του Έθνους του εμπιστεύθηκε και εις το Έθνος μόνον χρεωστεί να το δώσει». Και έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος.
Αυτοί ήταν ένα μέρος του Βουλευτικού και ενόμιζαν ότι είχαν το δικαίωμα να κρημνίσουν το Εκτελεστικό. Το Εκτελεστικόν έλεγεν, ότι αυτοί παρέλαβαν την εξουσίαν από το έθνος, και δεν έχει το δικαίωμα ένα μέρος βουλευτών να κάμει άλλην κυβέρνησιν, - το άλλο μέρος των βουλευτών ήτον εις την Τριπολιτσά. Το Εκτελεστικό ήτον τότε από τον Μαυρομιχάλην, πρόεδρον, τον Σωτήρ Χαραλάμπην, Ανδρέαν Ζαίμην και Ανδρέαν Μεταξάν. Εγώ, όταν ήμουν εις το Ναύπλιον, πριν να αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος, είχα δώσει την παραίτησή μου ως Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, διότι επρόβλεπα αυτά τα πράγματα. Η παραίτησίς μου έλεγεν, ότι εις την θέση του Αντιπροέδρου ας βάλουν άλλους πατριώτας, μόνον τον Κολοκοτρώνη δεν ημπορούν να μη βγάλουν.
Απ' εκεί επήγα εις την Κόρινθον, οπού επολιορκείτο και δευτέραν φοράν από τους Κορινθινούς και Στάϊκο. Οι Τούρκοι της Κορίνθου εζητούσαν να έλθει ο Κολοκοτρώνης να παραδοθούν. Έτσι επήγα και έκαμα συνθήκη, ν' αφήσουν όλα τους τα πράγματα και να πάρουν τα άρματά τους και να τους μπαρκάρω να τους στείλω εις την Σαλονίκη. Έτσι εδέχθηκαν. Τους εμπαρκάρησα εις το Καλαμάκι εις δύο Σκλαβούνικα και ένα Κεφαλονίτικο. Οι Κορίνθιοι με εζήτησαν να βάλουν φρούραρχο τον Χελιώτη. Τον έβαλαν προσωρινώς, έως ότου να διατάξει η κυβέρνησις. Τα χρήματα, τα οποία ευρήκαμε εις την Κόρινθο τα διεμοίρασα εις όλους τους Κορινθίους. 1823, μήνα Νοέμβριο και Δεκέμβριο.
Από την Κόρινθο επήγα εις την Καρύταινα, να συμβιβάσω τον Κολιόπουλο με τους Δελιγιανναίους, οπού ήτον εις πόλεμον. Ο Δημητράκης Δελιγιάννης εμάζωξε στρατιώτας και επήγε να χαλάσει το χωριό του Παλούμπα, όπου ευρίσκοντο τα σπίτια του Κολιόπουλου. Εσκοτώθηκε ένας γαμβρός του Κολιόπουλου. Όταν επήγα εις την Καρύταινα, έγραψα να έλθει ο Μεταξάς δια να ειρηνεύσουν οπού ετρώγοντο. Ήλθεν. Έτσι εύρηκεν αφορμή το Βουλευτικό ότι επήγεν ο Μεταξάς εις την Καρύταινα χωρίς την άδεια του Βουλευτικού, τον έκαμαν έκπτωτο, και έτσι το Εκτελεστικό δεν ήτον πλήρες, και έκαμαν το άλλο Εκτελεστικό.
Πριν να γίνει αυτό εις την Καρύταινα, ο Ζαΐμης, Λόντος και άλλοι έκαμαν μίαν Αχαϊκήν συμμαχίαν. Ο Σισίνης δεν ήτον με την γνώμην τους και ήτον ενάντιος. Αυτοί εμάζευσαν στρατιώτας και επήγαν εναντίον του Σινίνη, δια να τον χαλάσουν και να ενώσουν την Γαστούνην με την Αχαϊκή τους συμμαχίαν. Έτσι άρχισε ο πόλεμος. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, επήγα εις βοήθειαν του Σισίνη. Οι Ανδρέηδες άμα με ήκουσαν ότι πηγαίνω εναντίον τους ανεχώρησαν και άφησαν την Γαστούνην ελεύθερη. Απ' εκεί επήγα εις την Αρκαδία. Εις την Αρκαδία έλαβα γράμματα από το Εκτελεστικό και με έλεγε να προφθάσω, και έτσι επήγα εις την Τριπολιτσά. Εγώ υπεστήριξα το Εκτελεστικό αυτό ως το μόνον νόμιμον, έτσι το ενόμιζα. Άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Πολιορκούν το Ναύπλιον δια ξηράς και θαλάσσης, στέλνουν και στρατεύματα εις την Τριπολιτσά' μας πολιορκούν. Κάμνομεν ένα μήνα πολιορκημένοι. Ο Λόντος, Νοταράς, Ζαφειρόπουλος, Μπάρμπογλης, Γιατράκος, έκαμναν την πολιορκία. Όταν μας επολιόρκησαν μας επρόβαλαν να τους δώσομε το Εκτελεστικό, -Πετρόμπεη, Σωτήρ Χαραλάμπη και Μεταξά - να τους πάνε κάτω. Ημείς τους αποκριθήκαμεν ότι αυτό δεν γίνεται, πλην, αν θέλετε, να πάρομε και το ένα Εκτελεστικό και το άλλο, και τους κρίνομε, και όποιος έχει άδικο, εκείνος να παιδευθεί. Δεν ήκουσαν, ακολούθησαν διάφοροι ακροβολισμοί. Ο Κολιόπουλος ήλθεν ως μεσίτης και εσυμφωνήσαμε: ο Πετρόμπεης να μείνει απείραγος και να πάγει εις την Μάνη, και την Τριπολιτσά να την αφήσομε εύκαιρη, και να μην έμβουν μέσα ούτε του ενός ούτε του αλλουνού μέρους στρατιώτες. Από την Τριπολιτσά επήγα εις την Καρύταινα, ο Σωτήρ Χαραλάμπης εις τα Καλάβρυτα. Το Ναύπλιο επολιορκείτο ακόμη. Ο Νικήτας ήτον εις του Μπουγιάτι. Ακούσθηκε με τον Κουντουριώτη' ο Κουντουριώτης του επρόβαλε να γυρίσει με το μέρος του, αυτός αποκρίθηκε: «Εισακουσθήτε με τον μπάρμπα μου, και αν ενωθεί, ενώνομαι και εγώ». Του έγραψα να υπάγω να ομιλήσομε. Με έγραψε να υπάγω στο Τσιβέρι με μόνο πενήντα ανθρώπους και να περάσω από εδικούς του ανθρώπους. Εγώ υποπτεύθηκα και δεν επήγα.
Εις την Καρύταινα εσύναξα στρατιώτας και τους εκτύπησα εις διάφορα μέρη. Έπιασα τρακόσιους ζωντανούς, χωρίς να χυθεί αίμα. Εμβήκαν εις την Τριπολιτσά και τους πολιόρκησα. Ο Γενναίος, ο Κολιόπουλος και ο Νικήτας, επήγαν εις βοήθειαν του Πάνου εις το Ναύπλιο και επέστρεψαν οπίσω. Τότε ήλθε ο Ανδρέας Ζαΐμης και εσμίξαμε απ' έξω απ' την Τριπολιτσά. Με είπε να γράψω του Πάνου να παραδώσει το κάστρο. Εγώ τους αποκρίθηκα, ότι: «Δεν ημπορώ να παραδώσω εις τους τυχοδιώκτας, εις εσάς, αν είσθε ικανοί να το βαστάξομε και αποκρινόμεθα όλα τα έξοδα οπού έχετε καμωμένα». Και έτσι έγραψα του Πάνου και το παρέδωσε το φρούριο εις τους Ανδρέηδες, και όχι εις την Κυβέρνηση. Τους προείπα να βάλουν φρουρά εις το Παλαμήδι εδικούς τους και όχι χαϊμένους' και εκεί έβαλαν τον Φωτομάρα, και έπειτα ο Γρίβας, και έγιναν εκείνα τα κακά οπού έγιναν.
Ο Πάνος ήλθε εις την Καρύταιναν, έγινεν αμνηστεία δια τον Πάνο και έτσι έλαβε διαταγήν δια την Πάτρα να την πολιορκήσει. Εκεί έσμιξεν ο Πάνος με τον Ζαΐμη και Λόντο. Αυτοί ήταν δυσαρεστημένοι με τον Κουντουριώτη, ενώθηκαν με ημάς. Ο Παπαφλέσσας εβγήκε δια να καθυποτάξει τας επαρχίας Αρκαδίας, Φανάρι και λοιπάς. Τα δάνεια εδυνάμωσαν την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και η δύναμη την έκαμε νόμιμη. Έγραψα να έλθει ο Πάνος και ο Γενναίος εις την Καρύταινα δια να αντισταθούν, τον Παπαφλέσσα τον εκυνήγησαν (επολέμησαν εις τους Κωνσταντίνους) αι επαρχίαι και επήγεν εις το Ναύπλιο. Έστειλαν δύναμιν τον Βάσον με οχτακόσιους, απαντήθηκαν οι στρατιώται με τον Πάνο και εσκοτώθη.
Ο Ζαΐμης έφθασε δια να εμβούμεν εις την Τριπολιτσάν. Οι Τριπολιτσιώτες εφοβήθηκαν δια τον σκοτωμό του Πάνου και αντιστάθηκαν τους εφοβέρισε και ο Κανέλος Δελιγιάννης. Η Κυβέρνησις του Κουντουριώτη εδυνάμωσεν, έστειλεν εις την Ρούμελην, έφερε τον Γκούρα, και οι άλλοι καπεταναίοι της Ρούμελης εμβήκαν εις την Κόρινθον, εκυνηγησαν τον Νοταράν. Απ' εκεί επήγαν εις την Κερπενή, χωριό των Καλαβρύτων, έκλεισαν τον Ζαΐμη, ήλθεν και ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας εναντίον του Ζαΐμη, τον εχάλασαν τον Ζαΐμη, και ο Ζαΐμης, Λόντος και Νικήτας κατέφυγαν εις την Δυτικήν Ελλάδα. Ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας μ' έγραφαν δια να μείνω να ομιλήσομε και με παίρνουν απάνω τους αν πάθω τίποτε. Εγώ όμως δεν ήμουν πλέον εις την Καρύταιναν, διότι ήλθεν ο Κολιόπουλος σταλμένος από την Κυβέρνηση και μου είπε ότι να πάμε εις το Ναύπλιο δια να συμβιβασθούν τα πράγματα. Επήγαμε εις την Τριπολιτσά. Εκεί ήτον μία επιτροπή από τον Σκούρτην, το Γ. Μαυρομάτη και Κ. Ζαφειρόπουλο, και με έκαμαν όρκους, ότι να πάγω κάτω να συμβιβαστούν τα πράγματα και από αυτά. Ενεμπιστεύθηκα εγώ, επήγα εις το Ναύπλιο. Εκεί εις ένα - δύο μέρες βλέπω να διώχνουν τους ανθρώπους μου και να με αφήνουν μοναχό, κατάπληκτο έως ότου να μαζώξουν και τους άλλους. Μας εμβαρκάρησαν εις μίαν γολέταν, Γοργώ, ήτον και ο Σκούρτης, και μας επήγαν εις την Ύδρα. Εκαθήσαυεν δύο ημέρες και μας έστειλαν στον Προφήτην Άγιον Ηλίαν, ένα μοναστήρι. Εκαθίσαμεν τέσσερους μήνας. Είκοσι ημέρες μετά το πιάσιμο μας, ήλθεν ο Μπραΐμης εις την Πελοπόννησο. Εις την Ύδραν άρχισε να γίνεται από τον λαόν μία εταιρία δια να μας βγάλουν. Ο Κουντουριώτης ετοιμάζετο δια την Πάτρα, έπειτα σαν άκουσε ο Μπραίμης ήλθεν εις τα Μοθωκόρωνα, έκαμαν διαταγάς δια να γυρίσουν τα στρατεύματα δια το Νεόκαστρο. Επήγεν ο Κουντουριώτης εις Τριπολιτσάν και έστειλε τον Σκούρτην Αρχιστράτηγον εις όλα τα στρατεύματα. Είχε μαζί ένα ήμισυ μιλλιούνι γρόσια. Τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα εκίνησαν και αυτά, πηγαίνουν εις το Νεόκαστρο. Εκεί βάζουν φρουράρχους τον Π. Γιατράκο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη.
Ο Ιμπράίμης επολιόρκησε το Νεόκαστρο, έπειτα εξεμβαρκάρισεν εις το παλιό Ναυαρίνο, εκεί εκλείαβησαν χίλιοι Πελοποννήσιοι, στενοχωρημένοι από ζωο τροφίας επροσκύνησαν και ο Ιμπραΐμης τους άφησεν ελευθέρους. Ήτον εκεί ο Τσόκρης και ο Τζανέτος και άλλοι. Ο Ιμπραΐμης εφέρθηκε με γλυκό τρόπο εις αυτήν την περίστασιν, δια να τραβήξει τους Έλληνας δια να προσκυνήσουν. Ο λαός άρχισε να λέγει, ότι δεν πολεμούμε, αν δεν βγάλετε τους αρχηγούς μας. Τα Ρουμελιώτικα και Σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας επρόβαλαν δια να με βγάλουν. Εκεί έκαμαν όλα τα στρατεύματα μίαν αναφοράν και ζητούσαν τηνΓίνεται εις το Κρεμύδι πόλεμος και νικώνται οι εδικοί μας. Ο Καρατάσσος έκαμε έναν καλόν πόλεμον. Τότε όλοι οι αρχηγοί Ρουμελιώται εσυνάχθησαν και απεφάσισαν ν' αναχωρήσουν από την Πελοπόννησο, δια να υπάγουν να βοηθήσουν την Ρούμελη, και μάλιστα το Μεσολόγγι, οπού άρχισε να πολιορκείται. Τότε επήγαν εις τον Κουντουριώτην, επήραν τους μισθούς των και ανεχώρησαν άλλοι δια την Ανατολικήν Ελλάδα και άλλοι δια την Δυτικήν. Ο Ιμπραΐμης έκαμε ντεσμπάρκο και εις την Σφακτηρίαν, και εσκοτώθη και ο Αναγνωσταράς, καθώς και ο Τσαμαδός. Επιάσθηκαν εις την Σφακτηρίαν μερικοί ζωντανοί, ο Π. Ζαφειρόπουλος επιάσθη σκλάβος εις το Κρεμύδι, πηγαίνει και ο Κ. Ζαφειρόπουλος, πιάνεται και αυτός, και ο Χατζή Χρήστος. Το Νεόκαστρο σαν εστενοχωρήθη πολύ, έκαμε συνθήκας και παρεδόθηκεν. Ο εχθρός τους μεν στρατιώτας, χωρίς τα άρματα τους, τους άφησε ελευθέρους εις τους αξιωματικούς τους τα άφησε, και μόνον εβάσταξεν αιχμαλώτους τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και Παναγιώτη Γιατράκο.
Μανθάνοντας ο Κουντουριώτης, ότι τρατάρει το Νεόκαστρον, εμβαρκαρίσθηκεν εις το Αλμυρό και ήλθε εις την Ύδραν. Εκεί εκατέβημεν και ημείς. Σαν είδαν τον κίνδυνο της Πατρίδος και την επιμονήν, οπού έδειχνε ο λαός δια να μας ελευθερώσουν μας ελευθέρωσαν. Ήλθαμε εις το Ανάπλι. Ερχόμενοι εις το Ναύπλιον ορκωθήκαμεν το Βουλευτικόν, το Εκτελεοτικόν και ημείς εις την εκκλησίαν, ότι να αφήσομε τα περασμένα, να τα λησμονήσομε, να ενωθώμεν και να μην έχομεν άλλην ιδέαν, παρά να δουλεύσομε την Πατρίδα μας. Έτσι μ' έκαμαν γενικόν αρχηγόν. Εσυνάχθηκε τότε το Βουλευτικό και το Εκτελεστικόν εις ένα μέρος, και επήγα και εγώ.Εις την Ύδραν ευρισκόμεθα: ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνώστης Δελιγιάννης, Κανέλος Δελιγιάννης, Νικολάκης και Δημητράκης Δελιγιάννης, Ιωάννης και Παναγιώτης Νοταράς, Γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης, υιός του, Μήτρος Αναστασόπουλος, ο Γρίτζαλης, ο Ανάστασης Κατσαρός, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Θεόδωρος Γρίβας. Εις την Σφακτηρίαν ο Αναγνωσταράς ήτον αρχηγός, ο Ανάστασης Τσαμαδός με δέκα κομμάτια καράβια είχε την θάλασσα.Θ. Κολοκοτρώνη-Απομνημονεύματα
Εκίνησα με τα ηλιοβασιλεύματα, ολονυκτίς και με βίαν έφθασα εις ένα χωριό, τρεις ώρες μακρά από την Τριπολιτσά, και έστειλα ένα γράμμα: «Σακίμ, όποιος ρίξει τουφέκι είναι εχθρός μου, κι ας με καρτερεί». Πηγαίνοντας η διαταγή μου, εσκόλασε το τουφέκι. Μετά δύο ημέρες επήγα και εγώ Πηγαινάμενος εκεί, έκραξα τους Αρκάδιους. Την άλλην ημέραν τους έστειλα, πάνε στο Δερβένι. Την άλλην ημέρα πάγει και ο Γιατράκος στην Πάτρα.
Έμεινα εγώ εκεί και έστειλα ταχυδρόμο και έδωσα είδησιν της Κυβερνήσεως τα όσα έκαμα. Μία ημέρα βλέπω και έρχεται ο Μαυροκορδάτος να με χαιρετήσει, όταν έπαυσαν τα δεινά της πόλεως. Του είπα: «Γιατί, κυρ Αρχιγραμματέα, δεν ήλθες κοντά εις την κυβέρνηση;» Μου αποκρίθηκε προφάσεις, που δεν είχαν τον τόπο τους, και μου βγάνει ενα γράμμα προσκλητικό, που τον προσκάλεσε δια Πρόεδρο του Βουλευτικού. Μου έβγαλε και μία κόπια της απαντήσεως του, που δεν ήθελε γιατί είναι Αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού. Εγώ του είπα: «Έκαμες ως πατριώτης, και στέκεσαι και εις τον λόγο σου, γιατί αν έμβαινες εις το Βουλευτικό, το Εκτελεστικό εχάλαγε, γιατί η ψυχή του Εκτελεστικού είσαι η ευγενία σου, και αποκρίθηκες πολύ καλά». Εγώ εξέγνοιασα και η δουλειά εδούλευε εις το Βουλευτικό.
Μία των ημερών, το Βουλευτικό έκλεξε τον Άρτης και άλλους να μου ομιλήσουν δια να δώκω γράμμα, να τους δεχθεί ο μακαρίτης ο Πάνος, που ήτον εις το Ναύπλιο φρούραρχος, δια να κάτσει το Βουλευτικό εις τ' Ανάπλι. Εγώ επήρα τον Αναγνώστη Δελιγιάννη και τον Παπαφλέσσα δια να ομιλήσομε χωριστά εις μίαν κάμαρα του Βουλευτικού. Σαν επήγαμε, άρχισε ο Άρτης την ομιλίαν, να τους δώσω το γράμμα: «Τα ασκέρια τουφεκίζονται κλπ.». Αποκρίθηκα: «Δεν είναι καιρός να πάτε στ' Ανάπλι, το Εκτελεστικό πάει στα Δερβένια, και να πάει το Βουλευτικό στ' Ανάπλι δεν φθάνει να παρακινεί τες επαρχίες. Όταν γυρίσει και το Εκτελεστικό, συναζόμεθα και πάμε στ' Ανάπλι». Ο Άρτης εμίλησε με θυμό και εβάρεσε το χέρι του εις το μηρί του, λέγει: «Έτσι το θέλει το έθνος», με πεισματώδη ομιλία. Και εγώ σηκώθηκα δια να του αποκριθώ καθώς έπρεπε, όμως με εμπόδισεν ο Δελιγιάννης και ο Παπαφλέσσας, και έτσι ανεχώρησε και έπαυσε αυτούνο το ζήτημα.
Σε δύο ημέρες ακούμε, ότι ο Μαυροκορδάτος κάθεται επί θρόνου πρόεδρος. Ακούοντας ημείς, ότι έκατσε πρόεδρος, μας εφάνη παράξενο, γιατί ούτε τα αρχεία έδωσε, και το Εκτελεστικό θα εχάλαγε. Λέγει ο Δελιγιάννης: «Άσε να τον ρίξομε πολιτικώς». Του είπα: «Καλά...πολιτικώς δεν ρίχνεται, μόνε εγώ, εγώ έχω τον τρόπο' θέλει βία το ρίξιμο του». Κάθεται τρεις ημέρες κοντά κοντά πρόεδρος. Επάνω σε τούτες τες τρεις ημέρες η γνώμη του Βουλευτικού ήτον να τον κάμουν πρόεδρο και να τον στείλουν με τον Α. Δεληγιάννη εις την Πορτογαλίαν δια βασιλέα και μας προσκάλεσαν να κάμομε συνέλεψη εις του Πανούτσου Νοταρά το σπίτι. Εκάλεσαν και μένα. Μέρος Βουλευτικού, συνάχθη. Ο Δεσπότης Άρτης, ο Παπαφλέσσας, Δελιγιάννης εμαζώχθησαν έως τριάντα όλοι. Εγώ κάτι εχασομέρησα και επήγα όλο στερνά. Ομιλούσαν μέσα, επήγα και εγώ σαν με προσκάλεσαν. Μπαίνοντας μέσα, προσηκώθηκαν και μου είπαν να κάτσω στην απάνω μεριά ως Αντιπρόεδρος· τους είπα: «Κάθομαι εδώ», και έτσα στην πόρτα. Παύουν την ομιλία και κάνουν σιωπή έως δέκα λεπτά. Τους είπα: «Αν έχετε καμμία μυστική δουλειά και σας αντίσκοψα, να πάγω να σεργιανήσω εγώ». Μου αποκρίθηκαν:«Όχι, έχομεν ομιλίαν να ειπούμεν, και σαν έντεσες από το Εκτελεστικό Αντιπρόεδρος, να ειπείς την γνώμην σου». Εγώ τους αποκρίθηκα: «Τι ανάγκη η γνώμη μου να τη δώσω; Εις μερικά ερωτάτε το Εκτελεστικό, εις άλλα όχι, τι πάει να ειπεί αυτό;». Επετάχθηκε ο Άρτης: «Σε ποιο δε σ' ερωτήσαμε;» «Δεν μ' ερωτήσατε όταν εβάλετε και Πρόεδρο του Βουλευτικού». - Ένα μήνα πρωτύτερα ο Άρτης και ο Μαυροκορδάτος ήτον εις τα μαχαίρια. - «Το Βουλευτικό, λέγει ο Άρτης, ήτο χηρευάμενο». Εγώ είπα: «Εχάθηκαν τόσοι πατριώται να βάλετε, μόνε να βάλετε τον Αρχιγραμματέα;» Με αποκρίθηκε: «Δεν είναι κανένας προκομένος σαν τον μαυροκορδάτο». Και εγώ του είπα: «Μου φαίνεται και κουβεντιάσαμε... και μου λε-γες τόσα για τον Μαυροκορδάτο... πώς εις ένα μήνα έγινε καλός;» Αποκρίθηκε: «Ο καλός είναι και κακός». «Σαν τον έκλεξες για καλό, πάρτον εις την Άρτα, όχι εδώ εις Ελλάδα, και μη μου βροντάς το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι». Εις τον θυμό μου λέγω τέτοια. - Ακούοντας ο Δεσπότης σηκώνεται να φύγει. «Σαν δεν μας θέλετε τους ξένους...» και φόρεσε τα πασουμάκια του. -«Προφάσεις είναι αυτές για τους ξένους, αυτά είναι της φαντασίας σου λόγια», και έτσι διαλύθηκε η ομιλία.
Την ίδια ώρα επήγα εις το σπίτι μου και εβγήκε και ο Δελιγιάννης, και ο Δελιγιάννης έβαλε αστυνομία στο σπίτι μου να μη κράξω τον Μαυροκορδάτο. Έστειλα να έλθει ο Μαυροκορδάτος, εις το κονάκι μου, ήτον βράδι-βράδι. Μπαίνοντας ο Μαυροκορδάτος ήλθε και ο Αναγνώστης. Εκάτσαμε οι τρεις, και εκλείσαμε την πόρτα και αρχίνησα να ειπώ του Μαυροκορδάτου: «Διατί να κάμεις αυτό;» Αυτός αρχίνησε να μου απολογηθεί με τα γέλια τα συνηθισμένα, και μου λέγει ότι: «Είναι συμφερώτερον δια το έθνος το Βουλευτικό παρά το Εκτελεστικό».- «Σου λέγω τούτο, κύριε Μαυροκορδάτε, ότι εσυναναστραφημεν σαράντα ημέρας εις το Εκτελεστικό, και δεν ημπορώ... σου λέγω, μη καθήσεις πρόεδρος, διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με την βελάδα που ήλθες». - Και εβγήκα εις σουλάτσο. Ο κυρ Αναγνώστης, οπού έμεινε οπίσω, του είπε: «Έντεσο εγώ και εγλύτωσες, ειμή θα σε σκότωνε» - και έρριξε το φαρμάκι του και αυτός. Την ίδια νύκτα επήρε τα πλυμμένα του ο Μαυροκορδάτος και επέρασε στο Κρανίδι και έπειτα εις την Ύδρα.
Όταν ήτον εις την τάξιν το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, εδόθη η άδεια να πραγματευθεί το δάνειον. Εκάμαμε την πράξη δια το δάνειο, πριν να διαιρεθούμεν το Βουλευτικό με το Εκτελεστικό. Έμεινα μερικές ημέρες εις την Τριπολιτσά και επήγα εις την Μεσσηνίαν, δια να συνάξω τον έρανον οπού είχαμεν ρίξει δια να βαστάξομε τα στρατεύματα εις τα Δερβένια. Εις την Δημητσάνα ήτον συναγμένοι δια τους προσόδους και εκεί επιάσθηκαν του Κολιόπουλου οι άνθρωποι με ανθρώπους των Δελιγιανναίων. Εκεί έρριξε ένας στρατιώτης του Κολιόπουλου και ελάβωσε τον Ανάστο Δελιγιάννη. Ο Κανέλος, οπού ήτον διορισμένος δια τα Δερβένια, εγύρισεν οπίσω εις την Καρύταιναν. Εις την Καλαμάτα αρρώστησα εγώ, αρρώστησε και ο Κανέλος, και εγύρισα εις την Τριπολιτσά. Από τότε άρχισαν αναφανδόν να εχθρεύονται οι Δελιγιανναίοι με τον Κολιόπουλο. Εγώ δεν ήθελα το κακό ούτε του ενός, ούτε του άλλου» ο ένας ήτον συγγενής μου και ο άλλος συμπέθερός μου.
Το Εκτελεστικό, συνθεμένον από τον Μαυρομιχάλην, Σωτήρ Χαραλάμπην και Μεταξάν έμεινε τρεις μήνες εις την Σαλαμίνα, και έπειτα επέστρεψαν εις την Τριπολιτσάν. Εκεί εσμίξαμε' ήμουν ακόμη Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού. Ένα μέρος του Βουλευτικού έφυγεν από την Τριπολιτσά και επήγε εις το Άργος. Ο Πάνος έλαβε διαταγήν από το Εκτελεστικό να πάρει τα αρχεία του Βουλευτικού. Ο Θεοδωρής Ζαχαρόπουλος, ο οποίος ήτον φρούραρχος του Βουλευτικού του κόμματός των υπερασπίσθη και δεν τα έδωσε τα αρχεία απ' εκεί το Βουλευτικό ανεχώρησε δια το Κρανίδι. Εκεί έρριξαν το Εκτελεστικό, οπού ήτον εκλεγμένο από την Συνέλευση του Άστρους και εδιόρισαν τον Κουντουριωτην, πρόεδρον του Εκτελεστικού, Ιωάννην Κωλέττην, Π. Μπότασην και Α. Σπηλιωτάκην. Έπειτα εμβήκαν εις τα καράβια, και έστειλαν εις το Ναύπλιον δια να παραδώσει ο Πάνος το φρούριο του Ναυπλίου. Αυτός αποκρίθηκεν ότι: «Η Κυβέρνησις του Έθνους του εμπιστεύθηκε και εις το Έθνος μόνον χρεωστεί να το δώσει». Και έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος.
Αυτοί ήταν ένα μέρος του Βουλευτικού και ενόμιζαν ότι είχαν το δικαίωμα να κρημνίσουν το Εκτελεστικό. Το Εκτελεστικόν έλεγεν, ότι αυτοί παρέλαβαν την εξουσίαν από το έθνος, και δεν έχει το δικαίωμα ένα μέρος βουλευτών να κάμει άλλην κυβέρνησιν, - το άλλο μέρος των βουλευτών ήτον εις την Τριπολιτσά. Το Εκτελεστικό ήτον τότε από τον Μαυρομιχάλην, πρόεδρον, τον Σωτήρ Χαραλάμπην, Ανδρέαν Ζαίμην και Ανδρέαν Μεταξάν. Εγώ, όταν ήμουν εις το Ναύπλιον, πριν να αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος, είχα δώσει την παραίτησή μου ως Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, διότι επρόβλεπα αυτά τα πράγματα. Η παραίτησίς μου έλεγεν, ότι εις την θέση του Αντιπροέδρου ας βάλουν άλλους πατριώτας, μόνον τον Κολοκοτρώνη δεν ημπορούν να μη βγάλουν.
Απ' εκεί επήγα εις την Κόρινθον, οπού επολιορκείτο και δευτέραν φοράν από τους Κορινθινούς και Στάϊκο. Οι Τούρκοι της Κορίνθου εζητούσαν να έλθει ο Κολοκοτρώνης να παραδοθούν. Έτσι επήγα και έκαμα συνθήκη, ν' αφήσουν όλα τους τα πράγματα και να πάρουν τα άρματά τους και να τους μπαρκάρω να τους στείλω εις την Σαλονίκη. Έτσι εδέχθηκαν. Τους εμπαρκάρησα εις το Καλαμάκι εις δύο Σκλαβούνικα και ένα Κεφαλονίτικο. Οι Κορίνθιοι με εζήτησαν να βάλουν φρούραρχο τον Χελιώτη. Τον έβαλαν προσωρινώς, έως ότου να διατάξει η κυβέρνησις. Τα χρήματα, τα οποία ευρήκαμε εις την Κόρινθο τα διεμοίρασα εις όλους τους Κορινθίους. 1823, μήνα Νοέμβριο και Δεκέμβριο.
Από την Κόρινθο επήγα εις την Καρύταινα, να συμβιβάσω τον Κολιόπουλο με τους Δελιγιανναίους, οπού ήτον εις πόλεμον. Ο Δημητράκης Δελιγιάννης εμάζωξε στρατιώτας και επήγε να χαλάσει το χωριό του Παλούμπα, όπου ευρίσκοντο τα σπίτια του Κολιόπουλου. Εσκοτώθηκε ένας γαμβρός του Κολιόπουλου. Όταν επήγα εις την Καρύταινα, έγραψα να έλθει ο Μεταξάς δια να ειρηνεύσουν οπού ετρώγοντο. Ήλθεν. Έτσι εύρηκεν αφορμή το Βουλευτικό ότι επήγεν ο Μεταξάς εις την Καρύταινα χωρίς την άδεια του Βουλευτικού, τον έκαμαν έκπτωτο, και έτσι το Εκτελεστικό δεν ήτον πλήρες, και έκαμαν το άλλο Εκτελεστικό.
Πριν να γίνει αυτό εις την Καρύταινα, ο Ζαΐμης, Λόντος και άλλοι έκαμαν μίαν Αχαϊκήν συμμαχίαν. Ο Σισίνης δεν ήτον με την γνώμην τους και ήτον ενάντιος. Αυτοί εμάζευσαν στρατιώτας και επήγαν εναντίον του Σινίνη, δια να τον χαλάσουν και να ενώσουν την Γαστούνην με την Αχαϊκή τους συμμαχίαν. Έτσι άρχισε ο πόλεμος. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, επήγα εις βοήθειαν του Σισίνη. Οι Ανδρέηδες άμα με ήκουσαν ότι πηγαίνω εναντίον τους ανεχώρησαν και άφησαν την Γαστούνην ελεύθερη. Απ' εκεί επήγα εις την Αρκαδία. Εις την Αρκαδία έλαβα γράμματα από το Εκτελεστικό και με έλεγε να προφθάσω, και έτσι επήγα εις την Τριπολιτσά. Εγώ υπεστήριξα το Εκτελεστικό αυτό ως το μόνον νόμιμον, έτσι το ενόμιζα. Άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Πολιορκούν το Ναύπλιον δια ξηράς και θαλάσσης, στέλνουν και στρατεύματα εις την Τριπολιτσά' μας πολιορκούν. Κάμνομεν ένα μήνα πολιορκημένοι. Ο Λόντος, Νοταράς, Ζαφειρόπουλος, Μπάρμπογλης, Γιατράκος, έκαμναν την πολιορκία. Όταν μας επολιόρκησαν μας επρόβαλαν να τους δώσομε το Εκτελεστικό, -Πετρόμπεη, Σωτήρ Χαραλάμπη και Μεταξά - να τους πάνε κάτω. Ημείς τους αποκριθήκαμεν ότι αυτό δεν γίνεται, πλην, αν θέλετε, να πάρομε και το ένα Εκτελεστικό και το άλλο, και τους κρίνομε, και όποιος έχει άδικο, εκείνος να παιδευθεί. Δεν ήκουσαν, ακολούθησαν διάφοροι ακροβολισμοί. Ο Κολιόπουλος ήλθεν ως μεσίτης και εσυμφωνήσαμε: ο Πετρόμπεης να μείνει απείραγος και να πάγει εις την Μάνη, και την Τριπολιτσά να την αφήσομε εύκαιρη, και να μην έμβουν μέσα ούτε του ενός ούτε του αλλουνού μέρους στρατιώτες. Από την Τριπολιτσά επήγα εις την Καρύταινα, ο Σωτήρ Χαραλάμπης εις τα Καλάβρυτα. Το Ναύπλιο επολιορκείτο ακόμη. Ο Νικήτας ήτον εις του Μπουγιάτι. Ακούσθηκε με τον Κουντουριώτη' ο Κουντουριώτης του επρόβαλε να γυρίσει με το μέρος του, αυτός αποκρίθηκε: «Εισακουσθήτε με τον μπάρμπα μου, και αν ενωθεί, ενώνομαι και εγώ». Του έγραψα να υπάγω να ομιλήσομε. Με έγραψε να υπάγω στο Τσιβέρι με μόνο πενήντα ανθρώπους και να περάσω από εδικούς του ανθρώπους. Εγώ υποπτεύθηκα και δεν επήγα.
Εις την Καρύταινα εσύναξα στρατιώτας και τους εκτύπησα εις διάφορα μέρη. Έπιασα τρακόσιους ζωντανούς, χωρίς να χυθεί αίμα. Εμβήκαν εις την Τριπολιτσά και τους πολιόρκησα. Ο Γενναίος, ο Κολιόπουλος και ο Νικήτας, επήγαν εις βοήθειαν του Πάνου εις το Ναύπλιο και επέστρεψαν οπίσω. Τότε ήλθε ο Ανδρέας Ζαΐμης και εσμίξαμε απ' έξω απ' την Τριπολιτσά. Με είπε να γράψω του Πάνου να παραδώσει το κάστρο. Εγώ τους αποκρίθηκα, ότι: «Δεν ημπορώ να παραδώσω εις τους τυχοδιώκτας, εις εσάς, αν είσθε ικανοί να το βαστάξομε και αποκρινόμεθα όλα τα έξοδα οπού έχετε καμωμένα». Και έτσι έγραψα του Πάνου και το παρέδωσε το φρούριο εις τους Ανδρέηδες, και όχι εις την Κυβέρνηση. Τους προείπα να βάλουν φρουρά εις το Παλαμήδι εδικούς τους και όχι χαϊμένους' και εκεί έβαλαν τον Φωτομάρα, και έπειτα ο Γρίβας, και έγιναν εκείνα τα κακά οπού έγιναν.
Ο Πάνος ήλθε εις την Καρύταιναν, έγινεν αμνηστεία δια τον Πάνο και έτσι έλαβε διαταγήν δια την Πάτρα να την πολιορκήσει. Εκεί έσμιξεν ο Πάνος με τον Ζαΐμη και Λόντο. Αυτοί ήταν δυσαρεστημένοι με τον Κουντουριώτη, ενώθηκαν με ημάς. Ο Παπαφλέσσας εβγήκε δια να καθυποτάξει τας επαρχίας Αρκαδίας, Φανάρι και λοιπάς. Τα δάνεια εδυνάμωσαν την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και η δύναμη την έκαμε νόμιμη. Έγραψα να έλθει ο Πάνος και ο Γενναίος εις την Καρύταινα δια να αντισταθούν, τον Παπαφλέσσα τον εκυνήγησαν (επολέμησαν εις τους Κωνσταντίνους) αι επαρχίαι και επήγεν εις το Ναύπλιο. Έστειλαν δύναμιν τον Βάσον με οχτακόσιους, απαντήθηκαν οι στρατιώται με τον Πάνο και εσκοτώθη.
Ο Ζαΐμης έφθασε δια να εμβούμεν εις την Τριπολιτσάν. Οι Τριπολιτσιώτες εφοβήθηκαν δια τον σκοτωμό του Πάνου και αντιστάθηκαν τους εφοβέρισε και ο Κανέλος Δελιγιάννης. Η Κυβέρνησις του Κουντουριώτη εδυνάμωσεν, έστειλεν εις την Ρούμελην, έφερε τον Γκούρα, και οι άλλοι καπεταναίοι της Ρούμελης εμβήκαν εις την Κόρινθον, εκυνηγησαν τον Νοταράν. Απ' εκεί επήγαν εις την Κερπενή, χωριό των Καλαβρύτων, έκλεισαν τον Ζαΐμη, ήλθεν και ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας εναντίον του Ζαΐμη, τον εχάλασαν τον Ζαΐμη, και ο Ζαΐμης, Λόντος και Νικήτας κατέφυγαν εις την Δυτικήν Ελλάδα. Ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας μ' έγραφαν δια να μείνω να ομιλήσομε και με παίρνουν απάνω τους αν πάθω τίποτε. Εγώ όμως δεν ήμουν πλέον εις την Καρύταιναν, διότι ήλθεν ο Κολιόπουλος σταλμένος από την Κυβέρνηση και μου είπε ότι να πάμε εις το Ναύπλιο δια να συμβιβασθούν τα πράγματα. Επήγαμε εις την Τριπολιτσά. Εκεί ήτον μία επιτροπή από τον Σκούρτην, το Γ. Μαυρομάτη και Κ. Ζαφειρόπουλο, και με έκαμαν όρκους, ότι να πάγω κάτω να συμβιβαστούν τα πράγματα και από αυτά. Ενεμπιστεύθηκα εγώ, επήγα εις το Ναύπλιο. Εκεί εις ένα - δύο μέρες βλέπω να διώχνουν τους ανθρώπους μου και να με αφήνουν μοναχό, κατάπληκτο έως ότου να μαζώξουν και τους άλλους. Μας εμβαρκάρησαν εις μίαν γολέταν, Γοργώ, ήτον και ο Σκούρτης, και μας επήγαν εις την Ύδρα. Εκαθήσαυεν δύο ημέρες και μας έστειλαν στον Προφήτην Άγιον Ηλίαν, ένα μοναστήρι. Εκαθίσαμεν τέσσερους μήνας. Είκοσι ημέρες μετά το πιάσιμο μας, ήλθεν ο Μπραΐμης εις την Πελοπόννησο. Εις την Ύδραν άρχισε να γίνεται από τον λαόν μία εταιρία δια να μας βγάλουν. Ο Κουντουριώτης ετοιμάζετο δια την Πάτρα, έπειτα σαν άκουσε ο Μπραίμης ήλθεν εις τα Μοθωκόρωνα, έκαμαν διαταγάς δια να γυρίσουν τα στρατεύματα δια το Νεόκαστρο. Επήγεν ο Κουντουριώτης εις Τριπολιτσάν και έστειλε τον Σκούρτην Αρχιστράτηγον εις όλα τα στρατεύματα. Είχε μαζί ένα ήμισυ μιλλιούνι γρόσια. Τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα εκίνησαν και αυτά, πηγαίνουν εις το Νεόκαστρο. Εκεί βάζουν φρουράρχους τον Π. Γιατράκο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη.
Ο Ιμπράίμης επολιόρκησε το Νεόκαστρο, έπειτα εξεμβαρκάρισεν εις το παλιό Ναυαρίνο, εκεί εκλείαβησαν χίλιοι Πελοποννήσιοι, στενοχωρημένοι από ζωο τροφίας επροσκύνησαν και ο Ιμπραΐμης τους άφησεν ελευθέρους. Ήτον εκεί ο Τσόκρης και ο Τζανέτος και άλλοι. Ο Ιμπραΐμης εφέρθηκε με γλυκό τρόπο εις αυτήν την περίστασιν, δια να τραβήξει τους Έλληνας δια να προσκυνήσουν. Ο λαός άρχισε να λέγει, ότι δεν πολεμούμε, αν δεν βγάλετε τους αρχηγούς μας. Τα Ρουμελιώτικα και Σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας επρόβαλαν δια να με βγάλουν. Εκεί έκαμαν όλα τα στρατεύματα μίαν αναφοράν και ζητούσαν τηνΓίνεται εις το Κρεμύδι πόλεμος και νικώνται οι εδικοί μας. Ο Καρατάσσος έκαμε έναν καλόν πόλεμον. Τότε όλοι οι αρχηγοί Ρουμελιώται εσυνάχθησαν και απεφάσισαν ν' αναχωρήσουν από την Πελοπόννησο, δια να υπάγουν να βοηθήσουν την Ρούμελη, και μάλιστα το Μεσολόγγι, οπού άρχισε να πολιορκείται. Τότε επήγαν εις τον Κουντουριώτην, επήραν τους μισθούς των και ανεχώρησαν άλλοι δια την Ανατολικήν Ελλάδα και άλλοι δια την Δυτικήν. Ο Ιμπραΐμης έκαμε ντεσμπάρκο και εις την Σφακτηρίαν, και εσκοτώθη και ο Αναγνωσταράς, καθώς και ο Τσαμαδός. Επιάσθηκαν εις την Σφακτηρίαν μερικοί ζωντανοί, ο Π. Ζαφειρόπουλος επιάσθη σκλάβος εις το Κρεμύδι, πηγαίνει και ο Κ. Ζαφειρόπουλος, πιάνεται και αυτός, και ο Χατζή Χρήστος. Το Νεόκαστρο σαν εστενοχωρήθη πολύ, έκαμε συνθήκας και παρεδόθηκεν. Ο εχθρός τους μεν στρατιώτας, χωρίς τα άρματα τους, τους άφησε ελευθέρους εις τους αξιωματικούς τους τα άφησε, και μόνον εβάσταξεν αιχμαλώτους τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και Παναγιώτη Γιατράκο.
Μανθάνοντας ο Κουντουριώτης, ότι τρατάρει το Νεόκαστρον, εμβαρκαρίσθηκεν εις το Αλμυρό και ήλθε εις την Ύδραν. Εκεί εκατέβημεν και ημείς. Σαν είδαν τον κίνδυνο της Πατρίδος και την επιμονήν, οπού έδειχνε ο λαός δια να μας ελευθερώσουν μας ελευθέρωσαν. Ήλθαμε εις το Ανάπλι. Ερχόμενοι εις το Ναύπλιον ορκωθήκαμεν το Βουλευτικόν, το Εκτελεοτικόν και ημείς εις την εκκλησίαν, ότι να αφήσομε τα περασμένα, να τα λησμονήσομε, να ενωθώμεν και να μην έχομεν άλλην ιδέαν, παρά να δουλεύσομε την Πατρίδα μας. Έτσι μ' έκαμαν γενικόν αρχηγόν. Εσυνάχθηκε τότε το Βουλευτικό και το Εκτελεστικόν εις ένα μέρος, και επήγα και εγώ.Εις την Ύδραν ευρισκόμεθα: ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνώστης Δελιγιάννης, Κανέλος Δελιγιάννης, Νικολάκης και Δημητράκης Δελιγιάννης, Ιωάννης και Παναγιώτης Νοταράς, Γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης, υιός του, Μήτρος Αναστασόπουλος, ο Γρίτζαλης, ο Ανάστασης Κατσαρός, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Θεόδωρος Γρίβας. Εις την Σφακτηρίαν ο Αναγνωσταράς ήτον αρχηγός, ο Ανάστασης Τσαμαδός με δέκα κομμάτια καράβια είχε την θάλασσα.Θ. Κολοκοτρώνη-Απομνημονεύματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου