Μάχη της Πανάσσαρης.
Επειδή ώς προείρηται, ούτε τό έν, ούτε τό άλλο στρατόπεδον έτόλμα νά κινηθή εις δευτέραν μάχην, οι Έλληνες, έπιθυμούντες νά τούς διώξωσιν εκείθεν, ή τούς άφαιρέσωσι τουλάχιστον διά της τόλμης πάσαν ελπίδα προχωρήσεως, αποφάσισαν νά δοκιμάσωοι τήν τύχην των· κατά την δεκάτην τρίτην όθεν Σεπτεμβρίου συμβούλιον πολεμικόν ποιήσαντες ενέκριναν συμφώνως, οί μέν οπλαρχηγοί, Γεώργιος Δράκος, Κίτζος Τζαβέ λ λας, Γιώτης Δαγκλής, Λάμπρος Ζάρμιτας, Νάκος Πανουριάς, Περ ραιβός και Κωνσταντίνος Καλύβας νά κινηθώσι κατά του έχθρού μέ πεντακόσιους συντρό φους· οι δέ Τούσας Ζέρβας, Σκαλτζοδήμας, και άλλοι διάφοροι αξιωματικοί, νά μείνωσιν εις φύλαξιν του στρατοπέδου· τό σχέδιον ταύτης της εκστρατείας έγινεν ώς εφεξής· πλησίον του στρατοπέδου τών Όθωμανών, κατά τό μεσηβρινόν πλάγιον τό κλίνον πρός τόν Παρνασσόν, κείται τό κατηδαφισμένον χωρίον Πανάσσαρη· μεταξύ αυτού και του στρατοπέδου ύπάρχουσι λόφοι τινές πετρώδεις και έκ φύσεως οχυροί παρά τούτοις δέ, και κατά τό δυτικοβόρειον, μία στενωπός, Σκάλα καλουμένη· αύτάς τάς θέσεις αποφάσισαν νά προκαταλάβουν και όχυρώ σωσι τήν νύκτα, τω πρωΐ δέ νά έρεθίσωσι τούς Τούρκους εις μάχην· μετά τήν διάλυσιν του συμβουλίου αμέσως ό Δράκος, Δαγκλής, Περραιβός, Πανουριάς και Καλύβας διευθύνθησαν εις τό χωρίον, Βάργιανην, άπέχον τού Όθωμανικού στρατοπέδου μιάς σχεδόν ώρας· έκεί άνε παύθησαν προσμένοντες τό εσπέρας καί τόν Κίτζον Τζαβέλλα· άλλ' αυτός μετά τού Λάμπρου Ζάρμπα, μεταμεληθέντες, η άλλως πως κρίναντες τό πράγμα, έμειναν εις τά στρατόπεδον. Οί έκστρατεύσαντες τω άπεκρίθησαν ότι λυπούνται μέν διά τό φέρσιμόν του, δέν εμποδίζονται δμως διά τήν άπουσίαν του εις τό νά έκτελέσωσι τό εγκριθέν σχέδιον έν τοσούτω, ούσης βροχε ρής της νυκτός, κατέλαβαν τό πρωί έκ τών ρηθέντων θέσεων τρεις μόνας, τας πλέον όχυράς· τοποθετηθέντες και άνεγείραντες έκ του προχείρου προμαχώνας, έπεμψαν τριάκοντα στρατι ώτας εκλεκτούς και ώκύποδας, όπως διά τίνος άκροβολισμού έρεθίσωσι τούς Όθωμανούς εις μάχην· ό Τζέλιος Πίτζαρης, όστις πρό ολίγων ημερών είχε φθάση εις έπικουρίαν μέ τεσσάρας χιλιάδας Αλβανούς Τόσκηδες, ώς προείρηται, παρουσιασθείς εις τόν Πασά τόν έπαρακάλεσε νά διάταξη τό έπίλοιπον στράτευμα νά μή κινηθή εις πόλεμον, υποσχόμενος ό ίδιος μέ τούς ύπό τήν όδηγίαν του νά εξαλείψη τό όνειδος της Άμπλιανης· ή αίτησίς του είσηκούσθη, και ούτως αμέσως ώρμησε κατά των Ελλήνων. Οί τριάκοντα, όπισθοδρομήσαντες μαχόμενοι, εισήλθον εις τό περιχαράκωμα του Δράκου· πλησιάσαντες έπερικύκλωσαν στενώς τά όχυρώ ματα· ή Σκάλα, ούσα ή σημαντικότερα θέσις, έμπιστευθείσα δέ εις την φύλαξιν του Νάκου Πα νουριά, έκινδύνευε νά κυριευθή, αν ό Γιώτης Δαγκλής δέν έπρολάμβανε νά τρέξη εις έπικου ρίαν του, καί εμψυχώση τούς στρατιώτας· μόνος ό αξιωματικός θανασούλας Σαΐνης Σουλιώ της έδείχθη ανδρείος, βαστάσας τό στενόν μέ δέκα μόνον συντρόφους εναντίον του έχθρού έω σού έφθασε καί ό Δαγκλής· ό Δράκος έκ του ανατολικού μέρους του όχυρώματός του, πετρώ δους όντος καί κρηιινώδους, έστενοχωρήθη τόσον διά τήν πληθύν καί όρμήν του έχθρού, ώστε έκατήντησε νά πολεμά μέ τούς λίθους, μολονότι ο Περραιβός, τοποθετημένος ών έκ του όπι σθεν μέρους, τω έπεμψε τεσσαράκοντα στρατιώτας μέ τόν άξιωματικόν Κ. Καλύβαν πάλιν ό κίνδυνος ήν αναπόδραστος· οί Τούρκοι έφιλοτιμήθησαν διά τήν ύπόσχεσίν των νά κερδίσουν τήν νίκην, καί νά μή λάβωσι τήν πρώτην καί χείριστον καταισχύνην τών προ δύο μηνών ήττη θέντων ομογενών των ή πλάστιγξ της νίκης κατά τό φαινόμενον άπό στιγμήν εις στιγμήν έκλι νε πρός τούς ΄Οθωμανούς· ή επικίνδυνος θέσις έπρομήνυε σημαντικήν ζημίαν εις τούς ήττη θη σομένους, μή δυναμένους (διά τό άνώμαλον, άνωφερές του τόπου, καί πληθύν τών εχθρών) νά οπισθοδρομήσωσι· δέν έμεινεν όθεν άλλη έλπίς εις τούς Έλληνας, παρ', ή νά χαλάσωσι διά της τόλμης τόν εχθρόν, ή νά θανατωθώσιν έν τώ άγώνι· διό άφήσαντες άνά είκοσι στρατιώτας εις τά δύο όχυρώματα διά νά κτυπώσιν έκ του όπισθεν τάς πτέρυγας χορηγούσας έπικουρίαν εις τό κέντρον, οί επίλοιποι, άποσπάσαντες, τό ξίφη ώρμησαν κατά του κέντρου, τό όποιον έδειξε τόσην άνδρείαν καί άφοβίαν, ώστε άν ό ατρόμητος Βασίλειος Δαγκλής δέν έφόνευε τόν άρχη γόν του, αναντιρρήτως οί ΄Οθωμανοί έμελλε νά ψάλλωσι τά νικητήρια· ό θάνατος αύτού, καί ή επίμονος όρμή τών Ελλήνων έτρεψε τέλος πάντων εις φυγήν τό κέντρον, τό παράδειγμα του όποιου ήκολούθησεν ή δεξιά καί αριστερά πτέρυξ· αυτή ή νίκη έπροξένησεν εις τούς Έλληνας έν είδος χαράς συγκερασμένης μέ θαυμασμόν· δέν τήν έκραζαν νίκην άλλά σωτηρίαν της ζωής των· απορούσαν πρός τοις άλλοις βλέποντες τούς έν τώ στρατοπέδω ΄Οθωμανούς άδιαφορού ντας διόλου, μάλλον δέ χαίροντας διά τήν ήτταν καί όνειδος τών Τουρκαλβανών πρώτον, διό τι έκαυχήθησαν νά νικήσωσι· δεύτερον, διά τήν άντιπάθειαν, ήτις επικρατεί είς αυτά τά δύο εθνη, καί άπό τήν οποίαν πολλάκις, εις διαφόρους μάχας, ώφελήθησαν οι Έλληνες· έν τοσούτω τούς έδίωξαν οί ΄Ελληνες μέχρι των σκηνών· έκατόνταρχος ύπ' όδηγίαν του Περραιβού, Ιωάν νης Ψάρος τούνομα, Σουλιώτης την πατρίδα, πλησιάσας εις την σκηνήν του αρχηγού Τζέλιου Πίτζαρη, έφώνησε τούς εφεξής λόγους.
«Σάς παρακαλούμεν, Τούρκοι, νά προσμείνετε ακόμη δέκα ημέρας εις τό στρατόπεδόν σας· αν θέλετε νά μάθη μετά τούτο μίαν χαραποιάν είδησιν». Οί λόγοι ούτοι γνωστοποιηθέντες αλλη λοδιαδόχως πρός όλον τό στρατιωτικόν υπενθύμισαν τήν πρό μικρού εις Άμπλιανην τραγικήν των συμφοράν μάλλον, ή τήν πρό οφθαλμών· διό καί μεθ' ημέρας έξ, τρίτη ώρα της νυκτός, άφή σαντες τό στρατόπεδον έφυγαν μέ τρόμον και άταξίαν μηδενός διώκοντος· εις μάτην ήγωνίσθη σαν οί πασάδες κοί λοιποί οπλαρχηγοί νά τούς ήσυχάσωσι μέ άπειλάς, κολακείας, υποσχέσεις και δεήσεις· ό διασπαρείς φόβος υπερείχε καθ' όλα· άκούσαντες τό πρωί οί Έλληνες τήν άπρο σδόκητον φυγήν των, έσπευσαν πολλοί έξ αυτών όχι μέ σκοπόν νά τούς διώξωσιν, (επειδή εί χαν φθάση εις τάς θεομοπύλας) όσον προς λαφυραγωγίαν του στρατοπέδου· έν ώ εύρον ζώα φορτηγά, τροφάς, ιμάτια και αλλα παρόμοια. Τοιαύτην έκβασιν ελαβεν εις διάστημα δύο μηνών ή εκστρατεία τού Δερβίζ Πασά πληρεξουσίου της Ρούμελης· εις δέ τήν μάχην της Πανάσ σαρης έσκοτώθησαν Τούρκοι υπέρ τούς έξήκοντα έκτός τών πληγωμένων. Έλληνες πέντε και έπτά πληγωμένοι, έξ ων οί δύο άπέθανον, μεθ' ών συναριθμείται και ό ύπό τήν όδηγίαν του Κα ραϊσκάκη ανδρείος χιλίαρχος Γκιόκας Χορμοβίτης, του όποιου ό θάνατος έλύπησεν ούκ ολίγον τούς Έλληνας· εις ταύτην τήν μάχην δέν έκινδύνευσαν πλείονες τών διακοσίων έξήκοντα Ελλ ήνων κατά τεσσάρων χιλιάδων Τουρκαλβανών Τόσκηδων. Αι διαληφθείσαι δύο λαμπραί νί και και ή φυγή τών έχθρών άπό τήν Γραβιάν έμάκρυναν πάντα κίνδυνον προσωρινόν άπό τήν Άνατολικήν Ελλάδα. Οί Έλληνες μολαταύτα δέν άνεπαύοντο βλέποντες τον έχθρόν στρατοπε δευμένον εις τάς θερμοπύλας· αποφάσισαν όθεν νά τον έξώσωσιν εκείθεν πριν λάβη αλλην βοή θειαν και κινηθή έκ δευτέρου κατ' αυτών. Αλλ' έτοιμαζόμενοι νά στρατεύσωσιν, είδοποιήθηοαν ταυτοχρόνως ότι τό έν θερμοπύλαις στρατόπεδον διελύθη μέ άκραν λιποταξίαν έπί προφάσει ελλείψεως μισθών, και ούτως εισελθόν εις την θετταλίαν έλεηλάτησε τάς τε πεδινάς και όρεινάς αυτής πόλεις και χωρία· ταύτα ακούσας ό Σουλτάνος, όργισθείς κατά του Δερβίζ Πα σά, ού μόνον της τιμής, άλλά και της ζωής επομένως του έστέρησε. Καί τοι έλευθερωθέντες οί κάτοικοι έκ τοιούτου δυνατού έχθρού ήσύχαζον, άλλοι μέν εις τά ορεινά χωρία, άλλοι δέ εις τά άνδρα του Παρνασσού καί Ελικώνος καί άλλοι εις ήλιοβάτους κρημνούς, σπήλαια δάση, κείμε να εις τά μεσημβρινά παράλια του Κορινθιακού κόλπου, τρεφόμενοι οι πλείστοι μέ άγριολάχα να, ασυνήθεις καρπούς των δένδρων καί όστρακοδέρματα· διότι ούτε βόας είχαν νά γεωργή σωσιν, ούτ' ελπίδα βεβαίαν νά συνάξωσι τούς καρπούς έν καιρώ του θέρους. Τά στρατεύματα, άφού έβαλαν την άναγκαίαν φρουράν εις τάς θερμοπύλας καί Άμπλιανην, τά επίλοιπα κατέ βησαν είς τήν Άμφισσαν, Κρίσσαν καί Δελφούς διά νά χειμάσωσι· παρελθόντων μόλις δύο μη νών, έλαβον νέας εντόνους διαταγάς της Διοικήσεως, (προεδρεύοντος τού Γεωργίου Κουντου ριώτου Υδραίου), δι' ων έπροσκαλούντο νά είσβάλωσιν είς Πελοπόννησον καί συλλάβωσιν, φο νεύσωσιν, ή διώξωσι τούς κυρίους Πέτρον Μαυρομιχάλην, Άνδρέαν Ζαΐμην, Άναγνώστην Δε ληγιάννην, Ανδρέαν Λόντον, Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, Νικήταν Σταματελόπουλον καί τούς όπαδούς αυτών, άποκηρυχθέντας άντάρτας καί άντιδιοικητάς· ή διαταγή αύτη έλύπησεν αί σθαντικώτατα το στρατιωτικόν, τό πλείστον μέρος του οποίου έγνωμοδότει νά μην εκτελέση ταύτην ώς όλεθρίαν διά τήν πατρίδα, προλέγον ότι έξ αυτής μέλλουν νά προκύψωσιν εμφύλιοι πόλεμοι, νά πλημμυρίσωσι πάθη δυσεξάλειπτα μεταξύ Στερεοελλαδιτών καί Πελοποννησίων, τό δέ χείριστον μέλλουν έπειτα οί εχθροί νά έκπεραιώσωσι τόν σκοπόν των πληρέστατα καί χωρίς τίνος κινδύνου· ταύτα φιλονεικούντων καί βασανιζόντων τών στρατηγών καί αξιωμα τικών διά τινας ημέρας, είς έξ αυτών έκφράσθη προς επίλοιπους ώς εφεξής.
«Αδελφοί συναγωνισταί! τό κίνημα, τό όποίον μας διατάττει ή Διοίκησις νά κάμωμεν διά Πελοπόννησον, τό βλέπω κακόν καί όλέθριον διά τήν πατρίδα, καί δεν έμπορώ νά γνωρίσω καμμίαν διαφοράν άφ' ενός άλλου, τό όποίον Περικλής ό Άθηναίος έπροξένησε είς τήν Ελλάδα κατ' εκείνους τους χρόνους· εκείνος, δαπανήσας διά τήν φιλαρχίαν του τά δημόσια στρατιω τικά χρήματα, οί δέ Αθηναίοι του έζητούσαν μεταταταύτα λογαριασμόν, γνωρίζων ότι,άν έδι δεν, έμελλε νά χάση όχι μόνον τήν θέσιν καί ύπόληψίν του, άλλ' ίσως καί τήν ζωήν του ώς πα ρανόμως δαπανήσας τά χρήματα· διά νά άποφύγη τόν κίνδυνον, άναψε τόν πόλεμον μέ τήν Πε λοπόννησον, πόλεμον όστις διήρκησε χρόνους είκοσιεπτά, πόλεμον δστις έκτοτε κατήντησε τό έθνος μας, μέ τούς αλλεπάλληλους εμφυλίους πολέμους και διχονοίας, τό έρμαιον και παίγνιον διαφόρων εθνών, εσχάτως δέ τών Οθωμανών, ή σημερινή άρα υπόθεσις δέν είναι ή αυτή μ' έ κείνην του Περικλέους; δέν είναι, λέγω, αί Βρεταννικαί λίραι, αι όποίαι προξενούν και τώρα τάς ταραχάς και διχονοίας; άρα τό παράδειγμα του Περικλέους, άν θέλωμεν τήν σωτηρίαν της Ελλάδος, δέν χρεωστούμεν νά τό έχωμεν ώς διδάσκαλον; ήμείς έντοσούτω πρέπει νά σεβα σθώ μεν καί έξακολουθήσωμεν τήν διαταγήν της Διοικήσεως, όχι δμως κατά γράμμα και τά διατατ τόμενα διότι κινδυνεύει τότε νά σβυσθή όλον τό έθνος μας μέ τόσην άτιμίαν καί όνειδος, μ΄ ό σην τιμήν και δόξαν ύψώθη σήμερον ας ύπάγωμεν, δχι δμως ώς τιμωρηταί, δχι ώς διώκται, δχι ώς άρπαγες τών ομογενών μας, άλλ' ώς συμβιβασταί, άλλ' ώς άσυλα τών διωκομένων και τέ λος, ώς συνάδελφοι. Άφ' όλας τάς όποιας έκερδίσαμεν νίκας έως της σήμερον κατά τών έχ θρών, ή ενδοξότερα, ή αθάνατος, και ή σωτήριος διά τό έθνος μας, είναι τό νά καταπαύσωμεν αυτήν τήν κατηραμένην και όλέθριον διχόνοιαν, δίδοντες νά καταλάβωσιν ot τοιούτοι ταρα χοποιοί δτι, άν καί έκ δευτέρου πράξωσι τά παρόμοια, τά δπλα, ώς υπερασπίζοντα πάντοτε τό κοινόν συμφέρον, θέλουσιν ύποχρεωθή έπειτα νά τούς παιδεύσωσιν αύστηρώς, καί νομίμως».
Συνετέλεσεν ούκ ολίγον εις τάς διανοίας τών στρατηγών καί αξιωματικών αύτη ή παραίνεσις· αποφάσισαν κοινώς νά τήν διατηρήσωσι καθ' όλην τήν έκτασιν καταβάντες λοιπόν εις τόν Κρισσαίον κόλπον, έπέβησαν εις τά πλοία, έν οίς πλεύσαντες τόν Κορινθιακόν κόλπον απέβησαν άντικρύς εις Βοστίτζαν. Κακείθεν δι΄ ήμερών δύο άνέβησαν εις τά Καλάβρυτα, όπου άνέμενον ήμερα παρ' ήμέραν τόν Ιωάννην Κωλέττην, διορισθέντα παρά της Διοικήσεως πληρεξούσιον τών όπλων, καί δι' αύτών διώκτην τών άποκηρυχθέντων άντιδιοικητών πρό της άφίξεως τούτου έπαρουσιάσθη είς τόν Καρα'ϊσκάκην καί Τζαβέλλαν ο οπλαρχηγός Κωνστα ντίνος Πετιμεζάς, Πελοποννήσιος. Ούτος τρέφων παλαιόν μίσος κατά του Ανδρέα Ζαΐμη, έξέμεσε κατ΄ αυτού διαφόρους συκοφαντίας, διά νά έρεθίση είς όργήν καί εκδίκησιν τούς άκροατάς· έρεβαίωσεν ότι όλοι οί θησαυροί και πολύτιμοι λίθοι τών Παλαιών Πατρών καί Καλαβρυτινών αρχόντων διατηρούνται είς τήν Κερπινήν, καί μάλιστα εις τον πύργον του Ζαΐμη. Ο Καραϊσκάκης καί Τζαβέλλας, λησμονήσαντες την μετά των συναγωνιστών των άπόφασιν, ενέκριναν (μέ τό πρόσχημα της διαταγής της Κυβερνήσεως) νά λεηλατήσωσι την Κερπινήν, έπί προφάσει ότι κινούνται κατά του Ζαΐμη, καί Λόντου· όντων αμφοτέρων εις τον Πύργον της Κερπινής, επιθυμούντες καί άλλους συμμέτοχους της παρεκβασεώς των, εσυμβού λευσαν τόν μνησθέντα Πετιμεζάν, απελθόντα εις τήν οίκίαν του Δράκου, Δαγκλή, Ζέρβα, καί Περραιβού, νά έρεθίση καί αυτούς κατά του Ζαΐμη καί Λόντου· ενήργησε τήν συμβουλήν ό απο σταλείς, άλλ' οί διαληφθέντες, συμφώνως μετά των ύπό τήν όδηγίαν αυτών, γνόντες τούς ολε θρίους σκοπούς του, τόν άπέβαλαν περίλυπον έν τοσούτω οί πρώτοι εκτέλεσαν τήν επιθυμίαν του Πετιμεζά, λεηλατήσαντες τό χωρίον μέ τόν πλέον σκληρόν τρόπον. Έν τω μεταξύ έφθασε καί ό πληρεξούσιος εις τά Καλάβρυτα· οί οπλαρχηγοί, άφού τόν έδέχθησαν μέ τήν άνήκουσαν ύπακοήν, τόν έβεβαίωσαν ταυτοχρόνως ότι μέ άκραν των δυσαρέσκειαν θεωρούσι τά τοιαύτα κινήματα της Διοικήσεως, ως αίτια πολλών διχονοιών καί συμφορών διά τό έθνος· ό πληρεξούσιος, έν ώ εύηρεστήθη διά τά πατριωτικά φρονήματα τών στρατηγών, έπολιτεύθη τούς άποκηρυχθέντας μέ τόν πλέον φιλάνθρωπον καί επιεική τρόπον, συμβουλεύων μάλιστα καί νουθετών αυτούς, ή παιδεύων καί κολάζων διά τά αμαρτήματα· άν έπράχθησαν τινές κατα χρήσεις (έκτός εκείνων του Γκούρα) παρά τών Χερσοελλαδιτών πρός τους Πελοποννησίους, κα τά τούτο κατηγορούνται μάλλον οί δεύτεροι· διότι, έχοντες μεταξύ των αντιπαθείας, ερέθιζαν τούς πολεμικούς εις έκπλήρωσιν τών παθών των ή πηγή τών τοιούτων προέκυψεν άπό τούς πολιτικούς, διά τήν πλεονεξίαν και δοξομανίαν, τά οποία είναι πανταχού της διχόνοιας τά σπέρματα και τών λαών τά δυστυχήματα. Άς μοι συγχωρηθή νά είπω ολίγα τινά περί του προμνησθέντος Γκούρα· διότι ό ιστορικός τών Αθηνών Δ. Σουρμελής, ή άγνοών, ή σιωπών τήν άλήθειαν τών πρακτικών του, τόν ύψώνει μέ τούς εφεξής λόγους. «Τό έθνος (λέγει) χρεωστεί πολύ εις τόν άείμνηστον Γκούραν διά τήν παύσιν του εμφυλίου πολέμου· ότι αν αυτός δέν ήθελε περάση εις Πελοπόννησον, τό κακόν ήθελε κορυφωθή, καί ή Ελλάς έκινδύνευε τήν ύπαρξίν της» (Ίστορ. Άθην. Βιβ. Α. Κεφ. Ζ'. στιχ. 5). Οί τοιούτοι έπαινοι ήσαν διόλου ανάρμο στοι εις τόν Γκούραν. Έπρεπε δέ νά τούς είπη ό ιστορικός εις τά άπό Άμφισσαν εις Πελοπόννη σον είσελθόντα σώματα, τά οποία ήσαν τώ όντι ή μόνη ασφάλεια, ή έλπίς του Έθνους, καί ή κατάπαυσις του εμφυλίου πολέμου, καθώς ή πείρα τό έδειξε προφανέστατα· ό Γκούρας εισήλ θεν εις Πελοπόννησον μέ τό πυρ, άρπαγήν, καί κολαστήρια· ικανήν ποσότητα χρημάτων ήρπα σε διά τής βίας άπό την οίκογένειαν των Νοταρέων εις Τρίκκαλα. Τόν σεβάσμιον κσί φιλόμου σον Αρχιερέα Παλαιών Πατρών κύριον Γερμανόν, άναιδώς και άπανθρώπως, πεζόν και άνυ πόδητον έσυρεν άπό τά Καπελοχώρια μέχρι της ΄Ηλιδος· τόν υίόν του Σισίνη κύριον Χρύσα νθον έφυλάκισεν έν τόπω δασώδει, ζητών χρήματα παρ΄ αύτού υπέρ δύναμιν τούτον ό Γ. Δρά κος έσωσεν έκ τών χειρών του διά της βίας· τάς δέ καταχρήσεις τών ύπά τήν όδηγίαν του αι σχρόν έστί και λέγειν. Άλλαχού πάλιν, σελίδ. 114: λέγει. «Δυσαρεστημένος άπό τήν άταξίαν του στρατιωτικού, άπείθειαν τών ύπό τήν όδηγίαν του οπλαρχηγών, κσί μάλιστα τών Σουλιω τών, οίτινες δέν κατεδέχοντο να γνωρίζωσιν άρχηγόν τόν Γκούραν, και αγανακτών έπί τού τοις σφοδρώς, δέν ήθελε πλέον νά είναι αρχηγός του στρατοπέδου». Κ' έδώ ό ιστορικός μας ήπα τήθη γράφων όσα ό μακαρίτης Γκούρας έκοινολόγει πρός δικαιολόγηοίν του, και δχι τήν μαύ ρην άλήθειαν, ήτις είναι ή εφεξής. Έν ώ τά στρατεύματα της Στερεάς Ελλάδος διέκειντο εις Αρ καδίαν ύπ' όδηγίαν του Κωλέττη, οι στρατηγοί και αξιωματικοί σχεδόν δλοι ανεφέρθησαν έκ συμφώνου πρός τήν Διοίκησιν κατά του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, άποστείλαντες τήν άνα φοράν των διά τών στρατηγών Δήμου Σκαλτζά και Ιωάννου Γκούρα, παραγγείλαντες ατοίς και προφορικώς δτι νά σταθώσιν επίμονοι εις τό νά έξωσθή ό Μαυροκορδάτος άπό τήν θέσιν του, ταραχοποιός και κοινοβλαβής ων ή Διοίκησις (αγνοώ τά μέσα) κατέπεισε τούς άποστα λέντας νά μή κινηθώσι κατά του Μαυροκορδάτου. Περίστασιν τοιαύτην έντυχών ο Γκούρας,. ζητεί επιμόνως παρ' αυτής τήν άρχηγίαν, και μισθούς έξ χιλιάδων στρατιωτών, διά τών οποί ων υπόσχεται νά φυλάξη άνεπηρέαστον δλην τήν άνατολικήν Ελλάδα άπό πάσης επιδρομής τών Όθωμανών. Πατριώτης τις άκούσας τήν ύπόσχεσίν του, έκφράσθη πρός αυτόν τ' ακόλου θα· «Διατί, στρατηγέ Γκούρα, υπόσχεσαι τά όποια δέν δύνασαι νά εκτέλέσης ; διατί Φιλαργυρία σκοτιζόμενος ρίπτεις εις μέγαν κίνδυνον τούς πολυπαθείς κατοίκους της Ά. Ελλάδος, και δλον αυτό τό έθνος ;«΄Ο,τι κάμω (άπεκρίθη) θέλω δόσει λόγον εις τήν Διοίκησιν». Απολαύσας λοιπόν τό ποθούμενον έξήλθεν είς τήν Ά. Ελλάδα, συνάπτει μάχην έν τή Πεντώρη (πέντε όρ νια) μέ τετρακόσιους ΄Ελληνας οδηγούμενους παρά τού στρατηγού Νάκου Πανουριά εναντίον δισχιλίων πεζών καί διακοσίων ιππέων, νικάται άπολέσας εκατόν έβδομήκοντα πέντε έκτός τών πληγωμένων, άλούνται, αιχμαλωτίζονται, και θυσιάζονται έλεεινώς τή αυτή ήμέρα μέγα μέρος τών κατοίκων Άμφίσσης· καταφεύγει ο Γκούρας μέ τά έπίλοιπον τών στρατιωτών διά τάς Αθήνας. Καθ' όδόν έπί τώ έπιπέδω της Μονής του οσίου Λουκά συναντάται μέ τά έκ Πελο ποννήσου εξελθόντα σώματα, τά όποία ύποχρεούσι νά έπιστρέψη έκ νέου μετ αυτών εις τήν ΄Αμφισσαν. Τά συμβάντα της πενταμηνιαίας πολιορκίας πληροφορείται επομένως ό αναγνώ στης· αδίκως όθεν παραπονείται ό Γκούρας κατά των άλλων στρατηγών ώς άπειθούντων προς αυτόν, και μάλιστα τών Σουλιωτών, διότι ουτ' αρχηγός αυτών έδιορίσθη, ουτ' ή Διοίκησις ήθελε φαντασθή νά τον βάλη έπί κεφαλής αρχηγών ανδρειότερων, αρχαιοτέρων, και σημαντι κότερων, παρά τόν μακαρίτην Γκούραν. Είναι πασίγνωστον ότι ό Γκούρας έχαιρεν ύπόληψιν αρίστου στρατιώτου, σχετικού, συμπαθητικού, και βραχυλόγου· αλλ' ή άκρα του φιλαργυρία έσβενεν έκ της καρδίας του πάσαν συναίσθησιν τιμής· ή προς τήν Διοίκησιν έσθότε πρόθυμος απείθειά του δέν άπέβλεπεν εις άλλο, παρά νά τήν μεταχειρίζηται όργανον της πλεονεξίας του. Έγραφεν δσα ήσαν φίλα πρός αυτήν, και δσα ή περίστασις, και τό κοινόν συμφέρον δέν εσυγχώρει τους συναγωνιστάς του νά συμφωνήσουν μέ τά φρονήματά του· στρατιώτας τίμι ους, και εκλεκτούς ολίγους είχεν οι πλείονες ήσαν άνανδροι, καί επομένως καταχρηστικοί."
Πηγές: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
ΠΟΛΕΜΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου