ΕΠΕΙΤΑ από δέκα ημέρας εβγήκαν όλοι οι Έλληνες με τα λάφυρα και επήγαν εις τες επαρχίες τους σκλάβους, σκλάβες. Σε δέκα ημέρες οπού επείκασα, ότι οι Έλληνες εσιγουρεύθηκαν τα λάφυρα τους, εκάμαμε συνέλευση, ο Υψηλάντης, ο Πετρόμπεης και άλλοι, οπού είχαμεν αρχή. Τους είπα, ότι: «Είναι καιρός να εκστρατεύσομε τώρα και να κινήσω δια την Πάτρα» και το έκριναν εύλογο. Τότε εκίνησα μόνο με σαράντα σωματοφύλακες για την Πάτρα. Έστειλα προσταγή εις την επαρχία της Καρύταινας, να μαζωχθούν τα στρατεύματα δια την Πάτρα. Και όταν έφθασα στα Μαγούλιανα, έξη ώρες από την Τριπολιτσά, εσυνάχθηκαν χίλιοι εφτακόσιοι στρατιώτες, και έως να κατεβώ εις την Γαστούνην εμάζωνα δέκα χιλιάδες. Ακούοντας ότι εκστράτευα δια την Πάτρα οι άρχοντες, ο Α. Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Π. Πατρών, που πολιόρκιζαν την Πάτρα, γράφουν ένα γράμμα του Υψηλάντη και Πετρόμπεη και όλης της τότε Κυβερνήσεως (Γερουσίας): «Εμάθαμε ότι ο Κολοκοτρώνης έρχεται εις την Πάτρα. Ο Κολοκοτρώνης να μείνει και να έλθει βοήθεια μια τριακοσαριά νομάτοι ή με τον Δελιγιάννη, ή μ' ένα Μαυρομιχάλη, διατί σε έξη ημέρες παίρνομε την Πάτρα» - διατί έλεγαν των μικρών: «Δεν συμφέρει, ότι αν έλθει ο Κολοκοτρώνης θε να πάρει και της Πάτρας τα λάφυρα, καθώς και της Τριπολιτσάς». Σκοπός τους ήτον να μην πάρω την Πάτρα και δυναμωθώ. Αν με άφιναν να πάγω αμέσως, θα μου έδιδαν αμέσως τα κλειδιά οι Τούρκοι από τον φόβον τους. (Ανάθεμα να έχουν). Οι Λαλαίοι ήτον μέσα - πρώην σχετικοί του Κολοκοτρώνη. Είχαν τες φαμελιές των εις τον Έπακτο.
Μου γράφουν από την Τριπολιτσά να γυρίσω οπίσω, διότι η Πάτρα τελειώνει. «Να γυρίσεις οπίσω να πάμε στο Ναύπλιο». Εγύρισα με τα στρατεύματα που είχα συνάξει. Πηγαινάμενος εις την Τριπολιτσά, εστείλαμε ένα γράμμα, να ιδούμε τι κάνουν εις το Ανάπλι. Μας αποκρίνονται, ότι: «Είμεθα
άξιοι να πάρομε τ' ανάπλι, διότι έχει πείνα». Αρχηγοί εις την πολιορκία, Τσόκρης, Στάϊκος, Σταματελόπουλος, Παπά Αρσένης. Την ίδια ώρα οπού έκαναν το γράμμα έφθασε ένα κα· ράβι εις το Ανάπλι αουστριακό φορτωμένο σιτάρι έως δέκα λιάδες κιλά. Την ίδια ώρα μας στέλνανε ένα γράμμα: «Φθάσετε, ότι ήλθε ένα καράβι με πριβιζιόνες, και δεν ημπορούμε μόνοι μας». Αμέσως εκινήθημεν δια το Άργος, ο Υψηλάντης ο Πετρόμπεης, η τότε Γερουσία. Κάνουν μίαν αναφορά οι Τριπολιτσιώτες, μου γυρεύουν τον Πάνο, να μείνει φρουρά δια την ευταξίαν της πόλεως. Τους απεφά σισα και τον άφηκα. Εκστρατεύσαμε και εκατεβήκαμε εις το Άργος, επήραμε και τον Κιαμήλμπεη και ένα παιδί του Κιαμήλμπεη. Σαν εκατεβήκαμε στο Άργος, ευρήκαμε την πολιορκία πολύ καλά.
Η Μπουμπουλίνα με τον αδελφό της εφύλαγε τον μπλόκο. Εκεί που εσυνάχθημεν ήλθαν από Ύδρα, Σπέτσες, Πελοπόννησο, να κάμομε κυβέρνηση. Τες ίδιες ώρες απεφασίσαμε να κάμομε ρεσάλτο εις τ' Ανάπλι. Εκείνες τες ώρες εκαβάλικα να πάγω στους Μύλους να ιδώ τα καράβια. Εις τον δρόμο μ' έρριξε το άλογο και ήμουν άρρωστος. Έκαναν το συμβούλιο να γενεί το ρεσάλτο. Το στεριανό στράτευμα να κτυπήσει το Παλαμήδι και της στεριάς την πόρτα, και τα καράβια να κανονιζάρουν το Καστέλι και τα Πέντε Αδέλφια, και πεντακόσια μικρά Κρανιδιώτικα να κτυπήσουν μέσα από το γιαλό. Η γνώμη μου δεν ήτον. Μου είπαν: «Σαν είσαι ανήμπορος κάτσε». - «Οι αδελφοί μου πάνε να σκοτωθούν και εγώ να κάτσω;» Εμαζώχθηκαν τ' ασκέρι! στην Άρια. Ο Ιωσαφάτ έβαλε λόγο εις τα' ασκέρια: «Όποιο; σκοτωθεί, λαβωθεί, η Πατρίς θέλει τους βραβεύσει».
Είμαστε ως τέσσερες χιλιάδες. Χωρίζουν, στο Παλαμήδι! με χίλιους να πάγω εγώ, και ο Νικήτας, και ο Γιατράκος κι άλλοι να κτυπήσουν του γιαλού την πόρτα. Ο Ταρέλας Φιλέλλην, είχεν έως εκατό.
Μου γράφουν από την Τριπολιτσά να γυρίσω οπίσω, διότι η Πάτρα τελειώνει. «Να γυρίσεις οπίσω να πάμε στο Ναύπλιο». Εγύρισα με τα στρατεύματα που είχα συνάξει. Πηγαινάμενος εις την Τριπολιτσά, εστείλαμε ένα γράμμα, να ιδούμε τι κάνουν εις το Ανάπλι. Μας αποκρίνονται, ότι: «Είμεθα
άξιοι να πάρομε τ' ανάπλι, διότι έχει πείνα». Αρχηγοί εις την πολιορκία, Τσόκρης, Στάϊκος, Σταματελόπουλος, Παπά Αρσένης. Την ίδια ώρα οπού έκαναν το γράμμα έφθασε ένα κα· ράβι εις το Ανάπλι αουστριακό φορτωμένο σιτάρι έως δέκα λιάδες κιλά. Την ίδια ώρα μας στέλνανε ένα γράμμα: «Φθάσετε, ότι ήλθε ένα καράβι με πριβιζιόνες, και δεν ημπορούμε μόνοι μας». Αμέσως εκινήθημεν δια το Άργος, ο Υψηλάντης ο Πετρόμπεης, η τότε Γερουσία. Κάνουν μίαν αναφορά οι Τριπολιτσιώτες, μου γυρεύουν τον Πάνο, να μείνει φρουρά δια την ευταξίαν της πόλεως. Τους απεφά σισα και τον άφηκα. Εκστρατεύσαμε και εκατεβήκαμε εις το Άργος, επήραμε και τον Κιαμήλμπεη και ένα παιδί του Κιαμήλμπεη. Σαν εκατεβήκαμε στο Άργος, ευρήκαμε την πολιορκία πολύ καλά.
Η Μπουμπουλίνα με τον αδελφό της εφύλαγε τον μπλόκο. Εκεί που εσυνάχθημεν ήλθαν από Ύδρα, Σπέτσες, Πελοπόννησο, να κάμομε κυβέρνηση. Τες ίδιες ώρες απεφασίσαμε να κάμομε ρεσάλτο εις τ' Ανάπλι. Εκείνες τες ώρες εκαβάλικα να πάγω στους Μύλους να ιδώ τα καράβια. Εις τον δρόμο μ' έρριξε το άλογο και ήμουν άρρωστος. Έκαναν το συμβούλιο να γενεί το ρεσάλτο. Το στεριανό στράτευμα να κτυπήσει το Παλαμήδι και της στεριάς την πόρτα, και τα καράβια να κανονιζάρουν το Καστέλι και τα Πέντε Αδέλφια, και πεντακόσια μικρά Κρανιδιώτικα να κτυπήσουν μέσα από το γιαλό. Η γνώμη μου δεν ήτον. Μου είπαν: «Σαν είσαι ανήμπορος κάτσε». - «Οι αδελφοί μου πάνε να σκοτωθούν και εγώ να κάτσω;» Εμαζώχθηκαν τ' ασκέρι! στην Άρια. Ο Ιωσαφάτ έβαλε λόγο εις τα' ασκέρια: «Όποιο; σκοτωθεί, λαβωθεί, η Πατρίς θέλει τους βραβεύσει».
Είμαστε ως τέσσερες χιλιάδες. Χωρίζουν, στο Παλαμήδι! με χίλιους να πάγω εγώ, και ο Νικήτας, και ο Γιατράκος κι άλλοι να κτυπήσουν του γιαλού την πόρτα. Ο Ταρέλας Φιλέλλην, είχεν έως εκατό.
Τους είπα να κτυπήσουν τα καράβια πρώτα έως έχουν καιρόν, και αν δεν έχουν καιρό να μη δοκιμάσομεν. Αυτοί αποκρίθηκαν: Τα καράβια είναι που είναι, να τους κτυπήσομε πρώτα ημείς· να κτυπήσω νύκτα την αυγή εις το Παλαμήδι, δια να τραβήξουν από την χώρα δύναμιν εις το Παλαμήδι και τότε να κτυπήσουν της στεριάς την πόρτα. Εμένα με απεφάσισαν με χίλιους. Τετρακόσιοι με ακολούθησαν, οι άλλοι νομί-ζοντες να εμβούν εις την χώρα. Μ' εκείνους που επήγα εγώ την αυγή άνοιξα τουφέκι, και εβγάλαμε τες σκάλες από την Πρόνοια, εκτύπησαν και επήγαν ίσια με το Λεύκο. Τα καράβια από τον γιαλό δεν τους έκανε αέρας, εφυσούσε από την στεργιά, είχαν κατάμπροστα τον αέρα, δεν μπουκάριζαν. Οι Τούρκοι εδυνάμωσαν στα μπεντένια. Οι Έλληνες εχώθησαν στα τουρκομνήματα. Δυο ώρας εβάσταξε ο πόλεμος. Βλέποντας εγώ ότι τα καράβια δεν έκαναν δουλειά, έστειλα τον Φωτάκο να ειπεί να ριτιράρουν με μιας, και έτσι ριτιράρησαν όλοι μια κοπανιά και εσκοτώθηκαν ολίγοι - και επαλληκαρεύ-σαμε τους Τούρκους. Εγυρίσαμε πίσω εις το Άργος άπρακτοι. Οι Έλληνες δεν ήτον καλοί τέτοια κάστρα να παίρνουν με ρεσάλτο- ήτον μία τρέλλα.
Εστείλαμε εις τες επαρχίες να κάμομε συνέλευση. Ήλθε ο Μαυροκορδάτος, ο Ζαΐμης δια να κάνουν συνέλευση, να κάμομε κυβέρνηση. Ο Μαυροκορδάτος με τον υιόν του Καρατζά ήλθον εις την Πάτρα, εστάθησαν εκεί μερικόν καιρό, έπειτα ο Μαυροκορδάτος ήλθε και πρωτοανταμώσα μεν εις το Άργος. Αφού επιστρέψαμε εις το Άργος, εμαζεύ θησαν όλοι οι Άρχοντες και από διαφόρους επαρχίες και νησιά της Ελλάδος.
Υψηλάντης: - Ήτον ένας άνθρωπος σταθερός, τίμιος, ανδρείος, μικρόνους, κούφος, ευκολοαπάτητος, μικρός εις το ανάστημα, λιγνός, το όνομα του εχρησίμευε πολύ εις την αρχή. Είχε την φαντασία να είναι αρχηγός (κεφαλή), πλην τομυαλό του δεν του έσωνε αναλόγως με τας περιστάσεις οπού ευρέθηκε. Αν ήθελε έλθει ο Αλέξανδρος, ο αδελφός του, ηθέλαμεν κάμει δουλειά, διατί ήθελα τον υποστηρίξει. Εγώ δεν εγύρευα παρά έναν ν' ακουμβήσω τες πλάτες μου, εγώ δεν έκανα καπούλι τους άρχοντας, εκείνοι εμένα, και έτσι κανένας τρίτος - δεν εγίνοντο διχόνοιες. Αναγνω σταράς: ήτον με πολύ νου άνθρωπος, αλλά φθονε ρός, βαρυκίνητος, παχύς. Ο Κρεβατάς ήτον άνθρωπος με νου και πολλά ωφέλιμος για την πατρίδα.
Εσυμβουλευθήκαμε να κάμομε κυβέρνηση, εφιλονικήσαμε κάμποσο, που να γένει η συνέλευσις. Τότε έκαμαν ταστρατεύματα οπού ήταν εκεί μια αναφορά, και μου ζητούσαν να τους δώσω την άδεια να σκοτώσουν τους προύχοντας.Κάποιος τους είχε ερεθίσει λέγοντάς τους, ότι δεν θέλουν να κάμουν συνέλευση, και έτσι γελούν τον κόσμο. Εσηκώθηκα το μεσημέρι και επήγα και τους είπα: «Τι κάνετε αυτού;Κάμετε τον όρκο, διότι τούτο έχουν να σας κάμουν, και έπειτα πηγαίνετε εις ένα μέρος δια να αρχίσετε την συνέλευσιν».Τους επήρα εις την εκκλησίαν του Αγίου Ιωάννη, έκαμαν τον όρκο,και έτσι έπαυσε αυτός ο χόχλος του λαού. - Ο λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώνει τους άρχοντας και κάθε παραμικρά αιτία ερεθίζοντο.
Έτσι οι πολιτικοί επήγαν εις την Πιάδα (Επίδαυρο), και αρχίνησαν να κάμουν τους νόμους, και οι στρατιωτικοί επη-γαμεν εις την Κόρινθο. Ο Π. Γιατράκος επήρε τον Κιαμήλμπεη και είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες και Τριπολιτσιώτες. Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον όλοι εκεί, και ο Γιατράκος με τους Τούρκους επήγε εις τα Εξαμίλια, και τα άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις την χώρα στην Κόρινθο και επολιορκούσαν το κάστρο. Μία ημέρα σηκώθηκα και επήγα εις τα Εξαμίλια και ηύρηκα τον Κιαμήλμπεη, δια να γράψει:ένα γράμμα εις τον επίτροπο του και εις την γυναίκα του να παραδώσει το κάστρο. Ή εκείνος δεν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι δεν τον ήκουσαν, δεν επαράδωσαν το κάστρο. Εγώ του έκαμα χίλιους φόβους, πλην εστάθη αδύνατο. Στην Κόρινθο εσκότωσε το στράτευμα είκοσι Τούρκους. Ήτον μερικοί Λαλαίοι μέσα και Αρβανίτες, και έβαλα τον Καραχάλιο και τους ομίλησε μια και δυο δια να παραδοθούν, και εκείνοι του έλεγον σήμερον και αύριο, και επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι από τον Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις την Ανατολικήν Ελλάδα. Επήγαιναν από τους Κορινθινούς και τους έλεγαν: «Μην παραδίδεσθε εις τον Κολοκοτρώνη, διατί σας έρχεται μεντάτι», και ο σκοπός τους ήτον να φύγομεν ημείς, και τότε να μείνουν μονάχοι να πάρουν τα λάφυρα, και ο φθόνος ήτον ακόμη.
Μετά είκοσι ημέρας έστειλα τον Καραχάλιο και εμίλησε και ήλθαν δύο εις το κονάκι μου, και τους ομίλησα να εβγούν εκείνοι, και ας μείνουν οι άλλοι Τούρκοι. Και αυτό ήτον δια να κάμω αρχή, και έτσι επήραν τα άρματα τους δεκαέξη και ήλθαν εις το σπίτι, και τους έβαλα εις το ορδί μου. Ετρατάραμε και έστειλαν, περάσοντας πέντ' έξη ημέρες, ένα Λαλαίο και έκραξαν τον κεχαγιά του Κιαμήλμπεη και τον κατή και άλλους δύο αξιωματικούς Τούρκους, δεν ενθυμούμαι τα ονόματα τους· Εβγήκαν και ομιλήσαμεν, τους είπα να παραδώσουν το κάστρο και τα άρματά τους, και να πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), και να τους βαρκάρουμε, να τους περάσουμε εις την Ρούμελη, άλλοι εις το Γαλαξίδι και άλλοι κατά τα Σάλωνα, και μ' αποκρίθηκαν ότι: «Να πάμε απάνω να ειπούμε και των άλλων και σας στέλνουμε απόκριση». Την άλλη ημέρα μας ομίλησαν πάλι να κουβεντιάσομε με αυτούς. Εκινήσαμε να πάμε και το στράτευμα, από την αταξίαν του, εκίνησε όλο σιμά. Βλέποντας την αταξίαν αυτή επείσμωσα και δεν ηθέλησα κανένα κοντά μου. Εκαβάλικα και επήρα τον καπετάν Αναγνώ-στη Πετιμεζά μονάχο, και εκίνησα και επήγα κοντά εις το κάστρο εις κάτι τουρκομνήματα, και είπα: «Οι αρχηγοί να γίνουν τριάντα νομάτοι, να έλθουν κοντά μου», και έτσι τους έστειλα.
Πηγαινάμενος εκεί, οπού είμεθα οι δύο, ομίλησα δια να κατεβούν από το κάστρο να τους ειπώ, διατί οι Τούρκοι έστρεξαν και τη συνθήκη οπού τους είχα κάμει τες περασμένες ημέρες. Εκατέβηκαν οι τέσσεροι και εκάτσαμε αντάμα. Τότε έστειλα εις τον κατή (σαν τους έβαλα εις το χέρι τούτους) με τους τριάντα ανθρώπους μέσα εις το κάστρο δια να παραδώσουν τα άρματα τους όλοι οι Τούρκοι και να τα βάλουν εις ένα σπίτι. Ο κατής έκαμε λόγον και τους όρκωσε εις την πίστι τους· να μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά να τα δώσουν όλα. Και έτσι εξαρματώθηκαν όλοι και τα έβαλαν εις ένα σπίτι. Στην συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν να παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε να ελθούν και πέντε έξη πολιτικοί, να παρασταθούν εις τα λάφυρα, και να βγάλουμε και του Έθνους. Αυτοί ήσαν ο Σωτήρ Νοταράς, ο Κορίνθου και άλλοι, ήτον και ο Πρωτοσύγκελος της Αρκαδίας εκεί, οπού είχαν έλθει εκεί απεσταλμένοι από την συνέλευση δια να υπογράψουμε τους νόμους, και εγώ δεν ήθελα, εξ αιτίας οπού ήτον ένα κεφάλαιο που έλεγε ότι: το Εκτελεστικό να τελειώνει μία υπόθεση, και έπειτα από έξη ημέρες να δίδουν την είδηση εις το Βουλευτικό. Όλοι το υπέγραψαν έξω από εγώ. Τότε επήγαν πίσω, έκαμαν εξαίρεση (παράρτημα) από τούτο το κεφάλαιο και έτσι υπόγραψα. Σαν έβαλα τους τριάντα ανθρώπους μέσα και εξαρμάτωσαν τους Τούρκους, μου ομίλησαν, ότι τα έκαμαν όλα. Τότε έδωσα είδησιν εις τους απεσταλμένους της συνελεύσεως και επήρα τρακόσιους από τα διάφορα σώματα, και επήγα εις την πόρτα, και εσταύρωσα με μία σημαία ελληνική την πόρτα και έπειτα τους έμβασα μέσα και έβαλα αυτήν την σημαία απάνου εις το κάστρο. Τα στρατεύματα και εγώ εκατεβήκαμε εις την χώρα, είμεθα έξη χιλιάδες, οι Τούρκοι ήσαν τρακόσιοι: εις τα μέσα μου Δεκεμβρίου.
Εστείλαμε εις τες επαρχίες να κάμομε συνέλευση. Ήλθε ο Μαυροκορδάτος, ο Ζαΐμης δια να κάνουν συνέλευση, να κάμομε κυβέρνηση. Ο Μαυροκορδάτος με τον υιόν του Καρατζά ήλθον εις την Πάτρα, εστάθησαν εκεί μερικόν καιρό, έπειτα ο Μαυροκορδάτος ήλθε και πρωτοανταμώσα μεν εις το Άργος. Αφού επιστρέψαμε εις το Άργος, εμαζεύ θησαν όλοι οι Άρχοντες και από διαφόρους επαρχίες και νησιά της Ελλάδος.
Υψηλάντης: - Ήτον ένας άνθρωπος σταθερός, τίμιος, ανδρείος, μικρόνους, κούφος, ευκολοαπάτητος, μικρός εις το ανάστημα, λιγνός, το όνομα του εχρησίμευε πολύ εις την αρχή. Είχε την φαντασία να είναι αρχηγός (κεφαλή), πλην τομυαλό του δεν του έσωνε αναλόγως με τας περιστάσεις οπού ευρέθηκε. Αν ήθελε έλθει ο Αλέξανδρος, ο αδελφός του, ηθέλαμεν κάμει δουλειά, διατί ήθελα τον υποστηρίξει. Εγώ δεν εγύρευα παρά έναν ν' ακουμβήσω τες πλάτες μου, εγώ δεν έκανα καπούλι τους άρχοντας, εκείνοι εμένα, και έτσι κανένας τρίτος - δεν εγίνοντο διχόνοιες. Αναγνω σταράς: ήτον με πολύ νου άνθρωπος, αλλά φθονε ρός, βαρυκίνητος, παχύς. Ο Κρεβατάς ήτον άνθρωπος με νου και πολλά ωφέλιμος για την πατρίδα.
Εσυμβουλευθήκαμε να κάμομε κυβέρνηση, εφιλονικήσαμε κάμποσο, που να γένει η συνέλευσις. Τότε έκαμαν ταστρατεύματα οπού ήταν εκεί μια αναφορά, και μου ζητούσαν να τους δώσω την άδεια να σκοτώσουν τους προύχοντας.Κάποιος τους είχε ερεθίσει λέγοντάς τους, ότι δεν θέλουν να κάμουν συνέλευση, και έτσι γελούν τον κόσμο. Εσηκώθηκα το μεσημέρι και επήγα και τους είπα: «Τι κάνετε αυτού;Κάμετε τον όρκο, διότι τούτο έχουν να σας κάμουν, και έπειτα πηγαίνετε εις ένα μέρος δια να αρχίσετε την συνέλευσιν».Τους επήρα εις την εκκλησίαν του Αγίου Ιωάννη, έκαμαν τον όρκο,και έτσι έπαυσε αυτός ο χόχλος του λαού. - Ο λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώνει τους άρχοντας και κάθε παραμικρά αιτία ερεθίζοντο.
Έτσι οι πολιτικοί επήγαν εις την Πιάδα (Επίδαυρο), και αρχίνησαν να κάμουν τους νόμους, και οι στρατιωτικοί επη-γαμεν εις την Κόρινθο. Ο Π. Γιατράκος επήρε τον Κιαμήλμπεη και είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες και Τριπολιτσιώτες. Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον όλοι εκεί, και ο Γιατράκος με τους Τούρκους επήγε εις τα Εξαμίλια, και τα άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις την χώρα στην Κόρινθο και επολιορκούσαν το κάστρο. Μία ημέρα σηκώθηκα και επήγα εις τα Εξαμίλια και ηύρηκα τον Κιαμήλμπεη, δια να γράψει:ένα γράμμα εις τον επίτροπο του και εις την γυναίκα του να παραδώσει το κάστρο. Ή εκείνος δεν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι δεν τον ήκουσαν, δεν επαράδωσαν το κάστρο. Εγώ του έκαμα χίλιους φόβους, πλην εστάθη αδύνατο. Στην Κόρινθο εσκότωσε το στράτευμα είκοσι Τούρκους. Ήτον μερικοί Λαλαίοι μέσα και Αρβανίτες, και έβαλα τον Καραχάλιο και τους ομίλησε μια και δυο δια να παραδοθούν, και εκείνοι του έλεγον σήμερον και αύριο, και επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι από τον Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις την Ανατολικήν Ελλάδα. Επήγαιναν από τους Κορινθινούς και τους έλεγαν: «Μην παραδίδεσθε εις τον Κολοκοτρώνη, διατί σας έρχεται μεντάτι», και ο σκοπός τους ήτον να φύγομεν ημείς, και τότε να μείνουν μονάχοι να πάρουν τα λάφυρα, και ο φθόνος ήτον ακόμη.
Μετά είκοσι ημέρας έστειλα τον Καραχάλιο και εμίλησε και ήλθαν δύο εις το κονάκι μου, και τους ομίλησα να εβγούν εκείνοι, και ας μείνουν οι άλλοι Τούρκοι. Και αυτό ήτον δια να κάμω αρχή, και έτσι επήραν τα άρματα τους δεκαέξη και ήλθαν εις το σπίτι, και τους έβαλα εις το ορδί μου. Ετρατάραμε και έστειλαν, περάσοντας πέντ' έξη ημέρες, ένα Λαλαίο και έκραξαν τον κεχαγιά του Κιαμήλμπεη και τον κατή και άλλους δύο αξιωματικούς Τούρκους, δεν ενθυμούμαι τα ονόματα τους· Εβγήκαν και ομιλήσαμεν, τους είπα να παραδώσουν το κάστρο και τα άρματά τους, και να πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), και να τους βαρκάρουμε, να τους περάσουμε εις την Ρούμελη, άλλοι εις το Γαλαξίδι και άλλοι κατά τα Σάλωνα, και μ' αποκρίθηκαν ότι: «Να πάμε απάνω να ειπούμε και των άλλων και σας στέλνουμε απόκριση». Την άλλη ημέρα μας ομίλησαν πάλι να κουβεντιάσομε με αυτούς. Εκινήσαμε να πάμε και το στράτευμα, από την αταξίαν του, εκίνησε όλο σιμά. Βλέποντας την αταξίαν αυτή επείσμωσα και δεν ηθέλησα κανένα κοντά μου. Εκαβάλικα και επήρα τον καπετάν Αναγνώ-στη Πετιμεζά μονάχο, και εκίνησα και επήγα κοντά εις το κάστρο εις κάτι τουρκομνήματα, και είπα: «Οι αρχηγοί να γίνουν τριάντα νομάτοι, να έλθουν κοντά μου», και έτσι τους έστειλα.
Πηγαινάμενος εκεί, οπού είμεθα οι δύο, ομίλησα δια να κατεβούν από το κάστρο να τους ειπώ, διατί οι Τούρκοι έστρεξαν και τη συνθήκη οπού τους είχα κάμει τες περασμένες ημέρες. Εκατέβηκαν οι τέσσεροι και εκάτσαμε αντάμα. Τότε έστειλα εις τον κατή (σαν τους έβαλα εις το χέρι τούτους) με τους τριάντα ανθρώπους μέσα εις το κάστρο δια να παραδώσουν τα άρματα τους όλοι οι Τούρκοι και να τα βάλουν εις ένα σπίτι. Ο κατής έκαμε λόγον και τους όρκωσε εις την πίστι τους· να μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά να τα δώσουν όλα. Και έτσι εξαρματώθηκαν όλοι και τα έβαλαν εις ένα σπίτι. Στην συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν να παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε να ελθούν και πέντε έξη πολιτικοί, να παρασταθούν εις τα λάφυρα, και να βγάλουμε και του Έθνους. Αυτοί ήσαν ο Σωτήρ Νοταράς, ο Κορίνθου και άλλοι, ήτον και ο Πρωτοσύγκελος της Αρκαδίας εκεί, οπού είχαν έλθει εκεί απεσταλμένοι από την συνέλευση δια να υπογράψουμε τους νόμους, και εγώ δεν ήθελα, εξ αιτίας οπού ήτον ένα κεφάλαιο που έλεγε ότι: το Εκτελεστικό να τελειώνει μία υπόθεση, και έπειτα από έξη ημέρες να δίδουν την είδηση εις το Βουλευτικό. Όλοι το υπέγραψαν έξω από εγώ. Τότε επήγαν πίσω, έκαμαν εξαίρεση (παράρτημα) από τούτο το κεφάλαιο και έτσι υπόγραψα. Σαν έβαλα τους τριάντα ανθρώπους μέσα και εξαρμάτωσαν τους Τούρκους, μου ομίλησαν, ότι τα έκαμαν όλα. Τότε έδωσα είδησιν εις τους απεσταλμένους της συνελεύσεως και επήρα τρακόσιους από τα διάφορα σώματα, και επήγα εις την πόρτα, και εσταύρωσα με μία σημαία ελληνική την πόρτα και έπειτα τους έμβασα μέσα και έβαλα αυτήν την σημαία απάνου εις το κάστρο. Τα στρατεύματα και εγώ εκατεβήκαμε εις την χώρα, είμεθα έξη χιλιάδες, οι Τούρκοι ήσαν τρακόσιοι: εις τα μέσα μου Δεκεμβρίου.
Εις την πτώσιν της Κορίνθου ήσαν ο Υψηλάντης, Μαυρο-μιχάληδες, Πετμεζαίοι, Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, Αποστόλης Κολοκοτρώνης, ο υιός μου ο Γενναίος, Αντώνης Κολοκοτρώνης, Αναγνωσταράς, Γιατράκος, Κεφάλας, Κολιόπουλος. Τότε ήλθε είδησις, ότι η αρμάδα του Καπετάν Πασά με εννέα χιλιάδες ετράβαε δια την Πάτρα. Ακούοντας αυτό, έλαβα διαταγή και εκίνησα ευθύς δια την Πάτρα. Επέρασα από το Άργος, την Τριπολιτσά και εις την Τριπολιτσά διέταξα τες επαρχίες Τριπολιτσάς, Καρύταινας, Φαναριού, Αρκαδίας, να τραβήξουν δια τες Πάτρες.
Εις την Τριπολιτσά οπού έφθασα, εμάθαμε ότι ο Αλή πασάς εχάθη, και έλεγαν μερικοί Γερου σιασταί, ότι: «Τώρα οπού εχάθη ο Αλή πασάς, οι ογδόντα χιλιάδες οπού τον επο λιορκούσαν θα πέσουν εις ημάς». Εγώ είπα: «Έχει ο Θεός». Ένας Νικολός Τζανέτος από το Φανάρι είπε: «Αξιωθήκαμε και εκάμαμε Γερουσία και Βουλή, καθώς λέγουν τα παλιά χαρτιά, ας χαθούμε τώρα» - «Εύγε σου, Κύριε!». Διέταξα τον Γενναίο να πάρει τους μισούς Τριπολιτσιώτας, Φαναριώτας, και άλλους να τραβήξει κοντά. Εις την Βυτίνα, έλαβα τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, οπού επρωτοσυστήθηκε εις την Ελλάδα, έλαβα το δίπλωμα του στρατηγού. Εις την 1 Μαρτίου έφθασα εις την Πάτρα. Επέρασα από Καρύταινα, Πύργο, Γαστούνη και Πάτρα. Εσύναξα έξη χιλιάδες. Αρχηγοί Α. Ζαΐμης, Κανέλος Δελιγιάννης, Πετιμεζαίοι, Σέκερης Τριπολιτσιώτης, Λόντος με τους Βοστιτσάνους.
Εις την Τριπολιτσά οπού έφθασα, εμάθαμε ότι ο Αλή πασάς εχάθη, και έλεγαν μερικοί Γερου σιασταί, ότι: «Τώρα οπού εχάθη ο Αλή πασάς, οι ογδόντα χιλιάδες οπού τον επο λιορκούσαν θα πέσουν εις ημάς». Εγώ είπα: «Έχει ο Θεός». Ένας Νικολός Τζανέτος από το Φανάρι είπε: «Αξιωθήκαμε και εκάμαμε Γερουσία και Βουλή, καθώς λέγουν τα παλιά χαρτιά, ας χαθούμε τώρα» - «Εύγε σου, Κύριε!». Διέταξα τον Γενναίο να πάρει τους μισούς Τριπολιτσιώτας, Φαναριώτας, και άλλους να τραβήξει κοντά. Εις την Βυτίνα, έλαβα τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, οπού επρωτοσυστήθηκε εις την Ελλάδα, έλαβα το δίπλωμα του στρατηγού. Εις την 1 Μαρτίου έφθασα εις την Πάτρα. Επέρασα από Καρύταινα, Πύργο, Γαστούνη και Πάτρα. Εσύναξα έξη χιλιάδες. Αρχηγοί Α. Ζαΐμης, Κανέλος Δελιγιάννης, Πετιμεζαίοι, Σέκερης Τριπολιτσιώτης, Λόντος με τους Βοστιτσάνους.
Πηγές:
Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου