ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΑΧΩΒΑΣ
Μετά την εις τας Θεσπιάς προρρηθείσαν μάχην, ενέκρινεν ο ΑΡΧΗΓΟΣ συναινέσει και των λοιπών στρατηγών ν' αφήσωσι την θέσιν εκείνην ως δυσάλωτον, και μικρόν συντείνουσαν εις τους σκοπούς των, να εισέλθωσι δε εις τα ενδότερα παράλια του Κορινθιακού κόλπου, όπου η αλληλογραφία μετά της Διοικήσεως εγίνετο ελευθερωτέρα, αι τροφαί και πολεμοφόδια επέμπο ντο εις το στρατόπεδον εγκαίρως και ασφαλώς, και οι κάτοικοι επρόσμενον ανυπομόνως την παρουσίαν του Αρχηγού διά την ξαναπόλαυσιν της ελευθερίας των· κατά την δεκάτην τετάρτην λοιπόν Νοεμβρίου, και δευτέραν ώραν της νυκτός απήλθον εις το χωρίον Χόστια, κείμενον κατά τους μεσημβρινούς πρόποδας του Ελικώνος, όπου εκοιμήθησαν εκείνην την νύκτα· εγερθέντες το πρωί διευθύνοντο διά την Άμβρωσον (Δίστομον) αφήσαντες εις την Μονήν του Αγίου Σεραφείμ, τούπικλην Δουμπώ, εκατόν στρατιωτών φρουράν και εξήκοντα εις την του Οσίου Λουκά· έφθασαν προ της δύσεως του ηλίου, και την αυτήν νύκτα έπεμψεν ο Αρχηγός διακόσιους πεντήκοντα στρατιώτας εις την Αράχωβαν, υπ' οδηγίαν των οπλαρχηγών Αλέξη Γαρδικιώτου Γρίβα και Γεωρίου Βάγια, υποπτευόμενος πάντοτε απροσδόκητον τινά επίθεσιν των εχθρών, η οποία εσύγχιζεν έπειτα ουκ ολίγον τα σχέδια των Ελλήνων· διέταξε προς τούτοις τον οπλαρχηγόν Γεώργιον Δυοβουνιώτην εις Δελφούς όντα να υπάγη εις Αράχωβαν και συσσωματωθή μετά των προμνησθέντων οπλαρχηγών· κατά την δεκάτην εβδόμην, τετάρτη ώρα της ημέρας, διέβη ο Μουστάμπεης μετά του Κεχαγιάμπεη από το Ζεμενόν με δύο χιλιάδας εκλεκτούς Τουρκαλβανούς και διακόσιους ιππείς· διότι μετά την νίκην της Αταλάντης, μαθών ότι ο Καραϊσκάκης εστράτευσε διά τα Σάλωνα, έδραμε να προκαταλάβη την Αράχωβαν, της οποίας η κράτησις εματαίωνε τας ελπίδας των Ελλήνων διά τα Σάλωνα· μόλις εκοινοποιήθη η φήμη της διαβάσεως προς τους Έλληνας παρά τίνος Διστομίτου, και αμέσως διεταξεν ο Αρχηγός να κινηθώσιν οι Έλληνες, εκτός τριακοσίων, τους οποίους εδιόρισε να μείνωσιν εις φύλαξιν του Διστόμου υπ' οδηγίαν του οπλαρχηγού Σπύρου Μίλιου Χειμαρραίου· φθάσαντες μετά μίαν ήμισυ ώραν εις την πηγήν του Ζεμένου, κειμένην προς το τέλος σχεδόν της κοιλάδος, ήκουσαν τον εις Αράχωβαν γινόμενον πόλεμον· ο Αρχηγός διεταξεν αμέσως τους οπλαρχηγούς Γιώτην Δαγκλήν, Διαμάντην Ζέρβαν και Χρ. Περραιβόν να διευθυνθώσι με τους υπό την οδηγίαν των εις τους ανατολικούς πρόποδας του Παρνασσού, και προκαταλάβωσιν όσον τάχος μίαν στενωπόν φέρουσαν εις την Μονήν Ιερουσαλήμ· αυτός λαβών τους λοιπούς μετά των οπλαρχηγών απήλθε διά της δημοσίου οδού· πλησίον της Αράχωβας επί τίνος λόφου παρ' οδόν, και υπερκειμένου των μύλων, ίσταντο κατά την διαταγήν πεντήκοντα ιππείς, τελούντες μάλλον χρέη σκοπιάς· τούτους φθάσας ο Αρχηγός μετά τινών ωκυπόδων στρατιωτών, εδίωξεν άνευ τινός αντιστάσεως· εκεί εκάθησεν εωσού συναχθώσι και αναπνεύσωσιν άπαντες· αναστάντες έπειτα εκινήθησαν με βήμα βραδύ, και παράταξιν πολεμικήν κατά του εχθρού· ο Μουστάμπεης διέταξεν εν σώμα πεντακοσίων και επέκεινα Τουρκομακεδοναλβανών να κτυπήσωσι τον Αρχηγόν, αυτός δε με το επίλοιπον του στρατού, ιππικού, και των αποσκευών ωχυρώθη εις τινα λόφον υπερκείμενον της Αράχωβας, και κατασκευασμένον προ τριών ετών παρά του Οδυσσέως εν είδει περιβόλου· εντεύθεν παρετήρει και τον έσωθεν της Αράχωβας μετά της φρουράς, και τον έξωθεν των πεντακοσίων μετάτεσκεύασαν υψηλότερον· αλλ' εωσού να τελεσθώσι ταύτα έδυ ο ήλιος, ο Παρνασσός άρχισε να πνέη άνεμον ψυχρόν· οι Έλληνες, διά να επιταχύνωσι την προς τους συντρόφους των επικουρίαν, έδραμον χωρίς κάπες, χωρίς τροφήν, υγρότατοι από τον ιδρώτα, απηυδισμένοι από την τρίωρον οδοιπορίαν και επτάωρον πόλεμον· ενέκριναν ν' αφήσωσι σκοπιάς μόνον περί τον εχθρόν, αυτοί δε να εισέλθωσιν εις τας οικίας διά να αναπνεύσωσι και θερμανθώσι καθ'όλην την νύκτα· άλλως έμελλον να βλαφθώσι σημαντικώς διά τα ανωτέρω αίτια· κατά την δευτέραν λοιπόν ώραν της νυκτός απέστησαν της πολιορκίας με τόσην ησυχίαν και αταραξίαν, ώστε οι εχθροί εστοχάζοντο την δι' όλης της νυκτός έλλειψίν των διά στρατήγημα· αν την ιδίαν νύκτα ανεχώρουν, δεν ήθελαν υποφέρη την παραμικράν ζημίαν παρά των Ελλήνων, με το να ήσαν άπαντες εις τας οικίας θερμαινόμενοι, πίνοντες οίνον χλιαρόν, τρώγοντες, δι' έλλειψιν άρτου, ελαίας προσφάτους, και ως οψώνειον την ρήγανην' ο Αρχηγός δι' όλης της νυκτός, καταλύσας εις τον ναόν του Αγίου Γεωργίου, πλησίον όντα του εχθρού, επαγρυπνεί φροντίζων διά την αδιάκοπον αλλαγήν των σκοπιών, διατάττων αυτάς να περιέρχονται φωνάζοντες πανταχόθεν το «προσέχετε καλά· όλοι εις τα όπλα· όλοι έξυπνοι»· κατά το λυκαυγές όλοι οι οπλαρχηγοί με τους υπό την οδηγίαν αυτών, διατάξαντος του Αρχηγού αφ' εσπέρας, παρευρέθησαν πολιορκούντες τον εχθρόν τακτικώς·» έκαστος αυτών εφιλοτιμείτο να φυλάξη την εμπιστευθείσαν αυτώ θέσιν μ' όλην του την προσοχήν, και κίνδυνον της ζωής του· ο Μουστάμπεης και Κεχαγιάμπεης, αν και γνωστοί διά την ανδρείαν, έτρεφον μολαταύτα και βεβαίας ελπίδας (έτι δε μάλλον ο δεύτερος) ότι ο Κιουταχής έμελλε να τους σώση από τον κίνδυνον και με την προσωπικήν του παρουσίαν, αν η ανάγκη το εκάλει κατά τούτο δεν ηπατήθησαν· διότι μεθ' ημέρας πέντε έπεμψε χιλίους πεντακόσιους Μακεδόνας και Αλβανούς εις βοήθειάν των, και υπ' οδηγίαν Αλβανού τινός, Αβδουλά Αγά· η εις το στενόν του Ζεμένου παραφυλάσσουσα Ελληνική φρουρά, συγκειμένη εκ τριακοσίων στρατιωτών και οδηγούμενη παρά των οπλαρχηγών Διαμαντή Ζέρβα και Λάμπρου Ζάρμπα Σουλιωτών, ιδούσα την εμπροσθοφυλακήν εισερχομένην διά του στόματος του στενού, ώρμησεν αμέσως κατ' αυτής· μη δυνάμενοι οι Τούρκοι να παραταχθώσιν εις μάχην διά την στενότητα του τόπου, μετά μικράν και ανώμαλον ανθίστασιν ετράπησαν εις φυγήν, αφήσαντες τριάκοντα πέντε πτώματα, εκτός των πληγωθέντων, και ολίγα φορτηγά ζώα· εκ των Ελλήνων ουδείς επληγώθη· η παρόμοια φυγή των έδωκεν αιτίαν εις τους Έλληνας να τους υβρίσωσιν ως εφεξής· «ή άνδρες, ή φίλοι του Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη δεν είσθε»· ακούσαντες οι πολιορκούμενοι τον κρότον του πυροβολισμού επρόσμενον ανυπόμονος και την σωτηρίαν των, και την φθοράν των Ελλήνων πληροφορηθέντες δε την παύσιν του πολέμου και την χαράν των Ελλήνων διά την νίκην, απελπίσθησαν· διό και εβίασαν οι στρατιώται τους αρχηγούς αυτών να ζητήσωσι συνθήκην με τους 'Ελληνας' δεν τους έφερεν εις απελπισίαν μόνη η νίκη των Ελλήνων τόσον, όσον το υπερβολικόν ψύχος, η ακατάπαυστος βροχή, η πείνα, η δίψα, το καταλασπωμένον έδαφος, τα οποία από στιγμήν εις στιγμήν εγνωρίζοντο επαισθητότερα εις αυτούς, και επομένως αφόρητα· το πρόβλημα της συνθήκης εδέχθη εις τον Αρχηγόν, όστις και αμέσως διέταξε τους οπλαρχηγούς Χριστόφορον Περραιβόν και Ιωάννην Ρούκην εκ μέρους των Ελλήνων, ο δε Μουστάμπεης τον χιλίαρχον Χότον Λέγκαν Αλβανόν, και εκατόνταρχον Σουλεμάν Τόσκα, διά να πραγματευθώσι περί συνθήκης' εξελθόντες οι δεύτεροι του οχυρώματος κατήλθον πλησίον της έξω της κωμοπόλεως παρακείμενης πηγής· εκεί καθήσαντες όλοι ομού, άρχισαν, μετά τον συνήθη χαιρετισμόν, να εμβαίνωσιν εις την υπόθεσιν· πρώτος ο Λέγκας εξηγήθη ως εφεξής.
«Ημείς εκινήσαμεν από την Λιβαδείαν με σκοπόν διά να σας χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δεν ήθελε και χωρίς το θέλημα του δεν γίνεται τίποτε εις τον κόσμον· διά τον κακόν μας λοιπόν σκοπόν αρκετά μας επαίδευσε, και μας εντρόπιασε· τώρα η υπόθεσις αύτη εις ημάς τους ιδίους στέκεται να ισάσωμεν τέτοια ανακατώματα κοσμικά, επειδή ημείς οι ίδιοι τα κάμνομεν, και αν σήμερον εσφάλλαμεν ημείς, αύριον σφάλλετε εσείς, ο κόσμος αυτά έχει πάντοτε· σας παρακαλούμεν λοιπόν να μας αφήσετε ελευθέρους με τα όπλα να υπάγωμεν εις το Ζητούνι· όσα ζώα και περιττά πράγματα έχομεν μαζί μας, όλα σας τα δίδομεν μ' ευχαρίστησίν μας, και διά πίστιν της συμφωνίας μας ζητούμεν να μας δώσετε πέντε καπεταναίους καλούς, και να λάβετε και σεις άλλους τόσους σημαντικούς Τούρκους, έως να φθάσωμεν εις το Ζητούνι ασφαλείς, και τότε λαμβάνει καθείς οπίσω τους ιδικούς του και σιμά εις όσα σας είπαμεν, σας υποσχόμεθα και φιλίαν παντοτινήν».
Τοιαύτα και τοσαύτα ειπών ο Λέγκας, ήκουσεν επομένως την εφεξής απόκρισιν.
«Αληθώς, φίλε Λέγκα, είπες ότι ο σκοπός σας ήτο κακός, ημείς σε λέγομεν ακόμη ότ' είναι και παράνομος, και ασεβής' διότι τί κακόν σας εκάμαμεν και μας πολεμάτε; πότε ήλθαμεν εις τον τόπον σας να σας βλάψωμεν; ημείς δεν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά την ελευθερίαν μας, την οποίαν ο Θεός εχάρισεν εις κάθε άνθρωπον να την χαίρεται εν όσω ζη χωρίς να βλάψη τον γείτονά του' σεις, αγωνιζόμενοι να μας την σηκώσετε δεν κάμνετε άλάο, παρά να καταπατήτε τη θεϊκήν απόφασιν' όσον δε διά την οποίαν ζητείτε συνθήκην, ημείς την δεχόμεθα, κατά την διαταγήν του Αρχικού μας, με τα εφεξής κεφάλαια.
Α. Η ζωή σας θέλει είναι ελευθέρα και απείρακτος από μικρού έως μεγάλου επειδή ούτε η συνείδησίς μας, ούτε η θρησκεία μας συγχωρούσι να βλάψωμεν τους όσους μας ζητούν συγχώρησιν.
Β. Προ της αναχωρήσεώς σας να μας παραδώσετε τα Σάλωνα και Λειβαδείαν.
Γ. Η αναχώρησίς σας δεν συγχωρείται έως εις το Ζητούνι, αλλά να υπάγη έκαστος εις τα ίδια.
Δ. Όσα όπλα και χρήματα, φέρετε επάνω σας από μικρού έως μεγάλου, φορέματα διπλά, ζώα παντός γένους και όλα τα κινητά, θέλετε τα παραδώσει εις όποιον επιτροπήν διατάξη ο Αρχηγός μας.
Ε. Διά την ασφαλή εκτέλεσιν των διαληφθέντων κεφαλαίων ζητούμεν εκ μέρους σας ομήρους τον Καροφίλμπεην, αδελφόν του Μουστάμπεη, και τον Κεχαγιάμπεην' σεις δε (εκτός του Αρχηγού μας) έχετε την άδειαν να ζητήσετε οποίους οπλαρχηγούς θέλετε.
Αυτά είναι, φίλε Λέγκα και Σουλεμάν Αγά, τα εκ μέρους του Αρχηγού μας και λοιπών οπλαρχηγών ζητήματα, εις τα οποία δεν συγχωρείται καμία συγκατάβασις' αν τα δέχεσθε, ημείς είμεθα έτοιμοι να τα εκτελέσωμεν αμέσως· το εναντίον δε πάλιν αρχίζομεν τον πόλεμov και ο θεός, όποιον γνωρίζει άδικον, ας τον παιδεύση».
Περίλυποι και κατηφείς εγένοντο αμφότεροι, ακούσαντες των Ελλήνων τα ζητήματα, πολύ περισσότερον αφού εβεβαιώθησαν ότι δεν τους γίνεται καμία συγκατάβασις' ο Λέγκας, έπειτα από ικανάς διαφιλονικήσεις, απεκρίθη ότι δεν έχει την πληρεξουσιότητα να επικυρώση τα διαληφθέντα κεφάλαια, παρά να τα προσφέρη εις τους αρχηγούς του, εις των οποίων την θέλησιν εξαρτάται η απόφασις' κατ' αυτόν τον τρόπον διελύθη η συνέντευξις αμφοτέρωθεν, και οι μεν Τούρκοι επιστρέψαντες εις το στρατόπεδόν των εξεφράσθησαν τα ωμιληθέντα, οι δε Έλληνες ανέμενον την απόκρισιν των Τούρκων, ήτις μετά δύο ωρών παρέλευσιν εδόθη βροντοφώνως διά τινός Τούρκου, ως εφεξής. «Πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος». Ο Αρχηγός, ακούσας την απόκρισιν, διέταξεν ευθύς να παρευρεθώσιν εις τας θέσεις των όλοι οι οπλαρχηγοί, υποπτευόμενος τινά απηλπισμένην φυγήν των εχθρών, η οποία και τωόντι μετά τεσσάρας ημέρας έγινε' κατά την εικοστήν τρίτην του μηνός Νοεμβρίου και περί δευτέραν ώραν της νυκτός, επισκεπτόμενος ο Αρχηγός όλα τα Ελληνικά οχυρώματα, διέταξε να πυροβολήσωσιν εκ συμφώνου κατά των Τούρκων η δίωρος σχεδόν διάρκεια του πυροβολισμού έφερεν απροσδόκητος τον θάνατον του Μουστάμπεη, διότι εκ των ριπτομένων σφαιρών εκτύπησε μίαν την κεφαλήν του κατά μέτωπον, ήτις πάραυτα τον ενέκρωσε, και το στρατόπεδόν του εδειλίασε' κρύψαντες τον θάνατόν του αποφάσισαν την επιούσαν να ζητήσωσιν εκ δευτέρου συνθήκην, επί συμφωνία, να μην τους αφαιρέσωσιν, ει δυνατόν, τα όσα χρήματα φέρουσιν εις την ζώνην των, εις τα λεγόμενα κεμέρια, τα δ' άλλα να τα λάβωσιν όλα, κατά την ρηθείσαν συνθήκην' απέτυχον της δεήσεως έπειτα από πολλάς ικεσίας, επιστρέψαντες εκοινοποίησαν εις τους συντρόφους των την απόκρισιν, εκ των οποίων το πλείστον μέρος εγνωμοδότησε να σώση μόνην την ύπαρξίν του, αλλ' οι Τουρκομακεδόνες, παρά την ζωήν, επροτίμησαν μάλλον τα χρήματα' διό αποσπάσαντες τα ξίφη εξήλθον του οχυρώματος, διευθυνθέντες επί τας κορυφάς του Παρνασσού διά της προμνησθείσης στενωπού· το παράδειγμα τούτων ηκολούθησεν και όλος ο στρατός.
Πριν διηγηθώ τα μετά την έξοδον αυτών συμβάντα, κρίνω σημειώσεως αξίαν την θύελλαν εκείνης της ημέρας, γεγονυίαν μετά μίαν ώραν της ισημερίας ως εφεξής' όλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα και μελανότατα νέφη· μετά τούτο άρχισαν να ρίπτωσι χιόνα με σφοδρότατον και ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τα πλάγια και κοιλάδας του Παρνασσού απετέλει την χιόνα ως τόσα βουνά εις την ατμοσφαιρών, κατωθουμένη δε εις την επιφάνειαν της γης παρά των ανέμων εσχημά τόσους σίφωνας και λαίλαπας' τα φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα και τρομερά, ώστ' εβίαζον έκαστον να ζητή προσωρινόν καταφύγιον' ταύτην την κινδυνώδη στιγμήν έκλεξαν οι Τούρκοι αρμοδίαν της σωτηρίας των, καθ' ην οι Έλληνες διέκειντο σχεδόν άπαντες εις τας οικίας θερμαινόμενοι μολαταύτα ακούσαντες έτρεξαν κατόπιν σφάζοντες αυτούς με τα ξίφη και μαχαίρας (επειδή τα πυροβόλα όπλα απεκατέστησεν η χιών άχρηστα), αλλά το ψύχος και η χιονοζάλη δεν εσυγχώρει να τους διώξωσι περισσότερον από τα έσχατα πλάγια του Παρνασσού. Αν εκ της ρηθείσης περιστάσεως δεν ίσχυαν ν' αποπερατώσωσι τον σκοπόν των, ο σύμμαχος αυτών χειμών ανεπλήρωσε το υπόλοιπον της ακορέστου επιθυμίας των διότι οι αποφυγόντες την μάχαιραν αυτών και την δριμύτητα του χειμώνος εις τα μεσημβρινά πλάγια του Παρνασσού, οίτινες εσυμποσούντο υπέρ τους χιλίους διακόσιους, φθάσαντες απηυδισμένοι και κατυγραμμένοι από τον ιδρώτα εις τας κορυφάς του, και μέλλοντες να καταφύγωσιν εις το κατά τας βορείας υπωρείας του Παρνασσού και πλησίον της Δαυλίδος κείμενον Μοναστήριον Ιερουσαλήμ, απήντησαν κατά πρόσωπον τον διαληφθέντα άνεμον, συνοδευμένον με τας πυκνοτέρας και ψυχροτέρας νιφάδας της χιόνος, αι οποίαι εκάλυπτον πού ολίγους, που πολλούς συσσωματωμένους και σφικτά ενηγκαλισμένους' τούτων τα οστά εύρον σωρηδόν οι Αραχωβίται την άνοιξιν, συν αυτοίς δε όπλα χρυσά, αργυρά, και χρήματα ουκ ολίγα' απ' αυτό το τραγικόν συμβάν μόλις εσώθησαν εις το Μοναστήριον έως διακόσιοι και εκ τούτων ολιγότατοι σχεδόν έμειναν αβλαβείς' διότι των μεν οι πόδες, των δε αι χείρες, άλλων οι οφθαλμοί και ετέρων αι ρίνες υπέφερον ακρωτηριασμούς καθ' όλην την επταήμερον διάρκειαν της πολιορκίας απέθανον εκ των Ελλήνων τέσσαρες, και εννέα επληγώθησαν ακινδύνως.
Τοιούτον τραγικόν τέλος έλαβεν η κατά των Ελλήνων εκστρατεία του Μουστάμπεη, όστις, ως προείρηται, πολλούς εκ των του Μεσολογγίου εξελθόντων εθυσίασε και ηχμαλώτευσεν ασπλάγχνως ήτον ανήρ ωραίος, μετρίου αναστήματος, ανδρείος, δραστήριος και χριστιανόμάχος' ο Καραϊσκάκης έπεμψε την επιούσαν στρατιώτας και Αραχωβίτας και έφεραν υπέρ τας τριακοσίας τουρκικάς κεφαλάς, μεθ' ων ήσαν κ' εκείναι του Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη, εξ' αυτών ανήγειρε τρόπαιον εκτός της Αράχωβας επί τινα λόφον ορώμενον παρά του Μαντείου των Δελφών· ην δε κατεσκευασμένον εις σχήμα κώνου, έχον και την εξής γλυπτικήν επιγραφήν.
ΤΡΟΠΑΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΑΝΕΓΕΡΘΕΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1826 ΕΤΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 24 ΕΝ ΑΡΑΧΩΒΑ.
«Ημείς εκινήσαμεν από την Λιβαδείαν με σκοπόν διά να σας χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δεν ήθελε και χωρίς το θέλημα του δεν γίνεται τίποτε εις τον κόσμον· διά τον κακόν μας λοιπόν σκοπόν αρκετά μας επαίδευσε, και μας εντρόπιασε· τώρα η υπόθεσις αύτη εις ημάς τους ιδίους στέκεται να ισάσωμεν τέτοια ανακατώματα κοσμικά, επειδή ημείς οι ίδιοι τα κάμνομεν, και αν σήμερον εσφάλλαμεν ημείς, αύριον σφάλλετε εσείς, ο κόσμος αυτά έχει πάντοτε· σας παρακαλούμεν λοιπόν να μας αφήσετε ελευθέρους με τα όπλα να υπάγωμεν εις το Ζητούνι· όσα ζώα και περιττά πράγματα έχομεν μαζί μας, όλα σας τα δίδομεν μ' ευχαρίστησίν μας, και διά πίστιν της συμφωνίας μας ζητούμεν να μας δώσετε πέντε καπεταναίους καλούς, και να λάβετε και σεις άλλους τόσους σημαντικούς Τούρκους, έως να φθάσωμεν εις το Ζητούνι ασφαλείς, και τότε λαμβάνει καθείς οπίσω τους ιδικούς του και σιμά εις όσα σας είπαμεν, σας υποσχόμεθα και φιλίαν παντοτινήν».
Τοιαύτα και τοσαύτα ειπών ο Λέγκας, ήκουσεν επομένως την εφεξής απόκρισιν.
«Αληθώς, φίλε Λέγκα, είπες ότι ο σκοπός σας ήτο κακός, ημείς σε λέγομεν ακόμη ότ' είναι και παράνομος, και ασεβής' διότι τί κακόν σας εκάμαμεν και μας πολεμάτε; πότε ήλθαμεν εις τον τόπον σας να σας βλάψωμεν; ημείς δεν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά την ελευθερίαν μας, την οποίαν ο Θεός εχάρισεν εις κάθε άνθρωπον να την χαίρεται εν όσω ζη χωρίς να βλάψη τον γείτονά του' σεις, αγωνιζόμενοι να μας την σηκώσετε δεν κάμνετε άλάο, παρά να καταπατήτε τη θεϊκήν απόφασιν' όσον δε διά την οποίαν ζητείτε συνθήκην, ημείς την δεχόμεθα, κατά την διαταγήν του Αρχικού μας, με τα εφεξής κεφάλαια.
Α. Η ζωή σας θέλει είναι ελευθέρα και απείρακτος από μικρού έως μεγάλου επειδή ούτε η συνείδησίς μας, ούτε η θρησκεία μας συγχωρούσι να βλάψωμεν τους όσους μας ζητούν συγχώρησιν.
Β. Προ της αναχωρήσεώς σας να μας παραδώσετε τα Σάλωνα και Λειβαδείαν.
Γ. Η αναχώρησίς σας δεν συγχωρείται έως εις το Ζητούνι, αλλά να υπάγη έκαστος εις τα ίδια.
Δ. Όσα όπλα και χρήματα, φέρετε επάνω σας από μικρού έως μεγάλου, φορέματα διπλά, ζώα παντός γένους και όλα τα κινητά, θέλετε τα παραδώσει εις όποιον επιτροπήν διατάξη ο Αρχηγός μας.
Ε. Διά την ασφαλή εκτέλεσιν των διαληφθέντων κεφαλαίων ζητούμεν εκ μέρους σας ομήρους τον Καροφίλμπεην, αδελφόν του Μουστάμπεη, και τον Κεχαγιάμπεην' σεις δε (εκτός του Αρχηγού μας) έχετε την άδειαν να ζητήσετε οποίους οπλαρχηγούς θέλετε.
Αυτά είναι, φίλε Λέγκα και Σουλεμάν Αγά, τα εκ μέρους του Αρχηγού μας και λοιπών οπλαρχηγών ζητήματα, εις τα οποία δεν συγχωρείται καμία συγκατάβασις' αν τα δέχεσθε, ημείς είμεθα έτοιμοι να τα εκτελέσωμεν αμέσως· το εναντίον δε πάλιν αρχίζομεν τον πόλεμov και ο θεός, όποιον γνωρίζει άδικον, ας τον παιδεύση».
Περίλυποι και κατηφείς εγένοντο αμφότεροι, ακούσαντες των Ελλήνων τα ζητήματα, πολύ περισσότερον αφού εβεβαιώθησαν ότι δεν τους γίνεται καμία συγκατάβασις' ο Λέγκας, έπειτα από ικανάς διαφιλονικήσεις, απεκρίθη ότι δεν έχει την πληρεξουσιότητα να επικυρώση τα διαληφθέντα κεφάλαια, παρά να τα προσφέρη εις τους αρχηγούς του, εις των οποίων την θέλησιν εξαρτάται η απόφασις' κατ' αυτόν τον τρόπον διελύθη η συνέντευξις αμφοτέρωθεν, και οι μεν Τούρκοι επιστρέψαντες εις το στρατόπεδόν των εξεφράσθησαν τα ωμιληθέντα, οι δε Έλληνες ανέμενον την απόκρισιν των Τούρκων, ήτις μετά δύο ωρών παρέλευσιν εδόθη βροντοφώνως διά τινός Τούρκου, ως εφεξής. «Πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος». Ο Αρχηγός, ακούσας την απόκρισιν, διέταξεν ευθύς να παρευρεθώσιν εις τας θέσεις των όλοι οι οπλαρχηγοί, υποπτευόμενος τινά απηλπισμένην φυγήν των εχθρών, η οποία και τωόντι μετά τεσσάρας ημέρας έγινε' κατά την εικοστήν τρίτην του μηνός Νοεμβρίου και περί δευτέραν ώραν της νυκτός, επισκεπτόμενος ο Αρχηγός όλα τα Ελληνικά οχυρώματα, διέταξε να πυροβολήσωσιν εκ συμφώνου κατά των Τούρκων η δίωρος σχεδόν διάρκεια του πυροβολισμού έφερεν απροσδόκητος τον θάνατον του Μουστάμπεη, διότι εκ των ριπτομένων σφαιρών εκτύπησε μίαν την κεφαλήν του κατά μέτωπον, ήτις πάραυτα τον ενέκρωσε, και το στρατόπεδόν του εδειλίασε' κρύψαντες τον θάνατόν του αποφάσισαν την επιούσαν να ζητήσωσιν εκ δευτέρου συνθήκην, επί συμφωνία, να μην τους αφαιρέσωσιν, ει δυνατόν, τα όσα χρήματα φέρουσιν εις την ζώνην των, εις τα λεγόμενα κεμέρια, τα δ' άλλα να τα λάβωσιν όλα, κατά την ρηθείσαν συνθήκην' απέτυχον της δεήσεως έπειτα από πολλάς ικεσίας, επιστρέψαντες εκοινοποίησαν εις τους συντρόφους των την απόκρισιν, εκ των οποίων το πλείστον μέρος εγνωμοδότησε να σώση μόνην την ύπαρξίν του, αλλ' οι Τουρκομακεδόνες, παρά την ζωήν, επροτίμησαν μάλλον τα χρήματα' διό αποσπάσαντες τα ξίφη εξήλθον του οχυρώματος, διευθυνθέντες επί τας κορυφάς του Παρνασσού διά της προμνησθείσης στενωπού· το παράδειγμα τούτων ηκολούθησεν και όλος ο στρατός.
Πριν διηγηθώ τα μετά την έξοδον αυτών συμβάντα, κρίνω σημειώσεως αξίαν την θύελλαν εκείνης της ημέρας, γεγονυίαν μετά μίαν ώραν της ισημερίας ως εφεξής' όλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα και μελανότατα νέφη· μετά τούτο άρχισαν να ρίπτωσι χιόνα με σφοδρότατον και ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τα πλάγια και κοιλάδας του Παρνασσού απετέλει την χιόνα ως τόσα βουνά εις την ατμοσφαιρών, κατωθουμένη δε εις την επιφάνειαν της γης παρά των ανέμων εσχημά τόσους σίφωνας και λαίλαπας' τα φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα και τρομερά, ώστ' εβίαζον έκαστον να ζητή προσωρινόν καταφύγιον' ταύτην την κινδυνώδη στιγμήν έκλεξαν οι Τούρκοι αρμοδίαν της σωτηρίας των, καθ' ην οι Έλληνες διέκειντο σχεδόν άπαντες εις τας οικίας θερμαινόμενοι μολαταύτα ακούσαντες έτρεξαν κατόπιν σφάζοντες αυτούς με τα ξίφη και μαχαίρας (επειδή τα πυροβόλα όπλα απεκατέστησεν η χιών άχρηστα), αλλά το ψύχος και η χιονοζάλη δεν εσυγχώρει να τους διώξωσι περισσότερον από τα έσχατα πλάγια του Παρνασσού. Αν εκ της ρηθείσης περιστάσεως δεν ίσχυαν ν' αποπερατώσωσι τον σκοπόν των, ο σύμμαχος αυτών χειμών ανεπλήρωσε το υπόλοιπον της ακορέστου επιθυμίας των διότι οι αποφυγόντες την μάχαιραν αυτών και την δριμύτητα του χειμώνος εις τα μεσημβρινά πλάγια του Παρνασσού, οίτινες εσυμποσούντο υπέρ τους χιλίους διακόσιους, φθάσαντες απηυδισμένοι και κατυγραμμένοι από τον ιδρώτα εις τας κορυφάς του, και μέλλοντες να καταφύγωσιν εις το κατά τας βορείας υπωρείας του Παρνασσού και πλησίον της Δαυλίδος κείμενον Μοναστήριον Ιερουσαλήμ, απήντησαν κατά πρόσωπον τον διαληφθέντα άνεμον, συνοδευμένον με τας πυκνοτέρας και ψυχροτέρας νιφάδας της χιόνος, αι οποίαι εκάλυπτον πού ολίγους, που πολλούς συσσωματωμένους και σφικτά ενηγκαλισμένους' τούτων τα οστά εύρον σωρηδόν οι Αραχωβίται την άνοιξιν, συν αυτοίς δε όπλα χρυσά, αργυρά, και χρήματα ουκ ολίγα' απ' αυτό το τραγικόν συμβάν μόλις εσώθησαν εις το Μοναστήριον έως διακόσιοι και εκ τούτων ολιγότατοι σχεδόν έμειναν αβλαβείς' διότι των μεν οι πόδες, των δε αι χείρες, άλλων οι οφθαλμοί και ετέρων αι ρίνες υπέφερον ακρωτηριασμούς καθ' όλην την επταήμερον διάρκειαν της πολιορκίας απέθανον εκ των Ελλήνων τέσσαρες, και εννέα επληγώθησαν ακινδύνως.
Τοιούτον τραγικόν τέλος έλαβεν η κατά των Ελλήνων εκστρατεία του Μουστάμπεη, όστις, ως προείρηται, πολλούς εκ των του Μεσολογγίου εξελθόντων εθυσίασε και ηχμαλώτευσεν ασπλάγχνως ήτον ανήρ ωραίος, μετρίου αναστήματος, ανδρείος, δραστήριος και χριστιανόμάχος' ο Καραϊσκάκης έπεμψε την επιούσαν στρατιώτας και Αραχωβίτας και έφεραν υπέρ τας τριακοσίας τουρκικάς κεφαλάς, μεθ' ων ήσαν κ' εκείναι του Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη, εξ' αυτών ανήγειρε τρόπαιον εκτός της Αράχωβας επί τινα λόφον ορώμενον παρά του Μαντείου των Δελφών· ην δε κατεσκευασμένον εις σχήμα κώνου, έχον και την εξής γλυπτικήν επιγραφήν.
ΤΡΟΠΑΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΑΝΕΓΕΡΘΕΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1826 ΕΤΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 24 ΕΝ ΑΡΑΧΩΒΑ.
Πηγή:
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΡΑΑΙΒΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου