Καθώς εσυνάχθηκε το Εκτελεστικό και Βουλευτικό με επροσκάλεσαν εμέ, και εγώ τους είπα: «Σεβαστή Διοίκησις, ν' ακούσετε την γνώμην μου οπού θέλει σας ειπώ. Στην Πάτρα, στην Κορώνη και στα Μοθωκόρωνα Τούρκος να μην ακούεται πουθενά, μόνον να είναι όλο ελληνικό. Της Τριπολιτσάς το κάστρο πρέπει να το χαλάσομε, διατί δεν συμφέρει μέσα εις την Πελοπόννησο να είναι μία τέτοια μάνδρα, γιατί βγάνει από μέσα όλο εμφυλίους πολέμους και όχι τώρα οπού ο Ιμπράίμης είναι με πενήντα χιλιάδες στράτευμα εις την Πελοπόννησον και κρατεί τα κάστρα της Μεσσηνίας τρία, και κρατεί και την Πάτραν και έκαμε και τόσες νίκες εις τους Έλληνας, και εσκότωσε και τον Φλέσσαν με τους πεντακόσιους και ο Φλέσσας ημπορεί να εσκότωσε χίλιους και έκαψε και την Καλαμάτα και τα στρατεύματα έφυγαν, και έχει τόσες νίκες καμωμένες, θα έλθει και στην Τριπολιτσά, και σαν έλθει στην Τριπολιτσά, πιάνει και το κάστρο και τότε χαλάει και όλην την Πελοπόννησον, διατί είναι εις το κέντρον». Με απεκρίθηκαν: «Δεν έχουν έξοδα». Απεκρίθηκα εγώ: «Δότε μου την άδειαν, και με τον λαόν το χαλώ δια πέντε ημέρες, και τότε δεν ευρίσκει ο Μπραΐμης να κάμει φωλιά, και τον κτυπώ από όλα τα μέρη. Αν πιάσει την Τριπολιτσά δεν του χρειάζεται άλλη φωλιά δια να χαλάσει την Πελοπόννησο. Εάν και χαλάσομε την Τριπολιτσά, δεν ευρίσκει φωλιά και τον κατατρέχω με τα στρατεύματα της Πελοποννήσου. Τότε ενώνονται τα στρατεύματα, αλλέως δεν θα ένώνονται, γιατί θα φοβούνται από όλα τα μέρη». Καθώς και έγινε.
Αυτοί υποπυεύθηκαν ότι έχω μίσος να χαλάσει η Τριπολιτσά τα τείχη, και αποκρίθηκαν: «Να ιδούμεν». Επήγα εις το Άργος. Έκαμα αναφοράν, έκαμαν και από την Τριπολιτσά, και δεν ακούσθηκα. Τότενες έμασα οκτώ χιλιάδες στράτευμα. Ήλθαν τα στρατεύματα εις συνάντησίν μου. Οι Αργίτες εις το Ναύπλιον, οι Τριπολιτσιώτες εις το Αργός' τους έλεγα: «Τρέξατε, αδέλφια μου, να μη μας πάρουν σκλάβους οι Αραπάδες, δεν έχομεν βοήθειαν ειμή από τα άρματά μας». Δοξολογίες εις τον ύψιστον άνδρες και γυναίκες. - Έστειλα διαταγή εις όλας τας επαρχίας και εσυνάχθησαν δια τρεις ημέρες οκτώ χιλιάδες.
Όταν ήμουν ακόμη στην Τριπολιτσά, ήλθεν η είδησις του Φλέσσα. Έκαψε την Καλαμάτα ο εχθρός, δυνατός, εκυρίευσε την Μεσσηνίαν. Εγώ έπιασα τα Δερβένια, επέρασα και από το Λεοντάρι, έφτιασα φούρνους, δια να κουβαλούν τροφάς εις το Δερβένι, έφτιασα ταμπούρι δυνατό δια να τον πολεμήσουν. Αυτός είχε κατασκόπους, και είδε ότι ήθελε να περάσει από τα Δερβένια με χαλασμό. Ένας Τούρκος Λιονταρίτης, σκλάβος εις την Μπολιανήν, ήτον φευγάτος εις τον Ιμπραΐμη, είπε: «Εγώ ηξεύρω ένα τόπο να πάμε από τες πλάτες, να αναβούμεν εις τον απάνω κάμπο». Έτσι εγώ, μην ηξεύροντας ότι θα περάσει από εκείνο το μονοπάτι, όπου εγώ δεν έλπιζα ποτέ όμως με παρεκίνησε ότι οι Μεσσήνιοι ήταν τραβηγμένοι εις τα βουνά, και εκίνησα να πιάσω εκείνην την θέσιν οπού επέρασε.
Οι Τούρκοι εντόπιοι σκλάβοι έφευγαν και οδηγούσαν τον Μπραΐμην. Έστειλα τα ανιψίδια μου να το πιάσουν, εγώ εκίνησα εις τα Σαμπάζικα με ογδόντα ανθρώπους να μαζώξω τα χωριά, να πιάσω τας θέσεις. Εξημέρωσα εις ένα χωριό, εις την Άκοβο, ήλθαν και από όλα χωριά να πιάσομε την θέσιν. Δεν έφθασαν τρεις ώρες της ημέρας, και με τους οδηγούς τους Τούρκους έπιασε το βουνό, πριν να πάμε ημείς με στράτευμα. Ο κόσμος οπού ήτον εις το χωριό, σαν είδαν και εκαβάλληκε το βουνό, ετσάκισαν και έφευγαν και εγώ ήμουν σε μίαν ράχη κι έφυγαν από μπροστά μου.
Οι Τούρκοι εμβαίνουν εις την Μπολιανή, χωριό από διακόσιες πενήντα οικογένειες. Οι πεζοί έβαλαν φωτιά εις το χωριό, οι καβαλλαραίοι εκυνηγούσαν τα παιδιά να τα σκλαβώσουν, απο πίσω ήρχετο το στράτευμα. Ρίχνω μια μπαταρία τουφέκια. Οι Τούρκοι εφοβήθηκαν και εγλύτωσεν εκείνος ο λαός, και ήτον το μεσημέρι. Εκείνο το βουνό οπού ήμουν εγώ ήτον δυνατό, και της ευθύς έστειλα διαταγήν εις το Δερβένι να γυρίσει όλο το στράτευμα κατ' εμέ, διατί οι Τούρκοι ήλθαν από την Μπολιανήν, και τρέξατε να μην πιάσουν τον κάμπο. Το στράτευμα ήτον ώρες εξ μακράν, ενύκτωσε, και εγώ έμεινα τοποτηρητής, να ιδώ οι Τούρκοι που θα κάμουν. Λαβαίνοντας το γράμμα μου εκίνησε ο Γ. Γιατράκος με οχτακόσιους, και τα άλλα εκίνησαν από κοντά. Γενναίος, Κολιόπουλος, Κανέλος Δελιγιάννης, Παπατσώνης, Αρκαδιανοί, Γρίτζαλης, οι Τριπολιτσιώτες, ο Κολιός (εσκοτώθη). Εγώ οπισο δρόμησα μίαν ώρα κατά τον δρόμο οπού ήρχονταν οι δικοί μας. Με τα χαράγματα έφθασε ο Γιατράκος, έκαμε να πιάσει ένα χωριό, Διράχι, επειδή υποπτεύθηκε μην περάσουν οι Τούρκοι κατά τον Μιστρά. Ανεχώρησε και επήγε. Εγώ έμεινα εις την ιδίαν τοποθεσίαν. Ο Αντώνης ο Κολοκοτρώνης, που ήξευρε τον τόπον, επέρασεν από ένα μονοπάτι και εβγήκεν μπροστά από τους Τούρκους. Τα στρατεύματα μας ερχόντανε κομματιαστά. Ήλθαν άλλοι χίλιοι και τους έστειλα και έπιασαν κάτι καταράχια, καρσί των πεντακοσίων (Κανέλος, Γενναίος, Γρίτζαλης, Παπατσώνης)· ο Κολιόπουλος ερχόντουνε από κοντά με τους Αρκαδιανούς και με άλλα στρατεύ ματα. Οι Τούρκοι εβγήκαν πρωί και έκαμαν κατά μας, όχι κατά το Διράχιον. Απαντήθηκαν και τα δικά μας δεν τους βάσταξαν, και έκαμαν ρετιράδα κατ' εμένα.
Ερχάμενοι εις εμένα τους αποφασίζω, στέλνω τρεις χιλιάδες εις την ράχην, να τους βάστάξομε εδώ. Οι Τούρκοι ήλθαν ίσα με τον Γενναίον, και εστάθηκαν. Δεν τους έδιδε χέρι να περάσουν εμπρός, διότι άφιναν το στράτευμα πίσω. Επιάσθηκαν πόλεμο, με Γενναίον, Κανέλον και λοιπούς. Οι δικοί μας έφτιασαν ταμπούρια οι τρεις χιλιάδες, και τους έβαλε ευθύς το κανόνι, μα δεν τους έκαμε τίποτες. Εγώ επέρασα μισήν ώραν μακριά δια να είμαι αγνάντια του πολέμου, και επρόσταξα τον Κολιόπουλο να πάγει βοήθεια εις το πρόποδο του βουνού, που ήτον ο Γενναίος απάνο), και επήγε και επολέμαε και ο Κολιόπουλος με τους Τούρκους. Ο Γενναίος κατεβαίνει και του λέγει: «Μπάρμπα, τραβήξου απ' αυτήν την θέσιν, και πήγαινε στου πατέρα μου, να δυναμώσετε εκεί». Ήλθε ο Κολιόπουλος εις εμέ, ήλθαν και οι Αρκαδιανοί, και είμεθα ένα σώμα καλό. Ο Γενναίος με το στράτευμα του πολεμεί όλην την ημέρα. 'Ερριχναν μπόμπες και κανόνια. Πολεμάν όλη την ημέρα, Ο Γιατράκος, οπού ήτον εις το χωριό, σαν ήκουσε τον πόλεμο, ήλθε μεντάτι από ένα μέρος, και οι Τούρκοι ήσαν πολλοί και του έπεσαν επάνω και τον χάλασαν. Δεν μας βόλιε να του δώσομε βοήθεια, διότι ήτον βράχοι στη μέση. Λαβώθηκε ο Γιατράκος, εσκόρπισε εκείνο το στράτευμα. Περιμένομε βοήθεια και από τ' άλλα χωριά, πλην δεν ήλθαν. Ο Γενναίος με τους άλλους εις το καταράχι επολέμησε και όλη τη νύκτα, μα οι Τούρκοι δεν επήραν τα ομπρός.
Την άλλη μέρα στέλνω τους Αρκαδιανούς να πιάσουν ένα μονοπάτι, διατί είδα τους Τούρκους και έπιασαν όλα τα καταράχια. Βλέποντας ότι έστειλα να πιάσω το μονοπάτι, εκίνησαν οι Τούρκοι εκεί. Οι Αρκαδιανοί, αφού επολέμησαν, δεν τους βά σταξαν και ήλθαν κατ' εμένα. Οι Τούρκοι επήραν τον κάμπο. Η καβαλλαρία η τουρκική ήλθεν έως το Λιοντάρι, καίοντας τα χωριά. Καμμιά δεκαριά χιλιάδες ετέ ντωσαν από τες πλάτες του Γενναίου στον κάμπο. Βλέποντας εγώ εκείνους, ότι επλεύρωσαν τα στρατεύματα τα εδικά μας, εκατέβηκα με τον Κολιόπουλον ένα κάρτο μακράν από τους Τούρκους, να τους φοβίσω. Δύο μέρες και τρεις νύκτες άπαυτα ο πόλεμος. Σαν είδα ότι δε μπορούσα να τους κάμω βοήθεια, - μια βρυσούλα ήτον, δεν εκόταγαν να στείλουν να πάρουν νερό, διατί τους έφευγαν δεν είχαν πολεμοφόδια, τροφάς, και νερό' το' τους έκαμα σινιάλο να φύγουν με φωτιές.
Εις εκείνον τον πόλεμο εσκοτώθηκαν πέντε δικοί μας, Τούρκοι αρκετοί. Έφυγαν οι εδικοί μας και ετράβηξαν κατά του Τουρκολεκα, κι επήραν τα Δερβένια. Ημείς ετραβηχθήκαμε κατά την Καρύταιναν, όπου ήτον τόπος δυνατός. Οι Τούρκοι ετράβηξαν κατά την Τριπολιτσά, εμπήκαν εις την Τριπολιτσά. Όταν εφύγαμεν το βράδι, έστειλα να κάψω την Τριπολιτσά, τον Τσόκρην, και δεν επρόφθασε. Αρχίνησε να κάψει την πόλη, έφθασε ο Μπράίμης, και επήρε της Τριπολιτσάς το πράγμα όλο.
Έκατσε ημέρες δέκα δια να αναπαυθούν τα στρατεύματα του. Εκείνες τες δέκα ημέρες εγώ εσύναξα Κολιόπουλον, Κανέλον Δελιγιάννην, Παπατσώνην - την νύκτα οπού έφυγαν εσκοτώθηκε ο Κολιός, όχι από τους εχθρούς - και εγινήκαμεν έως τέσσαρες χιλιάδες πεντακόσιοι. Εζυγώσαμε κοντά δια να πιάσομε τα πόστα, να μην τραβήξει κατά την Καρυταιναν και χαλάσει τες χώρες. Ο Ζαΐμης και το Αρχοντόπουλο ήτον εις το Τορνίκι, ως δύο χιλιάδες. Οι Μιστριώτες και οι Αγιοπετρίτες με το Ζαφειρόπουλο και τον Π. Μπαρμπιτσιώτην. Ο Ιμπραίμης εκίνησε, και πάγει εις το Άργος. Αφίνει στράτευμα εις την Τριπολιτσά, πάγει στην Γλυκεία (περιβόλι του Μιαούλη).
Ημείς σαν εμάθαμε ότι ο Μπραΐμης εκατέβηκε στο Άργος, τους έκαμα ένα στρατήγημα να εβγούν έξω από την Τριπολιτσά, να τους πολεμήσομε και πηδήσομε μέσα. Έστειλα τον Κολιόπουλο με χίλιους να πιάσει την μάννα του νερού κρυφίως, που να μη φαίνεται το στράτευμα του, τον Γενναίον εις το Περιθώρι με δύο χιλιάδες, και τον Κανέλον Δελιγιάννην, Παπατσώνην και λοιπούς εις το κέντρον, ψηλά εις του Αγίου Αθανασίου την πόρτα, κρυμμένοι κι εκείνοι- εγώ στεκουμουν εις το κέντρο. Ο Κανέλος, οπού ήτον εις την μέσην, να βγάλει πενήντα ανθρώπους Οι Τούρκοι βλέποντες τους ολίγους να βγουν. Ο Κολιόπουλος, Γενναίος να εμβούν ανάμεσα Τούρ-κους και Τριπολιτσά, και να εμβούν μέσα από του Λεονταρι-ού την πόρτα. Το στρατήγημα μου έγινε ανωφελές. Οι Τούρκοι εβγήκαν ολίγοι και δεν άφισαν το κάστρο. Έγινε καμιά ώρα ακροβολισμός, είδαν οι Έλληνες ότι δεν έβγαιναν και εφανερώθηκαν κι έπιασαν τες τάμπιες οι Τούρκοι.
Την ιδίαν ώρα λαβαίνω ένα γράμμα από την Κυβέρνηση από τ' Ανάπλι. Η Κυβέρνηση μας έγραφε, ότι ο Ιμπράϊμης πάγει εις την Ακροκόρινθο, και τα στρατεύματα μας να παν κοντά. Ημείς ούτε πολεμοφόδια είχαμε, ούτε τροφάς· ετρώγαμε κριάρια και ψάνη, διατί τα χωριά έφυγαν από την τρομάρα τους. Οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς γράφουν εις τον Ιμπραΐμη να φθάσει. Σαν έλαβα και το γράμμα από την κυβέρνηση, διορίζω τον Δημήτριο τον Κολιόπουλο να πάμε εις τους Μύλους τους Αφεντικούς, να πάρομε τσοπχανέ και τροφές. Αφήνω τον Κανέλο και τον Παπατσώνη με χίλιους πεντακόσιους, να φοβίζουν τους Τούρκους. Εγώ με τριακόσιους εκίνησα να κάμω κατά την διαταγήν της Κυβερνήσεως. Εκείνη την ημέρα έρριξε ένα νερό και έγινε ένα πέλαγος. Οι άνθρωποι περνούν από μερικά χωριά, πίνουν κρασί, τους πιάνει και εμέθυσαν, και αργοπόρησαν να βγουν εις το Παρθένι. Έστειλα τον Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλο. να μετρήσει τ' ασκέρι του Κολιόπουλου από κοντά, επήγα και εγώ. Ετράβηξα να ξεμεσημεριάσομε εις τον Αχλαδόκαμπό' Εγώ εκατέβηκα εις το χάνι του Αχλαδόκαμπου, να ξανασάνουν τα στρατεύματα, και εγώ να κινήσω. Έγραψα εις την κυβέρνηση να μου βγάλουν τσοπχανέδες και ψωμί εις τους Μύλους τους Αφεντικούς, να πάγω έπειτα από την Ακροκόρινθο.
Ο Ιμπραΐμης εκίνησε από το Άργος και εκοιμήθηκε εις τα Βρυσάκια. Ο τόπος ήτον σκάπετα. Όταν εστείλαμε τους ταχυδρόμους αυτοί συναπαντήθηκαν με την μπροστέλα του Ιμπραΐμη, και εγύρισαν φεύγοντας οπίσω, και μας είπαν ότιέφθασαν οι Τούρκοι. Οργάνισα εις τέσσερες κολόνες το στράτευμα' τον Βασίλη τον τουρμπετιέρη τον έστειλα να μας κάμει σημάδι, αν οι Τούρκοι είναι ολίγοι, να βαρέσει την τρουμπέτα, εάν όλο το στράτευμα να ρίξει ένα ντουφέκι. Επήγε κι έρριξε το ντουφέκι. Ο Κολιόπουλος να πάγει εις την Γύρα, ο Γ. Αλωνιστιώτης να πάγει του Μπέγη στην σκάλα, και ο Γενναίος να πιάσει του Παρθενίου τη στράτα, και εγώ εις την άκρα. Βλέπομε και ξαγναντάει όλο το στράτευμα του Ιμπραΐμη έως τρεις χιλιάδες, και έπεσε στον κάμπο του Αχλαδόκαμπου. Τους έκαμε τέσσερες κολόνες κι εκείνος εμοίρα-σε την πλιότερη καβαλλαρία κατά την Γύρα.
Οι Έλληνες έμου αποσταμένοι, έμου δεν είχαν ταμπούρια, επείκασα ότι θα χαλασθούμε. Αν είχαμε την είδηση από την νύκτα, και ήθελε ταμπουρωθούμε και έλθει και ο Ζαΐμης θα επολεμούσαμε καλά. Εστοχάσθηκα, το στράτευμα νηστικό και χωρίς τσοπχανέ. Εβάρεσα ριτιράδα να γλυτώσω το στράτευμα. Ο Κολιόπουλος ετράβηξε κατά το μοναστήρι τον Άγιο Νικόλα, όπου ήτον δυνατός ο τόπος. Βαρώ την τρουμπέτα να σηκωθεί και ο Γενναίος, δεν θέλει να σηκωθεί. Βλέποντας ο Ιμπραΐμης αυτό ότι μένει, έβαλε κολόνες κολόνες εις τον άγριο τόπο, εγώ εκ νέου διέταξα την ριτιράδα. Βγαίνοντας εις το Παρθένι με καμμιά εικοσαριά καβαλλαραίους, επήγα να πιω νερό εις ένα χωριό στα Μπερτσοβά. Ο Γενναίος έπιασε ένα καταράχι αντίκρυ του χωνιού στην κορυφή του βουνού με χίλιους πεντακόσιους. Εκεί που πήγα να πιω νερό, δεν εύρα και ήτον σκάπετα μία βρυσούλα, και επήγα να πιω νερό. Οι Τούρκοι εστάθηκαν στ' αμπέλια τα Μπερτσοβίτικα, έως οπού να βγουν όλοι, και η καβαλλαριά η τούρκικη εσκόρπισε στον κάμπο και μας πλάκωσαν στη βρύση. Τους βάλλομεν στο ντουφέκι, κι έφυγαν. Ετουφεκίσθημεν, στους Αγίους... Επήγα και εκάθησα αντίκρυ του Γενναίου. Οι Τούρκοι δεν εκστράτευσαν έμειναν εκεί στ' αμπέλια- τον έβλεπαν τονΓενναίο, και δεν του πήγαν απάνω. Το δειλινό εκάλεσα τον Γενναίο με την τρομπέτα να έλθουν σε μας, και με το εσπέ ρας ανταμωθήκαμε- ανταμώνοντας του λέγω: «Ο Κανέλος είναι εκεί θαρευμένος και ο Παπατσώνης ότι οι Τούρκοι είναι ολίγοι, να πάμε εμπρός να τους σηκώσομε, δια να μην τους κλείσουν οι Τούρκοι». Εφθάσαμε, τον εσηκώσαμε, και επήγαμεν κατά την Αλωνίσταινα όλοι.
Ο Ιμπραΐμης έμεινε στην Τριπολιτσά. Έγραψα εις τες επαρχίες και εσυνάχθηκαν εις τα Δερβένια εφτά χιλιάδες. Ήλθε το Αρχοντόπουλο, ο Ζαΐμης και ο Λόντος, και είχαν το Λεβίδι με δύο χιλιάδες και είχα εγώ πέντε χιλιάδες, τον Κολιόπουλο, τον Κανέλο, τον Παπατσώνη και τα Καρυτινά στρατεύματα με τον Γενναίο. Εμάθαμε από ένα Τούρκο, ότι του ήλθε μεντάτι ο γαμβρός του με στρατεύματα εις την Μοθώνη, και θε να κινηθεί δια βοήθειαν του Ιμπραΐμη. Και τότε έστειλα να πιάσουν τα Δερβένια, δια να μη περάσει προς βοήθειαν. Έγραψα ένα γράμμα εις τα Δερβένια, να έλθουν κι εκείνοι εις βοήθειαν, διατί θα πιάσω τα Βέρβενα και να έλθουν εις βοήθειαν, τόσον και του Ζαΐμη να έλθει εις την Πάνω Χρέπα, και τον Κολιόπουλο τον έστειλα με δύο χιλιάδες να πιάσει τα Βαλτέτσια, και τον Γενναίο και τον Παπατσώνη τον έστειλα να πιάσουν τα Τρίκορφα.
Και το βράδι ήλθε ο Ζαΐμης εις την Επάνω Χρέπα και άναψαν φωτιές, τες είδαν οι Τούρκοι από την Τριπολιτσά και υποπτεύθηκαν μήπως πιάσουν τα Τρίκορφα οι Έλληνες, και την αυγή απεφάσισε ο Ιμπραΐμης, και έστειλε ένα δύο χιλιάδες να πιάσουν τα Τρίκορφα. Ο Γενναίος εκίνησε, δεν επρόφθασε να πιάσει τα ταμπούρια όλα παρά τα μισά και τα μισά έπιασε ο Μπραΐμης. Αρχίνησε τον πόλεμο' εγώ ήμουν εις την Πάνω Χρέπα, όπου ευρίσκοντο τα Καλαβρυτινά και Κορινθιανά στρατεύματα. Ο Κολιόπουλος εκίνησε να έλθει μεντάτι ειςτον Γενναίο. Έστειλε ο Μπραΐμης την καβαλλαρία, οπού εθέρισε στον κάμπο. Επήγε στην Σύλιμνα, οπισθογύρισε τον Κολιόπουλο. Ήτον κάμπος και δεν ημπορούσε να αντισταθεί ο Κολιόπουλος. Τα στρατεύματα ήσαν εις τα Βέρβενα εφτά χιλιάδες· άκουσαν τον πόλεμο και δεν ήλθαν εις βοήθειαν. Αν αυτοί ήρχοντο εις βοήθειαν, δεν έστελνε ο Μπράί'μης όλο το στράτευμα εναντίον του Γενναίου. Ο Ιμπραΐμης όσο έστελνε από την Τριπολιτσά βοήθεια, τόσον έστελνα κι εγώ από το άλλο εις βοήθειαν των εδικών μας. Ο πόλεμος διήρκεσεν από την αυγή έως δύο μετά το μεσημέρι, εννιά ώρες. Κανόνια έρριχναν εναντίον το ταμπούρι του Γενναίου. Ο Γενναίος εβγήκε δύο φορές από το ταμπούρι δια να τους πάρει κανόνια, αλλ' εύρισκε πολλήν δύναμιν και εγύρισε οπίσω. Τα κανόνια των εχθρών δεν επροξενούσαν βλάβη. Εις το ταμπούρι εσκοτώθη ο Παπατσώνης, και άλλοι δύο - τρεις σημαντικοί.
Τα στρατεύματα του Ιμπραΐμη ήτον έως είκοσι χιλιάδες. Το ταμπούρι όπου ήτον ο Γενναίος δεν είχε φόβο, και αφού είδαν οι Τούρκοι, ότι δεν κάμνουν τίποτε από εκείνο το μέρος, εξαπλώθηκε εις τες πτέρυγες. Ο Παναγιωτάκης Νοταράς, οπού βαστούσε την πλάτη του Γενναίου, ανεχώρησε, και έτσι έφυγε και ο Γιάννης Νοταράς με μεγάλο κίνδυνο. Επήραν τα οπίσθια του Γενναίου και αφού είδαν, έφυγαν από το ταμπούρι και έκαμαν κατά μας. Η καβαλλαρία τους έφθασε, κι εκεί εχάθηκαν εκατόν ογδόντα' και πολλοί σημαντικοί αξιωματικοί, καθώς Γεώργιος Αλωνιστιώτης, Κώστας Μπούρας, Ν. Ταμβακόπουλος, Χριοτόδουλος Ναύτης, Χρήστος Παναγούλιας, και όλοι οι λοιποί Έλληνες ήτον διαλεκτοί, εκατόν δέκα από την Καρυταιναν και εβδομήντα από τες λοιπές επαρχίες. Έστειλα ένα μπαϊρακτάρη Μιχαλάκη του Ζαΐμη με τριάντα ανθρώπους· εβάσταξε τους Τούρκους και εγλύτωσαν οι εδικοί μας. Το βράδι επήγαμε εις την Αλωνίσταινα.
Ο Ιμπραΐμης, αφού είδεν, ότι ήτον εκεί στρατεύματα ελληνικά, έπιασε την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι μίαν ώραν μακριά το ένα από το άλλο, και εις την μέσην είναι οι μύλοι της Νταβιάς. Αφήκε τον Σουλεϊμάν μπέη με πέντε χιλιάδες, και έφκιασε δώδεκα ταμπούρια, δια να φυλάγει τους μύλους. Ο Ιμπραΐμης εξαπλώθηκε εις τους κάμπους και εθέρισε τα γεννήματα και τα έμβασε εις την Τριπολιτσά, και επήγε και αυτός εκεί. Εις την Αλωνίσταινα εβγήκαν εκατό Αράπηδες, τους επήραν οι Έλληνες και τους εσκότωσαν όλους εκτός από τρεις τέσσερους, οπού έφυγαν και έδωσαν την είδηση. Ο Ιμπραΐμης έμαθε ότι ευρισκόμεθα εις Αλωνίσταινα, εκίνησε με όλο του το στράτευμα εις πέντε κολόνες, καβαλλαραίους και πεζούς. Είχαμε σκοπό να υπάγομεν εις την Δημητσάναν, αλλά δεν εκαταφθάσαμε.
Την αυγή εφύγαμε και αφήκαμε τον Κολιόπουλο με χίλιους, και εκεί δεν εμπόρεσε να βαστάξει και ήλθε στην Βυτίνα, και από την Βυτίνα εις τα Μαγούλιανα. Ο Ιμπραΐμης έκαψε την Βυτίνα και ήλθε εις τα Μαγούλιανα. Εκεί δεν ημπορέσαμε να τον βασταξομε και το στράτευμα εσκορπίσθη. Οι Καρυτινοί, σαν εμβήκεν ο Ιμπράί'μης εις την επαρχία τους, επήγε ο καθένας να ασφαλίσει την φαμελιά του. Οι Κορινθινοί ανεχώρη-σαν, ο Λόντος ανεχώρησε και αυτός, εμείναμε κατά περί σταση, εγώ, ο Ζαΐμης, Κανέλος Δελιγιάννης, Κολιόπουλος, Αναγνώστης Παπαστα θόπουλος και Αποστόλης Κολοκοτρώνης. Επήγαμε εις τα Λαγκάδια. Ήλθε ο Ζαχαριάδης με τα γράμματα, δια να υπογραψομε την αναφορά, και να ζητήσομε την υπεράσπιση από την Αγγλία, επειδή και δεν ημπορούσαμεν εξ αιτίας των περιστάσεων να ενωθούμε όλοι και να υπογραψομε την αναφορά, υπογράψαμε οι εξ και εβάλαμε και όλων των άλλων τας υπογραφάς. Εις εκείνη την περίσταση είμεθα απελπισμένοι, τα υπογράψαμε, τα εδώσαμε εις τον απεσταλ μένο άνθρωπο, και επήγε στην Ζάκυνθο. Ο Ζαΐμης ανεχώρησε δια τα Καλάβρυτα' ο Γενναίος επήγε δια να εύρει τον υιόν μου Κωνσταντίνο εις του Ψάθαρη με τον Κανέλο και επήγαν, επήραν τες φαμελιές και τες επήγαν εις Ναύπλιον. Ο Κολιόπουλος επήγε εις το Παλούμπα, επήρε την φαμελιά του και επήγε στην Μονεμβασία, και έτσι διελύθη αυτό το σώμα και έμεινα με τριάντα ανθρώπους, και επέρασα κατά το Φανάρι.
Από εκεί έστειλα διαταγάς, και εις τρεις ημέρας εμαζώχθηκαν δύο χιλιάδες. Εκείνο οπού εχάλαγε το μυαλό του Μπραΐμη ήτον, που μου χάλαγεν ένα στρατόπεδο και εις δύο ημέρες εσύσταινα άλλο. Ο Ιμπραΐμης επήγε στην επαρχία Καρύταινα, επήγεν έως στα Καλάβρυτα, Στρέζοβα, καίοντας και σκλαβώνοντας, ελεηλάτησε έως εκεί και εγύρισε οπίσω στην Τριπολιτσά, από εκεί μονονυχτίς επήγε εις τον Μιστρά, εσκλάβωσε, ελεηλάτησε, και εκεί ήλθε πάλι εις την Τριπολιτσά, και από εκεί, εκίνησε δια τα Μοθωκόρωνα. Άφηκα τες δύο χιλιάδες εις τες Καρυές, επήγα εγώ εις τα Βέρβενα, δια να εμποδίσω να διαλυθούν οι πέντε χιλιάδες συναγμένοι εκεί. Μόλις είδαν τους Τούρκους ετσάκισαν εις τα Βέρβενα εκλείσθηκαν και μερικοί. Ο Ανδρέας, παιδί του Κοντάκη, επολέμη-σαν, εσκότωσαν δεκαπέντε, και οι Τούρκοι εμβήκαν εις την Τριπολιτσά, επήγαμε εις τον Άγιο Πέτρο, και διελύθη το στράτευμα. Ο Ιμπραΐμης καταβαίνοντας εις τα Μοθωκόρωνα, εκτυπησε το στράτευμα οπού είχα αφήσει εις τες Καρυές, τους εκτυπησε, δεν τους έκαμε τίποτες, και ανεχώρησε δια την Κορώνη. Εσκοτώθηκαν Τούρκοι εβδομήντα.
Αυτοί υποπυεύθηκαν ότι έχω μίσος να χαλάσει η Τριπολιτσά τα τείχη, και αποκρίθηκαν: «Να ιδούμεν». Επήγα εις το Άργος. Έκαμα αναφοράν, έκαμαν και από την Τριπολιτσά, και δεν ακούσθηκα. Τότενες έμασα οκτώ χιλιάδες στράτευμα. Ήλθαν τα στρατεύματα εις συνάντησίν μου. Οι Αργίτες εις το Ναύπλιον, οι Τριπολιτσιώτες εις το Αργός' τους έλεγα: «Τρέξατε, αδέλφια μου, να μη μας πάρουν σκλάβους οι Αραπάδες, δεν έχομεν βοήθειαν ειμή από τα άρματά μας». Δοξολογίες εις τον ύψιστον άνδρες και γυναίκες. - Έστειλα διαταγή εις όλας τας επαρχίας και εσυνάχθησαν δια τρεις ημέρες οκτώ χιλιάδες.
Όταν ήμουν ακόμη στην Τριπολιτσά, ήλθεν η είδησις του Φλέσσα. Έκαψε την Καλαμάτα ο εχθρός, δυνατός, εκυρίευσε την Μεσσηνίαν. Εγώ έπιασα τα Δερβένια, επέρασα και από το Λεοντάρι, έφτιασα φούρνους, δια να κουβαλούν τροφάς εις το Δερβένι, έφτιασα ταμπούρι δυνατό δια να τον πολεμήσουν. Αυτός είχε κατασκόπους, και είδε ότι ήθελε να περάσει από τα Δερβένια με χαλασμό. Ένας Τούρκος Λιονταρίτης, σκλάβος εις την Μπολιανήν, ήτον φευγάτος εις τον Ιμπραΐμη, είπε: «Εγώ ηξεύρω ένα τόπο να πάμε από τες πλάτες, να αναβούμεν εις τον απάνω κάμπο». Έτσι εγώ, μην ηξεύροντας ότι θα περάσει από εκείνο το μονοπάτι, όπου εγώ δεν έλπιζα ποτέ όμως με παρεκίνησε ότι οι Μεσσήνιοι ήταν τραβηγμένοι εις τα βουνά, και εκίνησα να πιάσω εκείνην την θέσιν οπού επέρασε.
Οι Τούρκοι εντόπιοι σκλάβοι έφευγαν και οδηγούσαν τον Μπραΐμην. Έστειλα τα ανιψίδια μου να το πιάσουν, εγώ εκίνησα εις τα Σαμπάζικα με ογδόντα ανθρώπους να μαζώξω τα χωριά, να πιάσω τας θέσεις. Εξημέρωσα εις ένα χωριό, εις την Άκοβο, ήλθαν και από όλα χωριά να πιάσομε την θέσιν. Δεν έφθασαν τρεις ώρες της ημέρας, και με τους οδηγούς τους Τούρκους έπιασε το βουνό, πριν να πάμε ημείς με στράτευμα. Ο κόσμος οπού ήτον εις το χωριό, σαν είδαν και εκαβάλληκε το βουνό, ετσάκισαν και έφευγαν και εγώ ήμουν σε μίαν ράχη κι έφυγαν από μπροστά μου.
Οι Τούρκοι εμβαίνουν εις την Μπολιανή, χωριό από διακόσιες πενήντα οικογένειες. Οι πεζοί έβαλαν φωτιά εις το χωριό, οι καβαλλαραίοι εκυνηγούσαν τα παιδιά να τα σκλαβώσουν, απο πίσω ήρχετο το στράτευμα. Ρίχνω μια μπαταρία τουφέκια. Οι Τούρκοι εφοβήθηκαν και εγλύτωσεν εκείνος ο λαός, και ήτον το μεσημέρι. Εκείνο το βουνό οπού ήμουν εγώ ήτον δυνατό, και της ευθύς έστειλα διαταγήν εις το Δερβένι να γυρίσει όλο το στράτευμα κατ' εμέ, διατί οι Τούρκοι ήλθαν από την Μπολιανήν, και τρέξατε να μην πιάσουν τον κάμπο. Το στράτευμα ήτον ώρες εξ μακράν, ενύκτωσε, και εγώ έμεινα τοποτηρητής, να ιδώ οι Τούρκοι που θα κάμουν. Λαβαίνοντας το γράμμα μου εκίνησε ο Γ. Γιατράκος με οχτακόσιους, και τα άλλα εκίνησαν από κοντά. Γενναίος, Κολιόπουλος, Κανέλος Δελιγιάννης, Παπατσώνης, Αρκαδιανοί, Γρίτζαλης, οι Τριπολιτσιώτες, ο Κολιός (εσκοτώθη). Εγώ οπισο δρόμησα μίαν ώρα κατά τον δρόμο οπού ήρχονταν οι δικοί μας. Με τα χαράγματα έφθασε ο Γιατράκος, έκαμε να πιάσει ένα χωριό, Διράχι, επειδή υποπτεύθηκε μην περάσουν οι Τούρκοι κατά τον Μιστρά. Ανεχώρησε και επήγε. Εγώ έμεινα εις την ιδίαν τοποθεσίαν. Ο Αντώνης ο Κολοκοτρώνης, που ήξευρε τον τόπον, επέρασεν από ένα μονοπάτι και εβγήκεν μπροστά από τους Τούρκους. Τα στρατεύματα μας ερχόντανε κομματιαστά. Ήλθαν άλλοι χίλιοι και τους έστειλα και έπιασαν κάτι καταράχια, καρσί των πεντακοσίων (Κανέλος, Γενναίος, Γρίτζαλης, Παπατσώνης)· ο Κολιόπουλος ερχόντουνε από κοντά με τους Αρκαδιανούς και με άλλα στρατεύ ματα. Οι Τούρκοι εβγήκαν πρωί και έκαμαν κατά μας, όχι κατά το Διράχιον. Απαντήθηκαν και τα δικά μας δεν τους βάσταξαν, και έκαμαν ρετιράδα κατ' εμένα.
Ερχάμενοι εις εμένα τους αποφασίζω, στέλνω τρεις χιλιάδες εις την ράχην, να τους βάστάξομε εδώ. Οι Τούρκοι ήλθαν ίσα με τον Γενναίον, και εστάθηκαν. Δεν τους έδιδε χέρι να περάσουν εμπρός, διότι άφιναν το στράτευμα πίσω. Επιάσθηκαν πόλεμο, με Γενναίον, Κανέλον και λοιπούς. Οι δικοί μας έφτιασαν ταμπούρια οι τρεις χιλιάδες, και τους έβαλε ευθύς το κανόνι, μα δεν τους έκαμε τίποτες. Εγώ επέρασα μισήν ώραν μακριά δια να είμαι αγνάντια του πολέμου, και επρόσταξα τον Κολιόπουλο να πάγει βοήθεια εις το πρόποδο του βουνού, που ήτον ο Γενναίος απάνο), και επήγε και επολέμαε και ο Κολιόπουλος με τους Τούρκους. Ο Γενναίος κατεβαίνει και του λέγει: «Μπάρμπα, τραβήξου απ' αυτήν την θέσιν, και πήγαινε στου πατέρα μου, να δυναμώσετε εκεί». Ήλθε ο Κολιόπουλος εις εμέ, ήλθαν και οι Αρκαδιανοί, και είμεθα ένα σώμα καλό. Ο Γενναίος με το στράτευμα του πολεμεί όλην την ημέρα. 'Ερριχναν μπόμπες και κανόνια. Πολεμάν όλη την ημέρα, Ο Γιατράκος, οπού ήτον εις το χωριό, σαν ήκουσε τον πόλεμο, ήλθε μεντάτι από ένα μέρος, και οι Τούρκοι ήσαν πολλοί και του έπεσαν επάνω και τον χάλασαν. Δεν μας βόλιε να του δώσομε βοήθεια, διότι ήτον βράχοι στη μέση. Λαβώθηκε ο Γιατράκος, εσκόρπισε εκείνο το στράτευμα. Περιμένομε βοήθεια και από τ' άλλα χωριά, πλην δεν ήλθαν. Ο Γενναίος με τους άλλους εις το καταράχι επολέμησε και όλη τη νύκτα, μα οι Τούρκοι δεν επήραν τα ομπρός.
Την άλλη μέρα στέλνω τους Αρκαδιανούς να πιάσουν ένα μονοπάτι, διατί είδα τους Τούρκους και έπιασαν όλα τα καταράχια. Βλέποντας ότι έστειλα να πιάσω το μονοπάτι, εκίνησαν οι Τούρκοι εκεί. Οι Αρκαδιανοί, αφού επολέμησαν, δεν τους βά σταξαν και ήλθαν κατ' εμένα. Οι Τούρκοι επήραν τον κάμπο. Η καβαλλαρία η τουρκική ήλθεν έως το Λιοντάρι, καίοντας τα χωριά. Καμμιά δεκαριά χιλιάδες ετέ ντωσαν από τες πλάτες του Γενναίου στον κάμπο. Βλέποντας εγώ εκείνους, ότι επλεύρωσαν τα στρατεύματα τα εδικά μας, εκατέβηκα με τον Κολιόπουλον ένα κάρτο μακράν από τους Τούρκους, να τους φοβίσω. Δύο μέρες και τρεις νύκτες άπαυτα ο πόλεμος. Σαν είδα ότι δε μπορούσα να τους κάμω βοήθεια, - μια βρυσούλα ήτον, δεν εκόταγαν να στείλουν να πάρουν νερό, διατί τους έφευγαν δεν είχαν πολεμοφόδια, τροφάς, και νερό' το' τους έκαμα σινιάλο να φύγουν με φωτιές.
Εις εκείνον τον πόλεμο εσκοτώθηκαν πέντε δικοί μας, Τούρκοι αρκετοί. Έφυγαν οι εδικοί μας και ετράβηξαν κατά του Τουρκολεκα, κι επήραν τα Δερβένια. Ημείς ετραβηχθήκαμε κατά την Καρύταιναν, όπου ήτον τόπος δυνατός. Οι Τούρκοι ετράβηξαν κατά την Τριπολιτσά, εμπήκαν εις την Τριπολιτσά. Όταν εφύγαμεν το βράδι, έστειλα να κάψω την Τριπολιτσά, τον Τσόκρην, και δεν επρόφθασε. Αρχίνησε να κάψει την πόλη, έφθασε ο Μπράίμης, και επήρε της Τριπολιτσάς το πράγμα όλο.
Έκατσε ημέρες δέκα δια να αναπαυθούν τα στρατεύματα του. Εκείνες τες δέκα ημέρες εγώ εσύναξα Κολιόπουλον, Κανέλον Δελιγιάννην, Παπατσώνην - την νύκτα οπού έφυγαν εσκοτώθηκε ο Κολιός, όχι από τους εχθρούς - και εγινήκαμεν έως τέσσαρες χιλιάδες πεντακόσιοι. Εζυγώσαμε κοντά δια να πιάσομε τα πόστα, να μην τραβήξει κατά την Καρυταιναν και χαλάσει τες χώρες. Ο Ζαΐμης και το Αρχοντόπουλο ήτον εις το Τορνίκι, ως δύο χιλιάδες. Οι Μιστριώτες και οι Αγιοπετρίτες με το Ζαφειρόπουλο και τον Π. Μπαρμπιτσιώτην. Ο Ιμπραίμης εκίνησε, και πάγει εις το Άργος. Αφίνει στράτευμα εις την Τριπολιτσά, πάγει στην Γλυκεία (περιβόλι του Μιαούλη).
Ημείς σαν εμάθαμε ότι ο Μπραΐμης εκατέβηκε στο Άργος, τους έκαμα ένα στρατήγημα να εβγούν έξω από την Τριπολιτσά, να τους πολεμήσομε και πηδήσομε μέσα. Έστειλα τον Κολιόπουλο με χίλιους να πιάσει την μάννα του νερού κρυφίως, που να μη φαίνεται το στράτευμα του, τον Γενναίον εις το Περιθώρι με δύο χιλιάδες, και τον Κανέλον Δελιγιάννην, Παπατσώνην και λοιπούς εις το κέντρον, ψηλά εις του Αγίου Αθανασίου την πόρτα, κρυμμένοι κι εκείνοι- εγώ στεκουμουν εις το κέντρο. Ο Κανέλος, οπού ήτον εις την μέσην, να βγάλει πενήντα ανθρώπους Οι Τούρκοι βλέποντες τους ολίγους να βγουν. Ο Κολιόπουλος, Γενναίος να εμβούν ανάμεσα Τούρ-κους και Τριπολιτσά, και να εμβούν μέσα από του Λεονταρι-ού την πόρτα. Το στρατήγημα μου έγινε ανωφελές. Οι Τούρκοι εβγήκαν ολίγοι και δεν άφισαν το κάστρο. Έγινε καμιά ώρα ακροβολισμός, είδαν οι Έλληνες ότι δεν έβγαιναν και εφανερώθηκαν κι έπιασαν τες τάμπιες οι Τούρκοι.
Την ιδίαν ώρα λαβαίνω ένα γράμμα από την Κυβέρνηση από τ' Ανάπλι. Η Κυβέρνηση μας έγραφε, ότι ο Ιμπράϊμης πάγει εις την Ακροκόρινθο, και τα στρατεύματα μας να παν κοντά. Ημείς ούτε πολεμοφόδια είχαμε, ούτε τροφάς· ετρώγαμε κριάρια και ψάνη, διατί τα χωριά έφυγαν από την τρομάρα τους. Οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς γράφουν εις τον Ιμπραΐμη να φθάσει. Σαν έλαβα και το γράμμα από την κυβέρνηση, διορίζω τον Δημήτριο τον Κολιόπουλο να πάμε εις τους Μύλους τους Αφεντικούς, να πάρομε τσοπχανέ και τροφές. Αφήνω τον Κανέλο και τον Παπατσώνη με χίλιους πεντακόσιους, να φοβίζουν τους Τούρκους. Εγώ με τριακόσιους εκίνησα να κάμω κατά την διαταγήν της Κυβερνήσεως. Εκείνη την ημέρα έρριξε ένα νερό και έγινε ένα πέλαγος. Οι άνθρωποι περνούν από μερικά χωριά, πίνουν κρασί, τους πιάνει και εμέθυσαν, και αργοπόρησαν να βγουν εις το Παρθένι. Έστειλα τον Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλο. να μετρήσει τ' ασκέρι του Κολιόπουλου από κοντά, επήγα και εγώ. Ετράβηξα να ξεμεσημεριάσομε εις τον Αχλαδόκαμπό' Εγώ εκατέβηκα εις το χάνι του Αχλαδόκαμπου, να ξανασάνουν τα στρατεύματα, και εγώ να κινήσω. Έγραψα εις την κυβέρνηση να μου βγάλουν τσοπχανέδες και ψωμί εις τους Μύλους τους Αφεντικούς, να πάγω έπειτα από την Ακροκόρινθο.
Ο Ιμπραΐμης εκίνησε από το Άργος και εκοιμήθηκε εις τα Βρυσάκια. Ο τόπος ήτον σκάπετα. Όταν εστείλαμε τους ταχυδρόμους αυτοί συναπαντήθηκαν με την μπροστέλα του Ιμπραΐμη, και εγύρισαν φεύγοντας οπίσω, και μας είπαν ότιέφθασαν οι Τούρκοι. Οργάνισα εις τέσσερες κολόνες το στράτευμα' τον Βασίλη τον τουρμπετιέρη τον έστειλα να μας κάμει σημάδι, αν οι Τούρκοι είναι ολίγοι, να βαρέσει την τρουμπέτα, εάν όλο το στράτευμα να ρίξει ένα ντουφέκι. Επήγε κι έρριξε το ντουφέκι. Ο Κολιόπουλος να πάγει εις την Γύρα, ο Γ. Αλωνιστιώτης να πάγει του Μπέγη στην σκάλα, και ο Γενναίος να πιάσει του Παρθενίου τη στράτα, και εγώ εις την άκρα. Βλέπομε και ξαγναντάει όλο το στράτευμα του Ιμπραΐμη έως τρεις χιλιάδες, και έπεσε στον κάμπο του Αχλαδόκαμπου. Τους έκαμε τέσσερες κολόνες κι εκείνος εμοίρα-σε την πλιότερη καβαλλαρία κατά την Γύρα.
Οι Έλληνες έμου αποσταμένοι, έμου δεν είχαν ταμπούρια, επείκασα ότι θα χαλασθούμε. Αν είχαμε την είδηση από την νύκτα, και ήθελε ταμπουρωθούμε και έλθει και ο Ζαΐμης θα επολεμούσαμε καλά. Εστοχάσθηκα, το στράτευμα νηστικό και χωρίς τσοπχανέ. Εβάρεσα ριτιράδα να γλυτώσω το στράτευμα. Ο Κολιόπουλος ετράβηξε κατά το μοναστήρι τον Άγιο Νικόλα, όπου ήτον δυνατός ο τόπος. Βαρώ την τρουμπέτα να σηκωθεί και ο Γενναίος, δεν θέλει να σηκωθεί. Βλέποντας ο Ιμπραΐμης αυτό ότι μένει, έβαλε κολόνες κολόνες εις τον άγριο τόπο, εγώ εκ νέου διέταξα την ριτιράδα. Βγαίνοντας εις το Παρθένι με καμμιά εικοσαριά καβαλλαραίους, επήγα να πιω νερό εις ένα χωριό στα Μπερτσοβά. Ο Γενναίος έπιασε ένα καταράχι αντίκρυ του χωνιού στην κορυφή του βουνού με χίλιους πεντακόσιους. Εκεί που πήγα να πιω νερό, δεν εύρα και ήτον σκάπετα μία βρυσούλα, και επήγα να πιω νερό. Οι Τούρκοι εστάθηκαν στ' αμπέλια τα Μπερτσοβίτικα, έως οπού να βγουν όλοι, και η καβαλλαριά η τούρκικη εσκόρπισε στον κάμπο και μας πλάκωσαν στη βρύση. Τους βάλλομεν στο ντουφέκι, κι έφυγαν. Ετουφεκίσθημεν, στους Αγίους... Επήγα και εκάθησα αντίκρυ του Γενναίου. Οι Τούρκοι δεν εκστράτευσαν έμειναν εκεί στ' αμπέλια- τον έβλεπαν τονΓενναίο, και δεν του πήγαν απάνω. Το δειλινό εκάλεσα τον Γενναίο με την τρομπέτα να έλθουν σε μας, και με το εσπέ ρας ανταμωθήκαμε- ανταμώνοντας του λέγω: «Ο Κανέλος είναι εκεί θαρευμένος και ο Παπατσώνης ότι οι Τούρκοι είναι ολίγοι, να πάμε εμπρός να τους σηκώσομε, δια να μην τους κλείσουν οι Τούρκοι». Εφθάσαμε, τον εσηκώσαμε, και επήγαμεν κατά την Αλωνίσταινα όλοι.
Ο Ιμπραΐμης έμεινε στην Τριπολιτσά. Έγραψα εις τες επαρχίες και εσυνάχθηκαν εις τα Δερβένια εφτά χιλιάδες. Ήλθε το Αρχοντόπουλο, ο Ζαΐμης και ο Λόντος, και είχαν το Λεβίδι με δύο χιλιάδες και είχα εγώ πέντε χιλιάδες, τον Κολιόπουλο, τον Κανέλο, τον Παπατσώνη και τα Καρυτινά στρατεύματα με τον Γενναίο. Εμάθαμε από ένα Τούρκο, ότι του ήλθε μεντάτι ο γαμβρός του με στρατεύματα εις την Μοθώνη, και θε να κινηθεί δια βοήθειαν του Ιμπραΐμη. Και τότε έστειλα να πιάσουν τα Δερβένια, δια να μη περάσει προς βοήθειαν. Έγραψα ένα γράμμα εις τα Δερβένια, να έλθουν κι εκείνοι εις βοήθειαν, διατί θα πιάσω τα Βέρβενα και να έλθουν εις βοήθειαν, τόσον και του Ζαΐμη να έλθει εις την Πάνω Χρέπα, και τον Κολιόπουλο τον έστειλα με δύο χιλιάδες να πιάσει τα Βαλτέτσια, και τον Γενναίο και τον Παπατσώνη τον έστειλα να πιάσουν τα Τρίκορφα.
Και το βράδι ήλθε ο Ζαΐμης εις την Επάνω Χρέπα και άναψαν φωτιές, τες είδαν οι Τούρκοι από την Τριπολιτσά και υποπτεύθηκαν μήπως πιάσουν τα Τρίκορφα οι Έλληνες, και την αυγή απεφάσισε ο Ιμπραΐμης, και έστειλε ένα δύο χιλιάδες να πιάσουν τα Τρίκορφα. Ο Γενναίος εκίνησε, δεν επρόφθασε να πιάσει τα ταμπούρια όλα παρά τα μισά και τα μισά έπιασε ο Μπραΐμης. Αρχίνησε τον πόλεμο' εγώ ήμουν εις την Πάνω Χρέπα, όπου ευρίσκοντο τα Καλαβρυτινά και Κορινθιανά στρατεύματα. Ο Κολιόπουλος εκίνησε να έλθει μεντάτι ειςτον Γενναίο. Έστειλε ο Μπραΐμης την καβαλλαρία, οπού εθέρισε στον κάμπο. Επήγε στην Σύλιμνα, οπισθογύρισε τον Κολιόπουλο. Ήτον κάμπος και δεν ημπορούσε να αντισταθεί ο Κολιόπουλος. Τα στρατεύματα ήσαν εις τα Βέρβενα εφτά χιλιάδες· άκουσαν τον πόλεμο και δεν ήλθαν εις βοήθειαν. Αν αυτοί ήρχοντο εις βοήθειαν, δεν έστελνε ο Μπράί'μης όλο το στράτευμα εναντίον του Γενναίου. Ο Ιμπραΐμης όσο έστελνε από την Τριπολιτσά βοήθεια, τόσον έστελνα κι εγώ από το άλλο εις βοήθειαν των εδικών μας. Ο πόλεμος διήρκεσεν από την αυγή έως δύο μετά το μεσημέρι, εννιά ώρες. Κανόνια έρριχναν εναντίον το ταμπούρι του Γενναίου. Ο Γενναίος εβγήκε δύο φορές από το ταμπούρι δια να τους πάρει κανόνια, αλλ' εύρισκε πολλήν δύναμιν και εγύρισε οπίσω. Τα κανόνια των εχθρών δεν επροξενούσαν βλάβη. Εις το ταμπούρι εσκοτώθη ο Παπατσώνης, και άλλοι δύο - τρεις σημαντικοί.
Τα στρατεύματα του Ιμπραΐμη ήτον έως είκοσι χιλιάδες. Το ταμπούρι όπου ήτον ο Γενναίος δεν είχε φόβο, και αφού είδαν οι Τούρκοι, ότι δεν κάμνουν τίποτε από εκείνο το μέρος, εξαπλώθηκε εις τες πτέρυγες. Ο Παναγιωτάκης Νοταράς, οπού βαστούσε την πλάτη του Γενναίου, ανεχώρησε, και έτσι έφυγε και ο Γιάννης Νοταράς με μεγάλο κίνδυνο. Επήραν τα οπίσθια του Γενναίου και αφού είδαν, έφυγαν από το ταμπούρι και έκαμαν κατά μας. Η καβαλλαρία τους έφθασε, κι εκεί εχάθηκαν εκατόν ογδόντα' και πολλοί σημαντικοί αξιωματικοί, καθώς Γεώργιος Αλωνιστιώτης, Κώστας Μπούρας, Ν. Ταμβακόπουλος, Χριοτόδουλος Ναύτης, Χρήστος Παναγούλιας, και όλοι οι λοιποί Έλληνες ήτον διαλεκτοί, εκατόν δέκα από την Καρυταιναν και εβδομήντα από τες λοιπές επαρχίες. Έστειλα ένα μπαϊρακτάρη Μιχαλάκη του Ζαΐμη με τριάντα ανθρώπους· εβάσταξε τους Τούρκους και εγλύτωσαν οι εδικοί μας. Το βράδι επήγαμε εις την Αλωνίσταινα.
Ο Ιμπραΐμης, αφού είδεν, ότι ήτον εκεί στρατεύματα ελληνικά, έπιασε την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι μίαν ώραν μακριά το ένα από το άλλο, και εις την μέσην είναι οι μύλοι της Νταβιάς. Αφήκε τον Σουλεϊμάν μπέη με πέντε χιλιάδες, και έφκιασε δώδεκα ταμπούρια, δια να φυλάγει τους μύλους. Ο Ιμπραΐμης εξαπλώθηκε εις τους κάμπους και εθέρισε τα γεννήματα και τα έμβασε εις την Τριπολιτσά, και επήγε και αυτός εκεί. Εις την Αλωνίσταινα εβγήκαν εκατό Αράπηδες, τους επήραν οι Έλληνες και τους εσκότωσαν όλους εκτός από τρεις τέσσερους, οπού έφυγαν και έδωσαν την είδηση. Ο Ιμπραΐμης έμαθε ότι ευρισκόμεθα εις Αλωνίσταινα, εκίνησε με όλο του το στράτευμα εις πέντε κολόνες, καβαλλαραίους και πεζούς. Είχαμε σκοπό να υπάγομεν εις την Δημητσάναν, αλλά δεν εκαταφθάσαμε.
Την αυγή εφύγαμε και αφήκαμε τον Κολιόπουλο με χίλιους, και εκεί δεν εμπόρεσε να βαστάξει και ήλθε στην Βυτίνα, και από την Βυτίνα εις τα Μαγούλιανα. Ο Ιμπραΐμης έκαψε την Βυτίνα και ήλθε εις τα Μαγούλιανα. Εκεί δεν ημπορέσαμε να τον βασταξομε και το στράτευμα εσκορπίσθη. Οι Καρυτινοί, σαν εμβήκεν ο Ιμπράί'μης εις την επαρχία τους, επήγε ο καθένας να ασφαλίσει την φαμελιά του. Οι Κορινθινοί ανεχώρη-σαν, ο Λόντος ανεχώρησε και αυτός, εμείναμε κατά περί σταση, εγώ, ο Ζαΐμης, Κανέλος Δελιγιάννης, Κολιόπουλος, Αναγνώστης Παπαστα θόπουλος και Αποστόλης Κολοκοτρώνης. Επήγαμε εις τα Λαγκάδια. Ήλθε ο Ζαχαριάδης με τα γράμματα, δια να υπογραψομε την αναφορά, και να ζητήσομε την υπεράσπιση από την Αγγλία, επειδή και δεν ημπορούσαμεν εξ αιτίας των περιστάσεων να ενωθούμε όλοι και να υπογραψομε την αναφορά, υπογράψαμε οι εξ και εβάλαμε και όλων των άλλων τας υπογραφάς. Εις εκείνη την περίσταση είμεθα απελπισμένοι, τα υπογράψαμε, τα εδώσαμε εις τον απεσταλ μένο άνθρωπο, και επήγε στην Ζάκυνθο. Ο Ζαΐμης ανεχώρησε δια τα Καλάβρυτα' ο Γενναίος επήγε δια να εύρει τον υιόν μου Κωνσταντίνο εις του Ψάθαρη με τον Κανέλο και επήγαν, επήραν τες φαμελιές και τες επήγαν εις Ναύπλιον. Ο Κολιόπουλος επήγε εις το Παλούμπα, επήρε την φαμελιά του και επήγε στην Μονεμβασία, και έτσι διελύθη αυτό το σώμα και έμεινα με τριάντα ανθρώπους, και επέρασα κατά το Φανάρι.
Από εκεί έστειλα διαταγάς, και εις τρεις ημέρας εμαζώχθηκαν δύο χιλιάδες. Εκείνο οπού εχάλαγε το μυαλό του Μπραΐμη ήτον, που μου χάλαγεν ένα στρατόπεδο και εις δύο ημέρες εσύσταινα άλλο. Ο Ιμπραΐμης επήγε στην επαρχία Καρύταινα, επήγεν έως στα Καλάβρυτα, Στρέζοβα, καίοντας και σκλαβώνοντας, ελεηλάτησε έως εκεί και εγύρισε οπίσω στην Τριπολιτσά, από εκεί μονονυχτίς επήγε εις τον Μιστρά, εσκλάβωσε, ελεηλάτησε, και εκεί ήλθε πάλι εις την Τριπολιτσά, και από εκεί, εκίνησε δια τα Μοθωκόρωνα. Άφηκα τες δύο χιλιάδες εις τες Καρυές, επήγα εγώ εις τα Βέρβενα, δια να εμποδίσω να διαλυθούν οι πέντε χιλιάδες συναγμένοι εκεί. Μόλις είδαν τους Τούρκους ετσάκισαν εις τα Βέρβενα εκλείσθηκαν και μερικοί. Ο Ανδρέας, παιδί του Κοντάκη, επολέμη-σαν, εσκότωσαν δεκαπέντε, και οι Τούρκοι εμβήκαν εις την Τριπολιτσά, επήγαμε εις τον Άγιο Πέτρο, και διελύθη το στράτευμα. Ο Ιμπραΐμης καταβαίνοντας εις τα Μοθωκόρωνα, εκτυπησε το στράτευμα οπού είχα αφήσει εις τες Καρυές, τους εκτυπησε, δεν τους έκαμε τίποτες, και ανεχώρησε δια την Κορώνη. Εσκοτώθηκαν Τούρκοι εβδομήντα.
Θ.ΚΟΛΟΚΤΡΩΝΗ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου