Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ
Ήτο η Τρίτη των Χριστουγέννων του 1863 ημέρα. Ενθυμούμαι καλώς. Την εποχήν την εσημείωσα, διότι μοι προξένησε βαθείαν αύτη εντύπωσιν και φρίκην εξ όσων κατ' αυτήν ήκουσα και απομνημόνευσα.
Περί την εσπέραν ταύτης, χάριν της μεγάλης εορτής, μας επεσκέφθη ο αείμνηστος της Φάλαγγος ταγματάρχης, ο γενναίος εκείνος του ιερού αγώνος στρατιώτης, ο λεβέντης και ευθυτενής ως υψίκορμος κυπάρισσος γέρων Κωνσταντίνος Καλατζής. Επειδή ην χειμών δριμύς τον ωδήγησα εις το χειμωνιάτικο, όπου ην η εστία, εν η έλαμπε και διέπρεπε πυρά ωραία και ζηλευτή, τρεφόμενη από ξηράς σχίνων και κότινων ρίζας.
Μετά τας αμοιβαίας επί ταις εορταίς ευχάς, εγώ όστις εμφανώς ηγάπων τας ιστορίας και τα διηγήματα του ιερού αγώνος, εξ ων πλείστα πολλάκις είχεν διηγηθή ημίν ο καλός ταγματάρχης, ιδίως δ' επειδή ως εγίγνωσκον, ην αυτόπτης των κατά την τελευτήν του στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτσου και αυτήκοος τον παρεκάλεσα θερμώς να μας διηγηθεί ταύτα. Εις την παράκλησίν μου βαρέως στενάξας και μετά μεγάλην του γενναίου στήθους ανάπλασιν μοι απήντησε: «Τι τα θέλεις αυτά τώρα παιδί μου, αυτά πέρασαν πλέον, ας όψονται οι αίτιοι». Εδίστασε δε να αρχίση. Τη επιμόνω όμως παρακλήσει μου προβάντος εκ περιεργείας μέχρι φορτικότητος, ήρξατε διηγούμενος τα της τελευτής του στρατηγού ως εξής:— Επειδή τόσον επιμένετε, ακούστε πώς συνέβη του στρατηγού ο θάνατος. Από καιρόν τον είχαν φυλακίσει εις την μεγάλην της Ακροπόλεως Κούλιαν. Του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια σίδερα με μπάλαις βαρειαίς. Τροφήν δεν του έδιναν τακτικά, ούτε καλήν ούτε στρώμμα. Όταν εγώ τον είδα εις την φυλακήν ήτο ανάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος με ένα κοντοκάπι και με το ιστορικόν του καλογηρόσκουφον λυγδωμένον από τη λέρα.
»Την νύκτα εκείνη οπού εχάθη, ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας, η οποία ήτον κλειδωμένη. Ήτο νύκτα πολύ σκοτεινή, δεν έβλεπες το δάχτυλό σου, έπεφτε ψιλή βροχή και ήμην τυλιγμένος με την κάπα μου. Ήσαν περασμένα μεσάνυχτα, όταν βλέπω τέσσερας άνδρας να έρχονται προς τη φυλακήν.
» Ο ένας εκρατούσε φανάρι, ήσαν δε αρματωμένοι καλά. Ένας άλλος εστάθη ολίγον μακράν και δεν είδον καλά ποίος ήτο. Αλλ' ως εννόησα ήτο ο επί κεφαλής των. Ήτο η έφοδος προς επιθεώρησιν της φυλακής. Ήσαν γνωστοί μου ο Τριανταφυλλίνας, ο Τζαμάρας, και ο Μαμούρης και ένας στρατιώτης Σουλιώτης, του οποίου το όνομα δεν ενθυμούμαι τώρα».
Άμα επλησίασαν αμέσως έγινεν η «αλλαγή» και αντ' εμού έθεσαν σκοπόν τον στρατιώτην εκείνον. Εγώ δε διετάχθην να πάω αμέσως να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος. Αλλ' υποπτευθείς απαίσια δια τον στρατηγόν κρυφά, κατεσκόπευον τις κινήσεις των, πλησιάσας ικανώς απαρατήρητος ως εκ του ψηλαφητού σκότους. Ήκουσα τον κρότον των κλείθρων της φυλακής. Άμα εισήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον ήκουσα να λέγη προς αυτούς: «Ωρέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ' λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποίος είμαι και πώς με λένε; Αυταίς τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα εσύ μωρέ Γιάννη Μαμούρη γιατί;»
»Εις ταύτα αμέσως ως ενόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, επετέθησαν κατά του δεσμίου. Ήκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγμούς και μούγκρισμα του λεονταριού εκείνου και η καρδιά μου εραγίζετο. Και μετά τούτα σιωπή τελεία...
»Μετ' ολίγον είδον τους τεσσαρας να βαδίζωσιν προς το τείχος της Ακροπόλεως το βλέπον προς το μέρος του Μακρυγιάννη με το φανάρι. Εκεί ηκούετο κτύπος όμοιος με εκείνον που γίνεται όταν εμπήγουν στύλον εις την γην.
«Κατόπιν τους είδα πάλιν να γυρίζουνε εις την Κούλιαν, αφ' όπου επήραν βαρύ τι πράγμα και το επήγαν μετά δυσκολίας εις το μέρος όπου ήκουον τον κρότον. Εκεί κάτι έκαμνον ανακατευόμενοι και μετ' ολίγον πάλιν ήκουσα κτύπον πέτρας η οποία κτυπά επί άλλης πέτρας. Αμέσως δε μετά τούτο εκείνοι μεν έγιναν άφαντοι, εγώ δε σιγά επήγα εις το κατάλυμά μου.
»Το πρωί άμα εσηκώθην έμαθον ότι είχε διαδοθεί πανταχού, ότι ο Οδυσσεύς δραπετεύσας την νύκτα και θελήσας δια του σχοινίου δεδεμένου να καταβή από το τείχος της Ακροπόλεως, κοπέντος του σχοινιού, κατέπεσεν από του ύψους και εφονεύθη.
»Όπως όλος ο κόσμος επήγα και εγώ και είδα το εξής: Εις το μέρος όπου ήκουον κτύπους ήτο μπηγμένο μεγάλο παλούκι, δεμένο δε εις αυτό ακόμη τεμάχιον τριχιάς της οποίας η άκρη εφαίνετο ξασμένη. Όταν δε επήγα κάτω είδον το πτώμα του ατυχούς στρατηγού φέρον εις την μέσην δεμένον από έξω από το κοντοκάπι του ένα μακρύ κομμάτι τριχιάς. Το στόμα του ήτο καταματωμένον. Το επάνω και το κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν δαχτυλίδι στρογγυλά, σαν να τα χτύπησε κανείς και να τα 'κοψε με το στόμα ντουφεκιού ή μπιστόλας.
»0 λαιμός του είχε μαυρίλαις και σημάδια από νύχια, εστάλη δε ένας άλλος ιατρός να κάμη νεκροψίαν και έκθεσιν του θανάτου του. Έμαθα δε ότι, επειδή επιστοποίησεν ότι ο θάνατός του προήλθεν εκ βίας, διότι τα σημεία αυτής ήσαν φανερά έσχισαν την έκθεσίν αυτού και έκαμαν άλλην δια της οποίας εβεβαιούτο ότι του στρατηγού ο θάνατος προήλθεν εκ πτώσεως αυτού από μέρους υψηλού. Μετά ταύτα έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονεμένη και χειρότερα και από του τελευταίοου καταδίκου. Τον έθαψαν σαν σκυλί εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου, προς δυσμάς της Ακροπόλεως."
Εφημερίς «Καιροί»
Φύλλον 25 Δεκεμβρίου 1898
Πηγές: Βάσος Τσιμπιδάρος
Το 1821 Χωρίς Δάφνες και Στέφανα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου