"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Επιχειρήσεις στην Πάτρα. Εντολή Εκστρατείας στη Δ. Ελλάδα.

Φθάνοντας εις την Πάτρα, επήγαμε με Καρυτινούς και Πυργιώτες έως τέσσερες χιλιάδες και Καλαβρυτινούς, ο Ζαΐμης, ο Λεχουρίτης, έως χίλιους, κι από την Πάτραν οι ντοπικοί ως πεντακόσιοι, και ήτον οι Κουμανιωταίοι επί κεφαλής. Ήτον και με τρακόσιους Βοστιτσάνους ο στρατηγός Λόντος στα Σελά κατά το Καστέλι της Πάτρας. Εγώ πηγαινάμενος δεν ήξευρα τον τόπο της Πάτρας, 28 Φεβρουαρίου. Και ερ­χόμενοι ημείς, εβγήκαν οι Τούρκοι έως πέντε χιλιάδες εβγήκαν να λαφυραγωγήσουν εις την Αχαΐαν και έντεσε η εμπροστινέλα του Γενναίου. Έφθασε και ο Κολιόπουλος και τους εκυνήγησαν έως έξω της Πάτρας, και από πίσω ηρχόμουν εγώ και εμαζωχθήκαμε όλοι εις το Σαραβάλι και ευθύς έστει­λα εκατό νομάτους και έπιασαν το μοναστήρι του Γεροκομιού, τίρο κανονιού από την Πάτρα. Και βλέποντας οι Τούρκοι ότι επιάστηκε το μοναστήρι, εβγήκαν εις πόλεμο, νομίζοντες ότι ήσαν καθώς πρώτα. Και τα στρατεύματα κινήθηκαν τα εδικά μας και έγινε ο πόλεμος σφοδρός και επήραμε κεφάλια καμμιά ογδοηνταριά.
Εμβήκαν οι Έλληνες εις την μισή χώρα (1 Μαρτίου 1822).-Μου επαράγγειλαν να μείνουν εις την χώρα, τους είπα να τραβηχθούν εις τα πόστα τους. Το μεν Καλαβρυτινό στρά­τευμα, οι εκατό, έμειναν εις το Γεροκομιό. στου Σαΐταγα τον ληνό, οι Τριπολιτσιώτες τετρακόσιοι. Ο Κανέλος Δελιγιάννης με εξακόσιους έπιασε το Πουρναρόκαστρο αποκάτω. Τον Γενναίο με τους Φαναρίτας τριακόσιους στον Παλιόπυργο, τους Γαστουναίους τους είχα στην Οβριά, το μεν δυνατώτερο λοιπό στράτευμα το είχα εις το Σαραβάλι να δίδει μεντάτι. Το Σαραβάλι, μακράν από τα ταμπούρια μισή ώρα, από την Πάτρα τρία κάρτα. Είδαν οι Τούρκοι τα ορδιά, και ακούοντας, ότι ήρθε και ο Κολοκοτρώνης, έστειλαν του Γιουσούφ πασά, οπού ήτον εις το Καστέλι, ότι ήλθαν πολλά στρατεύματα και ο Κολοκοτρώνης. Πριν κάμομε τον πόλεμον, είχε έλθει ο Μιαούλης και έκαμε μεγάλη χαλάστρα εις τα καράβια, και έφυ­γαν και πήγαν κατά την Κωνσταντινούπολη και τα εδικά μας έμειναν εκεί έως οπού επήγαμε και ημείς και εκάμαμε τον πό­λεμο. Αναχώρησαν τα καράβια, ο Γιουσούφ πασάς έστειλε εις τον Έπακτο και εις το Καστέλι της Πάτρας και τους εσήκωσε όλους τους Τούρκους και εκίνησε και ήρθε εις την Πά­τρα. Οι Τούρκοι εσυνάχθηκαν έως δώδεκα χιλιάδες. Εννέα χι­λιάδες Ανατολίτες και τρεις χιλιάδες. Και εις τας 9 Μαρτίου όλοι εκινήθηκαν εις πόλεμον, και εγώ, βλέποντας από το Σα­ραβάλι, ότι εκινήθηκε ασκέρι πολύ, ετεμπίχιασα όλα τα στρα­τεύματα να κινηθούν. Οι Καλαβρυτινοί οπού ήταν εις το γεροκομιό, και οι Τριπολιτσιώτες εις το Σαΐταγα.

Εκινήθηκαν να πιάσουν τον πόλεμο έξω τες ράχες και ανοίγοντας τον πόλεμο έστειλα τον Γενναίο με τους Φαναριώτας και οι Γαστουναίοι έστειλαν και από το ορδί το δικό μου. Όσο να πάγει το μετάτι να τους κάνει βοήθεια ετσακίσθησαν εκείνοι και ο Γενναίος με εξακόσιους εκλείσθη εις του Σαΐταγα το ληνό, και οι Τούρκοι ήτον πολλοί και τους έκλεισαν και επροσπέρασαν οι Τούρκοι κυνηγώντας. Ο μεν Κολιόπουλος με το λοιπό στράτευμα έπεσε κατά την σταφίδα που ήτον ληνοί, και έπιασαν με τους Γαστουναίους, του Κανέλου το στράτευμα και των Πατραίων εκόλλησαν εις το Πουρναρόκαστρο, ο δε Ζαΐμης έντεσε εκεί με τα στρατεύμα­τα, και τον εκυνήγησαν έως μισή ώρα, και ετράβηξε με ολί­γους κατά την ποταμιά κατά τους μύλους. Και εγώ ήμουν μο­ναχός μου, διατί το στράτευμα το έστειλα όλο, και έντεσε να είναι και ο Δεσπότης Άρτης από την Δυτικήν Ελλάδα και ο Καλαμογδάρτης ο Ανδρέας και ο γραμματικός ο Μιχαλάκης.

Βλέποντας ότι τα στρατεύματα τα τούρκικα εκινήθησαν και έπιασαν το ληνό και το μοναστήρι, λέγω: «Αφήνω τα μου­λάρια με τον Τσεπχανέ εδώ, αν τσακίσομε τους Τούρκους, ελάτε, αν μας τσακίσουν, φύγετε με τα μουλάρια, και εγώ με του Θεού την βοήθεια και την εδική σας πηγαίνω». Και επήγα μόνος μου, χωρίς να έχω ούτε ψυχογιό κοντά μου, και εκίνη­σα. Εις ένα κάρτο απήντησα τον γέρο Αναγνώστη Λεχορίτη· τον έστελνε ο Ζαΐμης. - «Τρέξε, αδελφέ, διατί την εχάσαμε την μπατάλια» και έκαμα συντροφον τον γέρο Αναγνώστη εις τον δρόμο που επήγαινα εις τον Παλιόπυργο. Απάνω από τον Παλιόπυργο βλέπω ένα μπαϊράκι μικρό. Ήτον ο Ευαγγέλης ο Κουμαντιώτης με δεκαπέντε και εκάθοντο και έκανε σεΐρι, τους ομίλησα και τους είπα: «Τι άνθρωποι είσασθε εσείς;». Και μου αποκρίθηκαν: «Έλληνες». Εγώ τους είπα: Με γνωρί­ζετε; Είμαι ο Κολοκοτρώνης, ελάτε εδώ». Και τότενες εφορούσα φορέματα κόκκινα και φουστανέλλα κόκκινη και εκατέβηκαν και τους έβαλα ομπροστά, και επήγαινα ίσια εις κέ­ντρο των Τούρκων, και ξετρουπώνοντας Έλληνες, που με άκουγαν που επήγαινα, και τους έκαμα καμμιά πενηνταριά, και τους έβαλα εις ένα πόστο εις το κέντρον των Τούρκων εμπρός. Τους είπα: «Μπήχτε το μπαϊράκι εδώ», - «Χανόμεθα». - «Σας στέλνω μεντάτι εγώ», και εγώ εγύρισα καβαλλάρης κατά την σταφίδα του Κολ, και τους είπα να πάρουν το μπαϊ­ράκι τους και να πάνε εις το άλλο το μπαϊράκι.

Ο Γενναίος και οι Καλαβρυτινοί ήτον αποκλεισμένοι. Τη­ράω ομπρός από τα μπαϊράκια και ήτον ένα χοριγοκάμινο και στέλνω τον Παρασκευά, του Κολιόπουλου τον αδελφό, με εί­κοσι νομάτους να το πιάσουν που ήτον καμμιά εξηνταριά καβαλλαραίοι Τούρκοι να τους εμποδίσουν. Μου λέγουν: «Χα­νόμεθα». - «Σύρτε και εγώ έχω την έγνοια σας». - Όσο που δυνάμωσαν το κέντρον καλά, έντεσε εκεί και ο Καραχάλιος και ο αγιουτάντες μου Φωτάκος, διατί επαρατήρησα τον πόλεμο, και από το κέντρο δεν ημπορούσαμε να τους τσακίσου­με τους Τούρκους, όμως, αν τους χαλάσομε, θα τους χαλάσομε από τας πτέρυγας. Τότε επήρα τον Καραχάλιο και τον Φωτάκο και επήγα από το άλλο μέρος, οπού οι Τούρκοι εκρατούσαν έως εις την μάννα του νερού (τους δύο μόνον). Έμπηξα την φωνήν: «Που είσθε, μωρέ Έλληνες; Κάτω - κά­τω!!..». Ακούοντας τη φωνή μου οι φευγάτοι κατέβαιναν αφού εκατέβηκαν κάτω, βάνω το κιάλι, δεν είδα, και εφώναζα (στρατήγημα): «Ετσάκισαν οι Τούρκοι». Χουμούν οι Έλληνες, ετσάκισε το πρώτο τζογκάρι, οπού ήτον οι Τούρκοι, που εί­χαν αποκλεισμένο τον Γενναίον εις τους ληνούς.
Καβαλλάρης ήμουν, η τύχη ήτον καλή, όχι το άλογο, ζω­ντανούς να τους πιάσουμε. Ετσάκισε η πτέρυγα των Τούρ­κων που ήτον εις την μάννα του νερού, τους πήραμε μπλαστούς. Εις τους Τριπολιτσώτες ο Σέκερης ήτο κουμάντο. Το κέντρο το δικό μου εκτύπησε το κέντρο των Τούρκων εσκότωσε ένα μπίμπαση. Οι Κουμανιώτες τους κτυπούν, επήραμε κεφάλια διακόσια πενήντα, τι έγιναν οι λαβωμένοι δεν ηξεύρω. Και εγυρίσαμε οπίσω εις το καρτέρι τους. Από τότε δεν εξεμάκρυναν πίσω να πολεμήσουν, έλεγαν ότι η φευγούλα μας ήτον στρατήγημα.

Τους επήραμε από κοντά. Ολημέρα εγίνοντο ακροβολισμοί με ζημία των Τούρκων. Ο Καραχάλιος ελαβώθη εις την κεφαλήν. Έδωσε το μπαϊράκι: «Πηγαίνετε ομπρός, μου ήλθε σκοτούρα».
Η τροφή όλου του στρατεύματος ήρχετο από Γαστούνη. Τόσον τακτική ήτον η ζωοτροφία, τέσσερες χιλιάδες σφαχτά, ογδόντα κεφάλια γελάδια, ψωμί από τη Γαστούνη. Η Γαστού­νη ήτον μελίσσι άτρυγο, και μας τα έστελνε όλα ο Σισίνης. Όσα ετρώγαμε την εβδομάδα, μας τα έμβαζαν οπίσω και ήτον πάντοτε οι τέσσερες χιλιάδες. Τότε είχα γραμμένο εις την Αρ­καδία να έλθουν. Οι Αρκαδιανοί βάνουν αρχηγό τον Μήτρο Αναστασόπουλο, εκίνησαν χίλιοι διακόσιοι. Εκίνησε και ο Πο­νηρός και ήθελε να πάρει τα άρματα της Αρκαδίας, και ήθελε να τα πάρει εκείνος, και ανακάτωνε το στρατό. Εν πρώτοις ερχαμένοι οι Αρκαδιανοί εις το Σαραβάλι που είχα το ορδί εγώ, με είπε ο Πονηρός να τον κάμω επικεφαλής. «Δεν μπορώ να το κάμω, να ερωτήσω». Ερώτησα και δεν τον εδέχτηκαν. - «Τι να σου κάμω;» Επήγαν οι Αρκαδιανοί μόνοι τους και έκαμαν ένα πόλεμο καλό, και επολέμησαν ανδρειωμένα, και εσκότωσαν καμμιά δεκαριά Τούρκους χίλιοι διακόσιοι ήτον Αρκαδια­νοί. Ήτον Παπατσωραίοι, Γκρίτζαλης και άλλοι. Εις δεκαπέντε ημέρας έφυγαν όλοι κρυφίως μπουλούκια - μπουλούκια, έμει­ναν οι καπεταναίοι. Έπιασα μερικούς, τους εντρόπιασα.
Οι Αρκαδιανοί ανεχώρησαν, έμειναν μόνο οι καπεταναίοι, και τους έδιωξα και αυτούς. Έλαβα μίαν διαταγή από τον Μινίστρο του πολέμου δια να περάσω εις την Δυτικήν Ελλάδα με τα στρατεύματα, και εγώ του αποκρίθηκα, ότι δεν ημπορώ να αφήσω δώδεκα χιλιάδες Τούρκους εις την Πάτρα, και να υπάγω εμπροστά. Πρέπει πρώτον να σβύσουμε τη φωτιά που είναι μέσα, και έπειτα να υπάγεις και εις βοήθειαν του γειτόνου σου. Και αυτός μου δευτεροαποκρίθηκε, ότι: «Το γράμμα οπού μου έστειλες δεν το έδειξα εις την κυβέρνησιν, διότι ήθελες κακοπέσει, όμως τώρα, άμα λάβεις την παρούσαν διαταγήν, να εκστρατεύσεις». Και εγώ άφησα τον Κολιόπουλο εις τα στρατεύματα επί κεφαλής, και επήγα εις την Κόριν­θο δια τρεις ημέρας. Πηγαινάμενος, πέντε ώρας μακρυά, έστειλα είδησες της κυβερνήσεως ότι πηγαίνω, και απόκριση δεν έλαβα. Εγώ εκίνησα. Ένα τέταρτο μακράν έλαβα μία δια­ταγή και μου έλεγε ότι να αφίσω τους ογδόντα ανθρώπους οπού είχα μαζί και να έλθω εις την Κόρινθο με πέντε ανθρώ­πους. Εγώ εμβήκα μέσα, μου έδωκαν ένα κονάκι χωρίς πάτω­μα. Το βράδι μας άφηκαν απεριποίητους και έτσι ανεχώρησα και επήγα εις ένα χωριό την νύκτα.

Σαν με άκουσαν οπού ανεχώρησα, το Βουλευτικό με το Εκτελεστικό άρχισαν να τρώγονται και να λένε ότι: «Όχι, σεις φταίτε», «Όχι, σεις!» και δεν έπρεπε να φερθούμε έτσι.Έστειλαν μίαν επιτροπήν από τον Κωλέττην, από τον Κορίν­θου, τον Σωτήρ Νοταρά και μέρος Υδραίων. Ερχόμενοι εκεί τους αποκρίθηκα ότι: «Σαν δεν δέχεσθε ένα στρατηγόν οπού έρχεται να σας ομιλήσει, εγώ αναχωρώ και πηγαίνω εις την Τριπολιτσά, εις την Γερουσίαν, και ό,τι έχω να ειπώ, θέλει το ειπώ εις αυτήν». - «Όχι, με λέγουν να γυρίσεις οπίσω, να προβάλεις ό,τι θέλεις, διατί εστάθη ένα λάθος και ήτον έλλειψις κονακιών». Εγώ αποκρίθηκα του Κωλέττη, οπού μου ομι­λούσε, ότι: «Να πας να γίνεις Μινίστρος στα Γιάννενα, και όχι εδώ». Μου έπεσε ο Δεσπότης ο Κορίνθου και οι λοιποί και επήγα μέσα, έκαμα τας προτάσεις μου και τας εδέχθηκε η κυβέρνησις. Τους επαράστησα ότι, αν περάσω εις την Ρού­μελη, οι Τούρκοι της Πάτρας, οπού ήτον δώδεκα χιλιάδες θέ­λει σκορπισθούν εις όλην την Πελοπόννησο και θα την χαλά­σουν. Έτσι η κυβέρνησις αισθάνθηκε την ανάγκην και με έδωσε νέαν διαταγή δια να υπάγω εις τας Πάτρας.

Επέρασα από το Αργός, Τριπολιτσά και επήγα εις την Πά­τρα αρχάς Μαίου. Εις την Κόρινθο αντάμωσα τον Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος επρόσμενε εκεί δια την αλλαγήν της φαμιλιάς του. Αυτός μου είπε να υπάγω εις την Δυτικήν Ελ­λάδα και να με κάμουν αρχηγόν όλων των στρατευμάτων, εγώ του έκαμα τες ίδιες παρατηρήσεις, επρόβαλα εις την κυ­βέρνηση να υπάγει ο Μαυροκορδάτος, οπού ήτον τότε πρόε­δρος του Εκτελεστικού, να πάρει χίλιους τακτικούς Φιλέλλη­νας και να υπάγει εις την Δυτικήν Ελλάδα. Έτσι ο Μαυροκορ­δάτος επήρε τους τακτικούς και Μάρκο Μπότσαρη και απέρασε από το στρατόπεδο της Πάτρας, οπού ευρισκόμουν εκεί. Αφού απέρασαν εις την Δυτικήν Ελλάδα, με έγραψαν από εκεί, ότι έχουν ανάγκη και να τους στείλω βοήθεια και απεφάσισα και έστειλα τον υιόν μου Γενναίον με διακόσιους στρατιώτας διαλεκτούς. Τότε ο Γιατράκος είχε έλθει εκεί και τον έστειλα και εκείνον με μια σαρανταριά - του είχαν φύγει οι άλλοι - και τον Κανέλο Δελιγιάννη με διακόσιους. Εγώ έμεινα οπίσω και έφερα στρατιώτας δια να αναπληρώσουν όσους είχα στείλει εις την Ρούμελη· έξη χιλιάδες είχα. Έβαλα αλώνια δια τες σταφίδες, και είπα των Ελλήνων να τρυγούν την σταφίδα, να πάρουν τους κόπους τους και να εβγάλομε και το εθνικόν δικαίωμα. Και ήρχισαν οι Έλληνες να το βάλ­λουν εις πράξη. Οι Τούρκοι εστενοχωρήθησαν πολύ εις το κάστρο, και από νερό, και κατά τον τρόπο οπού τους εστενοχώρησα εις ένα μήνα ήθελε παραδοθούν.
Σκοτωμένοι Τούρκοι εις τους ακροβολισμούς και τους πο­λέμους ήτον χίλιοι, και άλλοι τόσοι λαβωμένοι και άρρωστοι, (Τον Κανέλο τον είχαν κρυφίως αφήσει στρατηγόν το Εκτελε­στικό. - 7 ή 8 Μαρτίου ήτον ο πόλεμος ο μεγάλος του Σαραβαλιού). Έστειλα τον Κολιόπουλο εις την Καρύταινα διά να κάμει νέα στρατολογία. Τότε το Βουλευτικό και το Εκτέλεστικό, αφού ακούσθη ο Δράμαλης εις τα Τρίκαλα της Ρούμελης εσυνάχθηκαν και απεφάσισαν να πάγει ο Κρεβατάς εις το Μιστρά να πάρει χίλιους οτρατιώτας και να εκστρατεύσει διά την Ανατολικήν Ελλάδα. Ο Σωτήρ Νοταράς να πάρει τους Κορινθίους και να εκστρατεύσει και εκείνος δια την Ανατολική Ελλάδα. Ο Ζαΐμης, ο Σωτήρ Χαραλάμπης με τους Καλαβρυτινούς να υπάγουν και εκείνοι εις την Ανατολικήν Ελλάδα, τον Αναγνώστη Δελιγιάννη με διακόσιους Καρυτινούς. Η Διαταγή λέγει ότι: «Όποιος παρακούσει και δεν κινήσει με τους άρχοντας να είναι το ένα τρίτο της περιουσίας του εθνικό». Πρωτοσύγκελος της Αρκαδίας με χίλιους Αρκαδιανούς Φαναρίτας να περάσει εις την Δυτικήν Ελλάδα, καθώς κοι Σισίνης με άλλους χίλιους Γαστουναίους και Πυργιώτας.

Αφού έλαβαν την διαταγήν οι άρχοντες, έστειλαν εις διαφόρους καπεταναίους, που ευρίσκοντο με εμέ εις την Πολιορκίαν της Πάτρας, να αναχωρήσουν και να υπάγουν αυτούς. Οι καπεταναίοι με έδειξαν τες διαταγές τους, εγώ τους είπα ότι: «Δεν συμφέρει να διαλύσομεν την πολιορκίαν, διότι οι Τούρκοι θα έβγουν και θα χαλάσουν τες επαρ­χίες. Να που κοντεύει να πέσει η Πάτρα». Αυτοί με αποκρίθη­καν ότι: «Δεν ημπορούμε να μείνομε, διατί η διαταγή λέγει ότι, αν δεν πάμε, θα μας κυριεύσουν το ένα τρίτο της ιδιοκτη­σίας μας». Τότε εγώ τους αποκρίθηκα: «Σαν είναι έτσι, δώσε­τε μου το διαγράφως, ότι εγώ δεν σας διαλύω, παρά φεύγετε σεις, και πηγαίνετε στο καλό». Και έτσι με το έκαμαν διαγράφως. Αυτό ήτον εις τα μέσα του Ιουνίου. Τα στρατεύματα ανεχώρησαν και έμεινα με μόνον εξακόσιους. Οι Τούρκοι εβγήκαν και έκαψαν τα καρτέρια μας. Εγώ τους εκτύπησα ολίγω. Έπειτα το μεσημέρι εκίνησα δια την Γαστούνη. Ο σκο­πός τους ήτον να μην πάρω την Πάτρα και να μου σηκώσουν την δύναμη την στρατιωτική.

Εις την Γαστούνη, οπού επήγα, εφοβήθηκε ο Σισίνης και εκλείσθηκε εις τα σπίτια του με τρακόσιους. Του έστειλα έναν άνθρωπο και ήλθε- του είπα: «Σισίνη, τούτος είναι ο σκοπός μου, να μαζευθούμε όλο το στρατιωτικό εις την Κόρινθο, αν εί­ναι αλήθεια πώς έρχεται ο Δράμαλης, να τον καρτερέσομε εις τα Δερβένια και να κοιτάζομε και τα πράγματα του έθνους». Ο Σισίνης εσυμφώνησε μαζί και μου είπε ότι: «Είμαι έτοιμος και με δευτέραν σου διαταγήν ξεκινάω». Έστειλα εγκύκλιον διαταγήν εις όλες τες επαρχίες Αρκαδίας, Φανάρι, Λεοντάρι, Μεσ­σηνία, να συνάξουν τους στρατιώτας και να έλθουν εις την Τριπολιτσά. Εκίνησα δια την Καρύταινα. Ημέρα και νύκτα επερπάτησα και έφθασα εις την Δημητσάνα, μαζώνοντας στρατιώτας. Φθάνοντας εις την Δημητσάνα έρχεται ένας ταχυ­δρόμος με μια διαταγή του Μινίστρου του πολέμου και μου έγραφε: «Γενναιότατε στρατηγέ Θ. Κολοκοτρώνη, λαμβάνο­ντας την διαταγήν της κυβερνήσεως, να κτυπήσεις την σιδηράν ράβδον την συνηθισμένην, να συνάξεις τους στρατιώτας και να υπάγεις εις την Πάτρα. Η κυβέρνησις της εκακοφάνη πολύ διατί διέλυσες την πολιορκίαν της Πάτρας, και όσο δια την εξασφάλισιν των Δερβενιών, έλαβε τα αναγκαία μέτρα».
Πηγές:
Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ - ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: