


"Πήγαμε είς τήν Τροπολιτζά τόν Μάρτιον μήνα τά 1824. Καθίσαμε ώς είκοσι μέρες· τό Μεγάλο Σαββάτο κατεβήκαμε είς τ' Άργος. Αφήσαμε είς Τροπολιτζά τήν αναγκαία φρουρά. Είς τ' Άργος ήταν τό Βουλευτικόν όλο· μάς καρτέρεσε όπου πήγαμε νικηταί - άπό τούς Τούρκους. Τό Έκτελεστικόν τό νέον ήταν είς τούς Μύλους τ' Άναπλιού μέσα είς τό καράβι. Τότε τό Βουλευτικόν μόκαμε μίαν μεγάλη υποδοχή, μόδωσε κ' ένα εύκαριστήριον καλό καί μέ διόρισε τό Βουλευτικόν σώμα καί ή νέα Διοίκηση άρχηγόν τής φρουράς της νά προσέχω διά τήν άσφάλειάν της. Οι καπεταναίοι τής Ρούμελης ήταν όλοι ενωμένοι μέ τον Κολοκοτρώνη καί συντροφιά τους νά γένη σύστημα καθώς το θέλαν αυτείνοι, κ' ετοιμάζονταν νά μπούνε όλοι μέσα. Έφτασε ο Δυσσέας εις τό Κουτζοπόδι κ' ένα σώμα τού Καραϊσκάκη, κ' όταν έμαθαν όπου παραδόθη ή Τροπολιτζά ένέκρωσαν.
Μίαν ήμέραν έλαβα ένα καψομηνιάτικον νά πλερώσω τους ανθρώπους μου. Παίρνω τούς αξιωματικούς μου καί τούς λέγω· «Νά λέτε ότι εμείς κάθε είκοσιοχτώ τού μηνός πλερωνόμαστε άπό τήν νέαν Διοίκησιν». Είχαν έρθη μέσα οι αξιωματικοί τού Δυσσέα, τού Καραϊσκάκη καί τού Γκούρα. Τούς πήρα κα τους έκαμα ένα τραπέζι όλουνών. Είπα τών αξιωματικών, τών δικώνε μου, νά μού χαλέψουν τόν μιστόν καί νά μου είπούνε ότι «έχομε είκοσιοχτώ ήμερες άπλέρωτοι καί θέλομε τούς μιστούς μας», νά μού ειπούνε. Κ' εγώ θά τούς μαλλώσω. Τό μηναίον όπούχα ήταν όλο τάλλαρα· πήρα μίαν κασσέλα καί την γιόμωσα χώμα κ' έβαλα ένα πανί νά μή φαίνεται τό χώμα· και βάνω άπό πάνου τά τάλλαρα, ότι ήταν ή κασσέλα γιομάτη χρήματα. Φάγανε ψωμί όλοι οι μουσαφιραίοι· έκεί οί άξιωματικοί μου γυρεύουν άγρια τούς μιστούς τους. Τούς λέγω· «Τί με φοβερίζετε διά μιστούς, όπού έχετε νά πλερωθήτε είκοσι όχτώ μέρες; Μηνά είναι έδώ ό Δυσσέας, ό Γκούρας, ό Καραϊσκάκης να μή σάς πλερώνουν ποτές; Έδώ είναι Κουντουριώτης, όπούφερε ένα καράβι γιομάτο τάλλαρα. Νόμους θέλει καλούς νά γένοουν διά τήν πατρίδα καί χρήματα ξοδιάζει όσα θέλη κάθε Έλληνας. Μίαν κασσέλα γιομάτη τάλλαρα μόδωσε, σπαθί, άλογο, μουλάρια (αυτά τά είχα άγοράση μόνος μου). Γυρίζω καί λέγω των, ίδιων μισαφιραίων· «Φέρτε μου, αδελφοί, αύτείνη έκεί την κατσέλα νά τούς πλερώσω, όπού μάς χάλασαν τό φαεί μας». Πάνε : εκείνοι οι καϊμένοι νά σηκώσουνε τήν κασσέλα, πού σηκώνεταν άπό τά χώματα; Τούς λέγω· «Άφήτε την κ' έρχομαι μόνος μου.Πήγα, τούς πλέρωσα. «Σύρτε είς τά κονάκια σας, τούς λέγω, κι' όποιος θέλει καί παραπανισμένα χρήματα, νά τού δώσω». Τότε ακούνε όλοι αυτείνοι· «Νάρθωμε μαζί σου κ' έμείς, καπετάνε, μέ τους συντρόφους μας, μού λένε, νά γνωρίσουμε τήν Κυβέρνησιν! - Νάρθετε, παιδιά μου». Άφίνουν τόν Δυσσέα μοναχόν καί τού μένουν κάτι ολίγοι· καί οί άλλοι ήρθαν όλοι μαζί μου· τό ίδιον κ' εκείνοι του Καραϊσκάκη καί τού Γκούρα. Καί γράφω ένα γράμμα τού Γκούρα καί του λέγω· «Μέ τόν Κολοκοτρώνη τελειώσαμε έδώ· καλώς νά μάς δεχτής είς τήν Αθήνα. Νάρθης νά ύποταχτής καί νά ένωθής μέ τήν Διοίκησιν». Έστειλε τόν Κατζικοστάθη μπροστά καί ύστερα ήρθε κι' αυτός· ήρθε κι' ό Γκριτζώτης, καί τους πήρα καί πήγαμε είς τό καράβι καί είς τό Βουλευτικόν καί γνώρισαν τήν Διοίκησιν.
Ύστερα παρουσιάστη ό Δυσσέας ώς πολιτικός μέ τό καλαμάρι είς τό ζουνάρι· κ' έλεγε· «Εγώ είς τό εξής είμαι πολιτικός». Ό Κολοκοτρώνης καί ή συντροφιά του ετοιμάζονταν νάρθούνε άναντίον μας είς Άργός διά νά διαλύσουνε τό Βουλευτικόν καί τήν Κυβέρνηση. Τό Άνάπλι τό βαστούσαν αύτείνοι κ' έμείς τούς πολιορκούσαμε άπόξω. Μού παραγγέλνει ό Νικήτας (ότι φύλαγα είς τό κεφαλόβρυσον, είς τούς Μύλους), μού παραγγέλνει ότι θάρθή καί θά μέ πάγη κυνηγώντας ώς τήν Ρούμελη κι' όπου θά μέ πιάση, θά σκίση τά νεύρα των ποδαριών μου νά μέ κρεμάση ανάποδα. Έγώ τού είπα νά κοπιάση· κι' άν τόν πιάσω έγώ, δέ θά τού κάμω αυτά· θά φάμε καί θά πιούμε μαζί, ότ' είναι αγαθός αγωνιστής· καί πατριώτης. Σέ δυό ήμερες μάς πλάκωσαν όλοι, ό Νικήτας, ό Κολιόπουλος, ό Γενναίος, ό Τζόκρης, ό Αποστόλης Κολοκοτρώνης κι' άλλοι πολλοί. Πολεμήσαμε· αύτείνοι ήθελαν νά πιάσουνε τήν κούλια τής Νταλαμανάρας· βαρεθήκανε έκεί άπό 'μάς, σκοτωθήκανε καμπόσοι. Έπιασα τήν κούλια μαζί μέ τόν Χατζηχρήστο, τήν βαστήξαμε ένα μερόνυχτον πολεμούσαμε νύχτα καί ήμερα. Έκείνοι ήταν πολλοί· καί σκοτωθήκανε κι' άπό τά δυό μέρη. Τότεέβαλα ένα πάτερον 'στήν κούλια καί κολλήσαμε άπάνου, ότι δεν είχε πάτωμα· καί κολλώντας άπάνου τούς βαρούγαμε εις τό κρέας κι' άφησαν τό χωριόν δτ' ήθελαν νά τό βαστούνε, νά-χουν τήν είσοδον άπό τό Κούτζι είς τ' Άνάπλι νά μπάζουνε ζωοτροφές τών δικώνε τους. Σάν τους χτυπήσαμε, άφησαν τό χωριόν τήν Νταλαμανάρα είς τήν έξουσίαν μας κι' αύτείνοι όλοι πήγαν είς τό Μέρμπακα καί 'σ εκείνα τά χωριά ολόγυρα. Πήγα κ' εγώ πλησίον τους κ' έπιασα τό Λάλουκα. Κινήθηκαν τότε αύτείνοι μέ τόν ζαϊρέ νά μπούνε είς τ' Άνάπλι. Πήγε ό Χατζηχρήστος άναντίον τους, τόν μπλόκαραν. Σηκώθηκα έγώ νά πάγω μιντάτι τού Χατζηχρήστου· είς τόν δρόμον όπούναι τό χωριόν τού Χατζηχρήστου, τό Μπολάτι, τόχε πιασμένο ό φίλος μου ό Νικήτας νά μάς βαρέση. Τούς ριχτήκαμε άπάνου τους καί τούς τζακίσαμε καί τούς πήγαμε κυνηγώντας ώς κοντά είς τό Μέρμπακα· κοντέψαμε νά φάμε τό βράδυ ψωμί μέ τόν άδελφόν μου Νικήτα άπό τρίχα γλύτωσε. Σκοτώθηκαν κι' άπό 'κείνους κι' άπό τούς δικούς μου καί πληγώθηκαν καμπόσοι. Χάλασε και τούς άλλους ό Χατζηχρήστος καί δέν έμπασαν ζαϊρέ 'στ' Άνάπλι. Πήρα τούς σκοτωμένους καί τούς έθαψα· καί τούς λαβωμένους τούς ήφερα έδώ καί τούς έβαλα είς τόν γιατρόν.
Τό βράδυ ό Γενναίος καί οί σύντροφοι του πλέρωσαν έναν σαράντα ρουμπιέδες νάρθή νά καταπάτηση είς τό Λάλουκα, οπού καθόμουν, πούθε έχει χαβαλέ τό κονάκι μου, νάρθουνε όλοι νά μου ριχτούν ή νά μέ σκοτώσουνε, ή νά μέ πιάσουνε ζωντανόν. Τόν γνώρισε ό νοικοκύρης όπούταν τζασίτης, τόν έπιασαν τά παιδιά πήγα κ' έγώ οπού ήμουν έδώ, είς τ' Άργος.μέ τούς λαβωμένους, τόν σφίξαμε καί μαρτύρησε αυτά. Τότε άντίς νάρθούνε αυτείνοι 'σ εμένα, πήγα έγώ· καί τους τόπιασα ομπρός 'σ ένα ρέμα καί τούς πρόσμενα. Τούς είπαν άπό τό χωριόν όπου πιάσαμε τόν τζασίτη, καί σηκώθηκαν καί πήγανε άπ' όξω άπό τά χωριά νά μπούνε είς τ' "Αργός νά διαλύσουνε τήν Βουλή, ότ' ήταν μόνοι τους έκεί οί βουλευταί. Άπό τόνα τό μέρος αυτείνοι κι' άπό τήν μέση έγώ· καί μπλατζαστήκαμε 'στήν Παναγιά τού Άργους, είς τό διάσελον - έτοιμοι νά μπούνε μέσα. Έκεί βαρεθήκανε κι' άπό τά δυό μέρη· όμως τούς τζακίσαμε καί τους πήραμε ομπρός· τούς πιάσαμε όλα τους τά φορτώματα καί τούς κολλήσαμε είς τό πέρα βουνό όλους, όπούναι άντίκρυα άπό τό κάστρο. Έγώ απόστασα, έσκασα άπό τό κάμα. Πλέρωσα παιδιά ελεύτερα καί κεφάλωσαν άπό πάνου τους. Ήρθε κι' ό Νοταράς τό πέρα μέρος κι' ό Χατζηχρήστος, αρχίσαμε τόν πόλεμον. Ταίνιασαν έκείνοι άπό τήν δίψα, ότι δέν είχαν νερό. Τους έκαμε πλάτη ό Νοταράς καί φύγαν. Πιαστήκαμε, μαλλώσαμε οί δυό μας· καί ήμαστε μαζί κι' αναχώρησα. Τότε πήραν τό φύσημα τους είς τό βασίλειόν τους, είς τήν Καρύταινα. Τότε παραδόθη τ' Άνάπλι μέ τό Παλαμήδι καί πάνε κι' αυτείνοι γυρεύοντας τούς άλλους είς τήν Καρύταινα. Τότε ή Διοίκηση καί τό Βουλευτικόν μ' έκαμαν άντιστράτηγον καί μου χάρισαν κ' ένα άλογον. Κι' ώς φρουρά τούς πήρα καί πήγαμε είς τ' Άνάπλι, Βουλευτικόν Έκτελεστικόν.
Θέλω θά σημειώσω τόν πατριωτισμόν τών συντρόφωνέ μας Μεταξά, Ζαΐμη, Ντεληγιανναίγων όλοι αύτείνοι, ή συντροφιά ή Κολοκοτρωναίγικη καί οί Λονταίγοι καί οί Νοταραίγοι έγιναν ένα καί διά 'κείνο τους έκαμε πλάτη ό Νοταράς καί φύγαν άπό 'κεί όπου τούς είχαμε κλεισμένους. Ότι έκαμαν νέες συντροφιές νά διορθώσουνε την πατρίδα - νά σκοτωθούμε μ' αυτούς, νά μήν κοπιάσουν δι' αυτό οί Τούρκοι. "Αμα μπήκαμεν είς τ' Άνάπλι, γύρισαν όλοι αύτείνοι κ' έγιναν ένα· καί είχαν πρόφασες μεγάλες. Καί ή μεγαλύτερη ήταν ότι πήγε εις τό καράβι ό Ζαΐμης καί δέν προσηκώθη ό Κουντουργιώτης· καί δι' αυτό τό μέγα έγκλημα πρέπει νά σκοτωθούμε όλοι καί νά χαθή καί ή πατρίς.
Μίαν ήμέραν έλαβα ένα καψομηνιάτικον νά πλερώσω τους ανθρώπους μου. Παίρνω τούς αξιωματικούς μου καί τούς λέγω· «Νά λέτε ότι εμείς κάθε είκοσιοχτώ τού μηνός πλερωνόμαστε άπό τήν νέαν Διοίκησιν». Είχαν έρθη μέσα οι αξιωματικοί τού Δυσσέα, τού Καραϊσκάκη καί τού Γκούρα. Τούς πήρα κα τους έκαμα ένα τραπέζι όλουνών. Είπα τών αξιωματικών, τών δικώνε μου, νά μού χαλέψουν τόν μιστόν καί νά μου είπούνε ότι «έχομε είκοσιοχτώ ήμερες άπλέρωτοι καί θέλομε τούς μιστούς μας», νά μού ειπούνε. Κ' εγώ θά τούς μαλλώσω. Τό μηναίον όπούχα ήταν όλο τάλλαρα· πήρα μίαν κασσέλα καί την γιόμωσα χώμα κ' έβαλα ένα πανί νά μή φαίνεται τό χώμα· και βάνω άπό πάνου τά τάλλαρα, ότι ήταν ή κασσέλα γιομάτη χρήματα. Φάγανε ψωμί όλοι οι μουσαφιραίοι· έκεί οί άξιωματικοί μου γυρεύουν άγρια τούς μιστούς τους. Τούς λέγω· «Τί με φοβερίζετε διά μιστούς, όπού έχετε νά πλερωθήτε είκοσι όχτώ μέρες; Μηνά είναι έδώ ό Δυσσέας, ό Γκούρας, ό Καραϊσκάκης να μή σάς πλερώνουν ποτές; Έδώ είναι Κουντουριώτης, όπούφερε ένα καράβι γιομάτο τάλλαρα. Νόμους θέλει καλούς νά γένοουν διά τήν πατρίδα καί χρήματα ξοδιάζει όσα θέλη κάθε Έλληνας. Μίαν κασσέλα γιομάτη τάλλαρα μόδωσε, σπαθί, άλογο, μουλάρια (αυτά τά είχα άγοράση μόνος μου). Γυρίζω καί λέγω των, ίδιων μισαφιραίων· «Φέρτε μου, αδελφοί, αύτείνη έκεί την κατσέλα νά τούς πλερώσω, όπού μάς χάλασαν τό φαεί μας». Πάνε : εκείνοι οι καϊμένοι νά σηκώσουνε τήν κασσέλα, πού σηκώνεταν άπό τά χώματα; Τούς λέγω· «Άφήτε την κ' έρχομαι μόνος μου.Πήγα, τούς πλέρωσα. «Σύρτε είς τά κονάκια σας, τούς λέγω, κι' όποιος θέλει καί παραπανισμένα χρήματα, νά τού δώσω». Τότε ακούνε όλοι αυτείνοι· «Νάρθωμε μαζί σου κ' έμείς, καπετάνε, μέ τους συντρόφους μας, μού λένε, νά γνωρίσουμε τήν Κυβέρνησιν! - Νάρθετε, παιδιά μου». Άφίνουν τόν Δυσσέα μοναχόν καί τού μένουν κάτι ολίγοι· καί οί άλλοι ήρθαν όλοι μαζί μου· τό ίδιον κ' εκείνοι του Καραϊσκάκη καί τού Γκούρα. Καί γράφω ένα γράμμα τού Γκούρα καί του λέγω· «Μέ τόν Κολοκοτρώνη τελειώσαμε έδώ· καλώς νά μάς δεχτής είς τήν Αθήνα. Νάρθης νά ύποταχτής καί νά ένωθής μέ τήν Διοίκησιν». Έστειλε τόν Κατζικοστάθη μπροστά καί ύστερα ήρθε κι' αυτός· ήρθε κι' ό Γκριτζώτης, καί τους πήρα καί πήγαμε είς τό καράβι καί είς τό Βουλευτικόν καί γνώρισαν τήν Διοίκησιν.
Ύστερα παρουσιάστη ό Δυσσέας ώς πολιτικός μέ τό καλαμάρι είς τό ζουνάρι· κ' έλεγε· «Εγώ είς τό εξής είμαι πολιτικός». Ό Κολοκοτρώνης καί ή συντροφιά του ετοιμάζονταν νάρθούνε άναντίον μας είς Άργός διά νά διαλύσουνε τό Βουλευτικόν καί τήν Κυβέρνηση. Τό Άνάπλι τό βαστούσαν αύτείνοι κ' έμείς τούς πολιορκούσαμε άπόξω. Μού παραγγέλνει ό Νικήτας (ότι φύλαγα είς τό κεφαλόβρυσον, είς τούς Μύλους), μού παραγγέλνει ότι θάρθή καί θά μέ πάγη κυνηγώντας ώς τήν Ρούμελη κι' όπου θά μέ πιάση, θά σκίση τά νεύρα των ποδαριών μου νά μέ κρεμάση ανάποδα. Έγώ τού είπα νά κοπιάση· κι' άν τόν πιάσω έγώ, δέ θά τού κάμω αυτά· θά φάμε καί θά πιούμε μαζί, ότ' είναι αγαθός αγωνιστής· καί πατριώτης. Σέ δυό ήμερες μάς πλάκωσαν όλοι, ό Νικήτας, ό Κολιόπουλος, ό Γενναίος, ό Τζόκρης, ό Αποστόλης Κολοκοτρώνης κι' άλλοι πολλοί. Πολεμήσαμε· αύτείνοι ήθελαν νά πιάσουνε τήν κούλια τής Νταλαμανάρας· βαρεθήκανε έκεί άπό 'μάς, σκοτωθήκανε καμπόσοι. Έπιασα τήν κούλια μαζί μέ τόν Χατζηχρήστο, τήν βαστήξαμε ένα μερόνυχτον πολεμούσαμε νύχτα καί ήμερα. Έκείνοι ήταν πολλοί· καί σκοτωθήκανε κι' άπό τά δυό μέρη. Τότεέβαλα ένα πάτερον 'στήν κούλια καί κολλήσαμε άπάνου, ότι δεν είχε πάτωμα· καί κολλώντας άπάνου τούς βαρούγαμε εις τό κρέας κι' άφησαν τό χωριόν δτ' ήθελαν νά τό βαστούνε, νά-χουν τήν είσοδον άπό τό Κούτζι είς τ' Άνάπλι νά μπάζουνε ζωοτροφές τών δικώνε τους. Σάν τους χτυπήσαμε, άφησαν τό χωριόν τήν Νταλαμανάρα είς τήν έξουσίαν μας κι' αύτείνοι όλοι πήγαν είς τό Μέρμπακα καί 'σ εκείνα τά χωριά ολόγυρα. Πήγα κ' εγώ πλησίον τους κ' έπιασα τό Λάλουκα. Κινήθηκαν τότε αύτείνοι μέ τόν ζαϊρέ νά μπούνε είς τ' Άνάπλι. Πήγε ό Χατζηχρήστος άναντίον τους, τόν μπλόκαραν. Σηκώθηκα έγώ νά πάγω μιντάτι τού Χατζηχρήστου· είς τόν δρόμον όπούναι τό χωριόν τού Χατζηχρήστου, τό Μπολάτι, τόχε πιασμένο ό φίλος μου ό Νικήτας νά μάς βαρέση. Τούς ριχτήκαμε άπάνου τους καί τούς τζακίσαμε καί τούς πήγαμε κυνηγώντας ώς κοντά είς τό Μέρμπακα· κοντέψαμε νά φάμε τό βράδυ ψωμί μέ τόν άδελφόν μου Νικήτα άπό τρίχα γλύτωσε. Σκοτώθηκαν κι' άπό 'κείνους κι' άπό τούς δικούς μου καί πληγώθηκαν καμπόσοι. Χάλασε και τούς άλλους ό Χατζηχρήστος καί δέν έμπασαν ζαϊρέ 'στ' Άνάπλι. Πήρα τούς σκοτωμένους καί τούς έθαψα· καί τούς λαβωμένους τούς ήφερα έδώ καί τούς έβαλα είς τόν γιατρόν.
Τό βράδυ ό Γενναίος καί οί σύντροφοι του πλέρωσαν έναν σαράντα ρουμπιέδες νάρθή νά καταπάτηση είς τό Λάλουκα, οπού καθόμουν, πούθε έχει χαβαλέ τό κονάκι μου, νάρθουνε όλοι νά μου ριχτούν ή νά μέ σκοτώσουνε, ή νά μέ πιάσουνε ζωντανόν. Τόν γνώρισε ό νοικοκύρης όπούταν τζασίτης, τόν έπιασαν τά παιδιά πήγα κ' έγώ οπού ήμουν έδώ, είς τ' Άργος.μέ τούς λαβωμένους, τόν σφίξαμε καί μαρτύρησε αυτά. Τότε άντίς νάρθούνε αυτείνοι 'σ εμένα, πήγα έγώ· καί τους τόπιασα ομπρός 'σ ένα ρέμα καί τούς πρόσμενα. Τούς είπαν άπό τό χωριόν όπου πιάσαμε τόν τζασίτη, καί σηκώθηκαν καί πήγανε άπ' όξω άπό τά χωριά νά μπούνε είς τ' "Αργός νά διαλύσουνε τήν Βουλή, ότ' ήταν μόνοι τους έκεί οί βουλευταί. Άπό τόνα τό μέρος αυτείνοι κι' άπό τήν μέση έγώ· καί μπλατζαστήκαμε 'στήν Παναγιά τού Άργους, είς τό διάσελον - έτοιμοι νά μπούνε μέσα. Έκεί βαρεθήκανε κι' άπό τά δυό μέρη· όμως τούς τζακίσαμε καί τους πήραμε ομπρός· τούς πιάσαμε όλα τους τά φορτώματα καί τούς κολλήσαμε είς τό πέρα βουνό όλους, όπούναι άντίκρυα άπό τό κάστρο. Έγώ απόστασα, έσκασα άπό τό κάμα. Πλέρωσα παιδιά ελεύτερα καί κεφάλωσαν άπό πάνου τους. Ήρθε κι' ό Νοταράς τό πέρα μέρος κι' ό Χατζηχρήστος, αρχίσαμε τόν πόλεμον. Ταίνιασαν έκείνοι άπό τήν δίψα, ότι δέν είχαν νερό. Τους έκαμε πλάτη ό Νοταράς καί φύγαν. Πιαστήκαμε, μαλλώσαμε οί δυό μας· καί ήμαστε μαζί κι' αναχώρησα. Τότε πήραν τό φύσημα τους είς τό βασίλειόν τους, είς τήν Καρύταινα. Τότε παραδόθη τ' Άνάπλι μέ τό Παλαμήδι καί πάνε κι' αυτείνοι γυρεύοντας τούς άλλους είς τήν Καρύταινα. Τότε ή Διοίκηση καί τό Βουλευτικόν μ' έκαμαν άντιστράτηγον καί μου χάρισαν κ' ένα άλογον. Κι' ώς φρουρά τούς πήρα καί πήγαμε είς τ' Άνάπλι, Βουλευτικόν Έκτελεστικόν.
Θέλω θά σημειώσω τόν πατριωτισμόν τών συντρόφωνέ μας Μεταξά, Ζαΐμη, Ντεληγιανναίγων όλοι αύτείνοι, ή συντροφιά ή Κολοκοτρωναίγικη καί οί Λονταίγοι καί οί Νοταραίγοι έγιναν ένα καί διά 'κείνο τους έκαμε πλάτη ό Νοταράς καί φύγαν άπό 'κεί όπου τούς είχαμε κλεισμένους. Ότι έκαμαν νέες συντροφιές νά διορθώσουνε την πατρίδα - νά σκοτωθούμε μ' αυτούς, νά μήν κοπιάσουν δι' αυτό οί Τούρκοι. "Αμα μπήκαμεν είς τ' Άνάπλι, γύρισαν όλοι αύτείνοι κ' έγιναν ένα· καί είχαν πρόφασες μεγάλες. Καί ή μεγαλύτερη ήταν ότι πήγε εις τό καράβι ό Ζαΐμης καί δέν προσηκώθη ό Κουντουργιώτης· καί δι' αυτό τό μέγα έγκλημα πρέπει νά σκοτωθούμε όλοι καί νά χαθή καί ή πατρίς.
Ένα βράδυ μαζώχτηκαν όλοι αύτείνοι είς του Νοταρά τό σπίτι· έστειλαν καί πήγα κ' έγώ, κι' άκώ τά νέα παγγύρια- «Τ' είναι αυτά όπου κάνετε, αδελφοί; τούς λέγω. Έσύ 'σαι ό Ζαΐμης, έσείς είσαστε οι Λονταίγοι, οί Νοταραίγοι καί οί άλλοι σημαντικοί τής πατρίδος; Δέν χορτάσετε τόσους μήνους σκοτώνοντας τούς καλύτερους Έλληνες διά τά κέφια σας, διά τούς νόμους σας; Τί αμαρτίες είχαμε έμείς οί δυστυχισμένοι Ρουμελιώτες νά σκοτωθούμε όλοι διά τό κέφι σας; Έγώ έθαψα τόσους Ρουμελιώτες, καί οί άλλοι τό ίδιον κ' έκείνοι όπου σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν κι' άπό τ' άλλο τό μέρος οί περισσότεροι ήταν Ρουμελιώτες. Έγώ άπό δικό μου μέρος θά πάρω τούς συντρόφους μου νά πάγω είς τήν πατρίδα μου νά σκοτωθώ μέ τούς Τούρκους κι' όχι μέ τούς αδελφούς μου». Τότε μέ παίρνει ό Ζαΐμης καί πάμε 'σ έναν όντά καί μού λέγει μή φωνάζω κι' ακούσουνε καί οί άλλοι Ρουμελιώτες καί φωνάζουν κι' αυτοί· καί ν' ακολουθήσω τήν συντροφιά τους καί νά μού δώσουνε χίλια γρόσια τόν μήνα μιστόν «Πενήντα χιλιάδες νά μού δώσετε, κρέας διά έμφύλιον πόλεμον δέν πουλώ!». Καί σηκώθηκα κ' έφυγα.
Ηρθαν στερνά ό Δυσσέας, ό Γκούρας, ό Καραϊσκάκης, ο Καλτζοδήμος, ό Σαφάκας καί οί άλλοι, ανταμωθήκαμε είς τ' Άνάπλι· κι' ό Καραϊσκάκης καί οί άλλοι μέ φίλιωσαν μέ τόν Δυσσέα καί Γκούρα καί φιληθήκαμε όλοι κ' ενωθήκαμε· κι' αποφασίσαμε νά μήν μείνη είς Πελοπόννησον Ρουμελιώτης· κι' δποιος μείνη νά τόν κατατρέχουμε όλοι. Τους είπα καί τής νέες συντροφιές τής ήξεραν κ' έκείνοι καί τί μου είπε ό Ζαίμης.
Τότε εκρίθη εύλογον άπό τήν Διοίκησιν νά μου δώση κι' άλλο σώμα καί μαζί μέ τούς δικούς μου νά έβγω έξω, ότι, μάθαμε, έρχονταν νέγοι Τούρκοι. Ό Δυσσέας ήθελε νά πάγω μαζί του· δέν ήθελα. Έμεινα σύνφωνος νά πάγω μέ τόν Καραϊσκάκη -ήμαστε αγαπημένοι άπό τήν "Αρτα. Άφού ετοιμαζόμαστε δι' αυτό, νά βγούμε έξω, ήρθε είδηση ότι τά Ψαρά τά κυρίεψε ό Καπετάν πασσάς καί φοβερίζουνε μέ τά καράβια οί Τούρκοι νά έρθουν μέ στρατέματα νά χαλάσουνε καί τή Νύδρα καί Πέτζες. Τότε ή Κυβέρνηση λέγει όλουνών αύτείνων τών καπεταναίων νά πάρουν ασκέρια καί νά πάνε είς Νύδρα καί Πέτζες. Δέν θέλησε νά πάγη κανένας. Μέ διατάζουν εμένα να πάγω· μου λένε αύτείνοι νά μήν πάγω, ότ' είναι νησιά καί θά χαθώ· «Ούθε έχει ανάγκη ή πατρίδα, τούς λέγω, πρέπει νά πάμε καί καταεξοχή σ΄ αυτά τά νησιά οπού έλυωσαν πολεμώντας μέ τούς Τούρκους, κι' άνθρωποι καί καράβια καί κατάστασή τους. Εγώ θά πάγω ν' αγωνιστώ». Τότε πήρα τό σώμα μου καί πήγα είς τή Νύδρα. Οί άλλοι όλοι, οί Ρουμελιώτες, πήγαν έξω, είς τήν Ρούμελη.
Είς τή Νύδρα διάταξαν καί ήρθε ό Καρατάσιος μέ τό σώμα του κι' άλλοι οπλαρχηγοί Βάσιος, Χατζηχρήστος, Γριβαίγοι, καί καθίσαμε έκεί πέντε μήνες. Είχα τήν αγάπη όλουνών τών Νυδραίοων έγώ καί οί σύντροφοί μου καί πάντοτες μ' είχαν είς τά τράπεζα τους καί συναστροφές τους.
Μίαν ημέρα ήταν έτοιμα νά κινήσουν όλα τά καράβια νά πάνε νά προφτάσουνε τήν Σάμο, ότι κιντύνευε· ήρθε επίτηδες άνθρωπος καί είπε τόν κίντυνό της. Τά στρατέματα τά δικά μας ήταν έξω άπό τή Νύδρα, τήν χώρα, καί φύλαγαν είς τήν άκρη τήν νήσο ολόγυρα, νά μήν γένη ντισμπάρκο πουθενά. Τό σώμα τό δικό μου τόχα είς τόν Άγιλιά - όπούκανε χρεία, νά κινηθούμε. Ετοιμάζονταν τά καράβια νά προφτάσουνε τήν Σάμον καί ήταν ό κόσμος όλος κάτου είς τόν γιαλό, είς τό παζάρι, νά ψωνίσουνε· έκεί έρριξε ένας Νυδραίος καί σκοτώνει έναν Στεργιανόν, ρίχνει ένας άλλος Στεργιανός, σκότωσε τόν αίτιον σούμα σκοτώνονται έξι. Έγώ μ' είχαν οί πρόκριτοι καί καθόμουν είς τό μοναστήρι 'σ τήν Παναγιά, όπού συνάζονταν έκεί καί οί πρόκριτοι -μούχαν όντά, κι' όταν ερχόμουν άπό τούς ανθρώπους μου, έμενα 'σ τό μοναστήρι. Ακούγοντας αυτόν τόν καυγά, πήγα νά τόν ήσυχάσω καί κιντύνεψα καί τήν ίδιαν μου ζωή· καί οί καπεταναίγοι καί οί νοικοκυραίοι μέ σώσαν άπό αυτόν τόν κίντυνο τών Νυδραίων, όπου παντήχαιναν δτ' ήμουν ό αίτιος του κακού έγώ. Πάγου ύστερα είς τό μοναστήρι 'σ τήν Παναγιά, σύναξα έκεί κι' όσους ήταν άπ' ούλα τά σώματα είς τήν πολιτεία - ήταν περίτου άπό εκατό άνθρωποι - τούς έβαλα μέσα νά μήν κάμουν νέον καυγά όσο νά φύγουν τά καράβια.Έκλεισα τό μοναστήρι, μέ τούς ανθρώπους μέσα. Σε ολίγον πλάκωσαν όλοι οι Νυδραίοι μέ τά μαχαίρια καί τρομπόνια καί μου φέρνουν τούς σκοτωμένους άπ' όξω τήν πόρτα του μοναστηρίου. Μιλλιούνια βρισές έμένα· γύρευαν νά ριχτούνε άπό τούς τοίχους νά μπούνε μέσα νά μάς πάρουν. Οι' άνθρωποι όπούταν μέσα ήθελαν νά ρίξουν άπάνου τους· έγώ ήθελα νά ησυχάσω αυτό τό κακό, ότι θά κιντύνευε ή Νύδρα· ότ' ήταν άπάνου είς τό νησί Στεργιανοί άπό 'μάς περίτου άπό πέντε χιλιάδες, καί θά λυώναμε κ' έμείς καί οί Νυδραίγοι - καί ύστερα κιντύνευε καί γενικώς ή πατρίδα. Εκείνοι μέ βρίζαν, έγώ τούς διάταζα. Τρείς βολές μόκαμαν γιρούσι. Τούς ησύχαζαν καί οί νοικοκυραίοι. Τότε ή χάρη του Θεού καί τής Παναγίας μέ φωτίζει καί βγάζω έναν άνθρωπο κρυφίως μέ ντεσκερέδες σέ όλους τούς αρχηγούς, τούς Στεργιανούς, καί τούς λέγω πώς ακολούθησε αυτός ό καυγάς, κ' έρριχνα τό βάρος τών Στεργιανών, ότι αυτείνοι ήταν οι αίτιοι (καί οί αίτιοι ήταν οί Νυδραίοι, όμως διά νά σβύσω τό κακό έλεγα αυτά). Τούς έλεγα· «Άφού οί δικοί μας έκαμαν αυτόν τόν σκοτωμόν καί μείναν τά καράβια καί ή πατρίς είναι σέ κίντυνον, νά μην κινηθή κανένας σας άπό τά πόστα του, ούτε άνθρωπος νάρθή μέσα όσο νά ιδούμε τί θά γένη». Γράφω κ' ένα τεσκερέ του Κουντουργιώτη, τού κύρ Λάζαρου, καί τού λέγω· «Όσοι ντεσκερέδες είναι τόσους ανθρώπους γλήγορους νά βγάλης, νά τούς πάνε είς τήν θέσιν τού κάθε ενός αρχηγού, νά μή μάθουν τόν καυγά καί κινηθούν τ' ασκέρια. Έγινε αυτό. Από τήν άκρη τή χώρα είχαν πλησίαση οί δικοί μου οί άνθρωποι, ότι μάθαν ότι μ' έκλεισαν, κ' έκεί όπου διάβασαν τόν τεσκερέ μου μείναν τό ίδιον καί οί άλλοι. Άν μπαίναν μέσα, θάπιαναν όλη τήν χώρα, ότ' ήταν άδεια άπό Νυδραίους - ήταν όλοι κάτου είς τό μοναστήρι - καί τότε σάν πιάναν τήν χώρα καί σπίτια, θά τούς σκότωναν καί θά γύμνωναν καί τήν πολιτεία.
Τώρα θά σάς γράψω καί τήν επιρροή τού κύρ Λάζαρου Κουντουργιώτη καί τών άλλων νοικοκυραίων, όμως πρώτα αυτεινού. Κολλάγει ό Λάζαρος 'σ ένα ψήλωμα καί τούς βάνει έναν λόγον (καί είχε συναχτή όλος ό λαός). Τούς είπε τ' άντραγαθήματά τους καί τήν γενναιότητα καί πατριωτισμόν οπού δείξαν σέ τόσους πολέμους καί σώσαν τήν πατρίδα. Σήμερα όλα αυτάτ' άντραγαθήματα χάνονται, μαζί καί ή πατρίς. Τους είπε πολλά άπό αυτά. Έκείνοι είπαν· «Δέν θέλομε τά ξένα στρατέματα είς τό νησί μας!». Τους αποκρίθηκε δτ' είναι αναγκαία. «Καί διά την εύταξίαν, είπε, διορίζομεν τόν Μακρυγιάννη κ' έναν δικό μας Νυδραίον νάχουν, ανθρώπους δικούς μας κι' άπό τους ξένους ν' αγρυπνούν διά την ήσυχίαν καί τιμή μας». Μείναν σύνφωνοι όλοι είς αυτό. Κι' δσο νά κάμη τόν σταυρό του ό άνθρωπος, δέν πέρασαν δυό ώρες, πότε βάλαν τά καράβια 'σ ένέργειαν; Καί κινήθηκαν καί πήγαν καί πρόφτασαν τήν Σάμον κι' αφάνισαν τόν στόλον καί χάθηκαν τόση Τουρκιά. Τότε μέ διόρισαν έμενα καί πήρα κι' άπ' ούλα τά σώματα στρατιώτες· διορίστηκε κ' ένας Νυδραίος άπό πολίτες. Καί βαστάξαμε τήν εύταξίαν.
Γυρίζοντας όπίσου οι μπουρλοτιέρηδες, όπου κάψαν καράβια τών Τούρκων, μίαν ήμερα πέρναγε άπό τό κονάκι μου ένας μπουρλοτιέρης (είχα κονάκι έξω πιασμένο, παραπόνου άπό τήν Παναγιά)· είχα είς τό κονάκι μου αφημένους πεντέξι ανθρώπους τίμιους νά φέρνωνται φρόνιμα είς τόν μαχαλά· έγώ ήμουν είς τό μοναστήρι μέ τους προκρίτους (πήγαινα κάθε ήμερα έκεί καί μιλούσαμε· μ' αγαπούσαν κ' έγώ τούς σεβόμουν ώς μεγαλύτερους)· 'σ τό κονάκι είχα ένα μικρό παιδί κ' έπλυνε τά πιάτα. Έκαμε νά ρίξη τό νερό κάτου εις τόν δρόμον, ή κακή τύχη -πέρναγε εκείνη τήν ώρα ό μπουρλοτιέρης, όπου τότε 'σ εκείνη τήν περίστασιν ό κάθε μπουρλοτιέρης ήταν μισός θεός, τό νερόν όπούρριψε το παιδί έπεσε άπάνου εις τόν μπουρλοτιέρη, χωρίς νά τόν ίδή τό παιδί. Τότε κολλάγει είς τό κονάκι ό μπουρλοτιέρης μ' άλλους συντρόφους του, θέλουν νά σκοτώσουνε τούς αίτιους μαζώνεται ή μισή Νύδρα, γίνεται ένας καυγάς, άλλοι υπέρ κι' άλλοι κατά του μπουρλοτιέρη καί συντροφιάς του. Έρχονται μου τό λένε έμένα· πάγω καί βρίσκω αυτόν τό θόρυβον άναντιώνονται καί 'σ εμένα, χωρίς έγώ νά ξέρω. Του λέγω του μπουρλοτιέρη τό λάθος καί τί κάνουν τά σκουτιά νά τά πλερώσω νά πάψη τό κακό- «Τριακόσα γρόσια»! Βγάζω, μετράγω τά χρήματα, παίρνω τά σκουτιά. Μάλλωναν καμπόσοι ότι μέ ζημίωσε καί δέν κάναν ούτε εκατό γρόσια. Άφού τά πήρα, τά σιδέρωσα, τάστειλα μέ τόν γραμματικόν μου είς τούς προκρίτους, όποιος κάμη άντραγάθημα, μπουρλοτιέρης, νά τά προσφέρουν άπό' μένα, ότι έγώ δέν τά φορώ τέτοια σκουτιά. Και είπε ό γραμματικός τά αίτια πώς έτρεξαν καί είς τό εξής νά μή φοβερίζη ό μπουρλοτιέρης καί οί σύντροφοι του, καί τούς άκολουθήση κάνα δυστύχημα. Άφού οι πρόκριτοι άκουσαν αυτό, πικράθηκαν πολύ κ' έστειλαν καί πήραν τόν μπουρλοτιέρη καί συντρόφους του νά τούς παιδέψουν. Τόμαθα έγώ αυτό καί πήγα καί τούς 'περασπίστηκα. Καί ησύχασαν είς τό εξής οί Νυδραίοι· καί μ' είχαν τόν στενώτερό τους φίλον (καί είμαστε φίλοι ώς τήν σήμερον)."
Ηρθαν στερνά ό Δυσσέας, ό Γκούρας, ό Καραϊσκάκης, ο Καλτζοδήμος, ό Σαφάκας καί οί άλλοι, ανταμωθήκαμε είς τ' Άνάπλι· κι' ό Καραϊσκάκης καί οί άλλοι μέ φίλιωσαν μέ τόν Δυσσέα καί Γκούρα καί φιληθήκαμε όλοι κ' ενωθήκαμε· κι' αποφασίσαμε νά μήν μείνη είς Πελοπόννησον Ρουμελιώτης· κι' δποιος μείνη νά τόν κατατρέχουμε όλοι. Τους είπα καί τής νέες συντροφιές τής ήξεραν κ' έκείνοι καί τί μου είπε ό Ζαίμης.
Τότε εκρίθη εύλογον άπό τήν Διοίκησιν νά μου δώση κι' άλλο σώμα καί μαζί μέ τούς δικούς μου νά έβγω έξω, ότι, μάθαμε, έρχονταν νέγοι Τούρκοι. Ό Δυσσέας ήθελε νά πάγω μαζί του· δέν ήθελα. Έμεινα σύνφωνος νά πάγω μέ τόν Καραϊσκάκη -ήμαστε αγαπημένοι άπό τήν "Αρτα. Άφού ετοιμαζόμαστε δι' αυτό, νά βγούμε έξω, ήρθε είδηση ότι τά Ψαρά τά κυρίεψε ό Καπετάν πασσάς καί φοβερίζουνε μέ τά καράβια οί Τούρκοι νά έρθουν μέ στρατέματα νά χαλάσουνε καί τή Νύδρα καί Πέτζες. Τότε ή Κυβέρνηση λέγει όλουνών αύτείνων τών καπεταναίων νά πάρουν ασκέρια καί νά πάνε είς Νύδρα καί Πέτζες. Δέν θέλησε νά πάγη κανένας. Μέ διατάζουν εμένα να πάγω· μου λένε αύτείνοι νά μήν πάγω, ότ' είναι νησιά καί θά χαθώ· «Ούθε έχει ανάγκη ή πατρίδα, τούς λέγω, πρέπει νά πάμε καί καταεξοχή σ΄ αυτά τά νησιά οπού έλυωσαν πολεμώντας μέ τούς Τούρκους, κι' άνθρωποι καί καράβια καί κατάστασή τους. Εγώ θά πάγω ν' αγωνιστώ». Τότε πήρα τό σώμα μου καί πήγα είς τή Νύδρα. Οί άλλοι όλοι, οί Ρουμελιώτες, πήγαν έξω, είς τήν Ρούμελη.
Είς τή Νύδρα διάταξαν καί ήρθε ό Καρατάσιος μέ τό σώμα του κι' άλλοι οπλαρχηγοί Βάσιος, Χατζηχρήστος, Γριβαίγοι, καί καθίσαμε έκεί πέντε μήνες. Είχα τήν αγάπη όλουνών τών Νυδραίοων έγώ καί οί σύντροφοί μου καί πάντοτες μ' είχαν είς τά τράπεζα τους καί συναστροφές τους.
Μίαν ημέρα ήταν έτοιμα νά κινήσουν όλα τά καράβια νά πάνε νά προφτάσουνε τήν Σάμο, ότι κιντύνευε· ήρθε επίτηδες άνθρωπος καί είπε τόν κίντυνό της. Τά στρατέματα τά δικά μας ήταν έξω άπό τή Νύδρα, τήν χώρα, καί φύλαγαν είς τήν άκρη τήν νήσο ολόγυρα, νά μήν γένη ντισμπάρκο πουθενά. Τό σώμα τό δικό μου τόχα είς τόν Άγιλιά - όπούκανε χρεία, νά κινηθούμε. Ετοιμάζονταν τά καράβια νά προφτάσουνε τήν Σάμον καί ήταν ό κόσμος όλος κάτου είς τόν γιαλό, είς τό παζάρι, νά ψωνίσουνε· έκεί έρριξε ένας Νυδραίος καί σκοτώνει έναν Στεργιανόν, ρίχνει ένας άλλος Στεργιανός, σκότωσε τόν αίτιον σούμα σκοτώνονται έξι. Έγώ μ' είχαν οί πρόκριτοι καί καθόμουν είς τό μοναστήρι 'σ τήν Παναγιά, όπού συνάζονταν έκεί καί οί πρόκριτοι -μούχαν όντά, κι' όταν ερχόμουν άπό τούς ανθρώπους μου, έμενα 'σ τό μοναστήρι. Ακούγοντας αυτόν τόν καυγά, πήγα νά τόν ήσυχάσω καί κιντύνεψα καί τήν ίδιαν μου ζωή· καί οί καπεταναίγοι καί οί νοικοκυραίοι μέ σώσαν άπό αυτόν τόν κίντυνο τών Νυδραίων, όπου παντήχαιναν δτ' ήμουν ό αίτιος του κακού έγώ. Πάγου ύστερα είς τό μοναστήρι 'σ τήν Παναγιά, σύναξα έκεί κι' όσους ήταν άπ' ούλα τά σώματα είς τήν πολιτεία - ήταν περίτου άπό εκατό άνθρωποι - τούς έβαλα μέσα νά μήν κάμουν νέον καυγά όσο νά φύγουν τά καράβια.Έκλεισα τό μοναστήρι, μέ τούς ανθρώπους μέσα. Σε ολίγον πλάκωσαν όλοι οι Νυδραίοι μέ τά μαχαίρια καί τρομπόνια καί μου φέρνουν τούς σκοτωμένους άπ' όξω τήν πόρτα του μοναστηρίου. Μιλλιούνια βρισές έμένα· γύρευαν νά ριχτούνε άπό τούς τοίχους νά μπούνε μέσα νά μάς πάρουν. Οι' άνθρωποι όπούταν μέσα ήθελαν νά ρίξουν άπάνου τους· έγώ ήθελα νά ησυχάσω αυτό τό κακό, ότι θά κιντύνευε ή Νύδρα· ότ' ήταν άπάνου είς τό νησί Στεργιανοί άπό 'μάς περίτου άπό πέντε χιλιάδες, καί θά λυώναμε κ' έμείς καί οί Νυδραίγοι - καί ύστερα κιντύνευε καί γενικώς ή πατρίδα. Εκείνοι μέ βρίζαν, έγώ τούς διάταζα. Τρείς βολές μόκαμαν γιρούσι. Τούς ησύχαζαν καί οί νοικοκυραίοι. Τότε ή χάρη του Θεού καί τής Παναγίας μέ φωτίζει καί βγάζω έναν άνθρωπο κρυφίως μέ ντεσκερέδες σέ όλους τούς αρχηγούς, τούς Στεργιανούς, καί τούς λέγω πώς ακολούθησε αυτός ό καυγάς, κ' έρριχνα τό βάρος τών Στεργιανών, ότι αυτείνοι ήταν οι αίτιοι (καί οί αίτιοι ήταν οί Νυδραίοι, όμως διά νά σβύσω τό κακό έλεγα αυτά). Τούς έλεγα· «Άφού οί δικοί μας έκαμαν αυτόν τόν σκοτωμόν καί μείναν τά καράβια καί ή πατρίς είναι σέ κίντυνον, νά μην κινηθή κανένας σας άπό τά πόστα του, ούτε άνθρωπος νάρθή μέσα όσο νά ιδούμε τί θά γένη». Γράφω κ' ένα τεσκερέ του Κουντουργιώτη, τού κύρ Λάζαρου, καί τού λέγω· «Όσοι ντεσκερέδες είναι τόσους ανθρώπους γλήγορους νά βγάλης, νά τούς πάνε είς τήν θέσιν τού κάθε ενός αρχηγού, νά μή μάθουν τόν καυγά καί κινηθούν τ' ασκέρια. Έγινε αυτό. Από τήν άκρη τή χώρα είχαν πλησίαση οί δικοί μου οί άνθρωποι, ότι μάθαν ότι μ' έκλεισαν, κ' έκεί όπου διάβασαν τόν τεσκερέ μου μείναν τό ίδιον καί οί άλλοι. Άν μπαίναν μέσα, θάπιαναν όλη τήν χώρα, ότ' ήταν άδεια άπό Νυδραίους - ήταν όλοι κάτου είς τό μοναστήρι - καί τότε σάν πιάναν τήν χώρα καί σπίτια, θά τούς σκότωναν καί θά γύμνωναν καί τήν πολιτεία.
Τώρα θά σάς γράψω καί τήν επιρροή τού κύρ Λάζαρου Κουντουργιώτη καί τών άλλων νοικοκυραίων, όμως πρώτα αυτεινού. Κολλάγει ό Λάζαρος 'σ ένα ψήλωμα καί τούς βάνει έναν λόγον (καί είχε συναχτή όλος ό λαός). Τούς είπε τ' άντραγαθήματά τους καί τήν γενναιότητα καί πατριωτισμόν οπού δείξαν σέ τόσους πολέμους καί σώσαν τήν πατρίδα. Σήμερα όλα αυτάτ' άντραγαθήματα χάνονται, μαζί καί ή πατρίς. Τους είπε πολλά άπό αυτά. Έκείνοι είπαν· «Δέν θέλομε τά ξένα στρατέματα είς τό νησί μας!». Τους αποκρίθηκε δτ' είναι αναγκαία. «Καί διά την εύταξίαν, είπε, διορίζομεν τόν Μακρυγιάννη κ' έναν δικό μας Νυδραίον νάχουν, ανθρώπους δικούς μας κι' άπό τους ξένους ν' αγρυπνούν διά την ήσυχίαν καί τιμή μας». Μείναν σύνφωνοι όλοι είς αυτό. Κι' δσο νά κάμη τόν σταυρό του ό άνθρωπος, δέν πέρασαν δυό ώρες, πότε βάλαν τά καράβια 'σ ένέργειαν; Καί κινήθηκαν καί πήγαν καί πρόφτασαν τήν Σάμον κι' αφάνισαν τόν στόλον καί χάθηκαν τόση Τουρκιά. Τότε μέ διόρισαν έμενα καί πήρα κι' άπ' ούλα τά σώματα στρατιώτες· διορίστηκε κ' ένας Νυδραίος άπό πολίτες. Καί βαστάξαμε τήν εύταξίαν.
Γυρίζοντας όπίσου οι μπουρλοτιέρηδες, όπου κάψαν καράβια τών Τούρκων, μίαν ήμερα πέρναγε άπό τό κονάκι μου ένας μπουρλοτιέρης (είχα κονάκι έξω πιασμένο, παραπόνου άπό τήν Παναγιά)· είχα είς τό κονάκι μου αφημένους πεντέξι ανθρώπους τίμιους νά φέρνωνται φρόνιμα είς τόν μαχαλά· έγώ ήμουν είς τό μοναστήρι μέ τους προκρίτους (πήγαινα κάθε ήμερα έκεί καί μιλούσαμε· μ' αγαπούσαν κ' έγώ τούς σεβόμουν ώς μεγαλύτερους)· 'σ τό κονάκι είχα ένα μικρό παιδί κ' έπλυνε τά πιάτα. Έκαμε νά ρίξη τό νερό κάτου εις τόν δρόμον, ή κακή τύχη -πέρναγε εκείνη τήν ώρα ό μπουρλοτιέρης, όπου τότε 'σ εκείνη τήν περίστασιν ό κάθε μπουρλοτιέρης ήταν μισός θεός, τό νερόν όπούρριψε το παιδί έπεσε άπάνου εις τόν μπουρλοτιέρη, χωρίς νά τόν ίδή τό παιδί. Τότε κολλάγει είς τό κονάκι ό μπουρλοτιέρης μ' άλλους συντρόφους του, θέλουν νά σκοτώσουνε τούς αίτιους μαζώνεται ή μισή Νύδρα, γίνεται ένας καυγάς, άλλοι υπέρ κι' άλλοι κατά του μπουρλοτιέρη καί συντροφιάς του. Έρχονται μου τό λένε έμένα· πάγω καί βρίσκω αυτόν τό θόρυβον άναντιώνονται καί 'σ εμένα, χωρίς έγώ νά ξέρω. Του λέγω του μπουρλοτιέρη τό λάθος καί τί κάνουν τά σκουτιά νά τά πλερώσω νά πάψη τό κακό- «Τριακόσα γρόσια»! Βγάζω, μετράγω τά χρήματα, παίρνω τά σκουτιά. Μάλλωναν καμπόσοι ότι μέ ζημίωσε καί δέν κάναν ούτε εκατό γρόσια. Άφού τά πήρα, τά σιδέρωσα, τάστειλα μέ τόν γραμματικόν μου είς τούς προκρίτους, όποιος κάμη άντραγάθημα, μπουρλοτιέρης, νά τά προσφέρουν άπό' μένα, ότι έγώ δέν τά φορώ τέτοια σκουτιά. Και είπε ό γραμματικός τά αίτια πώς έτρεξαν καί είς τό εξής νά μή φοβερίζη ό μπουρλοτιέρης καί οί σύντροφοι του, καί τούς άκολουθήση κάνα δυστύχημα. Άφού οι πρόκριτοι άκουσαν αυτό, πικράθηκαν πολύ κ' έστειλαν καί πήραν τόν μπουρλοτιέρη καί συντρόφους του νά τούς παιδέψουν. Τόμαθα έγώ αυτό καί πήγα καί τούς 'περασπίστηκα. Καί ησύχασαν είς τό εξής οί Νυδραίοι· καί μ' είχαν τόν στενώτερό τους φίλον (καί είμαστε φίλοι ώς τήν σήμερον)."
Πηγές:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΑΠΌΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου