"Μάχη του Ναβαρίκου, Χωνίων και φρουρίου της Κιάφας κατ' αυτήν την ήμέραν.
Είπομεν ανωτέρω, ότι τόν ρηθέντα λόφον του Ναβαρίκου έδιω ρίσθησαν νά φυλάξουν ό Γεώργιος Δράκος και Φώτος Μπιθηφί κος μέ εκατόν πεντήκοντα Σουλιώτας, ομοίως μέ άλλους τόσους και οί εις τά Χώνια αρχηγοί· άλλ' όταν ό εχθρός ώρμησε ταυτο χρόνως και εις τά δυο μέρη, είς μέν τόν λόφον του Ναβαρίκου ευρέθησαν μόνον τριάκοντα εν νέα στρατιώται μέ τόν άρχηγόν Δράκον, είς δέ τά Χώνια εκατόν επτά, και κατά τήν δεκάτην έβδόμην λοιπόν του Ιουνίου μηνός πρός τό λυκαυγές, έβαλαν εις πράξιν οί Τουρκαλβανοί τό σχέδιόν των ό Δράκος όμως, ακούσας τόν κρότον τών στρατευμάτων, κατεβαινόντων εκ του όρους και διευθυνομένων πρός αυτούς, είπε τους λόγους τούτους. «Αδελφοί συμπατριώται ! ό εχθρός όλονένα κατεβαίνει, ως χείμαρρος, κατεπάνω μας· άν θέλετε λοιπόν νά τόν άντιστα θώμεν, άς άποφασίσωμεν, και ελπίζω νά τόν νικήσωμεν, μολονότι είμεθα ολίγοι·άν πάλιν δέν θέλετε, πρέπει νά φύγωμεν πριν πλησίαση, διά νά μή μάς πιάση ζωντανούς· στοχασθήτε όμως καλά, ότι ή σωτηρία και ό χαμός της πατρίδος μας κρέμεται άπ' έδώ και άπό τά Χώνια». Οί δέ όλοι άπεκρίθησαν έκ συμφώνου, ότι ή άπόφασίς των είναι ή νά τελειώσουν έως τόν έσχατον, ή νά νικήσουν και άν τις έξ αυτών ήθελε δειλιάσει, ή λιποτακτήσει, θέλουσι τόν φονεύσει οί ίδιοι. Διετάχθη λοιπόν έκαστος έντωάμα είς τάς αναγκαίας θέσεις, και απέσπασαν άπό τάς θήκας όλα τά κοπτερά όπλα, διά νά τά έχωσι πρόχειρα, εάν ό εχθρός ήθελεν είσπηδήσει του προμα χώνος. Όθεν τετρακόσιοι μέν εκλεκτοί Τουρκαλβανοί επροπορεύοντο μέ τά ξίφη είς τάς χείρας, πρός τους οποίους οί αρχηγοί ύπεσχέθησαν νά δώσωσιν άνά πεντακόσια γρόσια είς τόν καθέ να, άν ήθελε κυριεύσωσι τό λόφον του Ναβαρίκου· ή δέ δίοδος του περιχαρακώματος, άπό τήν οποίαν εμελλον νά εισβάλουν, δέν έχώρει περισσοτέρους άπό δώδεκα κατά πρόσωπον και, πλη σιάσαντες μέ όρμήν, κατεγίνοντο νά κρημνίσουν τον πετρότοιχον μέ τούς ώμους· άλλ' έπιπτον οί δυστυχείς σωρηδόν πρό του τοίχου, άλλοι δέ τραυματιζόμενοι, ώπισθοδρόμουν όδυρόμενοι· μολαταύτα ή ορμή των, ούσα μανιώδης, έφαίνετο άκαταδάμαστος· οί δέ ατρόμητοι τριάκοντα εννέα, παρακελευόμενοι πρός αλλήλους και άμιλλόμενοι, άντεμάχοντο· ένταυτώ ίδόντες και οι έν τω φρουρίω τήν μάχην, αμέσως έδραμον εις βοήθειαν, έως πεντακόσιοι, υπό τήν όδηγίαν του Νότη Μπότσαρη, Γιώτη Δαγκλή και Νάση Φωτομάρα· οι δέ Τουρκαλβανοί, μή δυνηθέντες έπειτα άπό τέσσαρας εφόδους νά κυριεύσωσι τον λόφον, ίδόντες ένταυτώ και τήν ταχείαν άφιξιν των Σουλιωτών, παραλαβόντες τούς πληγωμένους ώπισθοδρόμησαν, τοποθετηθέντες διασκορπισμένοι όπισθεν των παρακειμένων δένδρων, πετρών και κοιλάδων· και ένώ ταύτα έγίνοντο, έφθασαν και οί Σουλιώται· και ό μέν στρατηγός Δαγκλής με τούς ήμίσεις κατέλαβε τό δεξιόν μέρος του λόφου, τό κλίνον κατά δυσμάς, ό δε Μπότζαρης και Φωτομάρας μέ τούς λοιπούς τό άριστερόν, και οι έπί του λόφου έσχημάτιζαν τό κέντρον· και ούτως ή μάχη έγίνετο αδιάκοπος και βαθμηδόν σκληροτέρα. Εις τό πλάγιον λοιπόν μέρος του φρουρίου της Κιάφα εδιωρίσθησαν ό Ζυγούρης Τζαβέλλας και Θανάσης Κουτσονίκας μέ τριακοσίους στρατιώτας νά πολεμώσι και βαστώσι μακράν του φρουρίου τόν Σελικτάρην Μπόταν. Άλλ' αύτη ή μάχη έγινε τρόπον τινά αλλόκοτος και περίεργος. Διότι, ένώ οί άνδρες αντεμάχοντο προ μιάς ώρας μέ τούς εχθρούς, αγωνιζομένους να πολιορκήσωσι τό φρούριον και βιάσωσι τήν εις Ναβαρίκον σταλείσαν βοήθειαν, διά νά έπιστρέψη εις διατήρησιν του φρουρίου, οί γυναίκες δέν υπέφεραν, ούτε εις τό φρούριον, ούτε εις τά σπήλαια και καλύβας νά μείνωσιν, άλλ' άφήσασαι τά φίλτατα τέκνα των ένθεν κακείσε άπεριποίητα και λαβούσαι πασσάλους και σιδηρούς και ξύλινους, ώρμησαν εις την αριστεράν πτέρυγα, όπου ο τόπος ήν μάλλον κατωφερής και εις τάς ύπωρείας του οποίου διέκειτο ό εχθρός, και έκεί άρχισαν διά τών πασσάλων ν' ανασηκώνουν λίθους μεγάλους και νά τούς κυλίουν κατά τών έχθρών συνεχώς, συντροφευμένους μέ φωνάς υβριστικάς· έκπλαγέντες δέ οί Τούρκοι άπό εν άνέλπισνον και τρομακτικόν στρατήγημα τών γυναικών, πριν ύποπέσωσιν εις μεγαλήτερον κίνδυνον, έτράπησαν ατάκτως εις φυγήν σωθέντες εις τάς πλησίον οικίας της Σαμωνίβας. Τό ίδιον παράδειγμα ήκολούθησε και το έπίλοιπον στράτευμα· επειδή ή μεγαλοψυχία και άνδραγαθία τών γυναικών και ή φυγή της άριστεράς πτέρυγος έφεραν εις αιδώ και φιλοτιμίαν τούς άνδρας ώστε νά ορμήσουν και διώξωσι διά τών δπλων και τήν δεξιά πτέρυγα· αί δέ γυναίκες, ώς είδον αυτούς νικηθέντας, έφώνησαν τά έξής· «Έντροπή σας, βρωμόσκυλα, αί γυναίκες σας είναι πλέον παλικάρια άπ' έσάς, καί άφού τό μάθουν ότι ένικήθητε άπό γυναίκας, μέ ποίον πρόσωπον θά τάς κυττάξετε;»
Καθ΄ ήν δέ ώραν έγινεν ή έφόρμησις εις τόν λόφον τα Ναβαρίκου, τήν αυτήν ώρμησαν καί οί Τσάμηδες είς τά Χώνια μέ τέσσαρας χιλιάδας, έκ τών οποίων μέρος μέν κατέβη από τό βουνόν Καμάραν ονομαζόμενον, μέρος δέ άπό τήν Γαρδελίναν καί άλλοι άπό τό Σαμωνίκι, οίτινες, διαπεράσαντες τον ποταμόν, παρετάχθησαν εις μάχην· και οί μεν ΄Ελληνες, ολίγοι όντες και εις θέσιν αδύνατον νά παραταχθώσι κατά πρόσωπον, δια νά έχωσιν ασφαλεστέρας τάς ελπίδας της νίκης, τόσον διά τήν τοποθεσίαν, όσον και διά τήν οποίαν άνέμενον βοήθειαν, όπισθοδρομήσαντες, έτοποθετήθησαν υπεράνω τών υπωρειών του βουνού. Οι δέ Τουρκαλβανοί, νομίζοντες τούτο ώς σημείον δειλίας, έφώρμησαν μέ πλειότερον θυμόν· πλησίασαντες όμως απήντησαν τόσην άνθίστασιν, ώστε (μολονότι ήτο τόση πληθύς) δέν έτόλμησαν νά προχωρήσωσιν εις τάς υπωρείας του βουνού· ό πόλεμος συνεκροτείτο άμφοτέρωθεν υπέρ τάς δύο ώρας, χωρίς νά φανή τι σημείον νίκης είς έν άπό τά δύο αντιμαχόμενα μέρη. Ούτως ουν εχόντων τών πραγμάτων, έφάνη απροσδόκητος είς τήν κορυψήν του βουνού του φρουρίου ένας αριθμός πεντακοσίων σχεδόν ανθρώπων, οίτινες, πυροβολίσαντες κατά τό σύνηθες, και φωνάς υβριστικάς έκφωνούντες κατά τών Τσάμηδων, κατέβαιναν είς βοήθειαν μέ ταχύτητα, άλλ' έξ αυτών μόλις ήσαν διακόσιοι άνδρες ένοπλοι, τό δέ έπίλοιπον γυναίκες, φέρουσαι διάφορα όπλα, και άλλαι ράβδους μακράς· τούτο τόσον εμψύχωσε τους Έλληνας, όσον έδειλίασε τούς Τσάμηδες· οι όποίοι, αμφίβολοι όντες διά τήν νίκην έξ αιτίας της νέας επικουρίας, και βέβαιοι προσέτι, ότι ή όπισθοδρόμησίς των εμελλε νά συμβή φθοροποιά, άν έπέμενον μέχρι της άφίξεως της βοηθείας, (επειδή ή διάβασις τού ποταμού και άνάβασις του βουνού, τό όποίον είναι ανώμαλον, δασώδες και κλίνον προς τό όρθιον μάλλον ή πλάγιον, έπρεπε νά τούς χρονοτριβήσουν,) απεφάσισαν νά όπισθοδρομήσωσι προλαβόντως· άλλά μολονότι ή όπισθοδρόμησίς των έγινε κατ' αρχάς τακτική, ή όρμή ομως τών Ελλήνων τούς έβαλεν είς άταξίαν, ώστε κατήντησαν νά ρίπτωσι τάς φλωκάτας και όπλα, διά νά ένασχολώσι τούς νικητάς είς τά λάφυρα, και άποφύγωσιν αυτοί τον κίνδυνον της ζωής· και ούτω διωκόμενοι, ανέβηκαν έκ νέου εις τάς πρώτας αυτών τοποθεσίας, άπολέσαντες πεντήκοντα επτά, έκτός τών πληγωμένων έκ δέ τών Ελλήνων έτραυματίσθησαν ακινδύνως τέσσαρες. Μετά δέ ταύτην τήν νίκην, ό μέν Χρήστος Φωτομάρας και Λάμπρος Ζάρμπας έδραμον είς βοήθειαν του Γεωργίου Δράκου, ό δέ Περραιβός και "Αθανάσιος Δράκος έμειναν είς τά Χώνια, φυλάττοντες τήν θέσιν μέ πεντήκοντα στρατιώτας. Τοιούτον τέλος έδωκαν οί δύο πόλεμοι, του φρουρίου δηλαδή και Χωνίων· ό δέ του Ναβαρίκου έσυγκροτείτο εισέτι αδιάκοπος και πεισματωδέστερος· επειδή οί Τουρκαλβανοί έξ ανάγκης έπρεπε ν' άνθέξουν, διότι, άν άπεφάσιζαν νά όπισθοδρομήσουν τήν ήμέραν, έμελλον νά θυσιασθώσι και ζωγρηθώσι πολλοί έξ αυτών διά τό άνωφερές και ανώμαλον της τοποθεσίας, και τούτου ένεκα άνέμενον τήν νύκτα διά ν' άποφύγωσι τόν κίνδυνον. Γενομένης λοιπόν της νυκτός, οί Σουλιώται. όντες επιτήδειοι νυκτομάχοι, έξωσαν πολλούς, και άπό διαφόρους θέσεις τους έβίασαν νά καταφύγωσιν εις τούς πρόποδας του όρους, άπό τό όποίον είχαν καταβή τό πρωί. Τούς δέ αρχηγούς, Ίμέρ πασάν Βρυόνην και Άγο Μουχουρδάρην, άπολέσαντας πάσαν έλπίδα της νίκης, και προβλέποντας ακόμη, ότι, αν ήθελαν άνθέξη έως τό πρωί, έμελλον ν΄ άφανισθώσι παντάπασιν (επειδή τό στράτευμα άπό τόν αγώνα, άϋπνίαν, πείναν και έτι μάλλον δίψαν είχεν άτονίσει όχι ολίγον) περί τά μεσάνυκτα, άραντες αυτούς έπ' ώμων οί σωματοφύλακες, έκόμισαν είς τάς σκηνάς, και ούτως επομένως ανέβαινε και το στράτευμα, διωκόμενον παρά τών νικητών, όχι όμως μέ τόσην ζημίαν, άπηυδισμένων όντων και αυτών. Άπό δέ τούς Τόσκηδες και Γκέγκηδες χίλιοι πεντακόσιοι, άγνοούντες τήν φυγήν τών αρχηγών, έμειναν κλεισμένοι είς τρεις πύργους του Ναβαρίκου. Ημέρας δέ γενομένης, έπολιορκήθησαν στενώς. Άλλ' άφού έπληροφορήθησαν, ότι οί αρχηγοί των άνεχώρησαν μέ τό άλλον στράτευμα, χωρίς νά τούς αναγγείλουν, (όντες επίσης ήτονισμένοι και αυτοί διά τά ρηθέντα αίτια), έπρόβαλαν συμβιβασμόν οί δέ νικηταί τόν έδέχθησαν, χωρίς νά ζητήσουν άλλην τινά συνθήκην, παρά νά τούς διώκουν πυροβολούντες έως είς τάς σκηνάς των και χωρίς νά σκοτώσουν, ουδέ συλλάβουν τινά έξ αυτών. Άλλόκοτον και δυσκατάληπτον έφάνη είς τους Τουρκαλβανούς τό ζήτημα τών Σουλιωτών, και άν δέν ήσαν βέβαιοι είς τήν πασιφανή αυτών πίστιν, ήθελαν τό εκλάβει ώς απάτην· άλλ' ο κύριος σκοπός τών Σουλιωτών απέβλεπε πρώτον είς τό νά διαχύσουν τόν πανικόν φόβον είς τά Οθωμανικά στρατεύματα, και δεύτερον, διά νά μή προφθάση και άλλη επικουρία πρός αυτούς, και άνανεωθή ή μάχη· και ένώ ό αρχιστράτηγος υπό τήν σκηνήν του ύβριζε τούς αρχηγούς ώς δειλούς και αναξίους, και έξ εναντίας εγκωμίαζε τούς περί ών ό λόγος, είδεν άπροσδοκήτως διωκομένους και αυτούς μέ άδιάκαπον πυροβολισμόν φωνάς ύβριστικάς, και έξελθών της σκηνής του μέ τό ξίφος είς της χείρας, είπε τούς έξης λόγους. «Βαϊ, βάϊ! ό θεός έσήκωσε βέβαια τήν μεγαλοκαρδίαν άπό τους Μωαμετάνους και τήν έχάρισεν εις τούς Γκιαούρηδες». Άλλ' άφού, ώς προείρηται, κατά την συμφωνίαν, τούς έδιωξαν έως είς τάς σκηνάς των, επέστρεψαν είς τόν Ναβαρίκον, και δι' όλης εκείνης της ημέρας αι μεν γυναίκες έλαφυραγώγουν και έθαπτον τά πτώματα των ανδρών, οι δε άνδρες άνεπαύοντο, και έκοιμώντο. Και μετά την δύσιν του ηλίου άρχισαν έκ συμφώνου το φρούριον, Ναβαρίκος και Χώνια νά πυροβολώσι, ψάλλοντες τά έπινίκια, και μελωδούντες τους εφεξής στίχους του άοιδίμου Ρήγα του Φεραίου.
Αυτούς πού βλέπ' αντικρύ,
είναι Δουδούμηδες χοντροί,
χωρίς πιλάφι δέν μπορούν,
μιαν ώραν δέν προσμένουν,
χωρίς καφέ πεθαίνουν.
Αι ελπίδες του Χουρσίτ πασά προ τής ρηθείσης μάχης ήσαν ασφαλείς δια την εις Πελοπόννησον προσωπικήν του έκστρατείαν, ή γενναία όμως άνθίστσσις τών Σουλιωτών, καθώς άπό τήν άκόλουθον όμιλίαν του ιδίου πληροφορούμεθα, ανέτρεψε τά σχέδιά του· και ιδού.
«Δέν ήλπιζα ποτέ, μέ τόσα πολλά καί ανδρεία στρατεύματα Τουρκαλβανών, νά μή νικήσωμεν σήμερον μόλις δύο χιλιάδας Σουλιώτας· τούτο δέν έμπορώ νά τ' αποδώσω ούτε εις την ανδρείαν, ούτε εις την τοποθεσίαν αυτών, άλλ' εις τήν ίδικήν σας δειλίαν καί άναξιότητα, ή όποία τους απόδειξε νικητάς. Έάν ήξευρα, ότι έμελλα ν' απαντήσω τοιαύτας δυσκολίας, ήθελα προκρίνει μυριάκις τήν έκστρατείαν τής Πελοποννήσου, καί νά μήν ακούσω τήν γνώμην σας. Γνωρίζω, ότι παρ΄ ελπίδα ήπατήθην άπό τάς υποσχέσεις σας, άλλά δέν αμφιβάλλω, ότι θέλετε φιλοτιμηθή εις τό εξής νά τάς εκπληρώσετε καθ' ον τρόπον γνωρίζετε έπιτηδειότεραν καί ταχύτερον διότι έγώ αναχωρώ αύριον διά Λάρισαν, καί εκείθεν θέλω πέμψη στρατεύματα κατά τής Πελοποννήσου, κατά τάς οποίας έχω ανωτέρας διαταγάς»."
Πηγές:
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
ΠΟΛΕΜΙΚΑ
Είπομεν ανωτέρω, ότι τόν ρηθέντα λόφον του Ναβαρίκου έδιω ρίσθησαν νά φυλάξουν ό Γεώργιος Δράκος και Φώτος Μπιθηφί κος μέ εκατόν πεντήκοντα Σουλιώτας, ομοίως μέ άλλους τόσους και οί εις τά Χώνια αρχηγοί· άλλ' όταν ό εχθρός ώρμησε ταυτο χρόνως και εις τά δυο μέρη, είς μέν τόν λόφον του Ναβαρίκου ευρέθησαν μόνον τριάκοντα εν νέα στρατιώται μέ τόν άρχηγόν Δράκον, είς δέ τά Χώνια εκατόν επτά, και κατά τήν δεκάτην έβδόμην λοιπόν του Ιουνίου μηνός πρός τό λυκαυγές, έβαλαν εις πράξιν οί Τουρκαλβανοί τό σχέδιόν των ό Δράκος όμως, ακούσας τόν κρότον τών στρατευμάτων, κατεβαινόντων εκ του όρους και διευθυνομένων πρός αυτούς, είπε τους λόγους τούτους. «Αδελφοί συμπατριώται ! ό εχθρός όλονένα κατεβαίνει, ως χείμαρρος, κατεπάνω μας· άν θέλετε λοιπόν νά τόν άντιστα θώμεν, άς άποφασίσωμεν, και ελπίζω νά τόν νικήσωμεν, μολονότι είμεθα ολίγοι·άν πάλιν δέν θέλετε, πρέπει νά φύγωμεν πριν πλησίαση, διά νά μή μάς πιάση ζωντανούς· στοχασθήτε όμως καλά, ότι ή σωτηρία και ό χαμός της πατρίδος μας κρέμεται άπ' έδώ και άπό τά Χώνια». Οί δέ όλοι άπεκρίθησαν έκ συμφώνου, ότι ή άπόφασίς των είναι ή νά τελειώσουν έως τόν έσχατον, ή νά νικήσουν και άν τις έξ αυτών ήθελε δειλιάσει, ή λιποτακτήσει, θέλουσι τόν φονεύσει οί ίδιοι. Διετάχθη λοιπόν έκαστος έντωάμα είς τάς αναγκαίας θέσεις, και απέσπασαν άπό τάς θήκας όλα τά κοπτερά όπλα, διά νά τά έχωσι πρόχειρα, εάν ό εχθρός ήθελεν είσπηδήσει του προμα χώνος. Όθεν τετρακόσιοι μέν εκλεκτοί Τουρκαλβανοί επροπορεύοντο μέ τά ξίφη είς τάς χείρας, πρός τους οποίους οί αρχηγοί ύπεσχέθησαν νά δώσωσιν άνά πεντακόσια γρόσια είς τόν καθέ να, άν ήθελε κυριεύσωσι τό λόφον του Ναβαρίκου· ή δέ δίοδος του περιχαρακώματος, άπό τήν οποίαν εμελλον νά εισβάλουν, δέν έχώρει περισσοτέρους άπό δώδεκα κατά πρόσωπον και, πλη σιάσαντες μέ όρμήν, κατεγίνοντο νά κρημνίσουν τον πετρότοιχον μέ τούς ώμους· άλλ' έπιπτον οί δυστυχείς σωρηδόν πρό του τοίχου, άλλοι δέ τραυματιζόμενοι, ώπισθοδρόμουν όδυρόμενοι· μολαταύτα ή ορμή των, ούσα μανιώδης, έφαίνετο άκαταδάμαστος· οί δέ ατρόμητοι τριάκοντα εννέα, παρακελευόμενοι πρός αλλήλους και άμιλλόμενοι, άντεμάχοντο· ένταυτώ ίδόντες και οι έν τω φρουρίω τήν μάχην, αμέσως έδραμον εις βοήθειαν, έως πεντακόσιοι, υπό τήν όδηγίαν του Νότη Μπότσαρη, Γιώτη Δαγκλή και Νάση Φωτομάρα· οι δέ Τουρκαλβανοί, μή δυνηθέντες έπειτα άπό τέσσαρας εφόδους νά κυριεύσωσι τον λόφον, ίδόντες ένταυτώ και τήν ταχείαν άφιξιν των Σουλιωτών, παραλαβόντες τούς πληγωμένους ώπισθοδρόμησαν, τοποθετηθέντες διασκορπισμένοι όπισθεν των παρακειμένων δένδρων, πετρών και κοιλάδων· και ένώ ταύτα έγίνοντο, έφθασαν και οί Σουλιώται· και ό μέν στρατηγός Δαγκλής με τούς ήμίσεις κατέλαβε τό δεξιόν μέρος του λόφου, τό κλίνον κατά δυσμάς, ό δε Μπότζαρης και Φωτομάρας μέ τούς λοιπούς τό άριστερόν, και οι έπί του λόφου έσχημάτιζαν τό κέντρον· και ούτως ή μάχη έγίνετο αδιάκοπος και βαθμηδόν σκληροτέρα. Εις τό πλάγιον λοιπόν μέρος του φρουρίου της Κιάφα εδιωρίσθησαν ό Ζυγούρης Τζαβέλλας και Θανάσης Κουτσονίκας μέ τριακοσίους στρατιώτας νά πολεμώσι και βαστώσι μακράν του φρουρίου τόν Σελικτάρην Μπόταν. Άλλ' αύτη ή μάχη έγινε τρόπον τινά αλλόκοτος και περίεργος. Διότι, ένώ οί άνδρες αντεμάχοντο προ μιάς ώρας μέ τούς εχθρούς, αγωνιζομένους να πολιορκήσωσι τό φρούριον και βιάσωσι τήν εις Ναβαρίκον σταλείσαν βοήθειαν, διά νά έπιστρέψη εις διατήρησιν του φρουρίου, οί γυναίκες δέν υπέφεραν, ούτε εις τό φρούριον, ούτε εις τά σπήλαια και καλύβας νά μείνωσιν, άλλ' άφήσασαι τά φίλτατα τέκνα των ένθεν κακείσε άπεριποίητα και λαβούσαι πασσάλους και σιδηρούς και ξύλινους, ώρμησαν εις την αριστεράν πτέρυγα, όπου ο τόπος ήν μάλλον κατωφερής και εις τάς ύπωρείας του οποίου διέκειτο ό εχθρός, και έκεί άρχισαν διά τών πασσάλων ν' ανασηκώνουν λίθους μεγάλους και νά τούς κυλίουν κατά τών έχθρών συνεχώς, συντροφευμένους μέ φωνάς υβριστικάς· έκπλαγέντες δέ οί Τούρκοι άπό εν άνέλπισνον και τρομακτικόν στρατήγημα τών γυναικών, πριν ύποπέσωσιν εις μεγαλήτερον κίνδυνον, έτράπησαν ατάκτως εις φυγήν σωθέντες εις τάς πλησίον οικίας της Σαμωνίβας. Τό ίδιον παράδειγμα ήκολούθησε και το έπίλοιπον στράτευμα· επειδή ή μεγαλοψυχία και άνδραγαθία τών γυναικών και ή φυγή της άριστεράς πτέρυγος έφεραν εις αιδώ και φιλοτιμίαν τούς άνδρας ώστε νά ορμήσουν και διώξωσι διά τών δπλων και τήν δεξιά πτέρυγα· αί δέ γυναίκες, ώς είδον αυτούς νικηθέντας, έφώνησαν τά έξής· «Έντροπή σας, βρωμόσκυλα, αί γυναίκες σας είναι πλέον παλικάρια άπ' έσάς, καί άφού τό μάθουν ότι ένικήθητε άπό γυναίκας, μέ ποίον πρόσωπον θά τάς κυττάξετε;»
Καθ΄ ήν δέ ώραν έγινεν ή έφόρμησις εις τόν λόφον τα Ναβαρίκου, τήν αυτήν ώρμησαν καί οί Τσάμηδες είς τά Χώνια μέ τέσσαρας χιλιάδας, έκ τών οποίων μέρος μέν κατέβη από τό βουνόν Καμάραν ονομαζόμενον, μέρος δέ άπό τήν Γαρδελίναν καί άλλοι άπό τό Σαμωνίκι, οίτινες, διαπεράσαντες τον ποταμόν, παρετάχθησαν εις μάχην· και οί μεν ΄Ελληνες, ολίγοι όντες και εις θέσιν αδύνατον νά παραταχθώσι κατά πρόσωπον, δια νά έχωσιν ασφαλεστέρας τάς ελπίδας της νίκης, τόσον διά τήν τοποθεσίαν, όσον και διά τήν οποίαν άνέμενον βοήθειαν, όπισθοδρομήσαντες, έτοποθετήθησαν υπεράνω τών υπωρειών του βουνού. Οι δέ Τουρκαλβανοί, νομίζοντες τούτο ώς σημείον δειλίας, έφώρμησαν μέ πλειότερον θυμόν· πλησίασαντες όμως απήντησαν τόσην άνθίστασιν, ώστε (μολονότι ήτο τόση πληθύς) δέν έτόλμησαν νά προχωρήσωσιν εις τάς υπωρείας του βουνού· ό πόλεμος συνεκροτείτο άμφοτέρωθεν υπέρ τάς δύο ώρας, χωρίς νά φανή τι σημείον νίκης είς έν άπό τά δύο αντιμαχόμενα μέρη. Ούτως ουν εχόντων τών πραγμάτων, έφάνη απροσδόκητος είς τήν κορυψήν του βουνού του φρουρίου ένας αριθμός πεντακοσίων σχεδόν ανθρώπων, οίτινες, πυροβολίσαντες κατά τό σύνηθες, και φωνάς υβριστικάς έκφωνούντες κατά τών Τσάμηδων, κατέβαιναν είς βοήθειαν μέ ταχύτητα, άλλ' έξ αυτών μόλις ήσαν διακόσιοι άνδρες ένοπλοι, τό δέ έπίλοιπον γυναίκες, φέρουσαι διάφορα όπλα, και άλλαι ράβδους μακράς· τούτο τόσον εμψύχωσε τους Έλληνας, όσον έδειλίασε τούς Τσάμηδες· οι όποίοι, αμφίβολοι όντες διά τήν νίκην έξ αιτίας της νέας επικουρίας, και βέβαιοι προσέτι, ότι ή όπισθοδρόμησίς των εμελλε νά συμβή φθοροποιά, άν έπέμενον μέχρι της άφίξεως της βοηθείας, (επειδή ή διάβασις τού ποταμού και άνάβασις του βουνού, τό όποίον είναι ανώμαλον, δασώδες και κλίνον προς τό όρθιον μάλλον ή πλάγιον, έπρεπε νά τούς χρονοτριβήσουν,) απεφάσισαν νά όπισθοδρομήσωσι προλαβόντως· άλλά μολονότι ή όπισθοδρόμησίς των έγινε κατ' αρχάς τακτική, ή όρμή ομως τών Ελλήνων τούς έβαλεν είς άταξίαν, ώστε κατήντησαν νά ρίπτωσι τάς φλωκάτας και όπλα, διά νά ένασχολώσι τούς νικητάς είς τά λάφυρα, και άποφύγωσιν αυτοί τον κίνδυνον της ζωής· και ούτω διωκόμενοι, ανέβηκαν έκ νέου εις τάς πρώτας αυτών τοποθεσίας, άπολέσαντες πεντήκοντα επτά, έκτός τών πληγωμένων έκ δέ τών Ελλήνων έτραυματίσθησαν ακινδύνως τέσσαρες. Μετά δέ ταύτην τήν νίκην, ό μέν Χρήστος Φωτομάρας και Λάμπρος Ζάρμπας έδραμον είς βοήθειαν του Γεωργίου Δράκου, ό δέ Περραιβός και "Αθανάσιος Δράκος έμειναν είς τά Χώνια, φυλάττοντες τήν θέσιν μέ πεντήκοντα στρατιώτας. Τοιούτον τέλος έδωκαν οί δύο πόλεμοι, του φρουρίου δηλαδή και Χωνίων· ό δέ του Ναβαρίκου έσυγκροτείτο εισέτι αδιάκοπος και πεισματωδέστερος· επειδή οί Τουρκαλβανοί έξ ανάγκης έπρεπε ν' άνθέξουν, διότι, άν άπεφάσιζαν νά όπισθοδρομήσουν τήν ήμέραν, έμελλον νά θυσιασθώσι και ζωγρηθώσι πολλοί έξ αυτών διά τό άνωφερές και ανώμαλον της τοποθεσίας, και τούτου ένεκα άνέμενον τήν νύκτα διά ν' άποφύγωσι τόν κίνδυνον. Γενομένης λοιπόν της νυκτός, οί Σουλιώται. όντες επιτήδειοι νυκτομάχοι, έξωσαν πολλούς, και άπό διαφόρους θέσεις τους έβίασαν νά καταφύγωσιν εις τούς πρόποδας του όρους, άπό τό όποίον είχαν καταβή τό πρωί. Τούς δέ αρχηγούς, Ίμέρ πασάν Βρυόνην και Άγο Μουχουρδάρην, άπολέσαντας πάσαν έλπίδα της νίκης, και προβλέποντας ακόμη, ότι, αν ήθελαν άνθέξη έως τό πρωί, έμελλον ν΄ άφανισθώσι παντάπασιν (επειδή τό στράτευμα άπό τόν αγώνα, άϋπνίαν, πείναν και έτι μάλλον δίψαν είχεν άτονίσει όχι ολίγον) περί τά μεσάνυκτα, άραντες αυτούς έπ' ώμων οί σωματοφύλακες, έκόμισαν είς τάς σκηνάς, και ούτως επομένως ανέβαινε και το στράτευμα, διωκόμενον παρά τών νικητών, όχι όμως μέ τόσην ζημίαν, άπηυδισμένων όντων και αυτών. Άπό δέ τούς Τόσκηδες και Γκέγκηδες χίλιοι πεντακόσιοι, άγνοούντες τήν φυγήν τών αρχηγών, έμειναν κλεισμένοι είς τρεις πύργους του Ναβαρίκου. Ημέρας δέ γενομένης, έπολιορκήθησαν στενώς. Άλλ' άφού έπληροφορήθησαν, ότι οί αρχηγοί των άνεχώρησαν μέ τό άλλον στράτευμα, χωρίς νά τούς αναγγείλουν, (όντες επίσης ήτονισμένοι και αυτοί διά τά ρηθέντα αίτια), έπρόβαλαν συμβιβασμόν οί δέ νικηταί τόν έδέχθησαν, χωρίς νά ζητήσουν άλλην τινά συνθήκην, παρά νά τούς διώκουν πυροβολούντες έως είς τάς σκηνάς των και χωρίς νά σκοτώσουν, ουδέ συλλάβουν τινά έξ αυτών. Άλλόκοτον και δυσκατάληπτον έφάνη είς τους Τουρκαλβανούς τό ζήτημα τών Σουλιωτών, και άν δέν ήσαν βέβαιοι είς τήν πασιφανή αυτών πίστιν, ήθελαν τό εκλάβει ώς απάτην· άλλ' ο κύριος σκοπός τών Σουλιωτών απέβλεπε πρώτον είς τό νά διαχύσουν τόν πανικόν φόβον είς τά Οθωμανικά στρατεύματα, και δεύτερον, διά νά μή προφθάση και άλλη επικουρία πρός αυτούς, και άνανεωθή ή μάχη· και ένώ ό αρχιστράτηγος υπό τήν σκηνήν του ύβριζε τούς αρχηγούς ώς δειλούς και αναξίους, και έξ εναντίας εγκωμίαζε τούς περί ών ό λόγος, είδεν άπροσδοκήτως διωκομένους και αυτούς μέ άδιάκαπον πυροβολισμόν φωνάς ύβριστικάς, και έξελθών της σκηνής του μέ τό ξίφος είς της χείρας, είπε τούς έξης λόγους. «Βαϊ, βάϊ! ό θεός έσήκωσε βέβαια τήν μεγαλοκαρδίαν άπό τους Μωαμετάνους και τήν έχάρισεν εις τούς Γκιαούρηδες». Άλλ' άφού, ώς προείρηται, κατά την συμφωνίαν, τούς έδιωξαν έως είς τάς σκηνάς των, επέστρεψαν είς τόν Ναβαρίκον, και δι' όλης εκείνης της ημέρας αι μεν γυναίκες έλαφυραγώγουν και έθαπτον τά πτώματα των ανδρών, οι δε άνδρες άνεπαύοντο, και έκοιμώντο. Και μετά την δύσιν του ηλίου άρχισαν έκ συμφώνου το φρούριον, Ναβαρίκος και Χώνια νά πυροβολώσι, ψάλλοντες τά έπινίκια, και μελωδούντες τους εφεξής στίχους του άοιδίμου Ρήγα του Φεραίου.
Αυτούς πού βλέπ' αντικρύ,
είναι Δουδούμηδες χοντροί,
χωρίς πιλάφι δέν μπορούν,
μιαν ώραν δέν προσμένουν,
χωρίς καφέ πεθαίνουν.
Αι ελπίδες του Χουρσίτ πασά προ τής ρηθείσης μάχης ήσαν ασφαλείς δια την εις Πελοπόννησον προσωπικήν του έκστρατείαν, ή γενναία όμως άνθίστσσις τών Σουλιωτών, καθώς άπό τήν άκόλουθον όμιλίαν του ιδίου πληροφορούμεθα, ανέτρεψε τά σχέδιά του· και ιδού.
«Δέν ήλπιζα ποτέ, μέ τόσα πολλά καί ανδρεία στρατεύματα Τουρκαλβανών, νά μή νικήσωμεν σήμερον μόλις δύο χιλιάδας Σουλιώτας· τούτο δέν έμπορώ νά τ' αποδώσω ούτε εις την ανδρείαν, ούτε εις την τοποθεσίαν αυτών, άλλ' εις τήν ίδικήν σας δειλίαν καί άναξιότητα, ή όποία τους απόδειξε νικητάς. Έάν ήξευρα, ότι έμελλα ν' απαντήσω τοιαύτας δυσκολίας, ήθελα προκρίνει μυριάκις τήν έκστρατείαν τής Πελοποννήσου, καί νά μήν ακούσω τήν γνώμην σας. Γνωρίζω, ότι παρ΄ ελπίδα ήπατήθην άπό τάς υποσχέσεις σας, άλλά δέν αμφιβάλλω, ότι θέλετε φιλοτιμηθή εις τό εξής νά τάς εκπληρώσετε καθ' ον τρόπον γνωρίζετε έπιτηδειότεραν καί ταχύτερον διότι έγώ αναχωρώ αύριον διά Λάρισαν, καί εκείθεν θέλω πέμψη στρατεύματα κατά τής Πελοποννήσου, κατά τάς οποίας έχω ανωτέρας διαταγάς»."
Πηγές:
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
ΠΟΛΕΜΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου