"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

(Δεληγιανναίοι-Πλαπουταίοι). (Κυβέρνηση-Φρούρια).(Κολοκοτρωναίοι-Συμφωνία με Πασάδες).

Τούτο πληροφορηθείς ό Κολοκοτρώνης, δταν έφθασεν είς τό Βαλτεσινίκον, έμεινεν εμβρόντητος, διότι ήλπιζε νά μάς σώση κατ' έλεος, καί αμέσως άλλαξε γλώσσαν. Καί, ένώ τήν προτεραίαν έλεγεν είς τήν Βυτίναν καί Μαγούλιανα καθ' ημών αναφανδόν τάς συνήθεις κομπορρημοσύνας καί μύθους του, τότε ήρχισε νά κατηγορή τον Πλαπούταν καί τούς περί αυτόν, δτι αυτοί δήθεν προσπαθούν νά τον χωρίσουν άπό τον Κανέλλον Δεληγιάννην, άλλ' αυτός θέλει μείνει αναπόσπα­στος δσον καιρόν ζήση κτλ. κτλ. κατά τήν συνήθειάν του. Καί αμέσως άναχωρήσας μέ τους γραμματικούς, ύπασπιστάς και σωματοφύλακάς του, ήλθεν είς τά Λαγκάδια, τους δέ στρατιώτας έως 700 τους άφησεν εκεί. Φθάσας δέ ήλθεν ευθείαν καί οίκόνευσεν είς τήν οίκίαν μας μέ τήν συνήθην εκείνην οικειότητα καί τό θάρρος. Καί μ' αυτόν τον τρόπον και έτι οικειότερον τον υπεδέχθημεν καί ημείς. Καί μετ' όλίγην στιγμήν ήλθον καί τά έξ μέλη της πρεσβείας καί τον έχαιρέτησαν.
Μετά διαφόρους άλλας ομιλίας έπέσαμεν καί είς τήν, ής ό λόγος, άποστολήν των. Άλλ' είς τήν στιγμήν έκείνην κατά σύμπτωσιν έφθασαν καί οί απεσταλμένοι μου είς τά διάφορα μέρη, ό είς κατόπιν του άλλου φέροντες τάς άπαντήσεις άπ' όσους έγραφον νά έλθουν είς βοήθειάν μας.
Καί ό μεν Παπατσώνης μετά των άλλων έγραφον ότι έφθασαν είς τον κάμπον της Καρύταινας εις του Ντεντέμπεη, οί Μαυρομιχάλαι καί ό Γεωργάκης Γιατράκος είς του Σκορτσινού καί Λεοντάρι, επίσης καί όλοι οί άλλοι ότι έξεκίνησαν καί προφθάνουν τήν επαύριον. Έδωκα τά ίδια γράμματα καί τά άνέγνωσαν τα μέλη της πρεσβείας παρόντος καί του Κολοκοτρώνη προς πληροφορίαν τους καί έμειναν άπαντες άφωνοι καί έντρομοι.
Τότε έν μιά φωνή μάς λέγουν, ότι όχι μόνον ή επαρχία Καρύταινας καταστρέφεται, αλλά όλη ή πατρίς είς τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις καί μέ πολλήν συντριβήν καρδίας μας ορκίζουν εις τον Θεόν καί τήν άγωνιώσαν πατρίδα, μάς προτρέπουν, μάς παρακαλούν, νά μήν καταδεχθώμεν ήμείς, ένεκα μιάς έκδικήσεως, νά καταστραφή ή πατρίς, αλλά νά γράψωμεν νά μείνουν όλοι οί ώς ανωτέρω ερχόμενοι είς τάς θέσεις είς ας ευρέθηκαν καί οποιονδήποτε συμβιβασμόν έπι θυμώμεν καί οποιανδήποτε ίκανοποίησιν άπαιτώμεν, αύτοί ύπόσχονται καί έγγυούνται νά τήν αποπερατώσουν εντός 24 ωρών.
Καί αν δέν τους άκούση ό Πλαπούτας τότε άς κάμωμεν ό,τι θέλομεν. Τους άπαντήσαμεν μέ πολλήν μετριοφροσύνην, ότι και τήν Κυβέρνησιν σεβόμεθα και εις τάς διαταγάς της πειθόμεθα και τα υποκείμενά των έκτιμώμεν κατ' άξίαν και δεν καταδεχόμεθα να άπαιτήσωμεν ουδεμίαν ίκανοποίησιν πλέον και τοιούτους αγενείς και απο νενοημένους ανθρώ­πους, καθότι τήν έλάβομεν μόνοι μας, και άν θέλωμεν και σή­μερον τούς καταστρέφομεν, άλλα κηδόμενοι της πατρίδος και σεβόμενοι τήν καταγωγήν της οικογενείας μας και προς χά­ριν αυτών τών φίλων μας, τα παραβλέπομεν δλα και ύποχωρώμεν. Τούτο μόνον άπαιτούμεν, να διαλυθώσιν οί περί τον Πλαπούταν, να άπέλθη έκαστος εις τα ίδια. Και άφού πληροφορηθώμεν τούτο, τότε γράφομεν και ημείς τών συγ­γενών και φίλων μας και οπισθοδρομούν και επανέρχο νται εις τα ίδια.
Εύχαριστήθησαν δι' αυτήν τήν γενναίαν συγκατάθεσιν και μετριοπάθειάν μας, εξέθεσαν απεί ρους επαίνους και εύγνωμοσύνας και αύθωρεί άνεχώρησαν μετά του Κολοκοτρώνη και άπήλθον εις του Σέρβου, δπου εύρόντες τό Πλαπούταν, του έδιηγήθηκαν όλα τ' ανωτέρω και ότι είναι εγγύς ή κατα­στροφή του άν έπιμείνη, και μετά τρεις ώρας μάς έγραψαν ότι έπείσθη και παρεδέχθη όσα τον είπον, καί ότι τον ύπεχρέωσαν νά άπέλθη εις τον Πύργον αμέσως καί ό Κολοκο­τρώνης εις τήν Καρύταιναν, νά στρατολογήση διά τήν πολιορκίαν τών Πατρών.
Παρεκίνουν δέ καί έμέ καί μέ παρεκάλουν νά υπάγω μ' όλον τό στρατιωτικόν σώμα εις Πάτρας, καί νά μεσολαβήσω νά συμβιβάσω καί νά φιλιώσω τον Κολοκοτρώνην μέ τον Ζαΐμην, καί ότι άπό αυτήν τήν ένωσιν ήλπιζαν μεγάλα αποτελέσματα, καί άλλους τοιούτους κολα­κευτικούς λόγους μέ έξεφράζοντο, καί ότι έκείνην τήν στιγ­μήν άνεχώρησαν ό Πλαπούτας καί ό Κολοκοτρώνης καί άπήλθον εις του Παλούμπα, οί στρατιώται όλοι διελύθησαν ευθύς καί άπήλθον εις τά ίδια έκαστος· αυτοί δέ ότι άνεχώρουν έκείνην την ώραν δια την Τριπολιτσάν και εκεί περιμέ­νουν την άπάντησίν μου. 'Αλλ' ουδέ τους απήντησα πλέον. Τότε διελύσαμεν και ημείς τους συναχθέντας στρατιώτας, έγράψαμεν αμέσως και των ερχομένων δτι έτελείωσεν αύτη ή σκηνή και τάς προς αύτούς ευχαριστίας και εύγνωμοσύνας μας και υπέστρεψαν άπαντες εις τά ίδια. Τοιούτον τέλος έλαβεν αυτός ό άθλιος δια την πατρίδα και λυπηρός δι' ημάς εμφύλιος πόλεμος καί έχύθη αίμα άδελφικόν.
Ό Κολοκοτρώνης και ό Πλαπούτας άπήλθον είς τον Πύργον καί Γαστούνην, υπό τό πρόσχημα δτι θά υπάγουν είς τήν πολιορκίαν των Πατρών (ήτις ήτον αδύνατον να γίνη τον Δεκέμβριον καί τον Ίανουάριον), άπέρασαν τους μήνους αυτούς έκεί τρώγοντες, πίνοντες καί καταβασανίζοντες τους κατοί­κους, τρεφόμενοι υπέρ τάς 2.000 άπό τους ιδρώτας αυτών χωρίς κανένα αποτέλεσμα, διακηρύττοντες δέ είς τον λαόν καί είς τους μη είδότας δτι έμελλον νά παραδοθούν είς τον Κολο-κοτρώνην οί Λαλιώται Τούρκοι, νά παραδώσουν προς αυτόν καί τό φρούριον Πατρών, ένώ αυτοί δεν έδοκίμασαν ούδεμίαν στενοχωρίαν ή πείναν, καθότι τους υπήγαινον πάντοτε τροφάς καί δλα τ' αναγκαία τά Αυστριακά καί τά Ευρωπαϊκά πλοία.
'Αλλά ποίος ήδύνατο νά πιστεύση τοιαύτα όνειροπολήματα καί αναίσχυντα ψεύδη; καθότι είναι όμολογούμενον, δτι διά νά παραδώσουν οι Τούρκοι είς Χριστιανούς φρούριον άνευ μεγάλης απελπισίας, ουδέποτε καί είς κανένα αίώνα ήκούσθη ή συνέβη τοιούτον τι αλλά τό εναντίον έτρωγον μάλιστα τά κρέατα τών άπεθαμένων αδελφών τους, άλλά φρούριον ποτέ δέν έπαράδωκαν καί άναιδώς γράφουν οί ψευδο ϊστοριογράφοι κόλακές των δτι οί Λαλαίοι ήδύναντο νά παραδώσουν τά φρούρια τών Πατρών οίκοθεν, ή διά μέσον του Ζαχαριάδη (καθώς φλυαρούν) είς τον Κολοκοτρώνην διά διακοσίας χιλιάδας γρόσια. Καί καταντά τοσούτον άπίστευτον καί εις τον κοινόν νουν έχοντα νά πιστεύση, δτι ήδύναντο οί Λαλαίοι, έως χίλι­οι, όπου έμειναν απέναντι εξ ή επτά χιλιάδων άλλων Τούρ­ κων, νά παραδώσουν τά φρούρια είς τον Κολοκοτρώνην. Αυτά τά διέσπειρον επίτηδες διά νά προσβάλουν τήν ύπόληψιν τών προυχόντων, νά τους εκθέσουν είς τό κοινόν, δτι αυτοί δήθεν δεν αφήνουν τον Κολοκοτρώνην νά ελευθερώση τήν 'Αχαΐαν. 'Αλλ' άπό τοιαύτα καί άπό τοιούτους δεν έξεπλήττετο ουδείς εξ ημών, μάλλον τούς έκαταφρονούσαμεν καί τους οίκτείρομεν έχοντες πάντοτε τον μόνον σκοπόν τήν σωτηρίαν της πατρίδος.
Διαμείνας έγώ ημέρας τινάς είς τήν πατρίδα μου Λαγκά­δια μετά τά ανωτέρω συμβάντα καί θέσας τά πάντα είς μίαν λέξιν άπήλθον είς Τριπολιτσάν, δπου κατώκουν μετά τής οικο­γενείας μου, διακείμενος άδιαφόρως καί άμερολήπτως καί είς τά δύο άντιφερόμενα πολιτικά κόμματα.
Εύρέθην δέ είς έκείνην τήν έποχήν μεταξύ σφύρας καί άκμονος είς τήν πλέον δυσάρεστον θέσιν, καθότι είς τό έν μέρος ύπήρχεν ό Πετρόμπεης, τον όποίον είχον φίλον καί σύντροφον προ τού αγώνος, είς τον αγώνα καί μετά τον αγώνα, τον ήγάπησα πάντοτε καί τον έσεβάσθην διά τον ζήλον καί τήν άγάπην, τά όποία είχε διά τήν πατρίδα, ήτον ό γέρων Κολοκοτρώνης, μέ τον όποίον συνέδε­σα συγγενικόν δεσμόν τού υιού του μετά μιάς καί μόνης θυγατρός ήν είχον, καί μ' δλας τάς έπιβουλάς καί καταδρομάς, τάς οποίας ύπέστην άπό τούς υιούς του καί άπ' δλους ανεξαιρέτως τούς συγγενείς του, δέν μού τό έσυγχωρούσεν μήτε ή συνείδησίς μου, μήτε ή κοινωνική μου θέσις νά τον έπιβουλευθώ, μή­τε ν' αποχωρισθώ άπ' αυτού, αν δέν έδίδοντο προφανείς αίτίαι άπό τον ίδιον καί έφέρθην πάντοτε μέ τον αυτόν συγγενικόν τρόπον, διά νά μήν δώσω αίτίαν δυσαρεσκειών, έλπίζων πά­ντοτε, δτι μέ τον καιρόν νά διαλυθούν δλαι αύται αι σκευωρίαι. Άλλά τό ομολογώ δτι έμεινα απατημένος άπό τάς έπιβουλάς των, ήτον και ό αδελφός μου, ό Αναγνώστης, ό Σωτήριος Χαραλάμπης, ό επίσκοπος Μοθώνης και άλλοι, μέ τους όποίους ουδέποτε εύρέθημεν είς διαφωνίαν. Τον δε Ζαΐμην τόν είχον γαμβρόν έπ' αδελφή, σύντροφον, συναγωνιστήν, της αυτής καταγωγής, ανατροφής και τάξεως καί πάντοτε συνεπάθομεν είς δλας τάς περιστάσεις καί συνεκινδυνεύσαμεν ει απείρους μάχας.
Είς αυτήν, λέγω, την περίστασιν ό Ζαΐμης δεν ήτο πλέον δυνατόν να είναι φίλος καί σύντροφος μέ τον Κολοκοτρώνην τον Πετρόμπεην, τον Σωτήρην Χαραλάμπην καί λοιπούς το κόμματός των, καθότι οί Λονταίοι καί οί πλείστοι των άντιπολιτευθέντων καί άποκηρυξάντων έκπτωτον τό Έκτελεστικόν βουλευταί ήτον φίλοι του Ζαΐμη.
Αυτοί έδιόρισαν και τό νέον Έκτελεστικόν του Κουντουριώτη καί λοιπών και ήνώθηκαν μέ αυτούς. Δέν ήτο λοιπόν δυνατόν νά άποχωρισθή καί νά ένωθή μέ τό έκπτωτον καθότι είδε πραγματικήν την έπιβουλήν του, διότι έδιόρισε τον Κολοκοτρώνην άρχηγόν εις την πολιορκίαν των Πατρών λόγω πολιορκίας, πράγματι δε διά την έξόντωσιν του Ζαΐμη.
Δι' αυτά καί δια πολλούς λόγους άλλους ήναγκάσθη και ήνώθη μέ τό νέον σύστημα του Κουντουριώτη. Έγώ μάλιστα κατ' έκείνην την έποχήν ήμην δυσαρεστημένος από τόν Ζαΐμην καί τον Λόντον διά τον έπίβουλον τρόπον τους, οίτινες άφού δέν ηθέλησαν νά μέ δώσουν ούδεμίαν συνδρομήν είς τήν μετά του Πλαπούτα προ ολίγου καιρού πάλην, έπεθυμούσαν μάλιστα νά μέ ταπεινώσουν καί νά μέ συντρίψουν δια σκοπούς ιδιοτελείς καί μέ προέτρεπον νά υποκύψω είς τή βίαν διά νά έχω πάντοτε τήν ανάγκην τους, καί έκτοτε διεκόπησαν αί μεταξύ μας σχέσεις καί πάσα αλληλογραφία.
Κατά τά μέσα Ιανουαρίου 1824, βλέπων τό πάλαι Έκτελεστικόν του Κολοκοτρώνη δτι άφού άπεκηρύχθη έκπτωτον από την βουλήν και εδιορίσθη το νέον και υποπτευθέν ότι ήδύνατο ή νέα Κυβέρνησις υπό τήν αιγίδα της Κολοκοτρωναϊκής μερίδος. Έγώ τότε έκατοικούσα οικογενει­ ακώς προ πολλού καιρού εις τήν Τριπολιτσάν, είχον συχνά συνεντεύξεις μετά τών άνω ειρημένων, με τους οποίους με συ­νέδεε δεσμός φιλικός, καθότι ήτον όλοι συναγωνισταί μου (έκτός ολίγων τινών μέ τους οποίους δεν είχον σχέσιν).
Ή νέα Κυβέρνησις ένδυναμωθείσα αρκούντως εις τό Κρα­νίδι (επειδή καί έλαβεν έκεί τήν πρώτην δόσιν του Αγγλικού δανείου) έλαβε τό μέτρον καί τήν εις Τριπολιτσάν υποτιθεμένην Κυβέρνησιν νά διάλύση καί τά φρούρια όλα νά λάβη υπό τήν κυριότητά της καί τήν αύθαίρετον αύθάδειαν τών Κολοκοτρωναίων νά συστείλη, νά τους κάμη ώστε νά εννοήσουν ότι καί αυτοί νά πείθωνται είς τους νόμους καί εις τήν Κυβέρνη­σιν του Έθνους, καθώς καί οί λοιποί Έλληνες.
Διέταξε λοιπόν κατ' επανάληψιν τον Πάνον νά παραδώση τά φρούρια είς τήν Κυβέρνησιν του Έθνους, καθότι έλαβε σοβαράς καί μεγάλας υπονοίας από αξιοπίστους πηγάς ότι ό Πάνος Κολοκοτρώνης καί ό αδελφός του Γενναίος διεπραγματεύοντο μυστικώς μέ τον υποναύαρχον της κατά τό Μεσόγειον Γαλλικής Μοίρας Δερινύ νά πωλήσουν τους δύο πασιάδες, Άλή πασιάν καί Σελήμ πασιά (ευρισκομένους είς Ναύπλιον), διά εκατόν χιλιάδας ισπανικά τάλληρα, τους οποίους τους έζήτησε κατ' έκείνας τάς ημέρας άπό τήν νέαν Κυβέρνησιν καί δεν εδέχθη νά τους δώση. 'Ωστε ούται αί υπόνοιαι απέβησαν πραγματικαί, καθότι κατά τάς 22 Μαίου ήγκυροβόλησεν είς τον λιμέ­να του Ναυπλίου έν πολεμικόν Γαλλικόν πλοίον μέ τά χρή­ματα ίνα πάρη τους πασιάδες καί τήν έπιούσαν έφθασε μία πο­λεμική κορβέτα διά τον αυτόν σκοπόν. Ή νέα Κυβέρνησις έπρόβλεψε καί έπρόλαβε καί έστειλε τον Ρόδιον μέ στρατιώτας τήν νύκταν έκείνην καί κατέλαβε τό Βούρτζι, έπιθαλάσσιον φρούριον. Ό Πάνος, μή γνωρίζων τούτο, έστειλε τον Κουβαράν είς τό πλοίον διά νά λάβη τά χρήματα καί νά του παραδώση τους πασιάδες. Ό Ρόδιος έστειλε ευθύς καί συνέ­λαβε τήν λέμβον καί τον Κουβαράν καί τούς έφερον έκεί καί έρωτήσας αυτόν πού ύπήγαινεν, ώμολόγησεν ότι ύπήγαινε νά λάβη τά χρήματα νά δώση τούς πασιάδες, μή γνωρίζων ότι ό Ρόδιος ήτο διατεταγμένος από τήν Κυβέρνησιν. 'Οθεν αυτόν μέν τον έφυλάκισε, προς δέ τούς πλοιάρχους άνήγγειλεν ότι νά αναχωρήσουν αμέσως καθότι είναι είς τήν δυσά ρεστον ανάγκην νά τούς κανονοβολήση. Καί άνεχώρησας ευθύς.
Ό Πάνος απήντησε μετά του Νικηταρά πάλιν τά ίδια είς τήν Κυβέρνησιν, ότι τοιαύτην Κυβέ ρνησιν συστηθείσαν παρα­νόμως δεν τήν γνωρίζουν, άλλ' όταν συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις καί αύτη διορίση νομίμως Κυβέρνησιν τότε τήν γνω­ρίζουν, άφού προηγουμένως τούς πλήρώση υπέρ τό ήμισυν έκατομμύριον γρόσια διά μισθούς της φρουράς (τά όποία έφερον από τήν Ζάκυνθον όταν ήλθαν άπό τά πλούτη τους, καί τά έξώδευαν είς τάς άνάγκας του Έθνους)! Τότε ή Κυβέρνησις, άναγκασθείσα, έδιόρισε τον Ζαΐμην, τον Λόντον, τούς Γιατράκηδες καί τον Παπαφλέσσαν μέ τον άδελφόν του τον Νικήταν καί άλλους νά πολιορκήσουν τό Ναύπλιον διά ξηράς καί θαλάσσης μέ στενόν άποκλεισμόν, νά πολιορκήσουν καί τήν Τριπολιτσάν ώστε νά διαλυθή αυτό τό αύθαίρετον σύστη­μα.
Διευθυντής δέ αυτών τών δύο πολιορκιών έδιορίσθη ό Ζαΐμης, ό όποίος φθάσας έξωθεν του Ναυπλίου προσεκάλεσε τον Πάνον νά παραδώση τό φρούριον είς τήν Κυβέρνησιν νά έβγη είς τήν Νάριον νά ανταμώσουν, νά ομιλήσουν, διά νά συμβιβάσουν τάς διενέξεις, νά παραδώση τά φρούρια έντίμως καί άνευ ζημίας του, νά διατηρηθή δέ καί ή αξιοπρέπεια τής Κυβερνήσεως. Άλλ' αυτοί, μέ τήν χαρακτηρίζουσαν αυτούς προπέτειαν, απήντησαν ώς καί πρότερον, ώστε αναγκασθείς ό Ζαΐμης έκήρυξε τό Ναύπλιον είς άποκλεισμόν διά ξηράς καί θαλάσσης επισήμως. Τότε έγραψε καί είς έμέ συγγενικώς ότι (μ' όλον όπου είμεθα δυσαρεστημένοι ένεκα τών όσων εξέθε­σε όπισθεν συμβεβηκότων μετά του Πλαπούτα) νά μήν ανα­μιχθώ είς τάς έθνοκτόνους παρανομίας τών είς Τριπολιτσάν συναθροι σθέντων ολίγων ανθρώπων ώς σώμα Κυβερνήσεως, καθότι ή Κυβέρνησις έλαβε τό μέτρον νά τους πολιορκήση καί νά τους διαλύση καί ότι έδιορίσθη αυτός νά εκτελέση τήν διαταγήν καί είναι αναγκασμένος νά έλθη νά τήν βάλη είς ένέργειαν, καί ότι είναι γνώμης νά αποσυρθώ είς τήν πατρίδα μου Λαγκάδια, όχι νά σταθώ αδιάφορος καί αμερόληπτος, καί ότι δέν επιθυμεί, μήτε δίκαιον είναι, νά φανώμεν διηρημένοι ένε­κα τών προηγουμένων έκτακτων εκείνων περιστά σεων, καί άλλα τοιαύτα, καί μέ προέτρεπε μάλλον νά σταθώμεν αμφό­τεροι σύμφωνοι μέ τό πνεύμα της Κυβερνήσεως καί όχι κακώς έμπαθώς καί ψευδώς αναφέρει είς τον Βονιτόμον της Χαλιμάς του τό τυφλόν όργανον του ναπισμού, ό άθλιος Σπηλιάδης, σελίδαν 18, ότι ό Λόντος έγραφεν είς τήν Κυβέρνησιν, ότι Έλλην καί χρυσός έγιναν συνώνυμα καί ότι ώμίλησεν μέ τον Κανέλλον Δεληγιάννην καί τον εύρεν εύκαμπτον είς τό μέρος τους καί ότι άν ήτον υπόνοια ώς προς τό πιστόν του Πλαπούτα νά ληφθή φροντίς υπέρ του Κανέλλου κτλ.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: