"Και μείζον΄όστις αντί της αυτού πάτρας Φίλον νομίζει,τούτον ουδαμού λέγω." ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

(Παλουμπαίοι - Πλαπουταίοι - Κολοκοτρωναίοι) - Μάχονται κατά των Δεληγιανναίων.Αρπαγή Περιουσίας.

Έγώ ευρισκόμενος (ώς όπισθεν είρηται) ασθενής καί κλι­νήρης εις τήν Τριπολιτσάν καί οί αδελφοί μου έφησυχάζοντες εις τήν πατρίδα μας Λαγκάδια, χωρίς νά άναμιχθώμεν εις κανέν άντικείμενον ή μέρος με κανέν έκ τών άντιφερομένων μερών, έχοντες δέ καί εν μεγάλον χωρίον Άνοζύρι λεγόμενον καί άλλα δύο τρία μικρά εις τό τμήμα τής Ηλιόδωρος ιδιο­κτησίας μας, απέχοντα από του Παλούμπα, πατρίδα τών Πλαπουταίων, μίαν καί ήμίσειαν ώραν σχεδόν, τά όποία μετά τήν έπανάστασιν κατήντησαν σχεδόν ακαλλιέργητα καί οί κά­τοικοι ώς έκ τών δεινών τών περιστάσεων καί ένεκα τών βι­αιοπραγιών τών Πλαπουταίων καί δλων σχεδόν τών Παλουμπαίων τών λαμβανόντων παρ' ημών πάντοτε μυρίας εύεργεσίας, οιτινες κατεπίεζον αυθαιρέτως καί κατέτρεχον τους κα­τοίκους διά νά φύγουν από έκεί, νά μείνη χέρσον διά νά μην άπολαμβάνωμεν εισόδημα, νά άναγκασθώμεν νά τά πωλήσωμεν είς μηδαμινήν άξίαν προς αυτούς, καθώς καί τω δντι κατώρθωσαν, ώστε άπό ένενήκοντα σχεδόν οικογενείας γε­ωργούς με ζευγάρια όπου είχομεν καί αυτούς τούς τεσσάρους αδελφούς Πλαπουταίους καί άλλους έκ τών Παλουμπαίων κατήντησαν νά μείνουν είς τούς 1823 μόλις είκοσι, οί δ' άλλοι μή υποφέροντες τάς ακατάπαυστους κακώσεις μετοίκησαν είς άλλα χωρία.
Απεφάσισαν λέγω οί αδελφοί μου νά μεταβή έκεί ό αδελ­φός μας ό Δημητράκης νά έπισκεφθή αύτάς τάς ιδιοκτησίας νά δυνηθή νά έπιφέρη μίαν διόρθωσιν, νά αναπαυθούν οί εναπο­μείναντες, νά έπαναφέρη καί όσους δυνηθή έκ τών μετοικησάντων είς τάς οικίας μας νά καλλιεργούν, ώς πρότερον. Συμπαραλαβών δέ μεθ' εαυτού είκοσι περίπου οικείους μας στρατιώτας άνεχώρησε καί έφθασεν έκεί' ό δρόμος άπερνά άπό τό άκρον του Παλούμπα καί τον είδον διαβαίνοντα. Αμέ­σως οί δύο αδελφοί Πλαπούτα ό Παρασκευάς καί ό Θανάσης, μετά τοΰ δολοφόνου Τσίραλη, ό σύγγαμβρος τού Πλαπούτα Πανουριάς συνάξαντες όλην έκείνην τήν νύκταν υπέρ τούς εκατόν στρατιώτας έφθασαν τήν πρωίαν είς τό Άναζύρι καί αμέσως τήν έπολιόρκησαν καί ήρχισαν νά τουφεκίζουν είς τά παράθυρα του πύργου, έστειλαν δέ καί έσύναξαν ζώα καί έξεσκέπασαν τον ληνόν τών αμπελώνων μας καί έφόρτωναν τά ξύλα καί τά κεραμίδια καί τά έστελναν είς του Παλούμπα. Ό αδελφός μου, χωρίς νά τούς άντιπυροβολήση, έστειλε δύο έκ τών προκρίτων κατοίκων νά τούς ερωτήσουν τί ζητούν; καί διατί τον τουφεκίζουν; καί διατί ξεσκεπάζουν τον ληνόν; Αυτοί απήντησαν με αύθάδειαν, ότι ήλθε καί έπάτησε τό τμήμα τους καί τούς έτάραξεν έκ προθέσεως τήν ήσυχίαν καί έχουν ύποψίας· καί τελευταίον δτι τό χωρίον αυτό τό θεωρούν ώς ίδιοκτησίαν τους (καθότι τό είχομεν άγορασμένον προ 18 έτη άπό Τούρκους) καί όπου έδώκαμεν τά χρήματα μας νά ύπάγωμεν νά τά ζητήσωμεν καί τέλος πάντων τούς λέγουν, ότι απαιτούν νά αναχωρηήση αμέσως έκείνην τήν στιγμήν καί άν έπιμένη, έχουν άπόφασιν νά καύσουν καί αυτόν καί τούς στρα­τιώτας μέσα είς τον πύργον. Αύτάς καί άλλας πολλάς ύβρεις καί άπειλάς εξεφράσθησαν. Αυτός δέ άπτοήτως τούς άπήντησεν, ότι ευρισκόμενος είς τήν ίδιοκτησίαν μου, χωρίς νά βλά­πτω άλλον, δεν φοβούμαι κανένα καί ό,τι δυνηθούν ας κά­μουν. Έστειλε δέ καί τον Τσακαλόγιαννην, καπετάνιον μας, νά τούς όμιλήση φρονίμως καί με λόγον νά λείψουν άπό τοι­ούτους παραλογισμούς καί συγχρόνως έμβασεν είς τον πύργον οκτώ έως δέκα ημερών τροφήν καί νερόν. Αυτοί δέ φερθέντες μέ τον πλέον βανδαλικώτερον τρόπον ήρπασαν τά όπλα καί τό σπαθί του Τσακαλόγιαννη καί τον απέστειλαν άφωπλισμένον. Ό πύργος εκείνος καί μία μεγάλη αποθήκη είναι όχυρώματα ακαταμάχητα άλλά ό Δημητράκης δέν έπέτρεψεν μ' όλα ταύτα είς τούς στρατιώτας νά τουφεκίσουν, διά νά μήν χυθή αίμα άδελφικόν, ένώ αυτοί έτουφέκιζον ακαταπαύστως. Περί τό μεσονύκτιον έβγαλεν ένα στρατιώτην ταχύποδα άξιον άπό εν μέρος, τό οποίον δέν ήδύναντο αυτοί νά καταλάβουν διά νά τον αποκλείσουν, καί έφθασεν είς τά Λαγκάδια καί είδοποίησεν αυτό τό περιστατικόν είς τούς λοιπούς αδελφούς μου, οιτινες είς τήν στιγμήν προσεκάλεσαν τούς στρατιώτας τής πατρίδος μας Λαγκαδιών καί συνήχθησαν υπέρ τούς τε­τρακόσιους καί παραλαβών αυτούς ό αδελφός μου Νικολάκης έξεκίνησε πολύ πρωί διά τό Άναζύρι.
Προτού δέ αναχωρήση ειδοποίησαν δι' επίτηδες πεζών τούς προκρίτους καί καπετα­ναίους μας τών τμημάτων Βαλτετσινίκου, 'Ακοβας καί Περαμεριάς καί εντός 12 ωρών έξεκίνησαν άλλεπαλλήλως υπέρτους 1.500. Φθάσαν λοιπόν ό Νικολάκης πλησίον είς τό Άναζύρι προ μεσημβρίαν καί ίδόντες αυτόν μακρόθεν έρχόμενον έτράπησαν πάραυτα είς άνανδρον φυγήν. Έξελθών δέ καί ό Δημητράκης τούς κατεδίωξαν καταπόδιν έως τό χωρίον τους Παλούμπα, όπου τούς έπολιόρκησαν αμέσως πανταχόθεν καί ήρχισεν ό πυροβολισμός ακατάπαυστος.
Ό δολοφόνος τού αδελφού μας του Άνάστου Τσίραλης είχε μίαν οίκίαν προς τό άνατολικομεσημβρινόν μέρος του χωρίου Παλούμπα εις τό άκρον, είς τήν οποίαν έπρόφθασε καί έσφαλίσθη μόνος, οί δ' άλλοι κατέλαβον τάς λοιπάς οίκίας όλας καί έπολέμουν.
Προς τό μέρος είς τό οποίον ήτον ό δολοφόνος δέν ήδύναντο οί σύντροφοί του νά δώσουν τήν παραμικράν συνδρομήν καί ένεκα τούτου έπλησίασαν είς τήν οίκίαν αυτήν υπέρ τους πενήντα στρατιώται καί γνωρίζοντες ότι ήτον μέσα ό Τσίραλης έπεσαν μέ τά μούτρα διά νά τον συλλάβουν ζώντα άποφασίσαντες νά φονευθούν πέντε καί εξ άπό αυτούς· κατέλαβον λοιπόν τήν μίαν πλάτην τής οικίας του. Έν αύτώ δέ τω διαστήματι ύπήγαινεν ό Άγγέλης άπό τήν Τρεστενάν μέ είκοσι στρατιώτας προς βοήθειάν του, άλλά μή δυνάμενος νά είσχωρήση, έξήλθεν ό Τσίραλης τής οικίας καί κατέλαβε πέτρας τινάς όχυράς νά δώση άντιπερισπασμόν τών εδικών μας στρ< τιώτων νά έμπορέσουν νά έμβουν οί ερχόμενοι καί βλέποντες αυτόν οί εδικοί μας τον έπυροβόλησαν υπέρ τούς είκοσί' κ έπεσεν αμέσως νεκρός. Έτρεξεν ή νεόνυμφος σύζυγός του φωνάζουσα νά τον έναγκαλισθή, άλλά συγχρόνως έτρεξαν καί στρατιώται νά τον λαφυ ραγωγήσουν. Ήρπασαν λοιπόν όπλα του, άλλ' αυτή θρηνούσα δέν υποχωρούσε νά πάρουν και τά ενδύματά του. Ένας δέ στρατιώτης ίδών ότι είχεν τά μαλιά της πλεγμένα μέ χρυσά πλεξιμάδια καί μέ ρουμπιέδες, αισχροκερδεία κινούμενος, χωρίς νά σεβασθή τό γυναικείον φύλον, τής έκοψε τά ήμισυ μαλλία καί τά ήρπασε, χωρίς νά τον ίδούν οί άλλοι στρατιώται ποίος ήτον δστις εκαμεν αυτήν τήν άνόσιον πράξιν. Ειδοποίησαν αμέσως τούς αδελφούς μου ότι ό δολοφόνος Τσιραλής έφονεύθη καί έλαβε τά έπίχειρα τής κακίας του καί έκλαβόντες τούτο ώς θαύμα του Θεού διέταξαν αμέσως καί επαυσεν ό πυροβολισμός, ένδώσαντες μάλλον είς τάς πα­ρακλήσεις του γηραιού Κόλια Πλαπούτα, πατρός τών Πλα­πουταίων, αρχαίου πατρικού καί πιστού φίλου μας, προς τον όποίον είχομεν πολλήν καί μεγάλην ύπόληψιν. Καί μ' όλον όπού είχον καταλάβει τάς ήμισυν οικίας τού χωρίου εκείνου καί τήν ήμέραν έκείνην ήτον έπόμενον νά τό καταλάβουν όλον, ύπεχώρησαν χάριν αύτού τού γέροντος καί άνεχώρησαν καί μετά τήν δύσιν του ηλίου έφθασαν άπαντες είς τά Λαγκάδια. Οί Παλουμπαίοι ειδοποίησαν αμέσως τον είς τον Πύργον διαμένοντα, ώς είρηται, Δημήτρην Πλαπούταν προς φόβητρον του Ζάΐμη καί Λόντου, αυτό τό περιστατικόν καί αμέσως έξεκίνησεν εκείθεν μέ τούς στρατιώτας του συμπαραλαβών καί τον Άλέξιον Μουσχούλαν μέ εκατόν ώς έγγιστα Άγουλινιτσιώτας, έφθασε δρομαίως είς τό χωρίον του Παλούμπα καί ευθύς έξεκίνησε καί προς τό εσπέρας έφθασεν εις του Σέρ­βου, χωρίου τού τμήματος τής Ήλιοδώρας, έχων έκεί συγγε­νείς τούς Δαραίους, καί περί τό μεσονύκτιον ύπήγε μ' όλους τούς στρατιώτας του πλησίον είς τά Λαγκάδια μίαν ώραν πε­ρίπου καί ήρπασε πέντε ποίμνια αίγιδοπροβάτων, άτινα παρεχείμαζον είς μίαν θέσιν τών συμπολιτών μας, δύο ώς έγγι­στα χιλιάδας, καί τά λεβέτια των καί πάν ό,τι άλλο εύρον έπυροβόλησαν καί τούς ποιμένας νά τούς φονεύσουν, οίτινες διεσώθησαν διά τής φυγής είς τό σκότος καί υπέστρεψε μέ τά ποίμνια είς του Σέρβου καί ώχυρώθη. Έστειλε δέ καί κατέλαβε αίφνης καί τρία αυτά άλλα χωρία μικρά τό Ρεκούνι, τήν Άλβάνιτσαν καί τοτου Βρετεμπούγα έκ του έδικού μας τμήμα­τος καί ώχυρώθηκαν είς εκαστον εκατόν στρατιώται' έγραψεν αμέσως είς τήν Άρκαδίαν του Γκρίτσιαλη, Μήτρου Αναστα­σοπούλου καί άλλων, επίσης καί τών Ζαριφαίων, του γέρο Σιώρη, τών Φλεσσαίων, του Κεφάλα, τών Πετροβαίων, τού Νικηταρά, του Τζιώκρη, τών Πετιμεζαίων Βασίλη καί Νικο­λάκη, έγραψε καί τών Κολοκοτρωναίων, πατρός καί υιών, νά κινηθούν όλοι είς συστηματικήν σταυροφορίαν καθ' ημών, νά μάς καταστρέψουν, καθότι τό άντικείμενον αυτό είναι σοβαρόν καί έκινήθη διά γενικόν σκοπόν εναντίον τής μερίδος των. Οί δέ υιοί του Κολοκοτρώνη εγραφον έκ Ναυπλίου προς τον πατέρα τους είς Τριπολιτσάν, ότι, έάν δέν σχίση τό προσωπείον, νά κινηθή καθ' ημών, δέν θέλει τον γνωρίσουν είς τό εξής ώς πατέρα, άλλ' ώς έχθρόν. Έξεκίνησαν όλοι οί άνω είρημένοι καί εντός οκτώ ημερών συνήχθησαν είς τά χωρία πλησίον μας υπέρ τάς δύο χιλιάδες.
Οί δέ αδελφοί μου ίδόντες τήν άρπαγήν τών ποιμνίων καί ότι κατέλαβον έκ τών ιδικών μας χωρίων καί τά έλεηλάτησαν καί τά έγύμνωσαν μέ ειδοποιούν καθημέραν δι' επίτηδες ιππέων τά κινήματα αυτών καί τούς σκοπούς, ώστε μ' όλην τήν άτονίαν καί άδυναμίαν, είς ην ειχον καταντήσει έκ τής δεινής εκείνης ασθενείας καί δέν ήδυνάμην ούδ' έξωθεν τής οικίας νά έβγω, ουδέ στρατιώτας είχον διά τήν άσφάλειαν τού δρόμου, απεφάσισα μ' όλα ταύτα καί αμέσως επήρα είκο­σι στρατιώτας άπό τον Μπηλίδαν, τον πολιτάρχην, καί είκο­σι είχον εδικούς μου καί άναχωρήσας τρείς ώρας μετά τό εσπέρας καί φθάσας είς τήν Ζαράκοβαν ήρχισε μία ραγδαία βροχή μέ άστραπάς καί βροντάς καί σκότος βαθύ, ώστε δέν ήξεύραμεν που ευρισκόμεθα καί διεσκορπίσθημεν τρέχοντες όλην έκείνην τήν νύκταν έφθασα προτού ξημερώση είς τον χείμαρρον τής Άλωνίσταινας μέ μόνον επτά στρατιώτας' άλλά νυκτός ούσης δέν ήδυνήθημεν νά τον άπεράσωμεν καί άμα ήρχισεν ή ήώ, βλέπομεν καί έρχονται δυο ιππείς δρομαίοι, οίτινες ήτον ό Δήμος καί ό Σκουριασμένος άπό τήν Κερπινήν απεσταλμένοι άπό τούς αδελφούς μου, νά προφθά­σω έκεί, καθότι οί στρατιώται τού Πλαπούτα καί ή επικου­ρία του συνήχθησαν πολλοί. Άλλ' άπό τήν ύπερβολικήν βροχήν δέν ήδυνάμην πλέον ούτε νά ιππεύσω ούτε πεζός νά περιπατήσω. Τέλος άπεράσομεν τον χείμαρρον, ύπήγομεν εις τήν 'Αλωνίσταιναν, έστεγνώσαμεν είς τάς πυράς τά ενδύμα­τα μας, έφθασαν οί διασκορπισθέντες στρατιώται μου καί άναχωρήσας μ.μ. έφθασα τό εσπέρας εις τήν πατρίδα μου, τά Λαγκάδια, εύρον έκεί συναθροισμένους υπέρ τούς χιλίους στρατιώτας καί αμέσως έδιόρισα τον μέν άδελφόν μου Δημητράκην μέ τριακόσιους πεντήκοντα καί κατέλαβε τό χω­ρίον Βυζίτσι, τον δέ Νικολάκην μ' άλλους τόσους τήν Βερβίτσαν καί έξησφάλισαν τάς δύο αύτάς θέσεις. Έγώ δέ μ' άλλους τόσους σχεδόν συνεκεντρώθην είς τά Λαγκάδια καί αμέσως έξεκίνησα ιππείς διά όλα τά μέρη νά προφθάσουν είς βοήθειάν μας. Ευρεθείς δέ τότε ό Κωνσταντής Πετιμεζάς είς τό Σοπωτόν συσσωματωμένος μέ 500 ώς έγγιστα στρατιώ­τας κατά τών συγγενών του Βασίλη καί Νικολάκη καί λοιπών Πετιμεζαίων καί έχων μ' αυτόν φιλίαν ειλικρινή καί άγάπην τού έγραψα τά διατρέχοντα καί ότι, άν αγαπά, νά έλθη είς βοήθειάν μας, ό όποίος ξεκινήσας ευθύς μ' όλον τό στρατιωτικόν σώμα του έφθασεν έκεί τήν έπιούσαν ευχαρί­στως. Έγραψα συγχρόνως τού Παπατσώνη, του Κωνσταντί­νου καί Γεωργάκη Μαυρομιχάληδων ευρεθέντων τότε είς τον Μισθράν, του Παναγιωτάκη καί Γεωργάκη Γιατράκων, του Παπατσιώρη είς τήν Άρκαδίαν, του Τσανέτου καί Καννελόπουλων είς τό Φανάρι καί άλλων τινών φίλων μου προςτούς όποίους είχον τήν άπαιτουμένην έμπιστοσύνην καί τού εξιστόρησα όλα τά διατρέχοντα και τούς συστηματικούς σκοπούς τών αντιπάλων μας καί έπεκαλούμην τήν φιλικήν συν δρομήν τους, οίτινες μ' όλην τήν προθυμίαν έξεκίνησαν και ήρχοντο προς βοήθειάν μας, οί Μαυρομιχάλαι μέ 600 ώς έγγιστα Μανιάτας καί άλλους, οί Γιατράκηδες μέ 800, ο Παπατσώνης μέ τον Κωνσταντήν Φίλον, Θανασούλην Κιαριακόν, Κώσταν Μπούραν καί άλλους μέ 700, ό Κανελλόπουλος καί Τσανέτος άπό Όλυμπίαν μέ 300, ό Παπατσώρης άπό τήν Άρκαδίαν μέ 300, ώστε ή επικουρία μας όλη ύπερέβαινε τάς 3.000, ήτον καί ή επιτόπιος εδική μας δύναμις υπέρ τάς 2.000, τού δέ Πλαπούτα μόλις έσυμπληρούτο 2.000, ή επικουρική τών Κολοκοτρωναίων καί λοιπών και έως 500 Ήλιοδωρίσιοι καί άλλοι. Έγραψα συγχρόνως καί προς τον Ζάΐμην καί Λόντον και τούς εξέθεσα όλον τό ιστορικόν τών διατρεξάντων δι' αυτό κίνημα καί ώς αδελφοί καί σύντροφοι άπ' αρχής του άγώνος νά μάς στείλουν τινά έπικουρίαν κτλ. οίτινες μ' απήντησαν με τόσην άναλγησίαν, ωσάν νά ήτον τό άντικείμενον περί παρωνυχίδος καί μέ έσυμβούλευον ότι είναι γνώμης νά συμιβάσωμεν τό πράγμα προτού μεγαλώση καί καταντήσει άδιόρθωτον. Καί, άν τούτο είναι αδύνατον, νά ύποκύψωμεν είς τήν ανάγκην καί νά ύποχωρήσωμεν διά τήν άγάπην της πατρίδος καί άλλα τοιαύτα. Μ' άλλους λόγους μάς έλεγον ότι νά κύψωμεν τήν κεφαλήν νά μάς κόψουν τον λαιμόν και τούτο διά νά ευχαριστήσουν τούς Κολοκοτρωναίους καί Πλαπούταν, νά τούς πωλήσουν δούλευσιν, άλλ' ό σκοπός απέβλεπε διά νά ταπεινώσουν ημάς νά μάς αδυνατίσουν, να είμεθα υποκείμενοι καί νά έξαρτώμεθα άπό τάς θελήσεις αυτών, νά αποκατασταθούν παντοδύναμοι, καθότι δέν ηδύναντο νά υποφέρουν τήν ύπεροχήν τής οικογενείας μας.
'Αλλά δεν τους άφησα να ευρίσκονται πολύν καιρόν είς αυτήν την άπάτην, δτι ήδύναντο νά μάς μηδενίσουν και να μας σύ­ρουν αυτοί έπειτα δια έλεος. Τούς απήντησα αμέσως, δτι έγώ γνωρίζων δτι είμεθα συγγενείς, σύντροφοι και καθ' δλα ενω­μένοι υπέρ της πατρίδος, προ του αγώνος καί μετά τον αγώνα εως έκείνην τήν στιγμήν, ένόμισα καθήκον μου καί συμφέρον μάλλον διά αυτούς νά τούς ειδοποιήσω τούς σκο­πούς καί τά σχέδια τών αντιπάλων μας, τά όποία δεν ήτον μόνον καθ' ημών, αλλά κατά τού συστήματος δλων τών προυχόντων και προκρίτων. Έπεκαλέσθην καί από αυτούς συνδρομήν τινα, διά νά γνωρίσουν δτι είμεθα αδιαίρετοι, άλλ' ουδέποτε έφαντάσθην νά τούς ζητήσω συμβουλήν, καθότι δεν έλαβον ποτέ ανάγκην διά τήν συμβουλήν τους καί ήθελε είσθαι καλόν αύτάς τάς συμβουλάς νά τάς φυλάξουν διά τον εαυτόν τους. 'Οσον διά τήν έπικουρίαν τους μήτε δι' αυτήν έχω ανάγκην καί αν θέλουν ας τήν δώσουν είς αυτούς τούς φίλους τους, διά νά δοκιμάσουν τάς δυνάμεις των, καί ημείς είμεθα μόνοι μας ικανοί νά λάβωμεν πάσαν Ίκανοποίησιν, καθώς καί τήν έλάβομεν. 'Αλλά δι' αυτήν τήν έπίβουλον καί άπερίσκεπτον διαγωγήν τους θέλει έλθει καιρός νά μετανοή­σουν καί νά λάβουν αυτοί ανάγκην άπό τήν συνδρομήν μας, καθώς πολλάκις τήν έλαβον. Καί άλλα πολλά τοιαύτα τούς έγραψα μέ πικρίαν καί έμειναν αναπολόγητοι.
Ταύτα πάντα πληροφορηθείσα ή Κυβέρνησις καί τοι ούδεμίαν ισχύν έχουσα εκ τής διαιρέσεως καί πολλών άλλων πε­ριστάσεων καί μή δυναμένη νά έπέμβη ενόπλως νά μας εμπομ­διση, βλέπουσα μάλιστα καί τον προφανή κίνδυνον του Πλαπούτα απεφάσισε καί έστειλε μίαν πρεσβείαν, τον 'Ανδρέαν Μεταξάν, μέλος τού Εκτελεστικού, τον Χ. Περούκαν, Ύπουργόν τής Οικονομίας, τον Παπαφλέσιαν, Ύπουργόν τών Εσωτερικών, τον Διονύσιον Παπαγιαννόπουλον, τον Δημήτριον Καραμάνον και τον Καλαμαριώτην, βουλευτάς, οίτινες φθάσαντες εις Λαγκάδια έπεσαν εις τό μέσον, δια φρονί­μων παρατηρήσεων, συμβουλών, προτροπών και παρακλήσε­ων νά παύση ή εχθροπραξία και ή ένοπλος σύγκρουσις. Άλλα προτού φθάσουν αυτοί (ώς είρηται) εις Λαγκάδια, έκαμεν εν κίνημα καθ' ημών ό Πλαπούτας και άπεπειράθη νά κτυπήση αίφνης τους αδελφούς μου, ώχυρωμένους δντας εις την Βερβίτσαν, Βυζίτσι και Καλιάνι, νά δυνηθή νά καθέξη τάς θέσεις έκείνας, γνωρίζων εκ της συχνής αλλη λογραφίας ην είχε μέ τους υίούς του Κολοκοτρώνη, δτι ό γέρων Κολοκοτρώνης έστρατολόγησεν εις Τριπολιτσάν τετρακόσιους, ώς εγγιστα, στρατιώτας, μέ τους οποίους εξήλθε και συνάξας άλλους τό­σους σχεδόν έκ τους τών βουνών τής επαρχίας Καρυταίνης διευθύνετο προς τό Βαλτεσινίκον νά μας πάρη τά οπίσθια νά μάς έκφοβίση νά συσταλθώμεν νά άφήσωμεν τάς θέσεις τών χωρίων 'Ακοβας κενάς καί νά περιορισθώμεν εις τά Λαγκά­δια, νά στενοχωρηθώμεν, ώστε νά δεχθώμεν οποιονδήποτε συμβιβασμόν μάς προτείνουν. Τότε καί οί Τριπολιτζιώται καί οί Καρυτινοί στρατιώται είπον προς τον Κολοκοτρώνην, δταν έφθασαν εις τά Μαγούλιανα, δτι τον ακολουθούν μέν, διά νά πέσουν είς τό μέσον καί ώς ουδέτεροι νά μεσολαβήσουν, νά παύση ή εχθροπραξία, άλλά διά νά πολεμήσωμεν ημείς τους Δεληγιανναίους είναι πράγμα αδύνατον, καθότι αυτούς καί μόνους έγνωρίσαμεν εύεργέτας προ αμνημονεύτων χρόνων εως σήμερον καί δεν μάς τό επιτρέπει ή συνείδησίς μας νά δείξωμεν τόσην άγνωμοσύνην.
Έστειλε λοιπόν ό Πλαπούτας τους αδελφούς του, καί τον σύγγαμβρόν του Πανουργιάν (καί τον άτρόμητον άνεψιόν του Άποστόλην Τασκούλιαν ή Κολοκοτρώνην λεγόμενον, τον προ τριών ετών υπηρέτην μας, τον μηδέποτε ιδόντα τό πυρ του πολέμου) μέ 600 στρατιώτας, νά κτυπήση τους αδελφούς μου καί φθάσας έκεί ήρχισεν αμέσως ό πυροβολισμός εκατέ­ρωθεν καί μετά δίωρον σύγκρουσιν άπεπειράθησαν διά νά κα­ταλάβουν έξ εφόδου τρείς οικίας είς τό άκρον του χωρίου Βυζιτσίου· τότε αναγκασθείς ό αδελφός μου έξήλθεν άπό τούς πύργους, φωνάξας τούς στρατιώτας δτι νά εξέλθουν δλοι αμέ­σως έκ τών όχυρωμάτων νά τούς κτυπήσουν κατά μέτωπον είς τό πεδίον καί έν άκαρεί τούς προσέβαλον μέ πολλήν τόλμην. Συγχρόνως έφθασαν καί ό Χρίστος Βαχλιώτης καί ό Αργύρης 'Αποσκίτης μέ 150 στρατιώτας Περαμερίσιους καί μετά ημισείας ώρας άντίστασιν τούς έτρεψαν είς τόσην άνανδρον φυγήν καί άτιμον ώστε ό αδελφός μου Δημητράκης έφώναζεν δλαις δυνάμεσι νά μήν τούς καταδιώξουν πλέον καί χυθή άδελφικόν αίμα. Καί ό πρώτος δπου έδειξε τό παρά­δειγμα τής λιποταξίας καί τής φυγής ήτον ό αρχηγός Απο­στόλης Κολοκοτρώνης, ό νυν Συνταγματάρχης τής Βασιλικής Κυβερνήσεως. Άλλ' έν τοσού τω αυτοί τούς κατεδίωξαν, τούς έβγαλαν άπ' δλα τά χωρία του τμήματος τής Άκοβας τά οποία είχον προκαταλάβει, συνέλαβον υπέρ τούς 15 καί τούς άφώπλισαν, έφόνευσαν έξ αυτών επτά καί δώδεκα έπλήγωσαν. Έφονεύθηκαν καί έκ τών ημετέρων ένας Λαγκαδινός καί ένας Διβριτσιώτης καί τέσσαρες έπληγώθησαν καί ούτως έτελείωσεν η σκηνή αυτή.
ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια: