Χασάν πασάς - (Αγάδες Γαστουναίοι- Πατραίοι -) - Ισούφ πασάς.
Ο Ζαΐμης συγκαλεί Πολεμικό Συμβούλιο των Ελλήνων ηγετών.
"Ό νεοελθών έξ Ασίας Χασάν πασιάς εκείνος, βλέπων τοιαύτην ήτταν καί τήν έδικήν μας άψηφησίαν, έπεσεν είς άμηχανίαν, και ότι δεν δύναται να μάς πολεμήση πλέον έξω από τήν πόλιν, καθότι οί στρατιώται του άπεδειλίασαν, καί συσκεφθείς μέ τούς εντοπίους αγάδες, Λαλαίους και Πατραίους, απεφάσισαν καί έγραψαν του Ίσούφ πασιά (ευρισκομένου τότε εις τον Ναύπακτον) τα διατρέξαντα καί τήν κατάστασιν, είς τήν οποίαν κατήντησαν, καί τον έπροσκάλουν καί τον παρεκάλουν νά προφθάση είς Πάτρας μέ εν έπικουρικόν σώμα όσον τό συντομώτερον, νά σκεφθούν περί του πρακτέου. Αυτός δέ παραλαβών χιλίους στρατιώτας επιλέκτους πεζούς τε καί ιππείς διήλθε δια του Αντιρρίου εις τό Ρίον καί έκείθεν έφθασεν είς τάς Πάτρας κατά τάς 5 Μαρτίου. Έκείνην τήν νύκταν έφυγεν ενας αιχμάλωτος Γαστουναίος Χριστιανός από τό φρούριον, καί ύπήγεν εις τό Γηροκομείον καί έδιηγήθη τήν ήν άπόφασιν έκαμαν οί Τούρκοι. Ό Ζαΐμης μάς έπροσεκάλεσε τήν πρωΐαν όλους, έστειλε καί ήλθε ό Κολοκοτρώνης από τό Σαραβάλι καί μάς άνήγγειλεν δλα τ' ανωτέρω καί εκ συμφώνου άπεφασίσαμεν νά σταθώμεν δλοι προσεκτικοί καί άγρυπνοι και άμα ίδωμεν τό κίνημα να είμεθα έτοιμοι εις άντιπαράταξιν και δπου ίδωμεν, δτι θέλει έπιπέση ή μεγαλύτερα δύναμις του έχθρού, να τρέξωμεν άπαντες να δώσωμεν βοήθειαν και ούτως άπήλθομεν έκαστος εις τα ίδια και διεκοίνωσεν αυτά είς τούς καπεταναίους και στρατιώτας του. Την 6 Μαρτίου τό εσπέρας έδιόρισα τον άδελφόν μου Δημητράκην με τριακόσιους στρατιώτας και υπήγεν άφού κατέλαβε τό σκότος είς την θέσιν λεγομένην Έσχατοβούνι να σταθή έκεί άγρυπνος μέ μεγάλην προσοχήν, νά βάλη φύλακας, ύποπτευόμενος μήπως κανέν έχθρικόν σώμα έξέλθη νυκτός και μάς πάρη τά οπίσθια κρυφίως. Ύπήγε λοιπόν αλλά την νύκταν έκείνην δεν έκαμαν κίνημα και ύπέστρεψε προτού εξημερώση, χωρίς νά τον ίδούν οί εχθροί από τό φρούριον, καθότι ή θέσις εκείνη είναι όπισθεν του φρουρίου προς τό μέρος του Ρίου. Τήν άλλην ήμέραν είς τάς 7 προς τάς 8 ύπήγε πάλιν εις τήν αυτήν θέσιν. Περί τό μεσονύκτιον ύπήγον κάγώ νά παρατηρήσω αν είναι άγρυπνοι και τους εύρον έν μεγάλη προσοχή' τους παρήγγειλα τά δέοντα και άνεχώρησα.
Οι Τούρκοι επιτίθενται στους Ελληνικούς σχηματισμούς μάχης.
Καστελλόκαμπο - Παράλια εδάφη - Ψηλά Αλώνια - Γηροκομείο.
Εις τάς 9 περί τά έξημερώματα έξήλθον προς τό μέρος έκείνο του Καστελλοκάμπου έπέκεινα τών δύο χιλιάδων Τούρκων, έξ αυτών έως εκατόν ιππείς, έπί σκοπώ νά καταλάβουν τήν άριστεράν πλευράν του στρατοπέδου. Επίσης ύπήγον και άλλοι τόσοι από τό παράλιον είς τά Υψηλά Αλώνια νά καταλάβουν τήν δεξιάν φθάσασα λοιπόν ή εμπροσθοφυλακή συνεπλάκη μέ τό σώμα του άδελφού μου Δημητράκη, έπυροβολήθησαν αμοιβαίως αλλά μή δυνηθέντες νά άνθέξουν 300 προς 2.000 και ίππικόν, μετά μιας περίπου ώρας γενναίαν άντίστασιν υπεχώρησα πολεμούμενοι και πολεμούντες και διευθύνοντο εις τούς προμαχώνας μας. Έφονεύθηκαν επτά στρατιώται μας και ένδεκα έπληγώθηκαν, έν οις και ό Καπετάν Αργύρης Άποσκίτης. Συγχρόνως εδόθη και τό άλλο σημείον τής μάχης είς τά Υψηλά Αλώνια. Τότε έξήλθον αμέσως και οί Βεζυράδες προς τό μέρος του Γηροκομείου, φέροντες μεθ' εαυτών και δώδεκα κανόνια μεγάλα και δυο βόμβας δια να μας έκφοβίσουν, άλλ' ό στρατός έμενεν απτόητος και ή μάχη κατήντησε γενική άπό τό εν άκρον του στρατοπέδου μας, απέχοντα ύπερ τήν μίαν ώραν. Οι εχθροί ήτον δεκατέσσαρες χιλιάδες ώς εγγιστα, οί δέ Έλληνες έως πέντε ήμισυν. Ή πρώτη όρμή των έχθρών έπέπεσεν εις τό Γηροκομείον, όπου ήτον οί καπεταναίοι του Ζαΐμη και οί εδικοί μου, ώς προείρηται, άλλά μέ τόσους κανονοβολισμούς, βομβαρδισμούς, προσβολάς τρομεράς και άποπείρας εφόδων έκαμαν, δια να δυνηθούν να τους κλονίσουν, εύρον άπαραδειγμάτιστον καρτερίαν και άντίκρουσιν, ώστε δεν ήδυνήθησαν νά τούς σπαράξουν και άπελπισθέντες μετά τετράωρον μάχην ύπεχώρησαν άφήσαντες μίαν άνάλογον φρουράν νά τους πολιορκή και έρριψαν τήν προσοχήν τους και όλας των τάς δυνάμεις καθ' ημών και τότε έξηπλώθη ή μάχη εις όλα τά μέρη.
Ζαΐμης - Κ. Δεληγιάννης - Περιφερόμενοι ενθαρρύνουν τους μαχητές.
Εγκλωβισμός και Σωτηρία αυτών.
Έγώ μετά του Ζαΐμη και μετά πεντήκοντα στρατιωτών εκλεκτών έκαστος άπεφασίσαμεν και έτρέχαμεν άπό όχύρωμα εις όχύρωμα, νά βλέπωμεν, που είναι ή μεγαλύτερα ανάγκη επικουρίας και επίκειται κίνδυνος, νά φροντίζωμεν νά προφθάνη βοήθεια άπό τά άλλα σώματα. Ύπήγομεν εις διάφορα σώματα και τούς ύπενθυμίζομεν τό Βαλτέτσι, τήν Βέρβεναν και τήν Τριπολιτσάν και τούς έφιλοτιμούσαμεν νά μή φανούν κατώτεροι εις έκείνην τήν μάχην και μάς έντροπιάσουν, άλλά τούς εύρομεν άτρομητοτέρους άφ' ό,τι ήλπίζαμεν. Μάς είπον μάλιστα οί Καρυτινοί καπεταναίοι' Πηγαίνετε νά άναπαυθήτε εις κανέν μέρος νά είσθε σεις μόνοι ασφαλείς νά ζήσετε, νά σώσετε τήν πατρίδα, και εντός ολίγων ωρών θέλει ιδήτε ότι διοικείτε λέοντας και όχι αλεπούδες. Ύπήγομεν λοιπόν τελευταίον εις του Σαΐταγα τον ληνόν, δπου ήτον ό Σιέκιερης μέ τούς Τριπολιτσιώτας και τους εύρομεν εις δειλίαν. Τούς είπομεν τό άτρόμητον των άλλων σωμάτων, τούς ένεθαρρύναμεν μέ πολλάς υποσχέσεις, τούς άφησα εγώ τούς τρεις Καραμεραίους, τούς όποίους είχον πάντοτε σωματοφύλακάς μου μέ 40 στρατιώτας καί έπαρηγορήθησαν. Τυχαίως έπερνούσεν εκείθεν καί ό υίός του Κολοκοτρώνη, μειράκιον ών, μέ είκοσι στρατιώτας Καρυτινούς, τον παρεκινήσαμεν μετά του Ζαΐμη, καί τον έφιλοτιμήσαμεν καί έμεινε καί αυτός καί έσφαλίσθηκαν εντός της μάνδρας εκείνης καί προετοιμάσθησαν εις μάχην.
Άλλ' εις τό διάστημα αυτό της εκεί χρονοτριβής μας έφθασαν έκεί αποσπάσματα τίνων των έχθρών καί μας περιεκύκλωσαν άπ' όλα τά μέρη, ώστε ή θέσις μας κατήντησεν επικίνδυνος, καθότι δέν είχομεν πόθεν να έξέλθωμεν νά ένωθώμεν μέ τά Ελληνικά σώματα. Ευρεθέντες δέ εις τοιαύτην θέσιν μέ λέγει ό Ζαίμης ύπομειδιών. Δέν πρέπει νά μικροψυχήσωμεν. Άφού ώρκίσθημεν νά άποθάνωμεν υπέρ της πατρίδος πρέπει ν' άποθάνωμεν ήδη πολεμούντες γενναίως. Ιδού ήλθεν τό πεπρωμένον! Τον απαντώ μέ θάρρος καί τον λέγω: Μή φοβήσαι! Δέν άποθνήσκομεν καθότι έχει ανάγκην άπό ημάς ή πατρίς καί θά σωθώμεν. Είχε ό αδελφός μου ό Δημητράκης πάρει έναν Τούρκον αίχμάλωτον εις την Τριπολιτσάν Μουχαρέμην λεγόμενον άπό τά Μπιτώλια, άνδρα γενναίον καί πιστόν, τον όποίον είχεν σημαιοφόρον φέροντα την χρυσοΰφαντον σημαίαν τού Χουρσίτ πασιά, έρυθράν, λεγομένην Γιουρούκ Μπαϊράκι, καί τον οποίον είχον πάρει μαζί μου έκείνην την ήμέραν μ' αυτήν. Άλλ' επειδή καί περιεφερόμεθα τήν είχε κλειστήν. Τον λέγω. Μουχαρέμ, άνοιξε την σημαίαν καί έμβα εμπρός! καί αμέσως ήκολούθησε. Τον λέγω: νά τραβήξωμεν νά καταλάβωμεν τήν θέσιν των Καμινιών, νά έξέλθωμεν άπό τον κίνδυνον. Μ' αποκρίνεται μέ πολύ θάρρος και μέ λέγει. Αφεντάδες, μή δειλιάτε διόλου από αυτούς τούς ταγκαλάκηδες, και θα έβγωμεν μέ σελαμέτι Ίνσιαλλάχ (Θεού εύδοκούντος) και ώρμησεν άτρομήτως έν μέσω των Τούρκων μ' άναπεπταμένην την σημαίαν προς τα Καμίνια και τά κατέλαβε και την έστησεν εκεί. Οί Τούρκοι βλέποντες σημαίαν έρυθράν και έπίσημον του Βεζύρη και έως εκατόν ιππείς τε και πεζούς και νομίσαντες δτι είμεθα εξ αυτών δεν μας κατεδίωξαν. Αλλά φθάσαντες εις ενα χάνδακα, τά μεν εδικά μας άλογα τον έπήδησαν δλα, εκείνο δε του Ζαΐμη δεν έστάθη δυνατόν νά θελήση νά τον πηδήση, ώστε ήναγκάσθη και άφίππευσε μέ μεγάλον κίνδυνον και άπέρασεν τό πέρα μέρος και έφίππευσεν, και αμέσως έτρέξαμεν προς τά Καμίνια, εις τά όποία ήτον ό Μουχαρέμης μ' άλλους τριάντα στρατιώτας και ώχυρώθημεν. Τούτο βλέποντες οί Τούρκοι και λαβόντες ύπόνοιαν, δτι δεν είμεθα εξ αυτών, έτρεξαν έως τριάντα ιππείς νά έλθουν έκεί νά βεβαιωθούν. 'Αλλ' άμα έπλησίασαν, τους έπυροβολήσαμεν, έφονεύσαμεν οκτώ και εξ ίππους εκ των άλλων και έν άκαρεί οπισθοδρόμησαν διά νά ειδοποιήσουν τό μεγάλον σώμα τό όποίον ήτον πλησίον έκεί νά μάς περικυκλώσουν και ευρόντες αυτήν τήν άρμοδίαν εύκαιρίαν άπεσύρθημεν αμέσως πολεμούμενοι και πολεμούντες μέ τινα αποσπάσματα εχθρικά και τρέχοντες όσον έδυνάμεθα διεσώθημεν και έφθάσαμεν αβλαβείς εις τά όχυρώματα του αδελφού μου Δημητράκη. Ήτον δέ ώρα 1 μ.μ. και ό πόλεμος έξηκολούθει άπό τό εν άκρον εως τό άλλο μέ πολλήν ζωηρότητα έξ αμφοτέρων τών μερών και ή νίκη έφαίνετο άμφιρρεπής. Οί οπλαρχηγοί τών διαφόρων σωμάτων φοβούμενοι ώς επί τό πλείστον τό ίππικόν τού εχθρού και βλέποντες τό άνισον της δυνάμεως, πολεμούντων είς προς τρεις, υπεχωρούσαμεν πάντοτε και άπεσυρόμεθα εις θέσεις όχυρωτέρας, διά νά άντέχωμεν πολεμούντες άμυντικώς περισσότερον, άπεμακρύνθημεν άπό τάς πρώτας θέσεις, τάς οποίας κατείχομεν τό πρωΐ ημισείας ώρας σχεδόν διάστημα οπίσω καί άπαυδήσαντα αμφότερα τα μέρη πολεμούντα οκτώ περίπου ώρας, έφαίνετο μία σιωπηλή ανακωχή, καί έκαστον σώμα ώχυρώνετο εις ήν κατείχε θέσιν εως τάς 3 μ.μ. Άλλ' έγίνετο μικρός τις άκροβολισμός καί άψιμαχίαι.
Άλλ' εις τό διάστημα αυτό της εκεί χρονοτριβής μας έφθασαν έκεί αποσπάσματα τίνων των έχθρών καί μας περιεκύκλωσαν άπ' όλα τά μέρη, ώστε ή θέσις μας κατήντησεν επικίνδυνος, καθότι δέν είχομεν πόθεν να έξέλθωμεν νά ένωθώμεν μέ τά Ελληνικά σώματα. Ευρεθέντες δέ εις τοιαύτην θέσιν μέ λέγει ό Ζαίμης ύπομειδιών. Δέν πρέπει νά μικροψυχήσωμεν. Άφού ώρκίσθημεν νά άποθάνωμεν υπέρ της πατρίδος πρέπει ν' άποθάνωμεν ήδη πολεμούντες γενναίως. Ιδού ήλθεν τό πεπρωμένον! Τον απαντώ μέ θάρρος καί τον λέγω: Μή φοβήσαι! Δέν άποθνήσκομεν καθότι έχει ανάγκην άπό ημάς ή πατρίς καί θά σωθώμεν. Είχε ό αδελφός μου ό Δημητράκης πάρει έναν Τούρκον αίχμάλωτον εις την Τριπολιτσάν Μουχαρέμην λεγόμενον άπό τά Μπιτώλια, άνδρα γενναίον καί πιστόν, τον όποίον είχεν σημαιοφόρον φέροντα την χρυσοΰφαντον σημαίαν τού Χουρσίτ πασιά, έρυθράν, λεγομένην Γιουρούκ Μπαϊράκι, καί τον οποίον είχον πάρει μαζί μου έκείνην την ήμέραν μ' αυτήν. Άλλ' επειδή καί περιεφερόμεθα τήν είχε κλειστήν. Τον λέγω. Μουχαρέμ, άνοιξε την σημαίαν καί έμβα εμπρός! καί αμέσως ήκολούθησε. Τον λέγω: νά τραβήξωμεν νά καταλάβωμεν τήν θέσιν των Καμινιών, νά έξέλθωμεν άπό τον κίνδυνον. Μ' αποκρίνεται μέ πολύ θάρρος και μέ λέγει. Αφεντάδες, μή δειλιάτε διόλου από αυτούς τούς ταγκαλάκηδες, και θα έβγωμεν μέ σελαμέτι Ίνσιαλλάχ (Θεού εύδοκούντος) και ώρμησεν άτρομήτως έν μέσω των Τούρκων μ' άναπεπταμένην την σημαίαν προς τα Καμίνια και τά κατέλαβε και την έστησεν εκεί. Οί Τούρκοι βλέποντες σημαίαν έρυθράν και έπίσημον του Βεζύρη και έως εκατόν ιππείς τε και πεζούς και νομίσαντες δτι είμεθα εξ αυτών δεν μας κατεδίωξαν. Αλλά φθάσαντες εις ενα χάνδακα, τά μεν εδικά μας άλογα τον έπήδησαν δλα, εκείνο δε του Ζαΐμη δεν έστάθη δυνατόν νά θελήση νά τον πηδήση, ώστε ήναγκάσθη και άφίππευσε μέ μεγάλον κίνδυνον και άπέρασεν τό πέρα μέρος και έφίππευσεν, και αμέσως έτρέξαμεν προς τά Καμίνια, εις τά όποία ήτον ό Μουχαρέμης μ' άλλους τριάντα στρατιώτας και ώχυρώθημεν. Τούτο βλέποντες οί Τούρκοι και λαβόντες ύπόνοιαν, δτι δεν είμεθα εξ αυτών, έτρεξαν έως τριάντα ιππείς νά έλθουν έκεί νά βεβαιωθούν. 'Αλλ' άμα έπλησίασαν, τους έπυροβολήσαμεν, έφονεύσαμεν οκτώ και εξ ίππους εκ των άλλων και έν άκαρεί οπισθοδρόμησαν διά νά ειδοποιήσουν τό μεγάλον σώμα τό όποίον ήτον πλησίον έκεί νά μάς περικυκλώσουν και ευρόντες αυτήν τήν άρμοδίαν εύκαιρίαν άπεσύρθημεν αμέσως πολεμούμενοι και πολεμούντες μέ τινα αποσπάσματα εχθρικά και τρέχοντες όσον έδυνάμεθα διεσώθημεν και έφθάσαμεν αβλαβείς εις τά όχυρώματα του αδελφού μου Δημητράκη. Ήτον δέ ώρα 1 μ.μ. και ό πόλεμος έξηκολούθει άπό τό εν άκρον εως τό άλλο μέ πολλήν ζωηρότητα έξ αμφοτέρων τών μερών και ή νίκη έφαίνετο άμφιρρεπής. Οί οπλαρχηγοί τών διαφόρων σωμάτων φοβούμενοι ώς επί τό πλείστον τό ίππικόν τού εχθρού και βλέποντες τό άνισον της δυνάμεως, πολεμούντων είς προς τρεις, υπεχωρούσαμεν πάντοτε και άπεσυρόμεθα εις θέσεις όχυρωτέρας, διά νά άντέχωμεν πολεμούντες άμυντικώς περισσότερον, άπεμακρύνθημεν άπό τάς πρώτας θέσεις, τάς οποίας κατείχομεν τό πρωΐ ημισείας ώρας σχεδόν διάστημα οπίσω καί άπαυδήσαντα αμφότερα τα μέρη πολεμούντα οκτώ περίπου ώρας, έφαίνετο μία σιωπηλή ανακωχή, καί έκαστον σώμα ώχυρώνετο εις ήν κατείχε θέσιν εως τάς 3 μ.μ. Άλλ' έγίνετο μικρός τις άκροβολισμός καί άψιμαχίαι.
"Ο Κολοκοτρώνης, κατά το ανέκαθεν Σύστημά του δια να μην Ευρεθή Αυτοπροσώπως στην Μάχη, έκαμεν επιχείρημα και πρόφασιν την λιποταξίαν Δημητσανίτων. Σύλληψη και βασανισμός αυτών."
Ό Κολοκοτρώνης εύρίσκετο έως τότε εις τό Σαραβάλι, ως προείρηται, καί ή αιτία της εκεί παραμονής του είχε δύο σκοπούς. Βεβαιωθέντων απάντων τών Ελλήνων άπό την προτεραίαν ότι οι εχθροί είχον την άπόφασιν νά κάμουν γενικόν κίνημα καθ' ημών έκείνην τήν ήμέραν, καί δειλιάσαντες μερικοί απειροπόλεμοι Δημητσανίται έλιποτάκτησαν τήν νύκταν έκείνην έως είκοσιν έξ αυτών κρυφίως διά νά απέλθουν εις τάς οικίας των μετά δύο ώρας έμαθε ό Κολοκοτρώνης τήν άναχώρησίν των καί έστειλεν αμέσως είκοσιν ιππείς καί τριάντα πεζούς καί τους έφθασαν άνωθεν τής Χαλανδρίτσας καί τούς έφερον οπίσω. Αυτός κατά τό ανέκαθεν σύστημά του διά νά μήν εύρεθή αυτοπροσώπως εις τήν μάχην έκείνην καί άκολουθήση αποτυχία καί άποδοθή εις τήν ανικανότητα του νέου αρχηγού, έκαμεν επιχείρημα καί πρόφασιν τήν λιποταξίαν τών Δημητσανίτων, έχων δέ καί τό πνεύμα τής έκδικήσεως προς αυτούς, οίτινες έφόνευσαν τον άδελφόν του τον Γιάννην καί τον Γεώργον άπό τον Άετόν, άρχιληστάς, καί τούς λοιπούς συντρόφους των κατά τό 1805 εις τον ληνόν του μοναστηρίου τών Αιμυαλών, καί διά νά τούς έκδικηθή, τούς έγύμνωσε καί τούς άφησε με τό βρακί• τούς έδεσεν δλους μέ σχοινιά καί συνάξας εις ένα αλώνι άσφάλακτα καί άλλα ακανθώδη κλαδία, τούς εβαλεν ανυπόδητους καί γυμνούς νά τά αλωνίζουν ωσάν τά άλογα τά δεμάτια, καί άνθρωποι δήμιοι τούς έκτυπούσαν όπισθεν ανηλεώς, έκτυπούσαν καί τά τοβούλια προς περισσότερον έμπαιγμόν καί τούς έβασάνισεν ανηλεώς καί άπανθρώπως τεσσάρας περίπου ώρας, ώστε άπαυδήσαντες έκ τών βασανιστηρίων έπεσαν ήμιθανείς. Τούς επήραν τελευταίον οί συμπολίται των καί τούς ύπήγον εις την Δημητσάναν. Οί δύο έξ αυτών άπέθανον, οί δ' άλλοι έκαμαν κλινήρεις άλλοι εξ μήνας, καί άλλοι εν έτος... Εις αυτήν τήν τραγικήν σκηνήν έπασχολούσεν υπέρ τούς 500 στρατιώτας, οί οποίοι τον ήκολούθουν ώς δορυφόροι, από τό πρωί έως εις τάς 3 μ.μ. Καί μ' δλον όπού ειδοποιείτο ακαταπαύστως νά προφθάση εις τήν μάχην, αυτός κατεγίνετο βασανίζων τούς Δημητσανίτας καί, άφού έτελείωσε, τότε έξεκίνησε δια νά έλθη εις τό πεδίον τής μάχης.
'Εξακολουθούσης λοιπόν τής ακουσίας εκείνης ανακωχής καί γινομένων μικρών τινών άκροβολισμών, φαίνεται αίφνης ό Αγγελής Κουμανιώτης κατεβαίνων από τον Όμπλόν με 70 στρατιώτας καί μέ σημαίαν άναπε(π)ταμένην, οίτινες έπυροβόλησαν δίς καί τρίς• Ίδόντες αυτό τό ευχάριστον οί Έλληνες έφώναξαν άπαντες οπλαρχηγοί καί καπεταναίοι τών διαφόρων σωμάτων: Μιντάτι μάς έφθασε: Μιντάτι! (βοήθεια). Τήν αυτήν έκείνην στιγμήν είχε φθάσει καί ό Κολοκοτρώνης εις εν άκρον του στρατοπέδου καί έφώναξε καί αυτός μέ τήν βροντώδη φωνήν του: Μιντάτι! Μιντάτι! καί ώς έκ συνθήματος έφωνάξαμεν άπαντες οί οπλαρχηγοί: Επάνω τους, μωρέ Έλληνες! Τί τούς φυλάττομεν τούς παλιοπερσιάνους; Καί έν ταύτώ έξήλθομεν άπ' δλα τα όχυρώματα ξιφήρεις καί έρρίφθημεν κατά τών έχθρών. Αυτοί δέ άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως, νομίσαντες τήν ύποχώρησίν μας έκείνην στρατήγημα μάλλον διά νά τούς άπομακρύνωμεν από τό φρούριον τών Πατρών, νά τούς καταστρέψωμεν, έτράπησαν εις τόσην άτακτον φυγήν, ώστε δέν ήδυνήθησαν ούτε νά πυροβολήσουν ούτε νά σταματήσουν άπό τήν φρίκην τήν οποίαν έλαβον, καί ήμείς καταδιώκοντες αυτούς καταπόδιν είσήλθομεν μαζί εις τάς Πάτρας καί διεμείναμεν εις την πάλιν έως εις τάς 10 μ.μ. την νύκταν, δτε διετάξαμεν έκαστος τούς στρατιώτας του, καί έξήλθομεν.
'Εξακολουθούσης λοιπόν τής ακουσίας εκείνης ανακωχής καί γινομένων μικρών τινών άκροβολισμών, φαίνεται αίφνης ό Αγγελής Κουμανιώτης κατεβαίνων από τον Όμπλόν με 70 στρατιώτας καί μέ σημαίαν άναπε(π)ταμένην, οίτινες έπυροβόλησαν δίς καί τρίς• Ίδόντες αυτό τό ευχάριστον οί Έλληνες έφώναξαν άπαντες οπλαρχηγοί καί καπεταναίοι τών διαφόρων σωμάτων: Μιντάτι μάς έφθασε: Μιντάτι! (βοήθεια). Τήν αυτήν έκείνην στιγμήν είχε φθάσει καί ό Κολοκοτρώνης εις εν άκρον του στρατοπέδου καί έφώναξε καί αυτός μέ τήν βροντώδη φωνήν του: Μιντάτι! Μιντάτι! καί ώς έκ συνθήματος έφωνάξαμεν άπαντες οί οπλαρχηγοί: Επάνω τους, μωρέ Έλληνες! Τί τούς φυλάττομεν τούς παλιοπερσιάνους; Καί έν ταύτώ έξήλθομεν άπ' δλα τα όχυρώματα ξιφήρεις καί έρρίφθημεν κατά τών έχθρών. Αυτοί δέ άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως, νομίσαντες τήν ύποχώρησίν μας έκείνην στρατήγημα μάλλον διά νά τούς άπομακρύνωμεν από τό φρούριον τών Πατρών, νά τούς καταστρέψωμεν, έτράπησαν εις τόσην άτακτον φυγήν, ώστε δέν ήδυνήθησαν ούτε νά πυροβολήσουν ούτε νά σταματήσουν άπό τήν φρίκην τήν οποίαν έλαβον, καί ήμείς καταδιώκοντες αυτούς καταπόδιν είσήλθομεν μαζί εις τάς Πάτρας καί διεμείναμεν εις την πάλιν έως εις τάς 10 μ.μ. την νύκταν, δτε διετάξαμεν έκαστος τούς στρατιώτας του, καί έξήλθομεν.
Απώλειες-Νεκροί- Τραυματίες-Αιχμάλωτοι.
Ή μάχη αύτη διήρκεσεν υπέρ τάς 12 ώρας εις τήν οποίαν έφονεύθηκαν καί έπληγώθηκαν άπό δλα τά σώματα 64 στρατιώται. Άπό δέ τούς Τούρκους έφονεύθηκαν έπέκεινα των 600 καί άλλοι τόσοι έπληγώθησαν ίσως. Οί εδικοί μου στρατιώται έφερον 86 κεφαλάς καί 18 συνέλαβον ζώντας με τον άξιωματικόν τους καί ένα Έβραίον, καί τούς μέν Τούρκους τούς έφόνευσαν, τον δέ Έβραίον διέσωσα καί τον έστειλα εις τήν πατρίδα μου Λαγκάδια, δπου είχον καί τούς άλλους Εβραίους. Αυτός ήτον υιός μονογενής ενός πλουσίου σαράφη (τραπεζίτου) Εβραίου, τον όποίον είχε στείλει είς τον Χασάν πασιάν νά λάβη χρήματα, τά όποία του έχρεώστει, άλλ' άφού συνελήφθη έπροσποιήθη δτι ήτον υπηρέτης, καί έως δτου τον έστειλα είς τήν Ζάκυνθον μέ τούς άλλους Εβραίους δέν ώμολόγησε τήν καταγωγήν του. 'Αλλ' άφού ύπήγεν εκεί τότε είπε ποίος ήτον καί δτι ό πατέρας του υπέσχετο μεγάλην ποσότητα χρημάτων αν τον εύρισκε ζώντα.
"Αυτήν την ένδοξον Νίκην προσπαθούν τίνες ταρτούφοι ψευδοϊστοριογράφοι να αμαυρώσουν καθώς και τας άλλας...να την αποδώσουν εις τον Κολοκοτρώνην."
Αυτήν τήν ένδοξον νίκην προσπαθούν τίνες ταρτούφοι ψευδοϊστοριογράφοι νά τήν παραμορφώσουν, καθώς καί τάς άλλας, καί νά τήν ζωγραφίσουν μέ διάφορα χρώματα, νά τήν αποδώσουν εις τό έμπειροπόλεμον του νέου αρχηγού Κολοκοτρώνη, νά τον στολίσουν μέ αλλότρια ενδύματα καί καλλωπίσματα, ένώ καί ό ίδιος έάν έζούσεν ήθελε έντραπή καί ήθελε τό νομίσει προσβολήν διά άντικείμενον, εις τό όποίον δέν έλαβεν ουδέν ένεργητικόν μέρος.'Οσα δέ γράφουν καθ' ημών οί τοιούτοι καί δσα υπέρ του Γενναίου καί Πλαπούτα δτι ό μέν ώρμησεν εις τινα ληνόν πλησίον της πόλεως καί έφόνευσε τον Κιαχαγιάν του πασιά μ' άλλους 17, καί δτι ό Γενναίος αφήρεσε τά δπλα ενός Λαλιώτου, καί δτι ό Λαλιώτης τον ένηγκαλίσθη και δεν ήδυνήθησαν οί στρατιώται να τον φονεύσουν, καί δτι του έχάρισε τήν ζωήν κτλ., αυτά δλα είναι γελοιωδέστερα καί από αυτούς τούς μύθους της Χαλιμάς καί δεν επιδέχονται ούδεμίαν άνασκευήν, ώς δντα όνειροπολήματα καί πλάσματα της φαντασίας των, καί πιθανόν νά έρυθριούν καί οί δύο αυτοί επιζώντες καί νά έντρέπωνται δταν τά άκούουν ή τά άναγινώσκουν εις τάς ψευδοϊστορίας τών κολάκων τους. Ό Γενναίος μάλιστα δέν έξήλθεν διόλου έκείνην τήν ήμέραν άπό τον ληνόν του Σαΐταγα. Άλλα δεδόσθω' καί αν έξήρχετο μέ τοιούτον σώμα καί τοιαύτην κατασκευήν όπου έχει, δχι Λαλιώτην δέν ήδύνατο νά συλλάβη καί άγκαλιάση, άλλ' ουδέ εν παιδίον δεκαετές. Οτι δέ οί Τούρκοι (μετά τον εις Κόρινθον πηγαιμόν τού Κολοκοτρώνη καί τής διατριβής του εκεί καί εις τήν Τριπολιτσάν καί τής επιστροφής του κατά τάς αρχάς Μαΐου εις τάς Πάτρας) έκαμαν κίνημα καί έπιδρομήν εις Άχαΐαν, νά κτυπήσουν τούς Έλληνας άπό τά νώτα καί οί λοιποί νά έπιπέσουν κατά του Γηροκομείου κτλ. αυτό μήτε ήκούσθη μήτε υπήρξε ποτέ, μήτε συνέβη μία τοιαύτη επιδρομή, ή μάχη. Ένώ ευρισκόμεθα εις τό αυτό στρατόπεδον άπαντες άπό τά μέσα Φεβρουαρίου έως 18 Μαΐου, δτε άνεχώρησα, πώς ήτον δυνατόν νά γίνη μία τοιαύτη μάχη καί νά μήν τήν ίδωμεν ημείς ή νά μήν λάβωμεν μέρος; 'Ολοι οί Πελοποννήσιοι γνωρίζουν, δτι μετά τήν 9 Μαρτίου άλλη επίσημος μάχη δέν ήκολούθησεν εις τάς Πάτρας εκτός μικρών τινών αψιμαχιών. Καί αύτη ή μάχη, τήν οποίαν μανθάνομεν μετά 36 έτη είναι πλάσμα τής φαντασίας των, καί φρονούν καί πιστεύουν, δτι ζωγραφίζοντες οί κόλακες των τοιούτους τραγελάφους καί ίπποκενταύρους κερδίζουν μεγάλον σκοπόν."
ΠΗΓΕΣ:
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου