Εις τον ίδιον καιρό, ο ίδιος ταχυδρόμος έφερνε ένα γράμμα του κυρ Αναγνώστη και του έλεγε: «Φιλογενέστατε κυρ Αναγνώστη, να πάρεις τα στρατεύματά σου και να υπάγεις εις τα Μεγάλα Δερβένια, διατί ο Δράμαλης έφθασε εις τας Θήβας». Και ο κυρ Αναγνώστης ήτον εις τα Λαγκάδια με τον δούλο του. Η κυβέρνησις έστειλε τον Ρήγα Παλαμήδη εις τα Μεγάλα Δερβένια με χίλιους οχτακόσιους Κορινθίους και Τριπολιτσιώτες (και εις το Άργος εμοίραζαν οχτώ χιλιάδες ταΐνια) και χίλιους Μανιάτες νεοφερμένοι. Ο Λουκόπουλος έδωσε χίλιους μαχμουντιέδες και τους έδωσαν εις τους Μανιάτες, οπού δεν εξεκινούσαν χωρίς χρήματα. Με δύο χιλιάδες έφθασα εις την Τριπολιτσά. Η Γερουσία ευρίσκετο εκεί. Μέρος από τους Γερουσιαστάς φοβούμενοι τον ερχομό μου, έφυγαν. Αφού εμβήκα εις την Τριπολιτσά, έβαλα άλλους από τες ίδιες επαρχίες και εδυνάμωσα την Γερουσίαν.
Η Γερουσία δεν ήξευρε παρά εκ φήμης τον εροχμόν του Δράμαλη. Έβγαλα πεζούς εις όλες τες επαρχίες να ετοιμασθούν. Έμεινα τέσσερες ημέρες εις την Τριπολιτσά. Ήρχοντο άνθρωποι από το Άργος και μας έλεγαν, ότι ο Δράμαλης έρχεται, και εις εμένα οπού με άκουαν εις την Τριπολιτσά δεν μου έγραφε τίποτε η κυβέρνηση, ούτε έστειλε τες έξη χιλιάδες στα Δερβένια. Επειδή δεν είχα είδηση από την κυβέρνηση, δεν έστελνα και τα στρατεύματα, ενόμιζα ότι ήτον ψεύματα όλα. Από την στενοχωρίαν μου στέλνω δύο καβαλλαραίους να παν εις τον Αγιογιώργη και το ό,τι μάθουν να μου στείλουν. Να πάνε στην Κόρινθο, στα Δερβένια έως εις τας Θήβας να εύρουν τον Υψηλάντη και Νικήτα, και να μου στείλουν καθαρά είδηση τι τρέχει. (Εις τον μήνα Ιανουάριον 1822 εβγήκε ο Νικήτας και ο Π. Ζαφειρόπουλος). Όσο να παν εις την Κόρινθο, απάντησαν τους Τούρκους και ολίγον έλειψε να τους πιάσουν ζωντανούς, και εγύρισαν πίσω.
Ο Ρήγας, οπού ήτον εις το Δερβένι, κινώντας οι Τούρκοι από τα Μέγαρα, άφηκαν δύο - τρεις σημαίες και έφυγαν χωρίς να ρίξουν τουφέκι. Οι Τούρκοι ενόμιζαν, αφού είδον τας σημαίας ανοικτός, ότι ήτον στράτευμα και άργησαν να προχωρήσουν εις τον Αέρα. Αφού είδαν ότι δεν ήτο στράτευμα, οι καβαλλαραίοι Τούρκοι επήραν από κοντά τους Έλληνας. Άλλοι έφυγαν κατά την Αίγινα και άλλοι κατά το σοφικό. Οι Τούρκοι εσκότωσαν Έλληνας ... Ο Ρήγας επήρε το φύσημα εις το Άργος και έδωσε την είδηση, ότι ο Δράμαλης εμβήκε εις το Δερβένι με εξήντα χιλιάδες, ωσάν να τους είχε μετρήσει. Τον ερώτησαν: «Τι έγινε το στράτευμα;» και τους αποκρίθηκε, ότι: «Όλοι εχάθηκαν, μόνον εγώ γλίτωσα». Η κυβέρνηση είχε φρούραρχον εις την Κόρινθον ένα καλόγηρον λεγόμενον Αχιλλέα, διδάσκαλος της αλληλοδιδακτικής και βλέποντας τους Τούρκους έφυγε με τους στρατιώτας, αφού εσκότωσε τον Κιαμήλμπεη. Ο Δράμαλης έστειλε και έπιασε το κάστρο. Τότε έστειλε σαράντα εννιά καβαλλαραίους να φέρουν τα συγχαρίκια εις το Ανάπλι.
Το Ανάπλι, πριν ένα μήνα, είχε κάμει συνθήκη με την κυβέρνηση να δώσουν οι Τούρκοι το Καστέλι και δέκα Τούρκους αξιωματικούς ενέχυρον και εδικούς μας τριάντα, και να τους στέλνουν ζωοτροφίας έως ότου να έλθουν τά ελληνικά καράβια να τους πάρουν και να βάλουν εις τάξιν τα λάφυρα. Η κυβέρνηση βλέποντας τους Τούρκους, οπού έφερναν τα συγχαρίκια, έφυγαν και εμβήκαν εις τα καράβια (το Βουλευτικό), και το στράτευμα, οπού ήτον εκεί συναγμένον, διελύθηκε. Οι δύο καβαλλαραίοι με έδωσαν είδηση ότι ο Δράμαλης εμβήκεν εις την Πελοπόννησο και ήλθε στην Κόρινθο. Δεν ήξευραν ακόμη ότι το κάστρο ήτον εις τους Τούρκους και ελπίζαμε να του πάμε βοήθεια. Ο πεζός ήλθε μια ώρα πριν να βασιλεύσει ο ήλιος. Λαμβάνοντας το γράμμα, επήγα εις την Γερουσία και τους είπα, ότι: «Να έλθουν όσοι ηξεύρουν γράμματα». Και έτσι εγράψαμε όλη την νύκτα και εστείλαμεν εις όλας τας επαρχίας δια να προφθάσουν μίαν ώραν αρχήτερα, διότι ο Δράμαλης εμβήκεν εις την Πελοπόννησο. Είπα της Γερουσίας: «Να σταθείς εδώ και να μας βοηθάς από τροφάς και πολεμοφόδια, και εγώ παίρνω τα στρατεύματα και πηγαίνω εμπρός, και αν ιδώ ότι δεν ημπορώ να βαστάξω, τότε σας στέλνω είδηση και αναχωρείτε». Και έτσι εβάσταξαν την θέση.
Την αυγή έβαλα λόγο εις τους στρατιώτας και τους είπα: «Έλληνες, μη φοβείσθε! Εμείς εσκοτώσαμε τόσους Τούρκους εντόπιους, και τούτους έτσι θα τους κάμομε. Δεν είναι πολλοί οι Τούρκοι, όσους τους λέγουν. Να υπάγομε να σκοτωθούμε μακράν από τα παιδιά μας και τες φαμελιές μας. Μην παίρνετε μαζί σας ούτε μουλάρια, καπότες, όλα μας τα φέρνουν εκείνοι».
Εδιόρισα τον Κολιόπουλο και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη με χίλιους εφτακόσιους να τραβήξουν εις τον Άγιον Γεώργιο και να υπάγουν αντίκρυ να ρίξουν δύο - τρεις μπαταρίες, να ακούσουν οι Έλληνες οπού ήτον εις το κάστρο της Κορίνθου και να ενθαρρυνθούν. Έλπιζα ότι το κάστρο εβάσταγε ακόμη. Εβάσταξα μόνον τρακόσιους και εκίνησα δια το Άργος όπου ήξευρα ότι ήτον εκεί πεντ' έξη χιλιάδες στρατιώτες και να τους πάρω και να υπάγω εμπρός εις τους Τούρκους εις τα Δερβένια. Έρχοντας εις το Παρθένι, απάντησα τον Ρήγα με τον Κολιό τον Δαριώτην. Τους ερώτησα τι ηξεύρουν, και αυτοί μου αποκρίθηκαν ότι εμβήκαν εξήντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα, ότι μόνον αυτός εγλύτωσε. Τον εμάλωσα, και του είπα: «Να μη ματαειπείς τέτοια λόγια εις την Τριπολιτσά». Αυτός μόλις επήγε στην Τριπολιτσά, έδωσε την είδηση και έφυγε όλος ο κόσμος από τη Τριπολιτσά' μόνον η Γερουσία έμεινε. Οι στρατιώτες οπού είχα μαζί, ωσάν ήκουσαν αυτάς τας ειδήσεις, εδείλιασαν, και δια να τους ενθαρρύνω άρχισα και ετραγούδαγα. Παρακάτω απάντησα τον Λυκούργο Κρεστενίτη με δεκαπέντε και τους είπα: «που πηγαίνουν;» και αυτοί: «πηγαίνουν εις τον Πύργον και πάλιν έρχονται». Οι Μανιάτες έγδυσαν το Άργος και έφυγαν. Τους απαντάω εις τον δρόμο, τους ερωτάω που πηγαίνουν και αυτοί μου έλεγαν ότι: «Έχομεν άρρωστο και πάμε και γυρίζομε». Τους έλεγα: «Τον άρρωστο τον πάει ένας - δύο, όχι τόσοι». Εις το Ταβούλι, απάντησα τον Υψηλάντη, τον Κρεβατά, τον υιό μου Πάνο οπού ήτον με την Γερουσία, τον Μαυρομιχάλη, τους ερωτώ: «Που πάτε; Τους είδατε με τα μάτια σας τους Τούρκους;» - «Όχι, μας είπαν πως εμβήκαν πενήντα καβαλλαραίοι εις το Ναύπλιον». -«Εσείς που πάτε; Έχομε κανένα κάστρο να εμβούμε; Έχομε καμμίαν δύναμιν να τραβηχθούμε και ημείς, και οι Τούρκοι να σκλαβώσουν τον κόσμο;». Και έτσι τους εκράτησα.
Η Γερουσία δεν ήξευρε παρά εκ φήμης τον εροχμόν του Δράμαλη. Έβγαλα πεζούς εις όλες τες επαρχίες να ετοιμασθούν. Έμεινα τέσσερες ημέρες εις την Τριπολιτσά. Ήρχοντο άνθρωποι από το Άργος και μας έλεγαν, ότι ο Δράμαλης έρχεται, και εις εμένα οπού με άκουαν εις την Τριπολιτσά δεν μου έγραφε τίποτε η κυβέρνηση, ούτε έστειλε τες έξη χιλιάδες στα Δερβένια. Επειδή δεν είχα είδηση από την κυβέρνηση, δεν έστελνα και τα στρατεύματα, ενόμιζα ότι ήτον ψεύματα όλα. Από την στενοχωρίαν μου στέλνω δύο καβαλλαραίους να παν εις τον Αγιογιώργη και το ό,τι μάθουν να μου στείλουν. Να πάνε στην Κόρινθο, στα Δερβένια έως εις τας Θήβας να εύρουν τον Υψηλάντη και Νικήτα, και να μου στείλουν καθαρά είδηση τι τρέχει. (Εις τον μήνα Ιανουάριον 1822 εβγήκε ο Νικήτας και ο Π. Ζαφειρόπουλος). Όσο να παν εις την Κόρινθο, απάντησαν τους Τούρκους και ολίγον έλειψε να τους πιάσουν ζωντανούς, και εγύρισαν πίσω.
Ο Ρήγας, οπού ήτον εις το Δερβένι, κινώντας οι Τούρκοι από τα Μέγαρα, άφηκαν δύο - τρεις σημαίες και έφυγαν χωρίς να ρίξουν τουφέκι. Οι Τούρκοι ενόμιζαν, αφού είδον τας σημαίας ανοικτός, ότι ήτον στράτευμα και άργησαν να προχωρήσουν εις τον Αέρα. Αφού είδαν ότι δεν ήτο στράτευμα, οι καβαλλαραίοι Τούρκοι επήραν από κοντά τους Έλληνας. Άλλοι έφυγαν κατά την Αίγινα και άλλοι κατά το σοφικό. Οι Τούρκοι εσκότωσαν Έλληνας ... Ο Ρήγας επήρε το φύσημα εις το Άργος και έδωσε την είδηση, ότι ο Δράμαλης εμβήκε εις το Δερβένι με εξήντα χιλιάδες, ωσάν να τους είχε μετρήσει. Τον ερώτησαν: «Τι έγινε το στράτευμα;» και τους αποκρίθηκε, ότι: «Όλοι εχάθηκαν, μόνον εγώ γλίτωσα». Η κυβέρνηση είχε φρούραρχον εις την Κόρινθον ένα καλόγηρον λεγόμενον Αχιλλέα, διδάσκαλος της αλληλοδιδακτικής και βλέποντας τους Τούρκους έφυγε με τους στρατιώτας, αφού εσκότωσε τον Κιαμήλμπεη. Ο Δράμαλης έστειλε και έπιασε το κάστρο. Τότε έστειλε σαράντα εννιά καβαλλαραίους να φέρουν τα συγχαρίκια εις το Ανάπλι.
Το Ανάπλι, πριν ένα μήνα, είχε κάμει συνθήκη με την κυβέρνηση να δώσουν οι Τούρκοι το Καστέλι και δέκα Τούρκους αξιωματικούς ενέχυρον και εδικούς μας τριάντα, και να τους στέλνουν ζωοτροφίας έως ότου να έλθουν τά ελληνικά καράβια να τους πάρουν και να βάλουν εις τάξιν τα λάφυρα. Η κυβέρνηση βλέποντας τους Τούρκους, οπού έφερναν τα συγχαρίκια, έφυγαν και εμβήκαν εις τα καράβια (το Βουλευτικό), και το στράτευμα, οπού ήτον εκεί συναγμένον, διελύθηκε. Οι δύο καβαλλαραίοι με έδωσαν είδηση ότι ο Δράμαλης εμβήκεν εις την Πελοπόννησο και ήλθε στην Κόρινθο. Δεν ήξευραν ακόμη ότι το κάστρο ήτον εις τους Τούρκους και ελπίζαμε να του πάμε βοήθεια. Ο πεζός ήλθε μια ώρα πριν να βασιλεύσει ο ήλιος. Λαμβάνοντας το γράμμα, επήγα εις την Γερουσία και τους είπα, ότι: «Να έλθουν όσοι ηξεύρουν γράμματα». Και έτσι εγράψαμε όλη την νύκτα και εστείλαμεν εις όλας τας επαρχίας δια να προφθάσουν μίαν ώραν αρχήτερα, διότι ο Δράμαλης εμβήκεν εις την Πελοπόννησο. Είπα της Γερουσίας: «Να σταθείς εδώ και να μας βοηθάς από τροφάς και πολεμοφόδια, και εγώ παίρνω τα στρατεύματα και πηγαίνω εμπρός, και αν ιδώ ότι δεν ημπορώ να βαστάξω, τότε σας στέλνω είδηση και αναχωρείτε». Και έτσι εβάσταξαν την θέση.
Την αυγή έβαλα λόγο εις τους στρατιώτας και τους είπα: «Έλληνες, μη φοβείσθε! Εμείς εσκοτώσαμε τόσους Τούρκους εντόπιους, και τούτους έτσι θα τους κάμομε. Δεν είναι πολλοί οι Τούρκοι, όσους τους λέγουν. Να υπάγομε να σκοτωθούμε μακράν από τα παιδιά μας και τες φαμελιές μας. Μην παίρνετε μαζί σας ούτε μουλάρια, καπότες, όλα μας τα φέρνουν εκείνοι».
Εδιόρισα τον Κολιόπουλο και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη με χίλιους εφτακόσιους να τραβήξουν εις τον Άγιον Γεώργιο και να υπάγουν αντίκρυ να ρίξουν δύο - τρεις μπαταρίες, να ακούσουν οι Έλληνες οπού ήτον εις το κάστρο της Κορίνθου και να ενθαρρυνθούν. Έλπιζα ότι το κάστρο εβάσταγε ακόμη. Εβάσταξα μόνον τρακόσιους και εκίνησα δια το Άργος όπου ήξευρα ότι ήτον εκεί πεντ' έξη χιλιάδες στρατιώτες και να τους πάρω και να υπάγω εμπρός εις τους Τούρκους εις τα Δερβένια. Έρχοντας εις το Παρθένι, απάντησα τον Ρήγα με τον Κολιό τον Δαριώτην. Τους ερώτησα τι ηξεύρουν, και αυτοί μου αποκρίθηκαν ότι εμβήκαν εξήντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα, ότι μόνον αυτός εγλύτωσε. Τον εμάλωσα, και του είπα: «Να μη ματαειπείς τέτοια λόγια εις την Τριπολιτσά». Αυτός μόλις επήγε στην Τριπολιτσά, έδωσε την είδηση και έφυγε όλος ο κόσμος από τη Τριπολιτσά' μόνον η Γερουσία έμεινε. Οι στρατιώτες οπού είχα μαζί, ωσάν ήκουσαν αυτάς τας ειδήσεις, εδείλιασαν, και δια να τους ενθαρρύνω άρχισα και ετραγούδαγα. Παρακάτω απάντησα τον Λυκούργο Κρεστενίτη με δεκαπέντε και τους είπα: «που πηγαίνουν;» και αυτοί: «πηγαίνουν εις τον Πύργον και πάλιν έρχονται». Οι Μανιάτες έγδυσαν το Άργος και έφυγαν. Τους απαντάω εις τον δρόμο, τους ερωτάω που πηγαίνουν και αυτοί μου έλεγαν ότι: «Έχομεν άρρωστο και πάμε και γυρίζομε». Τους έλεγα: «Τον άρρωστο τον πάει ένας - δύο, όχι τόσοι». Εις το Ταβούλι, απάντησα τον Υψηλάντη, τον Κρεβατά, τον υιό μου Πάνο οπού ήτον με την Γερουσία, τον Μαυρομιχάλη, τους ερωτώ: «Που πάτε; Τους είδατε με τα μάτια σας τους Τούρκους;» - «Όχι, μας είπαν πως εμβήκαν πενήντα καβαλλαραίοι εις το Ναύπλιον». -«Εσείς που πάτε; Έχομε κανένα κάστρο να εμβούμε; Έχομε καμμίαν δύναμιν να τραβηχθούμε και ημείς, και οι Τούρκοι να σκλαβώσουν τον κόσμο;». Και έτσι τους εκράτησα.
Έκραξα τότε τον Πέτρο Μπαρμπιτσιώτη και το Θεοδωρή Ζαχαρόπουλο και τον Αντώνη Κουμουστιώτη, και τους λέγω: «Να πάτε να μου πιάσετε το κάστρο του 'Αργους με εκατό ανθρώπους διαλεχτούς, και πιάνοντας το κάστρο, να κάμετε φανό, ότι έπιασαν το κάστρο». Με αποκρίθηκαν ότι: «Πάμε, μα χανόμεθα». Τους είπα: «Πηγαίνετε, κι εγώ σας παίρνω εις τον λαιμό μου». Και έτσι επήγαν και έκαμαν τον φανό. Ευθύς στέλνω τον Πάνο με εκατό πενήντα στρατιώτας να υπάγει να πιάσει τους Μύλους και να ειδοποιήσει τα καράβια της πεθεράς του να πλησιάσουν κοντά, κι αν τον εύρει πόλεμος να τον βοηθήσουν με τα κανόνια. Τρεις ημέρες εκαθίσαμε εις τον Αχλαδόκαμπο, και εγράψαμε να έλθουν στρατεύματα. Ήλθαν οι Αγιοπετρίται με τον Ζαφειρόπουλο και Μιστριώτες, κι εγινήκαμε ως χίλιοι. Τότε είπα του Πετρόμπεη και του Υψηλάντη να παν να πιάσουν τους Μύλους και να στείλουν βοήθεια εις το Άργος, και εγώ να τραβήξω κατά την Κόρινθο, να ιδώ πόθεν πηγαίνουν οι Τούρκοι. Και έγιναν δύο κολόνες, η μια να υπάγει κατά τα Βασιλικά και η άλλη κατά το Άργος.
Επήγαν εις τους Μύλους. Ο Πάνος, ο Μπεηζαντές Γεωργάκης, επήγαν και εκλείσθηκαν εις το Άργος. Εγώ ετράβηξα δια να υπάγω εις την Κόρινθο. Ηύρηκα τον Κολιόπουλο εις το Σκηνοχώρι, ο Αντώνης ήτον εις τον Άγιο - Γιώργη, οι Τούρκοι άρχισαν να κατεβαίνουν εις το Άργος. Οι Τούρκοι μην ευρίσκοντας εναντιότητα, εξαπλώνονται. Ο Κολιόπουλος απαντάται εις το Χαρβάτι με τους Τούρκους, εσκότωσαν είκοσι. Ο Κολιόπουλος μονομαχεί μ' έναν καβαλλάρη και τον φονεύει. Τότε εγύρισε εις το Σκηνοχώρι, εκατέβηκαν και από το κάστρο του Άργους μερικοί, και επολέμησαν με τους Τούρκους που ήρχοντο από την Κόρινθο και εσκοτώθηκαν καμμιά δεκαριά, Μανιάτες και Πελοποννήσιοι. Οι Κουμαντουραίοι, ο Σισίνης, έμειναν όσοι ήτον με τον Μπέη ο Αντώνης εκαρτέρεψε εις τον Άγιο Γεώργιο τους Τούρκους στην Κόρινθο και εσκότωσε δέκα εφτά. Την άλλην ημέρα επήγαν δύο χιλιάδες και τον επολέμησαν και τον έδιωξαν και έκαψαν σπίτια.
Εγώ, σαν έστειλα τους άλλους να πάνε στους Μύλους, εγώ ετράβηξα κατά την Κόρινθο και επήγα εις το Σκηνοχώρι και επήγα και ηύρα τον Κολιόπουλο, και μου είπε τον αναχωρισμό του Αντώνη από τον Άγιο Γεώργιον. Και εκίνησα να πάγω στον Άγιον Γεώργιο και πηγαινάμενος εις το Μαλανδρίνο, ηύρα δέκα καβαλλαραίους Τούρκους και βλέποντας μας εκλείσθηκαν εις ένα σπίτι' δεν ηθέλησαν να παραδοθούν, τους εκάψαμεν. Ένας στρατιώτης έπιασε το τουφέκι ενός Τούρκου από την θύραν, του το πήρε. Τραβάω και πάγω εις τον Άγιον Γεώργιο. Το χωριό ήτον γεμάτο από λάδι κλπ. Το έπιασα, αγνάντευσα και είδα, ότι από την Κόρινθο εκίνησαν τα τούρκικα στρατεύματα δια το Άργος και Ανάπλι. Όταν εκατέβηκαν οι Τούρκοι επήγαν και επολιόρκησαν το παλιόκαστρο του Άργους, και οι Τούρκοι ήτον δύο πασάδες. Οι πασάδες έλεγαν των στρατιωτών, ότι: «Εδώ είναι το βιος του κόσμου. Το Ανάπλι το έχομε, τ' άλλα τα πέρνομε όλα». Το επολιόρκησαν.
Ήτον συναγμένα στρατεύματα εις τους Μύλους έως πέντε χιλιάδες. Ο Κολιόπουλος ήτον κλειστός εις το Παλιόκαστρο με Φαναρίτας και Καρυτινούς, με τον Δημητράκη τον Δελιγιάννη. Μου γράφουν ένα γράμμα, ότι να φθάσω, διατί έκλεισαν το κάστρο και δεν έχουν προβεζιό. Την άλλην ημέρα έκαμαν αρχηγό του στρατεύματος τον Αντωνάκη Μαυρομιχάλη, του στρατεύματος που είναι στους Μύλους. Σαν τον έκαμαν αρχηγό, ηθέλησαν να κάμουν ένα πόλεμο, με τους Τούρκους, και τον Κολιόπουλο δεν τον ετεμπίχιασαν που ήτον εις το πλευρό τους, και ο πόλεμος επιάσθη στην άκρη στ' αμπέλια, και εβγήκαν Τούρκοι δέκα χιλιάδες καβαλλαραίοι και ετσάκισαν τους Έλληνας, και εχάθηκαν εκατό πενήντα Έλληνες. Σαν έχασαν την μπατάλια, μου στέλνουν ένα γράμμα και μου λένε, αν τρώγω ψωμί να το αφήσω, να τους βοηθήσω - ήμουν εις τον Άγιον Γεώργιο - διατί η Πατρίς εχάθη.
Δεν έλειψα ευθύς να κινήσω με εκατό στρατιώτας και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη τον αφήνω στα Δερβενάκια με καμμιά χιλιάδα. Πηγαινάμενος εις τους Μύλους τους Αργίτικους ηύρα όλους τους στρατιώτας λυπημένουςα από τον πόλεμο της άλλης ημέρας που εχάθηκαν στρατιώτες. Δεν έλειψα να τους ομιλήσω και να τους ενθαρρύνω, ότι αν οι Τούρκοι εσκότωσαν εκατό πενήντα, ημείς χιλιάδες, και να εκδικηθούμε, και άλλα πολλά τους είπα και εμψυχώθηκαν. Τους εμάλλωσα πολύ με την αταξία του πολέμου, ότι δεν ομίλησαν και του Κολιόπουλου. Ο Μαυρομιχάλης, ο Κρεβατάς ήτον εις τους Μύλους τους Αφεντικούς (Μύλοι Αργίτικοι, Μύλοι Αφεντικοί διαφορά). Την άλλην ημέρα επλάκωσαν χίλιοι διακόσιοι Αρκαδιανοί. Οι Τούρκοι έρριχναν βόμβες από το Άργος και έβαναν δύο κανόνα από μία ράχη και επολιορκούσαν το Παλιόκαστρο. Οι κλεισμένοι δεν είχαν τίποτε μέσα και ήτον στενοχω ρημένοι. Στες 20 του Ιουλίου, στην ημέραν του Αγίου Ηλία έκραξα τα στρατεύματα εις τους Μύλους τους Αργίτικους και τους ομίλησα δύο ώρες: «Να πολεμήσομε, να βγάλομε τους κλεισμένους, οι Τούρκοι είναι όλοι σαβούρα».
Απεφάσισα να κτυπήσομε το βράδυ από όλες τες μεριές τους Τούρκους· διατί δεν ημπορούσε να πάγει άνθρωπος να τους ιδεί, αλλ' ότι έκαναν τα σινιάλα. Τότενες, διατάττω τες επαρχίες να κτυπήσουν τον εχθρό εις την θέση καθεμιά που είχε. Τόσο και τον Κολιόπουλο και τους Αρκαδιανούς τους έβαλα εις το κέντρο, να κτυπήσουν τους Τούρκους οπού είχαν τα κανόνια. Και οι Αρκαδιανοί καθώς επήγα το βράδι και εκτύπησα από όλες τες μεριές, επήγαν και εχάλασαν με τα πόδια τα ταμπούρια. Αναχωρούν πάλι δια νυκτός, διότι οι άλλοι Έλληνες δεν εκινήθηκαν. Εκείνοι έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις το Παλιόκαστρο. Την άλλην ημέρα εστενοχωρήθηκα δια τους μέσα, να μη βλαφθούν. Έκαμα ένα στρατήγημα, να πάμε όλοι ολοτρογυρα ν' αδειασομε από δύο τουφέκια, να κάμομε φανό και εκείνοι να κάμουν τρόπο να έβγουν από το Παλιόκαστρο. Έτσι εζυγώσαμε κοντά, εκείνοι εβγήκαν τότε αβλαβείς από το Παλιόκαστρο και άφηκαν μέσα ένα ασκί τυρί, και εβγήκαν όλοι εις τους Μύλους του Άργους υγιείς.
Την αυγή μπαίνουν οι Τούρκοι στο κάστρο και δεν εύρισκαν ουδέν. Αυτοί (οι δικοί μας) είπαν ότι αναχωρήσαμε. Τα στρατεύματα την αυγή βγαίνουν καμμιά δεκαριά χιλιάδες κα-βαλλαραίοι και βγαίνουν εις τους Μύλους τους Αργίτικους να ιδούν. Βλέποντας ημείς την καβαλλαρία, εγώ έκαμα τους δικούς μου κολόνα εις τους πρόποδας του λόφου και κατέβηκαν καμμιά εικοσαριά καβαλλαραίοι και έκαμαν ακροβολισμούς εις τους κάμπους, διότι οι Τούρκοι εβγήκαν να ιδούν, όχι να κάμουν πόλεμο. Εγύρισαν εις τα αμπέλια, ότι ήτον προβαλμένα τα σταφύλια και επήραν. Δίδαξα τα στρατεύματα εις τους Μύλους τους Αφεντικούς να πιάσουν εκεί και να ανάψει από καθένας είκοσι φωτιές, και το Τριπολιτσιώτικο το έβαλα αντίκρυ εις τες ράχες να κάμουν και αυτοί το ίδιο. Ο Κολιόπουλος με το στράτευμα του να πιάσει το Σκηνοχώρι ανάμεσα εις τες δύο δημοσιές που πάνε εις την Τριπολιτσά.
Βλέποντας οι Τούρκοι ότι τόσες φωτιές ολοτρογυρα, απεφάσισαν ότι δεν ημπορούν να περάσουν δια Τριπολιτσά. Είχαν έλλειψη από τροφάς, διότι ο Τσόκρης είχε κάψει μπρο-στύτερα τον κάμπο του Αργούς. Έκαμαν συμβούλιο να γυρίσουν πίσω στην Κόρθο, ν' απεράσουν στην Βοστίτσα, να πάνε στη Γαστούνη δια τροφάς, διότι δεν είχαν. Εγώ έκαμα συνέλευση με όλους τους οπλαρχηγούς εις τους Μύλους τους Αργίτικους, τους είπα: «Οι Τούρκοι θέ να γυρίσουν οπίσω κατά την Κόρθο. Το βλέπουν ότι από εδώ δεν ημπορούν να περάσουν, μόνον σταθήτε εδώ να πάγω να πιάσω το Δερβενάκι, διατί οι Τούρκοι θα απεράσουν». Αφήνω τον Γιατράκο τον Π. εις τα σώματα οπού ήτον εις τους Μύλους, και αυτοί δεν ήθελαν, έλεγαν να κάτσω εγώ, τους έλεγα να πάγουν αυτοί. Αναχώρησα περ βίας να πιάσω το Δερβενάκι, από εκείθεν ήμουν βέβαιος, ότι θα περάσουν και όχι από την Τριπολιτσά. «Ο Κολοκοτρώνης, έλεγε ο Πετρόμπεης, πάγει κλέφτης εις τα βουνά». Και ανεχώρησα και επήγα εις τον Άγιο Γεώργιο.
Στες 26 του Ιουλίου, ημέραν της αγίας Παρασκευής, είχε την αυγήν ομιλήσει η βάρδια του Αντώνη με τρακόσιους νομάτους. Οι Τούρκοι εβγήκαν και έρχονται εις δύο κολόνες. Της ευθύς ορδινάρησα εγώ εις τον Άγιο Γεώργιο να μαζώξουν όλες τες ζωοτροφίες εις τέσσερα σπίτια οι Τσαουσάδες, οπού εάν ιδούν και έρχονται εις δύο κολόνες να σας κάμω σινιάλι, να κάψετε τες τροφές και να μην τα λάβουν οι Τούρκοι. Εγώ επήρα το λοιπό στράτευμα και έπιασα το Δερβενάκι. Ο Νικήτας και ο Παπαφλέσσας και ο Υψηλάντης με πεντακόσιους στρατιώτας τους είχα βάλει και είχαν πιάσει το Κινάρι, χωριό δυνατό εις τον δρόμο των Κορινθίων. Οι Τούρκοι, η μπροστέλα έφθασε εις τον Αντώνη και καθώς είδε τους Έλληνας εμπρός, ομίλησαν οι Τούρκοι να τους αφήσουν τον δρόμο, διατί θα απεράσουν οπίσω εις την Ρούμελη, στην Πατρίδα μας. Εγώ έστειλα πεζό να πάγει εις το Σκηνοχώρι που ήτον ο Κολιόπουλος, να έλθει να μας δώσει βοήθεια. Από εκεί ήτον ώρες έξη, από το Δερβενάκι έως το Κινάρι ώρες δύο, όπου ήτον ο Νικηταράς, ήτον και από τον Άγιο Γεώργη, ο παπά Νίκας από την Κόρινθο με τα Κορινθιακά στρατεύματα εις ένα χωριό, στην Μάγκα. Έστειλα και εις εκείνους να έλθουν μεντάτι.
Εγώ πηγαινάμενος εις το Δερβενάκι, έκλεξα οχτακόσιους στρατιώτας εις το Γελέκι, και τους έκαμα τέσσερες κολόνες, και τους εκατέβασα κάτω από εκείνο το πόστο οπού εκρατούσα εις τη ράχη, και ο Αντώνης εκρατούσε το κεφάλι, ήτον ομπροστά. Και οι Τούρκοι εβγαίνανε από το κάστρο και οι ομπροστινοί εκαρτερούσαν να συναχθούν όλοι. Όσο να συναχθούν οι Τούρκοι, έβαλα τες σημαίες και τα ζώα και καπότες, τα έβαλα όλα εις μία ράχη, δια να νομίσουν, ότι εκεί είναι οι πολλοί στρατιώτες και να κάμουν κάτω, να μην έλθουν επάνω μας και μας χαλάσουν. Εγώ εστεκόμουν με δέκα ανθρώπους στην κορφή· οι ψυχογιοί με τα μουλάρια αράδα. Του δε Νικήτα ο πεζός του είπε, ότι εβγήκαν οι Τούρκοι, και όχι ότι έρχονται ν' απεράσουν εις το Δερβενάκι. Οι Κορίνθιοι εσκόρπισαν. Ο Κολιόπουλος έξη ώρες αλάργα· ενύκτωσε έως να πάγει εκεί ο πεζός. Στες τρεις η ώρα συνάχθηκαν όλοι οι Τούρκοι, και οι πασάδες ήτον στην πίσω μεριά. Οι δε έξη χιλιάδες, που ήταν εις τους Μύλους, δεν είχαν βάρδια δια να ιδούν, ότι άδειασε το Άργος, να έλθουν από κοντά. Οι τέσσερες κολόνες τους είχα τεμπίχι, να μη κάμουν αρχή του πολέμου, παρά αφού ακούσουν τα δέκα τουφέκια, και έτσι εστέκονταν.
Οι Τούρκοι, σαν εσυνάχθησαν όλοι, διέταξε ο πασάς να κινήσει η μπροστέλα. Και έτσι οι Τούρκοι εξεκαβάλληκαν δια τον τόπο και εκίνησαν με τα πόδια, και ο Αντώνης ήτον τα-μπουρωμένος. Ο Αντώνης εκτύπησε, αφού έφθασαν εκατό βήματα οι Τούρκοι και εκράτησαν καμμιά δεκαριά Τούρκους. Εκείνοι έδωσαν τες πλάτες και έκαμαν κατά τον Άγιο Σώστη, και εκεί είναι ρεύματα, και επήρε το ασκέρι το τούρκικο τες ράχες. Ο Αντωνάκος δεν έπεσε κοντά εις εδαύτους, παίρνει ένα μπαϊράκι με 30 νομάτους και πέφτει εις τον Άγιο Σώστη εμπρός, οι Τούρκοι εγένηκαν τρεις κολόνες, μία οπίσω, οι πασάδες, μία στην μέση, η άλλη κατά τον Αντωνάκη· έως δέκα χιλιάδες εκίνησαν κατά τον Αντωνάκη· οι τριάντα εσκότωσαν πολλούς, δύο μόνον εσκοτώθηκαν, ανίψια μου.
Οι Τούρκοι όσοι έμεινα, επέρασαν κατά την Κουρτέσα και εκεί έκαμαν στάση. Ακούοντας ο Νικήτας, ο Υψηλάντης, ο Φλέσσας, έφθασαν εις τον Άγιο Σώστη και έπιασαν τον δυνατότερο τόπο εις τον Άγιο Σώστη. Το μεσιανό στράτευμα όπου εσκότωναν οι Έλληνες, έδωσε να περάσει και εκείνο, και έπεσεν εις τον Νικήτα με τους αλλουνούς, οι δε πασάδες που έμειναν οπίσω ενύκτωσε και δεν ημπόραγαν ν' απεράσουν. Ομίλησαν τους Έλληνας και τους είπαν: «Ποιος καπετάνιος ομπροστά:» Αποκρίθηκε ένας παπάς από το Χρυσοβίτσι; «Ο Κολοκοτρώνης είναι». Αποκρίθηκαν οι πασάδες: «Να κάμομε μπέσα, να περάσομε και του δί-νομε ό,τι ζητήσει». Και τότενες έστειλε ο παπα-Δημήτρης έναν άνθρωπο να μου ομιλήσει. Λαμβάνοντας την είδηση και εκίνησα να υπάγω. Είχα στο νου μου να τους χασομερήσω, ώστε να έλθει το πρωί, να τους χάσομε. Μέσα εις το στράτευμα είχαμε και μερικούς καβαλλαραίους, ο Φωτάκος και ο Σπηλιωτόπουλος, και ο Βούλγαρης ο Κώτσος και ο Κωνστ. Αναστασόπουλος, και άλλο ένα ανιψίδι μου. Εκείνοι εκίνησαν. Οι Πασάδες, βλέποντας καβαλλαραίους δικούς μας, ενόμισαν ότι έχομε καβαλλαρία πολλή. Γυρίζουν, πάνε στην Τίρυνθο, αφίνουν ό,τι είχαν, ενύκτωσε, το μπουχό τους εβλέπαμε' Εξημέρωσε και ο Κολιόπουλος με δυο χιλιάδες με τον Δημ. Δελιγιάννη και με τους Φαναρίτες. - Οι εδικοί μας έπεσαν στα λάφυρα και εις τους λόγγους.
Οι Τούρκοι, οπού ήτον εις την Κουρτέσα, εδοκίμασαν να μάθουν τι έγιναν οι πασάδες, και εκίνησαν χίλιοι να έλθουν εις τον Άγιο Σώστη. Τους εκαρτέρεσαν οι δικοί μας, τους έρριξαν μία μπαταρία τουφέκια, τους πισοδρόμησαν. Οι πασάδες επήγαν, εστάθηκαν εις την Τίρυνθο, εις την Γλυκεία, και ο Νικήτας ετραβήχθηκε με τον Παπαφλέσσα στο Αγιονόρι, πρώτα ήταν εις τον Άγιο Σώστη. - Το Δερβενάκι είναι πλευρά από του Αγαμέμνονος το μνήμα. - Εκείνη την ημέρα εξημέρωσε, και ο Κολιόπουλος και εγενήκαμε ημείς τέσσερες χιλιάδες εις το Δερβενάκι. Ο Γιατράκος με τον Τσόκρη ήλθαν εις το Δερβενάκι, τους λέγω: «Που ε^αι τάλλα στρατεύματα;» - «Είναι εις το Κουτσοπόδι και έως εις του Χαρβάτη». Τους είπα: «Οι πασάδες οπού είναι εις την Τίρυνθο ταχιά θα εκστρατεύσουν δια την Κόρινθο, μόνο εσείς να πάρετε τα στρατεύματα σας και να πάτε εις ένα χωριό εις τον δρόμο που πηγαίνει από το Αγιονόρι εις την Κόρινθο, και να σταθήτε εκεί να βάλετε καραούλι, να μην περάσουν οι Τούρκοι από το Αγιονόρι. Αν έλθουν κατ' εμάς, να ελθήτε από πίσω, και ημείς τους καρτερούμεν εμπρός· εσείς έρχεσθε από πίσω, σαν προσπεράσουνε κατά μας' δια να πιάσομε τους πασάδες ζωντανούς. Αν κάμουν κατά σας, να μας κάμετε σινιάλο να έλθομε κατά σας βοήθεια σας.
Αυτοί εκίνησαν και επήγαν εις το στράτευμα, και το στράτευμα έφυγε και επήγε εις τους Μύλους τους Αφεντικούς (ο Γιατράκος ως φαίνεται τους παρεκίνησε να φύγουνε). Ο Για-τράκος, σαν ανεχώρησε το στράτευμα, δεν μου το εμήνυσεν, εγώ όμως ήλπιζα οπώς θα πάγει εκεί όπου τον διόριζα και έμεινα αναπαυμένος και είχα βάρδιες να ιδώ το σενιάλο που θα μου κάμουν. Οι Τούρκοι εκίνησαν και ετράβηξαν ίσια του Αγιονοριού την στράτα, οι πασάδες. Επήγαν επάνω στην μπροστοφυλακή του Νικήτα. Αρχινώντας η μπροστοφυλακή τον πόλεμο, έβγαινεν ο Νικήτας να τους πάγει μεντάτι, και δεν ημπόρεσαν να βαστάξουν, αλλά εγύρισε όλο το στράτευμα και έπιασε το χωριό. Οι Τούρκοι επήγαν στην άκρη, στο χωριό πολεμώντας τους. Οι Τούρκοι δεν είχαν σκοπό να πολεμήσουν τον Νικήτα, αλλά είχαν σκοπό κατά την Κλένια να περάσουν, και καθώς εκίνησαν οι Τούρκοι να πάνε κάτω εκίνησε ο Νικήτας και οι ντοπικοί και οι γυναίκες ακόμα. Τότε μας έδωσαν είδηση εις τα Δερβενάκια (δυο ώρες μακράν από το Αγιονόρι τα Δερβενάκια).
Έστειλα τον Δημήτρη Κολιόπουλο να πιάσει την Κλένια, όταν άκουσα τον πόλεμο, με δυο χιλιάδες. Ο Νικήτας τους έπεσε από κοντά και, ως την Κλένια που τους επήγε, πεντακόσιους εσκότωσε και ένα πασά. Απαράτησαν τα καμήλια τους, τα φορτώματα τους. Ο Κολιόπουλος δεν έφθασε να πιάσει την Κλένια. Το ασκέρι που ήταν στους Μύλους βλέποντας τους Τούρκους που έφυγαν, εκίνησαν από κοντά, πλην δεν έκαμαν πόλεμο-Γιατράκος. Οι Τούρκοι επήγαν εις την Κόρινθο, όσοι έμειναν. Μανθάνοντας εγώ ότι οι Τούρκοι απέρασαν, και επήγαν εις την Κόρινθον και οι πασάδες, επείκασα ότι θα απεράσουν από τα Μαύρα Λιθάρια δια Βοστίτσα και Πάτρα δια ζαερέδες. Ευθύς διέταξα όλα τα στρατεύματα να με ακολουθήσουν και έπιασα τα Βασιλικά,το στράτευμα μας έως εφτά χιλιάδες.
Το βράδι οπού ενύκτωσε ετεμπίχιασα τους στρατιώτας να κάμουν από δέκα ή δεκαπέντε φωτιές, που είμεθα αντίκρυ της Κορίνθου, και εφωτολογησαν τα βουνά, και οι Τούρκοι ενόμισαν ότι είμεθα τόσες χιλιάδες στρατεύματα. Την αυγή οι Τούρκοι κινάν δέκα πέντε χιλιάδες να δοκιμάσουν το πέρασμα τους. Επολεμήσαμε και δεν ημπόρεσαν ν' απεράσουν εσκοτώθηκαν ολίγοι, το βράδι εγύρισαν πίσω εις την Κόρινθο. Οπόταν έβγαιναν εκεί, τους καρτερούσαν οι Έλληνες και τους επολεμούσαν με ακροβολισμούς. Μία ημέρα κινάν δύο χιλιάδες όλοι δια να απεράσουν με πόλεμο και τους αντιστάθηκαν οι Έλληνες πεισματωδώς και η καβαλλαρία κάνει γιουρούσι και ετσάκισε ένα ταμπούρι από τους Έλληνας- τους πλάκωσε κάτω στες ρίζες, εσκοτώθηκαν τριάντα, μεταξύ αυτών ο Αναγνώστης Πετιμεζάς και το παιδί του, που ήτον κουμάντο και ένας παπάς σημαντικός από το Μιστρά. Εκατέβηκαν τ' άλλα ταμπούρια κι εβοήθησαν τους φευγάτους. Οι Τούρκοι εγύρισαν άπρακτοι κι εκείνη την ημέρα.
Ο Δράμαλης εδιάλεξε τετρακόσιους Τούρκους, και τους άφησε με το ζαερέ τους έξη μήνες μ' ένα κουμάντο εις το Παλαμήδι, και ούτε έμβαινε ούτε! έβγαινε κανένας από τους άλλους Τούρκους. Επήραν την απόφαση, ότι δεν ημπορούν να τους έλθει μεντάτι'επρόσμεναν την αρμάδα'έβγαιναν μόνο κι έκαναν ακροβολισμούς. Μπροστύτερα οι Κορίνθιοι με είχαν ειπεί, να τους στείλω ένα κουμάντο, και εστρατολόγαε τους Κορινθίους και εβασάνιζε τους Τούρκους. Μου ήλθε μία διαταγή από την Γερουσία να υπάγω εις την Τριπολιτσά και εις το μέρος το Βασιλικό άφησα τον Γενναίο και Απ. Κολοκοτρώνη (είχα και ορδί στην Κλένια)...
Επήγαν εις τους Μύλους. Ο Πάνος, ο Μπεηζαντές Γεωργάκης, επήγαν και εκλείσθηκαν εις το Άργος. Εγώ ετράβηξα δια να υπάγω εις την Κόρινθο. Ηύρηκα τον Κολιόπουλο εις το Σκηνοχώρι, ο Αντώνης ήτον εις τον Άγιο - Γιώργη, οι Τούρκοι άρχισαν να κατεβαίνουν εις το Άργος. Οι Τούρκοι μην ευρίσκοντας εναντιότητα, εξαπλώνονται. Ο Κολιόπουλος απαντάται εις το Χαρβάτι με τους Τούρκους, εσκότωσαν είκοσι. Ο Κολιόπουλος μονομαχεί μ' έναν καβαλλάρη και τον φονεύει. Τότε εγύρισε εις το Σκηνοχώρι, εκατέβηκαν και από το κάστρο του Άργους μερικοί, και επολέμησαν με τους Τούρκους που ήρχοντο από την Κόρινθο και εσκοτώθηκαν καμμιά δεκαριά, Μανιάτες και Πελοποννήσιοι. Οι Κουμαντουραίοι, ο Σισίνης, έμειναν όσοι ήτον με τον Μπέη ο Αντώνης εκαρτέρεψε εις τον Άγιο Γεώργιο τους Τούρκους στην Κόρινθο και εσκότωσε δέκα εφτά. Την άλλην ημέρα επήγαν δύο χιλιάδες και τον επολέμησαν και τον έδιωξαν και έκαψαν σπίτια.
Εγώ, σαν έστειλα τους άλλους να πάνε στους Μύλους, εγώ ετράβηξα κατά την Κόρινθο και επήγα εις το Σκηνοχώρι και επήγα και ηύρα τον Κολιόπουλο, και μου είπε τον αναχωρισμό του Αντώνη από τον Άγιο Γεώργιον. Και εκίνησα να πάγω στον Άγιον Γεώργιο και πηγαινάμενος εις το Μαλανδρίνο, ηύρα δέκα καβαλλαραίους Τούρκους και βλέποντας μας εκλείσθηκαν εις ένα σπίτι' δεν ηθέλησαν να παραδοθούν, τους εκάψαμεν. Ένας στρατιώτης έπιασε το τουφέκι ενός Τούρκου από την θύραν, του το πήρε. Τραβάω και πάγω εις τον Άγιον Γεώργιο. Το χωριό ήτον γεμάτο από λάδι κλπ. Το έπιασα, αγνάντευσα και είδα, ότι από την Κόρινθο εκίνησαν τα τούρκικα στρατεύματα δια το Άργος και Ανάπλι. Όταν εκατέβηκαν οι Τούρκοι επήγαν και επολιόρκησαν το παλιόκαστρο του Άργους, και οι Τούρκοι ήτον δύο πασάδες. Οι πασάδες έλεγαν των στρατιωτών, ότι: «Εδώ είναι το βιος του κόσμου. Το Ανάπλι το έχομε, τ' άλλα τα πέρνομε όλα». Το επολιόρκησαν.
Ήτον συναγμένα στρατεύματα εις τους Μύλους έως πέντε χιλιάδες. Ο Κολιόπουλος ήτον κλειστός εις το Παλιόκαστρο με Φαναρίτας και Καρυτινούς, με τον Δημητράκη τον Δελιγιάννη. Μου γράφουν ένα γράμμα, ότι να φθάσω, διατί έκλεισαν το κάστρο και δεν έχουν προβεζιό. Την άλλην ημέρα έκαμαν αρχηγό του στρατεύματος τον Αντωνάκη Μαυρομιχάλη, του στρατεύματος που είναι στους Μύλους. Σαν τον έκαμαν αρχηγό, ηθέλησαν να κάμουν ένα πόλεμο, με τους Τούρκους, και τον Κολιόπουλο δεν τον ετεμπίχιασαν που ήτον εις το πλευρό τους, και ο πόλεμος επιάσθη στην άκρη στ' αμπέλια, και εβγήκαν Τούρκοι δέκα χιλιάδες καβαλλαραίοι και ετσάκισαν τους Έλληνας, και εχάθηκαν εκατό πενήντα Έλληνες. Σαν έχασαν την μπατάλια, μου στέλνουν ένα γράμμα και μου λένε, αν τρώγω ψωμί να το αφήσω, να τους βοηθήσω - ήμουν εις τον Άγιον Γεώργιο - διατί η Πατρίς εχάθη.
Δεν έλειψα ευθύς να κινήσω με εκατό στρατιώτας και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη τον αφήνω στα Δερβενάκια με καμμιά χιλιάδα. Πηγαινάμενος εις τους Μύλους τους Αργίτικους ηύρα όλους τους στρατιώτας λυπημένουςα από τον πόλεμο της άλλης ημέρας που εχάθηκαν στρατιώτες. Δεν έλειψα να τους ομιλήσω και να τους ενθαρρύνω, ότι αν οι Τούρκοι εσκότωσαν εκατό πενήντα, ημείς χιλιάδες, και να εκδικηθούμε, και άλλα πολλά τους είπα και εμψυχώθηκαν. Τους εμάλλωσα πολύ με την αταξία του πολέμου, ότι δεν ομίλησαν και του Κολιόπουλου. Ο Μαυρομιχάλης, ο Κρεβατάς ήτον εις τους Μύλους τους Αφεντικούς (Μύλοι Αργίτικοι, Μύλοι Αφεντικοί διαφορά). Την άλλην ημέρα επλάκωσαν χίλιοι διακόσιοι Αρκαδιανοί. Οι Τούρκοι έρριχναν βόμβες από το Άργος και έβαναν δύο κανόνα από μία ράχη και επολιορκούσαν το Παλιόκαστρο. Οι κλεισμένοι δεν είχαν τίποτε μέσα και ήτον στενοχω ρημένοι. Στες 20 του Ιουλίου, στην ημέραν του Αγίου Ηλία έκραξα τα στρατεύματα εις τους Μύλους τους Αργίτικους και τους ομίλησα δύο ώρες: «Να πολεμήσομε, να βγάλομε τους κλεισμένους, οι Τούρκοι είναι όλοι σαβούρα».
Απεφάσισα να κτυπήσομε το βράδυ από όλες τες μεριές τους Τούρκους· διατί δεν ημπορούσε να πάγει άνθρωπος να τους ιδεί, αλλ' ότι έκαναν τα σινιάλα. Τότενες, διατάττω τες επαρχίες να κτυπήσουν τον εχθρό εις την θέση καθεμιά που είχε. Τόσο και τον Κολιόπουλο και τους Αρκαδιανούς τους έβαλα εις το κέντρο, να κτυπήσουν τους Τούρκους οπού είχαν τα κανόνια. Και οι Αρκαδιανοί καθώς επήγα το βράδι και εκτύπησα από όλες τες μεριές, επήγαν και εχάλασαν με τα πόδια τα ταμπούρια. Αναχωρούν πάλι δια νυκτός, διότι οι άλλοι Έλληνες δεν εκινήθηκαν. Εκείνοι έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις το Παλιόκαστρο. Την άλλην ημέρα εστενοχωρήθηκα δια τους μέσα, να μη βλαφθούν. Έκαμα ένα στρατήγημα, να πάμε όλοι ολοτρογυρα ν' αδειασομε από δύο τουφέκια, να κάμομε φανό και εκείνοι να κάμουν τρόπο να έβγουν από το Παλιόκαστρο. Έτσι εζυγώσαμε κοντά, εκείνοι εβγήκαν τότε αβλαβείς από το Παλιόκαστρο και άφηκαν μέσα ένα ασκί τυρί, και εβγήκαν όλοι εις τους Μύλους του Άργους υγιείς.
Την αυγή μπαίνουν οι Τούρκοι στο κάστρο και δεν εύρισκαν ουδέν. Αυτοί (οι δικοί μας) είπαν ότι αναχωρήσαμε. Τα στρατεύματα την αυγή βγαίνουν καμμιά δεκαριά χιλιάδες κα-βαλλαραίοι και βγαίνουν εις τους Μύλους τους Αργίτικους να ιδούν. Βλέποντας ημείς την καβαλλαρία, εγώ έκαμα τους δικούς μου κολόνα εις τους πρόποδας του λόφου και κατέβηκαν καμμιά εικοσαριά καβαλλαραίοι και έκαμαν ακροβολισμούς εις τους κάμπους, διότι οι Τούρκοι εβγήκαν να ιδούν, όχι να κάμουν πόλεμο. Εγύρισαν εις τα αμπέλια, ότι ήτον προβαλμένα τα σταφύλια και επήραν. Δίδαξα τα στρατεύματα εις τους Μύλους τους Αφεντικούς να πιάσουν εκεί και να ανάψει από καθένας είκοσι φωτιές, και το Τριπολιτσιώτικο το έβαλα αντίκρυ εις τες ράχες να κάμουν και αυτοί το ίδιο. Ο Κολιόπουλος με το στράτευμα του να πιάσει το Σκηνοχώρι ανάμεσα εις τες δύο δημοσιές που πάνε εις την Τριπολιτσά.
Βλέποντας οι Τούρκοι ότι τόσες φωτιές ολοτρογυρα, απεφάσισαν ότι δεν ημπορούν να περάσουν δια Τριπολιτσά. Είχαν έλλειψη από τροφάς, διότι ο Τσόκρης είχε κάψει μπρο-στύτερα τον κάμπο του Αργούς. Έκαμαν συμβούλιο να γυρίσουν πίσω στην Κόρθο, ν' απεράσουν στην Βοστίτσα, να πάνε στη Γαστούνη δια τροφάς, διότι δεν είχαν. Εγώ έκαμα συνέλευση με όλους τους οπλαρχηγούς εις τους Μύλους τους Αργίτικους, τους είπα: «Οι Τούρκοι θέ να γυρίσουν οπίσω κατά την Κόρθο. Το βλέπουν ότι από εδώ δεν ημπορούν να περάσουν, μόνον σταθήτε εδώ να πάγω να πιάσω το Δερβενάκι, διατί οι Τούρκοι θα απεράσουν». Αφήνω τον Γιατράκο τον Π. εις τα σώματα οπού ήτον εις τους Μύλους, και αυτοί δεν ήθελαν, έλεγαν να κάτσω εγώ, τους έλεγα να πάγουν αυτοί. Αναχώρησα περ βίας να πιάσω το Δερβενάκι, από εκείθεν ήμουν βέβαιος, ότι θα περάσουν και όχι από την Τριπολιτσά. «Ο Κολοκοτρώνης, έλεγε ο Πετρόμπεης, πάγει κλέφτης εις τα βουνά». Και ανεχώρησα και επήγα εις τον Άγιο Γεώργιο.
Στες 26 του Ιουλίου, ημέραν της αγίας Παρασκευής, είχε την αυγήν ομιλήσει η βάρδια του Αντώνη με τρακόσιους νομάτους. Οι Τούρκοι εβγήκαν και έρχονται εις δύο κολόνες. Της ευθύς ορδινάρησα εγώ εις τον Άγιο Γεώργιο να μαζώξουν όλες τες ζωοτροφίες εις τέσσερα σπίτια οι Τσαουσάδες, οπού εάν ιδούν και έρχονται εις δύο κολόνες να σας κάμω σινιάλι, να κάψετε τες τροφές και να μην τα λάβουν οι Τούρκοι. Εγώ επήρα το λοιπό στράτευμα και έπιασα το Δερβενάκι. Ο Νικήτας και ο Παπαφλέσσας και ο Υψηλάντης με πεντακόσιους στρατιώτας τους είχα βάλει και είχαν πιάσει το Κινάρι, χωριό δυνατό εις τον δρόμο των Κορινθίων. Οι Τούρκοι, η μπροστέλα έφθασε εις τον Αντώνη και καθώς είδε τους Έλληνας εμπρός, ομίλησαν οι Τούρκοι να τους αφήσουν τον δρόμο, διατί θα απεράσουν οπίσω εις την Ρούμελη, στην Πατρίδα μας. Εγώ έστειλα πεζό να πάγει εις το Σκηνοχώρι που ήτον ο Κολιόπουλος, να έλθει να μας δώσει βοήθεια. Από εκεί ήτον ώρες έξη, από το Δερβενάκι έως το Κινάρι ώρες δύο, όπου ήτον ο Νικηταράς, ήτον και από τον Άγιο Γεώργη, ο παπά Νίκας από την Κόρινθο με τα Κορινθιακά στρατεύματα εις ένα χωριό, στην Μάγκα. Έστειλα και εις εκείνους να έλθουν μεντάτι.
Εγώ πηγαινάμενος εις το Δερβενάκι, έκλεξα οχτακόσιους στρατιώτας εις το Γελέκι, και τους έκαμα τέσσερες κολόνες, και τους εκατέβασα κάτω από εκείνο το πόστο οπού εκρατούσα εις τη ράχη, και ο Αντώνης εκρατούσε το κεφάλι, ήτον ομπροστά. Και οι Τούρκοι εβγαίνανε από το κάστρο και οι ομπροστινοί εκαρτερούσαν να συναχθούν όλοι. Όσο να συναχθούν οι Τούρκοι, έβαλα τες σημαίες και τα ζώα και καπότες, τα έβαλα όλα εις μία ράχη, δια να νομίσουν, ότι εκεί είναι οι πολλοί στρατιώτες και να κάμουν κάτω, να μην έλθουν επάνω μας και μας χαλάσουν. Εγώ εστεκόμουν με δέκα ανθρώπους στην κορφή· οι ψυχογιοί με τα μουλάρια αράδα. Του δε Νικήτα ο πεζός του είπε, ότι εβγήκαν οι Τούρκοι, και όχι ότι έρχονται ν' απεράσουν εις το Δερβενάκι. Οι Κορίνθιοι εσκόρπισαν. Ο Κολιόπουλος έξη ώρες αλάργα· ενύκτωσε έως να πάγει εκεί ο πεζός. Στες τρεις η ώρα συνάχθηκαν όλοι οι Τούρκοι, και οι πασάδες ήτον στην πίσω μεριά. Οι δε έξη χιλιάδες, που ήταν εις τους Μύλους, δεν είχαν βάρδια δια να ιδούν, ότι άδειασε το Άργος, να έλθουν από κοντά. Οι τέσσερες κολόνες τους είχα τεμπίχι, να μη κάμουν αρχή του πολέμου, παρά αφού ακούσουν τα δέκα τουφέκια, και έτσι εστέκονταν.
Οι Τούρκοι, σαν εσυνάχθησαν όλοι, διέταξε ο πασάς να κινήσει η μπροστέλα. Και έτσι οι Τούρκοι εξεκαβάλληκαν δια τον τόπο και εκίνησαν με τα πόδια, και ο Αντώνης ήτον τα-μπουρωμένος. Ο Αντώνης εκτύπησε, αφού έφθασαν εκατό βήματα οι Τούρκοι και εκράτησαν καμμιά δεκαριά Τούρκους. Εκείνοι έδωσαν τες πλάτες και έκαμαν κατά τον Άγιο Σώστη, και εκεί είναι ρεύματα, και επήρε το ασκέρι το τούρκικο τες ράχες. Ο Αντωνάκος δεν έπεσε κοντά εις εδαύτους, παίρνει ένα μπαϊράκι με 30 νομάτους και πέφτει εις τον Άγιο Σώστη εμπρός, οι Τούρκοι εγένηκαν τρεις κολόνες, μία οπίσω, οι πασάδες, μία στην μέση, η άλλη κατά τον Αντωνάκη· έως δέκα χιλιάδες εκίνησαν κατά τον Αντωνάκη· οι τριάντα εσκότωσαν πολλούς, δύο μόνον εσκοτώθηκαν, ανίψια μου.
Οι Τούρκοι όσοι έμεινα, επέρασαν κατά την Κουρτέσα και εκεί έκαμαν στάση. Ακούοντας ο Νικήτας, ο Υψηλάντης, ο Φλέσσας, έφθασαν εις τον Άγιο Σώστη και έπιασαν τον δυνατότερο τόπο εις τον Άγιο Σώστη. Το μεσιανό στράτευμα όπου εσκότωναν οι Έλληνες, έδωσε να περάσει και εκείνο, και έπεσεν εις τον Νικήτα με τους αλλουνούς, οι δε πασάδες που έμειναν οπίσω ενύκτωσε και δεν ημπόραγαν ν' απεράσουν. Ομίλησαν τους Έλληνας και τους είπαν: «Ποιος καπετάνιος ομπροστά:» Αποκρίθηκε ένας παπάς από το Χρυσοβίτσι; «Ο Κολοκοτρώνης είναι». Αποκρίθηκαν οι πασάδες: «Να κάμομε μπέσα, να περάσομε και του δί-νομε ό,τι ζητήσει». Και τότενες έστειλε ο παπα-Δημήτρης έναν άνθρωπο να μου ομιλήσει. Λαμβάνοντας την είδηση και εκίνησα να υπάγω. Είχα στο νου μου να τους χασομερήσω, ώστε να έλθει το πρωί, να τους χάσομε. Μέσα εις το στράτευμα είχαμε και μερικούς καβαλλαραίους, ο Φωτάκος και ο Σπηλιωτόπουλος, και ο Βούλγαρης ο Κώτσος και ο Κωνστ. Αναστασόπουλος, και άλλο ένα ανιψίδι μου. Εκείνοι εκίνησαν. Οι Πασάδες, βλέποντας καβαλλαραίους δικούς μας, ενόμισαν ότι έχομε καβαλλαρία πολλή. Γυρίζουν, πάνε στην Τίρυνθο, αφίνουν ό,τι είχαν, ενύκτωσε, το μπουχό τους εβλέπαμε' Εξημέρωσε και ο Κολιόπουλος με δυο χιλιάδες με τον Δημ. Δελιγιάννη και με τους Φαναρίτες. - Οι εδικοί μας έπεσαν στα λάφυρα και εις τους λόγγους.
Οι Τούρκοι, οπού ήτον εις την Κουρτέσα, εδοκίμασαν να μάθουν τι έγιναν οι πασάδες, και εκίνησαν χίλιοι να έλθουν εις τον Άγιο Σώστη. Τους εκαρτέρεσαν οι δικοί μας, τους έρριξαν μία μπαταρία τουφέκια, τους πισοδρόμησαν. Οι πασάδες επήγαν, εστάθηκαν εις την Τίρυνθο, εις την Γλυκεία, και ο Νικήτας ετραβήχθηκε με τον Παπαφλέσσα στο Αγιονόρι, πρώτα ήταν εις τον Άγιο Σώστη. - Το Δερβενάκι είναι πλευρά από του Αγαμέμνονος το μνήμα. - Εκείνη την ημέρα εξημέρωσε, και ο Κολιόπουλος και εγενήκαμε ημείς τέσσερες χιλιάδες εις το Δερβενάκι. Ο Γιατράκος με τον Τσόκρη ήλθαν εις το Δερβενάκι, τους λέγω: «Που ε^αι τάλλα στρατεύματα;» - «Είναι εις το Κουτσοπόδι και έως εις του Χαρβάτη». Τους είπα: «Οι πασάδες οπού είναι εις την Τίρυνθο ταχιά θα εκστρατεύσουν δια την Κόρινθο, μόνο εσείς να πάρετε τα στρατεύματα σας και να πάτε εις ένα χωριό εις τον δρόμο που πηγαίνει από το Αγιονόρι εις την Κόρινθο, και να σταθήτε εκεί να βάλετε καραούλι, να μην περάσουν οι Τούρκοι από το Αγιονόρι. Αν έλθουν κατ' εμάς, να ελθήτε από πίσω, και ημείς τους καρτερούμεν εμπρός· εσείς έρχεσθε από πίσω, σαν προσπεράσουνε κατά μας' δια να πιάσομε τους πασάδες ζωντανούς. Αν κάμουν κατά σας, να μας κάμετε σινιάλο να έλθομε κατά σας βοήθεια σας.
Αυτοί εκίνησαν και επήγαν εις το στράτευμα, και το στράτευμα έφυγε και επήγε εις τους Μύλους τους Αφεντικούς (ο Γιατράκος ως φαίνεται τους παρεκίνησε να φύγουνε). Ο Για-τράκος, σαν ανεχώρησε το στράτευμα, δεν μου το εμήνυσεν, εγώ όμως ήλπιζα οπώς θα πάγει εκεί όπου τον διόριζα και έμεινα αναπαυμένος και είχα βάρδιες να ιδώ το σενιάλο που θα μου κάμουν. Οι Τούρκοι εκίνησαν και ετράβηξαν ίσια του Αγιονοριού την στράτα, οι πασάδες. Επήγαν επάνω στην μπροστοφυλακή του Νικήτα. Αρχινώντας η μπροστοφυλακή τον πόλεμο, έβγαινεν ο Νικήτας να τους πάγει μεντάτι, και δεν ημπόρεσαν να βαστάξουν, αλλά εγύρισε όλο το στράτευμα και έπιασε το χωριό. Οι Τούρκοι επήγαν στην άκρη, στο χωριό πολεμώντας τους. Οι Τούρκοι δεν είχαν σκοπό να πολεμήσουν τον Νικήτα, αλλά είχαν σκοπό κατά την Κλένια να περάσουν, και καθώς εκίνησαν οι Τούρκοι να πάνε κάτω εκίνησε ο Νικήτας και οι ντοπικοί και οι γυναίκες ακόμα. Τότε μας έδωσαν είδηση εις τα Δερβενάκια (δυο ώρες μακράν από το Αγιονόρι τα Δερβενάκια).
Έστειλα τον Δημήτρη Κολιόπουλο να πιάσει την Κλένια, όταν άκουσα τον πόλεμο, με δυο χιλιάδες. Ο Νικήτας τους έπεσε από κοντά και, ως την Κλένια που τους επήγε, πεντακόσιους εσκότωσε και ένα πασά. Απαράτησαν τα καμήλια τους, τα φορτώματα τους. Ο Κολιόπουλος δεν έφθασε να πιάσει την Κλένια. Το ασκέρι που ήταν στους Μύλους βλέποντας τους Τούρκους που έφυγαν, εκίνησαν από κοντά, πλην δεν έκαμαν πόλεμο-Γιατράκος. Οι Τούρκοι επήγαν εις την Κόρινθο, όσοι έμειναν. Μανθάνοντας εγώ ότι οι Τούρκοι απέρασαν, και επήγαν εις την Κόρινθον και οι πασάδες, επείκασα ότι θα απεράσουν από τα Μαύρα Λιθάρια δια Βοστίτσα και Πάτρα δια ζαερέδες. Ευθύς διέταξα όλα τα στρατεύματα να με ακολουθήσουν και έπιασα τα Βασιλικά,το στράτευμα μας έως εφτά χιλιάδες.
Το βράδι οπού ενύκτωσε ετεμπίχιασα τους στρατιώτας να κάμουν από δέκα ή δεκαπέντε φωτιές, που είμεθα αντίκρυ της Κορίνθου, και εφωτολογησαν τα βουνά, και οι Τούρκοι ενόμισαν ότι είμεθα τόσες χιλιάδες στρατεύματα. Την αυγή οι Τούρκοι κινάν δέκα πέντε χιλιάδες να δοκιμάσουν το πέρασμα τους. Επολεμήσαμε και δεν ημπόρεσαν ν' απεράσουν εσκοτώθηκαν ολίγοι, το βράδι εγύρισαν πίσω εις την Κόρινθο. Οπόταν έβγαιναν εκεί, τους καρτερούσαν οι Έλληνες και τους επολεμούσαν με ακροβολισμούς. Μία ημέρα κινάν δύο χιλιάδες όλοι δια να απεράσουν με πόλεμο και τους αντιστάθηκαν οι Έλληνες πεισματωδώς και η καβαλλαρία κάνει γιουρούσι και ετσάκισε ένα ταμπούρι από τους Έλληνας- τους πλάκωσε κάτω στες ρίζες, εσκοτώθηκαν τριάντα, μεταξύ αυτών ο Αναγνώστης Πετιμεζάς και το παιδί του, που ήτον κουμάντο και ένας παπάς σημαντικός από το Μιστρά. Εκατέβηκαν τ' άλλα ταμπούρια κι εβοήθησαν τους φευγάτους. Οι Τούρκοι εγύρισαν άπρακτοι κι εκείνη την ημέρα.
Ο Δράμαλης εδιάλεξε τετρακόσιους Τούρκους, και τους άφησε με το ζαερέ τους έξη μήνες μ' ένα κουμάντο εις το Παλαμήδι, και ούτε έμβαινε ούτε! έβγαινε κανένας από τους άλλους Τούρκους. Επήραν την απόφαση, ότι δεν ημπορούν να τους έλθει μεντάτι'επρόσμεναν την αρμάδα'έβγαιναν μόνο κι έκαναν ακροβολισμούς. Μπροστύτερα οι Κορίνθιοι με είχαν ειπεί, να τους στείλω ένα κουμάντο, και εστρατολόγαε τους Κορινθίους και εβασάνιζε τους Τούρκους. Μου ήλθε μία διαταγή από την Γερουσία να υπάγω εις την Τριπολιτσά και εις το μέρος το Βασιλικό άφησα τον Γενναίο και Απ. Κολοκοτρώνη (είχα και ορδί στην Κλένια)...
Πηγές:
Θ. Κολοκοτρώνης
Απομνημονεύματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου